27 Νοεμβρίου 2016

Οι 300 Καλύτεροι Δίσκοι της Δεκαετίας του 80 - μέρος 1





3… 2… 1… Back to the Eighties!!!

Αυτό είναι ένα αφιέρωμα που ήθελα από καιρό να κάνω. Ένα αφιέρωμα-κολοσσός, με δεκάδες φωτογραφίες, άφθονα link για videoclip και χιλιάδες λέξεις, που θα διαρκέσει μήνες και μήνες και μήνες ώσπου να ολοκληρωθεί! Η μουσική της δεκαετίας του 80 έχει τόσες και τόσες πτυχές, βλέπετε, που θα ήταν αδύνατο να τη χωρέσω σε ένα και μόνο άρθρο. Αντί να ετοιμάσω κάτι πρόχειρο λοιπόν, σκέφτηκα να το ευχαριστηθώ – και πιστεύω οι μουσικόφιλοι εκεί έξω θα το απολαύσετε παρέα μου. Και ας τραβήξει όσο καιρό θέλει – δεν βιαζόμαστε.

Τα Eighties – η εποχή του Ρέιγκαν και της Περεστρόικα, τα χρόνια της περιβόητης «Αλλαγής» (προς το χειρότερο), η αλαζονεία των Γιάπηδων, ο καιρός των πρώτων οικιακών υπολογιστών, τα Videoclub, τα μπλιμπλίκια, οι Σαπουνόπερες, οι καλτ ελληνικές ταινίες, το κιτς, η φριχτή μόδα των καιρών! Μα και μια κάποια αθωότητα, μια χαριτωμένη αφέλεια, συγκριτικά με τα ασύγκριτα πιο κυνικά Nineties που θα ακολουθούσαν…

Έχουμε ταξιδέψει ξανά στο παρελθόν στη Δεκαετία του 80 μέσα από το Λαγούμι, μα αυτή τη φορά αποφάσισα να εστιάσω αποκλειστικά στα μουσικά δρώμενα της συναρπαστικής αυτής δεκαετίας – αναμφίβολα η πιο αντιφατική και πολύχρωμη δεκαετία του 20ου αιώνα.

Ήμουν μικρός στα Eighties – η πρώτη δεκαετία της ζωής μου. Ίσα που ανέπνευσα τον αέρα των καιρών, ίσα που φέρνω στο μνημονικό μου εικόνες και αρώματα που μοιάζουν χαραγμένα σε κάποιο ασυναίσθητο βάθος μέσα μου. Μα έχω την αίσθηση πως ακόμα κι εκείνοι που δεν έζησαν καθόλου τα 80’s φέρουν κάτι από αυτά μέσα τους. Από πολλές απόψεις η σύγχρονη εποχή δεν είναι παρά η μακρόστενη ουρά εκείνων των χρόνων.

Μιλώντας με μουσική γλώσσα, η δεκαετία του 80 ήταν τα χρόνια του New Wave και της Synthpop· η εποχή της Euro-Pop και Italo Disco σκηνής – που έλαβε την τιμητική της στον ελληνικό καλτ κινηματογράφο των καιρών· τα χρόνια της καταξίωσης του Heavy Metal και των βασικών παρακλαδιών του· η εποχή του Gothic Rock και του Darkwave· η περίοδος που αναδείχτηκε, σταδιακά, η Acid House· η περίοδος που οι Pop stars εγιναν star του MTV· μα και τα χρόνια που αναπτύχθηκε, υπόγεια, η εναλλακτική/indie μουσική σκηνή· ήταν, τέλος, η εποχή που ανέδειξε την κουλτούρα του Χιπ Χοπ. Το τελευταίο ίσως αποτελεί και τη διαχρονικότερη μουσική κληρονομιά των καιρών.

Όσο αφορά τη δική μας, ελληνική μουσική σκηνή, τα 80s έφεραν σημαντικές ανακατατάξεις, αντανακλώντας το γενικότερο διχασμό μιας κοινωνίας σε μετάβαση. Από τη μία ήταν η ελαφρά (μα ακόμα χαριτωμένη) ποπ των καιρών, αλλά και η καταξίωση του θλιβερού φαινομένου των «Σκυλάδικων» (με τα οποία δεν θα ασχοληθώ). Από την άλλη η πλούσια σε βάθος (μα παραγνωρισμένη) ελληνική εναλλακτική και ροκ μουσική σκηνή, αλλά και κάποια στολίδια του λεγόμενου «Έντεχνου» χώρου. Στη διάρκεια του αφιερώματος (κυρίως στα επόμενα μέρη) θα μιλήσουμε για κάποιους απ’ τους σημαντικότερους δίσκους της ελληνικής ροκ, punk και εναλλακτικής σκηνής που είδαν στα 80’s (υπό αντίξοες συχνά συνθήκες) το φως του ήλιου.

Αυτά για εισαγωγή! Πάμε λοιπόν πίσω, κουρδίζοντας το ρολόι πίσω στην αρχή – στο έτος 1980. Λάβετε θέσεις… το ταξίδι ξεκινά!






I - 1980. Νέο κύμα, νέοι καιροί



Κάθε δεκαετία έχει την τάση να μπαίνει αισιόδοξα – το τελευταίο ίσως αποτελεί ψυχολογικό χαρακτηριστικό μας, αντίστοιχο με τις «υποσχέσεις για το Νέο Χρόνο» που συχνά δίνουμε (και εξίσου συχνά παραβλέπουμε στη συνέχεια).

Για τον κόσμο τα Eighties μπήκαν μάλλον άγαρμπα, σαν το πρωινό ξύπνημα που αισθάνεσαι πιασμένος. Οι σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ ήταν τεταμένες, ο Αγιατολάχ Χομεϊνί όξυνε τη σύγκρουσή του με τη Δύση, η Μάργκαρετ Θάτσερ συνέχιζε τη σκληρή πολιτική της, ενώ στον Περσικό Κόλπο Ιράκ και Ιράν εμπλέκονταν σ’ έναν μακροχρόνιο, επώδυνο πόλεμο. Η χώρα μας παρακολουθούσε τις εξελίξεις μουδιασμένη, μη γνωρίζοντας ως συνήθως που ανήκει, διχασμένη ανάμεσα στις παραδόσεις και την εξέλιξη.

Μα η μουσική των καιρών ήταν ανεβαστική – εδώ κι εκεί άκουγες μια φωνή να υφαίνει σκοτεινούς ψίθυρους στον άνεμο, μα δεν ήταν ο κανόνας. Η κυρίαρχη τάση της δεκαετίας θα ήταν εκείνη της διασκέδασης, του γλεντιού, των χρωμάτων και των φώτων. Είτε μιλάμε για τις ξέχειλες αρένες στις συναυλίες των Bon Jovi και των Motley Crüe, είτε για τα ποπ χιτ των Wham και της Madonna, είτε για τα ανεβαστικά συνθεσάιζερ της Synthpop, είτε ακόμα και για τα εγχώρια τραγούδια του Πασχάλη και της Αλέξιας, η ουσία είναι η ίδια. Τα 80s πολιτισμικά συνέχισαν εκείνο που αναδείχτηκε στο δεύτερο μισό των 70s: μια παράδοση στις απολαύσεις και τα πάρτι, στο χορό και το συναίσθημα. Τα 80s ήταν μια δεκαετία σε κίνηση, μια δεκαετία που ήθελε μονίμως να λικνίζεται (όχι πάντα με γούστο). A Decade In Motion.

Λες και ήθελε με αυτόν τον τρόπο να αποτινάξει τους βαρείς προβληματισμούς των περασμένων δεκαετιών. Φαινομενικά η πολιτικοποίηση παραχωρούσε τη θέση της στις απολαύσεις, η δεξιοτεχνία και τα πομπώδη μουσικά έργα των 70s στην αίγλη των μουσικών χιτ. Με την εμφάνιση του MTV η εικόνα άρχισε να παίζει όλο και μεγαλύτερο ρόλο, σε βάρος συχνά της μουσικής της ίδιας. Το τραγούδι των BugglesVideo Killed The Radio Star” ταυτίζεται με το νέο πνεύμα των καιρών, και όχι άδικα.

H Disco στα χαρτιά είχε πεθάνει – τουλάχιστον στην αυθεντική, αφροαμερικάνικη εκδοχή της. Μα το πνεύμα της ήταν ακόμα ζωντανό στις μουσικές τάσεις των καιρών και σύντομα έμελλε να μεταλαμπαδευτεί στην Ευρώπη. Πολλά από τα pop hits των καιρών φανερώνουν πως η επιρροή της Disco ήταν ακόμα αναμφισβήτητη.

Στη χώρα μας τα Eighties ήταν μια εποχή μουσικών φυλών, συνήθως αυστηρά διαχωρισμένων – μια τάση που έμελλε να ελαττωθεί μόνο στην εποχή του Ίντερνετ. Οι πανκς, οι ποπάδες, οι λαϊκοί, οι new-waveαδες, οι γότθοι, τα μέταλλα. Συχνά ενημερώνονταν για τις μουσικές εξελίξεις από τις λιγοστές μουσικές εκπομπές της τηλεόρασης και τον μουσικό τύπο των καιρών, μα και από στόμα σε στόμα – η ανταλλαγή κασετών έπαιζε το ρόλο που θα έπαιζε, στην εποχή μας, το μοίρασμα αρχείων στο διαδίκτυο. Στο σημερινό αφιέρωμα δεν θα μιλήσουμε πολύ για τις ελληνικές μουσικές εξελίξεις, μα θα επεκταθούμε στα επόμενα μέρη.




Pink Floyd



Μα τα 80s δεν ήταν μόνο χιτ και γλέντια. Με τον ερχομό της νέας δεκαετίας δύο δίσκοι μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον της σκεπτόμενης ροκ κοινότητας: Το “Wall” των Pink Floyd και το “London Calling” των Clash. Αμφότεροι είχαν κυκλοφορήσει την προηγούμενη χρονιά (το “London Calling” μόλις τον Δεκέμβρη του 1979), και για τυπικούς λόγους δεν τα περιλαμβάνω στη λίστα με τα 300 άλμπουμ. Μα, επί της ουσίας, ήταν δίσκοι που ανήκουν στη νέα εποχή και το 1980 ήταν η χρονιά τους.

ToWall” υπήρξε δίσκος που ταρακούνησε όσο λίγοι τα θεμέλια της μουσικής βιομηχανίας, θέτοντας σε αμφισβήτηση το οικοδόμημα πάνω στο οποίο έχει βασιστεί – και αποκαλύπτοντας την πραγματικότητα της μοναξιάς και της αλλοτρίωσης του σύγχρονου ανθρώπου. Όλα αυτά σε ένα μουσικό περίβλημα που έκανε (και κάνει ακόμα) θραύση στους ραδιοφωνικούς σταθμούς και τα μουσικά κλαμπ. Αυτή είναι και η παράδοξη αντίφαση αυτού του άλμπουμ. Όσο αφορά το “London Calling”, υπήρξε ένας πανκ δίσκος για μη πανκ ακροατές, ένα άλμπουμ που υπερέβη στερεότυπα και κατηγορίες και μπόλιασε τη μουσική δημιουργικότητα με ορισμένους απ’ τους εξυπνότερους πολιτικοποιημένους στίχους που γράφτηκαν ποτέ.

Το ανακάτεμα μουσικών ειδών από πολλές απόψεις υπήρξε χαρακτηριστικό της νέας εποχής και το κατεξοχήν μουσικό στυλ που επιδόθηκε σε αυτό το ανακάτεμα ήταν το New Wave. Συγκροτήματα όπως οι Blondie, οι Talking Heads, οι Police και οι Adam And The Ants είναι απόλυτα χαρακτηριστικοί της νέας δεκαετίας που ξημέρωνε. Συνεχίζοντας τις πειραματικές διαθέσεις του Post Punk μα φέροντας ένα Pop μουσικό περίβλημα και ξεπερνώντας τους μουσικούς διαχωρισμούς, επρόκειτο για ένα στυλ που είχε τόσες μορφές όσα και τα συγκροτήματά του. Δεν ήταν ροκ, δεν ήταν ποπ, δεν ήταν πανκ, δεν ήταν φανκ ή ρέγκε ή electro… ήταν New Wave και ενίοτε ήταν όλα αυτά μαζί. Εν έτει 1980 βρισκόταν στο απόγειό του.

Το 1980 ήταν η χρονιά που βγήκε από το τσόφλι του και ο νεοσσός του Heavy Metal – ένας νεοσσός με φωνή βροντερή σαν κεραυνό! Ασφαλώς η μέταλ μουσική δεν περίμενε τα 80s για να εμφανιστεί, όντας αναπόσπαστο μέρος μιας μεγάλης μερίδας των ροκ μεγαθηρίων των 70s – μα στα 80s ήταν που ανδρώθηκε, καταξιώθηκε, έχτισε την ταυτότητά της. Ποτέ δεν θα έφτανε ξανά την αίγλη εκείνων των καιρών.

Τυπικά λοιπόν το εναρκτήριο λάκτισμα δόθηκε με την κυκλοφορία της συλλογής “Metal For Muthas” του 1980 από την EMI. Η συλλογή περιελάμβανε κάποια νέα βρετανικά συγκροτήματα, ο ήχος των οποίων συνδύαζε τη μουσική τεχνική των hard rock groups των 70s με την ορμή του Punk και καθιερώθηκε ως “New Wave Of British Heavy Metal” – γνωστό με τη συντομογραφία ΝWOBHM. Ο νέος αυτός ήχος υπήρξε εξίσου ορμητικός με το πανκ, μα χαρακτηριζόταν από μεγαλύτερη μουσική δεξιοτεχνία, ενώ οι στίχοι του έδιναν λιγότερη έμφαση στον κοινωνικοπολιτικό παράγοντα και περισσότερη στην ατομική ελευθερία και τις τάσεις φυγής. Μεταξύ των συγκροτημάτων που έκαναν εκείνο τον καιρό την εμφάνισή τους ήταν οι Angel Witch, οι Tygers Of Pan Tang, οι Diamond Head, οι Girlschool, οι Saxon και οι Iron Maiden.

Τελικά δεν είχαν μπει άσχημα τα 80s – και αυτό ήταν μόνο η αρχή.




Iron Maiden - 1980


Τα Χιτ. Τι ακουγόταν το 1980



Οι σελίδες του ημερολογίου οδεύουν με ταχείς ρυθμούς προς τα πίσω. Ο υπολογιστής σου έχει παροδικά χαθεί, οι δεκάδες φάκελοι με τα mp3 το ίδιο, και τη θέση τους έχουν πάρει το πικάπ και οι δίσκοι. Δεν έχεις κινητό τηλέφωνο, δεν έχεις ίντερνετ και η τηλεόραση σου θυμίζει για ποιο λόγο την ονόμαζαν «το χαζοκούτι»: είναι ένα μεγάλο ξύλινο κουτί. Ομολογουμένως με την ξύλινη αυτή τηλεόραση και το πικάπ το σαλόνι του σπιτιού σου δείχνει περισσότερο γεμάτο.

Ανοίγεις την τηλεόραση. Τι είναι αυτό; Που βρίσκονται οι τηλεοπτικοί σταθμοί! Δύο κανάλια όλα κι όλα; Άσε που το πρόγραμμά τους είναι αλλόκοτο! Ούτε πρωινάδικα, ούτε παράθυρα στις ειδήσεις, και οι διαφημίσεις είναι ελάχιστες! Δεν έχεις καταλήξει αν προτιμάς αυτή την τηλεόραση από εκείνη που είχες συνηθίσει. Όσο βλακώδης είναι εκείνη που γνώριζες, άλλο τόσο βαρετή μοιάζει αυτή.

Κοιτάγεσαι στον καθρέπτη: δες τι μαλλί έχεις! Για πότε φούσκωσε έτσι; Και αυτά τα πολύχρωμα μπλουζάκια, αυτά τα στενά παντελόνια! Τελικά έχει γούστο αυτή η εποχή, ή όχι;

Μέχρι που αποφασίζεις να ανοίξεις το μαγικό ραδιόφωνο – εκείνο που βρήκες καταχωνιασμένο σε κάποιο Λαγούμι της Κουνελοχώρας. Μεμιάς σε κατακλύζουν οι μεγαλύτερες επιτυχίες του έτους στο οποίο έχεις βρεθεί: του 1980. Και αφήνεσαι στο ρυθμό τους.




Debbie Harry

Οι Blondie με το Call Me σημείωναν τη μεγαλύτερη επιτυχία τους – και αυτή η Debbie Harry, ω θεοί, τι μωρό που ήταν. Ο Gary Numan με το Cars έμενε πιστός στη φουτουριστική διάθεση που τόσο αγαπητή ήταν εκείνα τα χρόνια: πραγματικά ένιωθες πως η δεκαετία του 80 σηματοδοτούσε την είσοδο στον κόσμο του Μέλλοντος – αρκεί να θυμηθούμε πως βρισκόμαστε στα χρόνια του «Πολέμου των Άστρων» και των διαστημικών ρούχων στις συναυλίες… αν και για μια μερίδα κόσμου, ο κόσμος του Μέλλοντος έμοιαζε περισσότερο με το “1984” του Όργουελ.

Another Brick In The Wall, λοιπόν, έλεγαν οι Pink Floyd, καλώντας μας να βγούμε απ’ το κοπάδι, να μη γίνει κιμάς η σκέψη μας. Και ο κόσμος υποδέχτηκε το μήνυμα των Floyd χορεύοντας το τραγούδι. Enola Gay τραγουδούσαν με εκείνο το χαρακτηριστικό, παιδικό σχεδόν ρυθμό οι Orchestral Manoeuvres In The Dark (OMD) – δες εξάλλου πόσο προσεγμένοι, πόσο καλοντυμένοι δείχνουν στο videoclip – μα οι στίχοι του τραγουδιού μιλούσαν για το πυρηνικό ολοκαύτωμα. Αγαπημένα Eighties!

Δεν ήταν λίγα τα αγαπησιάρικα τραγούδια που έφταναν στην κορυφή των charts τον καιρό εκείνο – αναμφισβήτητα περισσότερα συγκριτικά με τις μέρες μας. Ο πειρασμός να σκεφτούμε πως ήταν περισσότερο ρομαντικοί οι καιροί τότε είναι μεγάλος – πολύ μεγάλος. Μα δεν θα το ομολογήσουμε – αρνούμαστε να το κάνουμε.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα το All Out of Love των Air Supply και το Do That To Me One More Time των Captain and Tennille. Ακούστε τα. Αφήστε τον εαυτό σας να φανταστεί πως τα αφιερώνει σε κάποια ύπαρξη – ή ακόμα καλύτερα, πως τα ακούτε μαζί, οι δυο σας.

Να και ο Μιχαλάκης, τον καιρό που ήταν ακόμα μαύρος – και φυσιολογικός. Rock With You μας λέει, κι εμείς αποδεχόμαστε το αίτημά του. Η δεκαετία που ξημέρωνε θα του ανήκε δικαιωματικά – μα ο κόσμος ακόμα δεν το είχε συνειδητοποιήσει. Τον βλέπουμε στο βίντεο να τραγουδάει εντός ενός απόλυτα μινιμαλιστικού πλαισίου, με ορισμένα φώτα και κάποιους καπνούς – τίποτα περισσότερο. Δεν είχε έρθει ακόμα ο καιρός που το Videoclip θα γινόταν τέχνη και υπερπαραγωγή ταυτόχρονα… μα το 1982 ήταν κοντά.




Michael Jackson meets Brian May - 1980


Να και η μούσα του Michael, Diana Ross, στο πιο ανεβαστικό από τα τραγούδια της: Upside Down! Ο αέρας της Disco ήταν ακόμα διάχυτος. Κάτι που φανερώνεται σ’ ένα ακόμα μεγάλο χιτ των καιρών, το Funky Town των Lipps, Inc. Τι λέτε, πάμε στην «παλιά τη Ντισκοτέκ»;

Ο κυρίαρχος ρυθμός των καιρών ήταν το δίχως άλλο χορευτικός. Δεν ήταν λίγες οι ροκ μπάντες των 70s που επιδίωξαν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τους Queen. To 1980 ήταν η χρονιά του “Crazy Little Thing Called Love” και του “Another One Bites The Dust”. Το δεύτερο ανήκε στα αγαπημένα τραγούδια του Michael Jackson. Οι φίλοι του παλαιότερου, συμφωνικού ροκ ήχου τους στράβωσαν με τη μουσική αυτή στροφή των Queen… μα τα 80s θα ήταν φτωχότερα δίχως τραγούδια σαν αυτά.

Ο κινηματογράφος της δεκαετίας του 80 αποτελεί θέμα για ξεχωριστό αφιέρωμα από μόνο του, ωστόσο, μένοντας στο μουσικό κομμάτι και στον πρώτο χρόνο της δεκαετίας, θα αναφερθούμε σε δύο ταινίες που χάρισαν ένα διαχρονικό soundtrack – πολύ διαφορετικά το ένα από το άλλο ομολογουμένως. Η πρώτη ταινία είναι το Fame – με πρωταγωνίστρια και ερμηνεύτρια την Irene Cara. Η θεματική του άσημου ήρωα της καθημερινότητας που αγωνίζεται και κατορθώνει τελικά να πετύχει το όνειρό του θα λέγαμε πως αντανακλά σε μεγάλο βαθμό την ψυχολογία των καιρών – αυτά ήταν τα Eighties, ονειροπόλα, αισιόδοξα και αφελή συνάμα. Χρειάζεται άραγε να υπενθυμίσω ταινίες με ανάλογη θεματολογία, όπως η σειρά των “Rocky” και τα “Karate Kid”;

Άραγε οι καιροί μας έχουν ανάγκη από κάποια ανάλογη ψυχολογική ώθηση; Ή μήπως είναι αδύνατον να συνεχίσεις να ονειρεύεσαι όταν έχεις πια ξυπνήσει;

Θέλω να πιστεύω πως μπορεί να υπάρξει ένας συνδυασμός των δύο…








Η δεύτερη ταινία δεν ήταν άλλη από το περίφημο Blues Brothers – που αποδόθηκε στη χώρα μας με τον… ευφυέστατο τίτλο “Οι Ατσίδες Με Τα Μπλε”. Μια υπενθύμιση και ταυτόχρονα ένας φόρος τιμής στην τόσο πλούσια παράδοση της αμερικανικής μαύρης μουσικής, από την παλιά Jazz στα Blues και τη Soul. Τα 80s δεν ήταν η δεκαετία τους, μα οι μουσικόφιλοι του κόσμου γνωρίζουν καλά πως οι συγκεκριμένες μουσικές ούτως ή άλλως είναι αξεπέραστες. [για τους φίλους της Jazz, θυμίζω πως η μεγάλη μου παρουσίαση στην ιστορία της συνεχίζεται – και θα επανέλθουμε στη διάρκεια του χειμώνα, εδώ, μέσα από τις σελίδες της Κουνελοχώρας].

Άλλες επιτυχίες του 1980; Η Pat Benatar κάνει την εμφάνισή της με το “Hit Me With Your Best Shot”, η ιδιαίτερα δημοφιλής τον καιρό εκείνο Olivia Newton John (που τη μάθαμε από το “Grease”) έκανε ντουέτο με τους Electric Light Orhestra ερμηνεύοντας το “Xanadu”, η Bette Midler αναδεικνυόταν «τραγουδίστρια της χρονιάς» με τραγούδια όπως το “The Rose”, η Barbra Streisand μας έκανε να σιγοψιθυρίζουμε (και ας είμαστε άντρες) το Woman In Love, o Billy Joel τόνιζε πως “Its Only Rockn Roll To Me”, οι Brothers Johnson συνέχιζαν τη αφροαμερικανική χορευτική παράδοση των 70s με το “Stomp!” και ο Christopher Cross με το Ride Like The Wind μας έδινε ένα από τα πιο αξιομνημόνευτα τραγούδια των καιρών.

Μα εκείνο που έχει περισσότερο ενδιαφέρον ξέρετε ποιο είναι; Δεν έχουμε ακόμα περάσει στην καταμέτρηση των σημαντικότερων δίσκων της χρονιάς! Ήρθε η ώρα, το λοιπόν… Συνεχίστε την ανάγνωση μαζί μου… και στο τέλος ας αναλογιστούμε πόσο πλούσια, μουσικά, υπήρξε αυτή η χρονιά. Και δεν βρισκόμαστε παρά στο ξεκίνημα της δεκαετίας.




Diana Ross - 1980



II – 1980. Τα Σημαντικότερα Άλμπουμ της Χρονιάς.



Προτού ξεκινήσω με την παρουσίαση των δίσκων, να διευκρινίσω πως η αρίθμησή τους στη λίστα είναι τυχαία, και γίνεται έχοντας ως κύριο άξονα το μουσικό τους στυλ. Όσο αφορά τις επιλογές; Τα κριτήρια επιλογής μου είναι η επιδραστικότητα των δίσκων, ο «αέρας» που άφησαν στην εποχή τους, μα και το προσωπικό γούστο – αναπόφευκτο το τελευταίο. Ένας από τους λόγους που επέλεξα να συμπεριλάβω, σε όλη τη διάρκεια του αφιερώματος, όχι 100, όχι 200, μα 300 δίσκους ήταν αυτή ακριβώς η επιθυμία μου να «χωρέσω» όσο το δυνατόν περισσότερα στυλ και ιδιώματα. 

Μα ακόμα κι εδώ, σε ένα αφιέρωμα 10.000 λέξεων, δεν χωράνε "τα πάντα", επομένως ζητώ να το κατανοήσετε αυτό. Εν τέλει οι επιλογές αντανακλούν τα προσωπικά μου γούστα και κριτήρια.


Ας ξεκινήσουμε λοιπόν, ταξιδεύοντας προς Αγγλία μεριά με το…




1 # Adam And The Ants - Kings Of The Wild Frontier






Το πρώτο άλμπουμ της παρουσίασής μας είναι και από τα πιο παράξενα των καιρών. Ιθύνων νους ένας ιδιόμορφος μουσικός, ο Adam Ant, κινητήριος μοχλός της παραγωγής ο Malcolm McLaren (των Sex Pistols) και μέλη της μπάντας ένα… σινάφι πειρατών και μούτρων! Ή τουλάχιστον αυτή την αίσθηση έδινε στον κόσμο, που αγκάλιασε με θέρμη τον δίσκο, καθιστώντας τον έναν απ’ τους δημοφιλέστερους της εποχής του.

Μουσικά πρόκειται για ένα σύμφυρμα πολλαπλών στυλ, που μόνο μια επιφανειακή προσέγγιση θα μπορούσε να ταυτίσει με το Post Punk ρεύμα των καιρών. Επί της ουσίας πρόκειται για ένα μουσικό έργο πέρα από ταμπέλες. Ρυθμοί που αλλού θυμίζουν Rockabilly, αλλού κάποιο soundtrack του Ennio Morricone, αλλού φέρνουν κατά νου το Punk και αλλού μοιάζουν με ταινία τρόμου. Όλα δοσμένα με μια αναρχική, πειραματική, πειρατική διάθεση. Ο Adam και η παλιοπαρέα του κατέφυγαν στη χρήση πολλαπλών μουσικών υφών, αντλώντας στοιχεία από δω κι από κει, εξωθώντας ως και τον Michael Jackson να τηλεφωνήσει στον Adam και να τον ρωτήσει πως ηχογράφησε τους ιδιόμορφους ήχους των κρουστών του. Όσο αφορά την επιρροή του δίσκου, αυτή εξαπλώθηκε από το χώρο της mainstream pop ως τον Marilyn Manson και τους Slipknot.

Όχι και άσχημα για μια συμμορία πειρατών.


Επιλογές: Antmusic, Ants Invasion, Kings Of The Wild Frontier, Jolly Roger



2 # Talking HeadsRemain In Light






Σκέψου να έχεις φτάσει κοντά στην ηλικία των 40, να έχεις μια σταθερή δουλειά, αμάξι, οικογένεια και όλα… και ξαφνικά να αναρωτιέσαι: “πως έφτασα ως εδώ;”. Και όλος αυτός ο κόσμος, αυτό το τακτοποιημένο αστικό σύμπαν, το καθημερινό εργατικό ωράριο, η γυναίκα και τα παιδιά και όλα, να σου φαντάζουν σχεδόν ψεύτικα… Άραγε επέλεξα ο ίδιος να έχω αυτή τη ζωή; - μπορεί να σκεφτείς. Και που πάω τώρα; Ποιο είναι το νόημα, τέλος πάντων; Ποιος κινεί τα νήματα σε αυτό τον κόσμο, σε αυτή τη μικρή – την τόσο μικρή – ζωή μου; Όχι – δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου σε όλα αυτά – δεν είμαι εγώ αυτός!

Γιατί όλα μοιάζουν ίδια… όλα μοιάζουν ίδια και ίδια και ίδια.

Αυτό υπήρξε το επίκεντρο της θεματικής του “Once In A Lifetime” των Talking Heads. Το γνωστότερο τραγούδι του δίσκου τους “Remain In Light” και ένα από τα πιο αγαπημένα τραγούδια των καιρών.

Ουσιαστικά επρόκειτο για το αλλοτινό πνεύμα της Punk, δίχως την επιθετικότητα του Punk όμως, δοσμένο με έναν ωριμότερο, περισσότερο εγκεφαλικό τρόπο. Αυτοί ήταν οι Talking Heads και η μουσική τους συμπλήρωνε απόλυτα το πνεύμα αναζήτησης που τους χαρακτήριζε. Ίσως το χαρακτηριστικότερο από τα συγκροτήματα του New Wave, σε αυτόν εδώ τον τέταρτο δίσκο τους συνδυάζουν το post-punk, το φανκ, τη ροκ, το ποπ, το worldbeat, τους ethnic ρυθμούς, παρουσιάζοντας ένα αμάλγαμα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το απόλυτο ξεπέρασμα των ορίων – λες και ο σαραντάρης της ιστορίας μας κατορθώνει επιτέλους να βγει απ’ το καβούκι του, ν’ αποδράσει απ’ την εικονική πραγματικότητά του…

Και όλα αυτά σε παραγωγή Brian Eno. To αποτέλεσμα – μουσικά και στιχουργικά – δεν μπορεί παρά να είναι διαχρονικό όσο ελάχιστα.

Same as it ever was?


Επιλογές: Once In A Lifetime, Crosseyed and Painless, The Great Curve, Houses In Motion








3 # UltravoxVienna





Λένε να μην κρίνεις ένα βιβλίο από το εξώφυλλό του, μα στην περίπτωση των δίσκων δεν ισχύει αυτό. Και στην περίπτωση του “Vienna” των Ultravox το περιεχόμενο του δίσκου είναι το εξώφυλλό του: σικάτο, στιλάτο, προσεγμένο, ατμοσφαιρικό και βαθιά καλλιτεχνικό. Ένας δίσκος που εναλλάσσει με μαεστρία μεταξύ των συνθεσάιζερ και των κλασικών οργάνων, που πλέει αρμονικά ανάμεσα στα στενά περάσματα της ηλεκτρονικής και της ποπ, της συνθετικής και της ροκ.

Ανήκει και αυτός στο μεγάλο εκείνο ρεύμα των New Wave albums που κατέκλυσαν την Ευρώπη στις αρχές της δεκαετίας του 80 – και ξεχωρίζει ως ένα από τα ωραιότερα του είδους, βαθιά χαρακτηριστικό της εποχής του από τη μία, μα παρέχοντας και άφθονες δόσεις διαχρονικής μουσικής απόλαυσης από την άλλη. Ο ήχος του “Vienna” είναι φουτουριστικός, με εκείνο τον τόσο χαρακτηριστικό τρόπο που εννοούσαν τον φουτουρισμό τα 80’s. Και είναι βαθιά λυρικός, θερμός στο άκουσμά του, κόντρα στην παράδοση των ψυχρών ηλεκτρονικών δίσκων ανάλογου περιεχομένου. Αν σε αυτά προσθέσουμε το πολυεπίπεδο των συνθέσεων, τις μουσικές εναλλαγές και τη ποικιλομορφία που φτάνουν να θυμίζουν ως και σχήματα του Progressive Rock χώρου (ακούστε για παράδειγμα το εναρκτήριο ορχηστρικό “Astradyne” που ανοίγει το δίσκο), τότε μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πως έχουμε να κάνουμε με ένα κλασικό άλμπουμ.

Οι Ultravox αγαπήθηκαν βαθιά στην Ευρώπη (και στη χώρα μας), μα αγνοήθηκαν στις ΗΠΑ – ίσως να μην είναι τυχαίο το τελευταίο. Ο ήχος τους φέρει στοιχεία από γερμανικό Krautrock, Synthpop και ευρωπαϊκή συνθετική μουσική. Ο συνδυασμός των συνθεσάιζερ με τα έγχορδα και το πιάνο ίσως ήταν πολύ εγκεφαλικός για να πιάσει στις ΗΠΑ. Μα αυτό είναι και το σημαντικότερο προνόμιο του “Vienna”: η ικανότητά του να σμίγει μουσικά ιδιώματα και γούστα που φαινομενικά είναι αταίριαστα. Πέρα από ταμπέλες, εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν από τους πιο προοδευτικούς δίσκους της δεκαετίας.

Θα παρομοίαζα το δίσκο με ένα θερμό δειλινό, ενώ ο ήλιος ξετυλίγει τις τελευταίες του ακτίνες πάνω σε μια πόλη που καρδιοχτυπά. Πάνω σε κτίρια που φλέγονται στην προσμονή της νύχτας.


Επιλογές: Passing Strangers, New Europeans, Mr. X, Vienna, Private Lives, Astradyne




4 # David Bowie – Scary Monsters (And Super Creeps)






Στο μεταξύ ο David Bowie υποδέχεται τη δεκαετία του 80 με βρυχηθμούς, διαπεραστικές κιθάρες και γιαπωνέζικα – αυτές είναι οι εντυπώσεις από το εναρκτήριο “Its No Game (No. 1)”. Κι έναν δίσκο για τον οποίο μια μερίδα κόσμου είπε πως είναι ο «τελευταίος αναγκαίος Bowie δίσκος». Ασφαλώς δεν ισχύει το τελευταίο· μα ενώ ο διάδοχος του παρόντος δίσκου, το “Lets Dance” του 1983 παρουσίαζε μια περισσότερο φιλική ραδιοφωνικά όψη του Bowie, το “Scary Monsters” μένει απολύτως πιστό στις δημιουργικές ανησυχίες του, που τόσο χάραξαν τη μουσική της δεκαετίας του 70.

Το “Scary Monsters” συνιστά ένα βήμα προς τα μπρος και μια ματιά προς τα πίσω. Υπερβαίνει την πειραματική ατμόσφαιρα της προγενέστερης «Τριλογίας του Βερολίνου», όντας αμεσότερο και κατέχοντας μια πιο χύμα ροκ αισθητική, μα ταυτόχρονα αντλεί στοιχεία όχι μόνο από τους συγκεκριμένους δίσκους, μα και από την πρώιμη περίοδο του Bowie – φτάνοντας ως τα χρόνια του “Space Oddity”. Τραγούδια όπως το σαρωτικό ομότιτλο ανήκουν στις πιο δυναμικές στιγμές της καριέρας του, ενώ στιγμές όπως το “Ashes To Ashes” υπενθυμίζουν την άλλη, γλυκύτερη όψη του Bowie.

Οι δυνατές κιθάρες του δίσκου δεν είναι τυχαίες: ο Robert Fripp των King Crimson δίνει το παρόν στα “Scary Monsters”, “Up The Hill Backwards” και “Fashion”, ενώ ο Pete Townsend των Who κάνει την εμφάνισή του στο “Because Youre Young”.

Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε το στιχουργικό και ιδιαίτερα πολιτικοποιημένο περιεχόμενο του άλμπουμ μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πως έχουμε να κάνουμε με έναν ακόμα αναγκαίο Bowie δίσκο.


Επιλογές: Scary Monsters, It’s No Game (No 1), Ashes To Ashes, Fashion, Teenage Wildlife



5 # Echo And The BunnymenCrocodiles





Κόντρα στο κυρίαρχο ανεβαστικό ρεύμα που έμελλε να χαρακτηρίσει τα Eighties, αναπτύχθηκε στη Βρετανία – σαν φυτό που βλασταίνει στα σκοτάδια – ένα μουσικό κίνημα εσωστρεφές και υποχθόνιο. Ήταν οι εκπρόσωποι της Punk που αντί να κοιτάζουν προς τα έξω, κοίταζαν πλέον προς τα μέσα. Η μουσική τους δεν ήταν τόσο επιθετική, μα ό,τι έχανε σε οργή το κέρδιζε σε εκείνο που θα λέγαμε «Υπαρξιακό Άγχος». Ήταν η νέα γενιά των Eighties που μόρφαζε απέναντι στην επίπλαστη πραγματικότητα των καιρών, που δεν καλύπτονταν από τις τεχνητές ανάγκες της εποχής – μα ούτε έβρισκε ανακούφιση στις άφθονες ιδεολογίες που επικρατούσαν.

Το εξώφυλλο του ντεμπούτου των Echo And The BunnymenCrocodiles” είναι απόλυτα χαρακτηριστικό. Νεαροί σ’ ένα δάσος που μοιάζει ψεύτικο, δέντρα ξεγυμνωμένα, ένας φωτισμός σχεδόν αλλότριος, τρομακτικός. Μα ταυτόχρονα – και αυτό ίσως είναι και το πιο τρομακτικό όλων – δείχνει παράξενα φιλόξενος.

«Δεν ξέρω τι θέλω, έλα να με σώσεις», μας εξομολογείται στους στίχους ο Ian McCulloch, τραγουδιστής και κιθαρίστας της μπάντας. Η ειλικρίνειά του είναι γυμνή όσο τα δέντρα στο εξώφυλλο. Αυτή ήταν η άλλη πλευρά των χαρούμενων 80’s, σκοτεινή όσο η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού.

Η βρετανική σκηνή του Post-Punk θα συνέχιζε σε αυτό τον ομιχλώδη δρόμο στα επόμενα χρόνια, χαράζοντας σε μεγάλο βαθμό τις μουσικές εξελίξεις της εναλλακτικής σκηνής. Δεν ήταν για όλους και ενίοτε θα έφτανε να μετατραπεί σε στερεότυπο – μα η πρώιμη αυτή εκδοχή του υπήρξε αυθεντική, αν μη τι άλλο. Με τον ίδιο τρόπο που είναι αυθεντικό το λογοτεχνικό άγχος ενός Κάφκα, η υπαρξιακή αναζήτηση ενός Καμύ, και οι εφηβικές αμφιταλαντεύσεις ενός Σάλιντζερ.


Επιλογές: Stars Are Stars, Monkeys, Crocodiles, Villiers Terrace



6 # The CureSeventeen Seconds





Υπάρχουν δίσκοι που μοιάζουν να έχουν δημιουργηθεί μέσα σε συγκεκριμένα καιρικά φαινόμενα, με πρώτη ύλη τους το φως του ήλιου, τα σύννεφα, τη βροχή… ή το σκοτάδι. Το “Seventeen Seconds” των Cure είναι ό,τι ακριβώς βλέπουμε στο εξώφυλλό του: ομίχλη μετουσιωμένη σε ήχο. Συννεφιά πλασμένη σε νότες. Καταχνιά υποδυόμενη στίχους.

Είναι επίσης ο τέλειος δίσκος του Νοέμβρη. Όταν βλέπεις τον χειμώνα να ‘ρχεται και κλειδαμπαρώνεις το παράθυρο σου, γνωρίζοντας πως η συνέχεια θα είναι κρύα, πολύ κρύα.

Μα όχι ακόμα – όχι ακόμα. Ετοιμάζεις να πιεις ένα ζεστό ρόφημα, τρυπώνεις στο ζεστό σου πάπλωμα και… αναπολείς. Αφήνεσαι στο παρελθόν, θυμάσαι στιγμές που χάθηκαν, πλάθεις σκέψεις για στιγμές που θα ήθελες να έρθουν. Και προσπαθείς να εμποδίσεις την ομίχλη να διαπεράσει το κλειστό παντζούρι, να κλείσεις έξω τον χειμώνα – να διατηρήσεις ένα ζεστό, πάντα ζεστό καταφύγιο στη σκέψη σου. Μα η ομίχλη έρχεται και σου χαρίζει όνειρα…

Και χάνεσαι σε δάση που οι κορμοί των δέντρων μοιάζουν θαμμένοι σε μια θάλασσα καταχνιάς. Και αποζητάς εκείνο το κορίτσι που για μια στιγμή και μόνο είδες τη μορφή της – κι ύστερα χάθηκε, κι εσύ τρέχεις ξωπίσω να την πιάσεις, γνωρίζοντας πως αν τη χάσεις, θα χάσεις το όνειρο – θα ξυπνήσεις. Μα όσο την κυνηγάς τόσο βυθίζεσαι στον λαβύρινθο του ονείρου σου… και όσο βυθίζεσαι, να ξέρεις, τόσο πιο επώδυνο θα είναι το ξύπνημα.

Μα προς το παρόν το όνειρο είναι γλυκό, σχεδόν ευχάριστο. Και ας εισχωρεί, λίγο λίγο, ο χειμώνας απ’ το παράθυρο που άνοιξε…

Ναι – με αυτά τα λόγια θέλησα να περιγράψω αυτόν εδώ, τον δεύτερο δίσκο των Cure, κι ένα από τα αγαπημένα μου άλμπουμ της δεκαετίας. Γιατί κάποιες φορές μπορείς να μιλήσεις μόνο μέσα από μεταφορές και παρομοιώσεις, πλάθοντας εικόνες σαν εκείνες που σου χαρίζει η μουσική του δίσκου.

Περισσότερα για τους Cure και την ιστορία τους μπορείτε να διαβάσετε σε αυτό εδώ το αφιέρωμά μου.


Επιλογές: A Forest (από ένα live που θα ήθελα πολύ να είχα ζήσει – το περίφημο Rock In Athens του 1985), Play For Today, Three, M, At Night



7 # Joy Division - Closer




Το περιεχόμενο αυτού του δίσκου δεν είναι μουσική· είναι ένα εισιτήριο για τις βαθύτερες, τις πιο καταχωνιασμένες γωνιές της ψυχής. «Ένα ταξίδι στη σκοτεινή πλευρά του εαυτού σου», όπως τον περιέγραψε ο κιθαρίστας Bernard Sumner. Εκεί που έχει πάντα κρύο. Εκεί που είσαι πάντα μόνος. Δεν μπορείς ν’ ακούσεις αυτό το άλμπουμ υπό οποιεσδήποτε συνθήκες – τα αισθήματα με τα οποία ξεχειλίζει είναι υπερβολικά γυμνά, υπερβολικά ειλικρινή.

Είναι αδύνατο να αποσυνδέσεις το περιεχόμενο αυτού του δίσκου από τη μοίρα του στιχουργού τους, Ian Curtis, ο οποίος δεν έζησε για να δει τα τραγούδια αυτά να κυκλοφορούν υπό το φως του ήλιου. Αυτοκτόνησε λίγο καιρό πριν κυκλοφορήσει το άλμπουμ. Στη σκιά της ψυχής του έζησαν, στη σκιά έμειναν για πάντα για εκείνον.

Το ειρωνικό είναι πως κανένας από τα υπόλοιπα μέλη των Joy Division δεν είχε καταλάβει τι συνέβαινε μέσα στην ψυχή του τραγουδιστή τους. Σύμφωνοι, οι στίχοι φανέρωναν μια ψυχή βασανισμένη, έναν άνθρωπο που αγωνιζόταν να υπερκεράσει τη θλίψη του μέσω της τέχνης… μα δεν είχαν συνειδητοποιήσει πως ήταν τόσο σοβαρό. Πως όλα αυτά τα εννοούσε. Ίσως να μην προσπάθησε και ο ίδιος να τους εξηγήσει – κουβαλούσε μέσα του τον πόνο του σαν κάτι βαθιά προσωπικό. Τον εξωτερίκευε έμμεσα με στίχους, μα παρέμενε κλειστός και απρόσιτος στην καθημερινότητά του. Ίσως η μοναδική του έκκληση για βοήθεια να ήταν αυτοί οι στίχοι, που και σήμερα τους ακούμε ανατριχιάζοντας.







Το “Closer” καθιερώθηκε ως ένας από τους σημαντικότερους δίσκους της Post-Punk σκηνής, μα η επιτυχία του δεν στηρίχτηκε μόνο στο θάνατο του Ian Curtis – ούτε στη φήμη που εξάπλωσε, αγγίζοντας τα όρια της μυθοποίησης. Υπάρχει πραγματικά καλή μουσική εδώ μέσα. Το ατμοσφαιρικότερο άλμπουμ των Joy Division, ένας δίσκος που ντύνει την εσωστρέφεια με νότες, η επιδραστικότητα του οποίου έμελλε να είναι καθοριστική για όλη τη μεταγενέστερη εναλλακτική βρετανική σκηνή. Δεν πρέπει να παραλείπουμε, εξάλλου, πως η μουσική ήταν δημιούργημα των εναπομεινάντων, πλην του Ian Curtis, μελών του συγκροτήματος – η εκτενής χρήση των πλήκτρων και του συνθεσάιζερ αποκαλύπτει εν μέρει την κατεύθυνση που θα έπαιρναν στο μέλλον, ως New Order. Μόνο να φανταστούμε μπορούμε πως θα ήταν το μελλοντικό συγκρότημα αν είχαν τον Ian Curtis ανάμεσά τους.

Μα τον καιρό που γράφονταν αυτά τα τραγούδια κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει το μέλλον. Ακόμα και αυτό το εξώφυλλο, το τόσο θλιβερό και όμορφο, κανείς δεν είχε φανταστεί πόσο αληθινό θα φάνταζε μετά την κυκλοφορία του – η επιλογή του είχε γίνει καιρό πριν.

Ευτυχώς, οι εναπομείναντες Joy Division συνέχισαν – η επιθυμία τους να ζήσουν και να δημιουργήσουν ήταν που μας αποκάλυψε τα τραγούδια ενός δίσκου που θα μπορούσε να είχε μείνει για πάντα καταχωνιασμένος στη σκιά. Ένας δίσκος που ξεκίνησε ως ένα μουσικό άλμπουμ… και κατέληξε ένας αποχαιρετισμός.

Pushed to the limit, we dragged ourselves in,
Watched from the wings as the scenes were replaying,
We saw ourselves now as we never had seen.
Portrayal of the trauma and degeneration,
The sorrows we suffered and never were free.


Επιλογές: Decades, Twenty Four Hours, The Eternal, A Means To An End, Isolation



8 # BauhausIn The Flat Field







Ναι λοιπόν, έχεις πεθάνει. Είσαι νεκρός, το ξέρεις πως είσαι. Θυμάσαι καλά τις τελευταίες σου στιγμές. Μα τότε πως γίνεται και σκέφτεσαι; Πως γίνεται και κοιτάζεις γύρω σου, πως αντιλαμβάνεσαι τον κόσμο;

Δεν είσαι πνεύμα – έχεις σάρκα και οστά, το βλέπεις με τα μάτια σου. Μα – πράγμα παράξενο – η σάρκα σου έχει μια ωχρή, σχεδόν ασπρουλιάρικη απόχρωση.

Οι πρώτες νότες και τα εναρκτήρια φωνητικά του “Dark Entries” δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για αμφιβολίες: είναι η ώρα μετά τις ώρες, όταν ο ήλιος πια δεν έχει δύναμη. Η ώρα που οι βρικόλακες αλωνίζουν τη γη που μακάρια ονειρεύεται.

Κι όμως – το ντεμπούτο των Bauhaus, ο δίσκος που θα λέγαμε πως γέννησε σε μεγάλο βαθμό ολόκληρη την σκηνή του Gothic Rock, δεν απέσπασε καλές κριτικές όταν κυκλοφόρησε. Ανούσιο τον χαρακτήρισαν, αδιάφορο, επιτηδευμένο. Και σήμερα δεν υπάρχει κριτικός που να μην πίνει κρασί στο όνομά του – πράγμα που μας λέει λιγότερα για τον ίδιο το δίσκο και περισσότερα για τους επονομαζόμενους κριτικούς που υπάρχουν γύρω μας.

Καμία φωνή δεν έμοιαζε με του Peter Murphy – πραγματικά νομίζεις πως τραγουδάει ένα βαμπίρ. Αλλού βαθιά και σχεδόν αισθαντική – και αλλού οξεία, διαπεραστική, αλλοπαρμένη, σχεδόν στριγγλίζοντας. Τον καιρό εκείνο δεν υπήρχε η μουσική ταμπέλα του “gothic”. Το “In The Flat Field” υπήρξε εκείνη η πλευρά του Post-Punk που ερωτεύτηκε το σκοτάδι. Σύντομα θα άνοιγε στο Λονδίνο το περίφημο “Batcave”, όπου θα συνασπίζονταν, σαν ορδή νυχτερίδων, τα παιδιά της νύχτας. Οι punks που εγκατέλειψαν το πανκ για χάρη ενός σκοτεινού ρομαντισμού. Ενός ρομαντισμού που ξυπνάει πάντα μετά τις Δώδεκα τα Μεσάνυχτα.

Επιλογές: Dark Entries, Double Dare, Stigmata Martyr, Nerves



9 # Siouxsie And The BansheesKaleidoscope





Οι πρώτες ανατριχιαστικές εκείνες νότες του “Happy House” – το τραγουδιού με το οποίο ανοίγει ο δίσκος – θα αρκούσαν από μόνες τους για να τον συμπεριλάβω στη λίστα με τα κορυφαία της δεκαετίας. Η μορφή της Siouxsie, του ανθρωπόμορφου θηλυκού πάνθηρα που έθεσε τα θεμέλια για ολόκληρο το κατοπινό “gothlook στις γυναίκες θα ήταν ένας επιπρόσθετος λόγος. Μα αυτά δεν αποτελούν παρά το κερασάκι στην τούρτα.

Μια τούρτα καταμεσής ενός ολάνθιστου γαμήλιου τραπεζιού, στο μέσο μιας αραχνιασμένης αίθουσας, στα άδυτα ενός παρανοϊκού σπιτιού. Ενός σπιτιού γεμάτο από ηχώ, άδειο από ανθρώπους.

Το “Kaleidoscope” είναι ο τρίτος δίσκος των Siouxsie and the Banshees – και ο σκοτεινότερός τους μέχρι τότε. Αρκεί να ακούσετε κομμάτια όπως το “Tenant” και το “Lunar Camel” για να αισθανθείτε πως τα φώτα χαμηλώνουν γύρω σας και πυκνώνουν οι σκιές. Τραγούδια σαν το “Red Light” θυμίζουν κάποιο παγωμένο βιομηχανικό θάλαμο. Κρύο, μηχανικό, μα και βαθιά ερωτικό. Βαθιά ερωτική η φωνή της Siouxsie (προφέρεται: Σούζι) και παγωμένο το φιλί της.

Βρισκόμαστε σε μια κομβική περίοδο. Δίσκοι όπως αυτός, το “Seventeen Seconds” των Cure και το “In The Flat Field” των Bauhaus (όλοι του 1980) γέννησαν το Goth – τότε, που ακόμα δεν ονομαζόταν έτσι και γι’ αυτό ήταν αυθεντικό. Αν μάλιστα σε αυτούς προσθέσουμε το ολικό ξεγύμνωμα ψυχής που ονομάζεται “Closer”, έχουμε μπροστά μας το απόλυτο αντίβαρο στην εύθυμη πλευρά της δεκαετίας του 80 – κι έναν από τους συναρπαστικότερους προλόγους στη μουσική της.

Κλείνω με το “Christine”. Κατά τη γνώμη μου το τραγούδι-επιτομή της Siouxsie, ένα κομμάτι χαμηλών τόνων και κολλητικού, σχεδόν υπνωτικού ρυθμού, που σε ανατριχιάζει περισσότερο για εκείνα που δεν αποκαλύπτει, παρά για όσα αποκαλύπτει. Ποια είναι λοιπόν η Christine, το “strawberry girl”, η “banana split lady”;

Επιλογές: Christine, Happy House, Tenant, Red Light



10 # Killing JokeKilling Joke





Λένε να μην κρίνεις ένα βιβλίο από το εξώφυλλό του – μα στην περίπτωση της μουσικής μάλλον δεν ισχύει αυτό. Το ομότιτλο ντεμπούτο των Killing Joke ΕΙΝΑΙ το εξώφυλλό του: μετά-αποκαλυπτικό, ατμοσφαιρικό, κρύο, σκληρό, αντισυμβατικό. Ένα ακατέργαστο διαμάντι της underground Post-Punk που έφτασε να επηρεάσει μια πανσπερμία καλλιτεχνών του σκληρού ήχου – από τους Soundgarden και τους Nine Inch Nails, στους Metallica και τον Marilyn Manson.

Η μουσική του δίσκου θυμίζει κάποιο παγωμένο θάλαμο που γίνονται γενετικά πειράματα. Ίσως πάλι μοιάζει με βόμβα που εξαπολύεται σε γραφείο κάποιας πολυεθνικής. Ίσως και να παραπέμπει σε έναν κόσμο μετά την καταστροφή – εκεί που οι άνθρωποι ζουν σε κλειστές ομάδες, σκόρπιοι εδώ κι εκεί, κάτω από το έδαφος, ενώ η γη ψήνεται στον πυρετό ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος.

Οι Killing Joke αγνοούν τις μουσικές κατηγοριοποιήσεις. Είτε περιγράψεις αυτόν τον δίσκο ως Post-Punk, είτε ως πρώιμο Metal, είτε ως Proto-Industrial, είτε ακόμα και ως Funk (ο ρυθμός του μπάσου αρκεί) μέσα θα πέσεις.

Το απόλυτα βιωματικό soundtrack της ολικής καταστροφής.


Επιλογές: Wardance, The Wait, Complications, Primitive



11 # Dead Kennedys – Dead Fruit for RottingVegetables






Περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο είδος μουσικής μέχρι τον ερχομό της Χιπ Χοπ, το Punk ήταν περισσότερο οι στίχοι του, παρά η μουσική του. Ο λόγος είναι απλός: μπορείς να κατανοήσεις το Punk χωρίς τη μουσική – μα χωρίς τους στίχους, όχι. Είναι η γροθιά με νότες στο καλοφτιαγμένο μούτρο του κάθε βολεμένου, η ροχάλα που εκσφενδονίζεται στην αστραφτερή βιτρίνα του πολιτικού εφησυχασμού.

Δεν ήταν απαραίτητα όλα τα Punk συγκροτήματα σκεπτόμενα – κάποιες φορές η αντίδραση έμοιαζε περισσότερο με τυφλά αντανακλαστικά κάποιου οργισμένου εφήβου, παρά με ενσυνείδητη κριτική τοποθέτηση. Μα οι Dead Kennedys δεν ανήκαν σε αυτή την κατηγορία. Οι στίχοι του Jello Biafra είναι πανέξυπνοι, βαθιά σαρκαστικοί, εναρμονίζοντας το χιούμορ με τον πολιτικό ακτιβισμό. Και αυτός εδώ, ο πρώτος δίσκος του συγκροτήματος, ανήκει δικαιωματικά στα σημαντικότερα άλμπουμ στην ιστορία της Punk μουσικής.

Το “Kill The Poor” προτείνει μια «λύση» για εκείνα τα… ενοχλητικά ζητήματα, που σαν μύγες ταλαιπωρούν τους πολιτικούς αρχηγούς, όπως η ανεργία και η φτώχεια: πολύ απλά, να ξεπαστρέψουν όλους τους φτωχούς και να ησυχάσουν με δαύτους.

The sun beams down on a brand new day
No more welfare tax to pay
Unsightly slums gone up in flashing light
Jobless millions whisked away
At last we have more room to play
All systems go to kill the poor tonight








Το “When Ya Get Drafted” αποκαλύπτει τις αρετές της στρατιωτικής ζωής.

Economy is looking bad
Let's start another war when ya get drafted
Fan the fires of racist hatred
We want total war when ya get drafted

Όσο αφορά το “California Über Alles”… εδώ αποκαλύπτεται πως ο φασισμός μπορεί να πάρει πολλές μορφές – ακόμα κι εκείνη ενός χαρούμενου προσώπου. Αξίζει να αναφέρουμε πως ο τίτλος παραπέμπει στους εναρκτήριους στίχους του γερμανικού εθνικού ύμνου: “ Deutschland, Deutschland über alles” (“Η Γερμανία υπεράνω όλων”) –στίχοι οι οποίοι καταργήθηκαν μετά την πτώση του Τρίτου Ράιχ το 1945.

Αναρωτιέμαι πόσοι εθνικοί ύμνοι περιλαμβάνουν αντίστοιχους στίχους, που τονίζουν την υποτιθέμενη ανωτερότητα του συγκεκριμένου έθνους, έναντι των άλλων.

Zen fascists will control you
100% natural
You will jog for the master race
And always wear the happy face


Επιλογές: Holiday In Cambodia, Kill The Poor, When Ya Get Drafted, California Über Alles, Drug Me.




12 # XLos Angeles





Αυτό δεν είναι το ηλιόλουστο L.A. των Media, κύριοι. Δεν είναι το L.A. με τις ηλιοκαμένες παραλίες, τους αστραφτερούς ουρανοξύστες και τις κοπέλες με τα πελώρια στήθη. Δεν είναι το L.A. των λευκών χαμόγελων και των αιώνιων υποσχέσεων. Όχι.

Αυτό το L.A. είναι σάπιο. Ζέχνει μπόχα υποκρισίας, αποφορά ναρκωτικών, κακοσμία πουλημένου σεξ, μυρωδιά κάλπικων Media, αέρα βίας και αδικίας. Μόνο η φωτιά μπορεί να βάλει τέρμα στη μιζέρια του.

Sex and Dying In High Society” δηλώνουν ευθαρσώς οι X σε αυτόν εδώ, τον πρώτο τους δίσκο – μία φράση που αρκεί για να περιγράψει το περιεχόμενό του.

Αυτό είναι το αμερικανικό Punk σε μία από τις διαχρονικότερες στιγμές του. Παρέα με τους Dead Kennedys οι X ξεχώρισαν από νωρίς ως μία μπάντα με σκεπτόμενους στίχους και ουσιώδεις μουσικές ικανότητες – συγκριτικά με άφθονους άλλους θιασώτες της punk. Αρκεί να ακούσετε την κιθάρα σε τραγούδια όπως το “The Unheard Music” ή τις βαθιές επιρροές από Rockabilly που διέπουν το μεγαλύτερο μέρος του δίσκου – ενός δίσκου φλογερού στο περιεχόμενο, μα και απίστευτα ευχάριστου στο άκουσμα. Ενός δίσκου που σε κάνει να θες να χορέψεις και να τα διαλύσεις όλα – ταυτόχρονα. Για να μην αναφερθώ στην παρουσία του Ray Manzarek (των Doors) στα πλήκτρα μα και την παραγωγή του άλμπουμ – δεν είναι καθόλου τυχαία η διασκευή στο “Soul Kitchen”. Αν οι Doors επαιζαν punk και είχαν περισσότερο κοινωνικό στίχο, ίσως ηχούσαν κάπως έτσι.

Κλείνω μεταφράζοντας ένα στιχάκι, που ομολογώ γουστάρω πολύ. “Δεν υπάρχουν άγγελοι… Μα οι διάβολοι παίρνουν πολλές μορφές”.


Επιλογές: Johnny Hit and Run Paulene, Nausea, Soul Kitchen, The Unheard Music, The World's a Mess; It's in My Kiss



13 # WipersIs This Real?






Το “Is This Real” ολοκληρώνει την τριάδα των punk δίσκων που επέλεξα για το έτος 1980 – μια χρονιά που δεν ήταν καθόλου άσχημη για το αμερικανικό πανκ τελικά.

Αρκετός κόσμος έμαθε τους Wipers στα 90’s, όταν ο Kurt Cobain διασκεύασε τα “Return Of The Rat” και “D-7” και συμπεριέλαβε τους Wipers στη λίστα των συγκροτημάτων που τον επηρέασαν. Δεν ήταν λίγοι τότε εκείνοι που ανέτρεξαν στα περασμένα και ανέσυραν την τριάδα των Wipers από την άγνοια, τοποθετώντας τη εκεί που της αξίζει: στο βάθρο των κορυφαίων πανκ συγκροτημάτων της αμερικανικής σκηνής.

Το “Is This Real?” είναι το ντεμπούτο τους. Ωμό και ακατέργαστο (όπως οφείλει να είναι ένα πανκ ντεμπούτο), παρέχοντας ωστόσο στιγμές γνήσιας πανκ ευδαιμονίας. Ομολογουμένως η παραγωγή του δίσκου μειώνει ως ένα βαθμό τη δύναμη του περιεχομένου του. Μα και ο πιο αυστηρός ακροατής οφείλει να αναγνωρίσει την δύναμη συνθέσεων όπως τα “Up Front”, “Alien Boy”, “D-7”, και “Window Shop For Love” (το τελευταίο ανήκει στα top-10 αγαπημένα μου πανκ τραγούδια όλων των εποχών).

Ακούγοντας τους Wipers εν έτει 1980 νομίζεις πως βλέπεις μια μικρογραφία εκείνου που θα εξελισσόταν κάποια χρόνια μετά σε συγκροτήματα όπως οι Melvins, οι Mudhoney και οι Nirvana. Με άλλα λόγια, εδώ βρίσκεται η ουσία του μελλοντικού Grunge. Όλη η ορμή, όλο το χυμαδιό, όλη η γνησιότητα – πριν γίνει κι αυτό ένα εμπόρευμα.


Επιλογές: Window Shop For Love, Up Front, Alien Boy, D-7, Return Of The Rat



14 # The ClashSandinista!






Μετά το “London Calling” ο κόσμος ήταν δικός τους. Τα όρια είχαν γκρεμιστεί, τα σύνορα αποκαλύφτηκαν μια πλάνη. Πίσω από τους τεχνητούς διαχωρισμούς των κρατών, της γλώσσας και της πολιτικής δεσπόζει η μία, πάντα ενιαία, κοινή ανθρώπινη λαλιά. Και αν έχει ένα σκοπό η μουσική είναι να αποκαλύψει αυτή ακριβώς την ψευδαίσθηση των ορίων, να σπάσει τους διαχωρισμούς, να φέρει τους ανθρώπους πιο κοντά.

Κάποιες φορές το ίδιο το μέσο είναι το μήνυμα. Πως γίνεται να μιλάς μια διεθνή – ή διεθνιστική, αν προτιμάτε – γλώσσα, επιμένοντας σε ένα και μόνο είδος μουσικής; Γιατί να μην ενσωματώσεις άφθονες από τις μουσικές του κόσμου στο προσωπικό σου ύφος; Αν επιθυμείς να σπάσεις τις διαχωριστικές ταμπέλες ανάμεσα στους ανθρώπους, γιατί να μην αρχίσεις από την ίδια σου τη μουσική.

Αυτό έκαναν οι Clash λοιπόν. Αναμφισβήτητα η πιο πολυδιάστατη από τις αυθεντικές punk μπάντες, σε αυτόν εδώ τον τέταρτο δίσκο τους αποφάσισαν να ξεπεράσουν κάθε μουσικό όριο, συνδυάζοντας στοιχεία από rockabilly, reggae, dub, calypso, disco, funk, jazz, gospel και rap. Το αποτέλεσμα ήταν ένας κολοσσός τριών δίσκων και 36 συνολικά κομματιών και ένα από τα πιο συναρπαστικά εγχειρήματα στην ιστορία της σύγχρονης μουσικής. Όσο αφορά τον τίτλο του δίσκου; Να θυμώσουμε πως βρισκόμαστε στο 1980, τον καιρό που οι Sandinistas είχαν πάρει τα ηνία στη Νικαράγουα – και οι Clash, πάντα πολιτικοποιημένοι, πάντα σκεπτόμενοι, παρακολουθούσαν τις εξελίξεις με ενδιαφέρον.

Σε αντίθεση με την σαρωτική κριτική αποδοχή του “London Calling”, το “Sandinistas!” άφησε μεικτές εντυπώσεις στην αρχή. Κάποιοι θεώρησαν το εγχείρημα των Clash υπερφίαλο και υπερβολικά μεγάλο σε έκταση – ο δίσκος θα ήταν εξαιρετικός αν κοβόταν κατά το ήμισυ περίπου και τα υπόλοιπα τραγούδια έμεναν απέξω. Ωστόσο οι όποιες κριτικές δεν εμπόδισαν το άλμπουμ να κατακτήσει τις πρωτιές του – και με το πέρασμα των χρόνων να ανεβαίνει ολοένα και περισσότερο στην εκτίμηση του κόσμου, καθιστώντας το ένα από τα απόλυτα crossover άλμπουμ όλων των εποχών.

Προσωπικά, αν με ρωτάτε, αν έπρεπε να επιλέξω 30-40 αγαπημένους δίσκους από τους 300 που θα συμπεριλάβω σε αυτό το αφιέρωμα, το “Sandinistas!” θα βρισκόταν ανάμεσά τους. Δεν είναι μόνο η μουσική ποικιλομορφία του δίσκου… ούτε η βαθιά κοινωνική ευαισθησία του… μα η γενικότερη αντίληψη που το χαρακτηρίζει. Πέρα από όρια, πέρα από σύνορα, πέρα από ταμπέλες – εκεί που η μία και ενιαία γλώσσα της τέχνης μπορεί να ενώσει τους ανθρώπους.


Επιλογές: Washington Bullets, The Magnificent Seven, Hitsville UK, Police On My Back, The Call Up, Somebody Got Murdered, The Leader, Broadway, Let’s Go Crazy







15 # The SpecialsMore Specials





Αν αυτός ο δίσκος ήταν ζώο, υποθέτω θα ήταν μία από εκείνες τις ραβδωτές καμήλες των εξωτικών νησιών, οι οποίες τρέφονται με εκλεκτή μεξικάνικη τροφή και δροσίζουν το λαρύγγι τους με πίνα κολάντα. Δεν έχει σημασία που δεν υπάρχει ζώο σαν αυτό που σας περιέγραψα – το γεγονός πως το φανταστήκατε και μόνο αρκεί.

Η Ska γεννήθηκε στα 60’s, μα η δεκαετία του 70 και του 80 αγκάλιασε εκ νέου τους τζαμαϊκανούς μουσικούς ρυθμούς, όπως είχε κάνει με τη Reggae. Ο άνεμος ελευθερίας που έφεραν αυτές οι μουσικές προσέλκυσαν το νεαρόκοσμο των καιρών, πολλοί δε ανάμεσά τους ανήκαν στην πρώτη εκείνη γενιά της Punk, που αναζητούσε στη μουσική τόσο μια διέξοδο, όσο και μια μορφή αντίδρασης στην αυξανόμενη καταπίεση της θατσεριανής/νεοφιλελεύθερης εποχής. Αν το Πανκ ήταν η θρυμματισμένη βιτρίνα της απογυμνωμένης κοινωνίας, η Σκα – παρέα με το ξαδερφάκι της, τη Ρέγκε – υπήρξε το παράθυρο με θέα στη θάλασσα που δρόσιζε τους εξαγριωμένους αντιρρησίες. Και οι Specials ανήκαν στα συγκροτήματα εκείνα που αποτέλεσαν τον τέλειο συνδετικό κρίκο ανάμεσα στα μουσικά αυτά είδη.

Με αυτόν εδώ το δεύτερό τους δίσκο, οι Specials αποκαλύπτουν μια ιδιαίτερη μουσική ποικιλομορφία, συνδυάζοντας τη Ska, τη Reggae, τον ρετρό ήχο των Fifties, στοιχεία από Mariachi και Western, μια υποψία 60’s James Bond, ως και ορισμένες δόσεις από μουσική lounge, μα και μια γενικότερη διάθεση πειραματισμού. Όλα αυτά ενδεδυμένα με εκείνη την απαραίτητη punk αισθητική, αντιπολεμικούς στίχους και extra-cool διάθεση. Περισσότερο cool κι από εκείνη την παγωμένη πίνα κολάντα.

Δίσκος που όσο ακούς, τόσο μεθάς με τη μουσική του. Ακόμα και αν οι Specials δεν έμελλε να αγγίξουν ξανά τα ύψη που άγγιξαν με τα πρώτα δυο άλμπουμ τους, το εισιτήριο για την Ουτοπία αν μη τι άλλο πρόλαβαν να μας το χαρίσουν. Μένει να επιχειρήσουμε εκ νέου το ταξίδι λοιπόν. H ραβδωτή καμήλα μας περιμένει.

Επιλογές: Hey Little Rich Girl, Rat Race, Enjoy Yourself, Sock It To Em J.B., International Jet Set



16 # The B-52’sWild Planet





Οι βιβλιοφάγοι και ειδικά οι φίλοι της Επιστημονικής Φαντασίας γνωρίζετε σίγουρα το “Hitchhikers Guide To The Galaxy” – την ανεπανάληπτη αυτή σειρά του Douglas Adams (πρέπει κάποια μέρα να γράψω ένα αφιέρωμα) που αναποδογύρισε το Σύμπαν, του αφαίρεσε την πάνα και του έδωσε μερικές ξυλιές στον πισινό – επειδή τόλμησε να είναι τόσο μεγάλο και απέραντο. Και έπειτα έριξε λίγη πούδρα πάνω του, για να δείξει πως παρόλ’ αυτά το αγαπά.

Έχω την αίσθηση πως ο πρώτοι δύο δίσκοι των B-52’s θα ήταν ιδανικό συνοδευτικό soundtrack για την αναφερόμενη σειρά βιβλίων. Το “Wild Planet” είναι το δεύτερο άλμπουμ τους και το μενού περιλαμβάνει: 60’s περούκες, surf guitar ρυθμοί, διαστημική ποπ αισθητική, σεξουαλικά προκλητικές πινελιές και μια ατελείωτη δόση τρέλας. Εκεί που το πολύχρωμο πνεύμα της δεκαετίας του 60 σμίγει με το υγιές κιτς των 80’s. Το αποτέλεσμα είναι εκρηκτικό.

Δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά των B-52’s: η αισιόδοξη και αλλοπαρμένη συνάμα διάθεση που σου προκαλεί η μουσική τους· και η μοναδικότητά τους. Πραγματικά δεν υπάρχει άλλη μπάντα σαν αυτούς.

Επίσης: είναι από τους δίσκους που ακούς και θες να χορέψεις, ή ακόμα καλύτερα, να κάνεις σεξ. Και αν δεν έχεις σύντροφο διαθέσιμη εκείνη τη στιγμή, έστω, όπως τη βολέψεις. Πόσες και πόσες φορές δεν χορεύουμε μονάχοι, εξάλλου. Ναι, για χορό μιλάμε, σωστά; Party out of bounds!

Επιλογές: Private Idaho, Party out Of Bounds, Strobe Light, Give Me Back My Man



17 # Pretenders – Pretenders






Attitude! Να το πρώτο που σκέφτεσαι όταν φέρνεις κατά νου την τραγουδίστρια των Pretenders, Chrissie Hynde. Να μια γυναίκα που δε μασάει, λες. Δεν είναι τυχαία εξάλλου η επιρροή που άσκησε ως και στη Madonna – μένοντας στο θέμα της αίσθησης ανεξαρτησίας και της δυναμικής που ανέδυε. “Να μια γυναίκα που δε μασάει, σ’ έναν κόσμο αντρών”, όπως την είχε χαρακτηρίσει. Παρέα με τη Blondie και τη Siouxsie έδειχναν το δρόμο προς μια εναλλακτική προσέγγιση στο ροκ της δεκαετίας του 80.

Ή όπως λέει η ίδια η Chrissie στον παρών δίσκο: “Baby, Fuck Off”.

Το παρόν ντεμπούτο των Pretenders θεωρείται από πολύ κόσμο ως ένα από τα κορυφαία ντεμπούτα της δεκαετίας. Και είναι γεγονός πως οι ίδιοι οι δημιουργοί του δεν το ξεπέρασαν. Η αυθεντικότητα του Punk συναντάει τους πειραματισμούς του New Wave και την πιασάρικη δόμηση της Ποπ. Οι αεράτες ερμηνείες της Chrissie Hynde τις κιθάρες του James Honeyman-Scott. Το αποτέλεσμα είναι ένας εξαιρετικά ποικιλόμορφος δίσκος, του οποίου κανένα τραγούδι δεν μοιάζει με το άλλο. Από την έκρηξη του “The Phone Call”, στην ευαισθησία του “Kid” και από τον υπνωτικό, σχεδόν αισθησιακό ρυθμό του “Private Life” στο απόλυτα ανεβαστικό “Brass In Pocket” – το τελευταίο θα μπορούσε να ιδωθεί και ως το τέλειο ραδιοφωνικό χιτ.

Μα μην σας παρασέρνει το pop περίβλημα – μέσα του ο δίσκος κοχλάζει.


Επιλογές: The Phone Call, Precious, Kid, Space Invader, Brass In Pocket



18 # REO SpeedwagonHigh Infidelity





Οι REO Speedwagon έχαιραν ήδη μια σχεδόν δεκαετή πορεία στο χώρο της ροκ μουσικής – μα ήταν σε αυτόν εδώ το δίσκο που εκτοξεύτηκαν στο mainstream και κατέκλυσαν τους ραδιοφωνικούς σταθμούς του κόσμου. Λιγότερο σκληροί συγκριτικά με τον παλιότερό τους ήχο, περισσότερο εμπορικοί, μα κατέχοντας το κοκαλάκι της νυχτερίδας – εκείνο που γνωρίζει πώς να γράφει τα τέλεια χιτ. Ξέρετε – εκείνα τα τραγούδια που τα ακούς μια φορά και σου κολλάνε και μετά σιγοτραγουδάς όλη τη μέρα, ξανά και ξανά και ξανά.

Τέτοια υπήρξαν λοιπόν τα “Keep On Loving You”, “Take It On The Run”, “Tough Guys”, “Out Of Season” και “Follow My Heart”. Τραγούδια που μοιάζουν πασπαλισμένα με κάποια από εκείνες τις ξυλόκολλες, που αν κολλήσουν κάτι δεν ξεκολλάει με τίποτα – αντίστοιχα μένουν κι αυτά σε σένα αν τα ακούσεις.

Λίγα χρόνια μετά οι REO Speedwagon θα παρέδιδαν κι ένα “Cant Fight This Feeling” αποτελειώνοντάς μας πλήρως. Γλυκανάλατα; Ίσως. Μα άντε να σου ξεκολλήσουν έτσι και τ’ ακούσεις μια φορά…


Επιλογές: Keep On Loving You, Out Of Season, Follow My Heart, Take It On The Run



19 # Iron MaidenIron Maiden





Στενά νυχτερινά σοκάκια κάποιας αστικής γειτονίας· ο αντίλαλος από το τρεχαλητό κάποιου παρανόμου· αχτίδες που μόλις δραπέτευσαν απ’ το φεγγάρι· το μεγάλο ρολόι που χτυπά υπόκωφα στη σιγαλιά· ομίχλη που ξεχύνεται σαν αίμα από πληγή· μια πόρτα που τρίζει· μουσικές συμφωνίες κάποιου μασκοφόρου· η Μάργκαρετ Θάτσερ νεκρή από το χτύπημα ενός τέρατος· ένας κόσμος που αλλάζει· το τέρας που ξυπνά και σε κοιτάζει. Τώρα όλα ξεκινούν.

Το ντεμπούτο των Iron Maiden παραμένει ένας από τους κορυφαίους δίσκους στην ιστορία της σκληρής μουσικής. Καταμεσής του σκληροπυρηνικού πολιτικού κλίματος των αρχών της δεκαετίας του 80, δεν ήταν λίγοι οι νέοι στα αστικά κέντρα και τις εργατικές γειτονιές της Βρετανίας που έπιασαν μια κιθάρα και αναζήτησαν μια διέξοδο μέσω της μουσικής. Η ατμόσφαιρα ήταν ήδη μπολιασμένη από τον χείμαρρο του Punk – το μόνο που έμενε ήταν μια επιστροφή στις μουσικές ρίζες των 70’s και μια απόπειρα να συνταιριάξουν η ορμητικότητα του πρώτου, με τις μουσικές αναζητήσεις των κλασικών συγκροτημάτων της περασμένης δεκαετίας. Κάπως έτσι λοιπόν, καταμεσής της ομιχλώδους, υγρής βρετανικής νύχτας, γεννήθηκε το New Wave Of British Heavy Metal (NWOBHM). Oι Iron Maiden υπήρξαν οι σημαιοφόροι του και ο Eddie η μασκότ του.

Ο πρώτος δίσκος των Maiden διατηρεί μια αίσθηση φρεσκάδας και μια γνήσια διάθεση αλητείας, εφάμιλλη με εκείνη των συγκροτημάτων του Punk, που δεν έμελλε να δούμε στη συνέχεια του συγκροτήματος. Σε αυτό παίζουν ρόλο αφενός το κλίμα των καιρών και αφετέρου η χαρακτηριστική χροιά του τότε τραγουδιστή, Paul DiAnno – η φωνή του θυμίζει διάλεκτο κάποιας συμμορίας των δρόμων. Οι στίχοι του μπασίστα Steve Harris αποτίνουν φόρο τιμής στην ατομική ελευθερία, πέρα από δεσμούς και όρια, ενώ παράλληλα φανερώνουν μια διάθεση απόδρασης σε κάποιον άλλο, βαθύτερο και πιο αυθεντικό κόσμο, εκεί που η φαντασία σμίγει με την πραγματικότητα. Τα τελευταία έμελλε να γίνουν σήματα κατατεθέντα του Heavy Metal.

Όσο αφορά τη μουσική; Από τον πηγαίο αυθορμητισμό ενός “Running Free” στην αμεσότητα ενός “Prowler”, από τον λυρισμό ενός “Remember Tomorrow” στη συμφωνική πανδαισία ενός “Phantom Of The Opera” και από τη μελαγχολία ενός “Strange World” στην ανόθευτη εφηβική διάθεση ενός “Iron Maiden”… δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως έχουμε να κάνουμε με ένα μουσικό έργο υψηλότατων προδιαγραφών. Οι ίδιοι οι Maiden έμελλε να δώσουν πολλά ακόμα κλασικά άλμπουμ, μα κανένα δεν έμοιαζε στο στυλ και τη διάθεση του ντεμπούτου τους.

Ναι – η νύχτα που για πρώτη φορά ξεχύθηκε ο Eddie στα στενά και τα σοκάκια της Αγγλίας ήταν μια χαρμόσυνη νύχτα για την ιστορία της μουσικής.


Επιλογές: The Phantom Of The Opera, Prowler, Remember Tomorrow, Strange World, Running Free



20 # Black SabbathHeaven And Hell





Αν περάσεις απ’ τον Παράδεισο μια μέρα… αν διασχίσεις τα στενά που οι θνητοί απαγορεύεται να βλέπουν… και αν πετύχεις εκείνους τους αγγέλους που καπνίζουν, κάνοντας ρεπό απ’ την καταναγκαστική θεάρεστη εργασία τους και σχολιάζοντας πώς να αναποδογυρίσουν την τάξη των πραγμάτων… σε παρακαλώ τότε να θυμηθείς τα ακόλουθα λόγια ενός σοφού – που δεν ήταν ούτε άγγελος, ούτε διάβολος, μα κάτι καλύτερο και απ’ τα δυο μαζί:

“Ο εραστής της ζωής δεν είναι ποτέ αμαρτωλός” – έτσι αντήχησαν τα λόγια του, σκορπίζοντας με κόκκινο κρασί  τα στεγνά, ανηδονικά ως τότε σύννεφα. Και συνέχισε ως εξής:

“Η ζωή, λένε, είναι ένα καρουζέλ. Γυρίζει τόσο γρήγορα κι εσύ πρέπει να το καβαλήσεις σωστά για να μην πέσεις. Και ο κόσμος είναι γεμάτος βασιλείς και βασίλισσες, που τυφλώνουν τα μάτια σου και κλέβουν τα όνειρά σου… Και σου λένε πως το άσπρο είναι μαύρο και πως το φεγγάρι δεν είναι παρά ο ήλιος μες στη νύχτα… Και αν βαδίσεις, λένε, σε χρυσοστολισμένες αίθουσες θα κρατήσεις όλο το χρυσό που ρέει…

Κι εσύ, ανόητε, τους πίστεψες! Ανόητε, δεν ήξερες πως πρέπει να χορέψεις – και να ματώσεις, να ματώσεις χορεύοντας; Δεν ήξερες πως πρέπει να χύσεις αίμα ενώ χορεύεις… να χύσεις αίμα όσο αγαπάς;

Ανόητε… συνεχίζεις να τους πιστεύεις.

Συνεχίζεις να πετάς στα σύννεφα και να αγνοείς τους αγγέλους που καπνίζουν στη γωνιά τους – κάνοντας σχέδια πώς να ανατρέψουν την τάξη των πραγμάτων… ποτίζοντας με κρασί, κόκκινο σαν αίμα, πηχτό σαν σπέρμα, τα τόσο λευκά, τόσο μονότονα, τόσο βαρετά σύννεφα.

Κι εγώ, κύριοι, μόλις σας περιέγραψα το “Heaven and Hell” των Black Sabbath. Με το μόνο τρόπο που ένιωσα πως με εκφράζει. Εκεί που η φαντασία του Ronnie James Dio έσμιξε με τη μουσική ιδιοφυία ενός Tony Iommi… Εκεί που οι Black Sabbath χαιρέτησαν τη δεκαετία του 80 με ένα τόσο διαφορετικό, μα τόσο Sabbath δίσκο… και τα υπόλοιπα είναι μουσική ιστορία.

Μουσική, είπα; Με συγχωρείτε – ξέρουμε καλά πως είναι κάτι παραπάνω.

“The closer you get to the meaning
The sooner you'll know that you're dreaming”


Επιλογές: Heaven And Hell, Neon Knights, Children Of The Sea, Die Young






21 # Ozzy OsbourneBlizzard Of Ozz





Κι ενώ η παλιοπαρέα του συνέχιζε το δρόμο της με μπροστάρη τον Ronnie James Dio, o Ozzy Osbourne γύριζε τη σελίδα στο προσωπικό του μουσικό βιβλίο. Το “Blizzard Of Ozz” αφενός ξεδίπλωσε τον metal ήχο της νέας δεκαετίας… και αφετέρου εκτόξευσε τον Ozzy σε νέα ύψη δημοσιότητας. Ο χωρισμός του με τους Sabbath είχε αποδώσει καρπούς. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν πως ο συγκεκριμένος, πρώτος δίσκος του, παραμένει αξεπέραστος – τουλάχιστον μεταξύ των σόλο δίσκων της δεκαετίας του 80, μια που τα “No More Tears” και “Ozzmosis” των 90’s ομολογουμένως είναι καταπληκτικά άλμπουμ.

Μα το “Blizzard Of Ozz” ανήκει στα Eighties – και αποπνέει αέρα Eighties. Αυτό είναι το metal της νέας δεκαετίας: δυναμικό και μελωδικό ταυτόχρονα, ικανό να γεμίζει στάδια, να ξεσηκώνει πλήθη κόσμου με τα περίτεχνά του σόλο και να συγκινεί με τις χαρακτηριστικές του μπαλάντες. Τα 80’s υπήρξαν η χρυσή δεκαετία του Heavy Metal και το ντεμπούτο του Ozzy ανήκει στους κλασικότερούς της δίσκους. Όσο αφορά τον ίδιο τον Ozzy; Η εικόνα της Metal μουσικής δεν θα μπορούσε να είχε βρει πιο αντιπροσωπευτικό μπροστάρη – και οι συντηρητικοί γονείς του κόσμου δεν θα μπορούσαν να είχαν βρει καλύτερο παράδειγμα προς αποφυγή για τα τρυφερά τους βλαστάρια.

Ένα πολύ μεγάλο μερίδιο της επιτυχίας του δίσκου – και συνάμα, της σόλο πορείας του Ozzy – ανήκει στον κιθαρίστα Randy Rhoads, με τον οποίο συνεργάστηκε ο Ozzy στα δύο πρώτα studio album του. Δίχως τον Randy κλασικοί ύμνοι όπως το “Crazy Train” και το “Mr. Crowley” δύσκολα θα είχαν υπάρξει. Δυστυχώς έφυγε νωρίς – αφήνοντας όμως πίσω του μια πολύτιμη κληρονομία.

Επιλογές: Mr. Crowley, Goodbye To Romance, Crazy Train, Revelation (Mother Earth)



22# Judas PriestBritish Steel





Όταν ένας δίσκος περιλαμβάνει ένα από τα πιο τέσσερα ή πέντε πιο χιλιοπαιγμένα (σε ροκάδικα, κλαμπ, ραδιόφωνα και καφετέριες) τραγούδια στην ιστορία της σκληρής μουσικής, είναι αδύνατο να απουσιάζει από το παρόν αφιέρωμα. Ακόμα και αν έχει μαλλιάσει η γλώσσα μας να επαναλαμβάνουμε για εκατομμυριοστή φορά Breaking The Law, Breaking The Law…”, ακόμα και αν έχουμε απομνημονεύσει νότα προς νότα το τόσο χαρακτηριστικό εκείνο ριφ του τραγουδιού, σε σημείο κορεσμού… αυτό, αν μη τι άλλο, σημαίνει πως έχουμε να κάνουμε με τον ορισμό του κλασικού.

Το “British Steel” κατά τη γνώμη μου δεν είναι ο κορυφαίος δίσκος των Priest – είναι όμως ο κλασικότερός τους. Και σε αυτή την πρόταση δεν υπάρχει καμία απολύτως αντίφαση. Πρόκειται για τον περισσότερο χαρακτηριστικό Priest δίσκο – εκείνον που θα έδινες ν’ ακούσει κάποιος που δεν έχει ιδέα από τη μουσική τους. Το “Sad Wings Of Destiny” περιλαμβάνει καταπληκτικές συνθέσεις, μα ο ήχος του ριζώνει ακόμα γερά στα 70’s. ToPainkiller” είναι κλασικό, μα διαδέχεται την δεκαετία του 80 – μοιάζει περισσότερο με κύκνειο άσμα μιας εποχής, παρά με το κάλεσμα μιας νέας. Όσο αφορά τα “Screaming For Vengeance” και “Defenders Of The Faith”, συνιστούν το απόγειο του ήχου τους στα 80’s – μα όπως και να το κάνουμε αυτό το ξυράφι στο εξώφυλλο του “British Steel” είναι αξεπέραστο.

H ιστορία έγραψε πως ο Rob Halford είναι ο αρχετυπικός 80’s metal frontman – το πρότυπο πάνω στο οποίο άφθονοι metalheads τον καιρό εκείνο αποπειράθηκαν να χτίσουν την εικόνα τους. Τότε – που το metal ήταν συνώνυμο με τα δερμάτινα και τις αλυσίδες. Και το κιθαριστικό δίδυμο των Glenn Tipton και K.K. Downing οικοδόμησε μουσικούς ογκόλιθους που χιλιάδες αποπειράθηκαν να μιμηθούν – ελάχιστοι όμως τα κατάφεραν εξίσου καλά.

Πέραν του “Breaking The Law” ο δίσκος περιλαμβάνει κλασικά τραγούδια όμως τα “United”, “Metal Gods”, “Grinder” – και φυσικά το μεταμεσονύχτιο ύμνο των απανταχού μεταλλάδων της οικουμένης, τότε, τώρα και για πάντα: “Living After Midnight”.

Με δίσκους όπως το “British Steel” και τα προαναφερθέντα ντεμπούτα του Ozzy και των Maiden ήταν πλέον φανερό πως η δεκαετία του 80 θα ανήκε – σε σημαντικό βαθμό – στη μέταλ μουσική.


Επιλογές: Living After Midnight, Breaking The Law, Metal Gods, United






23 # Motörhead – Ace Of Spades






Φτάσαμε, αισίως, στον κόσμο των Motörhead. Καιρός να βάλουμε τους καλούς τρόπους στην άκρη και τις γλυκανάλατες διαθέσεις στη λεκάνη της τουαλέτας. Να κατεβάσουμε μια μπουκάλα οινόπνευμα με ολίγο από ποτό μέσα του και να αναζητήσουμε τη γκόμενα της αρεσκείας μας. Και να κάνουμε βρώμικο, βρώμικο, βρώμικο έρωτα ως το πρωί. Να γαμηθούμε σαν τα ζώα ενώ η μουσική αλωνίζει τις παραδομένες μας ορέξεις. Να ξεσκιστούμε σαν τα σκυλιά στη λάσπη, σκοτώνοντας το χθες, αδιαφορώντας για το αύριο, εξαϋλώνοντας το σήμερα στην κάθε του στιγμή.

Το “Ace Of Spades” είναι ο τέταρτος δίσκος των Motörhead – και ο δίσκος που τους καταξίωσε στα πλήθη του κόσμου. Ήταν η εποχή του NWOBHM και τοποθέτησαν τους Motörhead υπό την ίδια ταμπέλα που είχαν συμπεριλάβει συγκροτήματα όπως οι Maiden, οι Priest και οι Saxon – αν και στην πραγματικότητα η μουσική των Motörhead δεν μοιάζει με εκείνη των προαναφερθέντων συγκροτημάτων. Παραείναι ωμή, παραείναι πρωτόλεια, παραείναι ακατέργαστη, παραείναι ενεργητική… για δες, ποιος είναι ο σωστός όρος;

Α, ναι. Rock ‘n Roll. Αυτός είναι ο όρος. Αυτές ήταν οι μαγικές λέξεις με τις οποίες ήθελε ο Lemmy να περιγράφουν τη μουσική του. Just a fuckinrockn roll band. Και μία από τις κορυφαίες που υπήρξαν.

Ο παρών δίσκος περιλαμβάνει όλα εκείνα που έκαναν τη μουσική των Motörhead τόσο χαρακτηριστική. Η μουσική μοιάζει με οδοστρωτήρα πρωταρχικής ενέργειας, ικανή να ισοπεδώσει κάθε εφησυχασμένο αυτί και να ερεθίσει κάθε καυλωμένη ύπαρξη. Χρειάζεται να αναφερθώ εκτενώς σε κομμάτια όμως το “Love Me Like A Reptile”, “Jailbait”, “Live To Win”, The Chase Is Better Than The Catch” και το ομότιτλο; Όχι, δεν χρειάζεται.

Κάνε τη χάρη στον εαυτό σου και άκου αυτόν τον οργασμικό δίσκο. Ξανά και ξανά. Η επανάληψη είναι μητέρα κάθε μάθησης και κάθε ηδονής.


Επιλογές: Ace Of Spades, The Chase Is Better Than The Catch, The Hammer, Jailbait, Live To Win, (We Are) The Road Crew








24 # AC/DCBack In Black





Ομολογουμένως αν έχεις ακούσει έναν δίσκο των AC/DC είναι λες και τους έχεις ακούσει όλους. Μα αυτή η κριτική θα μπορούσε να αντιστραφεί ως εξής: αν δεν έχεις ακούσει αυτόν τον έναν – ανάμεσα σε όλους – δίσκο δεν ξέρεις τι χάνεις.

Θα μπορούσαμε να επεκτείνουμε αυτή τη σκέψη ως εξής: σύμφωνοι, η μουσική των AC/DC δεν χαρακτηρίζεται από την ποικιλομορφία της… μα αν την αφαιρέσεις από την ιστορία της ροκ μουσικής μοιάζει λες και άνοιξε κάποια μαύρη τρύπα στο χωρόχρονο. Ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Ναι – τόσο σημαντική είναι αυτή η μπάντα.

Ας επιστρέψουμε λοιπόν στον «ένα δίσκο». Η επιλογή θα μπορούσε να γίνει μεταξύ του “Highway To Hell” και του παρόντος, “Back In Black”. Εδώ περιλαμβάνεται το νέκταρ και η αμβροσία του rockn roll. Ή αν προτιμάτε, το AC και το DC του rockn roll. Δύο από τις βασικότερές του λέξεις. Ασφαλώς δεν μπορείς να μείνεις σε αυτές τις λέξεις και μόνο – μα κάπου πρέπει να γίνει η αρχή. Και τι καλύτερο από αυτόν εδώ το δίσκο.

Ο θλιβερός θάνατος του Bon Scott δεν πτόησε την παρέα των αιώνιων μαθητών με τα κοντά σορτς και τις γραβάτες. Ο ερχομός του Brian Johnson έμοιαζε με κάλεσμα κάποιου παλιού φίλου – σχεδόν νιώθεις πως ήταν πάντα εκεί. Τα τραγούδια του άλμπουμ ορίζουν την έννοια του κλασικού. Ο δίσκος σημείωσε πελώρια επιτυχία και καταξίωσε για πρώτη φορά τους AC/DC στις ΗΠΑ. Και τα απανταχού κορίτσια στις συναυλίες του κόσμου σήκωσαν τις μπλούζες τους και αποκάλυψαν τα υπέροχά τους στήθη. Έτσι απλά.

Για λίγο ο κόσμος έμοιαζε ιδανικός.

Επιλογές: Back In Black, Hells Bells, Givin’ The Dog A Bone, You Shook Me All Night Long, Rock ‘N Roll Ain’t Noise Pollution



25 # Tom Waits – Heartattack And Vine






“Don't you know there ain' t no devil… There’s just god when he's drunk”

Μόνο ο θεός υπάρχει που μεθάει… και παίρνει τότε τη μορφή διαβόλου και μας ξεγελά – μας αποκαλύπτει ο Tom Waits, χαρίζοντάς μας ένα από τα κορυφαία δίστιχα στην ιστορία της μουσικής.

Το “Heartattack and Vine” είναι ένας από τους πρώτους δίσκους του Waits που έτυχε να ακούσω. Δεν θα ξεχάσω πόση εντύπωση μου έκανε ο βαθύς συναισθηματικός του λυρισμός – όμοιος με πηγάδι που ξεχειλίζει ποίηση και αλκοόλ. Μοιάζει με νύχτα που επιδίδεται σε ανελέητο στριπτίζ, ξεγυμνώνοντας τον ουρανό από τα σύννεφά του, αποκαλύπτοντας την ολόγυμνη σελήνη – κι εσύ την παρατηρείς και αναπολείς και μελαγχολείς – και γράφεις τραγούδια για πάρτη της.

Το παρόν άλμπουμ σηματοδοτεί εξάλλου το κύκνειο άσμα της πρώτης μουσικής περιόδου του Waits – εκείνη που θα χαρακτηρίζαμε ως την “μποέμ-τζαζ” περίοδό του. Τον καιρό εκείνο που δεν ήταν ακόμα ευρύτερα γνωστός – και τα τραγούδια του ένιωθες πως απευθύνονται σε μεμονωμένες υπάρξεις – μοναχικές, συναισθηματικές και αιώνια μεθυσμένες – από αλκοόλ, ποίηση ή χαμένες προσδοκίες.








Πλάι στις κλασικές πιάνο μπαλάντες του Waits και σε βαθιά λυρικές στιγμές όπως το “Jersey Girl” ξεχωρίζουν τραγούδια όπως το ομότιτλο, το “Mr. Siegal” και το “In Shades”, στα οποία τον πρώτο λόγο πλέον παίρνουν οι κιθάρες και η Blues αισθητική. Εν μέρει αποκαλύπτουν το δρόμο που θα ακολουθούσε ο Waits στο μέλλον.

Μεθύστε λοιπόν ακούγοντας τον υπέροχο αυτό δίσκο… Και κάντε μια συμφωνία με τη σελήνη, ώστε το επόμενο στριπτίζ της να είναι για σας και μόνο.


Επιλογές: Heartattack and Wine, Mr Siegal, Saving All My Love For You, Jersey Girl

Κλείνω με έναν ελληνικό δίσκο.



26 # Μάνος Λοΐζος – Για Μια Μέρα Ζωής






Ήταν το 80 που ο Μάνος Λοΐζος κυκλοφόρησε το «Για Μια Μέρα Ζωής». Ήταν τότε που η Δήμητρα Γαλάνη δήλωνε πως «σε ψάχνω στα λαμπρά σφαγεία των δρόμων, στις νευρωτικές διαδρομές, στη θάλασσα που δε θα ‘ρθει ξανά… στη θάλασσα που βαρέθηκε ν’ αλλάζει χρώματα για να την αγαπάνε».

Ήταν τότε που ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου ανέφερε στη διάρκεια κάποιας νύχτας δίχως ύπνο «κι αν είμαι ροκ, μη με φοβάσαι».

Ήταν τότε που η Δώρα Σιτζάνη αφιέρωνε ένα από τα γλυκύτερα τραγούδια αγάπης σε κάποιο «πουλάκι του δρόμου».

Ήταν τότε που η Δήμητρα Γαλάνη – πάλι – εξομολογούνταν το «τραγούδι της νοικοκυράς» - και για πρώτη φορά μια γυναίκα μιλούσε στην καρδιά τόσων και τόσων γυναικών της πόλης, σκυμμένες πάνω στο νοικοκυριό τους, φορτωμένες τις έγνοιες της καθημερινότητας. «Ποια λεφτεριά ονειρεύτηκες κι εσύ»...

Ήταν τότε – τέλος – που ο Μάνος Λοΐζος έκανε την ακόλουθη εξομολόγηση:

Σ' ακολουθώ, στην τσέπη σου γλιστράω,
σα διφραγκάκι τόσο δα μικρό.
Σ' ακολουθώ και ξέρω πως χωράω,
μες στο λακκάκι που 'χεις στο λαιμό.

Έλα κράτησέ με και περπάτησέ με
μες στο μαγικό σου το βυθό.
Πάρε με μαζί σου στο βαθύ φιλί σου,

μη μ' αφήνεις μόνο, θα χαθώ…