γλυκιά ζωή στο εξής, σ' εμάς ας έρθει. […]
Τίποτε πιο γλυκό, τίποτ' ανώτερο από γεννησιμιού φτερά να έχεις.
και χορτασμένος πάλι θα ερχότανε σ' εμάς πετώντας.
θα 'κλανε, θα ξαλάφρωνε και κάτω πάλι πετώντας θα γυρνούσε.
κι αφού παράνομα έρωτα έκανε στη θέση του πάλι θα καθόταν.
Το ακόλουθο απόσπασμα χαρακτηρίζεται από δύο ιδιαιτερότητες. Πρώτον, ανήκει στο παλαιότερο σωσμένο μυθιστόρημα της δυτικής παράδοσης – τον περίφημο «Χρυσό Γάιδαρο» του Απουλήιου, γραμμένο στη διάρκεια του 2ου αιώνα μ.χ. Πρωταγωνιστής είναι ένας γάιδαρος (στην πραγματικότητα, ένας άνθρωπος μεταμορφωμένος σε γάιδαρο) και μέσα από την αφήγησή του βλέπουμε άφθονες πτυχές της ρωμαϊκής κοινωνίας των καιρών. Δεύτερον, το απόσπασμα δεν γνωρίζει καμία απολύτως αιδώ ή σεμνοτυφία – σας προειδοποίησα! Ας πάρουμε μια γεύση, λοιπόν, από τις περιπέτειες του άτακτου γαϊδαράκου μας γραμμένες πριν περίπου 2000 χρόνια. Αφηγείται ο ήρωας γάιδαρος:
«Ανάμεσα σ' αυτό το πλήθος ήρθε και μια κυρία πάμπλουτη, της ανώτερης κοινωνίας, και είδε πληρώνοντας τα διάφορα παιχνίδια μου με τόσην ευχαρίστηση, ώστε λίγο–λίγο ο θαυμασμός της μεταβλήθηκε σ’ έναν παράδοξον έρωτα για μένα• τίποτα δε μπορούσε να καλμάρει τις αχαλίνωτες επιθυμίες της, και όπως η Πασιφάη για τον ταύρο, έτσι ένιωθε και κείνη για το γάιδαρό της• για να χαρεί τ' αγκαλιάσματά μου συμφώνησε να πληρώσει ένα μεγάλο ποσό στο φύλακά μου και να πλαγιάσει για μόνο νυχτιά μαζί μου. Εκείνος, δίχως ν’ ανησυχήσει για λογαριασμό μου κι ευχαριστημένος για το κέρδος, δέχτηκε.
Άμα γυρίσαμε από το τραπέζι του αφέντη μου, βρήκαμε την κυρία που περίμενε από πολλήν ώρα στην κάμαρή μου. Ώ θεοί! Τί προετοιμασίες, τί μεγαλοπρέπεια! Τέσσερεις ευνούχοι βιάζονταν να μας στρώσουν ένα κρεβάτι καταγής με πολυάριθμα μαξιλάρια, φουσκωμένα με μαλακά φτερά• ρίχνουν πάνω κουβέρτες χρυσοΰφαντες κι από πάνω μικρά τετράγωνα μαξιλαράκια για ν’ ακουμπά η γυναίκα το κεφάλι της• και για να μην αργοπορούν περισσότερο τη διασκέδαση της κυράς τους, κλείνουν το δωμάτιο και φεύγουν.
Στη μέση του δωματίου ένα κερί αναμμένο σκόρπιζε το φως του• αυτή γυμνώθηκε τότε ολοσδιόλου, έβγαλε ακόμη και τη ζώνη πού στήριζε το ωραίο στήθος της• στέκεται κοντά στο φως κι από μια χάλκινη φιάλη χύνει ένα ωραίο μυρωδάτο λάδι, αλείβεται και μου τρίβει και μένα μ’ αυτό τα γεννητικά μου όργανα. Αμέσως μ’ αγκαλιάζει, με σφίγγει με τρυφερότητα, δίνοντάς μου όχι φιλιά πόρνης στον πρώτο τυχόντα πού την πληρώνει, αλλά φιλιά θερμά, αγνά, που συνοδεύονταν από χαϊδευτικά λόγια: «Σ’ αγαπώ, πεθαίνω, λιώνω, εσένα μόνο λατρεύω, χωρίς εσένα δεν μπορώ να ζήσω» και χίλια δυο άλλα τρυφερά λόγια που συνηθίζουνε οι γυναίκες για να ξετρελάνουνε τους άντρες, μα και για να εκδηλώσουν τα αισθήματά τους. Μ’ έπιασε από το χαλινάρι κι εύκολα μ’ έβαλε να πλαγιάσω στη θέση που είχα συνηθίσει• η περίσταση αυτή δε μου φάνηκε καθόλου δύσκολη, και μάλιστα τώρα, που ύστερα από τόσον καιρό εγκράτειας βρισκόμουν στην αγκαλιά μιας τόσο ωραίας και τόσο θερμής γυναίκας, όντας κι ερεθισμένος από το έξοχο κρασί και τα τριψίματα με το δαφνόλαδο.
Όμως ένα πράγμα με σκότιζε και με φόβιζε: σκεφτόμουνα πώς θα μπορούσα να καβαλήσω με τα χοντρά και μακριά μεριά μου μια γυναίκα τόσο λεπτοκαμωμένη• πώς με το χαώδες στόμα μου, που το στόλιζαν δόντια σα κοτρώνες, θα φιλούσα τα ζεστά χειλάκια της τα πορφυρένια• [...] Αυτή όμως δεν έπαυε να μου λέει τρυφερά λογάκια, να με χαϊδεύει, να με φιλά και να με κοιτάζει φλογερά: «Σ’ έχω στην αγκαλιά μου, μου έλεγε, μικρούλη μου, περιστεράκι μου, σπουργιτάκι μου».
Και μονομιάς, σα να ’θελε να μου δείξει πως οι σκέψεις μου ήσαν ανόητες κι οι φόβοι μου αβάσιμοι, με σφιχταγκαλιάζει και κολλά απάνω μου ώστε να με δεχτεί μέσα της ολόκληρον: επαναλαμβάνω, ολόκληρον! Και κάθε φορά που προσπαθούσα λιγάκι να τραβηχτώ για να μην κακοπάθει, αυτή γαντζωνόταν με λύσσα απάνω μου, αγκάλιαζε τη ράχη μου και μ’ έσφιγγε ακόμα πιο δυνατά, τόσο πού στο τέλος άρχισα να φοβούμαι μήπως και δεν διέθετα τα κατάλληλα μέσα για να την ικανοποιήσω. Τότε κατάλαβα ότι η μητέρα του Μινώταυρου είχε ασφαλώς τους λόγους της που γύρεψε την ευτυχία της στην αγκαλιά ενός τετράποδου εραστή. Έτσι, ύστερα από μια νύχτα αγρύπνιας και σκληρής δουλειάς, η καλή αυτή κυρία έφυγε, αφού προηγουμένως συμφώνησε να ξαναρθεί και την επομένη, με την ίδια τιμή.»
Απουλήιος, “Ο Χρυσός Γάιδαρος ή οι Μεταμορφώσεις” [“The Metamorphoses of Apuleius” / “The Golden Ass” (“Asinus aureus”) ], Τέλη 2ου αιώνα μ.Χ. Μετάφραση: Αριστείδης Αιβαλιώτης.
Το κωλοσφούγγι του Γαργαντούα
|
Εικονογράφηση του Gustave Doré |
«Ανακάλυψα», απάντησε ο Γαργαντούας, «μετά από μακροχρόνιες και λεπτομερείς έρευνες, έναν τρόπο να σκουπίζω τον πισινό μου. Πρόκειται για τον πιο αρχοντικό, τον πιο καλό και τον πιο αποτελεσματικό τρόπο που είδε ποτέ άνθρωπος.»
«Ποιόν τρόπο;», ρώτησε o Γκρανγκουζιέ.
«Αυτό θα σου διηγηθώ ευθύς αμέσως», είπε ο Γαργαντούας: «Σκουπίστηκα μια φορά με το βελούδινο κασκολί μιας δεσποινίδας και το βρήκα μια χαρά, γιατί η απαλότητα του βελούδου του μου προξένησε άφατη απόλαυση στον πάτο μου. Άλλη μια φορά με τη σκουφίτσα της ίδιας δεσποινίδας και το αποτέλεσμα υπήρξε πανομοιότυπο. Μιαν άλλη φορά μ’ ένα λαιμομάντιλο. Μιαν άλλη φορά με τ’ αφτάκια μιας σκούφιας από πορφυρό σατέν, αλλά τα στολίσματα, καμωμένα από ένα σωρό σκατένιες χάντρες, μου έγδαραν όλο τον αφεδρώνα. Κι είθε ο μακαρίτης ο Άγιος Αντώνιος να κάψει την κωλοτρυπίδα του χρυσοχόου που τις έραψε και της κυράς που τις φορούσε!
»Αυτό το κακό πέρασε, σκουπίζοντας τον πισινό μου μ’ ένα καπέλο νεαρού ακόλουθου, όμορφα πλουμισμένο με φτερά σαν Ελβετού μισθοφόρου. Ύστερα, ενώ τα έκανα πίσω από ένα φράχτη, βρήκα μια μαρτιάτικη γάτα και σκουπίστηκα, αλλά τα νύχια της μου ξέσκισαν όλο το περίνεο. Γιατρεύτηκα την επόμενη μέρα, όταν σκουπίστηκα με τα γάντια της μάνας μου, άριστα αρωματισμένα με γιασεμούνι. Ύστερα σκουπίστηκα με σφάκα, μάραθο, άνηθο, μαντζουράνα, τριαντάφυλλα, κολοκυθόφυλλα, κουνουπιδόφυλλα, σεσκλόφυλλα, αμπελόφυλλα, αγριομολόχες, φλόμο (σου κοκκινίζει τον κώλο), με μαρουλόφυλλα και φύλλα από σπανάκι – και μη ρωτάς τι ωφέλεια βρήκα! –, με παρθενούδι, με υδροπέπερι, με τσουκνίδες, με σύμφυτο. Μ’ έπιασε όμως τέτοια κωλοπιλάλα, από την οποία γιατρεύτηκα σκουπίζοντας τον πισινό μου με την πεοδόχη μου.
»Ύστερα σκουπίστηκα με σεντόνια, με την κουβέρτα, με τις κουρτίνες, μ’ ένα μαξιλάρι, μ’ ένα χαλί, με μια πράσινη τσόχα, μ’ ένα ξεσκονόπανο, με μια πετσέτα, μ’ ένα μυξομάντιλο, με μια ρόμπα. Σε όλα αυτά βρήκα περισσότερη ευχαρίστηση απ’ όση νιώθουν οι ψωριάρηδες, όταν τους περνάνε με ξυστρί.
«Πολύ ωραία», είπε ο Γκρανγκουζιέ, «αλλά ποιο κωλοσφούγγι βρήκες καλύτερο;» […]
«Για να κλείσουμε όμως αυτό το κεφάλαιο, λέω κι υποστηρίζω πως δεν υπάρχει καλύτερο κωλοσφούγγι από ένα χηνάκι με μπόλικα φτεράκια, αρκεί να του κρατάς το κεφάλι ανάμεσα στα σκέλια. Σου δίνω τον λόγο μου πως νιώθεις μια θεσπέσια απόλαυση στην κωλοτρυπίδα, τόσο εξαιτίας της απαλότητας του φτερώματος, όσο και λόγω της όμορφης ζέστης από το χηνάκι, που μεταδίδεται εύκολα από το κωλάντερο στ’ άλλα σωθικά ως την περιοχή της καρδιάς και του μυαλού. Μην πιστεύεις πως η μακαριότητα των ηρώων και των ημιθέων που βρίσκονται στα Ηλύσια Πεδία οφείλεται στους ασφόδελούς τους, στην αμβροσία, ή το νέκταρ, όπως λένε ετούτες εδώ οι γριές. Οφείλεται (κατά την γνώμη μου) στο γεγονός ότι σκουπίζουν τον κώλο τους μ’ ένα χηνάκι, κι αυτή είναι επίσης η γνώμη του δασκάλου Ιωάννη Σκότου».
Φρανσουά Ραμπελαί, “Γαργαντούας και Πανταγκρυέλ” [François Rabelais , “La vie de Gargantua et de Pantagruel”, 1532–64]. Μετάφραση: Φίλιππος Δρακονταείδης.
Η ανακούφιση του Σάντσο
|
Εικονογράφηση του Louis Anquetin, 1890 |
«Εκείνη την ώρα, λόγω της δροσιάς του πρωινού που πλησίαζε, ή επειδή ο Σάντσο είχε φάει αποβραδίς κάτι μαλακτικό, ή τέλος, επειδή ήταν φυσικό — και μάλλον αυτό συνέβη — τον έπιασε μεγάλη επιθυμία και πρεμούρα να κάνει κάτι που κανένας άλλος δεν μπορούσε να κάνει γι’ αυτόν. Ο φόβος όμως που του είχε κυριέψει την καρδιά ήταν τόσο μεγάλος, που δεν τολμούσε να σαλέψει ρούπι μακριά απ' το αφεντικό του· το να σκεφτεί πάλι να μην κάνει εκείνο που λαχταρούσε, ήταν πράγμα αδύνατον πια.
Έτσι λοιπόν, για να βρει λύτρωση, κατέβασε σιγά σιγά το δεξί του χέρι απ' την πίσω άκρη της σέλας, και όμορφα όμορφα κι αθόρυβα έλυσε τον κόμπο του κορδονιού που κρατούσε τα βρακιά του, κι αυτά έπεσαν αμέσως κάτω κι έμειναν σαν να 'χε σίδερα στα πόδια. Σήκωσε ύστερα το πουκάμισό του όσο καλύτερα μπορούσε κι έβγαλε στον αέρα τα δυο του καπούλια, που δεν ήταν και πολύ μικρά. Αφού το 'κανε αυτό — νόμιζε ότι ήταν και το σπουδαιότερο για να βγει απ' την τρομερή στενοχώρια — παρουσιάστηκε μια άλλη δυσκολία, μεγαλύτερη: του φάνηκε δηλαδή ότι δεν μπορούσε να ανακουφιστεί δίχως ν' αφήσει να του ξεφύγει κάποιος θόρυβος· άρχισε λοιπόν να τρίζει τα δόντια και να σφίγγει τους ώμους, κρατώντας την ανάσα του όσο μπορούσε περισσότερο. Παρά τα μέτρα αυτά όμως, ήταν άτυχος, και στο φινάλε του ξέφυγε ένας θόρυβος πολύ διαφορετικός από κείνον που τόσο φόβο του προκαλούσε.
Ο Δον Κιχώτης τον άκουσε και τον ρώτησε: «Τι θόρυβος ήταν αυτός, Σάντσο;»
«Δεν ξέρω, κύριε» του απάντησε· «πρέπει να’ ναι κάτι καινούριο, γιατί οι περιπέτειες και οι κακοτυχίες σαν αρχίσουν, δε λένε να τελειώσουν».
Προσπάθησε ξανά να δοκιμάσει την τύχη του, κι αυτή τη φορά τα κατάφερε τόσο καλά, που, δίχως άλλο θόρυβο και σαματά, ελευθερώθηκε απ' το βάρος που τόσο πολύ τον ζόριζε. Ο Δον Κιχώτης όμως είχε την αίσθηση της όσφρησης τόσο οξεία όσο και της ακοής, και καθώς ο Σάντσο ήταν σαν ραμμένος πάνω του, και τόσο κοντά, που οι ατμοί ανέβαιναν σχεδόν σε ευθεία γραμμή, δεν ήταν δυνατόν να μη φτάσουν μερικοί στη μύτη του. Μόλις την άγγιξαν, αυτός έσπευσε να τη βοηθήσει σφίγγοντάς την με τα δυο του δάχτυλα, και μιλώντας λίγο με τη μύτη, του είπε:
«Μου φαίνεται, Σάντσο, πως φοβάσαι πολύ».
«Ναι, πάρα πολύ» απάντησε ο Σάντσο· «πως το καταλάβατε όμως ότι τώρα φοβάμαι περισσότερο από πριν;»
«Από το ότι τώρα μυρίζεις περισσότερο, και βέβαια όχι μόσχο» απάντησε ο Δον Κιχώτης.
«Μπορεί να 'ναι κι έτσι» είπε ο Σάντσο, «μα δεν φταίω εγώ, φταίτε εσείς που με φέρνετε τέτοιες απίθανες ώρες σε έρημα περάσματα και με βάζετε σε κινδύνους που δεν έχω συνηθίσει».
Μιγκέλ ντε Θερβάντες, “Δον Κιχώτης” (α’ τόμος) [“El ingenioso hidalgo Don Quixote de la Mancha”, 1605]. Μετάφραση: Δημήτρης Ρήσος.
Ο Γκιούλιβερ σβήνει την πυρκαγιά
«Κάμποσοι αυλικοί του αυτοκράτορα, ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στο πλήθος, με παρακαλούσαν να πάω αμέσως στο παλάτι, όπου είχαν πάρει φωτιά τα ιδιαίτερα διαμερίσματα της Αυτής αυτοκρατορικής μεγαλειότητας, από απροσεξία μιας κυρίας των τιμών, που είχε αποκοιμηθεί ενώ διάβαζε κάποιο αισθηματικό μυθιστόρημα. Πετάχτηκα πάνω στη στιγμή, κι αφού δόθηκε διαταγή να μου κάνουν χώρο να περάσω, και καθώς ήταν φεγγαρόφωτη νύχτα, προχώρησα γρήγορα προς το παλάτι χωρίς να τσαλαπατήσω κανέναν.
Είδα πως είχαν κιόλας τοποθετήσει ανεμόσκαλες στους τοίχους του διαμερίσματος και είχαν κουβαλήσει πάρα πολλούς κουβάδες, μα το νερό βρισκόταν λίγο μακριά. Οι κουβάδες αυτοί είχαν περίπου το μέγεθος μεγάλης δαχτυλήθρας και οι κακόμοιροι μου τους έδιναν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, μα τόσο είχανε θεριέψει οι φλόγες, που ελάχιστα κατάφερνα με δαύτους. Εύκολα θα μπορούσα να σβήσω τη φωτιά με το σακάκι μου, μα δυστυχώς, στη βιασύνη μου, το είχα ξεχάσει κι έφυγα φορώντας μόνο το δερμάτινο γιλέκο μου. Η κατάσταση φαινόταν απελπιστική και αξιοθρήνητη κι είναι σίγουρο ότι εκείνο το εξαίσιο παλάτι θα είχε γίνει στάχτη, αν μια φαεινή ιδέα, πράγμα ασυνήθιστο σ' εμένα, δε μου ερχόταν άξαφνα για να δώσει τη λύση.
Είχα πιει το περασμένο βράδυ άφθονη ποσότητα από ένα γευστικότατο κρασί που το έλεγαν γλιμιγρίμ (οι Μπλεφουσκουανοί το ονομάζουν φλουνέκ, μα το δικό μας θεωρείται καλύτερο), πάρα πολύ διουρητικό. Η καλή τύχη το 'φερε να μην έχω ανακουφιστεί ούτε μία φορά από το προηγούμενο βράδυ. Η θερμότητα που μου δημιουργούσαν οι φλόγες και ο μόχθος που κατέβαλλα για να τις σβήσω έκαναν το κρασί μέσα μου ν' αρχίσει ν' αναζητά διέξοδο με την ούρηση, πράγμα το οποίο έκανα εξακοντίζοντας μια τέτοια ποσότητα και κατευθύνοντας τα ούρα με τόση ευθυβολία, ώστε μέσα σε τρία λεπτά είχε σβήσει εντελώς η φωτιά· κι έτσι σώθηκε απ' τον αφανισμό το υπόλοιπο κομψοτέχνημα, που είχε πάρει τόσα χρόνια και τόσα έξοδα για ν' ανεγερθεί.
Είχε πια ξημερώσει. Γύρισα στο σπίτι μου χωρίς να περιμένω τα συγχαρητήρια του αυτοκράτορα, επειδή, μολονότι είχα προσφέρει μια πολυτιμότατη υπηρεσία, δεν ήμουν σίγουρος αν ο μεγαλειότατος δε θα κατακεραύνωνε τον τρόπο με τον οποίο την είχα εκτελέσει: γιατί, σύμφωνα με τους θεμελιώδεις νόμους του βασιλείου, απαγορεύεται σε οποιονδήποτε, ανεξαρτήτως θέσεως και βαθμού, να ουρεί στην περιοχή του παλατιού.»
Τζόναθαν Σουίφτ, “Τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ” [“Gulliver's Travels”, 1726]. Μετάφραση: Φώντας Κονδύλης.
Η μέρα που το έσκασε η Μύτη σου
Πόσα πράγματα θεωρούμε δεδομένα μέχρι να τα χάσουμε. «Αχ, και να ήξερα!», λέμε όλοι εκ των υστέρων. Σκεφτείτε για παράδειγμα ένα πρωινό να ξυπνήσετε και να συνειδητοποιήσετε πως έχετε χάσει τη... μύτη σας. Δεν εννοώ να έχετε χτυπήσει ή κάτι τέτοιο – απλά να διαπιστώσετε πως η μύτη σας έχει εξαφανιστεί. Ακόμα χειρότερα, σκεφτείτε να βγείτε στο δρόμο έξω και να δείτε τη μύτη σας να... κυκλοφορεί αμέριμνη, φορώντας «χρυσοκεντημένη στολή, παντελόνι από βελούδινο δέρμα», ενώ «από τα φτερά στο καπέλο μπορούσε να συμπεράνει κανείς ότι είχε το βαθμό του δημοσίου υπαλλήλου 5ης τάξης».
Ο λόγος για το γραπτό πόνημα του Νικολάϊ Γκόγκολ με τίτλο “Η Μύτη”! Δημοσιευμένο το 1836, ανήκει σίγουρα στα πιο σουρεαλιστικά διηγήματα που γράφτηκαν ποτέ – και φανερώνει πως οι Ρώσοι συγγραφείς δεν είχαν μόνο εξαιρετικές ικανότητες μυθιστορηματικής και ψυχολογικής εμβάθυνσης, μα αν ήθελαν μπορούσαν να αφηγηθούν και ιστορίες που θα ζήλευαν ως και οι Monty Python – ή ο Κάφκα, αν έγραφε με περισσότερο χιουμοριστική διάθεση.
Ας δούμε ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο. Ο άτυχος ήρωάς μας διαπιστώνει πως η χαμένη, πλην καλοντυμένη Μύτη του, έχει εισέλθει σε μια εκκλησία! Την ακολουθεί λοιπόν και…
«Η μύτη είχε κρύψει τελείως το πρόσωπό της, πίσω από το μεγάλο, σκληρό κολάρο, και προσευχόταν με μιαν έκφραση υπέρτατης ευλάβειας. [...]
«Αξιότιμε κύριε...», είπε ο Κοβαλιόφ, προσπαθώντας μέσα του να πάρει θάρρος. «Αξιότιμε κύριε...»
«Τι επιθυμείτε;», απάντησε η μύτη, γυρίζοντας.
«Είμαι έκπληκτος, αξιότιμε κύριε... Μου φαίνεται ότι έπρεπε να ξέρετε τη θέση σας. Και ξαφνικά σας βρίσκω, και μάλιστα που; Στην εκκλησία.»
«Συγχωρήστε με, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω για ποιο πράγμα μιλάτε... Εξηγηθείτε».
“Πως να του το εξηγήσω;”, σκέφτηκε ο Κοβολιόφ και αποτολμώντας, άρχισε:
«Φυσικά εγώ... εξάλλου, εγώ είμαι ταγματάρχης. Συμφωνείτε ότι το να περπατάω χωρίς μύτη είναι απρεπές. Κάποια μανάβισσα, που πουλάει καθαρισμένα πορτοκάλια στη γέφυρα Βοσκρεσένσκι, μπορεί να μην έχει μύτη... και επιπλέον, καθώς είμαι γνωστός σε πολλά σπίτια με κυρίες: την Τσεχταριόβα, τη σύζυγο του δημοσίου υπαλλήλου 5ης τάξης, και με άλλες... κρίνετε μόνος σας... Συγχωρήστε με... αλλά αν το δει κανείς σύμφωνα με τους κανόνες του χρέους και της τιμής, μόνος σας μπορείτε να καταλάβετε ότι...»
«Δεν καταλαβαίνω απολύτως τίποτα», απάντησε η μύτη. «Εξηγηθείτε πιο καθαρά».
«Αξιότιμε κύριε...», είπε ο Κοβαλιόφ με αξιοπρέπεια. «Όλη η υπόθεση μου φαίνεται πραγματικά προφανής... ή επιθυμείτε... μα είσαστε η μύτη μου!»
Η μύτη κοίταξε τον ταγματάρχη και συνοφρυώθηκε λίγο.
«Κάνετε λάθος, αξιότιμε κύριε. Είμαι αυθύπαρκτος. Εξ’άλλου μεταξύ μας δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν κανενός είδους στενές σχέσεις. Κρίνοντας από τα κουμπιά του υπηρεσιακού σας φράκου, θα πρέπει να εργάζεστε σε κάποιον άλλο τομέα».
Λέγοντας αυτό, η μύτη γύρισε από την άλλη μεριά και συνέχισε να προσεύχεται.»
Νικολάι Γκόγκολ, “Η Μύτη” [Nikolai Gogol, “Нос Nos” / “The Nose”, 1836]. Μετάφραση: Παναγιώτης Λουτας.
Η Σημασία να είσαι σοβαρός. Αποσπάσματα από το θεατρικό έργο του Όσκαρ Ουάιλντ
«Δεν βλέπω τίποτα ρομαντικό σε μια πρόταση γάμου. Ρομαντικό είναι να είσαι ερωτευμένος. Αλλά, όταν κάνεις πρόταση γάμου δεν είναι καθόλου ρομαντικό – είναι πεζό. Και το χειρότερο; Κινδυνεύεις να σου πει Ναι – γιατί σχεδόν πάντα όλες δέχονται. Και από κει και πέρα, τέρμα η συγκίνηση. Η πεμπτουσία του ρομαντισμού είναι η αβεβαιότητα.»
***
«Δεν ταξιδεύω ποτέ χωρίς το ημερολόγιό μου. Στο τρένο πρέπει να έχεις πάντα κάτι συνταρακτικό για να διαβάζεις.»
***
«Οι γυναίκες λατρεύονται μεταξύ τους, αφού πρώτα έχουν πει τέρατα η μία την άλλη.»
***
«Δεν το καταλαβαίνεις; Στον έγγαμο βίο, τρεις είναι συντροφιά, δύο είναι μοναξιά».
***
«ΤΖΑΚ: Έλεος, μην κάνεις τον κυνικό – είναι πολύ εύκολο να είσαι κυνικός.
ΑΛΤΖΕΡΝΟΝ: Όχι, φίλε μου, στις μέρες μας είναι πολύ δύσκολο να είσαι οτιδήποτε. Υπάρχει τρομερός ανταγωνισμός.»
***
«ΑΛΤΖΕΡΝΟΝ: Όλες οι γυναίκες γίνονται σαν τις μανάδες τους, κι αυτή είναι η τραγωδία τους. Ενώ κανένας άντρας δεν γίνεται σαν τη μάνα του, κι αυτή είναι η δική του τραγωδία.
ΤΖΑΚ: Αυτό τώρα είν' εξυπνάδα;
ΑΛΤΖΕΡΝΟΝ: Είναι φράση σωστά διατυπωμένη. Και τόσο αληθινή όσο κάθε άλλη παρατήρηση για την πολιτισμένη ζωή μας.
ΤΖΑΚ: Σιχαίνομαι θανάσιμα την εξυπνάδα. Σήμερα όλοι είναι έξυπνοι. Όπου και να πας συναντάς έξυπνους ανθρώπους. Το πράγμα έχει καταντήσει δημόσιος κίνδυνος! Ελπίζω και εύχομαι να έχουν μείνει ακόμα μερικοί ηλίθιοι.
ΑΛΤΖΕΡΝΟΝ: Έχουν μείνει.
ΤΖΑΚ: Θέλω πολύ να τους γνωρίσω. Και τι συζητάνε;
ΑΛΤΖΕΡΝΟΝ: Οι ηλίθιοι; Μα, φυσικά, για τους έξυπνους.
ΤΖΑΚ: Τι ηλίθιοι!»
Όσκαρ Γουάιλντ, αποσπάσματα από το θεατρικό έργο “Η Σημασία να Είσαι Σοβαρός” [Oscar Wilde, "The Importance of Being Earnest", 1895]. Μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές.
Η Πρώτη Πατάτα
«Η Εύα κατηγορεί εμένα ότι είμαι η αιτία της καταστροφής μας!» είπε ο Αδάμ. «Λέει, με φανερή ειλικρίνεια κι εντιμότητα, ότι ο Όφις τη διαβεβαίωσε ότι ο απαγορευμένος καρπός δεν ήταν μήλο, αλλά πατάτα. Εγώ τότε είπα ότι ήμουν αθώος, καθώς δεν είχα φάει καθόλου πατάτες. Είπε ότι ο Όφις την πληροφόρησε ότι “πατάτες” ήταν μεταφορικός όρος, και σήμαινε εν προκείμενο το παλιό ή άνοστο αστείο.
Χλόμιασα• έλεγα πολλά αστεία για να περάσω την ώρα μου, και μερικά από αυτά θα μπορούσαν να είναι τέτοιου είδους, αν και, ειλικρινά, όταν τα έλεγα, υπέθετα ότι ήταν πρωτότυπα. Με ρώτησε αν είχα πει κάποιο αστείο την ώρα ακριβώς της καταστροφής. Ήμουν υποχρεωμένος να παραδεχτώ ότι είχα πει ένα τέτοιο αστείο στον εαυτό μου, αν και όχι φωναχτά. Το εξής:
Σκεφτόμουν τους Καταρράκτες και είπα μέσα μου: “Πόσο όμορφα είναι να βλέπεις αυτό τον τεράστιο όγκο νερού να κατρακυλάει εκεί κάτω!” και αμέσως, μια λαμπρή ιδέα άστραψε στο μυαλό μου, και την άφησα να βγει, λέγοντας: “Θα ήταν ακόμα πιο όμορφα να το βλέπεις να κατρακυλά προς τα πάνω!” – κι ετοιμαζόμουν να σκάσω στα γέλια όταν ο πόλεμος και ο θάνατος ξέσπασαν σε όλη την πλάση κι εγώ έπρεπε να το βάλω στα πόδια για να σώσω τη ζωή μου.
«Ορίστε» είπε θριαμβευτικά η Εύα «αυτό ακριβώς είναι. Ο Όφις μου ανέφερε αυτό ακριβώς το αστείο, και το ονόμασε Η Πρώτη Πατάτα, και είπε ότι ήταν τόσο παλιό όσο και η δημιουργία».
«Αλίμονο, είμαι αξιοκατάκριτος. Μακάρι να μην ήμουν τόσο πνευματώδης. Ω, ας μην είχα κάνει ποτέ αυτή τη λαμπρή σκέψη!»
Μαρκ Τουέην, “Το Ημερολόγιο του Αδάμ και της Εύας” [Mark Twain, “The Diary of Adam and Eve”,1905]. Μετάφραση: Αλεξάνδρα Δημητριάδη.
Χορεύοντας με οτιδήποτε
«Μετά το φαγητό, που το έφαγαν σιωπηλοί, πάνω σε έναν τραχύ ξύλινο πάγκο, ο Τσινκ πήγε μέσα στη σπηλιά και ξαναγύρισε μ ένα μικροσκοπικό πλαστικό τραντζίστορ, με πράσινες ρίγες στο χρώμα της μέντας. Το άνοιξε κι αμέσως τα ακουστικά τους νεύρα ερεθίστηκαν από την «Πόλκα της Χαρούμενης Ώρας». Κρατώντας ακόμα το ραδιόφωνο στο ένα του χέρι, ο Τσινκ πήδηξε μέσα στον κύκλο της φωτιάς κι άρχισε να χορεύει.
Σε όλα της τα ταξίδια, η Σίσσυ δεν είχε ξαναδεί ποτέ κάτι παρόμοιο. Ο γεροπαράξενος χόρευε στις μύτες και τις φτέρνες, λικνιζόταν και χοροπηδούσε. Τίναζε το κορμί του, τα κόκαλά του, τη γενειάδα του. «Γιπ! Γιπ!» έσκουζε με τυρολέζικες ιαχές «Χα χα χο χο και χι χι». Με τα χέρια ν’ ανεμίζουν και τα πόδια του να κάνουν στράκες, χόρεψε δύο ακόμα πόλκες και θα χόρευε και μια τέταρτη, αλλά η μουσική σταμάτησε για το δελτίο ειδήσεων. Η διεθνής κατάσταση ήταν απελπιστική, όπως συνήθως.
«Προσωπικά, προτιμάω τον Στήβι Γουόντερ», ομολόγησε ο Τσινκ, «αλλά διάβολε, τι πειράζει; Αυτές οι καουμπόισσες γκρινιάζουν συνέχεια επειδή ο μοναδικός ραδιοφωνικός σταθμός της περιοχής παίζει μονάχα πόλκες, αλλά εγώ σου λέω ότι μπορείς να χορέψεις με ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ, αν έχεις πραγματική όρεξη για χορό».
Και για να το αποδείξει, σηκώθηκε και χόρεψε με τις ειδήσεις.»
Τομ Ρόμπινς, “Ακόμα και οι Καουμπόισσες Μελαγχολούν” [Tom Robbins, “Even Cowgirls Get the Blues”, 1976]. Μετάφραση: Γιάννης Κωστόπουλος, Γιώργος Μπαρουξής.
Η Γη είναι Ζυγός
«Σύμφωνα με τις τρέχουσες θεωρίες για τη δημιουργία του Σύμπαντος, αν τελικά όντως δημιουργήθηκε και δεν είχε απλώς μια ανεπίσημη, ας πούμε, έναρξη, αυτό συνέβη πριν από δέκα με είκοσι δισεκατομμύρια χρόνια. Με βάση τις ίδιες πηγές, η ηλικία της Γης είναι περίπου τεσσεράμισι δισεκατομμύρια χρόνια.
Αυτά τα νούμερα είναι ανακριβή.
Οι εβραίοι λόγιοι του Μεσαίωνα τοποθέτησαν τη Δημιουργία στο 3760 π.Χ., ενώ οι χριστιανοί ορθόδοξοι θεολόγοι νωρίτερα, στο 5508 π.Χ.
Αυτές οι προσεγγίσεις είναι επίσης ανακριβείς.
Το 1654 ο αρχιεπίσκοπος Τζειμς Άσερ (1580–1656) δημοσίευσε το έργο Annales Veteris et Novi Testamenti, όπου υποστηρίζει πως ο Ουρανός και η Γη δημιουργήθηκαν το 4004 π.Χ. Ένας από τους βοηθούς του, μάλιστα, προχώρησε ακόμα παραπέρα τους υπολογισμούς του και έφτασε στο πανηγυρικό συμπέρασμα ότι η Γη δημιουργήθηκε την Κυριακή, 21 Οκτωβρίου του 4004 π.Χ., στις 9.00 π.μ. ακριβώς, γιατί του Θεού του άρεσε να ξεμπερδεύει νωρίς με τις δουλειές Του, όσο ένιωθε ακόμα φρέσκος.
Κι αυτό ανακριβές είναι. Για ένα τέταρτο της ώρας περίπου.
Όλη αυτή η ιστορία με τους δεινόσαυρους και τους απολιθωμένους σκελετούς τους είναι μια φάρσα που οι παλαιοντολόγοι δεν την έχουν πάρει χαμπάρι ακόμα.
Αυτό αποδεικνύει δύο πράγματα:
Πρώτον, ότι μυστήριοι αι βουλαί του Κυρίου, για να μην πούμε αλλοπρόσαλλοι. Ο Θεός δεν παίζει ζάρια με το σύμπαν· παίζει ένα άδηλο παιχνίδι δικής Του επινόησης που, απ' τη μεριά κάποιου από τους άλλους παίκτες, θα μπορούσε να συγκριθεί με το να παίζεις μια περίπλοκη και δυσνόητη εκδοχή πόκερ σ' ένα κατασκότεινο δωμάτιο, με κενά φύλλα, άπειρο ποντάρισμα κι έναν ντίλερ που δεν σου λέει τους κανόνες και χαμογελάει συνεχώς.
Δεύτερον, ότι η Γη είναι Ζυγός.
Η αστρολογική πρόβλεψη για τους Ζυγούς στη στήλη «Τα Άστρα Σήμερα» στον “Διαφημιστή” του Τάντφιλντ, την ημέρα που αρχίζει η ιστορία μας, αναφέρει:
“ΖΥΓΟΣ. 24 Σεπτεμβρίου–23 Οκτωβρίου. Νιώθετε κάπως πεσμένοι και εγκλωβισμένοι στην καθημερινή σας ρουτίνα. Χρονοτριβείτε με οικιακά και οικογενειακά ζητήματα που υπερτονίζονται και διογκώνονται. Αποφύγετε περιττά ρίσκα. Ένας φίλος θα αποδειχθεί σημαντικός για σας. Αναβάλετε σπουδαίες αποφάσεις μέχρι να καθαρίσει το πεδίο μπροστά σας. Ίσως σήμερα σας προκύψει κάποια στομαχική διαταραχή, γι' αυτό καλύτερα να αποφύγετε τις σαλάτες. Η βοήθεια μπορεί να έρθει από κάπου που δεν το περιμένετε.”
Όλα αυτά ανταποκρίνονταν απόλυτα στην πραγματικότητα, εκτός από το σημείο με τις σαλάτες.»
Νιλ Γκέιμαν και Τέρι Πράτσετ, “Καλοί Οιωνοί” [Neil Gaiman & Terry Pratchett,
“Good Omens: The Nice and Accurate Prophecies of Agnes Nutter, Witch”, 1990]. Μετάφραση: Θάνος Καραγιαννόπουλος.
Ο Θεός και το γέλιο
«Όταν ο κωμικός αρχίζει να μας συγκινεί, αυτός ο άνθρωπος, που τ' όνομά του θα μπορούσε να 'ναι Θεός, εάν θα χρειαζόταν να χρησιμοποιήσει ένα όνομα, παίρνει το λόγο. Όταν ολόκληρη η ανθρώπινη ράτσα ξεκαρδίζεται στα γέλια, τότε όλοι οι άνθρωποι βρίσκονται στο σωστό το δρόμο. Εκείνη τη στιγμή καθένας τους μπορεί να 'ναι Θεός ή οτιδήποτε άλλο. Εκείνη τη στιγμή η διπλή, τριπλή, τετραπλή, πολλαπλή συνείδηση, που κάνει τα σκοτεινά σημεία να κουλουριάζονται σε νεκρά σχήματα στην κορυφή του κρανίου, εκμηδενίζεται. Εκείνη τη στιγμή μπορείς να αισθανθείς στ’ αλήθεια την τρύπα ν’ ανοίγει στην κορυφή του κεφαλιού. Ξέρεις ότι εκεί κάποτε είχες ένα μάτι, κι ότι αυτό το μάτι ήταν ικανό να συλλάβει ταυτόχρονα τα πάντα. Τώρα το μάτι λείπει, αλλά όταν γελάσεις μέχρι δακρύων, όταν γελάσεις σε σημείο που ν' αρχίσει πονά το στομάχι σου, η τρύπα ανοίγεται και αερίζεται το μυαλό. […]
Όποιος ξέρει την ακριβή σημασία της ελευθερίας, της απόλυτης, όχι της σχετικής, τότε πρέπει να παραδεχτεί πως κάτι τέτοιο αποτελεί την κοντινότερη προσέγγιση προς την απόλυτη ελευθερία που μπορεί να πετύχει. Αν είμαι αντίθετος προς την υπάρχουσα τώρα στον κόσμο κατάσταση, δεν είναι γιατί είμαι ηθικολόγος. Είναι γιατί θέλω να γελώ συχνά. Δεν υποστηρίζω ότι ο Θεός είναι ένα τεράστιο χαμόγελο. Υποστηρίζω πως πρέπει να γελάσεις σκληρά πριν κατορθώσεις να πλησιάσεις το Θεό. Ο μοναδικός σκοπός της ζωής μου είναι να φτάσω κοντά στο Θεό, να φτάσω δηλαδή κοντύτερα στον εαυτό μου.»
Χένρυ Μίλερ , “Τροπικός του Αιγόκερω” [“Tropic of Capricorn”, 1939]. Μετάφραση: Βαγγέλης Κατσάνης.
Τα προηγούμενα μέρη από το «Λαγούμι της Λογοτεχνίας»
Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 1 – Κρασιά, Καράβια και Βιβλία που Δαγκώνουν
Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 2 – Τσουκνίδες και Ποτά
Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 3 – Παραμύθια, διάβολοι και θάλασσες
Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 4 – Υπαρξισμός και Έκσταση
Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 5 – Τα πιο παλιά σου Όνειρα
Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 6 – Θαυμαστοί Καινούργιοι Κόσμοι
Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 7 – “We’ re All Mad Here”
Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 8 - Οι στάχτες του πολέμου
Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 9 – O χορός των εφτά πέπλων
Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 10 – Λογοτεχνία και Σπορ
Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 11 – Ποίηση και Τρέλα
Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 12 – Ιδού η κοινωνία σου, Αστέ
© Για την ψηφιοποίηση των αποσπασμάτων και την παρουσίαση, το Φονικό Κουνέλι, Μάιος 19.
~