30 Σεπτεμβρίου 2015

100 Έργα Ορόσημα στην Ιστορία της Ζωγραφικής, μέρος ΙΙΙ





Σε αναζήτηση της Ουτοπίας


Από τα παλιά χρόνια η τέχνη συσχετιζόταν με την Ουτοπία. Αποκαλύπτοντας ένα παράθυρο σε έναν άλλο κόσμο, ξεδιπλωμένο ενίοτε ανάμεσα στα τέσσερα όρια του καμβά, ο ρόλος της τέχνης ήταν συνάμα αισθητικός και απελευθερωτικός. Όσο πλημμύριζε τις αισθήσεις με κάποια ιδέα εκείνης της αρχέγονης Ομορφιάς, άλλο τόσο ενέπνεε σκέψεις που αποζητούσαν την υπέρβαση, τη μέθεξη στις δυνάμεις του υπεραισθητού, τη συμμετοχή σε μια αέναη συλλογική εξέγερση, μια αδιάκοπη έκρηξη των δυνάμεων της φαντασίας. Ο καλλιτέχνης υπήρξε πάντα ένας εξεγερμένος, ένας πρωτοπόρος εξερευνητής της φύσης και των κόσμων πέρα από αυτήν. Και η φαντασία υπήρξε πάντα η κόκκινη σημαία του.

Στα μισά του 19ου αιώνα ο κόσμος όλος έβραζε· σαν καζάνι που μέσα του μαγειρεύονται ανείπωτες και θαυμάσιες συνταγές, η κοινωνία της νέας εποχής ανέδυε σπάνια χρώματα και μυρωδιές, πλημμυρίζοντας τις αισθήσεις με αισθήματα μέθης και ναυτίας. Η μοντέρνα εποχή ερχόταν καλπάζοντας σαν πλήθη ατίθασων αλόγων και αλίμονο σε όποιον βρισκόταν ανυποψίαστος στο διάβα τους! Τα πράγματα άλλαζαν – όπως γινόταν πάντα, μα τώρα πλέον η αλλαγή γινόταν περισσότερο αισθητή από ποτέ. Νέες σημασίες αντικαθιστούσαν τις παλιές, νέες ερμηνείες του κόσμου – ενός κόσμου που κανείς, πλέον, δεν αποδεχόταν δίχως κριτική διάθεση. Αρκετά βαδίσαμε στη σκιά των παλαιών αυτοκρατοριών και στην παρήγορη φενάκη της θρησκείας. Ο βιομήχανος αντικατέστησε τον βασιλιά, ο εργάτης το δουλοπάροικο. Οι παλιές σημασίες είχαν πια εξαντληθεί και ο κόσμος βρισκόταν σε μια αδιάκοπη κίνηση. Σκόρπιες μονάδες, άλλοτε συνασπισμένες σε ομάδες, άλλοτε μοναχικές, συνειδητοποιώντας τη μοναδικότητά τους. Την σπαραχτική αυτή μοναδικότητα. Ζούμε πια στην εποχή των ατόμων.

Και τα άτομα αποζητούν τη λύτρωσή τους σε νέα ιδανικά που υψώνονται διαρκώς. Στην καλπάζουσα ανάπτυξη· στη φενάκη της εθνικής επέκτασης· στις ιδέες του σοσιαλισμού· και στη διέξοδο της τέχνης. Της τέχνης που παρουσιάζεται όσο ποτέ άλλοτε ως καταφύγιο απέναντι σ’ έναν κόσμο ακατανόητο, μάταιο και παράλογο. Της τέχνης που για πρώτη φορά στα χρονικά καθιέρωσε το πρότυπο του μοναχικού δημιουργού, του θαλασσοπόρου στην καρδιά της φουρτούνας. Του ανθρώπου που, μόνος πια, δίχως προστάτες και χορηγούς, αναζητά κάποιο νόημα στα πράγματα. Μόνος δημιουργεί, μόνος εξεγείρεται – ελπίζοντας, ίσως, να αγγίξει το απόλυτο, δίχως τη συνδρομή των παλαιών μεθόδων.

Και ποιος ξέρει. Ίσως αρχίσει να δημιουργείται μια νέα ουτοπία μέσα από την τέχνη του.

Πρώτοι οι Ρομαντικοί εξεγέρθηκαν απέναντι στον κόσμο των καιρών τους, αποζητώντας ιδανικά πέρα από τις συμβατικότητες της εποχής τους. Μιλήσαμε για το κίνημα του Ρομαντισμού στο δεύτερο μέρος του αφιερώματός μας στην ιστορία της ζωγραφικής, το οποίο μπορείτε να διαβάσετε εδώ:


Τώρα πλέον, έχοντας μεταβεί στα μισά του 19ου αιώνα, νέες μορφές εικαστικής παρέμβασης εμφανίστηκαν για να αντικαταστήσουν τις παλιές. Κοινό σε όλες ήταν το στοιχείο της εξέγερσης – της υπέρβασης της πραγματικότητας, της αναζήτησης νέων μορφών και νοημάτων. Ο καλλιτέχνης ήταν πλέον ένας πρωτοπόρος. Η τέχνη του δεν γινόταν πάντα κατανοητή από τον κόσμο – η απορία ενίοτε συνοδευόταν από την στριμμένη αδερφή της, την αποδοκιμασία. Μα ο καλλιτέχνης δεν μπορούσε παρά να προχωράει μπροστά, σκάβοντας στον κακοτράχαλο εκείνο δρόμο που ανοιγόταν μες στη λάσπη.

Άλλοτε η εξέγερσή του είχε τη μορφή ενός κοιτάγματος προς τα πίσω. Μιας ενατένισης περασμένων εποχών, η οποία έδωσε διέξοδο στο κίνημα των Προραφαηλιτών.

Άλλοτε η εξέγερσή του κοιτούσε με αποφασιστικό, ξεγυμνωμένο βλέμμα το παρόν – και ήταν εκείνο το παρόν που επιθυμούσε να αποτυπώσει στον καμβά του, δίχως εξιδανικεύσεις και με έντονη την κριτική διάθεση. Έτσι γεννήθηκε το κίνημα του Ρεαλισμού.


Τέλος, υπήρξε μια ομάδα καλλιτεχνών που επεδίωξαν να δουν την πραγματικότητα με άλλο μάτι. Που θέλησαν να αποτινάξουν όλες τις καθιερωμένες αντιλήψεις και να αρχίσουν από την αρχή ξανά, αναπλάθοντας τον κόσμο με όπλο τους τα χρώματα. Η επανάστασή τους μετέβαλε πλήρως το ρου της ιστορίας της τέχνης. Ήταν το κίνημα των Ιμπρεσιονιστών.



σχέδιο του Rossetti


Οι Προραφαηλίτες



Από κάποιες απόψεις η λεγόμενη «αδερφότητα των Προραφαηλιτών» (Pre-Raphaelites), η οποία αναδείχτηκε καταμεσής της Αγγλίας της βικτωριανής εποχής, υπήρξε το έσχατο παρακλάδι του Ρομαντισμού. Ήταν μια ομάδα ζωγράφων που πραγματικά τους απωθούσε ο κόσμος του παρόντος και αποζητούσαν διέξοδο σ’ ένα μακρινό, εξιδανικευμένο παρελθόν, μακριά από τις συμβάσεις και τους μανιερισμούς της μοντέρνας εποχής· πέρα από τις ανούσιες, κατά τη γνώμη τους, διαλέξεις των ακαδημαϊκών της τέχνης, που όσο κέρδιζαν σε στόμφο, έχαναν σε πάθος και ουσία. Ήταν το παρελθόν εκείνο που τους ενέπνεε. Το αγνό παρελθόν (όπως το φαντάζονταν οι ίδιοι) της εποχής πριν την Αναγέννηση, τον καιρό που ο καλλιτέχνης ζωγράφιζε με όπλο του το αίσθημα και την πίστη. Ήταν εκείνο το παρελθόν που επιθυμούσαν να ανασυστήσουν.

Ήταν επίσης βαθιά επηρεασμένοι από συγγραφείς και ποιητές όπως ο Σαίξπηρ, ο Δάντης, ο Γκαίτε και ο Coleridge. Και το έργο τους, παραδομένο στις διαθέσεις ενός τεχνητού Μεσαίωνα, έμοιαζε με κάποιο παραισθησιογόνο άνθος του Μπωντλαίρ, παραπλανητικό μέσα στην γλυκιά του παρακμή.



74 # John Everett Millais – Οφηλία (Ophelia, 1851-52)






Δες πως επιπλέει ανάμεσα στα νούφαρα η Οφηλία, χλωμή σαν νεκροστολισμένο άνθος. Δες πως εναγκαλίζουν τα βαθιά νερά το ξέψυχο κορμί της. Δες πως ανοίγουν τα λουλούδια στο διάβα της, λες και σκορπίζουν πένθιμους χαιρετισμούς.

Μα τα μάτια της Οφηλίας δεν βλέπουν πια. Και αν το σώμα της, άψυχο, πλέει στο βάθος του ποταμού, η ψυχή της ταξιδεύει στην καρδιά του μύθου.

Εμπνευσμένη από τον «Άμλετ» του Σαίξπηρ, η «Οφηλία» του Τζον Έβερετ Μιλέ ανήκει στα κλασικότερα έργα των Προραφαηλιτών. Το μακάβριο θέμα της είναι δοσμένο με μια γλυκιά διάθεση παρακμής. Ο θάνατος απολυτρώνεται αισθητικά και μετατρέπεται σε έργο τέχνης, σκοτεινή τέρψη των ματιών, η καταβύθιση σ’ έναν κόσμο αγνό μέσα στον ζόφο του. Αντίστοιχα με τις απόπειρες των εκφραστών του «παρακμιακού αισθητικού στυλ» (όπως ο Μπωντλαίρ), και επεκτείνοντας στα άκρα την αντίληψη των Ρομαντικών, η αισθητική ταυτίζεται με την ίδια την απόκρυφη πλευρά του φεγγαριού. Ακόμα και στο θάνατο υπάρχει ομορφιά, φαίνεται πως δηλώνει ο εμπνευστής του έργου.

Πηγαίνοντας μερικούς αιώνες πίσω στο χρόνο, παρουσιάζει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον η αληθινή ιστορία που, όπως φαίνεται, ενέπνευσε τον ίδιο τον Σαίξπηρ στη μυθοπλασία της Οφηλίας του. Μπορείτε να την διαβάσετε στο ακόλουθο κείμενο:





75 # Dante Gabriel Rossetti – Λαίδη Λίλιθ (Lady Lilith, 1868)






Βυθισμένη στο πέλαγος του ενός αισθησιακού ναρκισσισμού, η έκφρασή της σκληρή, περιφρονητική και προκλητική συνάμα, θωπεύοντας έναν καθρέφτη και ατενίζοντας το μαγεμένο είδωλό της… αυτή είναι η πρώτη απ’ τις Γυναίκες, σύμφωνα με τον αρχαίο μύθο. Η γυναίκα που δεν πλάστηκε απ’ το πλευρό του Αδάμ, μα στάθηκε ως ίση απέναντί του και το αγέρωχο ύφος της οποίας ήταν υπερβολικά αυθάδες απέναντι στο δημιουργό της. Μια γυναίκα που αρνήθηκε να υποταχτεί. Και έτσι η αρχέγονη αυτή Εύα μεταμορφώθηκε στη Λίλιθ, έναν τρομερό δαίμονα που χάνεται στις απαρχές των σκοτεινότερων παραδόσεων.

Ο Ντάντε Γκάμπριελ Ροσέτι ένιωθε δέος απέναντι στα προ-αναγεννησιακά θρησκευτικά έργα, μα παράλληλα τον γοήτευε βαθιά η σκοτεινή όψη των απόκρυφων μύθων και των ρομαντικών παραδόσεων. Ακροβατώντας σε έναν κόσμο ανάμεσα στην ποίηση και την ζωγραφική, καθιερώθηκε ως ένας από τους σημαντικότερους Προραφαηλίτες ζωγράφους. Η «Λίλιθ» του ξεχωρίζει για το προκλητικό της ύφος, το βαθιά χλωμό της πρόσωπο, τα ξασπρισμένα, σαν σύννεφα, ρούχα της, την έντονη αντίθεσή τους με τα βαθυκόκκινα, φλογερά μαλλιά της. Λες και παντρεύονται ο ουρανός και η φωτιά.

Κι ενώ η αέναη κίνηση της χτένας, το απαλό της περιτύλιγμα, η παλίρροια και η άμπωτη του κύματος των κόκκινων μαλλιών, σε υπνωτίζουν, σε μαγεύουν. Ώσπου χάνεσαι μέσα τους· βυθίζεσαι στον κόσμο της Λίλιθ, στον κόσμο της αρχέγονης Γυναίκας – κάπου ανάμεσα στην κόλαση και στον παράδεισο.



76 # Arnold Böcklin – Η Νήσος των Νεκρών (The Isle Of The Dead, 1886)





Κάποιοι ανάμεσά μας ίσως έχουμε σκεφτεί πως θα ήταν αν καταφεύγαμε σε έναν δικό μας κόσμο, καλά περιφραγμένο από τις έγνοιες και τις αβεβαιότητες του εξωτερικού περιβάλλοντος. Έναν μικρόσκοσμο που θα κυλούσε με τους δικούς του ρυθμούς και τους δικούς του κανόνες, πέρα από τον ίδιο το χρόνο. Ποιος ξέρει – ίσως έμοιαζε με το μυστηριώδες αυτό Νησί που παρατηρούμε στο ξακουστό έργο του Άρνολντ Μπέκλιν. Ένας δεντροφυτεμένος τόπος, ασφαλισμένος από τείχη, χαμένος στα βάθη του ωκεανού. Απάνεμος και ασφαλής σαν το μωρό που κοιμάται, μακάρια, στην αγκαλιά της μητέρας του. Ένα έργο που – ωστόσο – φέρει τον ανησυχητικό τίτλο «Η Νήσος των Νεκρών».

Σε αντίθεση με τους Προραφαηλίτες, ο Μπέκλιν δεν αντλούσε την έμπνευσή του από τον εξιδανικευμένο κόσμο του Μεσαίωνα – μα από την ζοφερή πλευρά της Αρχαιότητας. Ήταν τα ελληνικά και τα ρωμαϊκά ερείπια εκείνα που τον ενέπνεαν, οι απόηχοι ενός τόπου που χάθηκε για πάντα, για να βρεθεί ξανά, μετουσιωμένος σε σύμβολα, στον κόσμο των ονείρων και της φαντασίας. Προοικονομώντας τους Μεταφυσικούς και τους Σουρεαλιστές του 20ου αιώνα, το εικαστικό έργο του Μπέκλιν είναι σκοτεινό και συμβολικό συνάμα, βαθιά αινιγματικό σαν τοπίο στην ομίχλη. Η «Νήσος των Νεκρών» μοιάζει με το νεκραναστημένο όνειρο του αρχαίου κόσμου, χαμένο στα βάθη κάποιου ανεξερεύνητου ωκεανού. Μήπως πρόκειται για έναν απόηχο της χαμένης Ατλαντίδας;

Ωστόσο η συνολική αίσθηση που αποπνέει το έργο – και φυσικά ο τίτλος του – δεν αφήνουν περιθώρια για ονειροπόλους ρεμβασμούς. Όσο μαγευτικό και αν μοιάζει το τοπίο, άλλο ζοφερό φαντάζει ταυτόχρονα. Ο καλπασμός μιας μοναχικής βάρκας που μεταφέρει ένα φέρετρο καθιστούν ακόμα πιο μακάβριο το θέμα. Σύμφωνα με ερευνητές του έργου, τα νερά που βλέπουμε δεν είναι άλλα από εκείνα της Στυγός, ή του Αχέροντα – τα νερά του κάτω κόσμου, που κυλούν προς την αιώνια κατοικία του Άδη.

Όχι, όσο ζούμε σε αυτόν εδώ τον κόσμο είναι αδύνατον να δραπετεύσουμε εντελώς, χτίζοντας φρούρια και φανταστικά περιβάλλοντα. Αργά ή γρήγορα ο κόσμος θα βρει μια χαραμάδα να διεισδύσει.



Προς μια νέα απεικόνιση της Ζωής



Οι Προραφαηλίτες θέλησαν ν’ απαγκιστρωθούν απ’ το όνειρο ενός χαμένου παρελθόντος, καταμεσής μιας κοινωνίας που σφύριζε σαν ατμομηχανή – ή σαν τα φουγάρα της βιομηχανίας. Ο κόσμος άλλαζε, μεταμορφωνόταν μέρα με τη μέρα, μα η κάμπια δεν γινόταν πεταλούδα – μόνο εξελισσόταν διαρκώς, σε μια αέναη διαδικασία μεταβολής. Τα πάντα έτρεχαν, τα πάντα άλλαζαν, ο μοντερνισμός χτυπούσε πια την πόρτα κάθε σπιτικού.

Μα – για δες – κάποια πράγματα παρέμεναν ίδια. Αιώνες τώρα. Χιλιετίες. Και για τα πράγματα αυτά σχεδόν κανείς δεν είχε αποπειραθεί να δημιουργήσει αιώνια έργα τέχνης. Φαίνεται τα θεωρούσαν δεδομένα… αγνοώντας πως συνιστούν τη βάση κάθε κοινωνίας, κάθε πολιτισμού από καταβολής ύπαρξης.

Ο λόγος για τους αγρότες που δουλεύουν στα χωράφια. Τους εργάτες που αγωνίζονται στα νεόκτιστα εργοστάσια. Τον απλό λαό που μοχθεί για το ψωμί του, ενώ άλλοι πάντα καρπώνονται τους νοστιμότερους καρπούς του. Ο λαός – οι απλοί άνθρωποι της εργατιάς – δεν ήταν ποτέ ως τότε μέρος της Μεγάλης Τέχνης.

Ασφαλώς υπήρξαν ζωγράφοι στο παρελθόν που απεικόνισαν τις λαϊκές τάξεις. Αρκεί να θυμηθούμε για παράδειγμα τους ηθογραφικούς πίνακες του Μπρέγκελ (βλέπε έργο #35, στο πρώτο μέρος του αφιερώματος < κλικ), τα έργα του Γιαν Στέεν (βλέπε έργο #51, στο δεύτερο μέρος του αφιερώματος < κλικ), ή περίφημα έργα όπως η «Γαλατού» του Βερμέερ (βλέπε έργο #53 < κλικ). Μα οι πίνακες του Μπρέγκελ ή του Στέεν απεικόνιζαν τα λαϊκά στρώματα με μια διάθεση σατιρική, σε στιγμές ανάπαυσης ή γιορτής, δίχως κάποια διάθεση παρουσίασης της σκληρής πραγματικότητάς τους. Από την άλλη έργα όπως του Βερμέερ ήταν βαθιά αληθινά, μα δεν συνιστούσαν μέρος κάποιου ευρύτερου καλλιτεχνικού (ή κοινωνικού) κινήματος. Υπήρχε ο ένας ή ο άλλος μεμονωμένος εργάτης – μα απουσίαζε η εργατική τάξη.

Μέχρι που φτάσαμε στα μισά του 19ου αιώνα. Τα δεσμά του παρελθόντος είχαν κοπεί, άλλα έπαιρναν τη θέση τους, ενώ, για πρώτη φορά στα χρονικά, οι εργατικές βάσεις της κοινωνίας συνειδητοποιούσαν τα ταξικά τους συμφέροντα και συνασπίζονταν αναμεταξύ τους, διεκδικώντας δικαιώματα ανύπαρκτα ως τότε.

Τότε λοιπόν ήταν που έκανε την εμφάνισή του το καλλιτεχνικό ρεύμα του Ρεαλισμού. Βαθιά ρηξικέλευτος όχι ως προς τη μορφή, μα ως προς το θέμα, ο Ρεαλισμός παρουσίασε για πρώτη φορά την καθημερινή πραγματικότητα των λαϊκών στρωμάτων. Θα μπορούσαμε να τον παρομοιάσουμε με το φωτογραφικό ρεπορτάζ των ημερών μας, ως προς την αναζήτηση του θέματος – και την γνώση πως η εικόνα ξεχειλίζει με δύναμη.

Κάποιες φορές μια εικόνα είναι δυνατότερη και από χίλια μανιφέστα.



77 # Jean-Francois Millet – Οι Σταχομαζώχτρες (Des glaneuses,  1857)






Το δειλινό θερμαίνει τον ουρανό με μια απαλή, ροδοκόκκινη φωτιά. Στο χωράφι έχουν απομείνει οι σταχομαζώχτρες. Το περιμάζεμα των υπολοίπων της σοδειάς συνιστά εργασία δίχως ιδιαίτερη σπουδαιότητα, συγκριτικά με τις υπόλοιπες αγροτικές δουλειές – το όργωμα, το αλώνισμα, τη σπορά, το θερισμό. Μα οι σταχομαζώχτρες σκύβουν πάνω από τη γη, αναζητώντας σπόρους, τα χέρια τους αγγίζοντας το χώμα, τα μάτια τους στο έδαφος, προσηλωμένα, περισυλλέγοντας τον πολύτιμο καρπό. Ο ήλιος χύνει πάνω τους το ακτινοβόλο φως του, περιλούζοντας τις γυναίκες με μια ερυθρή, ζεστή απόχρωση. Ζεστή σαν το αιώνιο φως που σκορπίζει εύθυμο στις αυλακιές της γης.

Η σκηνή της εργασίας φαντάζει ιερή. Ο φωτισμός θυμίζει εκκλησία υπαίθριου χώρου – δίχως τοίχους και εικονίσματα, με μοναδικές αναθυμιάσεις της εκείνες του νοτισμένου χώματος και των πολύτιμών του σπόρων. Οι αγρότισσες φαντάζουν ως αρχετυπικές φιγούρες, μεγαλοπρεπείς μέσα στην ταπεινή τους εργασία – η οποία πλέον μόνο ταπεινή δεν μοιάζει. Αντίθετα, έχεις την αίσθηση πως ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια σου μια αιώνια σκηνή. Διαχρονική μέσα στην απλότητά της.

Αυτό υπήρξε το μεγαλείο του ξακουστού αυτού έργου του Ζαν Φρανσουά Μιγέ. Ένα έργο που προσέδωσε μια αίσθηση παγκοσμιότητας στις ανώνυμες αυτές γυναίκες των χωραφιών, οι οποίες, πλέον, έπαυαν να ανήκουν στο παρασκήνιο της ιστορίας. Μια φορά κι έναν καιρό η Τέχνη απεικόνιζε την περίλαμπρη φιγούρα του Χριστού, τους άγιους, τους ημίθεους, τους ήρωες, τους βασιλείς. Μα ήταν πια καιρός ο ήλιος της τέχνης να φωτίσει τις γυναίκες, που με μόχθο και ιδρώτα, αποσπούσαν της γης τον πολύτιμο καρπό.

Και δες… Μοιάζουν με θεές.



78 # Gustave Courbet – Οι Εργάτες Που Σπάζουν Πέτρες (Les Casseurs de pierres, 1849)





Πρώτος ο Γκυστάβ Κουρμπέ χρησιμοποίησε τον όρο «Ρεαλισμός» για να περιγράψει την τέχνη του. Ένας μοναχικός περιπατητής, επιλέγοντας να ντύνεται απλά και να περιφέρεται σαν αλήτης, ανήκε στους ζωγράφους που αψήφησαν τα κυρίαρχα ρεύματα της εποχής τους και επέλεξαν τον ξεχωριστό, ολόδικό τους δρόμο. Τι σχέση μπορεί να έχω εγώ με όλους αυτούς τους δήθεν κύριους που μιλούν για Τέχνη στα πανεπιστήμια, διδάσκοντας κανόνες και αρχές με περισπούδαστο ύφος, μα αγνοώντας την αληθινή πραγματικότητα, την αυθεντικότητα της φυσικής ζωής – έτσι ίσως σκεπτόταν. Βαθιά επηρεασμένος από τον Μιγέ και τη φυσική απόδοση των θεμάτων του, ο Κουρμπέ αγαπούσε το απλό και ανεπιτήδευτο. Παράλληλα επιθυμούσε να αφυπνίσει τον κόσμο, παρουσιάζοντας την πραγματικότητα της εποχής του, επιλέγοντας θέματα παρμένα από το φυσικό περιβάλλον και τους ανθρώπους που εργάζονταν σε αυτό.

Λίγα έργα των καιρών απεικονίζουν με τόσο πειστικό τρόπο την εργατιά όπως «Οι Εργάτες Που Σπάζουν Πέτρες». Ο ένας νέος και ο άλλος ηλικιωμένος, η πλάτη τους γυρισμένη, αφοσιωμένοι αμφότεροι στη σκληρή δουλειά τους, οι εργάτες του Κουρμπέ θυμίζουν τις σταχομαζώχτρες του Μιγέ. Αισθάνεσαι πως συμπυκνώνουν την ουσία όλης της Εργατιάς, όλων των εποχών. Πως συνιστούν διαχρονικές φιγούρες, πέρα από τόπους και εποχές, ο επίμοχθος κόπος των οποίων συμπεριλαμβάνει κάθε σταγόνα ιδρώτα, κάθε ανώνυμου εργάτη, από τις απαρχές της ανθρωπότητας.



79 # Νικηφόρος Λύτρας – Τα Κάλαντα (1872)






Τα «Κάλαντα» είναι ένα από τα αγαπημένα μου έργα, όλων των εποχών. Ο Νικηφόρος Λύτρας ανήκε στη λεγόμενη «Σχολή του Μονάχου» και τα έργα του παρουσιάζουν μοναδικές ηθογραφικές όψεις της εποχής του, βαθιά νατουραλιστικές και πιστές στην πραγματικότητα που απεικόνιζαν. Παράλληλα όμως διαπνέονται από μια σχεδόν μαγική διάθεση, προσδίδοντας τους έναν αέρα παγκοσμιότητας, μια αίσθηση βαθιά διαχρονική, αγγίζοντας τα όρια του συμβολισμού.

Τα «Κάλαντα» τα συμπεριλαμβάνουν όλα αυτά. Και τη φυσική απόδοση της καθημερινότητας, και μια υπεραισθητή διάθεση συνάμα, ικανή να σε ταξιδέψει σε μια άλλη, αγνότερη εποχή. Τότε που έβλεπες τα παιδιά να ξεχύνονται να πουν τα κάλαντα κραδαίνοντας τα μουσικά τους όργανα, ξεσηκώνοντας τους κατοίκους του χωριού με τις εύθυμες φωνές τους, γυρίζοντας από πόρτα σε πόρτα αποζητώντας την ευλογία της νοικοκυράς και ίσως κάποιο γλύκισμα. Ο μελαψός μικρός τυμπανιστής γελάει, αποκαλύπτοντας πως το πνεύμα των γιορτών δεν γνωρίζει εθνικότητες ή σύνορα, ενώ η μητέρα παρακολουθεί χαρούμενη κρατώντας το μωρό. Ο χώρος διακοσμείται με μια σειρά αινιγματικών αντικειμένων, όπως ένα άγαλμα που θυμίζει τη Νίκη της Σαμοθράκης, ή ένα ξερό δέντρο στο βάθος. Χωρίς να ξέρουμε ποια είναι η σημασία τους, γνωρίζουμε πως σίγουρα επιτελούν κάποιο σκοπό.

Και εμείς παρακολουθούμε με λαχτάρα τη σκηνή, σαν το αγοράκι που κρυφοκοιτάζει στο βάθος. Και ευχόμαστε να ήμασταν, με κάποιο τρόπο, μέρος της…

Περισσότερα για «τα Κάλαντα» μπορείτε να διαβάσετε σε ένα παλιότερο μου κείμενο, εδώ:





Προς μια νέα απεικόνιση της Φύσης



Κάπου στα μισά του 19ου αιώνα η Δύση ανακάλυψε τον κόσμο της Ιαπωνίας. Έναν κόσμο που ξεδιπλωνόταν στα βάθη του χρόνου σαν τα ανθισμένα κλαδιά μιας Sakura – μιας χαρακτηριστικής ιαπωνικής κερασιάς. Ένας κόσμος που ανέβλυζε μυρωδιές γονιμοποιημένης γης και λάμψη ροδοκόκκινου φωτός. Ήταν η εποχή που η χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου άνοιξε επιτέλους τα εμπορικά σύνορά της στη Δύση, δίνοντας διέξοδο στις δυνάμεις του εκσυγχρονισμού που θα κατέκλυζαν την Ιαπωνία τα προσεχή χρόνια. Μα πριν υιοθετήσουν οι Ιάπωνες το δυτικό λεξιλόγιο της ανάπτυξης και της βιομηχανίας, έμελλε να αποτυπώσουν το στίγμα τους στη δυτική τέχνη, επηρεάζοντας καθοριστικά τη μελλοντική της πορεία.

Δεν ήταν παρά έργα που αναπαράγονταν πάνω σε φτηνά χαρτιά. Χαρτιά που τυλίγονταν γύρω από κιβώτια, κιβώτια που προορίζονταν για καράβια που μετέφεραν εμπορεύματα στη Δύση. Και τα κιβώτια αυτά, με τα αναλώσιμά τους αντικείμενα, τα προορισμένα για άμεση κατανάλωση, παρουσίαζαν στην εξωτερική όψη τους υπέροχα βουνά και ρωμαλέα δέντρα, πολύβουες θάλασσες και ανθισμένες πολιτείες. Σχέδια με φινέτσα και μεράκι, που αποκάλυπταν πηγές χαμένες στα βάθη του χρόνου και της παράδοσης, φτάνοντας ως τις ρίζες της κινεζικής τέχνης – της πρώτης και βασικής πηγής έμπνευσης των Ιαπώνων.

Πόσο υπέροχα, αλήθεια, ήταν αυτά τα περιτυλίγματα! Πόσο ανούσιο το εσωτερικό φορτίο τους!

Κάπως έτσι λοιπόν, παρατημένη ίσως στη γωνιά μιας προκυμαίας, ανακάλυψαν οι δυτικοί την τέχνη του Ukiyo-E. Στα ελληνικά μεταφράζεται ως «εικόνα του επιπλέοντος κόσμου». Στην αυθεντική τους μορφή συνιστούσαν έργα χαραγμένα πάνω σε ξύλο, παρουσιάζοντας εικόνες της καθημερινότητας, δίνοντας έμφαση στα τοπία και τη φύση. Χαρακτηρίζονται από τα πλούσια τους χρώματα, το έντονο περίγραμμα, την σχεδόν επίπεδη προοπτική, την αίσθηση μιας αρχέγονης αρμονίας. Παρατηρώντας τις ξυλογραφίες του Ουκίγιο-Ε σχεδόν αισθάνεσαι πως βυθίζεσαι σ’ έναν κόσμο ήρεμης απλότητας, σοφό και παιχνιδιάρικο ταυτόχρονα, ένα σύμπαν γαλήνιας ομορφιάς. Μιας ομορφιάς ανεπιτήδευτης και γι’ αυτό αυθεντικής. Γιατί η ομορφιά έκανε πάντα πετυχημένο ταίρι με την απλότητα, τότε, τώρα και για πάντα.

Στην πορεία του αφιερώματος θα διαπιστώσουμε πόσο πολύ επηρέασαν τους δυτικούς ζωγράφους τα ιαπωνικά αυτά χαρακτικά. Προς το παρόν ας δούμε δύο από τους σημαντικότερους τους εκπροσώπους.



80 # Hokusai Katsushika – The Great Wave (1830)






Ακόμα και κόσμος που δεν ασχολείται με την ιστορία της τέχνης, πιθανό να γνωρίζει το περίφημο αυτό έργο. «Το Μεγάλο Κύμα» του Χοκουσάι ανήκει στα πιο ξακουστά ιαπωνικά χαρακτικά όλων των εποχών. Πρόκειται για ένα έργο επιβλητικό μέσα στην απλότητά του. Τα θαλάσσια κύματα υψώνονται σαν αφρισμένα όρη, οι αφροί τους μοιάζοντας με χέρια, τινάσσοντας ορμητικά το φουρτουνιασμένο σώμα τους πάνω στις ξύλινες βάρκες. Η φύση παρουσιάζεται σε όλη τη μεγαλοπρέπειά της, ενδεδυμένη με περίλαμπρα χρώματα, αρμονική μέσα στην αρχέγονη βοή της, παντοδύναμη μέσα στην αιώνια της απλότητα.

Σε αντίθεση με τοπία σαν εκείνα που ζωγράφισε, την ίδια περίπου εποχή, ο Τέρνερ (βλέπε έργο #68, στο 2ο μέρος του αφιερώματος < κλικ), η φουρτούνα δεν αποσκοπεί να φανεί «ρεαλιστική». Δεν υπάρχουν περίτεχνα εφέ εδώ, ούτε κάποια απόπειρα να αποδοθούν οι καιρικές συνθήκες. Σε έναν κόσμο που ανακάλυπτε πλέον τη Φωτογραφία, η τέχνη συνειδητοποιούσε πως δεν χρειάζεται πια να είναι «φωτογραφικά ρεαλιστική». Αν γυρεύουμε μια πιστή αποτύπωση της πραγματικότητας, υπάρχουν οι κάμερες γι’ αυτό. Η ζωγραφική μπορεί να πάει παραπέρα – και όπως άλλοτε, να απεικονίσει την αρχέγονη πραγματικότητα πίσω από τα φαινόμενα. Να αφουγκραστεί τον αιώνιο παλμό πέρα από το παιχνίδι της αδιάκοπης μεταβολής των πάντων.

Η επίτευξη της απλότητας κάποιες φορές είναι το πρώτο βήμα. Γιατί η βαθύτερη αλήθεια, όσο ακατανόητη και αν είναι, όσο αινιγματική και αν είναι, άλλο τόσο απλή είναι κάποιες φορές.



81 # Ando Hiroshige – Sudden Shower at Shono Station (1833)







Κάπου ξεσπάει μια ξαφνική μπόρα. Οι χωρικοί τρέχουν να προφυλαχτούν, τα μακριά καπέλα τους ξεχωρίζοντας σαν ήλιοι που παραδέρνουν στη βροχή, απορώντας πως γίνεται και έχασαν το δρόμο. Ο ουρανός γκρίζος, ο ορίζοντας θαμπός, ανεμοδαρμένα δέντρα που χάνονται στα βάθη. Λεπτές διαγώνιες γραμμές απεικονίζουν τη βροχή που πέφτει καταρρακτωδώς. Η σύνθεση ξεχειλίζει κίνηση και ενέργεια.

Ταυτόχρονα πρόκειται για ένα έργο μοναδικά αληθοφανές, μέσα στην απλότητά του. Δεν βλέπουμε παρά τις πλάτες των χωρικών που τρέχουν. Οι καιρικές συνθήκες παρουσιάζονται με τρόπο απολύτως πειστικό, μα ταυτόχρονα απλό στην εκτέλεσή του. Ήταν πραγματικός μάστορας ο δημιουργός του έργου, Χιροσίγκε, κατορθώνοντας να πετύχει ένα τόσο ρεαλιστικό αποτέλεσμα, με έναν τόσο μινιμαλιστικό τρόπο. Ταυτόχρονα δεσπόζει ως κεντρικό θέμα το τοπίο – οι άνθρωποι δεν συνιστούν παρά μέρη του, όπως τα φυτά, τα δέντρα και η βροχή. Μα το τοπίο δεσπόζει πάνω απ’ όλα. Η υπέροχη φύση, τα αιώνια καιρικά φαινόμενα.

Στη Γαλλία μια ομάδα ανήσυχων καλλιτεχνών θα έβλεπαν έργα όπως αυτό του Χιροσίγκε και θα απέμεναν έκθαμβοι. «Δες πόσο απλά και λιτά κατορθώνει να αποδώσει πράγματα που εμείς τόσο πολύ κουράζουμε!», φαίνεται πως σκέφτηκαν. Η κυριαρχία του τοπίου, έναντι των ανθρώπων, τους ενέπνευσε. Ταυτόχρονα τους επηρέασε βαθιά η απεικόνιση των καιρικών συνθηκών, με έναν τρόπο που έμοιαζε άμεσος, ευθύς, κόντρα στις συμβατικότητες που γνώριζαν. Από την ομάδα αυτή ξεφύτρωσαν, σαν άλλα γιαπωνέζικα λουλούδια, οι Ιμπρεσιονιστές.

Μεταξύ άλλων επηρεάστηκε και ένας ακόμα ζωγράφος, από την αντίπερα όχθη του Ειρηνικού ωκεανού. Ένας Αμερικανός ονόματι Τζέιμς Γουίστλερ.



82 # James McNeill Whistler – Symphony In White, No. 2: The Little White Girl (1864)






Ένα κορίτσι ντυμένο σε ένα λευκό φόρεμα ατενίζει μελαγχολικά τον καθρέφτη. Στα χέρια της μια ιαπωνική βεντάλια. Δεξιά της σύνθεσης ξεχωρίζουν λεπτοκαμωμένα λουλούδια κι ένα βάζο, όλα δείχνοντας να έχουν έρθει απ’ τη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου. Η Δύση κοιτάζει το είδωλο της στον καθρέφτη και αναστενάζει, ενώ ο κόσμος της Άπω Ανατολής δεσπόζει γύρω της σε αντικείμενα και σύμβολα. Ένας κόσμος μακρινός κι εξωτικός, θυμίζοντας ίσως κάποια εποχή που χάθηκε για πάντα. Ή μια εμπειρία που δεν κερδήθηκε ποτέ, καταχωνιασμένη σ’ εκείνο το μεγάλο μπαούλο των ανεκπλήρωτων πόθων.

Ποιος ξέρει.

Ο Αμερικανός Τζέιμς Γούιστλερ ήταν βαθιά αντισυμβατικός για τα δεδομένα των καιρών του. Από τους πρώτους «μοναχικούς καλλιτέχνες» της γενιάς του (θα ακολουθούσαν πολλοί ακόμα), επιθυμούσε να υπερβεί τα καθιερωμένα αισθητικά πρότυπα και να θέσει νέα δεδομένα. Αδιάφορος απέναντι στο συναισθηματικό θέμα των έργων και αντίθετος σε κάθε λογής ρομαντισμούς, εξέφραζε το λεγόμενο «αισθητικό κίνημα» στην τέχνη – εκεί που μόνο η τέχνη έχει σημασία, όχι το περιεχόμενο ή το θέμα της.

Ας το επαναλάβω. Το θέμα δεν ενδιέφερε τον Γουίστλερ – από αυτήν την άποψη η πρώτη παράγραφος που διαβάσατε πάνω, στην περιγραφή του έργου, αντανακλά απόλυτα τον συγγραφέα του κειμένου, όχι το δημιουργό του έργου! Για τον Γούιστλερ φαίνεται πως δεν είχε ιδιαίτερη σημασία η μελαγχολική ενατένιση του κοριτσιού – μα η απόλυτη λευκότητα του φορέματός του, τέτοια που τον ώθησε να ονομάσει το έργο «Συμφωνία σε Λευκό Νο. 2».



83 # James McNeill Whistler – Arrangement In Grey And Black (1871)







Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα ζωγραφικά παράδοξα των ημερών του. Το περιβόητο αυτό έργο, γνωστό σε τόσο κόσμο ως «Η Μάνα του Γουίστλερ» στην πραγματικότητα φέρει τον ξερό τίτλο «Σύνθεση Σε Γκρι Και Μαύρο»! Θα’ λεγε κάποιος πως βρισκόμαστε στον 20ο αιώνα και στην εποχή της αφηρημένης τέχνης – μα όχι, είμαστε ακόμα στο 1871 και στις ΗΠΑ. Μα αυτός ήταν ο Τζέιμς Γουίστλερ – αντισυμβατικός μέχρι το κόκαλο, περιφρονώντας τις συμβάσεις εκείνες που προσδοκούσαν να δώσει στο έργο του μια ονομασία τυπική και αναμενόμενη όπως «Η Μάνα Μου», ή «Μητέρα Που Ατενίζει», ή «Καθιστή, Αγέλαστη Μάνα», ή «Μοιάζει Με Την Πεθερά Σου», ή κάτι σχετικό.

Η μητέρα του προσέφερε στον Γουίστλερ το τέλειο μοντέλο για να απεικονίσει, μέσω αυτής, τη συσχέτιση των μαύρων με τους γκρίζους τόνους. Όλα αυτά σε μια σύνθεση που ξεχωρίζει η λεία επιφάνεια του τοίχου και το ορθογώνιο σχήμα του κάδρου. Σε συνδυασμό με την ακίνητη φιγούρα της μάνας μοιάζουν να αναβλύζουν με μια αρχέγονη, σιωπηλή σημασία. Ίσως είναι η αρχετυπική Μητέρα εκείνη που βλέπουμε στον πίνακα, το αγέρωχο βλέμμα της οποίας φανερώνει μια ήρεμη δύναμη. Ο Γούιστλερ δεν δίνει την απάντηση, προτιμώντας να εστιάσει στο αμιγώς εκτελεστικό κομμάτι της σύνθεσης του. Το μαύρο με το γκρι. Μια φυσική απλότητα που παραπέμπει στα ιαπωνικά χαρακτικά, που τόσο πολύ τον επηρέασαν.

Ποιος ξέρει που μπορεί να είχε εστιασμένο το βλέμμα της η μάνα του Γουίστλερ. Ευτυχώς βρισκόμαστε ακόμα στον 19ο αιώνα – και μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε πως ποζάρει για το έργο. Αν το πορτραίτο είχε γίνει 100 χρόνια μετά, μπορεί η μάνα να καθόταν με τόση προσήλωση βλέποντας τηλεόραση…



84 # Edouard Manet – Γεύμα στη Χλόη (Le Déjeuner sur l'herbe, 1862-63)






Μεταφερόμαστε στην καρδιά των εξελίξεων. Γαλλία, έτος 1863. Τότε ήταν που ο, σχετικά άγνωστος ακόμα, ζωγράφος, Εντουάρ Μανέ, παρουσίασε το έργο του "Γεύμα στη Χλόη", μπροστά από ένα έκπληκτο κοινό. Οι κριτικοί δεν πίστευαν στα μάτια τους. "Τι έργο είναι αυτό, που τολμά να απεικονίζει μια γυμνή γυναίκα με τέτοιο ξεδιάντροπο τρόπο! Μα που έφτασε η τέχνη επιτέλους!". Τέτοια έλεγαν οι κριτικοί, το στόμα τους στραβό σε μορφασμούς αποδοκιμασίας - τα μάτια τους όμως καρφωμένα πάνω στη σκανδαλιστική, γυμνή φιγούρα, ρουφώντας κάθε λεπτομέρεια της ευτραφούς φιγούρας της.

Θα πει κανείς πως η ιστορία της ζωγραφικής έβριθε από γυμνά - η εκτεθειμένη σάρκα σε μια αναγεννησιακή αίθουσα του Λούβρου, για παράδειγμα, θα μπορούσε να βάψει κόκκινη μια παραλία γυμνιστών από την ντροπή της. Μα το στοιχείο που ενόχλησε τον κόσμο δεν ήταν το γυμνό - ήταν το ευρύτερο του πλαίσιο: Η γυναίκα, όχι κάποια θεά ή ένα μυθολογικό πρόσωπο, μα μια φιγούρα της καθημερινότητας, παρουσιάζεται γυμνή, ενώ περιβάλλεται από ντυμένους στη τρίχα και ευυπόληπτους κυρίους! Οι κύριοι φαίνεται να έχουν εμπλακεί σε συζήτηση ο ένας με τον άλλον και η γυναίκα, θέλοντας φαίνεται να περάσει την ώρα της, στρέφει το βλέμμα της πέρα - προς εμάς, κοιτάζοντας μας ευθεία μες στα μάτια.

"Απορρίπτεται!", έκραξαν με μια φωνή οι ευερέθιστοι - και ερεθισμένοι - κριτικοί. Το έργο επιλέχτηκε να παρουσιαστεί στο λεγόμενο "Salon des Refuses", ή αλλιώς, την Έκθεση των Απορριφθέντων, όπως ονομάστηκε. Μεταξύ των απορριφθέντων συγκαταλέγονταν και έργα κάποιων άσημων κυρίων με ονόματα όπως Ρενουάρ, Πισαρό, Σεζάν και Γουίστλερ.

Η έκθεση άνοιξε τις πύλες της στον κόσμο και, σύμφωνα με τον συγγραφέα Εμίλ Ζολά, οι αίθουσες της ήταν "κατάμεστες με τα γέλια του κοινού".

Τι είχε πει ο ίδιος ο Μανέ για τους κριτικούς που είχαν απορρίψει το έργο του; Η απόφαση τους δεν του προκάλεσε καμία εντύπωση. "Δε θα μπορούσα να φανταστώ κανένα από τα μέλη της επιτροπής να κάνει πικνίκ στην εξοχή με μια γυμνή γυναίκα", είπε. 

Και συμπλήρωσε: "Ή μάλλον, δεν θα μπορούσα να φανταστώ καμιά γυμνή γυναίκα να κάνει πικνίκ μαζί τους".



85 # Edouard Manet – Ολυμπία (Olympia, 1863)






Απτόητος ο Εντουάρ Μανέ αποφάσισε να δημιουργήσει ένα ακόμα σκανδαλιστικό έργο. Ένα έργο το οποίο παρουσίαζε μια γυναίκα που ονομαζόταν “Ολυμπία”, σε όλη την προκλητική, γυμνή της δόξα. Ωστόσο “Ολυμπία” στο Παρίσι της δεκαετίας του 1860 ήταν ένα όνομα που ταυτιζόταν με τις πόρνες. Και τα πλήθη αγανάκτησαν. Και η οργή των ευυπόληπτων αστών με τα ψηλά καπέλα και των καθώς πρέπει κυράδων τους έζεχνε σαν ατμός από καζάνι. “Τι πράγματα είναι αυτά! Τι πρότυπα παρέχουν στα παιδιά μας! Που πήγε λοιπόν η υψηλή τέχνη των λεπτεπίλεπτων αισθήσεων, των ανωτέρων συγκινήσεων; Μα γυναίκες του δρόμου, που τολμούν να ποζάρουν με τέτοιο ξεδιάντροπο ύφος, λες και είναι αρχόντισσες; Αίσχος!”, κακάριζε μαζικά όλο το κοτέτσι.

Ω, τι όμορφη εποχή για την τέχνη! Τώρα πλέον παρουσίαζε τα πράγματα με την πραγματική τους όψη, πέρα από μυθοπλασίες και εξιδανικεύσεις. Ήταν πια καιρός...

Η “Ολυμπία” αντλεί το πρότυπο της σύνθεσής της από τις αντίστοιχες πόζες των αναγεννησιακών “Αφροδιτών”, που πρώτος καθιέρωσε ο Τζορτζόνε και επέκτεινε ο Τιτσιάνο (βλέπε έργο #27 τουπρώτου μέρους του αφιερώματος < κλικ). Η κοιμωμένη Αφροδίτη του Τζορτζόνε ήταν βυθισμένη, σαν σε όνειρο, στον κόσμο των μύθων. Η ομορφιά της δεν ήταν προκλητική, γεφύρωνε ωστόσο τον κόσμο των θεών με τη γήινη σφαίρα, χαμένη σ' ένα αρχέγονο μυστήριο.

Η “Αφροδίτη του Ουρμπίνο” του Τιτσιάνο ξεχώριζε ως το προκλητικότερο γυναικείο γυμνό της εποχής της – το χυτό, αισθησιακό της σώμα, η αίσθηση πως αντικρίζουμε για πρώτη φορά μια αληθινή γυναίκα και όχι ένα μυθολογικό πρότυπο, η αντιπαραβολή του γυμνού κορμιού της με την ντυμένη υπηρέτρια, μα πάνω απ' όλα το βλέμμα που εξαπολύει απευθείας στα μάτια μας. Ναι, ο Τιτσιάνο είχε δημιουργήσει ένα πραγματικά καινοτόμο έργο.

Ο Μανέ ωστόσο έμελλε να προχωρήσει ακόμα περισσότερο. Το Παρίσι του 19ου αιώνα αναζητούσε τις Αφροδίτες της νέας εποχής. Μια εποχή διχασμένη ανάμεσα στις θύελλες της αστικοποίησης και στις υπομνήσεις ενός ρομαντικού παρελθόντος. Και αν η Γαλλία των καιρών εξέπνεε τον αέρα της τέχνης και του διαφωτισμού, η νύχτα της ήταν παραδομένη στην έκφυλη φωτιά των απολαύσεων. Η αρχαία θεά Αστάρτη των λαών της Μέσης Ανατολής είχε μετακομίσει στην γαλλική πρωτεύουσα. Δεν χρειαζόταν να ψάξει πολύ κάποιος για να εντοπίσει τις Αφροδίτες των σύγχρονων καιρών. Ήταν εκεί, στα καμπαρέ, στα κέντρα, στους στενούς νυχτερινούς δρόμους, φορώντας λουλούδια στα μαλλιά.

Λουλούδι σαν εκείνο που φέρει η “Ολυμπία” του Μανέ. Ένα λουλούδι, ένα βραχιόλι, ένας σπάγκος στο λαιμό και τα γοβάκια της. Τα μόνα ρούχα πάνω της.

Και αν η “Αφροδίτη” του Τιτσιάνο  έχει ως κατοικίδιο ένα μικρό σκυλάκι, εκείνη του Μανέ προτιμά μια μαύρη γάτα. Το βλέμμα της γάτας εξαπολύει λάμψεις στο σκοτάδι, όμοιο με το προκλητικό κοίταγμα της αφέντρας της.

Αναφερθήκαμε εκτενώς στο θεματολογικό μέρος, μα δεν κάναμε καμιά αναφορά ως τώρα για το τεχνικό τμήμα του έργου του Μανέ. Κι όμως, τεχνικά υπήρξε εξίσου καινοτόμος. Οι πινελιές πάνω στον καμβά είναι περισσότερο ελεύθερες από ποτέ. Οι μεταβάσεις ανάμεσα στο φως και τις σκιές είναι απότομες, η αντιπαραβολή των έντονα λευκών τόνων με τους μαύρους δίχως ενδιάμεσα περάσματα – όμοια με την αντιπαραβολή της ολόλευκης Ολυμπίας με τη μαύρη υπηρέτρια – τα λουλούδια της οποίας (πιθανό από κάποιον γοητευμένο εραστή) αφήνουν ασυγκίνητη την αφέντρα της.

Με την ιδιαίτερη τεχνική του, ο Μανέ είχε πλέον προετοιμάσει το έδαφος για την έλευση του Ιμπρεσιονισμού.

Και η Ολυμπία μας κοιτάζει με αυθάδεια, επιδεικνύοντας δίχως καμιά ντροπή το γυμνό της σώμα, όπως κάποιος πολεμιστής επιδεικνύει το σπαθί του. Οι καιροί είχαν πια αλλάξει...



Συνεχίζεται…



Η διαδρομή μας δεν τελείωσε ακόμα! Ίσα που κάνουμε ένα διάλειμμα… Μπορείτε να διαβάσετε το τέταρτο και τελευταίο μέρος του αφιερώματός μας στον ακόλουθο σύνδεσμο:


100 Έργα Ορόσημα στην Ιστορία της Ζωγραφικής, μέρος IV




21 Σεπτεμβρίου 2015

Ένα ρομαντικό πρωτοβρόχι





Ομολογώ περίμενα κάπως πιο ρομαντικό το “φθινοπωρινό πρωτοβρόχι”! Ποτάμια οι δρόμοι, θα τους ζήλεψαν σίγουρα οι εκπρόσωποι του “Ποταμιού” (κρίνοντας από τα χθεσινά τους ποσοστά). Κόσμος απορημένος να γυρνά, κάποιοι δίχως ομπρέλα, όλοι με την ίδια σκέψη: “τι στο διάολο, μέχρι χθες βράδυ σκάγαμε στη ζέστη!”. Περπατούσα έξω και ανάσαινα μ' ευχαρίστηση τη βροχινή ατμόσφαιρα. Τι όμορφη αίσθηση, σκεφτόμουν – μέχρι που ο άνεμος έπαιρνε πέρα την ομπρέλα και λουζόμουν με μια γερή δόση βροχής.

Το λεωφορείο κατέφτασε με αρκετή καθυστέρηση. Αρκετός κόσμος μέσα, νέοι, γέροι, σαν λαθρεπιβάτες στη βάρκα που αμόλησε ο ήλιος στη φουρτούνα. Κάποιες ηλικιωμένες είχαν ανέβει τυλιγμένες με σακούλες “Σκλαβενίτης”. Έτοιμες για το σπιτικό τραπέζι. Δεν είχε περάσει ούτε ένα λεπτό, όταν το λεωφορείο σταμάτησε καταμεσής του δρόμου – κι ενώ πίσω τα αμάξια κόρναραν. Κάποιος είχε παρκάρει το αυτοκίνητό του ακριβώς στη μέση, με τα φώτα αναμμένα, και ήταν αδύνατο να προχωρήσουμε. Έξω δέσποζε το σουπερμάρκετ – προφανώς ο άγνωστός μας φίλος είχε τη φαεινή ιδέα να “πεταχτεί στα γρήγορα να αγοράσει κάτι” - πέντε λεπτάκια μωρέ. Τι είναι πέντε λεπτάκια για να αγοράσω λίγα μακαρόνια μπροστά στην αιωνιότητα – ας περιμένουν και αυτοί οι ανυπόμονοι οδηγοί – ας απολαύσουν τη βροχή, το σφύριγμα του ανέμου.

Το λεωφορείο είχε σκαλώσει· ο άγνωστος επιβάτης δεν έδινε κανένα σήμα ζωής. Ως συνήθως οι μεσήλικες επιβάτισσες άρχισαν τα αποδοκιμαστικά “τσκ τσκ”. Τότε ακούσαμε κάποιον να λέει “να' τος, έρχεται”! Κοιτάξαμε όλοι στο παράθυρο. Ένας χοντρός τύπος, δίχως ομπρέλα, ερχόταν βιαστικός πλατσουρίζοντας στη βροχή, το βάδισμά του άχαρο, ατσούμπαλο. “Αυτός είναι”, είπαν κάποιοι επιβάτες, βέβαιοι πως η εμφάνισή του ανταποκρινόταν στην ανεύθυνη πράξη να αφήσεις το αμάξι σου καταμεσής του δρόμου. Ένας λεπτοκαμωμένος γέρος με κασκέτο χτύπησε με νόημα το παράθυρο και του έκανε εμφατικά τη χειρονομία της Μαλακίας. Οι επιβάτες σκάσαμε στα γέλια. Τότε ο χοντρός προσπέρασε το επίμαχο όχημα και σκαρφάλωσε σ' ένα φορτηγό που βρισκόταν στην αριστερή πλευρά του δρόμου. “Λάθος άνθρωπο κατηγορήσαμε!”, είπε μια γυναίκα. “Όχι, όχι, φταίει κι αυτός”, είπε μια άλλη. “Φταίει και ο ένας και ο άλλος – και οι δύο έκλειναν το δρόμο”, επανέλαβε με έμφαση, η φωνή της αυστηρή, Φωνή της Κρίσης, σαν δασκάλα που σε αποπαίρνει γιατί ανακάλυψε το σκονάκι κάτω απ' το τραπέζι.

Το λεωφορείο ακόμα να πάρει μπρος. Οι επιβάτες άρχισαν να αναπτύσσουν τις γνωστές δημόσιες σχέσεις που πάντα ξεφυτρώνουν σε τέτοιες περιστάσεις. “Μα αν είναι δυνατόν”. “Τι πράγματα είναι αυτά”. Κάπου αναφέρθηκε ο Τσίπρας, μπας και άλλαζε κάτι με αυτόν. Ένας κύριος πετάχτηκε τότε “δεν είναι ο Τσίπρας, δεν είναι κανένας απ' αυτούς. Εμείς είμαστε! Εμείς! Αν εμείς δεν μάθουμε αλλιώς, αν δεν αποκτήσουμε τρόπους, τίποτα δεν θ' αλλάξει!”, είπε.

Και γω σιωπηλά συμφώνησα μαζί του. Καλά τα είπες φίλε μου, σκέφτηκα.

Τελικά βγήκε απ' το σουπερμάρκετ ένας γέρος και πλησίασε στο αμάξι. “Να, αυτός είναι”, έκαναν οι επιβάτες, τρώγοντάς τον με τα μάτια τους. “Τελικά γέρος ήταν”. “Ρε τους παλιόγερους”, είπαν κάποιοι – ηλικιωμένοι κι αυτοί. Ο γεράκος με το κασκέτο δεν έχασε την ευκαιρία. Σηκώθηκε όρθιος, χτύπησε το παράθυρο για να τραβήξει την προσοχή του οδηγού και επανέλαβε, με περίσσια θέρμη, τη χειρoνομία της Μαλακίας, συνοδεύοντάς τη με λόγια όπως “και με τα δύο χέρια!” και με μια απολαυστική, γεμάτη Μούντζα. Ο άλλος γέρος έξω του ανταπέδωσε τη μούντζα. “Να!”. “Εσύ να!”. Και εμείς να έχουμε πλαντάξει στο γέλιο, το λεωφορείο να σείεται απ' το γέλιο και τη βροχή.

Μ' αυτά και μ' αυτά ξεκίνησε πάλι· μιας κοπέλας η ομπρέλα σκάλωσε στην πόρτα και μάταια προσπαθούσε μετά να την ισιώσει. Μια άλλη που στεκόταν όρθια δίπλα μου έχασε την ισορροπία της και έπεσε πάνω μου. “Αχ, συγγνώμη!”, μου λέει κοκκινίζοντας (κάτι που σπάνια βλέπω σε κοπέλες). Καθόλου άσχημη, σκέφτηκα. Τελικά αυτή η μέρα είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. “Σήμερα τίποτα δεν μου κάνει εντύπωση”, της είπα χαμογελαστός.

Κάποια στιγμή έφτασα στον προορισμό μου. Χρειαζόσουν σχεδία για να διασχίσεις τους δρόμους, ενώ αρκετά από τ' αμάξια, ως συνήθως, έτρεχαν αδιαφορώντας απολύτως για τους πεζούς. Μάταια αποπειράθηκα να περάσω ένα δρόμο στις μύτες των ποδιών μου – σύντομα έμελλε να νιώσω την ευχάριστη αίσθηση των καταβρεγμένων παπουτσιών. Κι όμως, το απολάμβανα, για κάποιο λόγο. “Όλα είναι θέμα οπτικής γωνίας τελικά”, σκεφτόμουν, ενώ βάδιζα ανάλαφρα. Και πάνω που έκανα αυτή την ικανοποιητική σκέψη παραλίγο να φάω μια γλίστρα και να πέσω όλος χάμω.

Ώσπου κάποια στιγμή έφτασα, η γούνα μου βρεγμένη, η σκέψη μου ν' αρμενίζει σαν καράβι σε βροχερή ακτή – και είπα να γράψω αυτό το αυθόρμητο κείμενο.

Μέχρι χθες αναρωτιόμασταν πότε θα λήξει αυτή η ζέστη. Και σήμερα κάποιοι μουτζώνουμε ο ένας τον άλλον στη βροχή, ενώ άλλοι γελάμε. Α – και ενδιάμεσα είχαμε εκλογές. Μια ομορφιά – και δεν μιλώ καθόλου ειρωνικά.


Καλή βδομάδα!



18 Σεπτεμβρίου 2015

Η Μόνη Σταθερά σου


Γάτος σε γραμμές ηλεκτρικού...




Έχω κάτι να σου πω και αν θες μπορείς ν’ ακούσεις. Αν αυτός ο νυχτερινός ψίθυρος των λόγων μου μπορεί να ακουστεί. Δεν θα σου πουλήσω συμβουλές, τις οποίες ούτως ή άλλως ίσως να μην τηρώ ο ίδιος. Δεν αμφισβητώ καθόλου πως η διέξοδος του ενός είναι το αδιέξοδο του άλλου· πως ο παράδεισος δεν είναι κοινός τόπος για όλους· κάποιοι μπορεί να τη βρίσκουν περισσότερο στην κόλαση – μόνο που δεν την ονομάζουν έτσι. Ό,τι παρέχει λύσεις σε έναν, δημιουργεί προβλήματα στον άλλον. Αυτό το γνωρίζω καλά.

Μα μέσα στον συρφετό της σχετικότητας, σε αυτό το έδαφος που σείεται κάτω απ’ τα πόδια σου, στο κέντρο όλης αυτής της διαρκούς αβεβαιότητας, στο πάντα αμφίβολο τώρα που το διαδέχεται το πάντα άγνωστο αύριο… ε, κάποια πράγματα νομίζω πως είναι σταθερά. Σαν το κλαδί που γέρνει στον άνεμο – είναι εκεί, φυτρώνει στο έδαφος, αποζητά πάντα τον ήλιο. Ακόμα και αν το έδαφος τρίζει μόνιμα κάτω απ’ τα πόδια του, ακόμα και αν τα κλαδιά του ξεγυμνώνονται. Νομίζω πως μπορείς να εντοπίσεις κάποιες σταθερές.

Μια Σταθερά λοιπόν έχω να σου πω. Ίσως σου φανεί χιλιοειπωμένη, πιθανό να σκεφτείς πως δεν λέω τίποτα καινούργιο· μα δεν ξέρεις πως τα πάντα έχουν, ούτως ή άλλως, ειπωθεί; Πως το καινούργιο είναι η ανακάλυψη, εκ νέου, του παλιού; Η δημιουργία του απ’ την αρχή ξανά;

Ιδού λοιπόν αυτό που έχω να σου πω: Γνωρίζω πως ενίοτε κοιτάζεις πίσω σου· πως σκέφτεσαι πράγματα που έγιναν και θα επιθυμούσες να είχαν γίνει αλλιώς. Πως νιώθεις κάποιες φορές το παρελθόν να σε βαραίνει και σκέφτεσαι πόσο όμορφα θα ήταν αν γυρνούσες πάλι πίσω, με τα τωρινά μυαλά σου, και άλλαζες τα πράγματα. Δεν είναι τα νιάτα που φεύγουν – είναι οι επιλογές που έκανες, ή χειρότερα, εκείνα που δεν έκανες.

Ξέρω πως κάποιες φορές τα σκέφτεσαι αυτά – και νιώθεις άσχημα. Και αισθάνεσαι το παρελθόν να σε βαραίνει σαν τη μοίρα. Και ενώ το μέλλον απλώνεται μπροστά σου άγνωστο, δεκάδες πιθανοί δρόμοι που απλώνονται προς δεκάδες διαφορετικές κατευθύνσεις, το παρελθόν είναι πια ένας δρόμος και μόνο – ένας μοναδικός δρόμος που φτάνει ως εδώ που είσαι τώρα.

Σκέψου όμως: Κάποτε ήταν και αυτό παρόν. Κάποτε και αυτός ο μοναδικός δρόμος ήταν πολλοί διαφορετικοί δρόμοι.

Το παρελθόν δεν αλλάζει. Πάει. Έγινε ό,τι έγινε. Έχεις όμως το παρόν σου – έχεις το Εδώ και Τώρα. Το Εδώ και Τώρα που κυλάει στα χέρια σου σαν τις σταγόνες του νερού που τρέχει. Εμπρός λοιπόν. Πιες – πιες από την πάντα ξέχειλη χούφτα του. Πιες γιατί σκορπάει.

Μην αφήσεις το παρόν σου να μετατραπεί κι αυτό σε παρελθόν για το οποίο, μελλοντικά, θα μετανιώνεις. Κάνε εκείνα ακριβώς που χρειάζεται ώστε να πεις, σε κάποιο πιθανό μέλλοντα χρόνο: «έκανα αυτό που ήθελα· έκανα αυτό που θεώρησα σωστό, με βάση τις δυνατότητες που είχα και τις συνθήκες που βρισκόμουν. Είμαι ικανοποιημένος με τις επιλογές μου. Δεν έχει σημασία το αποτέλεσμα. Σημασία έχει πως δεν τις σκόρπισα στον άνεμο».

Ξέρω· ξέρω πως δεν είναι το “ιδανικό παρόν” που ίσως, βαθιά μέσα σου, θα επιθυμούσες. Μα η επιθυμία αυτό ακριβώς είναι: η γέφυρα που μας συνδέει με το Κάτι Παραπάνω. Μια γέφυρα που πάντα θα υπάρχει – μα αυτός δεν είναι λόγος να προσπερνάς το τοπίο γύρω σου. Μπορεί να μην είναι το «ιδανικό» – μα έχει τα καλά του. Ασφαλώς και θα μπορούσε να είναι καλύτερο… Μα διεκδικώντας το καλύτερο ενός πιθανού μέλλοντος (μα μόνο πιθανού), πρόσεξε, γιατί μπορεί να λησμονήσεις το παρόν. Το Εδώ και Τώρα που σκορπάει. Γιατί αυτό έχεις.

Το Εδώ και Τώρα είναι η μόνη Σταθερά σου.

Αυτό είχα να σου πω.


~

12 Σεπτεμβρίου 2015

Βάλτε να Πιούμε... όπως παλιά





Τα όνειρα που βυζάξαμε με της καρδιάς μας το αίμα
πέταξαν και χαθήκανε μες της ζωής το ρέμα.
Μα τάχα εμείς παντοτινά τ’ άφταστα θα ζητούμε;

Βάλτε να πιούμε...

Τα περασμένα σβήσανε, το τώρα δε θα μείνει.
Τροφή των χοίρων έγιναν και οι πιο λευκοί μας κρίνοι.
Μα τάχα πρέπει τους νεκρούς αιώνια να θρηνούμε;

Βάλτε να πιούμε...

Αδέλφια κάτω η βάρκα μας στο μόλο μας προσμένει.
Ελάτε οι ταξιδιάρηδες να πιούμε συναγμένοι.
Στο περιγιάλι το φαιδρό ας γλεντοτραγουδούμε.

Βάλτε να πιούμε...

Τάχατε κι όποιος δε μεθά κι όποιος δεν τραγουδήσει
κι όποιος στ’ αγκάθια περπατά μια μέρα δε θ’ αφήσει
τ’ αγαπημένο μας νησί που έτσι γερά πατούμε.

Βάλτε να πιούμε...

Πες μας που πάει ο άνθρωπος τον κόσμο σαν αφήνει;
Πες μας που πάει ο άνεμος, που πάει η φωτιά σαν σβήνει;
Σκιές ονείρων είμαστε, σύννεφα που περνούμε.

Βάλτε να πιούμε...

Στο ξέχειλο ποτήρι μας είναι όλα εκεί γραμμένα.
Καπνοί `ναι τα μελλούμενα κι αφρός τα περασμένα.
Καπνός κι αφρός το γέλιο μας κι εμείς που τραγουδούμε.

Βάλτε να πιούμε...

Άκουσε δε βιαζόμαστε να φύγουμε βαρκάρη.
Μα σαν είναι ώρα γνέψε μας, δε σου ζητούμε χάρη.
Μα όσο να φύγεις πρόσμενε κι αν θέλεις σε κερνούμε.

Βάλτε να πιούμε...







Βάλτε να πιούμε. Κι ενώ τα Διάφανα Κρίνα μας θύμισαν στιγμές απ’ τα παλιά, μεθώντας τον κόσμο με ποίηση και νότες. Κι ενώ άναβαν φωτιές. Κι ενώ φαινόταν σαν να μην πέρασε μια μέρα. Κι ενώ ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, που ήταν ανάμεσα στους καλεσμένους της συναυλίας, μας υπενθύμισε, η φωνή του μια καταγγελία, πως τα μέλη του συγκροτήματος εργάζονταν για τρία ευρώ σε αμπέλια και delivery… εργάζονταν για να μπορούμε να έχουμε αυτή τη μουσική. Κι ενώ ο Θάνος Ανεστόπουλος μίλησε για τη «χώρα που μας διώχνει μακριά, μας κλωτσάει σαν τα σκυλιά και τους πρόσφυγές της»…

Βάλτε να πιούμε. Και ήπιαμε. Και μεθύσαμε στην υγεία του επανασυνδεδεμένου συγκροτήματος. Και ήταν εκεί ο Γιάννης Αγγελάκας, ήταν οι Last Drive. Και πλήθος κόσμου, παλαιότεροι – τους έβλεπες να ξέρουν απέξω κάθε στίχο – και νεότεροι. Κορίτσια που λικνίζονταν, τυπάδες που χτυπιόνταν. Συγκινημένοι. Με τον τρόπο τους, όλοι τους ευχαριστούσαν.

Και αφού τραγούδησε το «Βάλτε να Πιούμε», θυμάμαι πως ο Θάνος είπε στο μικρόφωνο, τρεις φορές: «Ζωή. Ζωή. ΖΩΗ».

Και η γιορτή δεν σταματά ποτέ.



Στο ξέχειλο ποτήρι μας είναι όλα εκεί γραμμένα.
Καπνοί `ναι τα μελλούμενα κι αφρός τα περασμένα.
Καπνός κι αφρός το γέλιο μας κι εμείς που τραγουδούμε.


Βάλτε να πιούμε...



ΥΓ – Τον Οκτώβρη με το καλό επιστροφή στα εδώ λημέρια με πολλά όμορφα πράγματα. Όχι ακόμα όμως. Ακόμα πίνουμε στην υγεία του καλοκαιριού που δεν τελειώνει.