Στο πέρας πια των εκλογών, τις οποίες αρκετός κόσμος
ανακήρυξε ως «τις σημαντικότερες της Μεταπολίτευσης» και ενώ τα βλέμματα της
Ευρώπης είναι συγκεντρωμένα στη χώρα μας, μπορούμε να επιχειρήσουμε έναν
σφαιρικό, μα και προσωρινό απολογισμό του αποτελέσματος. Χαρακτηριστικό των
εκλογών υπήρξε η κονταρομαχία, σε επίπεδο πολιτικής επιρροής, της «ελπίδας» και
του «φόβου». Η ελπίδα υπήρξε η λέξη-κλειδί πάνω στην οποία βασίστηκε η
προεκλογική εκστρατεία του ΣΥΡΙΖΑ. Ο φόβος, από την άλλη, υπήρξε η τακτική των
αντιπάλων του. Εν τέλει, ήταν η αγγελόμορφη Ελπίδα εκείνη που επικράτησε, ενώ ο
τερατόμορφος Φόβος σύρθηκε μέσα στις σκιές, γλύφοντας τις πληγές του. Μα η
παρουσίαση μας θα κινηθεί πέρα από συναισθηματισμούς – σκοπός μας είναι να πάμε
πέρα από την ελπίδα και τον φόβο και να κρίνουμε το αποτέλεσμα με άξονα τη
λογική, όχι το συναίσθημα, που τόση πέραση έχει στην πολιτική πραγματικότητα.
Πέραν της ελπίδας και του φόβου, εξάλλου, δεσπόζει η
ελευθερία, σύμφωνα με τον Καζαντζάκη. Ωστόσο, ακόμα και αν ο στόχος μας είναι
αυτός, δε μπορώ να πω με σιγουριά πως θα τον προσεγγίσουμε. Και στην πλέον
ψυχρή ανάλυση δεσπόζει μια οπτική γωνία, ξεχωρίζουν ορισμένες αξίες – και
φοβάσαι αν νιώθεις πως εκείνες απειλούνται. Όπως ελπίζεις και στην
πραγματοποίηση τους, σε κάποιο μελλοντικό χρόνο. Μα ακόμα και αν τελικά δεν
κινηθούμε «πέραν της ελπίδας και του φόβου», με την κυριολεκτική έννοια - θα
κάνουμε μια απόπειρα, αν μη τι άλλο, να πάμε πέραν των στενών, κομματικών τους
πλαισίων.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από τον νικητή και τον ηττημένο.
ΣΥΡΙΖΑ
και ΝΔ.
Ήταν μια όμορφη μέρα η 25η του Γενάρη για
τους ψηφοφόρους και υποστηρικτές του ΣΥΡΙΖΑ. Τόση συγκεντρωμένη χαρά και
ικανοποίηση σε πρόσωπα αριστερών πολιτών ίσως να μην είχαμε δει ποτέ ξανά ως
τώρα. Εδώ που τα λέμε, πώς να μη χαμογελούν. Η επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ αφενός
φαίνεται να θέτει νέα δεδομένα σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, μα και για τον ευρύτερο,
διεθνή χώρο της Αριστεράς – αφετέρου συνιστά μια ιστορική καμπή, για τα
σύγχρονα πολιτικά δεδομένα της χώρας: για πρώτη φορά κανένα από τα δύο κόμματα
που μονοπώλησαν την εξουσία εδώ και σχεδόν σαράντα χρόνια (μια ολόκληρη γενιά)
δεν κατέχει το τιμόνι. Θα μας φαινόταν σχεδόν απίστευτο πριν από μια δεκαετία –
μα το φαινόμενο της αδιάκοπης εναλλαγής ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας στην
κυβέρνηση, που τόσο είχαμε συζητήσει και αναρωτιόμασταν «ως πότε θα κρατήσει» -
το φαινόμενο του δικομματισμού ανάμεσα στα «πράσινα και μπλε παιδιά»… αυτό
επιτέλους έλαβε τέλος.
Μια αναγκαία παύση, προκειμένου να πάρουμε μια
ανάσα. Ναι, χρειάζεται. Ας απολαύσουμε αυτή τη στιγμή – μας αξίζει. Η ιστορία
προχωράει, δε μένει στάσιμη, ποτέ δε μένει στάσιμη.
Ανεξάρτητα με τις επιφυλάξεις που μπορεί να τρέφει
κάποιος απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, το γεγονός πως ένα σημαντικό ποσοστό του κόσμου
επέλεξε κάτι διαφορετικό, για μια φορά – αυτό είναι μια κάποια ένδειξη
κοινωνικής υγείας. Η αποκόλληση από τον μόνιμο εναγκαλισμό του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ
φαντάζει όπως η αποκόλληση από την ασφυκτική αγκαλιά μιας μητέρας, που «μόνο
αυτή ξέρει τι είναι καλό για σένα», ξανά και ξανά, στον αιώνα τον άπαντα -
συνιστά ένδειξη ωρίμανσης. Και όπως η μητέρα πλουμίζει το παιδί της
συναισθήματα ανασφάλειας, δίνοντας του την αίσθηση πως ο κόσμος «είναι
επικίνδυνος», προκειμένου να το κρατεί όλο και πιο σφικτά στην αγκαλιά της…
αντίστοιχα οι αντίπαλοι του ΣΥΡΙΖΑ, στα δεξιά της πολιτικής κλίμακας, φόρτιζαν
τον κόσμο με αισθήματα ανασφάλειας και φόβου. «Η Ελλάδα μας είναι μικρή και
έχουμε ανάγκη τους Μεγάλους για να μας κρατούν από το χέρι. Ας δεχόμαστε κάθε
πολιτική λιτότητας και κάθε απώλεια της αξιοπρέπειάς μας λοιπόν, κάθε χρέος και
κάθε περικοπή, προκειμένου να τα βγάλουμε πέρα και να έρθει η ανάπτυξη».
Αυτά έλεγε η ΝΔ, μα και πλήθος νεοφιλελεύθερων που
αντιμετώπιζαν τον ΣΥΡΙΖΑ σαν το Τέρας που θα εισβάλλει μες στα σπίτια τους, θα
πάρει τα λεφτά του κόσμου από τις τράπεζες, θα βουτήξει τον κουμπαρά-γουρουνάκι
του μωρού (μαζί με το γλειφιτζούρι), θα αδειάσει τα πορτοφόλια τους (μαζί με
τις αναμνηστικές φωτογραφίες, που θα πλέον θα ανήκουν στο κράτος), θα πουλήσει
τη χώρα στους ξένους, θα εγκαταλείψει την Ευρώπη (και πιθανό να αλλάξει Ήπειρο,
με προορισμό την Αφρική ή ενδεχομένως, την Ανταρκτική) και γενικά, θα επιφέρει
τον Αρμαγεδδών και τη Δευτέρα Παρουσία (ταυτόχρονα).
Το γελοίο της υπόθεσης είναι πως αρκετός κόσμος
αφέθηκε να παρασυρθεί από αυτό το κύμα τρόμου και πανικού, που έφτασε να
ξεπερνάει το μέγεθος ενός Τσουνάμι. Μα ποιος είπε πως στην πολιτική παίζει
κυρίαρχο ρόλο η λογική;
Υπήρξαν όμως και εκείνοι που γέλασαν με όσα άκουγαν.
Και, ορμώμενοι από την ελπίδα, όχι από τον φόβο, με μια διάθεση γνήσιας ανανέωσης
και θέλοντας να απεμπλακούν από την προστατευτική (και ασφυκτική) αγκάλη της συντηρητικής
Μαμάς-ΝΔ, αποφάσισαν να στηρίξουν τον ΣΥΡΙΖΑ – το εκλογικό αποτέλεσμα τους
δικαίωσε. Μένει να δούμε αν θα τους δικαιώσει και η συνέχεια.
Επιφυλάξεις
και προκλήσεις
Ο Αλέξης Τσίπρας έγινε πρωτοσέλιδο σε πλήθος
ευρωπαϊκών εφημερίδων, οι οποίες τον χαιρέτησαν ως τον «νέο ηγέτη της Αριστεράς
στην Ευρώπη» - οι περισσότερο φιλικά προσκείμενες στην πολιτική του. Μα και
στις ΗΠΑ το ενδιαφέρον δεν ήταν καθόλου μικρό. Αμερικανοί μάλιστα αριστεροί και
ακτιβιστές παρουσίασαν τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ ως «το πρώτο αντικαπιταλιστικό κόμμα στην ευρωπαϊκή ιστορία που κερδίζει
τις εκλογές. Εξαπλώστε τα ευχάριστα νέα!». Το πλήθος των υποστηρικτών του
στα Προπύλαια τραγουδούσαν χαρούμενοι το “Bella Ciao” και μιλούσαν για μια μέρα ορόσημο
για την διεθνή Αριστερά. Τότε ήταν που ο Αλέξης Τσίπρας έκανε την εμφάνιση του,
χαιρετώντας τον κόσμο και λέγοντας πως ήρθε ο καιρός να γυρίσουμε σελίδα.
Τέλος, κλείνοντας τον πανηγυρικό του λόγο, ανέφερε πως «τώρα ο ήλιος θα ξεπροβάλλει
από την Ελλάδα».
Αυτό πόνεσε. Γιατί Αλέξη το έκανες αυτό; Γιατί
έπρεπε να θυμίσεις, εκείνη τη στιγμή ακριβώς, πως τα φαντάσματα του ΠΑΣΟΚ…
κυκλοφορούν ανάμεσά μας; Μόνο που δεν έπαιξε το «Καλημέρα Ήλιε» από τα μεγάφωνα
– αυτό μας έλειπε για να κάνουμε ένα υπέροχο ταξίδι πίσω στον χρόνο – πίσω στο
1981.
Σε αντίθεση με εκείνους που είχαν βιαστεί να
ταυτίσουν τον ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ ήδη από τα χρόνια πριν την κρίση, ο ίδιος
προτιμώ να βλέπω τα κοινά ανάμεσά τους – μα και τις διαφορές. Η ιστορία των δύο
κομμάτων διαφέρει (ο ΣΥΡΙΖΑ έχοντας ρίζες στον Συνασπισμό και το πλήθος
ετερόκλητων συνιστωσών του και από κει πίσω, στην ευρωπαϊκή εκδοχή της
Αριστεράς, στα χρόνια της δεκαετίας του 80, κόντρα στη σοσιαλδημοκρατία του
ΠΑΣΟΚ). Η ανέλιξή των δύο κομμάτων διαφέρει το ίδιο, η εποχή εντός της οποίας
αναδείχτηκαν επίσης. Τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη
πολυφωνία, συγκριτικά με εκείνα του παλιού ΠΑΣΟΚ, ενώ ένα σημαντικό μέρος των
ψηφοφόρων του έχει βαπτιστεί μέσα από δρόμους και αγώνες. Άλλοι αντανακλούν τις
τάσεις της σύγχρονης διεθνούς Αριστεράς, ενώ άλλοι είναι προσηλωμένοι σε
κλασικότερα σχήματα. Ανάμεσά τους υπάρχει ασφαλώς και εκείνη η κατηγορία που θα
χαρακτηρίζαμε ως «ΠΑΣΟΚ με ένα περισσότερο αριστερό προσωπείο», ενώ δεν ήταν
λίγοι οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ που προήλθαν ως και από τους χώρους της ΝΔ. Δεν
έχει εξακριβωθεί αν η ψήφος προς τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν περισσότερο μια ψήφος
επιδοκιμασίας, ή μια ψήφος αποδοκιμασίας απέναντι στην πολιτική των «κομμάτων
του μνημονίου» - μα το πιθανότερο να συνιστά έναν συνδυασμό και των δύο.
Εν ολίγοις έχουμε να κάνουμε με ένα εξαιρετικά
πολυσύνθετο σχήμα. Μένει να διαπιστώσουμε προς που θα γύρει η πλάστιγγα, με το
πέρασμα του χρόνου.
Αναφέραμε πάνω τους αμερικανούς ακτιβιστές της Αριστεράς
που χαιρέτησαν τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ ως την «πρώτη ευρωπαϊκή επικράτηση ενός
αντικαπιταλιστικού σχήματος». Ωστόσο στην πορεία πολύ δύσκολα θα δικαιώσει ο
ΣΥΡΙΖΑ τις προβλέψεις εκείνων που θεωρούν πως θα ήταν ικανός να φέρει τα πάνω
κάτω στην κοινωνική πραγματικότητα. Ουσιαστικά βρίσκεται μεταξύ δύο σχεδόν
ετερόκλητων καταστάσεων: αφενός να τηρήσει την υπόσχεση του, περί παραμονής
στην Ευρώπη και συνεργασίας με τους Ευρωπαίους εταίρους, μέσω μιας
επαναδιαπραγμάτευσης του χρέους και της οικονομίας – καθησυχάζοντας έτσι τους
αντιπάλους του, που έσπερναν τον τρόμο και τον πανικό. Αφετέρου να ικανοποιήσει
τους ψηφοφόρους του που περιμένουν να μείνει πιστός στην ουσία και την ιδέα της
Αριστεράς: να μη μετατραπεί σε ένα ακόμα ΠΑΣΟΚ και να πραγματοποιήσει ένα
ουσιώδες κοινωνικό έργο, πέρα από πολιτικές υποτελείς στις τράπεζες και τους
πολυεθνικούς εταίρους – πείθοντας τον κόσμο πως πρόκειται όντως για ένα σχήμα
αριστερό στην πράξη, όχι μόνο στις υποσχέσεις.
Εν ολίγοις, να προχωρήσει πέραν του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού
και της υποταγής της πολιτικής στον βωμό του κέρδους και της οικονομικής
διαχείρισης. Θα μπορούσαμε ενδεχομένως να μιλήσουμε για μια επαναφορά του
κοινωνικού κράτους; Μάλλον περί αυτού πρόκειται. Ο ΣΥΡΙΖΑ δε θα… αλλάξει τον
κόσμο, ούτε θα γκρεμίσει το σύστημα εκ βάθρων. Δεν είναι ικανός για κάτι τέτοιο
– μα κανένα κόμμα, από μόνο του, δεν είναι ικανό για κάτι τέτοιο. Δεν είναι τα
κόμματα εκείνα που αλλάζουν τον κόσμο, μα οι κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες
– και οι ίδιοι οι πληθυσμοί, όπως διαμορφώνονται ανάμεσά τους και τις
διαμορφώνουν. Μα ακόμα και η επαναφορά ενός περισσότερου κοινωνικού προσώπου
στην Ευρώπη, που της έχει λείψει εδώ και πολύ καιρό, θα ήταν θεμιτή, αν γινόταν
ικανή να ανακουφίσει τα στρώματα που μαστίζονται απ’ την κρίση.
Μα για το τελευταίο ο ΣΥΡΙΖΑ θα χρειαστεί να έχει
συμμαχίες και εδώ έγκειται η σημασία των επαφών του με τους Ευρωπαίους εταίρους
του – ειδικά του αριστερού χώρου. Προκειμένου η επαναδιαπραγμάτευση να γίνει με
τους δικούς του όρους και να μη σκύψει το κεφάλι, όπως οι προκάτοχοί του, είναι
αναγκαία η παρουσία συμμαχιών και ο σχηματισμός ενός Μετώπου, σε πανευρωπαϊκό
επίπεδο. Εδώ έγκειται ίσως το σημαντικότερο στοιχείο της επικράτησης του ΣΥΡΙΖΑ
και του ενδιαφέροντος που αποκτά για την Ευρώπη – η νίκη του μπορεί να
ενισχύσει με τη σειρά της παραπλήσιους πολιτικά χώρους σε διάφορα ευρωπαϊκά
κράτη (στην Ισπανία, στην Γαλλία, κλπ) και συλλογικά να ασκήσουν μια νέα μορφή
πίεσης, προς μία προσανατολισμένη σε κοινωνικές πολιτικές Ευρώπη – και όχι στις
οικονομίες των λίγων, σε βάρος των πολλών.
Η δυσκολία έγκειται στο εξής: Τη στιγμή αυτή δεν
υπάρχει ισχυρή Αριστερά σε ευρωπαϊκό πολιτικό επίπεδο – δεν είναι παρά
κατακερματισμένη, γλύφοντας ακόμα τις πληγές του παρελθόντος, ακροβατώντας
ανάμεσα στο παλιό και το καινούργιο, αποζητώντας μια ταυτότητα. Ίσως η
επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ να διαδραματίσει έναν ρόλο προς αυτόν τον σχηματισμό
ταυτότητας – και στην ακόλουθη αναγκαία δράση. Μα αν τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ
απορροφηθεί – ενσωματωθεί στο ίδιο το νεοφιλελεύθερο καθεστώς που επιθυμεί να
πολεμήσει… τότε θα μπορούμε να μιλάμε με σιγουριά, πλέον, για ένα νέο ΠΑΣΟΚ και
την έλευση ενδεχομένως ενός καινούργιου δικομματισμού στη χώρα.
Αλλαγή,
Επανάσταση, Ιστορία και Δημοκρατία
Το ΚΚΕ φάνηκε ελαφρώς ενισχυμένο από το αποτέλεσμα
των εκλογών. Σταθερό και αμετακίνητο στις θέσεις του, όσο ελάχιστα κόμματα στην
ιστορία, το ΚΚΕ (μα και αρκετός ακόμα κόσμος του ευρύτερου αριστερού σκεπτικού)
αντιμετώπιζε εξαρχής τον ΣΥΡΙΖΑ με περιφρόνηση, θεωρώντας αερολογίες τις
δηλώσεις του περί διαφυγής απ’ το μνημόνιο. Ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζεται ουσιαστικά
ως ένα κόμμα της αστικής τάξης και της Ευρώπης των μονοπωλίων – σκοπός του δεν
είναι να αλλάξει το σύστημα εκ βάθρων, μα να εξομαλύνει ορισμένες δυσάρεστες
συνέπειές του. Αν το σύστημα είναι ένα δέντρο που έχει πια σαπίσει, ο ΣΥΡΙΖΑ
επιθυμεί να του κλαδέψει τα κλαδιά – όχι να ξεριζώσει το δέντρο απ’ τις ρίζες.
Μα αν τα κλαδιά έχουν αλλάξει, οι ρίζες μένουν ίδιες.
Ουσιαστικά πρόκειται για την κλασική (όσο η ιστορία
της Αριστεράς) κόντρα ανάμεσα στην Μεταρρύθμιση και την Ριζική Αλλαγή (κατά τα φαινόμενα τουλάχιστον). Οι προσδοκίες
του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να τείνουν περισσότερο προς την επαναφορά ενός κράτους
πρόνοιας και ενός «καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο», εντός του οποίου θα
δίνεται έμφαση σε κοινωνικά αγαθά και όχι στην ανεξέλεγκτη οικονομία, εντός της
υπάρχουσας ενωμένης Ευρώπης. Ασφαλώς για το ΚΚΕ και μια μερίδα του ευρύτερου
αριστερού χώρου (που πιθανό να διαφωνεί τόσο με το ΚΚ όσο και με το ΣΥΡΙΖΑ), κάτι τέτοιο δεν απηχεί τα ιδανικά της Αριστεράς, όπως τα
εννοούν οι ίδιοι. Μα ακόμα και αν ισχύει απόλυτα πως το «κοινωνικό κράτος»
απέχει πολύ από το όραμα της Αριστεράς για μια κοινωνία απαλλαγμένη από την
εκμετάλλευση – δε μπορούμε να αγνοήσουμε πως η «Αριστερά» στην Ευρώπη και τον
κόσμο, τη στιγμή αυτή, συνιστά ένα συνονθύλευμα από θεωρίες και προσδοκίες, η
οποία, όπως αναφέραμε, βρίσκεται σε αναζήτηση ταυτότητας. Και είναι
χαρακτηριστικό της γνήσιας προοδευτικής σκέψης η ικανότητα να ελίσσεται, να
αναδιαμορφώνεται, να συμβαδίζει διαλεκτικά με τους καιρούς και τις συνθήκες,
όχι να εξυψώνεται πάνω από αυτές, ως δόγμα – ο Μαρξ θα συμφωνούσε σε αυτό.
Η ευρωπαϊκή Αριστερά βρίσκεται σε σύγχυση – μα και
σε μια διαρκή αναζήτηση. Από την άλλη η παραδοσιακή Αριστερά του ΚΚ φαίνεται
πως έχει πάψει να αναζητά. Η ταυτότητα της είναι δεδομένη εδώ και δεκαετίες,
λες και ο χρόνος έχει πάψει να κυλάει.
Προσωπικά κατανοώ και τις δύο πλευρές. Οι μεν
προσπαθούν να βελτιώσουν το υπάρχον. Οι δε να το αλλάξουν. Mα επαναφερόμενοι στο παράδειγμα του
δέντρου: δεν αρκεί να ξεριζώσεις ένα δέντρο – μα και να φυτρώσει ένα νέο στη
θέση του. Το καινούργιο ποτέ δεν ξεπήδησε στην Ιστορία αν δεν είχε ήδη προϋπάρξει
μέσα στο παλιό – πρώτα σαν σπόρος, μετά σαν φυτό. Αν ο κόσμος δεν είναι
έτοιμος, αν δεν έχει ωριμάσει, ποτέ καμία ριζική αλλαγή δεν θα επιτευχθεί. Η
ιστορία έχει αποδείξει εξάλλου πως, μερικές φορές, οι μικρές αλλαγές είναι εκείνες
που κάνουν τη διαφορά, παρατηρώντας τες από μια μακροσκοπική ιστορική
προοπτική. Η Γαλλική Επανάσταση δεν ξεπήδησε από το μηδέν – κουβαλούσε πίσω της
ιστορικές εξελίξεις αιώνων (όπως η σταδιακή ανάδειξη της αστικής τάξης), μέχρι
να οδηγηθούμε στην τελική της έκρηξη.
Έπειτα δεν μπορεί κανένα κόμμα, από μόνο του, να
αλλάξει τον κόσμο – όποιος θεωρεί κάτι τέτοιο είναι τουλάχιστον αφελής
ιστορικά. Ο κόσμος δεν αλλάζει από τα κόμματα (κομμουνιστικά ή μη). Ο κόσμος
δεν αλλάζει ούτε καν με τις υπάρχουσες εκλογές. Ο κόσμος αλλάζει ούτως ή άλλως – απλά οι επιλογές μας, οι
εκλογές και τα κόμματα μπορεί να επισπεύδουν, κάποιες φορές, την αναπόφευκτη
εκείνη αλλαγή, προς την επιθυμητή κατεύθυνση.
Τι είναι εξάλλου, οι υπάρχουσες εκλογές, αν όχι
επικύρωση ενός προβληματικού από τη φύση του πολιτικού συστήματος. Η λεγόμενη
«αντιπροσωπευτική δημοκρατία» συνιστά ουσιαστικά Δημοκρατία των Κομμάτων – όχι
των πολιτών των ίδιων, που αποφασίζουν μια φορά στα λίγα χρόνια, αναγκαζόμενοι
να επιλέξουν μεταξύ διάφορων κομματικών σχηματισμών, κάνοντας συμβιβασμούς
ανάμεσά τους, ενώ πιθανό να μην τους εκφράζει απόλυτα κανένας. Μία ψήφος, μια
φορά στα λίγα χρόνια – «και άσε τα υπόλοιπα σε μας», φαίνεται να λένε οι
υποστηρικτές του παρόντος συστήματος, αγνοώντας όμως μία από τις βαθύτερες –
και σημαντικότερες τάσεις – που έχουν κάνει την εμφάνιση τους τις τελευταίες
δεκαετίες και κερδίζει έδαφος διαρκώς: την τάση που αναφέρεται σε περισσότερο άμεσες και συμμετοχικές μορφές δημοκρατίας,
πέρα από τα κόμματα – μια τάση που διαδίδεται σε χώρους τόσο της ευρύτερης
αριστεράς, του αναρχικού χώρου, μα και των δημοκρατών και προοδευτικών ανθρώπων
απανταχού της οικουμένης.
Θεωρώ πως αν υπάρχει μια γόνιμη πολιτική προοπτική
για το μέλλον, θα πρέπει να εστιάσει σε αυτήν ακριβώς την εξέλιξη – και όχι στις
γνωστές κόντρες ως προς το ποιος είναι «περισσότερο αριστερός από τον άλλον».
Ποτάμια
με Γάργαρα Νερά
Μα ας επανέλθουμε στην… πεζή πραγματικότητα των εκλογών.
Το Ποτάμι και το ΠΑΣΟΚ αναδείχτηκαν τέταρτο και πέμπτο κόμμα, αντίστοιχα. Το
ΠΑΣΟΚ κατηγορώντας τον Γιώργο Παπανδρέου για τη διάσπαση, η οποία θεωρούν πως τους
στοίχισε την τρίτη θέση… το δε Ποτάμι αργοκυλώντας με τον χαρακτηριστικό,
διαφημιστικό του τρόπο, με τα διάφανα και άχρωμα νερά του να παρασέρνουν στο
διάβα τους εξίσου… άχρωμους πολιτικά ψηφοφόρους. Η περίπτωση του Ποταμιού
συνιστά το αποκορύφωμα του κόμματος της Νέας Εποχής – εκεί που η ιδεολογία
παραχωρεί τη θέση της στη διαχείριση. Καμία υπόσταση πέραν εκείνης της στήριξης
του ήδη υπάρχοντος, το Ποτάμι παρέχει εναλλακτικά πρόσωπα – μα καμία
εναλλακτική πολιτική. Κάτι που αντανακλά γενικότερα το φαινόμενο του «κέντρου»,
παραδοσιακά μιλώντας.
Για το ΠΑΣΟΚ δεν αισθάνομαι την ανάγκη να γράψω κάτι
περισσότερο. Νομίζω έχουμε ασχοληθεί πολύ με αυτό τις περασμένες δεκαετίες.
Ο
νεοελληνικός ναζισμός – η περίπτωση ΧΑ
Η ΧΑ διατήρησε τα ποσοστά της, παρά τις ελπίδες των
δημοκρατών και αντιφασιστών απανταχού της οικουμένης. Κόντρα στην πιασάρικη
εικόνα του «αντι-συστημικού», που τόσο προβάλλουν τα μέλη της, στην ουσία η
Χρυσή Αυγή συνιστά το παραμορφωμένο, εκτρωματικό είδωλο του ίδιου του υπάρχοντος
συστήματος. Το είδωλο του συστήματος ενώ κοιτάζει τον εαυτό του στον καθρέπτη –
και στρέφει το βλέμμα του πέρα με αποστροφή. Είναι γέννημα-θρέμμα της Κρίσης
αφενός και κατάλοιπο της ταλαίπωρης νεοελληνικής ιστορίας, αφετέρου – γι’ αυτό
και ο φασισμός ενέδρευε από παλιά στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας, μα με άλλες,
λιγότερο εμφανείς, μορφές.
Μία στοιχειώδης ιστορική γνώση του φασισμού και των
αιτιών ανάδειξής του φανερώνει αυτό ακριβώς το πράγμα: Δε θα υπήρχε φασισμός σε
μια κοινωνία που δε θα μαστιζόταν από οικονομικές κρίσεις, σαν αυτές που ζούμε.
Ο φασισμός συνιστά φαινόμενο του καπιταλισμού σε κρίση – αποτελεί την έσχατη
του άμυνα και ταυτόχρονα αντίδραση, απέναντι σε προοδευτικότερες μορφές
διακυβέρνησης. Και ποτέ κανένα φασιστικό καθεστώς δεν πήγε κόντρα στο σύστημα
που το εξέθρεψε. Αντίθετα τράφηκε από αυτό και το εξέθρεψε με τη σειρά του.
Στρατός, Βιομηχανίες, Μεγάλο Κεφάλαιο – η ιστορία έχει φανερώσει πως ο φασισμός
ουδέποτε τους πήγε κόντρα, μα αντίθετα επιζήτησε (και απέσπασε) τη στήριξη και
τη βοήθεια τους.
Το μόνο στο οποίο πήγαιναν από παλιά κόντρα οι
φασίστες απανταχού της γης είναι τα αγαθά της ελευθερίας, της δημοκρατίας και
των ίσων δικαιωμάτων. Πήγαιναν κόντρα σε αξίες
– όχι συστήματα. Στη θέση τους κηρύττουν τον φανατισμό, τη μισαλλοδοξία, την
ημιμάθεια και το μίσος.
Μπορούμε λοιπόν να μιλάμε πλέον για ένα νεοναζιστικό
6,5% των Ελλήνων ψηφοφόρων; Ή απλά για αμαθείς ανεγκέφαλους που θεωρούν πως
κάνουν κάποιου είδους «αντίσταση» με αυτόν τον τρόπο; Μπορούμε να
αντιμετωπίσουμε τον φασισμό πολιτικά; Νομικά; Σε επίπεδο διάδοσης ιδεών και
γνώσεων; Η κοινωνία μας έχει ούτως ή άλλως τόσα προβλήματα – οι νεοναζί μας έλειπαν.
Μπορούμε να διατηρούμε μια αισιοδοξία πως το φαινόμενο αυτό θα μειωθεί;
Κατά τη γνώμη μου ένας πυρήνας φασισμού θα ενεδρεύει
για πολύ καιρό ακόμα στην ελληνική κοινωνία. Μα ίσως μπορούμε να αναχαιτίσουμε
τουλάχιστον μια περαιτέρω εξάπλωσή του. Ο μόνος τρόπος να γιγαντωνόταν το
φαινόμενο του φασισμού θα ήταν να τον υποστηρίξουν εκείνοι που ως τώρα δεν το
έχουν κάνει – οι ψηφοφόροι των δημοκρατικών κομμάτων, καθώς και πλήθος από τους
πολίτες γύρω που δεν υποστηρίζουν κάποιο συγκεκριμένο κόμμα – πιθανώς οι
απολιτικοί. Θα έπρεπε παράλληλα να οξυνθούν οι συνέπειες της κρίσης, όχι μόνο
σε ελληνικό, μα σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Ακόμα και τότε θεωρώ πολύ δύσκολο να στραφεί η πλειοψηφία του κόσμου σε μια
οργάνωση ναζιστική – ειδικά στη χώρα μας. Ωστόσο είναι σημαντικό να έχουμε τα
μάτια μας ανοιχτά, καθώς η βλακεία, είναι ιστορικά αποδεδειγμένο, κατορθώνει να
πάρει πολλές μορφές.
Κλείνοντας θα πω αυτό: Ο καλύτερος τρόπος να μειωθεί
το φαινόμενο του φασισμού (όχι να εξαλειφθεί εντελώς, μα να μειωθεί σημαντικά)
είναι να ελαττωθούν οι συνέπειες της κρίσης σε κοινωνικό/οικονομικό επίπεδο: Δώστε
στον κόσμο δουλειά και έναν μισθό της προκοπής. Και ο φασισμός θα αμβλυνθεί, σα
δηλητήριο μες στη θάλασσα.
Συμπεράσματα
Ανεξαρτήτως των επιφυλάξεων που μπορεί να έχουμε για
τον ΣΥΡΙΖΑ, η επικράτηση του στις εκλογές ίσως ανοίξει το παράθυρο προς νέες
μορφές συνεννόησης, μεταξύ των προοδευτικών Ευρωπαϊκών δυνάμεων. Η αντιστροφή της
γνώμης της Ευρώπης απέναντι στη χώρα, που δεν αντιμετωπίζεται ως ο «φτωχός
συγγενής», μα ως συνέταιρος και ίσος παίχτης στο Παιχνίδι της πολιτικής (όπως επισημαίνει
ο Στέλιος Κούλογλου σε αυτό
(<κλικ)
το άρθρο) είναι ένα από τα θετικά. Η θέση του εξάλλου ίσως ενισχύσει τις αριστερές
δυνάμεις άλλων χωρών, κάτι που στην πορεία πιθανό να μεταβάλλει τις κυρίαρχες
οικονομικές πρακτικές, προς μια περισσότερο κοινωνικά προσανατολισμένη
ευρωπαϊκή πολιτική. Και οτιδήποτε κατορθώσει να ανακουφίσει τον κόσμο που τόσα
έχει περάσει – στη χώρα μας και όχι μόνο... Αυτό θα είναι ένα θετικό πρώτο βήμα.
Είναι πιθανό να ενισχυθεί η Αριστερά, εξάλλου, και
πέραν του χώρου και των υποστηρικτών του ΣΥΡΙΖΑ. Ίσως το ΚΚΕ βγει περισσότερο δυναμωμένο
στο μέλλον, μα αυτό μένει να το δούμε. Δε μπορούμε να γνωρίζουμε στην παρούσα
φάση πως θα διαχειριστεί ο ΣΥΡΙΖΑ τα θέματα του χρέους και του μνημονίου – μα η
παρουσία συμμάχων από τον ευρωπαϊκό χώρο είναι αναγκαία για τον ίδιο,
προκειμένου να κατορθώσει κάποια πράγματα. Μένει να δούμε επίσης πως θα
διαχειριστεί τις αντιφάσεις που τον χαρακτηρίζουν – γόνιμες σε επίπεδο αντιπολίτευσης,
μα ύπουλες σε επίπεδο κυβέρνησης.
Ο κίνδυνος να μετασχηματιστεί ο ΣΥΡΙΖΑ, σταδιακά, σε
ένα νέο ΠΑΣΟΚ, είναι υπαρκτός – μα προς το παρόν δε μπορούμε να είμαστε βέβαιοι
για τίποτα. Για άλλη μια φορά η ευρωπαϊκή κατάσταση μάλλον θα διαδραματίσει τον
καθοριστικό ρόλο – κατά πόσο είναι όντως εφικτή μια εναλλακτική οικονομία,
πέραν του νεοφιλελευθερισμού των αγορών. Αποτελεί στοίχημα για τον ΣΥΡΙΖΑ
εξάλλου αν θα κατορθώσει να επαναφέρει την… πολιτική στον χώρο της πολιτικής.
Μπορεί να σας ακούγεται παράξενο αυτό – μα σήμερα η πολιτική έχει παραχωρήσει
τη θέση της στην οικονομία και τη διαχείριση, την οποία και υπηρετούν. Μένει να
δούμε μέχρι πότε.
Αν εξάλλου επανέλθουμε σε κάποια μορφή κοινωνικού
κράτους, στο μέλλον, αυτό δεν προεξοφλεί καθόλου τον ρόλο της Αριστεράς (σε
ευρύτερο, όχι κομματικό επίπεδο) – κάθε άλλο. Αυτό μπορεί να είναι απλά η αρχή –
μα το όραμα εκείνων που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο ήταν πάντοτε ευρύτερο, πολύ πέρα από κόμματα και πολιτικούς - και
ουσιαστικά, δεν έχει τέλος. Για κάθε προοδευτική παράταξη που εμφανίζεται, κάποια
άλλη θα της υποδεικνύει τα όρια της. Το τελικό όριο θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι ο
καπιταλισμός ο ίδιος και το ουσιώδες ξεπέρασμά του, ή ενδεχομένως μια αταξική
κοινωνία των πολιτών, πέρα από κράτη – μα η ιστορία δεν σταματά ποτέ και το όραμα παραμένει τέτοιο. Μακρινό και άπιαστο. Ίσως δε γίνεται αλλιώς. Είναι οι εξελίξεις των
καιρών εκείνες που θα φανερώσουν και τις αντίστοιχες ανάγκες, γι’ αυτό και δεν
έχει νόημα να πούμε κάτι περισσότερο προς το παρόν.
Καμία Αριστερά, εξάλλου, και κανένα προοδευτικό
κίνημα απανταχού της οικουμένης, δε θα είναι πιστό στην ουσία του, αν αγνοήσει τις
σύγχρονες τάσεις των καιρών – αν προσπεράσει τις ανάγκες του κόσμου για
ευρύτερα δημοκρατικά σχήματα, επεκτείνοντας τη δυνατότητα συμμετοχής σε μείζονα
ζητήματα όπως η εργασία και το εκπαιδευτικό. Βέβαια απέχουμε πολύ ακόμα από μια
κοινωνία γνήσιας συμμετοχικής δημοκρατίας, μια κοινωνία των πολιτών και όχι των
κομμάτων – μα οι σπόροι έχουν ήδη εμφανιστεί. Μένει να αρχίσουμε να οργώνουμε
το έδαφος.
Και αν τελικά μας χαρακτηρίζει ένας κυνισμός, ή μια
έλλειψη πίστης απέναντι στις εξελίξεις; Αν διαπιστώνουμε πως κανένα κόμμα, από
μόνο του, δεν είναι ικανό να κάνει θαύματα; Αν μας ενοχλεί, ενδεχομένως, η
αλαζονεία και η κατάχρηση εξουσίας ορισμένων κομμάτων; Αν μας έχει ταλαιπωρήσει αυτή η αέναη, όσο η
ιστορία η ίδια, εναλλαγή ανθρώπων που προεκλογικά υπόσχονται πολλά
– και μετεκλογικά αθετούν τις υποσχέσεις τους; Εάν βλέπουμε πίσω από τις χαμογελαστές μάσκες των πολιτικών. Εάν δε ταυτιζόμαστε με κανέναν, ρε αδερφέ. Εάν θεωρούμε πως τα προσωπικά
και συλλογικά μας οράματα δε βρίσκουν την εκπλήρωση τους στη σύγχρονη πολιτική-κομματική σφαίρα;
Ε λοιπόν, δε γίνεται να περιμένουμε την αλλαγή από τους
άλλους μια ζωή… κοινώς, να περιμένουμε τον τσοπάνη που θα μας βάλει μες στη μάντρα (ή θα μας... βγάλει από αυτή). Μα να ξεκινάμε πρώτα από τον ίδιο τον εαυτό μας και το
περιβάλλον μας. Τον χώρο εργασίας μας · τις σχολές μας · τις καταναλωτικές και οικονομικές μας συμπεριφορές
· τον τρόπο αξιοποίησης του ελεύθερου μας
χρόνου · τις επαφές μας με τους ανθρώπους γύρω μας · τη στάση μας απέναντι στα
Μέσα Ενημέρωσης · τη διάθεση μας για γνώση (ή για άγνοια) · τη διάθεση μας για
έρευνα, μάθηση και εξερεύνηση · τη διεκδίκηση
εκείνων που μας λείπουν…
Πέρα από την ελπίδα, ίσως διαπιστώσουμε πως νιώθουμε ακόμα λίγο φόβο. Μα πέρα από τον φόβο, πολύ πιθανό να νιώσουμε πως υπάρχει ακόμα μια ελπίδα. Δική μας, ολοδική μας. Όχι προεκλογική.
Η αλλαγή – κάθε αλλαγή – πρώτα ξεκινάει από εμάς τους ίδιους. Είναι το πιο σημαντικό. Ποιος ξέρει – ίσως κάποτε τη δούμε να αντανακλάται και στην κοινωνία που ζούμε.