12 Απριλίου 2017

Ένα πορτραίτο για τη Φατσούλα





«Τι μεγαλύτερο δώρο, από την αγάπη μιας γάτας!»

Κάρολος Ντίκενς



Στα μάτια της βλέπεις την αιωνιότητα, έλεγε ο Μπωντλαίρ… Αλίμονο, φίλοι μου. Εδώ και λίγες μέρες έφυγε από τη ζωή η γατούλα μου, αγαπημένη φίλη και συντροφιά μου για το διάστημα των τελευταίων 12 χρόνων. Τη χτύπησε η αρρώστια, έδρασε υπόγεια και επιδεινώθηκε απότομα - ήταν πια αργά. Δεν είναι εύκολο να περιγράψω πόσο βαθιά είχα δεθεί μαζί της – και πόσο πονάω που δεν τη βλέπω πια. Μόνο αν έχει συνδεθεί βαθιά κάποιος με ένα ζωάκι μπορεί να καταλάβει – άλλοι ίσως απορήσουν.

Μα το παρόν δεν είναι ένα κείμενο που έχει σκοπό να μεταδώσει θλίψη… Όχι, η γατούλα μου δεν θα ήθελε κάτι τέτοιο – οι γάτες είναι σοφότερες απ’ αυτό. Αυτό είναι ένα αφιέρωμα-φόρος τιμής. Για την Φατσούλα – και τις γάτες και τα ζωάκια όλου του κόσμου. Για τους μικρούς, αμίλητους συντρόφους μας – που τόσο ανώτεροι είναι από μας σε τόσα και τόσα πράγματα.

Διατηρώντας το χαρακτήρα του Κουνελιού, είναι ένα κείμενο εμπλουτισμένο από πλήθος λογοτεχνικών αποσπασμάτων, με κύριο θέμα τους τα υπέροχα αυτά ζώα, τις γάτες.

Είναι ένα αφιέρωμα που συνδέεται με την ιστορία της τέχνης – και τη θέση της Γάτας σε αυτήν.

Είναι ένα πηγάδι εσωτερικής και εξωτερικής αναζήτησης. Για τη φύση, τον κόσμο, τη ζωή, το θάνατο. Για τον δυτικό άνθρωπο, την πυραμίδα της εξουσίας – στην κορυφή της οποίας δεσπόζει, τάχα, το ανθρώπινο ον και οι εκδηλώσεις του (ηγέτες, κυρίαρχα έθνη, ολιγάρχες, κλπ) – και το καταστροφικό μονοπάτι αυτής της βαθιά λαθεμένης ερμηνείας του κόσμου.

Πρωτίστως, όμως, είναι ένα Μνημείο στη μικρή μου συντροφιά, στο οποίο συλλέγω πολλές από τις ωραιότερες στιγμές της – στιγμές μας. Για να μείνουν αλώβητες στη μνήμη – να εκτιναχτούν στο χωροχρόνο. Να γίνουν ενέργεια, να ενωθούν μαζί της εκεί που ταξιδεύει.

Και – αλίμονο – είναι το τελευταίο κείμενο που θα γράψω για κάποιο καιρό. Ήταν επώδυνη η απώλεια και χρειάζομαι ένα διάστημα εξυγίανσης. Ελπίζω να ανακτήσω την ηρεμία και την απαραίτητη συγκέντρωση που χρειάζεται σύντομα, για να συνεχίσω με τη Σελίδα και το Blog. Μα δεν ξέρω πόσο καιρό θα χρειαστεί. Προς το παρόν νιώθω έντονη την ανάγκη για ξεκούραση και κάποιες αλλαγές.

Ήταν εκεί, βλέπετε. Από την πρώτη λέξη που γράφτηκε στην Κουνελοχώρα, το 2009. Στις άφθονες μοναχικές ώρες που περνούσα μελετώντας, διαβάζοντας, γράφοντας, ανεβάζοντας κείμενα, σχέδια, εικόνες και αποσπάσματα. Κάθε λέξη που έχει περάσει μέσα από το «Φονικό Κουνέλι» - το μικρό αυτό πλασματάκι ήταν πάντα εκεί. Δίπλα μου, πάνω μου, κοντά μου. Τη χάιδευα και έγραφα. Άκουγα το γουργουρητό της και γαλήνευα. Ήταν καύσιμο και κινητήρια δύναμη. Μέρος της ψυχής εκείνου που υπήρξε το Φονικό Κουνέλι μέχρι τώρα. Την ευχαριστώ γι’ αυτό.

Κι εσείς, φίλοι μου – αν θεωρείτε πως πήρατε κάτι θετικό, οτιδήποτε, από το Λαγούμι μου όσο καιρό διαβάζετε, να ευχαριστείτε και αυτή τη γατούλα γι’ αυτό. Είναι και δικό της. Γι’ αυτό και στο εξής θα την βλέπετε εδώ, στο πλάι, να δεσπόζει σε περίοπτη θέση.

Της ζωγράφισα ένα πλούσιο πορτραίτο. Συμβολικά – και κυριολεκτικά, με μολύβι και χαρτί. Αν οι λέξεις ήταν ύλη, αυτά τα λόγια, οι εικόνες και οι σκηνές σε βίντεο, θα έμοιαζαν με ένα περιποιημένο γεύμα. Από εκείνα που της έδινα και έτρωγε λαχταριστά. Μια γιορτή για πάρτη της και μόνο.

Μα η εισαγωγή τελειώνει. Η γιορτή αρχίζει… Και τι γιορτή είναι αυτή!

Όλη δική σου, αγαπημένη μου Φατσούλα.






Είπαν για τις γάτες…



«Ο χρόνος που περνάς με γάτες δεν είναι ποτέ χαμένος χρόνος»

Σίγκμουντ Φρόυντ


***

«Και το μικρότερο αιλουροειδές είναι ένα αριστούργημα»

Λεονάρντο ντα Βίντσι


***


«Υπάρχουν δύο καταφύγια από τις θλίψεις της ζωής: η μουσική και οι γάτες»

Άλμπερτ Σβάιτσερ




Albert Schweitzer


***



«Η γάτα έχει απόλυτη συναισθηματική ειλικρίνεια. Οι άνθρωποι, για τον ένα λόγο ή τον άλλο, μπορεί να κρύβουν τα συναισθήματά τους, μα η γάτα δεν το κάνει»

Έρνεστ Χέμινγουεϊ

***


«Έχω μελετήσει πολλούς φιλοσόφους και πολλές γάτες. Η σοφία των γατών είναι απεριόριστα ανώτερη»

Ιππόλυτος Τάιν

***


«Αγαπώ τις γάτες και απολαμβάνω το σπίτι μου. Και, λίγο λίγο, γίνονται η ορατή ψυχή του»

Ζαν Κοκτώ

***


«Όταν αισθάνομαι
πεσμένος
το μόνο που έχω να κάνω είναι
να βλέπω τις γάτες μου
και το κουράγιο μου
επιστρέφει»

Τσαρλς Μπουκόφσκι



Charles Bukowski


***


«Ο γάτος δεν προσφέρει υπηρεσίες. Προσφέρει τον εαυτό του. Ασφαλώς χρειάζεται ασφάλεια και φροντίδα. Δεν παίρνεις αγάπη δίχως αντάλλαγμα»

William S. Burroughs


***


«Όταν ένας γάτος κολακεύει… δεν είναι ανειλικρινής: μπορείς με ασφάλεια να το πάρεις για αληθινή καλοσύνη»

Walter Savage Landor


***

«Ένας άνθρωπος είπε στο Σύμπαν:

“Κύριε, υπάρχω!”

“Έξοχα”, απάντησε το Σύμπαν,
“αναζητώ κάποιον για να φροντίζει τις γάτες μου”»

Henry Beard


***


«“Ξέρεις τι θα έπρεπε να κάνω;”, ρώτησε ενθουσιασμένος o Χοσίνο.

“Ασφαλώς”, είπε η γάτα. “Τι σου έλεγα; Οι γάτες γνωρίζουμε τα πάντα. Όχι σαν τους σκύλους”»

Χαρούκι Μουρακάμι [“Kafka on the Shore”]


***


«Λοιπόν, εσείς οι άνθρωποι έχετε ονόματα, γιατί δεν γνωρίζετε ποιοι είστε. Εμείς γνωρίζουμε ποιες είμαστε – γι’ αυτό δεν χρειαζόμαστε ονόματα»

Neil Gaiman



Πάνω: Neil Gaiman. Κάτω: Herman Hesse


***


«Σήκω από τον ύπνο σου, γέρικη γάτα,
Και με μεγάλα χασμουρητά και τεντώματα…
Κίνησε ήρεμα για αγάπη»

Kobayashi Issa, γιαπωνέζικο χαϊκού


***


«Στην αψεγάδιαστη χάρη της και στην ανώτερη αυτάρκειά της έχω δει το σύμβολο της τέλειας ομορφιάς και της γλυκιάς έλλειψης ατομικότητας του ίδιου του σύμπαντος… Στον αέρα του σιωπηλού της μυστηρίου εδράζεται για μένα όλο το δέος και ο θαυμασμός του αγνώστου»

H.P. Lovecraft


***



«Δεν μπορώ ν' αντισταθώ σε μια γάτα, ειδικά αν γουργουρίζει. Είναι τα καθαρότερα, πονηρότερα και εξυπνότερα πλάσματα που γνωρίζω, πέρα από το κορίτσι που αγαπάς ασφαλώς.»

«Όταν ένας άνθρωπος αγαπάει τις γάτες, είμαι φίλος και σύντροφός του, δίχως δεύτερη σκέψη.»

Mark Twain



Mark Twain


***


«Νομίζω πως οι γάτες είναι πνεύματα που έχουν έρθει στη γη. Είμαι βέβαιος πως μια γάτα θα μπορούσε να βαδίζει στα σύννεφα δίχως να πέσει κάτω…»

Ιούλιος Βερν


***


«Τι ψάχνεις μέσα στα μάτια αυτού του πλάσματος; Βλέπεις εκεί την ώρα, σπάταλε κι αργόσχολε θνητέ;»

«Ναι, βλέπω την ώρα• είναι η Αιωνιότητα!»

Σαρλ Μπωντλαίρ



***


«Τι μεγαλύτερο δώρο, από την αγάπη μιας γάτας!»

Κάρολος Ντίκενς



Charles Dickens



Το σπίτι χωρίς τη γατούλα



Μοιάζει ν’ άδειασε το σπίτι. Ίσως αυτή να είναι και η πιο επώδυνη αίσθηση της απώλειας – οποιασδήποτε απώλειας. Η αίσθηση του κενού.

Από τις χειρότερες στιγμές των τελευταίων ημερών είναι το ξύπνημα. Όταν έχεις για χρόνια συνηθίσει να κοιμάσαι αγκαλιά με ένα πλάσμα – και τώρα πια ξυπνάς και το πλάσμα απουσιάζει. Κοιτάζεις γύρω σου και σχεδόν ακούς το νιαουρητό της, την βλέπεις να τεντώνεται, της ανοίγεις την πόρτα για να βγει έξω – μα δεν είναι εκεί.

Δεν μπορείς να το χωνέψεις. Η λογική σου μιλάει για το αναπόφευκτο της απώλειας, τη φυσική πορεία των πραγμάτων – μα λίγο σε παρηγορεί αυτή η σκέψη. Σκέφτεσαι πως το ζωάκι σου αρρώστησε, συλλογίζεσαι μήπως μπορούσες να είχες κάνει κάτι άλλο, να είχες ενεργήσει διαφορετικά ώστε να αποτρέψεις το τέλος. Μα μετά συνειδητοποιείς πως έκανες ό,τι μπορούσες με βάση τα περιορισμένα δεδομένα που κατείχες…

Θα επαναλάβω – κάποιος που δεν είχε ποτέ συνδεθεί με κάποιο ζώο ίσως απορήσει. «Γιατί τόσο δέσιμο με κάποιον που δεν είναι άνθρωπος;». Μα δεν έχει νόημα να εξηγήσω, όπως δεν έχει νόημα να εξηγήσεις τι σημαίνει χιόνι σε κάποιο βεδουίνο που ζει πάντα στην έρημο.

Ο δεσμός με το ζώο κινείται σε ένα μη-λεκτικό επίπεδο. Ως τέτοιος, επηρεάζεται βαθύτερα από το θυμικό και τη γυμνή συναισθηματική κατάσταση ενός ανθρώπου – και τις επηρεάζει με τη σειρά του. Είναι διαισθητικός και ενστικτώδης – ο λόγος (ο λιγοστός αυτός λόγος που χρησιμοποιείς στην επαφή σου με τα ζώα) έπεται. Δίχως συμφέροντα, δίχως ανταγωνισμό, δίχως επιθυμία ν’ αρπάξεις απ’ τον άλλο (όπως συμβαίνει με τους ανθρώπους), ο δεσμός με το ζώο είναι ένας δεσμός αγνός. Η αγάπη του μια αγάπη άδολη, απονήρευτη.

Ας προσθέσουμε σε αυτό και το γεγονός πως το ζωάκι είναι ένα πλάσμα ολότελα εξαρτημένο από σένα – από τη φροντίδα σου και την αγάπη σου. Και σου ανταποδίδει δίνοντας αγάπη και παρηγοριά, όση περισσότερη μπορεί. Όταν λοιπόν ένα τέτοιο πλασματάκι φεύγει, η καρδιά σου θρυμματίζεται.

Να ένα πλάσμα που με αγαπούσε απέραντα, απροσχημάτιστα, όπως είμαι, δίχως να ζητάει τίποτα περισσότερο – και το αγαπούσα βαθιά με τη σειρά μου, σκέφτεσαι. Ήμουν στενοχωρημένος; Ήταν εκεί. Ένιωθα μόνος; Ήταν εκεί. Είχα νεύρα, ένταση, άγχος; Με γαλήνευε. Πάντα.






Μα ήταν εκεί και στα όμορφα: πόσα βιβλία διάβασα με συντροφιά τη Φατσούλας, πόσες φορές άραξα μπροστά στον υπολογιστή μαζί της, πόσες χιλιάδες νύχτες κοιμηθήκαμε και ονειρευτήκαμε παρέα. Η γατούλα μου έγινε συνώνυμο της ήρεμης, σπιτικής θαλπωρής. Πιάνω τώρα ένα βιβλίο να διαβάσω και αισθάνομαι πως κάτι μου λείπει. Βάζω να δω μια ταινία και μου λείπει η γούνα της που χάιδευα.

Και έτσι κάνω κύκλους, όλες αυτές τις μέρες. Κύκλους με τη σκέψη μου. Κάποιες ώρες είναι βασανιστικές, άλλες ηρεμώ. Κάποιες στιγμές αναμασώ τα ίδια και τα ίδια – άλλες επικρατεί η γλυκόπικρη αίσθηση όσων ζήσαμε παρέα. Ελπίζω με τον καιρό να επικρατήσει η δεύτερη πλευρά… ξέρω πως κι εσύ, Φατσούλα μου, ως πλάσμα της απόλαυσης και της γαλήνης, θα το ήθελες αυτό.

Γι’ αυτό και έχω ντύσει το παρόν Μέγα Αφιέρωμα με πλήθος από γάτες. Και λογοτεχνία. Και τέχνες. Ως ένας φόρος τιμής όχι μόνο στη γατούλα μου, μα και στην αιώνια Γάτα... εκείνο το υπέροχο, το μυστήριο, το αξιοθαύμαστο πλάσμα. Νομίζω πως τιμώντας τη Γάτα, τιμάω και σένα, Φατσούλα. Εσύ, που ήσουν εδώ όλα αυτά τα χρόνια που υπάρχει το Φονικό Κουνέλι – που είσαι αναπόσπαστο μέρος κάθε αφιερώματος, κάθε κειμένου που γράφτηκε εδώ μέσα. Ιδού, λοιπόν, ένα κείμενο με φωτογραφίες και βίντεο, με τέχνες και λογοτεχνία, όλο δικό σου… Σε φαντάζομαι να μισοκλείνεις με ικανοποίηση τα μάτια σου…






Ο Μπόρχες και οι γάτες



«Στην αίθουσα αναμονής του σταθμού, ο Ντάλμαν είδε πως είχε ακόμα μισή ώρα καιρό. Ξαφνικά θυμήθηκε πως σ' ένα καφενείο της οδού Μπρασίλ (λίγο πιο κάτω απ' το σπίτι του Υριγκόγιεν) ήταν ένας πελώριος γάτος, που καθόταν να τον χαϊδεύουν οι περαστικοί, σαν καταχθόνια θεότητα.

Ο γάτος ήταν εκεί• κοιμόταν. Ο Ντάλμαν παράγγειλε έναν καφέ, ανακάτεψε αργά αργά τη ζάχαρη, τον δοκίμασε και, καθώς χάιδευε απαλά το μαύρο τρίχωμα, σκέφτηκε πως αυτή η επαφή ήταν απατηλή, πως ήταν σαν να τους χώριζε ένα τζάμι, γιατί ο άνθρωπος ζει στο χρόνο, στην αλληλουχία, ενώ το μαγικό ζώο, στο παρόν, στην αιωνιότητα της στιγμής».


Χορχέ Λουίς Μπόρχες, από το διήγημα «Ο Νότος» [μτφ: Α. Κυριακίδη]






Η Φατσούλα. Ένα πορτραίτο σε λόγια



Ποια ήταν λοιπόν η Φάτσα; Οι παλιοί θαμώνες της Κουνελοχώρας την ξέρουν. Πριν μερικά χρόνια έγραφα για το κορίτσι μου εδώ. Μα ας τα πάρουμε πάλι απ' την αρχή.

Ήταν ένα πανέμορφο, γλυκύτατο γατάκι, όπως μπορείτε να δείτε στις φωτογραφίες. Αρχικά την έφερε σπίτι η αδερφή μου και στα πρώτα 2-3 χρόνια ήταν εκείνη που είχε αναλάβει πρωτίστως τη φροντίδα της. Στη συνέχεια μετακόμισε και παρέλαβα ο ίδιος τη σκυτάλη. Το δέσιμο με τη Φάτσα ήταν σταδιακό, μα βάθαινε ολοένα και περισσότερο με το πέρασμα του χρόνου.

Ζώντας μαζί της, επικοινωνώντας μαζί της, παίζοντας, μοιράζοντας το χώρο μου (που έγινε και δικός της), αναπτύξαμε μια σχέση αμοιβαιότητας και υπόγειας επαφής. Ήταν λες και κολυμπούσες στα ζεστά νερά κάποιου κατάμεστου με βλάστηση σπηλαίου. Το γουργουρητό της έμοιαζε με τον καθησυχαστικό παλμό της ίδιας της ζωής. Με το αδιάκοπο κύλισμα του νερού στον ποταμό. Με το φύσημα του ανέμου στα δέντρα.

Το χάιδεμα της γούνας της μπορούσε να σε γαληνέψει. Η αίσθησή της, ενώ κοιμόταν πάνω σου, ήταν προστατευτική. Κοιμήθηκα καλά όλα αυτά τα χρόνια, σπάνια ένιωθα ανησυχία ή φόβο. Η Φατσούλα έπαιξε το ρόλο της, να είστε βέβαιοι.



Η παλιότερη φωτογραφία της Φατσούλας, αγκαλιά με την αδερφή μου


Κι εκείνη η τελετουργία του «ξαπλώματος», οι απανωτές σβούρες γύρω απ’ τον εαυτό της μέχρι να σχηματίσει την τέλεια αίσθηση άνεσης με το πάπλωμα ή τα πόδια μου – έμοιαζε αξιοθαύμαστη μέσα στον ηδονικό υπολογισμό της. Την έβλεπες και την καμάρωνες. «Να ένα πλάσμα που αγαπάει τις απολαύσεις», σκεφτόσουν. «Να ένα πλάσμα που θέλω να του μοιάσω».

Μα ήταν και μια έξυπνη γάτα. Καταλάβαινε εκείνα που της έλεγες – εφόσον την ενδιέφεραν και εφόσον την ενδιέφερε εκείνος που τα έλεγε. «Όχι, όχι, Φατσούλα, μη πας εκεί», της έλεγα για παράδειγμα, αν πήγαινε ν’ ανέβει στο ανοιχτό πληκτρολόγιο του laptop – το καταλάβαινε, σταματούσε. Και αν έκανε κάποια πράξη που «δεν έπρεπε» (όπως να φάει στα κρυφά απ’ το ξεχασμένο φαγητό στο τραπέζι!), και την έπιανα στα πράσα, πεταγόταν γρήγορα («δεν με είδες!») και προσπαθούσε να δικαιολογήσει τον εαυτό της. Άρχιζε τα μουρμουρητά και τα παράπονα. Ήταν η «παραπονιάρα φωνή» που την έπιανε μόνο τότε.

Κάποιες φορές μου μιλούσε απλά με το κούνημα της ουράς της. Άλλες με τα μάτια. Σπάνια υπήρξε ασυνεννοησία μεταξύ μας. Σκέφτομαι από την άλλη πόσες φορές συνομιλώ με ανθρώπους, χρησιμοποιώντας τις γνωστές λέξεις – και πόσο λίγο καταλαβαινόμαστε με άφθονους από δαύτους. Άλλη μια ένδειξη της ανωτερότητας του ζώου.

Με ακολουθούσε σαν σκυλάκι – δεν ήθελε να είναι μόνη της. Αν έβγαινα στο μπαλκόνι, ερχόταν μαζί μου. Αν κλεινόμουν στο δωμάτιο, έμπαινε κι εκείνη. Χρουπ! Έδινε ένα σάλτο και άραζε στα πόδια μου. Ήθελε διαρκώς τη συντροφιά μου. «Έλεος βρε Φατσούλα, της έλεγα, τι εξάρτηση είναι αυτή! Οι γάτες είστε ανεξάρτητες υποτίθεται!»

Μα αυτά τα έλεγα γελώντας. Γιατί ήθελα την παρέα της. Και το ήξερε. Ικανοποιώντας την εσώτερη ανάγκη μου για συντροφιά, ικανοποιούσε τη δική της.

Έπαιρνε και έδινε αγάπη – μα το έκανε σε μένα μόνο, όχι στους άλλους. Δεν τα πήγαινε καλά με τον υπόλοιπο κόσμο. Κάποιους τους απέφευγε, άλλους απλά τους ανεχόταν. «Επιλέγω να δίνω την αγάπη μου σε σένα και μόνο», ήταν σα να μου έλεγε.






«Που είναι ο αφέντης σου; Που είναι το τέλειο αφεντικό σου;», τη ρωτούσα κάθε φορά που  γυρνούσα απ’ τη δουλειά και με υποδεχόταν (πάντα) όλο χάδια και φιλιά. Μα ήξερα πως στην πραγματικότητα δεν ήμουν περισσότερο αφέντης δικός της, όσο ήταν εκείνη δική μου. Και η γατούλα μου το ένιωθε αυτό – και γι’ αυτό με αγαπούσε ίσως. Γιατί η φύση της γάτας δεν αγαπάει όσους την υποτιμούν.

Η φύση της γάτας είναι να την αντιμετωπίζουν σαν θεά.

Γι’ αυτό και παραχωρεί την αγάπη της μόνο εκεί που επιλέγει. Πουθενά αλλού – και ποτέ με το ζόρι. Μα χρειάζεται να ζήσει κάποιος με γάτα ή γατούλη για να καταλάβει την ιδιαιτερότητά τους.

Η πίστη της γάτας δεν είναι η πίστη του στρατιώτη μπροστά στον στρατηγό – αλλά η πίστη ενός ισότιμου εταίρου. Που σε αγαπάει με το δικό του, μοναδικό, αποκλειστικό τρόπο.

Όπως όλα τα γατάκια, της άρεσε πολύ να παίζει. Ήταν ένας εξαιρετικός τερματοφύλακας, κάθε φορά που παίζαμε «χαρτάκια» - της πετούσα το χαρτάκι, στυλ μπάλας, κι εκείνη είτε το απέκρουε, είτε δεχόταν «γκολ». Της άρεσε πολύ να παίζουμε κρυφτούλι – συνήθως πίσω από μια πόρτα. Έκανα πως δεν την βλέπω, έκανε πως δεν με βλέπει, κρυφοκοιτούσαμε ο ένας τον άλλο με την άκρη του ματιού μας… και προσπαθούσαμε να δούμε ποιος θα πιάσει πρώτος ποιον. Δεν θα ξεχάσω τα ματάκια της κάθε φορά που παίζαμε αυτό το παιχνίδι, πόσο πελώριες ήταν οι κόρες, ένδειξη βαθύτατου ενθουσιασμού.






Άλλες φορές απλά άραζε, με τις ώρες, στον ήλιο, στη ζέστη μιας κουβέρτας, κάτω απ’ τα παπλώματα, στα ρούχα μου, ή κοντά στο αναμμένο κλιματιστικό, ενώ τη χτυπούσε απαλά ο ζεστός αέρας. Λάτρεψα αυτή την ανάγκη της για ζεστασιά, την ερωτική σχέση της με τη θερμότητα. Πόσες φορές μου μετέδωσε η ίδια τη θερμότητά της… το σώμα της έμοιαζε με τζάκι, από εκείνα που βλέπουμε στις χριστουγεννιάτικες καρτ ποστάλ. Ζεστό και πανέμορφο, ίδιο η θαλπωρή της αρχέγονης σπιτικής εστίας.

Μα αγαπούσε και την περιπέτεια, την αναζήτηση. Δε θα ξεχάσω μια μέρα που άραζα στο μπαλκόνι και την είδα ξαφνικά να ξεπροβάλλει απ’ το μπαλκόνι των διπλανών – ενώ δεν την είχα πάρει μαζί μου και η πόρτα της μπαλκονόπορτας του σπιτιού μας ήταν κλειστή! Η μπουμπούκα είχε μπει από το πίσω μπαλκόνι στο διπλανό διαμέρισμα, είχε διασχίσει στα κρυφά όλο το εσωτερικό του διαμερίσματος του γείτονα, και βγήκε από το δικό του μπροστινό μπαλκόνι, φτάνοντας στο δικό μας! Είχε κάνει ένα τέλειο κύκλο και ούτε που την πήρε κανείς χαμπάρι.

Άτιμη, άτιμη σκατούλα, άτιμη! της έλεγα στιγμές όπως αυτή, που έκανε τις σκανταλιές της – και τη χάιδευα, γιατί τις χαιρόμουν.

Δεν άφηνε επίσης ευκαιρία να αφεθεί στην κυνηγετική της φύση… πόσες και πόσες φορές μου έφερνε ψόφια ζουζούνια σαν «τρόπαια»… «Δες πόσο φοβερή είμαι, δες τι έπιασα», ήταν σα να μου έλεγε. Τι υπέροχο ένστικτο! Και αυτό το βλέμμα του αιώνιου αιλουροειδούς.

Αχ, οι θεοί έχουν μορφή γάτας κι εμείς τους κάναμε ανθρώπους!

Όσο αφορά εκείνες τις στιγμές που σε έβλεπα να ονειρεύεσαι… ποιος ξέρει πως είναι τα όνειρα μιας γάτας. Θα ήθελα πολύ να με έπαιρνες μαζί σου…






Πέρασα υπέροχα μαζί σου, Φατσούλα μου… Σου έδωσα ό,τι καλύτερο είχα και μου έδωσες ότι καλύτερο είχες. Ξέρω πως θα έπρεπε να χαίρομαι και μόνο για όλα αυτά… και χαίρομαι, αλήθεια. Μα πονάω ταυτόχρονα, γιατί μου λείπεις. Γιατί έφυγες απότομα. Αλίμονο, τα πάντα τελειώνουν κάποια στιγμή. Απαγκιστρωνόμαστε στην ιδέα της μονιμότητας σ’ έναν κόσμο που μεταβάλλεται διαρκώς – είμαστε οι ίδιοι μέρος της αιώνιας μεταβολής. Αλίμονο, γατούλα μου, τα ξέρω όλα αυτά. Μα μου λείπεις, όπως θα μου έλειπε αν είχα χάσει κάποιον στενό μου φίλο.

Η ζωή δεν σταματά – και ο πόνος κάποια στιγμή υποχωρεί, παραχωρώντας τη θέση του στις αναμνήσεις. Έτσι λένε. Λένε επίσης πως ο πόνος ενίοτε γυρνάει, σου ρίχνει κάποια έντονα τσιμπήματα – και μετά υποχωρεί πάλι. Πιθανό, γατούλα μου, να γίνει και με μένα το ίδιο. Μα γνωρίζεις πως δεν θα σε ξεχάσω. Ακόμα και αν υποχωρήσει ο πόνος, η μνήμη ποτέ δεν θα χαθεί. Γιατί ήσουν η συντροφιά μου, αναπόσπαστα δεμένη μ’ ένα σημαντικό μέρος της ζωής μου – και ήμουν η δική σου. Σε αγάπησα βαθιά και με αγάπησες. Αυτό δεν θα χαθεί ποτέ, γιατί συνέβη.

Η αγάπη μας έχασε το υλικό υπόβαθρό της – μα η ουσία της, η ενέργεια, παραμένει. Η ενέργεια που πετάει πια μαζί σου, μεταστοιχειώνεται μαζί σου, αγγίζει νέα επίπεδα ύπαρξης – τα οποία αδυνατώ να καταλάβω, γιατί δεν είμαι φτιαγμένος για να τα καταλάβω.

Και η ενέργεια που έμεινε μέσα μου, σαν σκέψη, σαν θύμηση, σαν ζωή – που ελπίζω να τη μεταμορφώσω ξανά σε κάποια μορφή πρακτικής αγάπης…

Γιατί – λένε – πως χαίρεται ο αγαπημένος σου (άνθρωπος ή ζώο) αν σε παρατηρεί, ενώ έχει πια φύγει, κι εσύ συνεχίζεις ν’ αγαπάς. Όχι μόνο αυτόν που έφυγε – μα και όσους είναι ακόμα εδώ…






Άνθρωποι και Ζώα. Του Μίλαν Κούντερα



Τα ακόλουθα αποσπάσματα προέρχονται από την «Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι». [μτφ: Κ. Δασκαλάκη]. Στο πρώτο ο Κούντερα αναφέρεται στη σχέση του ανθρώπου με τη φύση – και την άρρωστη αντίληψη πως θα μπορούσαμε, τάχα, να γίνουμε κύριοι της φύσης. Στο δεύτερο μιλάει για το σκυλάκι της ηρωίδας του, Τερέζας. Ασφαλώς ό,τι ισχύει για το σκυλάκι, ισχύει αντίστοιχα για κάθε ζωάκι που το περιβάλλουμε με την αγάπη μας.



Ήδη, στη Γένεση, ο Θεός επιφόρτισε τον άνθρωπο με το να άρχει των ζώων, αλλά αυτό μπορεί να το ερμηνεύσει κανείς λέγοντας ότι του δάνεισε αυτή την εξουσία. Ο άνθρωπος δεν ήταν ο ιδιοκτήτης, αλλά μόνον ο διαχειριστής του πλανήτη, και μια μέρα θα έπρεπε να δώσει λογαριασμό για τη διαχείριση.

Ο Καρτέσιος έκανε το αποφασιστικό βήμα: Θέλει τον Άνθρωπο «κύριο και κάτοχο της φύσης». Το ότι ακριβώς αυτός είναι εκείνος που αρνείται κατηγορηματικά ότι τα ζώα έχουν δικαίωμα σε μια ψυχή, είναι σίγουρα μια σπουδαία σύμπτωση. Ο άνθρωπος είναι ο ιδιοκτήτης και ο κύριος, ενώ το ζώο, λέει ο Καρτέσιος, δεν είναι παρά ένα αυτόματο, μια “machina animate”. Όταν ένα ζώο βογκάει, αυτό δεν είναι ένα παράπονο, δεν είναι παρά οι τριγμοί μιας μηχανής που λειτουργεί άσχημα. Όταν τρίζει η ρόδα ενός καροτσιού, αυτό δεν σημαίνει ότι το καρότσι πονάει, αλλά ότι δεν είναι λαδωμένο. Έτσι πρέπει να εξηγεί κανείς τα παράπονα του ζώου και δεν χρειάζεται να διαμαρτύρεται πάνω από ένα σκυλί που το κομματιάζουν ζωντανό μέσα σ' ένα εργαστήριο. […]

Η αληθινή καλοσύνη του ανθρώπου δεν μπορεί να φανερωθεί με απόλυτη καθαρότητα και απόλυτη ελευθερία παρά μόνον απέναντι σ' αυτούς που δεν εκφράζουν καμιά δύναμη. Η πραγματική ηθική δοκιμασία της ανθρωπότητας (η πιο ριζική, που είναι τοποθετημένη τόσο βαθιά ώστε να ξεφεύγει απ' το βλέμμα μας), είναι οι σχέσεις με αυτούς που είναι στο έλεός μας: τα ζώα. Κι εδώ είναι που τοποθετείται η μεγαλύτερη αποτυχία του ανθρώπου, μια καταστροφή βασική από την όποια απορρέουν όλες οι υπόλοιπες. […]

Μια αγελάδα έχει πλησιάσει την Τερέζα, έχει σταματήσει και την παρατηρεί για πολλή ώρα με τα μεγάλα καστανά της μάτια. Η Τερέζα τη γνωρίζει. Την φωνάζει Μαργαρίτα. Θα ήθελε να δώσει ένα όνομα σε κάθε αγελάδα αλλά δεν μπόρεσε. Πρώτα, έτσι σίγουρα θα συνέβαινε καμιά τριανταριά χρόνια πριν, όλες οι αγελάδες του χωριού είχαν ένα όνομα. (Κι αν το όνομα είναι ένα σημάδι της ψυχής, μπορώ να πω ότι είχαν ψυχή, αρέσει δεν αρέσει στον Καρτέσιο). Το χωριό όμως έγινε μετά μια μεγάλη συνεταιριστική βιομηχανία και οι αγελάδες περνούν όλη τους τη ζωή μέσα σε δυο τετραγωνικά που τους αναλογούν στο σταϋλο. Δεν έχουν πια όνομα και δεν είναι πια παρά “machinae animatae”. Ο κόσμος δικαίωσε τον Καρτέσιο.

Έχω πάντα στα μάτια μου την Τερέζα, καθισμένη πάνω σ' ένα κούτσουρο, χαϊδεύει το κεφάλι του [σκυλάκου της] Καρένιν και συλλογίζεται την αποτυχία της ανθρωπότητας. Ταυτόχρονα, μια άλλη εικόνα μου εμφανίζεται: ο Νίτσε βγαίνει από ένα ξενοδοχείο του Τουρίνου. Βλέπει μπροστά του ένα άλογο κι έναν άμαξά που το χτυπάει με το καμουτσίκι. Ο Νίτσε πλησιάζει το άλογο, το αγκαλιάζει απ' το λαιμό και κάτω απ’ τα μάτια του αμαξά ξεσπάει σε λυγμούς.

Αυτό συνέβαινε το 1889 και ο Νίτσε είχε ήδη, και αυτός επίσης, απομακρυνθεί από τους ανθρώπους. Μ’ άλλα λόγια: ήταν ακριβώς τη στιγμή εκείνη που εκδηλώθηκε η διανοητική του αρρώστια. Αλλά, κατά τη γνώμη μου, ακριβώς εκεί τοποθετείται αυτό που δίνει στη χειρονομία του τη βαθιά της σημασία. Ο Νίτσε πήγε να ζητήσει από το άλογο συγγνώμη για λογαριασμό του Καρτέσιου. Η τρέλα του (δηλαδή, το διαζύγιό του με την ανθρωπότητα) αρχίζει από τη στιγμή που κλαίει πάνω στο άλογο.

Κι είναι αυτός ο Νίτσε που αγαπάω, όπως αγαπάω την Τερέζα που χαϊδεύει πάνω στα γόνατά της το κεφάλι ενός σκύλου ετοιμοθάνατου. Τους βλέπω και τους δύο πλάι-πλάι: κι οι δύο απ’ το δρόμο όπου η ανθρωπότητα «κύριος και κάτοχος της φύσης», ακολουθεί την πορεία της προς τα εμπρός.


***


«Είναι μια άδολη αγάπη: η Τερέζα δεν θέλει τίποτα απ' τον Καρένιν. Δεν αξιώνει ούτε καν την αγάπη. Δεν ρωτήθηκε ποτέ για πράγματα που βασανίζουν τα ανθρώπινα ζευγάρια: μ' αγαπάει; αγάπησε κανέναν άλλον περισσότερο από μένα; μ' αγαπάει περισσότερο απ' όσο τον αγαπάω; Όλες αυτές οι ερωτήσεις που θέτουν υπό αίρεση τον έρωτα, τον καταμετρούν, τον σφυγμομετρούν, τον εξετάζουν, μήπως δεν κινδυνεύουν να τον καταστρέψουν πριν γεννηθεί; Αν είμαστε ανίκανοι ν' αγαπήσουμε, τούτο μπορεί να συμβαίνει επειδή επιθυμούμε ν' αγαπηθούμε, δηλαδή επειδή θέλουμε κάτι απ' τον άλλο (τον έρωτα), αντί να τον πλησιάσουμε χωρίς αξιώσεις και να μην επιθυμούμε παρά την απλή του παρουσία και μόνο.

Κι ένα πράγμα ακόμα: η Τερέζα έχει δεχτεί τον Καρένιν έτσι όπως είναι, δεν προσπάθησε να τον αλλάξει κατ’ εικόνα της, έχει εξαρχής αποδεχτεί το σκυλίσιο του σύμπαν, δεν θέλει να το επιτάξει, δεν ζηλεύει τα ορμέμφυτα μυστικά του.

Τον ανάθρεψε, όχι για να τον αλλάξει (όπως ένας άντρας θέλει ν' αλλάξει τη γυναίκα του και μια γυναίκα τον άντρα της), αλλά μόνο και μόνο για να του διδάξει τη στοιχειώδη γλώσσα που θα τους επέτρεπε να καταλαβαίνονται και να ζουν μαζί.

Και επίσης: η αγάπη της για το σκυλί είναι μια αγάπη εκούσια: κανένας δεν την υποχρέωσε σ’ αυτό. […]

Κυρίως όμως: κανένα ανθρώπινο πλάσμα δεν μπορεί να κάνει σ’ ένα άλλο την δωρεά του ειδυλλίου. Μόνο το ζώο μπορεί επειδή δεν το έδιωξαν απ’ τον παράδεισο. Η αγάπη ανάμεσα στον άνθρωπο και το σκύλο είναι ειδυλλιακή. Είναι μια αγάπη χωρίς συγκρούσεις, χωρίς σπαρακτικές σκηνές, χωρίς εξέλιξη.»






Η Φατσούλα. Ένα πορτραίτο σε μολύβια.



Η Κουνελοχώρα ήταν πάντα κάτι παραπάνω από κείμενα και λόγια. Ήταν και εικόνες. Ήταν και τέχνη. Στον συνδυασμό εικόνας και λόγου είναι που βρίσκω τον εαυτό μου. Όλα αυτά τα χρόνια, που με συντρόφευε η γατούλα, είχα σκοπό να τρέφω και τις δύο αυτές πτυχές.

Έφτιαξα λοιπόν ένα πορτραίτο της Φατσούλας. Στο εξής θα κοσμεί την πλαϊνή στήλη του Blog, αναπόσπαστο στοιχείο του. Γιατί όπως έγραψα στην αρχή, το γατάκι αυτό υπήρξε η ψυχή του Λαγουμιού μου, όπως υπήρξε και η συντροφιά της καθημερινότητάς μου.

Και παραμένει, πάντα, μέρος της Κουνελοχώρας, με τον ίδιο τρόπο που η Βασίλισσα μέσα στον Καθρέφτη της Αλίκης ήταν η γατούλα της που ονειρευόταν… Είμαστε, άραγε, οι ίδιοι μέρος κάποιου Ονείρου;

Φίλοι που τους έδειξα το πορτραίτο μου μίλησαν για το βλέμμα της γάτας – το παρομοίασαν με το δικό μου. Πόσο είχε η γάτα μου από μένα, πόσο εγώ από αυτήν. Μα ο ωκεανός των ματιών μιας γάτας έχει πάντα μεγαλύτερο βάθος – απύθμενο. Εμείς ίσα που προσπαθούμε να εξιχνιάσουμε την επιφάνεια… Ποιος ξέρει τι μυστήρια κρύβει μέσα του…








Η Γάτα στην ιστορία της τέχνης



Είχε πει κάτι πολύ ενδιαφέρον ο Σοπενχάουερ για τις γάτες:

«Ας πιστεύει ό,τι θέλει για μένα όποιος ακούει να λέω πως τούτος ο γκρίζος γάτος που αυτή τη στιγμή παίζει στην αυλή μου, είναι ο ίδιος γάτος που πηδούσε κι έπαιζε στην ίδια αυλή εδώ και πεντακόσια χρόνια· γιατί εγώ θεωρώ πιο παράξενη τρέλα το να φανταστεί κανείς πως πρόκειται για άλλο γάτο.»

Ποιο μυστήριο κρύβει, λοιπόν, η Γάτα; Ποια είναι η βαθύτερη φύση εκείνου του ζώου που ύμνησαν οι αρχαίοι πολιτισμοί και τίμησαν οι καλλιτέχνες μέσα από τα έργα τους;

Φατσούλα, αυτό εδώ είναι το παρελθόν σου… αν και έχω την αίσθηση πως, για τα δικά σου γατίσια μάτια, όροι όπως «παρελθόν», «παρόν» και «μέλλον» δεν έχουν τη σημασία που έχουν για μας…

Γάτες, λοιπόν. Στην αρχαία Αίγυπτο, που τις λάτρευαν τόσο για τη θεϊκή τους φύση, όσο και για τις μικρές χαρές που πρόσφεραν στην καθημερινότητα.







Στη διάρκεια του Μινωικού Πολιτισμού, όπου δεσπόζει η επιβλητική φιγούρα της Μητέρας-Θεάς με τα φίδια – και ένα χαρακτηριστικό αιλουροειδές στο κεφάλι της…







Στην αρχαία Σαντορίνη. Δείτε την υπέροχη τοιχογραφία, που χρονολογείται από το 1628 π.χ. Μια γάτα που κυνηγάει πάπιες.







Στην αρχαία Ρώμη. Δείτε το μωσαϊκό από την Πομπηία – εκεί που δέσποζαν σκηνές από τη γλυκιά καθημερινότητα και στις οποίες οι γάτες έπαιζαν πρωταρχικό ρόλο. Πόσο έχουμε αλλάξει σήμερα, λοιπόν;



Μosaic cat - Ηouse of the faun - Pompeii


Ο καιρός περνάει, φτάνουμε στα χρόνια του Μεσαίωνα, στη μακρινή Ανατολή. Στη διάρκεια της Δυναστείας των Σουνγκ ξεχώρισε μεταξύ άλλων ο Yi Yuanji (易元吉). Η κινεζική τέχνη αγαπά βαθιά τη φύση, δένεται με τη φύση, γίνεται ένα με τη φύση.




Yi Yuanji - monkey and cat - Sung Dynasty



Ήταν άφθονοι οι πίνακες που απεικόνιζαν γάτες στη φύση. Όπως και ο ακόλουθος, που χρονολογείται από τον 12ο αιώνα μ.χ. (βλέπουμε μια λεπτομέρεια). Να μια μακρινή ξάδερφη της Φατσούλας.



Hibiscus and Rocks_detail - Sung dynasty - 12th_century


Τα χρόνια περνούν, η τέχνη αλλάζει τη σκυτάλη, η δύση περνά την Αναγέννηση, ανακαλύπτει εκ νέου τη μαγεία της φύσης, παραδίδεται στα θέλγητρά της. Στη διάρκεια του 17ου αιώνα ήταν οι Ολλανδοί εκείνοι που αγκάλιασαν περισσότερο την απεικόνιση της καθημερινής φυσικής ζωής – ξεφεύγοντας από τη βαριά θρησκευτική θεματολογία των υπολοίπων λαών. Όπως ο Jan Steen.



Jan Steen - Children teaching the cat to read, 1663



Ροκοκό. Γαλλική φινέτσα, λεπτότητα, ειδυλλιακές καταστάσεις, μια ζωή που μοιάζει με όνειρο. Βλέπουμε ένα έργο του Francois Boucher, του 1730.



Francois  Boucher - La Surprise La Femme au chat, 1730



Να και ο Ρομαντισμός. Να και τα σχέδια του Ντελακρουά, με θέμα τους τα σαγηνευτικά αυτά πλάσματα.



Eugène Delacroix - Trois études de chats allongés - 1843



Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ξέσπασε η εικαστική επανάσταση του Ιμπρεσιονισμού. Ο Μανέ και ο Μονέ δεν θα μπορούσαν να λείπουν από την παρουσίαση. Δείτε τις καταπληκτικές αυτές γάτες του Μανέ, ενώ φλερτάρουν. Πόση αιωνιότητα κρύβεται σε αυτό το έργο.



Edouard Manet - The Cats' Rendezvous (Le Rendez-vous des Chats - 1868)



Πόσο μοιάζει αυτή η γατούλα που κοιμάται του Μονέ με τη Φατσούλα! Νιώθω σχεδόν λες και βλέπω την ίδια, πίσω στο χρόνο…



Claude Monet  - Cat Sleeping on a Bed



Και φτάνουμε αισίως στον υπέροχο και ταραχώδη 20ο αιώνα! Στην εποχή της μοντέρνας τέχνης… Κι ενώ ο Κυβισμός έθετε σε νέες βάσεις τις αντιλήψεις μας γύρω από το χώρο και το χρόνο, ο Jean Metzinger ζωγράφιζε μια γάτα σε τέσσερις διαστάσεις…



Jean-Metzinger - The-cat-c.-1915



Να και το Παρίσι του Μαρκ Σαγκάλ, όπως φαίνεται από το παράθυρό του. Πολύχρωμο, ηδονικό, ξέχειλο με άρωμα γάτας και γυναίκας.



Marc Chagall - Paris through the Window, 1913



Δεν θα μπορούσε να λείπει ο Ανρί Ματίς από την παρουσίαση. Βαθιά γατόφιλος, μας παρέδωσε πίνακες όπως αυτός. Κατακίτρινη η γατούλα, σαν τα λεμόνια, σαν τον ήλιο.



Henri Matisse - Le chat aux poissons rouges, 1914



Μα και νεωτεριστές όπως ο Φράνσις Πικαμπιά συμπεριέλαβαν τα αιλουροειδή στα έργα τους…




Francis Picabia - Tête de Chat - Vers - 1923-28



Ιδού και μια γάτα σχεδιασμένη από τον M.C. Escher το 1919. Μοιάζει ν’ ατενίζει τις μαθηματικές πύλες κάποιας ανώτερης, πολυδιάστατης πραγματικότητας. Και δείτε πόσο ικανοποιημένη είναι!


M.C. Escher - Sketchbook - Cat wood block print--1919



Η τέχνη έγινε εκείνη η πραγματικότητα για την οποία η επιστήμη, τον καιρό εκείνο, άρχισε να συζητάει… Μια πραγματικότητα που σπάει τις καθιερωμένες αντιλήψεις αιώνων και μας ωθεί να σκεφτούμε αλλιώς… Ιδού, λοιπόν, μια γάτα από τον Joan Miro. Βρίσκεται σε κάποια άλλη διάσταση από τη δική μας. Εκεί που πρωταγωνιστούν τα αρχέγονα σχήματα και χρώματα. Ψάχνω μήπως εντοπίσω σημάδια της Φατσούλας σε αυτήν εδώ τη φευγάτη φίλη της.


Joan Miro - Jumping Cat



Ένας ακόμα Ιάπωνας, ο Leonard Tsuguharu Foujita. Ένας γάτος που μοιάζει να περικλείει μέσα του όλη την αρχέγονη ουσία αυτού του ζώου.



Leonard Tsuguharu Foujita - Black and White Cat -1920-



Φτάνοντας πια στους σύγχρονους καιρούς και στον μοναδικό Fritz the Cat των Robert Crumb και Ralph Bakshi.






Στο μεγαλειώδες "Sandman" του Neil Gaiman...



Art by Kelley Jones & Malcolm Jones III



Στη χνουδωτή γάτα του Simon...








Και φυσικά, στον ανυπέρβλητο Garfield του Jim Davis.






Ασφαλώς θα μπορούσα να προσθέσω πολλά ακόμα. Μα, νομίζω έμεινες ικανοποιημένη, Φατσούλα μου, τώρα που είδες όλα αυτά τα αδέρφια σου ανά τους αιώνες – και πως έγιναν τέχνη, πως αποτυπώθηκε η ουσία τους στον χρόνο…



Επικήδειος ενός γάτου, όπως τον παρουσιάζει ένας άλλος γάτος



Το απόσπασμα που ακολουθεί προέρχεται από ένα κλασικό βιβλίο με θέμα του τη ζωή ενός γάτου. Ο λόγος για τον «Βίο και Πολιτεία του Γάτου Μουρ» του E.T.A. Hoffmann, γραμμένο στις αρχές του 19ου αιώνα. Πρόκειται για μια απολαυστική βιογραφία – από εκείνες που είμαι σίγουρος πως θα ενέκρινε η Φατσούλα. Ποιος ξέρει… ίσως να συνάντησε τον γατούλη, τον Μουρ, και τον φίλο του τον Μούκιο, εκεί που πήγε τώρα, και να μιλάνε για τις περιπέτειές τους… Το απόσπασμα σε μετάφραση Μ. Αγγελίδου.


«Ο Μούκιος ήταν άξιο μέλος της κοινωνίας των γάτων, πράγμα για το οποίο δεν μπορούν να παινευτούν πολλοί από μας. Ήταν καλός και πιστός σύζυγος, στοργικός, έξοχος πατέρας, ένθερμος υπερασπιστής της αλήθειας και της δικαιοσύνης, ακούραστος ευεργέτης, προστάτης των φτωχών, αληθινός φίλος την ώρα της ανάγκης!...

Άξιο μέλος της κοινωνίας των γάτων;... Ναι, διότι εκδήλωνε πάντοτε τις καλύτερες προθέσεις κι ήταν μάλιστα πρόθυμος να θυσιάσει μερικά πράγματα, αρκεί να γινόταν το δικό του. Δεν δημιουργούσε έχθρες παρά μόνο μ' αυτούς που του αντιμιλούσαν και δεν συμβιβαζόταν με τη θέλησή του.

Καλός και πιστός σύζυγος; Ναι!... Διότι δεν κοίταζε άλλες γάτες, παρά μόνο όταν ήταν νεότερες και ωραιότερες από τη σύζυγό του και του ενέπνεαν ασίγαστο πόθο.

Έξοχος, στοργικός πατέρας; Ναι! Διότι ποτέ δεν ακολούθησε το βάναυσο παράδειγμα μερικών άκαρδων πατεράδων του γένους μας, που την ώρα της πείνας τους καταπίνουν τα ίδια τα παιδιά τους. Ο Μούκιος δεχόταν πάντα με καλοσύνη να τ' αφήσει στη φροντίδα της μητέρας τους, κι εκείνη τα έπαιρνε αμέσως μακριά, ενώ ο πατέρας τους δεν άκουγε ποτέ πια τίποτα γι' αυτά.

Ένθερμος υπερασπιστής της αλήθειας και της δικαιοσύνης; Ναι!... Διότι θα έδινε πρόθυμα τη ζωή του και για τη μία και για την άλλη· βεβαίως ήξερε ότι δεν ζούμε παρά μια φορά μόνο, κι έτσι αδιαφορούσε και για τις δύο, και κανείς δεν μπορεί να τον κατηγορήσει γι' αυτό.

Ακούραστος ευεργέτης, προστάτης των φτωχών; Ναι! Διότι χρόνος έμπαινε, χρόνος έβγαινε, την Πρωτοχρονιά πήγαινε πάντα στην αυλή όπου ζουν οι φτωχοί και πεινασμένοι αδελφοί μας και τους πρόσφερε πότε μια ουρίτσα από ρέγκα, πότε λίγα κοκαλάκια από κοτόπουλο. Και αφού έκανε το καθήκον του απέναντι στους αδύνατους κάθε Πρωτοχρονιά, μούγκριζε θυμωμένος όποιον τολμούσε να του ζητήσει το παραμικρό όλον τον χρόνο.

Πιστός φίλος στην ώρα της ανάγκης; Ναι! Διότι όταν βρισκόταν σε ανάγκη, δεν ξεκολλούσε από τους φίλους του· θυμόταν ακόμα και αυτούς που περιφρονούσε όλο τον υπόλοιπο καιρό... (...)

Σκόπευα να σας εξορκίσω ν' ακολουθήσετε το παράδειγμα του μακαρίτη: να αγωνιστείτε σκληρά στη ζωή σας, προετοιμάζοντας έναν όμορφο και άξιο θάνατο, σαν το Μούκιο. Τελικά άλλαξα γνώμη και δεν θα το κάνω. (...) Θυμάμαι την απάντηση ενός νεαρού γάτου προς το δάσκαλό του, όταν αυτός ο τελευταίος τον συμβούλευε ν'αφιερώσει τη ζωή του στη μελέτη του θανάτου· του είπε λοιπόν ο νεαρός με πονηριά, πως ο θάνατος δεν πρέπει δα να ήταν και τόσο δύσκολος, αφού όλοι τα κατάφερναν μια χαρά με την πρώτη!...

Και τώρα, θλιμμένοι νέοι, ας τηρήσουμε ενός λεπτού σιγή».






Στιγμές σε κίνηση



Είναι πολλά τα βίντεο που τράβηξα με τη Φατσούλα στη διάρκεια των περασμένων χρόνων. Βίντεο που αποτυπώνουν πολλές από τις απλές – μα τόσο ουσιώδεις – στιγμές μας. Γιατί ένα από τα πράγματα που με δίδαξε αυτή η γατούλα είναι πως η ευτυχία βρίσκεται στις απλές στιγμές… 

[εάν χρησιμοποιείτε Chrome πιθανό να χρειαστεί να κάνετε κλικ πάνω στα εικονίδια για να σας εμφανίσει τα βίντεο].





Μουσική και Γάτες



Πόσες φορές δεν έπαιζε μουσική, ενώ η Φατσούλα απολάμβανε τη θαλπωρή του παπλώματος, ή του χαλιού… πόσες και πόσες μουσικές δεν άκουσες, κορίτσι μου, όλα αυτά τα χρόνια!

Πολλοί από τους αγαπημένους μου μουσικούς γνωρίζουν καλά τι σημαίνει η συντροφιά και η παρέα μιας γάτας. Από τον Tom Waits στη Joan Baez, από τον Ντύλαν στον Έλβις, από τον Robert Smith στον Frank Zappa, από τον Τζον Λένον στον Thelonious Monk, από τη Debbie Harry στη Nina Simone, από τον Michael Jackson στον James Hetfield. Λίγοι μόνο, από τους μουσικούς που σκέφτηκα να συμπεριλάβω εδώ, στο μεγάλο αυτό φόρο τιμής για τη Φατσούλα – και τις γάτες όλου του κόσμου.







«Η Ώρα», του Σαρλ Μπωντλαίρ



Ο Μπωντλαίρ αγαπούσε τη ζωή, αγαπούσε τις ηδονές, αγαπούσε τα αρώματα, αγαπούσε τις γυναίκες – με όλες τις αντιφάσεις της φύσης τους. Άρα αγαπούσε και τις γάτες.



«Οι Κινέζοι βλέπουν την ώρα στο μάτι της γάτας.

Μια μέρα ένας ιεραπόστολος, κάνοντας περίπατο στα περίχωρα του Νανκίν, διαπίστωσε ότι είχε ξεχάσει το ρολόι του, και ρώτησε ένα μικρό αγόρι τι ώρα ήταν.

Το χαμίνι της ουράνιας Αυτοκρατορίας δίστασε στην αρχή• έπειτα, αλλάζοντας γνώμη, απάντησε: «Θα σας πω». Λίγες στιγμές αργότερα, ξαναφάνηκε, κρατώντας στην αγκαλιά του μια πολύ μεγάλη γάτα, και κοιτάζοντάς την, όπως λένε, μέσα στα μάτια, αποκρίθηκε χωρίς να διστάσει:

«Δεν πήγε ακόμη ακριβώς δώδεκα». Πράγμα που ήταν αλήθεια.

Όσο για μένα, όταν σκύβω προς την ωραία Φελίν, με το τόσο ταιριαστό όνομα, που είναι ταυτόχρονα η τιμή του φύλου της, η περηφάνια της καρδιάς μου και το άρωμα του πνεύματος μου, είτε είναι νύχτα, είτε μέρα, στο άπλετο φως ή στο αδιαπέραστο σκοτάδι, μέσα στα βάθη των λατρευτών ματιών της βλέπω πάντα ξεκάθαρα την ώρα, πάντα την ίδια, μια ώρα απέραντη, επίσημη, μεγάλη σαν το διάστημα, χωρίς υποδιαιρέσεις λεπτών και δευτερολέπτων - μια ώρα ακίνητη που δεν είναι σημειωμένη πάνω στα ρολόγια, κι ωστόσο ελαφριά σαν ένας στεναγμός, γρήγορη σαν μια ματιά.

Κι αν κάποιος ανεπιθύμητος ερχόταν να μ' ενοχλήσει την ώρα που το βλέμμα μου αναπαύεται πάνω σ' αυτό το υπέροχο καντράν, αν κάποιος αναιδής και ανεπιεικής Δαίμων, κάποιο Στοιχειό της συμφοράς ερχόταν να μου πει: «Τι κοιτάξεις εκεί με τόση φροντίδα; Τι ψάχνεις μέσα στα μάτια αυτού του πλάσματος; Βλέπεις εκεί την ώρα, σπάταλε κι αργόσχολε θνητέ;» θα απαντούσα χωρίς δισταγμό: «Ναι, βλέπω την ώρα• είναι η Αιωνιότητα!»


Σαρλ Μπωντλαίρ, «Η Ώρα». [μτφ: Στ. Βαρβαρούση]





Η φύση του κόσμου και ο δυτικός άνθρωπος



Πρέπει να μάθουμε να σκεφτόμαστε αλλιώς… Σε μια πραγματικότητα ξέχειλη μοναξιά και υποκρισία, πολιτική παράνοια και δημοσιογραφική τρομολαγνεία, αδιέξοδο υλισμό, ναρκωμένη διασκέδαση, διαδικτυακό ναρκισσισμό και τηλεοπτικό reality-αυνανισμό… Πρέπει να μάθουμε να σκεφτόμαστε αλλιώς.

Ποιες κρυφές αλήθειες να κρύβει το βλέμμα μιας γάτας;

Ο θάνατος μοιάζει με τοκετό. Γεννάει. Πάντα επώδυνα… μα γεννάει. Γεννάει ζωή… και γεννάει σκέψη, φιλοσοφία, αντιλήψεις… ίσως και κόσμους ολόκληρους.

Οι μέρες που πέρασαν και περνούν είναι ιδιαίτερα επώδυνες για μένα, μα ταυτόχρονα τροφοδοτούν μια διαδικασία σκέψεων, μια πτυχή των οποίων θα μοιραστώ σήμερα μαζί σας, δίχως όμως να τις επεκτείνω ιδιαίτερα.

Πρώτη σκέψη: Ο Μύθος είναι Αλήθεια. Μα δεν είναι κάθε μυθοπλασία Μύθος. Οι άνθρωποι ζουν στις μυθοπλασίες τους, μα ξέχασαν το Μύθο. Πρέπει να τον χτίσουμε ξανά.

Δεύτερη σκέψη: O γραμμικός χρόνος, εκείνος που κινείται στην ευθεία γραμμή και έχει αρχή, μέση και τέλος, είναι ο χρόνος του ανθρώπου, έτσι όπως τον κατασκεύασαν οι αντιλήψεις και ο εγκέφαλός του – μα δεν είναι ο χρόνος του κόσμου.

Τρίτη σκέψη: O δυτικός άνθρωπος έκτισε μια πυραμίδα, με τον εαυτό του στην κορυφή και από κάτω τα ζώα και τη φύση. Η πυραμίδα με τη σειρά της διαβαθμίζεται σε ανώτερες ανθρώπινες βαθμίδες και κατώτερες ανθρώπινες βαθμίδες: στην κορυφή βρίσκονται οι αρχηγοί, τα κυρίαρχα κράτη και οι κάτοχοι του πλούτου, στη βάση όλοι οι υπόλοιποι. Η κορυφή είναι το ιδανικό του δυτικού ανθρώπου. Ο αγώνας το μέσο, η κυριαρχία ο σκοπός. Είναι η πυραμίδα της εξουσίας.

Οι θρησκείες του δυτικού ανθρώπου αντανακλούν την πυραμίδα. Η απόπειρα κυριαρχίας πάνω στη φύση αντανακλά την πυραμίδα. Η υπερβολική έμφαση στη δύναμη της Νόησης – με την οποία ο άνθρωπος ανυψώνεται «πάνω» από τα ζώα – αντανακλά την πυραμίδα. Θεωρεί, ο άνθρωπος, πως θα γίνει «κύριος και κάτοχος της φύσης», πως θ’ ανακαλύψει όλους τους «νόμους» της, πως θα επιβάλλει τη δική του τάξη πραγμάτων, όπως την έχει σχηματίσει στο μικρό του κεφάλι. Θα γίνει αφέντης, κυρίαρχος, θεός. Όπως αντίστοιχα ο βασιλιάς θεωρεί πως θα κυριαρχεί πάνω στους υποτελείς του, το έθνος-κράτος πάνω στο άλλο έθνος-κράτος, ο πλούσιος πάνω στο φτωχό, ο εργοδότης πάνω στον υπάλληλο, ο άντρας πάνω στη γυναίκα (ή η γυναίκα πάνω στον άντρα), ο άνθρωπος πάνω στο ζώο.

Μέχρι που φυσάει ο αέρας του θανάτου… και σκορπάει τα πάντα γύρω του, σαν τραπουλόχαρτα. Και η πυραμίδα πέφτει σαν πύργος στην άμμο. Και ο άνθρωπος φοβάται, τρέμει – νιώθει γυμνός μπροστά στο θάνατο, έρημος στην κορυφή της πυραμίδας του… γιατί στην κορυφή χωράει πάντα ένας. Και από κάτω το χάος.

Κάτι σαν συμπέρασμα: Τείνω να νομίζω τελικά πως ο κόσμος, ο αληθινός κόσμος (όχι αυτός που κατασκευάσαμε) δεν είναι πυραμίδα. Είναι περισσότερο ένας πελώριος, αχανής κύκλος, με άφθονους δακτυλίους. Σε έναν από τους εξωτερικούς δακτυλίους βρισκόμαστε εμείς οι άνθρωποι - αρκετά μακριά από το κέντρο του κύκλου. Μπερδεμένοι, συγχυσμένοι, το ένα μας πόδι εδώ και το άλλο εκεί. Τα ζώα όμως βρίσκονται σε έναν από τους βαθύτερους κύκλους, τους πιο εσωτερικούς, κοντύτερα στο κέντρο - στο κέντρο από το οποίο πηγάζουν τα πάντα.

Μα η απάντηση της φύσης σε όλα αυτά είναι μια απάντηση δίχως τις λέξεις και τα λόγια και τις κοσμοθεωρίες και την στενή λογική που έχουμε κατασκευάσει. Περισσότερο διαισθητική. Όπως η επικοινωνία του ανθρώπου με το ζώο.


 
The Sandman - Dream of a Thousand Cats
  



Πρέπει να μάθουμε να σκεφτόμαστε αλλιώς... Η ίδια μας η γλώσσα περιλαμβάνει λέξεις και ιδέες που συνδέονται με μια ολόκληρη κοσμοθεωρία – ίσως πρέπει να αλλάξουμε τις λέξεις, να βρούμε ένα καινούργιο νόημα στα πράγματα.

Να μάθουμε ξανά ν’ αφουγκραζόμαστε τη φύση – να ενσωματωθούμε στην κοσμική ενέργεια, να γίνουμε πάλι μέρος της, στη σκέψη και στην πράξη. Να αφεθούμε περισσότερο στη διαίσθηση, το ένστικτο. Να ισορροπούμε ανάμεσα στη λογική και τη διαίσθηση, δίχως να κυριαρχεί η πρώτη, δίχως να παρασύρεται στο χάος η δεύτερη. Να κατανοήσουμε την ενότητα μέσα στην πολλαπλότητα.

Να παρατηρήσουμε μια κοινωνία μυρμηγκιών, να συλλογιστούμε πάνω στο κελάρυσμα του νερού, να ακούσουμε το τραγούδι του πουλιού. Να προσπαθήσουμε να μη φοβόμαστε τόσο τη σιωπή. Να μη μας τρομάζει η απώλεια. Να μη δίνουμε αγώνα με το Χρόνο, λες και μας κυνηγάει κάποιος.

Να μελετήσουμε άλλους πολιτισμούς, που προϋπήρχαν του δικού μας.
 

Να σταματήσουμε να ελέγχουμε, ή να προσπαθούμε να ελέγξουμε, ή να νομίζουμε πως μπορούμε να ελέγξουμε τα πάντα – και απλά να αφεθούμε.

Ας γίνει η πυραμίδα πάλι κύκλος. Ή, ενδεχομένως, κάποιο σπιράλ.


 Πρέπει να μάθουμε να σκεφτόμαστε αλλιώς...


Αυτές τις σκέψεις κάνω, μεταξύ άλλων, τώρα που έφυγες, Φατσούλα μου. Αναζητώντας κάποιο νόημα μέσα απ’ την απώλεια. Κάποια σημασία στη σχέση μας με τη φύση. Αλίμονο – οι σκέψεις και τα λόγια μου είναι εγκλωβισμένα στην ίδια πάντα φυλακή των λέξεων και του νου. Μακάρι να ήμουν περισσότερο διαισθητικός. Όπως οι γάτες…

Σα να σε βλέπω μπροστά μου πάλι… Γλύφεις με αυτοϊκανοποίηση τη γούνα σου… έρχεσαι στην αγκαλιά μου… και κοιμάσαι. Νιώθω τη ζεστασιά της γούνας σου… με παρηγορεί ο ήχος απ’ το γουργουρητό σου… Αυτή είναι η απάντησή σου… και, για λίγο, γινόμαστε ξανά ένα.






Αποτυπώματα σε μια άγνωστη γλώσσα



Σαν τα ποδαράκια μιας γάτας στο χιόνι, έτσι μοιάζουν τα μηνύματα της φύσης. Είναι η φύση που μου μιλάει; σκέφτεσαι. Θέλει κάτι να μου πει; Ή είμαι εγώ, όλα εγώ, μόνο εγώ και η σκέψη μου;

Αν σκέφτεσαι το δεύτερο, τότε επιστρέφεις στη λογική της Πυραμίδας που ανέφερα πριν. Πρώτα εσύ – μετά όλα τα άλλα. Ξέρεις πως δεν ισχύει.

Πώς να ερμηνεύσεις κάποια πράγματα, λοιπόν; Ίσως να μη χρειάζεται. Η προσπάθεια ερμηνείας μας επαναφέρει στην, ίδια πάντα, λογική της Πυραμίδας. Εκεί που ο Αφέντης Νους εξουσιάζει όλα τα υπόλοιπα.

Ίσως απλά χρειάζεται να αφεθείς, καμιά φορά, στη διαίσθηση – που τόσο έχεις παραμελήσει. Και να μείνεις εκεί, δίχως να τη ντύσεις με λογοκρατούμενες ερμηνείες και πλάνες.

Αν το καλοσκεφτείς, τι θα ήταν ο κόσμος δίχως διαίσθηση –, δίχως ένστικτο, δίχως άρρητη επικοινωνία. Θες να σου πω; Καταρχάς, δεν θα υπήρχε έρωτας – άρα δεν θα υπήρχε κόσμος.

Οι επόμενες γραμμές δεν θα βγάλουν κάποιο νόημα για τον αναγνώστη, μα αυτός είναι ο σκοπός μου: απευθύνομαι στη γάτα μου και μόνο.

Ψιλή βροχούλα.
Stairway to Heaven.
Don’t Cry.
Ο ελληνικός.
Louis Armstrong.
Οι νεαροί στο δρόμο.

Για λίγο έστω, Φατσούλα μου, πέταξε η σκέψη μου. Δεν θα το ξεχάσω.





Επίλογος (όχι, δεν είναι)



Είναι φοβερό. Δε θέλω να σταματήσω να γράφω, από φόβο μη τυχόν δεν πω όλα όσα ήθελα – από φόβο πως, τελειώνοντας το κείμενο, θα τελειώσουν όλα. Και να επανέλθει η ίδια πάλι αίσθηση της απώλειας, του κενού.

Δεν θέλω να κλείσω έτσι το κείμενο. Δεν θέλω να σταματήσω να μιλάω.

Αγχώνομαι. Να τες πάλι οι τελευταίες στιγμές, να τη πάλι η γατούλα στα χέρια μου δίχως ζωή. Ο λάκκος στο χώμα. Το άδειο κρεβάτι μπροστά μου. Οι σκέψεις γυρνούν εκεί ξανά. Που είναι το κορίτσι μου, που μέχρι πρόσφατα αγκάλιαζα; Όχι, δε θέλω να τελειώσω έτσι. Πρέπει να σκεφτώ κάτι, να κλείσω αλλιώς το κείμενο.

Δεν υπάρχει γραμμικός χρόνος. Και αν η υλική μας υπόσταση μας περιορίζει στη συνειδητοποίηση αυτού του πράγματος… κανείς δεν με εμποδίζει εμένα τον ίδιο, ως συγγραφέα αυτού του κειμένου, να παραβώ τη φαινομενική γραμμικότητα του χρόνου, με όποιον τρόπο επιθυμώ. Να γράψω τα γεγονότα με όποια σειρά θέλω.

Θυμάμαι πάλι τα καλά. Ξυπνάω, πρωί στο κρεβάτι, και η Φάτσα είναι εκεί, κουλουριασμένη πάνω μου. Η γούνα της είναι πάλι τροφαντή, καλοθρεμμένη. Λάμπει. Τα μάτια της μισόκλειστα, σχιστά. Χαμογελάει. Απλώνω το χέρι, τη χαϊδεύω, με γλύφει. Η γλωσσίτσα της τραχιά, με αυτούς τους σκληρούς πόρους – αν σε γλύφει πολλή ώρα στο ίδιο σημείο πονάει (να γιατί είναι τόσο καθαρές). Γλύφοντας εμένα, γλύφει και τον εαυτό της παράλληλα. Της μιλάω – με αυτόν τον τόνο που μόνο σ’ ένα ζώο μπορώ να μιλήσω. «Τι κάνεις εκεί, κοριτσάκι μου; Τι γλύφεις, μπουμπούκα μου; Ε; τι κάνεις εκεί;». Κι εκείνη μου λέει καλημέρα. Γουργουρίζει. Γλύφει εμένα, γλύφει τον εαυτό της.

Καθαρίζει τον κόσμο με τη γλώσσα της.






Αγάπη μου. Αυτό είναι το κοριτσάκι μου. Να το πάλι. Αυτή την εικόνα σου θέλω εδώ, για το τέλος του κειμένου. Και αυτό δεν το αλλάζει κανείς – στο τέλος του κειμένου, η εικόνα που περιγράφω (που καταχωρείται, μια για πάντα, που εκτοξεύεται στην αιωνιότητα – γιατί αυτό το κείμενο έγραψα και δεν αλλάζει πια) είναι μια εικόνα ήρεμης ευτυχίας. Και όσες φορές διαβάσω αυτό το κείμενο (ή το διαβάσει κάποιος αναγνώστης) στο μέλλον, αυτή είναι η εικόνα που θα ανήκει στο τέλος του. Και όσες φορές πονάω στη θύμησή σου, στο μέλλον, θα διαβάζω αυτό το κείμενο – και θα διαπιστώνω, για άλλη μια φορά, πως το τέλος του κλείνει με μια όμορφη εικόνα.

Ή περισσότερες.

Με ρωτάς πως φαντάζομαι το γατίσιο παράδεισο. Βλέπω μια πελώρια Γάτα, ζεστό βλέμμα, μητέρα και τροφός. Γύρω της άφθονα γατάκια, τρέχουν, παίζουν, λιάζονται. Η μεγάλη Γάτα τα κοιτάζει και χαμογελά. Καιρός να συνεχίσετε το ταξίδι σας, τους λέει – δεν θα σας έχω πάντα κοντά μου, θέλω κι εγώ ν’ ασχοληθώ με τη δική μου γούνα, ξέρετε. Κι οι γατούλες της μιλούν με νάζι. Σε λιγάκι, λένε, καλά είμαστε εδώ. Άσε να λιαστούμε. Και η μεγάλη Γάτα χαμογελά.

Θα ήθελα πολύ να τραβήξω αυτή τη φαντασίωση ακόμα παραπέρα: και να ‘μαστε εμείς εκεί, εμείς που χάσαμε τα γατάκια μας, επισκέπτες στον παράδεισο της γάτας. Κάποιες γάτες μας βλέπουν και τρίζουν απειλητικά τα δόντια τους. Χσσς! Τι γυρεύουν εδώ οι άνθρωποι;

Μα τότε ξεπροβάλλουν, από την αγκαλιά της μεγάλης Γάτας, όλες οι μικρές γατούλες, μία προς μία και έρχονται προς το μέρος μας νιαουρίζοντας! Να τες όλες, βρίσκει η καθεμιά τον ανθρώπινο φίλο της, να ‘σε κι εσύ, Φατσούλα μου! Νιάου, λες, και σε χαϊδεύω πάλι με ατέλειωτη χαρά. Η μεγάλη Γάτα χαμογελά. Μην ανησυχείτε για τις γατούλες σας, λέει. Έχουν ταξίδι μπροστά τους – μα δεν χάνονται. Και σας σκέφτονται και σας αγαπούν, να το ξέρετε αυτό. Μη φοβάστε, δεν υπάρχει λόγος.

Κι εγώ στρέφομαι στη μεγάλη Γάτα και σκέφτομαι «να μια θεά που ευχαρίστως θα της έκανα εικόνισμα». Μα εκείνη χαμογελά ξανά. Υπάρχουν άφθονα ζώα, εκεί, στην έρμη τούτη γη, που χρειάζονται αγάπη. Ας γίνει αυτή η αγάπη το εικόνισμά μου – έτσι λέει.

Και νιαουρίζει και το σύμπαν πετά αστέρια.






Ναι, Φατσούλα... Υπάρχουν τόσα και τόσα ζωάκια εκεί έξω που έχουν ανάγκη από αγάπη. Ο κόσμος αυτός δεν είναι πλασμένος στα μέτρα τους, βλέπεις. Τον κάναμε άνω κάτω οι άνθρωποι. Μα ελπίζω να επανορθώσουμε… και ν' αλλάξουν τα δεδομένα.

Θα κλείσω, γατούλα μου, με κάποια λόγια από το «Τάο Τε Κινγκ» του Λάο Τσε. Ή αλλιώς, το Βιβλίο του Λόγου και της Φύσης. Είναι το βιβλίο που ένιωσα την ανάγκη να διαβάσω μετά την αναχώρησή σου. Κι επειδή ξέρω πως θα με πιάσουν ξανά οι στενοχώριες, θα γυρνάω ξανά εδώ και θα διαβάζω τα ίδια. Και – ίσως – να προσθέτω κάποια μικρά αποσπάσματα.

Σε φιλώ, Φατσούλα μου. Δεν σου λέω κάτι καινούργιο, το γνωρίζεις… μα είσαι μια σπουδαία γάτα. Ευχαριστώ για όλα. Ελπίζω να με συγχωρέσεις για τα λάθη μου. Δεν έκανα τίποτα από κακή πρόθεση… Μου έδειξες πως ήσουν πάντα εκεί και με αγαπούσες, με όλα τα στραβά μου...

Τελικά… περάσαμε ωραία ε; Τόσες ωραίες αναμνήσεις θα έχουμε να λέμε… Άντε… Να προσέχεις. Και να μιλάς στις φίλες σου για μένα. 


Ο φίλος σου, και σύντροφός σου



Γάτες και άγγελοι



Προσθήκη 21/4: Η φίλη Χριστίνα μου έστειλε τις δουλειές ενός εξαιρετικού Ρώσου ζωγράφου, ο οποίος καθώς φαίνεται αγαπάει τις γάτες - και έχει πιάσει το νόημα... Ο λόγος για τον Vladimir Rumyantsev (Владимир Румянцев), του οποίου και παραθέτω ένα από τα έργα.


Ναι, νομίζω έχει πιάσει το νόημα… Ε, Φατσούλα;


Владимир Румянцев


Από το Τάο Τε Κινγκ


«Ονόμασέ το Λόγο, όμως δεν λέγεται. Όπως και να τ’ ονομάσεις, δεν θα το αποδώσεις. Δεν έχει όνομα η αρχή της γης και τ’ ουρανού κι είναι των μύριων πραγμάτων η μάνα.

Απερίσπαστος νιώθει κανείς το μυστικό. Όσο περισπάται, βλέπει μονάχα τις εκδηλώσεις του. Αυτά τα δύο είναι το ίδιο πράγμα, ανώνυμο ή με διάφορα ονόματα, που δείχνουν προς την πύλη της πηγής του κόσμου.

Η πιο μεγάλη χάρη είναι ν’ ακολουθείς το Λόγο. Όλο ξεφεύγει, όμως σ’ αυτόν υπάρχει ένα νόημα, υπάρχει μια ουσία. Είναι σκοτεινός και σιωπηλός, μα έχει τόσο βάθος. Εκεί θα βρεις το γνήσιο και το αληθινό. Από παλιά ως τα τώρα τ’ όνομά του δεν ξεχάστηκε. Έτσι γνωρίζω την αρχή των πάντων. Πως τα καταφέρνω; Με το Λόγο.»