24 Απριλίου 2014

Τα Blogs και η Κουνελοχώρα: Ένας Απολογισμός





Ήταν κάποτε οι Bloggers



Πριν κάποια χρόνια, θυμάμαι, είχα βγει με μια παρέα. Ήμασταν Εξάρχεια, αράζαμε στους Χάρτες, ήταν βράδυ. Είχα μόλις γνωρίσει τα παιδιά, μα περνούσαμε όμορφα, τα λέγαμε, πίναμε τις μπύρες μας. Εγώ είχα πιάσει την κουβέντα, τους έλεγα τα δικά μου. Σε κάποια φάση ένας από την παρέα με ρωτάει: "Είσαι blogger;". Ο ίδιος είχε blog, όπως και μερικοί ακόμα ανάμεσα τους. "Όχι", του απαντάω. Ο τύπος χαμογέλασε. "Πως και έτσι;", έκανε και συνέχισε: "Είσαι από εκείνα τα άτομα που θα είχαν blog, φαίνεσαι τέτοιος τύπος". Γέλασα και απάντησα: "Έ, δεν έχει τύχει ως τώρα".

Το σκέφτηκα πάντως.

Πρέπει να έχουν περάσει έξι-εφτά χρόνια από τότε. Θυμάμαι, στο μεταξύ, τον εαυτό μου να ξεφυλλίζει κάποια άρθρα στις εφημερίδες των καιρών (βρισκόμαστε στο έτος 2007), γύρω από το blogging, την αυξανόμενη τάση μιας μερίδας κόσμου να δημιουργεί τα δικά του site-αποτυπώματα της προσωπικής του διαδρομής, σα διαδικτυακά ημερολόγια ή ενδεχομένως εξατομικευμένες εφημερίδες, μέσω των οποίων μπορούσε να μοιραστεί τις ιδέες και τις σκέψεις του, υπό τη μορφή κειμένων. Διάβαζα πως ορισμένα blogs στο εξωτερικό είχαν μάλιστα αποκτήσει σημαντική δύναμη επιρροής, ασκώντας επίδραση στα πολιτικά τεκταινόμενα και τις κοινωνικές εξελίξεις. Για  δες.

Το ίντερνετ παρείχε στον κόσμο μια δύναμη έκφρασης και επικοινωνίας, η έκταση της οποίας υπήρξε πρωτοφανής για τα ανθρώπινα δεδομένα - ακόμα δεν έχουμε συνειδητοποιήσει σε τι καιρούς ζούμε, μα θα γράφουν για την εποχή αυτή οι ιστορικοί του μέλλοντος, τονίζοντας πως συνιστά μια εποχή-ορόσημο. Τώρα πια μπορούσε να μιλήσει ο καθένας, να μοιραστεί την άποψη του με τον κόσμο, το ανώνυμο μέχρι τότε πλήθος της μαζικής κοινωνίας αποκτούσε τη δυνατότητα να έρθει σε επαφή, δια του γραπτού λόγου του, σε μια κλίμακα πέρα από όρια και περιορισμούς. Και το blogging, δίνοντας έμφαση στην προσωπική έκφραση και τον ελεύθερο γραπτό λόγο, αντανακλούσε εκείνη ακριβώς τη τάση αναζήτησης του κόσμου - των πάντων, όχι μόνο όσων είχαν τη δυνατότητα ως τότε να εκφράζονται δημόσια, μέσω των ΜΜΕ.

Πίσω από τα κείμενα των bloggers διαφαινόταν, εν σπέρματι, η αναδυόμενη, συμμετοχική κοινωνία του μέλλοντος. Και αν κάθε μεμονωμένο κείμενο υπήρξε απλά μία σπίθα, το σύνολο τους μετατρεπόταν σε φωτιά, ο λόγος τους πύρινος, ζωντανός. Γινόταν έκφραση του ενεργητικού πολίτη της νέας κοινωνίας της πληροφορίας και του "Παγκοσμίου Χωριού", σε αντιδιαστολή προς την μόνιμη παθητικοποίηση της πλειοψηφίας.

Τουλάχιστον αυτή ήταν η μία όψη του νομίσματος.






Η Φωλιά του Κούνελου



Δύο περίπου χρόνια μετά από τη συνάντηση που σας περιέγραψα, έχοντας ήδη ασκήσει τις διαδραστικές μου τάσεις σε διάφορα site και fora, γνωρίζοντας κόσμο μέσω διαδικτύου και συνειδητοποιώντας πως το ίντερνετ μπορεί να σε φέρει πιο κοντά στους άλλους (αρκεί να το χειριστείς κατάλληλα), αποφάσισα τελικά να σκάψω ένα διαδικτυακό λαγούμι, να το πλουμίσω με ψηφιακά έπιπλα και κάδρα, να βάλω μουσική να παίζει και έναν ατμοσφαιρικό, ταξιδιάρικο φωτισμό.

Κάπως έτσι γεννήθηκε η Κουνελοχώρα. Ήμουν και γω ένας blogger λοιπόν.

Τι θα έγραφα; Με ποιά αντικείμενα θα καταπιανόμουν; Ποιά θα υπήρξε η θεματική του blog, ποιό το στυλ του; Δεν είχα ιδέα, απλά ξεκίνησα να γράφω ό,τι μου ερχόταν στο κεφάλι. Αυτή υπήρξε η δική μου χώρα του "Κάνε ό,τι Επιθυμείς", στην οποία ρέει το γάλα και το μέλι, τα δελφίνια βόσκουν και οι αγελάδες τσαλαβουτούν μες στα νερά. Και, όπως έγραφα στο εισαγωγικό, πρώτο κείμενο του blog (κλικ), οι πιγκουίνοι κάνουν ηλιοθεραπεία και τα κουνέλια είναι άγρια, φονικά.

Κι εγώ υπήρξα το Φονικό Κουνέλι, επίγονος, μακρινός ξάδερφος και ένας μικρός φόρος τιμής στους δάσκαλους Monty Python. Και αυτή εδώ ήταν η Κουνελοφωλιά μου.

Πέρασαν τα χρόνια, και σε δυο περίπου μήνες η Κουνελοχώρα συμπληρώνει τέσσερα χρόνια ζωής. Και αν με ρωτούσατε σήμερα "ποιό το θέμα του blog σου, σε τι κατηγορία υπάγεται;", ανάθεμα και αν ήξερα να σας απαντήσω.

Έχει τύχει να δω λίστες με blogs εδώ κι εκεί, και λίγο πολύ τα περισσότερα ανήκουν κάπου. Άλλα είναι blogs ειδησεογραφίας. Άλλα ασχολούνται με αθλητικά, άλλα με "κοσμικά" νέα. Υπάρχουν τα πολιτικά blogs, και στην αντίπερα όχθη τα προσωπικά, στυλ ημερολογίου και καταγραφής προσωπικών σκέψεων, blogs. Υπάρχουν μουσικά blogs, καλλιτεχνικά, λογοτεχνικά, μα και blogs εξειδικευμένα, άλλα με θέμα τους το χιούμορ, άλλα σοβαρά, άλλα "ποιοτικά" και άλλα της κακιάς ώρας, ενώ θα βρείτε (ασφαλώς) και blogs με τσόντες.







Η Κουνελοχώρα δεν ανήκει πουθενά συγκεκριμένα, εδώ δεν υπάρχει ενιαία θεματική ή κεντρικό πλαίσιο αναφοράς. Στο κάτω κάτω, δεν είναι παρά η προσωπική φωλιά μου, πλουμισμένη, όπως έγραψα, με πλήθος από ψηφιακά πράγματα, έπιπλα, κάδρα, ήχους, χρώματα, χαλιά και μουσικές. Είναι όλα εκείνα που θα βλέπατε σε ένα φανταστικό, ίσως σουρεαλιστικό, λαγούμι, η επίπλωση του οποίου αντανακλά τις προσωπικές μου επιθυμίες και αναζητήσεις. Όπως ο ταξιδιώτης κρεμάει στον τοίχο τα αναμνηστικά από το ταξίδι που έκανε, έτσι και εδώ θα βρείτε τα δικά μου αναμνηστικά, υπό τη μορφή εικόνων, ήχων, λέξεων και αντικειμένων.

Και το λαγούμι αυτό έχει πολλές πόρτες και παράθυρα, που συχνά οδηγούν σε κρυφούς διαδρόμους κι άλλες πόρτες με τη σειρά τους. Έπρεπε να γνώριζε η Αλίκη, ακολουθώντας το κουνέλι, πως κινδυνεύει να χαθεί, μα την έφαγε η περιέργεια.








Η Κουνελοχώρα δεν είναι blog-ημερολόγιο, μα στα ενδότερα της θα βρείτε ουκ ολίγα κείμενα προσωπικής μου έκφρασης, απομεινάρια μιας νύχτας ή ημερών ανήσυχων, καταχωνιασμένα στα λαγούμια. Είναι τότε που ο γραπτός λόγος παρέχει το κλειδί εκείνο με το οποίο ανοίγεις τη φυλακή του νου και ξεχύνονται από μέσα σου οι σκέψεις. Τα περισσότερα από αυτά τα κείμενα δεν υπήρξαν προσχεδιασμένα, δεν πήραν καιρό για να γραφτούν, και ως τούτου ανήκουν στα πλέον αυθόρμητα του blog. Αυτή είναι η προσωπική και συνάμα, η καθαρτική του διάσταση.

Η Κουνελοχώρα δεν είναι blog που ασχολείται με την ειδησεογραφία και τις εξελίξεις, συχνά μάλιστα βρίσκεται στον αντίποδα τους, θέλοντας να ξεφύγει από το ατελείωτο παρόν της επικαιρότητας - ωστόσο κατά καιρούς καταφεύγω σε σχολιασμό όσων συμβαίνουν γύρω μου, ενώ η κριτική διάθεση (ακρογωνιαίος λίθος της πολιτικής) είναι διάχυτη ακόμα και σε κείμενα που δε φαντάζουν "πολιτικά"  - εκ πρώτης όψεως, τουλάχιστον. Το παρόν κείμενο, που τώρα διαβάζετε για παράδειγμα, είναι ένα εξ' αυτών, ακόμα και αν δε του φαίνεται με μια γρήγορη ματιά. Η κριτική διάσταση συνιστά ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του παρόντος blog, ακόμα και όταν παρουσιάζεται έμμεσα, πλάγια, μεταμφιεσμένη σε κάτι άλλο.

Τα αφιερώματα και οι παρουσιάσεις συνιστούν ένα πολύ σημαντικό κομμάτι όσων γράφω: Είναι οι φάσεις που η φωλιά μου ντύνεται στα επίσημα της ρούχα και ανοίγει τις πόρτες της στον κόσμο, αλλά και τα κείμενα που - παραδοσιακά - μαζεύουν τους περισσότερους νέους επισκέπτες στο λημέρι μου. Ξεκινώντας από το αφιέρωμα στο Gothic (κλικ), το πρώτο χρονολογικά από τα μεγάλης έκτασης αφιερώματα μας, βλέποντας τότε την ανταπόκριση του κόσμου και την πέραση που είχε το κείμενο (εντός και εκτός blogs), συνειδητοποίησα την ευχαρίστηση που μου παρέχει το μοίρασμα όσων γνωρίζω και μαθαίνω, με τον κόσμο. Μα και η απόλαυση που βίωνα ο ίδιος, ενώ καταπιανόμουν, ερευνούσα και εντρυφούσα σε θέματα και αντικείμενα που αγαπώ και μ' ενδιαφέρουν. Τι καλύτερο να ζητήσει κάποιος από το διαδίκτυο;

Το μοίρασμα. Aυτό ήταν. Μαζί με την έκφραση, συνιστούν τους δύο βασικούς πόλους γύρω από τους οποίους περιστρέφεται ετούτη η διαδικτυακή σφαίρα, η φωλιά μου, το Α και το Ω, και οι κυρίαρχοι λόγοι που γράφω, τέσσερα χρόνια τώρα, και συνεχίζω να το κάνω.







Εάν κατέγραφα μόνο τις σκέψεις μου, κάποια στιγμή ίσως να βαριόμουν, να το άφηνα - περνάς φάσεις στη ζωή σου, και το γράψιμο ενίοτε είναι μία από αυτές. Εάν, πάλι, παρουσίαζα αποκλειστικά κείμενα που απευθύνονται προς τα έξω, όπως τα αφιερώματα για παράδειγμα, πιθανό να κουραζόμουν και να το άφηνα. Δε σας κρύβω πως ο χρόνος και ο κόπος που έχω επενδύσει για αρκετά από αυτά τα πελώρια κείμενα κατά καιρούς είναι μεγάλος - και τον περισσότερο καιρό, κατά τη διάρκεια του ελεύθερου μου χρόνου, προτιμώ απλά να κάνω άλλα πράγματα. Να διαβάσω ένα βιβλίο, να κάνω μια βόλτα, να δω μια ταινία. Όχι πάντως να κάθομαι μπροστά στον υπολογιστή με τις ώρες (κάτι που κάνω ούτως ή άλλως στη δουλειά), να μελετώ και να γράφω, να γράφω συνεχώς. Πιστέψτε με, μπορεί να γίνει εξαντλητικό και ενίοτε μου αποσπά μέρες και μέρες.

Γίνεται χειρότερο όταν παρατηρώ πως υπάρχουν άφθονα site και blogs, γνωστά και με υψηλά ποσοστά επισκεψιμότητας, τα οποία προβαίνουν σε αφιερώματα και παρουσιάσεις της κακιάς ώρας. Τα διαβάζεις και ενοχλείσαι από την ολική έλλειψη αισθητικής, την ανικανότητα να κάνουν μια παρουσίαση της προκοπής, έχοντας κάποιο ενδιαφέρον. Μα ο κόσμος συρρέει. Τότε σε πιάνει το παράπονο - μα ταυτόχρονα πεισμώνεις και θες να γίνεις ακόμα καλύτερος.

Διότι, βλέπετε, η ικανοποίηση που μου παρέχουν πολλά από αυτά τα κείμενα, ο εμπλουτισμός που νιώθω έπειτα από τόση μελέτη κι έρευνα, μα πάνω απ' όλα η χαρά να βλέπω πως υπάρχει κόσμος που ανταποκρίνεται σε αυτά, που τα ανακάλυψε, τα διαβάζει και τα απολαμβάνει (συχνά σε ανύποπτες φάσεις, μπορεί και χρόνια έπειτα από τη στιγμή που τα έγραψα), η αίσθηση πως μοιράστηκα με τόσους άλλους κάτι που μ' ενδιαφέρει και αγαπώ... Αλλά και εκείνη η εγωιστική, μα βαθύτατα ικανοποιητική σκέψη, πως τα αφιερώματα και οι παρουσιάσεις μου ανήκουν στα πληρέστερα που μπορεί να βρει κάποιος από όλα τα εγχώρια site του διαδικτύου, και πως αργά ή γρήγορα, αυτό θα γίνει φανερό, τουλάχιστον για όσους ενδιαφερθούν να ψάξουν... Και, πάνω απ' όλα, εκείνες οι καλές κουβέντες που ακούω, από αυτή τη συγκεκριμένη μερίδα του κόσμου...

Ναι, η ικανοποίηση που μου παρέχουν αυτές οι σκέψεις συγκρίνεται με λίγα πράγματα.






Blogs, Blogs, Blogs



Και επιστρέφω τώρα σε αυτά που έγραφα αρχικά. Εν έτει 2014, τι θα μπορούσαμε να πούμε για το blogging στο διαδίκτυο; Συνιστά εκείνη την γνήσια, εναλλακτική μορφή έκφρασης, στη βάση της οποίας ξεκίνησε; Το προσωπικό αποτύπωμα εκείνου που βγαίνει από το ατομικιστικό καβούκι του και ενώνει τη φωνή του με τον κόσμο; Μια ματιά στη συμμετοχική κοινωνία του μέλλοντος;

Mπα. Τις περισσότερες φορές είναι απλά επιφάνεια και σαβούρα. Το ίντερνετ έδωσε τη δυνατότητα έκφρασης στον καθένα, μα ο καθένας δεν έχει απαραίτητα κάτι καλό να πει. Πολλά ειδησεογραφικά blogs καταντούν συχνά ένας ατελείωτος συρφετός από trash κουτσομπολιά και ειδήσεις της κακιάς ώρας, εμπλεκόμενα στο ίδιο γελοίο παιχνίδι της υψηλής επισκεψιμότητας και των μεγάλων αριθμών - και ως γνωστόν οι μάζες δε γυρεύουν ποιότητα, μόνο απόδραση και φτηνές ειδήσεις. Οι διαφημίσεις ποικίλου τύπου δε χάνουν φυσικά την ευκαιρία και κάνουν την εκνευριστική εμφάνιση τους, και όσο περνάει ο καιρός πληθαίνουν.

Blogs χιουμοριστικού χαρακτήρα (κάποια εκ των οποίων έγιναν πολύ "μοδάτα") καταφεύγουν συχνά σε στερεότυπα που έθεσαν τα ίδια, αναπαράγοντας έναν χοντροκομμένο λόγο χωρίς αισθητική και με αμφίβολη ικανότητα γνήσιας σάτιρας, έναν λόγο αρεστό στα πλήθη. Blogs δημιουργικού τύπου συχνά δεν έχουν τίποτα δημιουργικό να πουν, ενώ άλλα, με θεματολογία καλλιτεχνική (μουσική, κινηματογράφος, κλπ), περιορίζονται στο να αντιγράφουν το ένα το άλλο, και όλα μαζί τη wikipedia. Όχι, φίλε μου, το να γράφεις τρεις παραγράφους ξερού, άψυχου κειμένου και να το συνοδεύεις με τρία βίντεο που κόλλησες από το Youtube, δεν αρκεί για να καταστήσει το κείμενο σου παρουσίαση της προκοπής.







Στον αντίποδα, άλλοι γράφουν μην έχοντας επίγνωση πως βρίσκονται εντός ενός δημοσίου χώρου: Ό,τι βάζεις εδώ μένει, κόσμος μπορεί να σε διαβάσει, γιατί λοιπόν γεμίζεις την οθόνη μας (δεν είναι δική σου ή δική μου, είναι δική μας) με τόση ανουσιότητα, με τόσες μαλακίες; Το ίντερνετ μπορούσε να συνιστά δημόσια αγορά, όχι δημόσιο αυνανιστήριο. Ο κυριολεκτικός αυνανισμός είναι κάτι θετικό. Ο άλλος όμως, εκείνος που μετουσιώνει την εξασθενημένη καύλα του (γιατί είναι εξασθενημένη η καύλα που καταλήγει έτσι) σε κείμενα, "άποψη" και "ειδήσεις" τελευταίας διαλογής, αυτός είναι κάτι άλλο. Είχαμε παλιά να λέμε για τη συσσώρευση της ανουσιότητας στην τηλεόραση, τώρα τη βλέπουμε και στο διαδίκτυο.

Αναμενόμενο, βέβαια. Το ίντερνετ αντανακλά περισσότερο από οτιδήποτε τις τάσεις, τις προτιμήσεις και την παιδεία του κόσμου. Και εδώ τουλάχιστον είναι επιλογή σου αν θα αποθεώσεις το Τίποτα, αν θα ασχοληθείς, εν τέλει, με την ομαδική βλακεία, ή όχι. Είναι στο χέρι σου. Αυτό δεν αναιρεί όμως πως είναι μεγάλη σε αριθμό και συσσωρεύεται διαρκώς. Πρόσεξε μην εκραγεί στο κεφάλι σου κάποια στιγμή.

Για άλλους πάλι το Blogging συνιστά κάτι σαν το Ιερό Τάγμα της Ενωμένης Αδερφότητας των Συναδέλφων Bloggers-Αναγνωστών Μου. Μια κλειστή σέχτα, απευθυνόμενη μοναχά σε όσους είναι bloggers οι ίδιοι και οι οποίοι τυχαίνει να είναι και αναγνώστες μας - μα και εμείς δικοί τους, καθώς αυτός είναι ο "άγραφος κανόνας" αυτών των blogs: σε διαβάζω, με διαβάζεις, ακόμα και αν δε βρίσκω κάτι απαραίτητα ενδιαφέρον σε σένα. Για ορισμένο κόσμο το blogging είναι αυτό ακριβώς: Μια ατελείωτη δημόσια σχέση.







Κι όμως, η μεγαλύτερη προσωπική χαρά μου ερχόταν πάντα όταν μάθαινα πως διάβασαν και ενδιαφέρθηκαν για τα κείμενα μου, όχι οι φίλοι, όχι οι γνωστοί, όχι οι bloggers, μα κόσμος άλλος, κόσμος ανώνυμος. Όποτε έβλεπα links και παραπομπές για το λημέρι μου σε πλήθος άλλων site και fora, όταν μάθαινα πως υπήρξαν πολλά άτομα τα οποία δεν γνωρίζω, που ενδιαφέρθηκαν για όσα είχα γράψει, όταν ερχόμουν σε επαφή μαζί τους.

Ε λοιπόν, αν συνεχίζω να γράφω, έχω πάντα κατά νου εκείνη ακριβώς την κατηγορία του κόσμου: όλους όσους θα αναζητήσουν στο διαδίκτυο, όχι μόνο μια γρήγορη, φτηνή ψυχαγωγία, ή μια μορφή απόδρασης, μα κάτι περισσότερο ουσιώδες. Πραγματικά απολαμβάνω να μοιράζομαι μαζί με αυτόν τον κόσμο όσα αγαπώ και μ' ενδιαφέρουν. Όσο βλέπω θετικό feedback λοιπόν, θα συνεχίζω. Στο μοίρασμα και την αλληλεπίδραση με αυτή τη μερίδα κόσμου, εκεί βρίσκεται όλο το νόημα.

Και αν υπάρχει πλήθος από ιστολόγια αμφίβολης αξίας και ποιότητας, η αρχική εκείνη σπίθα από τη λάμψη της οποίας ξεπήδησε όλο εκείνο το αρχικό, εναλλακτικό στυλ του blogging, δεν έχει σβήσει ασφαλώς - και ούτε πρόκειται. Συναντάει κανείς όμορφα Blogs εκεί έξω (ή πιο σωστά, "εδώ μέσα"), καλοφτιαγμένα, δημιουργικά, πλήρους αισθητικής και άποψης. Και οι δημιουργοί τους προσπαθούν να δώσουν τον καλύτερο εαυτό τους, μοιράζοντας μαζί μας γνώσεις, λέξεις, εικόνες και ιδέες. Είμαι χαρούμενος που έτυχε να ανακαλύψω ορισμένα τέτοια στα χρόνια που πέρασαν, κάποιοι από σας πιθανό να διαβάζετε τώρα αυτήν εδώ την ανάρτηση, μα ξέρω πως υπάρχουν άφθονα που δεν έχω ανακαλύψει ακόμα. Όπως είναι φυσικό και αυτονόητο, δεν ανήκουν στην πλειοψηφία, μα υπάρχουν, και χαίρομαι πολύ γι' αυτό.

Κάπως έτσι δικαιώνεται εκείνο το αρχικό, καινοτόμο πνεύμα που χαρακτήριζε τα Blogs στο ξεκίνημα τους: είναι μια μικρή ματιά σε έναν ελεύθερο, ατίθασο κόσμο, πέρα από υλικά κέρδη, στον οποίο η γνώση δε συνιστά ιδιοκτησία μα μοιράζεται, η αισθητική δεν ανήκει μόνο στα μουσεία μα και στην καθημερινότητα μας, και ο προσωπικός λόγος μπορεί να μετατραπεί σε εργαλείο βαθιάς έκφρασης και εξέγερσης (ατομικής και κοινωνικής) - να γίνει καθαρτικός. Σπάζοντας τη μοναξιά μας, ξεπερνώντας τα ατομικά μας σύνορα, ερχόμενοι σε επαφή (για του λόγου, της σκέψης και της γνώσης) μεταξύ μας, κάνουμε ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση...

Ποιά είναι αυτή η κατεύθυνση, με ρωτάτε; Δε θα απαντήσω, ίσως δε γνωρίζω να σας πω.

Ίσως βέβαια, από την άλλη, η απάντηση να είναι γνωστή σε όλους μας, μα να μην έχουμε βρει ακόμα τα κατάλληλα λόγια να την εκφράσουμε. Οι bloggers ενίοτε παίζουμε με τις λέξεις, μα κάποιες λέξεις είναι μεγαλύτερες από μας.


Και συνεχίζουμε...




13 Απριλίου 2014

Τροφή για Σκέψη







Είμαστε σταθμοί σε μια πορεία, κλαδιά σ’ ένα δέντρο που απλώνεται, οι ρίζες μας ξετυλίγονται πίσω χιλιετίες, μα τα μάτια μας κοιτάζουν τον ουρανό και τ’ άστρα καιρών που ακόμα δεν έχουν ξεπροβάλλει. Είμαστε μονάδες ξεχωριστές, μοναδικές, μα καθένας μας φέρει εντός του κληρονομιά αιώνων, τις αντιλήψεις του περιβάλλοντος στο οποίο ανατράφηκε, τις στάσεις του πολιτισμού στον οποίο έτυχε να ζήσει.

Όταν μιλάει ένας άνθρωπος, η φωνή και η σκέψη είναι δική του, μα ταυτόχρονα μιλάει μέσα του ο κόσμος όλος που τον περιβάλλει. Κι όταν εσύ συζητάς με κάποιον, σκέψου, είναι πλήθη άλλων με τους οποίους συνδιαλλέγεσαι ταυτόχρονα, αποκρυσταλλωμένων σε στάσεις, γνώμες και απόψεις που κουβαλάει αυτός ο ένας, ο μοναδικός, εντός του. Να γιατί είναι δύσκολο να μεταβάλλεις τη γνώμη και τις συνήθειες του κόσμου. Ο διάλογος μονάχα δεν αρκεί, η ανταλλαγή επιχειρημάτων το ίδιο. Αν θες ν’ αλλάξεις κάποιον, χρειάζεται να αδειάσεις το νου και την καρδιά του από κάθε τι που ρίζωσε εντός της και στη συνέχεια αποκρυσταλλώθηκε, σκλήρυνε, έγινε αμετάβλητο, έγινε στάση, έγινε αντίληψη, έγινε δόγμα, έγινε τρόπος ζωής.

Χρειάζεται να γυρίσεις πίσω τον χρόνο και να μεταβάλλεις ολάκερο το περιβάλλον που συνέβαλε στη διαμόρφωση του κόσμου του, που εμπότισε τη γλώσσα του με σημασίες, που έθεσε τη βάση πάνω στην οποία θα απλώσει κλαδιά η σκέψη του και θα πιάσουν ρίζες οι επιθυμίες του.

Είμαστε το δέντρο, οι επιθυμίες μας οι ρίζες, οι σκέψεις τα κλαδιά, και ο ουρανός τα όνειρα μας. Μα τα κλαδιά δεν απλώνουν πάντα προς τα πάνω, προς τα πέρα, δεν αγκαλιάζουν τον απέραντο ορίζοντα. Κάποιες φορές μπλέκονται αναμεταξύ τους, το ένα με το άλλο, μένουν στάσιμα. Άλλες φορές συσπώνται, γέρνουν, ατροφούν και πέφτουν. Χρειάζονται ήλιο και άπλετο ουρανό τα κλαδιά για ν’ απλωθούν, νερό και οξυγόνο τα λουλούδια για ν’ ανθίσουν. Αλλιώς θα δεις ν’ αναπτύσσονται κάτι παράξενα φυτά, γκρίζα κι όμοια το ένα με το άλλο, μπλεγμένα σ’ ένα αδιάσπαστο, αδιαίρετο κουβάρι. Η σκέψη ενός είναι σκέψη όλων. Τα φυτά εκείνα δε χρειάζονται λέφτερο, ανοιχτό ουρανό, τα κλαδιά δε ξετυλίγουν παραπέρα τα φυλλώματα τους, τεχνητό φως πέφτει απάνω τους με τις εκτυφλωτικές ακτίνες της συνήθειας, αποξυραίνοντας κάθε υγρασία, αποκρυσταλλώνοντας κάθε τι ρευστό. Τα φυτά αυτά δε μεταβάλλονται, δεν κινούνται προς νέες κατευθύνσεις και άγνωστους ορίζοντες, μονάχα φουσκώνουν, φουσκώνουν και ξεφυσούν, δίνοντας ανάσα το ένα στ’ άλλο. Δε χρειάζονται λέφτερο, ανοιχτό ουρανό, μονάχα ογκώδη φρούρια, περιβαλλόμενα από τάφρους και ψηλά τείχη - θαρρώντας πως έτσι θα διατηρήσουν έξω οτιδήποτε απειλεί να σπάσει τη συνήθεια τους. 



Marc Chagall, "Over The Town"



Κάθε ιδέα, κάθε σκέψη μας ανήκει σε μας ξεχωριστά που τη γεννήσαμε, τους μοναδικούς της δημιουργούς, μα γίνεται ταυτόχρονα κτήμα και κληρονομιά των πάντων. Γιατί οποιοσδήποτε σκέφτεται κάτι για τον εαυτό του, ταυτόχρονα σκέφτεται για την ανθρωπότητα ολόκληρη – μα και η ίδια η ανθρωπότητα σκέφτεται μέσα από αυτόν. Κάπως έτσι απλώνει τα κλαδιά της, ξετυλίγει τα πανιά της, έτοιμη να διασχίσει νέες θάλασσες, να ταξιδέψει κάτω από άγνωστους ουρανούς, να κάνει το επόμενο της βήμα.

Η πλειοψηφία όμως δεν θα ταξιδέψει. Θα στρέψει το βλέμμα μακριά από τον ουρανό και στη θέση του θα τοποθετήσει ένα στερέωμα, καμωμένο από σίδηρο, έναν θόλο ζωγραφιστό με άστρα, το αδιάκοπο φως των οποίων σε τυφλώνει, σαν βουερές, ηλεκτρικές λάμπες στερεωμένες πάνω απ’ τα κεφάλια μας. «Είμαστε η αλήθεια, είμαστε ο κόσμος, είμαστε ο ήλιος», αυτό φωνάζουν κάτω απ’ την εκτυφλωτική τους λάμψη. Κάπως έτσι μαζεύονται τα δέντρα, και αντί να απλώνουν τα κλαδιά τους προς τα έξω, μπλέκουν όλο και περισσότερο το ένα με το άλλο, ορμώμενα απ’ τις επιθυμίες και τα πάθη τους, αναπνέοντας με φυάλες οξυγόνου, βλέποντας στις λάμπες τον ήλιο και στον θόλο τον ουρανό – γιατί αυτό επιθυμούν να δουν.

Ο ανθρώπινος νους δεν είναι παρά μια δυνατότητα. Ο άνθρωπος μια στιγμή στην ιστορία της εξέλιξης. Η σκέψη μας μπορεί να αναπτυχθεί παραπέρα, η γλώσσα μας να εμπλουτιστεί και μαζί μ’ αυτήν ο κόσμος όλος – γιατί η σκέψη είναι ο κόσμος μας, η γλώσσα είναι η σκέψη μας και η γλώσσα αυτή γίνεται αντικείμενο μοιρασιάς και αναπαράγεται, μέσα από το περιβάλλον, από γονείς, φίλους, σχολείο, δουλειά, κοινωνικό και πολιτισμικό περίγυρο, τους θεσμούς μιας κοινωνίας, τις αναπαραστάσεις ενός πολιτισμού. Είναι επιλογή μας αν θα πάμε παραπέρα, όλο παραπέρα, ή αν θα επιλέξουμε να μείνουμε στάσιμοι, αναπνέοντας κάτω από τεχνητούς θόλους, αναπαράγοντας τις ίδιες σκέψεις, στάσεις και συμπεριφορές, παραμένοντας διαρκώς στην ίδια, απαράλλαχτη κατάσταση – κάνοντας κύκλους, πισωγυρίζοντας, ζώντας μια ατέρμονη επανάληψη.

Όπως το ανθρώπινο σώμα αποδυναμώνει δίχως άσκηση, έτσι και ο εγκέφαλος μας ατροφεί αν δε τον εξασκούμε. Όπως υπάρχει η βιολογική τροφή, αντίστοιχα υπάρχει και η πνευματική τροφή. Είναι όλα εκείνα τα ερεθίσματα γύρω μας (και μέσα μας) που μας ωθούν να εξερευνήσουμε τον κόσμο, να εμπλουτίσουμε τον εαυτό μας, να κατεδαφίσουμε τείχη και κατασταλαγμένα καθεστώτα γνώσης, να χτίσουμε νέα κάστρα απ’ την αρχή, να απλώσουμε πανιά προς άγνωστους, πολύχρωμους ορίζοντες.

Μπορεί να είναι ένα βιβλίο, ένα άρθρο, μια ταινία, η συζήτηση με έναν φίλο, ένα βίωμα, ή ακόμα και ένα απλό περιστατικό στον δρόμο. 



Rene Magritte, "La Corde Sensible"



Δε δύναται κάθε ερέθισμα να σε πάει παραπέρα, δε λειτουργούν όλα σαν πνευματική τροφή, κάποια μάλιστα στέκουν ως εμπόδιο, ορθώνοντας φράγματα στη σκέψη και σύνορα στο νου. Γιατί αλλιώς θα αναπτυχθείς παρακολουθώντας καθημερινά τηλεοπτικά reality, αναπαράγοντας τις στήλες των κουτσομπολιών στα νέα, και σκορπώντας χρήματα σε κλαμπ και ξενυχτάδικα, και αλλιώς αν επιλέξεις να διαβάσεις ένα βιβλίο, αν παρακολουθήσεις ένα ενδιαφέρον πρόγραμμα, αν επισκεφτείς μια έκθεση ή αν εντρυφήσεις στη μουσική. Αντίστοιχα θα μπορούσαμε να πούμε για τον κοινωνικό μας κύκλο. Αν επιθυμούμε να εξελίξουμε το πνεύμα, τη σκέψη και το νου μας, χρειάζεται να επιλέξουμε τους κατάλληλους συνοδοιπόρους για τον δρόμο μας, άτομα που θα συμβάλλουν στο να πάμε παραπέρα, νοητικά, πνευματικά και συναισθηματικά (η συναισθηματική και η πνευματική εξέλιξη συνήθως συμβαδίζουν). Δε γίνεται να βαδίζει μαζί μας ο καθένας, αρκετοί πιθανό να μας σπρώξουν προς τα πίσω – πίσω στο κουβάρι, κάτω από τον θόλο με το τεχνητό φως και τις φυάλες του οξυγόνου. Ο κύκλος των ανθρώπων που μας περιβάλλει φανερώνει πάντα περισσότερα στοιχεία για τους εαυτούς μας, απ’ όσα φανταζόμαστε.

Η πνευματική τροφή δεν επαρκεί, αν δε συνδυάζεται με μια διάθεση για μοίρασμα των αγαθών της. Ελλείψει της μετατρέπεται σε μια αποστειρωμένη, ξέπνοη ελίτ, κλεισμένη εκ νέου στο δικό της, περιχαρακωμένο φρούριο, καταδικασμένη να ατροφήσει στη χρυσή της απομόνωση.

Η διαρκής ικανοποίηση, η τέλεια συμφωνία επιθυμίας και σκέψης δεν επαρκεί επίσης – συχνά μάλιστα λειτουργεί ως εμπόδιο. Είναι αναγκαία η αντίφαση, η σύγκρουση, η δυσαρέσκεια και η στέρηση. Γιατί μέσα από τις δυσκολίες καλείται ο νους να αναζητήσει κάποια διέξοδο, να καταλήξει σε μια σύνθεση των αντιθέτων. Μέσα από την στέρηση, αποζητώντας διέξοδο στο πρόβλημα, εφευρίσκει λύσεις. Κάπως έτσι ενισχύεται και δυναμώνει. Για τον λόγο αυτόν είναι καλύτερο, όταν μας ζητούν επίμονα κάποια απάντηση, αντί να παρέχουμε εφησυχαστικές αλήθειες και ναρκωμένες συμβουλές, να φανερώνουμε στην πλήρη έκταση του το πρόβλημα. Γιατί μονάχα εν γνώσει της πραγματικότητας, των αντιθέσεων και των δυσκολιών της, μπορούμε να ασκήσουμε το νου και τη σκέψη μας, προκειμένου για να τις επιλύσουμε. Αν οι άνθρωποι δε βίωναν δυσχέρειες, απογοητεύσεις και συγκρούσεις, αν δεν ασκούσαν τον εγκέφαλο τους, θα ζούσαμε ακόμα στα δέντρα, χοροπηδώντας από το ένα στο άλλο και βγάζοντας άναρθρες κραυγές, ο ένας με τον άλλον.  

Το θλιβερό είναι πως, αρκετοί από εμάς, εξακολουθούν να κάνουν το ίδιο και σήμερα.

Ζεστή καρδιά, θέληση για γνώση και ένας ανοιχτός ορίζοντας. Οι ρίζες, ο αέρας και ο ουρανός πάνω στον οποίο μπορούμε να αναπτυχθούμε, όχι βιολογικά, μα πνευματικά. Η πρώτη ανάπτυξη είναι συνήθως δεδομένη. Η δεύτερη όμως, η πνευματική ανάπτυξη, η τροφή της σκέψης και η εξέλιξη του νου, όχι.

Είναι στο χέρι μας αν θα κάνουμε κάτι γι’ αυτό.



Claude Monet, "Impression-Sunrise"

6 Απριλίου 2014

Lullabies on Fascination Street: Η Ιστορία των Cure, μέρος ΙΙ






link για το πρώτο μέρος


Mέρος ΙΙ – 100 Χρόνια



Ξεκινώντας αυτό το αφιέρωμα, έχω να ομολογήσω πως περίμενα αυτή τη στιγμή περισσότερο απ’ όλες. Το δεύτερο αυτό μέρος καταπιάνεται με την περίοδο κατά την οποία οι Cure παρέδωσαν ορισμένα από τα σκοτεινότερα δείγματα μουσικής που είχε επιχειρήσει να δώσει μέχρι τότε οποιοδήποτε συγκρότημα. Βρισκόμαστε προ των πυλών μιας χώρας στερημένης από χρώμα, εκεί που δε φωτίζουν οι αχτίδες του ηλίου, και ο χάρτης πάνω στον οποίο θα βαδίσουμε είναι βαμμένος σε ποικίλες αποχρώσεις του γκρίζου, φτάνοντας (στο τέλος της διαδρομής) στο απόλυτο μαύρο.

Είναι πραγματικά παράξενο αυτό που συμβαίνει με διάφορα κοινωνικά και ιστορικά φαινόμενα. Μεμονωμένοι άνθρωποι επιχειρούν ορισμένες πράξεις, υποκινούμενοι από τα δικά τους, προσωπικά κίνητρα... Κάπως συμβαίνει όμως και οι πράξεις αυτές, μακροπρόθεσμα, φαίνεται να εντάσσονται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, σαν μέρη ενός κινήματος. Η ιστορία παρουσιάζει τις πράξεις αυτές σαν τμήματα ενός συνεκτικού Όλου, σαν αναπόσπαστα στοιχεία ενός γενικότερου φαινομένου, ενώ τα μεμονωμένα άτομα πιθανό να μην είχαν καμία τέτοια πρόθεση αρχικά.







Κάπως έτσι συνέβη με εκείνο το μουσικό και πολιτισμικό φαινόμενο που ονομάστηκε “gothic” και είχε καθιερωθεί πλέον, σαν όρος και κουλτούρα, στα μισά της δεκαετίας του 80. Ωστόσο τα συγκροτήματα εκείνα που συνέβαλαν στην αρχική του εξάπλωση, οι δημιουργοί του είδους, δεν είχαν καμία απολύτως επίγνωση πως η μουσική που παίζουν συνιστά μέρος ενός ευρύτερου φαινομένου. Απλά έγραφαν μουσική για τους εαυτούς τους, με τον τρόπο που αισθάνονταν, πιθανώς επηρεασμένοι οι μεν από τους δε, μα σίγουρα χωρίς να έχουν σκοπό να ενταχτούν σε μια νέα μουσική κατηγορία. Κάπως  έτσι λοιπόν, στα τέλη της δεκαετίας του 70, αρκετές από τις μπάντες του post punk άρχισαν να γίνονται όλο και περισσότερο εσωστρεφείς, χαμηλώνοντας τους τόνους, δίνοντας έμφαση στα συναισθήματα που τους ταλάνιζαν, συνδυάζοντας το με σκοτεινότερες και συχνά ατμοσφαιρικές μουσικές εξερευνήσεις. Δεν είχαν συνεννοηθεί μεταξύ τους, ούτε ασφαλώς είπαν: «παιδιά, πάμε να δημιουργήσουμε το gothic».

Κάπως έτσι έγινε όμως, και λίγα χρόνια μετά ο όρος είχε καθιερωθεί από ΜΜΕ και οπαδούς, ενώ συγκροτήματα που έπαιζαν στο περίφημο Batcave του Λονδίνου είχαν βαπτιστεί ως σημαιοφόροι  του νέου κινήματος της νύχτας, κραδαίνοντας τα μαύρα λάβαρα τους. Προπάτορες του κινήματος, δημιουργοί της gothic μουσικής, οι Joy Division, οι Bauhaus, η Siouxsie και οι CureKανένα από αυτά τα συγκροτήματα δε δήλωνε “gothic”, δεν είχε επίγνωση πως η μουσική του θα γίνει μέρος ενός ευρύτερου φαινομένου και οι ίδιοι θα βαπτιστούν πατέρες του. Και όταν πια το φαινόμενο είχε καθιερωθεί, τα ίδια τα συγκροτήματα είχαν πάει αλλού...








Επιστρέφουμε λοιπόν στους Cure και στον ανήσυχο, βασανισμένο νου του Robert Smith. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 70 είχε έρθει σε επαφή με την Siouxsie και το συγκρότημα της, τους Banshees, καθώς και με τον μπασίστα του συγκροτήματος, τον Steven SeverinH μεταξύ τους γνωριμία θα απέβαινε εποικοδομητική και για τις δύο πλευρές. Ο Σμιθ σταδιακά ενσωματώθηκε στους Banshees, παίζοντας κιθάρα, και για ορισμένα χρόνια θα συνιστούσε κανονικό μέλος του συγκροτήματος. Παράλληλα οι δικοί του Cure τους συνόδευαν στις συναυλίες, παίζοντας support. Κάπως έτσι λοιπόν ο Σμιθ βρέθηκε να έχει αποκτήσει διπλό ρόλο, κιθαρίστας στο ένα συγκρότημα, frontman στο άλλο. 

Αυτό σε μια περίοδο που η Siouxsie και η μπάντα της σκοτείνιαζαν όλο και περισσότερο τον ήχο τους – μια εποχή που οι Joy Division είχαν προκαλέσει αίσθηση στους post punk κύκλους, με τον ψυχρό, μινιμαλιστικό τους ήχο και τους βαθιά πεσιμιστικούς τους στίχους, ενώ ο Peter Murphy ξεπρόβαλε, σαν άλλος βρυκόλακας, από το μαύρο φέρετρο της μουσικής βιομηχανίας...



Αριστερά ο Robert Smith, τα μέλη των Cure, δεξιά η Siouxsie. Έτος, 1979.



Τον καιρό που βρισκόταν σε tour με τους Banshees o Smith έγραφε τους στίχους του επόμενου δίσκου των Cure. Το όνομα του ήταν “Seventeen Seconds”. Καμία εταιρεία δεν επενέβη αυτή τη φορά, δεν έγινε η παραμικρή υπόδειξη ως προς το περιεχόμενο. Για πρώτη φορά ο έλεγχος ανήκε αποκλειστικά στον Σμιθ – κάτι που εκμεταλλεύτηκε και με το παραπάνω. Σταδιακά οι Cure γίνονταν όλο και περισσότερο δική του μπάντα, αποτύπωση σε νότες και σε στίχους του δικού του, προσωπικού κόσμου. «Υποτίθεται είχαμε δημοκρατία, μα συχνά εγώ έπαιρνα όλες τις αποφάσεις», είχε πει αργότερα.

Αυτό δεν άρεσε σε όλους, όπως δεν άρεσε και η μουσική κατεύθυνση που φαινόταν να παίρνει το συγκρότημα. Ο πληκτράς Matthew Hartley, μέλος του συγκροτήματος κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης του δεύτερου τους δίσκου, παραιτήθηκε λέγοντας «συνειδητοποίησα πως το γκρουπ οδεύει προς μία αυτοκτονική, καταθλιπτική μουσική, κάτι που δε με ενδιέφερε καθόλου». Αυτό, σε συνδυασμό με ένα οργισμένο επεισόδιο σε κάποιο ξενοδοχείο, που συμπεριελάμβανε σπάσιμο άφθονων επίπλων. Ωστόσο άλλοι δεν είχαν την ίδια άποψη. Κατά τη διάρκεια του “Seventeen Seconds” έγινε επίσημα μέλος του συγκροτήματος ο μπασίστας Simon Gallup, το δεύτερο σημαντικότερο μέλος της ιστορίας των Cure.








Ο νέος δίσκος υποδέχεται τη δεκαετία που ξημερώνει με νεφελώδεις διαθέσεις, ομιχλώδεις σαν το εξώφυλλο του. Το “Seventeen Seconds” φαντάζει σαν την κάθοδο σ’ έναν κόσμο μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, ένα ρευστό τοπίο με χρώματα που σβήνουν υπό τον ήχο της βροχής, μια διαδρομή σ’ ένα ομιχλώδες δάσος χωρίς αρχή και τέλος. Πρόκειται για ένα υποδειγματικό έργο μινιμαλιστικής αισθητικής και ένα από τα ατμοσφαιρικότερα άλμπουμ της εποχής του, ιδανικό για μοναχική ακρόαση τις συννεφιασμένες μέρες του χρόνου. Tα τραγούδια δένουν απόλυτα το ένα με το άλλο, ενώ ορισμένα μουσικά περάσματα ανάμεσα τους είναι ιδανικά για να σε βάλουν στο κατάλληλο κλίμα.

Ο Smith είχε αναφέρει στις επιρροές του τον Nick Drake και τον David Bowie του “Low”. Πρόκειται για δίσκο που πρέπει κάποιος να βιώσει από την αρχή μέχρι το τέλος, ωστόσο αν έπρεπε να ξεχωρίσω ορισμένες στιγμές, εκείνες θα ήταν το ανεβαστικό “Play For Today” (click, ο τέλειος συνδετικός κρίκος μεταξύ των Cure του πρώτου και του δεύτερου δίσκου), τα μυστηριώδη “Secrets” και “At Your House”, το εκπληκτικό “M” (click, ένα από τα ωραιότερα τραγούδια που έγραψαν ποτέ) και, φυσικά, το “Forest” (click), το άσμα-σήμα κατατεθέν των Cure εκείνης της περίοδου, ένα ονειρικό τραγούδι και αρχέτυπο της ανώνυμης ακόμα gothic μουσικής σκηνής. Και εσύ, στο μεταξύ, πιάνεις τον εαυτό σου να χάνεται μέσα στον λαβύρινθο των δέντρων του, ανάμεσα σε μονοπάτια που μπλέκονται σαν ιστοί αράχνης, διεισδύοντας ολοένα και βαθύτερα στην ομίχλη και το όνειρο, «again, and again, and again, and again, and again...».









Και αν το “Seventeen Seconds” αφήνει να φανούν ορισμένες αχτίδες φωτός και κάποιες υποψίες χρώματος πίσω από το πέπλο της ομίχλης, ο επόμενος δίσκος των Cure θα τις έσβηνε μεμιάς και θα άφηνε στη θέση τους το γκρίζο, ένα αβάσταχτο γκρίζο που απλώνεται προς ατελείωτες κατευθύνσεις, γύρω σου και μέσα σου, χωρίς την παραμικρή ελπίδα να φανεί ξανά το φως. Ο Robert Smith εισερχόταν ολοένα και περισσότερο σ’ έναν κόσμο υπαρξιστικής αγωνίας και μηδενισμού και το συγκρότημα ήταν ο καμβάς πάνω στον οποίο ζωγράφιζε τις ζοφερές του πινελιές.

Βρισκόμαστε στο έτος 1981 και κυκλοφορεί ο τρίτος δίσκος των CureTo όνομα του “Faith”. Mη σας ξεγελάει το όνομα όμως, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα άλμπουμ δηλωτικό μιας πίστης, μα ακριβώς το αντίθετο. «Είχα αρχίσει να σκέφτομαι πολύ το θέμα του θανάτου», είχε πει ο Σμιθ. «Σκεπτόμουν πόσο εύκολο είναι να τον θεωρούμε κάτι απόμακρο και αφηρημένο, μέχρι εκείνος να κάνει την εμφάνιση του στην πόρτα μας». Ο Σμιθ είχε ξεκινήσει να επισκέπτεται εκκλησίες, ενώ τον ίδιο καιρό η μητέρα του ντράμερ Lol Tolhurst ήταν βαριά άρρωστη, στα πρόθυρα του θανάτου. Ο Σμιθ παρακολουθούσε τον κόσμο στις εκκλησίες που προσευχόταν με κατάνυξη και αφηνόταν σε μια ανώτερη δύναμη, ζηλεύοντας τους. «Συνειδητοποίησα ξαφνικά πως δεν είχα καθόλου πίστη και ένιωσα να τρομάζω με αυτό», είπε.





πηγή



Υπό το συγκεκριμένο κλίμα ηχογραφήθηκε λοιπόν το “Faith”. «Τα περισσότερα τραγούδια προσφέρονται για να κρεμαστείς ακούγοντας τα», είχε πει για το περιεχόμενο του άλμπουμ ο παραγωγός Mike Hedges. Οι κριτικοί τότε αντιμετώπισαν τον δίσκο με αντιφατικά συναισθήματα, ορισμένοι μάλιστα καταδίκασαν τους βαθιά ζοφερούς του τόνους, θεωρώντας τους επιτηδευμένους, «ένα ύφος που έπρεπε να έχει πεθάνει με τους Joy Division», όπως είπε κάποιος. Με το πέρασμα των χρόνων όμως οι κριτικοί είδαν τον δίσκο με διαφορετικό μάτι, επαινώντας την ομορφιά που αναδεικνύεται καταμεσής των καταθλιπτικών του τόνων, θεωρώντας τον ως ένα από τα πλέον υποβαθμισμένα άλμπουμ του συγκροτήματος.

Ωστόσο ο Σμιθ και οι εναπομείναντες δύο Cure (o Lol Tolhurst και ο Simon Gallup) βυθίζονταν όλο και βαθύτερα στη σκοτεινή άβυσσο των υπαρξιακών τους ανησυχιών. Δεν υπήρχε τίποτα το επιτηδευμένο σε όσα έκαναν, κάθε άλλο, θα μπορούσαμε να πούμε πως το “Faith” συνιστά μια απογυμνωμένη εξωτερίκευση βαθιά αληθινών, μέσα στην απόγνωση τους, αισθημάτων. Οι Cure είχαν εισέλθει πλέον για τα καλά σ’ ένα πηγάδι από το οποίο φαινόταν να μην υπάρχει διέξοδος – μονάχα κάθοδος ολοένα και βαθύτερα. Και μαζί με αυτούς οι οπαδοί τους, που εξαπλώνονταν στο βρετανικό underground. Το συγκρότημα που είχε μας έλεγε πως τα «Αγόρια δεν Κλαίνε» δεν υπήρχε πια. Μέσα σε λίγα μόνο χρόνια οι Cure είχαν μετεξελιχθεί σε ένα βαθιά σκοτεινό και ατμοσφαιρικό σχήμα, μία μουσική έκφραση των βαθύτερων υπαρξιακών ανησυχιών του Ρόμπερτ Σμιθ, απομακρυσμένο πλήρως από τους κανόνες της μουσικής βιομηχανίας.








Να το πούμε αλλιώς, το “Faith” είναι ένας δύσκολος δίσκος. Δε προσφέρεται για άκουσμα όλες τις ώρες, βρίσκεται μίλια μακριά από τους Cure των ραδιοφωνικών χιτ. Εκεί που το “Seventeen Seconds” έδινε έμφαση στο μυστήριο, σ’ εκείνο το πέπλο που καλύπτει την πραγματικοτητα, εγείροντας ακόμα ερωτήματα, στο “Faith” το πέπλο αυτό φαίνεται να έχει πια χαθεί, τα ερωτήματα έχουν απαντηθεί και στη θέση τους ξεπροβάλλει μια αίσθηση αναδυόμενης απελπισίας. 

Το μοναδικό πιασάρικο τραγούδι του άλμπουμ είναι το “Primary” (click), ένα τραγούδι που θα χαρακτήριζα πρώτο ξάδερφο του “Play For Today”, και μαζί με το “Doubt” (click), οι στιγμές εκείνες του δίσκου που οι Cure ανεβάζουν τους ρυθμούς και παντρεύουν τέλεια το προγενέστερο post punk με το νέο, μαύρο εκείνο στυλ που θα ονομαζόταν “gothic”. Πέραν αυτών το υπόλοιπο άλμπουμ είναι αργό και βαθιά ατμοσφαιρικό,  μελαγχολικά ποιητικό και υπνωτιστικό συνάμα (Other VoicesThe Funeral Party). «Τα τραγούδια είχαν μια πτωτική επιρροή πάνω μας, λες και παρασυρόμασταν σ’ έναν στρόβιλο προς τα κάτω», είχε πει ο Σμιθ. «Όσο πιο πολύ τα παίζαμε στα λάιβ, τόσο περισσότερο απελπισμένοι και απομονωμένοι νιώθαμε. Ορισμένες φορές άφηνα τη σκηνή κλαίγοντας».










Η συνέχεια ήταν ακόμα χειρότερη. Οι Cure είχαν σταδιακά σχηματίσει το όνομα ενός από τα ζοφερότερα λάιβ συγκροτήματα και ο κόσμος που μαζευόταν στις συναυλίες τους είχε διαμορφώσει μια αντιφατική στάση απέναντι τους – συχνά ξέσπαγαν καυγάδες με το κοινό, ενισχύοντας όλο και περισσότερο την αντισυμβατική εικόνα του σχήματος. Μέσα σ’ όλα είχαν ξεκινήσει και οι καταχρήσεις. Το LSD φαινόταν να παρέχει στον Σμιθ τη διέξοδο σ’ έναν εναλλακτικό, πολύχρωμο κόσμο, ως αντιστάθμισμα στο γκρίζο που έβλεπε παντού γύρω του. Η επαφή με την πραγματικότητα γινόταν προβληματική – σε κάποια φάση το συγκρότημα είχε φτάσει στην Αυστραλία για συναυλίες, μα ο Σμιθ δεν είχε ιδέα πως βρέθηκαν εκεί. Και το γκρίζο σταδιακά έχανε ακόμα και εκείνες τις λιγοστές υποψίες φωτός του. Σύντομα τα πάντα θα βάφονταν μαύρα, μαύρα όσο η βαθύτερη, άναστρη νύχτα.

Λίγο πριν την κάθοδο στην άβυσσο οι Cure θα μας παρέδιδαν ένα από τα πλέον ονειρικά και στοιχειωτικά ταυτόχρονα τραγούδια τους. Ο λόγος για το μαγευτικό “Charlotte Sometimes”, (click), βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο, το οποίο κυκλοφόρησε ξεχωριστά ως single. Το συγκεκριμένο κομμάτι συνιστά την τέλεια γέφυρα ανάμεσα στο “Faith” και τον δίσκο που θα ακολουθούσε. 

Και το όνομα του δίσκου: “Pornography”. Βρισκόμαστε στο έτος 1982.









Με το πέρασμα των χρόνων, το “Pornography” καθιερώθηκε ως ένα από τα άλμπουμ-ορόσημα της δεκαετίας του 80 και ένας από τους επιδραστικότερους δίσκους όλων των εποχών. Να το πούμε αλλιώς: To Pornography” δεν ήταν ο δημοφιλέστερος δίσκος των Cure, ούτε εκείνος που θα τους εκτόξευε στο mainstream και θα τους μετέτρεπε σε superstars. Ήταν όμως το άλμπουμ που άσκησε την μεγαλύτερη επιρροή, από όλα όσα κυκλοφόρησαν ποτέ. Δε θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως το μουσικό κίνημα που ονομάστηκε “gothic” λίγο-πολύ χρωστάει την ύπαρξη του σε αυτόν και μια χούφτα ακόμα δίσκους, χωρίς τους οποίους πιθανό να μην είχε υπάρξει ποτέ, ή να μην είχε τη μορφή που ξέρουμε.

Και αυτά ενώ ο Robert Smith είχε βυθιστεί πλέον στο απόλυτο σκοτάδι. Στις σκοτεινές, ατμοσφαιρικές διαθέσεις των προηγούμενων δίσκων προστέθηκε θυμός και ωμή, μισάνθρωπη οργή. Ο ήχος έγινε περισσότερο επιθετικός και πρωτόγονος ταυτόχρονα. Τα τύμπανα ηχούν μονότονα, χτυπούν σα σφυριά πάνω στο κεφάλι σου, οι κιθάρες, δυνατότερες από ποτέ, ξεσπούν σε θρήνους, κάθε νότα τους καρφώνεται στο νου σου. Τα μελαγχολικά φωνητικά του Σμιθ έχουν παραχωρήσει τη θέση τους σε μια πρωτοφανή επιθετικότητα. Ελάχιστοι δίσκοι στην ιστορία της μουσικής ξεχειλίζουν με τόση μηδενιστική οργή και απελπισία. Τα πάντα φαίνεται να έχουν παραδοθεί στις δυνάμεις της νύχτας. Η ελπίδα έχει πεθάνει προ πολλού και ο θάνατος κυριαρχεί. “It doesnt matter if we all die”, κάπως έτσι φωνάζει σπαρακτικά ο Σμιθ στο εναρκτήριο “100 Years”, έναν ύμνο βαμμένο στο μαύρο του θανάτου. Ο θάνατος βρίσκεται παντού ολόγυρα μας, σε κάθε μέρος, κάθε στιγμή, κυριεύει τους πάντες και από τη δρεπάνη του δεν υπάρχει διαφυγή.








Η αποτυχία, η απογοήτευση εξωθημένη στα άκρα, το αίσθημα πως οι προσπάθειες είναι καταδικασμένες να αποτύχουν, ένα πάγωμα καθετί όμορφου και ζωντανού μέσα σου, μια διάθεση μίσους απέναντι στον κόσμο που σε εξώθησε μέχρι αυτό το σημείο... 

Kι όμως, η σπαρακτική αυτή κραυγή σου ηχεί σχεδόν λυτρωτικά. Ακούγοντας το “Pornography”, αν βρίσκεσαι στις μαύρες σου, πιθανό να αισθανθείς καλύτερα – λες και έχεις βρει κάποιον καλό φίλο, ο οποίος μοιράζεται μαζί σου σε νότες και ήχους τα βαριά συναισθήματα που σε κατακλύζουν. Ο δίσκος δρα σχεδόν καθαρτικά, μέσα στην απόλυτη μαυρίλα του. «Είχα δύο επιλογές τον καιρό εκείνον», είπε αργότερα ο Σμιθ. «Ή να αυτοκτονήσω, ή να προσπαθήσω να διοχετεύσω όλα αυτά τα συναισθήματα μου στον δίσκο, βγάζοντας τα από μέσα μου». Εκεί που η τέχνη σε λυτρώνει, παρέχοντας ένα παράθυρο στο αδιέξοδο που βρίσκεσαι.

Κάθε στιγμή του “Pornography” είναι μοναδική, ωστόσο επιτρέψτε μου να ξεχωρίσω ως κορυφαίες στιγμές το “100 Years” (click), το σπαρακτικό “Cold” (click), το καθηλωτικό “Siamese Twins” και, τέλος, το συγκλονιστικό “The Figurehead” (click), ένα από τα πλέον σπαραξικάρδια και όμορφα μέσα στην απελπισία τους τραγούδια στην ιστορία της gothic μουσικής. Όσο αφορά το ομότιτλο “Pornography” (click) που κλείνει τον δίσκο, πρόκειται για μια κάθοδο σ’ έναν κόσμο μίσους και παράνοιας, ο οποίος όμως κλείνει με μια κραυγή που θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε λυτρωτική, μια έσχατη αχτίδα φωτός μες στο σκοτάδι: “I must fight this sickness… Find a CURE!”









Και αυτά σε ένα άλμπουμ που ο Σμιθ θεωρούσε πως θα είναι το τελικό τους, καθώς οι σχέσεις ανάμεσα στα μέλη του συγκροτήματος είχαν επιδεινωθεί και δε φαινόταν να υπάρχει οποιαδήποτε προοπτική για τη συνέχεια. «Ήθελα να φτιάξω τον απόλυτο FUCK OFF δίσκο και μετά να αποσυρθώ», είπε ο Σμιθ.

Προς στιγμήν, φάνηκε πως θα γινόταν έτσι ακριβώς. Το ταξίδι των Cure θα τελείωνε εδώ, έχοντας διανύσει την άβυσσο και καταλήγοντας στο μελανότερο σημείο της... Ωστόσοόπως είπε ο ίδιος o Smith: I must find a cure…” 

Αυτό ακριβώς θα έβρισκε τα επόμενα χρόνια: Τους Cure.

To συγκρότημα θα γεννιόταν εκ νέου από τις στάχτες του, αποδεικνύοντας πως ο θάνατος δε μπορεί παρά να είναι παροδικός, ένα ακόμα αναγκαίο στάδιο της ζωής.


Συνεχίζεται...


Μουσικά Χνάρια Blog



Robert Smith - Siouxsie Sioux