30 Δεκεμβρίου 2014

Η Πηγή της Νιότης





Καθώς ο χρόνος φεύγει, παίρνοντας μαζί του προσδοκίες, επιθυμίες και υποσχέσεις (για να μας τις επιστρέψει τη χρονιά που έρχεται, σαν άλλος ταχυδρόμος – ένα παλιό γράμμα με καινούργιο γραμματόσημο), τι θα λέγατε να μιλήσουμε για έναν από τους μακροβιότερους μύθους στην ιστορία; Ο λόγος για την θρυλική Πηγή της Νιότης, μα και της απεικόνισής της σε ένα ξακουστό έργο των καιρών του: Την "Πηγή της Νιότης" του Λούκας Κράναχ του Πρεσβύτερου (Lucas Cranach the Elder), έργο που χρονολογείται από το 1536.

Ο μύθος μιας χαμένης, μυστικής πηγής, από την οποία αναβλύζει νερό ικανό να χαρίσει όχι μόνο τη δροσιά μα και τα νιάτα του στον κόσμο, υπάρχει ήδη από τον καιρό του Ηροδότου... Καθ' όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα έξαπτε τη φαντασία των περιηγητών σε ανατολή και δύση, ενώ οι θρύλοι έφτασαν στο αποκορύφωμα τους στα χρόνια των Εξερευνήσεων, κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα - όταν και είχε θεωρηθεί πως μια πηγή τέτοια υπάρχει όντως στη Νέα Γη της Φλόριντα, στην αμερικανική ήπειρο...



***


Μα αν οι εξερευνητές δεν είχαν κατορθώσει να εντοπίσουν την πηγή, ο Λούκας Κράναχ με το έργο του αυτό έδωσε μορφή στη φαντασία του κόσμου. Η πηγή παρουσιάζεται εντός μιας χώρας άγνωστης, σε σκηνικό που παραπέμπει σ' έναν τόπο μακρινό κι εξωτικό. Αριστερά παρατηρούμε τους περιπλανητές, γριές γυναίκες υποβασταζόμενες ή μεταφερόμενες σε κάρα. Ένας γιατρός τις εξετάζει και τους επιτρέπει να βουτήξουν στην πηγή.








Εκείνες γδύνονται και το ρυτιδιασμένο σώμα τους αγγίζει το νερό. Τα νερά του αγκαλιάζουν το ταλαιπωρημένο τους κορμί. Όσο κολυμπούν, τόσο επέρχεται η μεταμόρφωση... Τα σημάδια της ηλικίας σταδιακά υποχωρούν και το αποτέλεσμα είναι εκπληκτικό: στα δεξιά της πηγής οι γυναίκες βγαίνουν νέες και όμορφες ξανά. Αναγεννημένες πάλι, με σώματα που αποπνέουν χάρη κι έρωτα. 

Ένας νεαρός τους βοηθάει να βγουν και τους δείχνει την είσοδο μιας σκηνής, στην οποία μπορούν να πάρουν ρούχα – η παλιά γκαρνταρόμπα πλέον δεν τους κάνει. Όλα είναι τέλεια οργανωμένα και το σκηνικό θυμίζει κάποια μαγική, ιδεατή Κλινική… Από εκείνες στις οποίες δεν πληρώνεις για να πας.

Στο βάθος δεξιά βλέπουμε τις νέες και τους νέους να πίνουν, να τρώνε, να φλερτάρουν και να γλεντούν, έχοντας πια αναζωογονηθεί – όχι μόνο στο σώμα, μα κυρίως, στο πνεύμα. Τα αγάλματα της Αφροδίτης και του Έρωτα που δεσπόζουν, εξάλλου, στο κέντρο της Πηγής μας κάνουν να αναλογιστούμε πως, τελικά, η ουσία του μύθου της Νεότητας δεν βρίσκεται σε κάποια μαγικά νερά… μα στον έρωτα, που όλα τα τρυπάει με το βέλος του… ακόμα και το σκληρό καβούκι της μεγάλης ηλικίας.





***


Υποχωρεί λοιπόν ο χρόνος, βουτώντας στην πηγή ο ίδιος… Τα γένια του υποχωρούν, οι άσπρες τρίχες πέφτουν, η όραση του βελτιώνεται, τα μάγουλα ροδίζουν πάλι – και γίνεται ξανά μωρό. Ο Δεκέμβρης παραχωρεί τη θέση του στον Γενάρη – ένας κύκλος είναι όλα και εμείς γυρίζουμε μαζί του. Η απογοήτευση δίνει τη θέση στην ελπίδα, τη χαρά και πάλι πίσω.


Και εμείς μεγαλώνουμε… Και σκεφτόμαστε: που να βρίσκεται καταχωνιασμένη η Πηγή της Νιότης; Σε κάποιον τόπο μακρινό και ακόμα ανεξερεύνητο; Ή μήπως εδράζεται στη φαντασία μας, στη θέληση μας ν’ αλλάξουμε τον κόσμο, στην ανεξάντλητη διάθεση για εξερεύνηση και γνώση; Στις επίγειες απολαύσεις και στη δύναμη του έρωτα – που όλα τα διαπερνά με το κοφτερό του βέλος; Σε ορισμένες μικρές στιγμές, όταν γινόμαστε ξανά μικροί και ανάλαφροι σα φτερά στον άνεμο;


Να είσαι νέος είναι ένα – Μα να έχεις παράλληλα τις γνώσεις και το μυαλό, που αποκτάς (ενίοτε) μεγαλώνοντας – αυτό θα ήταν το ιδανικό! 




26 Δεκεμβρίου 2014

Η Επόμενη Μέρα (και όλες όσες ακολουθούν μέχρι του χρόνου)






Φάγαμε, ήπιαμε, σκάσαμε. Το πνεύμα των Χριστουγέννων άγγιξε σίγουρα τις φουσκωμένες μας κοιλιές - και τις αδειανές μας τσέπες, από τα έξοδα των ημερών.

Έτυχε να δω σήμερα μια βρετανική διαφήμιση - βασισμένη σε αληθινό περιστατικό. Ήταν δυο στρατοί, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Οι μεν μιλούσαν αγγλικά, οι δε γερμανικά. Ανήμερα των Χριστουγέννων οι στρατιώτες και απ' τα δύο στρατόπεδα είχαν ανταλλάξει δώρα. Ένα μπισκότο, μια μπάρα σοκολάτας, κάποια κάρτα. Ακόμα πιο ωραίο ήταν πως οι στρατιώτες έφτασαν να σχηματίσουν δύο ποδοσφαιρικές ομάδες και έπαιξαν μπάλα μεταξύ τους. Η διαφήμιση κλείνει δείχνοντας έναν νεαρό Γερμανό και έναν Άγγλο να αποχωρούν προς τα χαρακώματα, ο καθένας στο δικό του - προφανώς σκεπτόμενοι πόσο μοιάζουν τελικά μεταξύ τους. Κοίταξαν τα δώρα τους και χαμογέλασαν.

Και τότε εμφανίζεται το μήνυμα: Christmas is for sharing - τα Χριστούγεννα είναι για να μοιράζεσαι.

Θα είχε βέβαια ενδιαφέρον η διαφήμιση να έδειχνε την επόμενη μέρα - όταν οι στρατιώτες έπιασαν τα όπλα πάλι και άρχισαν να σφάζονται ξανά.

Οι άνθρωποι είμαστε αστείο είδος. Σφαζόμαστε όλο τον χρόνο και καθιερώνουμε μια επίσημη "γιορτή αγάπης", όταν και οφείλουμε να βάλουμε στην άκρη όλες μας τις διαφορές - για να επανέλθουμε μετά σε αυτές δριμύτεροι.

Θυμίζει λίγο εκείνες τις "επίσημες ημέρες" που έχουν καθιερωθεί. Η Ημέρα της Γυναίκας, η Ημέρα της Ειρήνης, η Ημέρα του Περιβάλλοντος, η Ημέρα Χωρίς Αυτοκίνητο, η Ημέρα της Εξυπνάδας (δεν υπάρχει, μα καθώς σπανίζει γύρω μας θεωρώ απαραίτητο να φτιάξουν και γι' αυτή μια μέρα), η Ημέρα του Παστίτσιου, και δε ξέρω και γω τι άλλο.

Έχουμε μόνο μία από δαύτες γιατί, βλέπετε, θα ήταν πολύ δύσκολο να τις τηρούμε και τις 365 μέρες του έτους.


Άντε. Και του χρόνου παιδιά!


* το κείμενο αναδημοσιευμένο και στο TVXS



24 Δεκεμβρίου 2014

O Εμπενίζερ Σκρουτζ και ο "Παραπανίσιος Πληθυσμός"





"Ας πεθάνουν λοιπόν! Καλύτερα, καθώς έτσι θα μειωθεί ο παραπανίσιος πληθυσμός"... λέει με περιφρόνηση ο Εμπενίζερ Σκρουτζ, αναφερόμενος στους φτωχούς και άπορους, στο ξεκίνημα της "Χριστουγεννιάτικης Ιστορίας".

Μα η ατάκα του αυτή, περί παραπανίσιου πληθυσμού - ανθρώπων που είναι αχρείαστοι, με άλλα λόγια, σύμφωνα με μια αυστηρά ιεραρχική αντίληψη των πραγμάτων - η ατάκα του αυτή έμελλε να τον δυναστεύσει στη συνέχεια της ιστορίας.

Θα ήταν αδύνατο να μην αντιπαραβάλλουμε αντιλήψεις όπως αυτή με τους καιρούς μας. Μια μερίδα κόσμου γύρω μας αποζητά μονίμως αποδιοπομπαίους τράγους για όσα αρνητικά συμβαίνουν και τους βρίσκουν (βολικά, πολύ βολικά) σε μερίδες ανθρώπων που θεωρούν "κατώτερους" - απλά γιατί μπορεί να έχουν διαφορετική καταγωγή, εθνότητα ή οικονομική κατάσταση. Aυτός είναι ο δικός τους "παραπανίσιος πληθυσμός".

Αυτομάτως πάλι, χρίζουν τους εαυτούς τους, τάχα, "ανώτερους", απλά γιατί γεννήθηκαν αλλιώς - δεν το επέλεξαν, δεν εργάστηκαν ή κόπιασαν γι' αυτό - απλά είχαν την "τύχη" να γεννηθούν αλλιώς. Τίποτα περισσότερο - μα αυτό είναι αρκετό για να τους κάνει να κοκορεύονται. Δυστυχώς η μερίδα αυτή έχει αποκτήσει ως και πολιτική φωνή στις μέρες μας, δηλητηριάζοντας τον κόσμο με τις αντιλήψεις τους περί υποτιθέμενης φυλετικής και εθνοτικής καθαρότητας - αντιλήψεις περί καθαρότητας που αρμόζουν σε ακάθαρτα μυαλά.



από τις αυθεντικές εικονογραφήσεις του "Christmas Carol"


Ο Εμπενίζερ Σκρουτζ δεν ήταν ρατσιστής, με την φυλετική/εθνική αυτή έννοια. Μα μισούσε τους ανθρώπους - και το μίσος βρίσκεται στον πυρήνα κάθε ρατσισμού - όσο και αν "ντύσεις" τον τελευταίο με μια ιδεολογία της κακιάς ώρας, παρουσιάζοντας τον τάχα σαν "πολιτική επιλογή". Ο ρατσισμός είναι ρατσισμός, τέλος. Και ο φασισμός το ίδιο, όσο και αν κρύβεται πίσω από τις λέξεις.

Θα πρότεινα στους εθνικιστές και ρατσιστές αυτού του τόπου να διαβάσουν την 'Χριστουγεννιάτικη Ιστορία" - ας είναι το μόνο βιβλίο που θα διαβάσουν στη ζωή τους.


***


Όταν το Φάντασμα των Χριστουγέννων του Παρόντος επισκέπτεται τον Σκρουτζ του υπενθυμίζει, ειρωνικά, εκείνη την ατάκα του - περί "παραπανίσιου πληθυσμού". Και του λέει:

"Ποιος είναι λοιπόν αυτός ο Παραπανίσιος Πληθυσμός; Που βρίσκεται; Θα αποφασίσεις εσύ ποιοι άνθρωποι θα ζήσουν και ποιοι θα πεθάνουν; Ποιος ξέρει, πιθανό υπό το βλέμμα τ' Ουρανού εσύ να είσαι περισσότερο άχρηστος και λιγότερο άξιος για να ζεις, σε σύγκριση με εκατομμύρια σαν το παιδί αυτού του φτωχού ανθρώπου. Ω, Θεέ! Να ακούς το Έντομο πάνω στο φύλλο να διακυρρήτει πως τα φτωχά αδέρφια του στο χώμα ζουν παραπανίσια!"

[από την "Χριστουγεννιάτικη Ιστορία" του Καρόλου Ντίκενς]



21 Δεκεμβρίου 2014

Η κυρία, το παιδί και το ποδήλατο






Έφυγα απ’ τη δουλειά νωρίς. Έξω η βροχή μου επιφύλασσε ψυχρή υποδοχή. Έφτασα στον σταθμό με το ποδήλατο, μουσκεμένος και λαχανιασμένος. Ενώ περίμενα το τρένο, παρατηρούσα τους κυματισμούς της βροχής στον αέρα – έμοιαζαν σχεδόν με χιόνι. Απόλαυσα το γκρίζο τ’ ουρανού – παρεξηγημένο χρώμα, ταυτισμένο με την αρνητική διάθεση, τη μετριότητα και την αναποφασιστικότητα. Μα το νεφελώδες αυτό αμάλγαμα χρωμάτων έχει το προνόμιο ν’ αφήνει τη φαντασία σου ελεύθερη. Δε σου επιβάλλεται, σαν ορισμένα χρώματα περίλαμπρα και ματαιόδοξα, μα σα κάποιο σεντόνι καλύπτει το τοπίο γύρω σου – αφήνοντας σε να δεις ένα μέρος του μονάχα και το υπόλοιπο να το συμπληρώσεις όπως θες.

Το τρένο έφτασε μετά από λίγα λεπτά. Μπήκα με το ποδήλατο στο τελευταίο βαγόνι. Πολλής ο κόσμος μέσα, ζορίστηκα αρκετά να το στριμώξω σε ένα σημείο του διαδρόμου, προσπαθώντας ταυτόχρονα να μην εμποδίζω την κίνηση. Τα νερά έσταζαν από πάνω μου. Άκουσα τότε μουσική. Ήταν δυο παιδιά, ένα κορίτσι που έπαιζε ακορντεόν και ένα αγοράκι, 9-10 χρονών, γυροφέρνοντας με ένα πλαστικό μπουκάλι, ζητώντας χρήματα. Συνηθισμένο σκηνικό. Το αγοράκι ήταν ιδιαίτερα κοινωνικό. Πλησίαζε τον κόσμο χαμογελαστό και τον καλησπέριζε λέγοντας «γεια σου, τι κάνεις;». Με κάτι παλικάρια που στέκονταν κοντά μου και του είχαν δώσει ένα νόμισμα, αστειεύτηκε, δείχνοντας τους πως το νόμισμα είχε κολλήσει στο μπουκάλι του, μέσα στο καπάκι. Την ίδια ώρα μια μεσήλικη κυρία πλησίασε στην πόρτα της εξόδου και μου είπε: “Μπορείτε να πάτε λίγο πιο πέρα το ποδήλατο σας;”. Χώρος να περάσει υπήρχε, μα για να τη διευκολύνω το πήγα ακόμα παραπέρα – ίσα που χώραγα με το ποδήλατο, καταμεσής του πλήθους κι ενώ προσπαθούσα όλη την ώρα να μην αγγίξω κανέναν με τις ρόδες του.

Τότε το αγοράκι ήρθε προς το μέρος μου και το είδα να παρατηρεί με ενδιαφέρον το ποδήλατο. «Δεν ανάβει τώρα», μου είπε, κοιτάζοντας το μπροστινό του φως. Ντράπηκα. Δεν ήξερα τι να του πω. Το αγοράκι επεξεργάστηκε το ποδήλατο και απλώνοντας το χέρι στο πηδάλιο, έστριψε τις ταχύτητες. Χαμογέλασε. Αρκετά μαζεμένα, του χαμογέλασα και γω. Πραγματικά ένιωθα άβολα, μη σκοπεύοντας να του δώσω κάτι. Μα το αγοράκι δεν είχε τέτοιο σκοπό – ήταν γνήσια περιέργεια και κοινωνική διάθεση εκείνη που το υποκινούσε. Σαν αυτή που πολλές φορές κλειδαμπαρώνουμε σε κάποιο μυστικό σεντούκι, εμείς οι ενήλικες. Το αγοράκι προχώρησε παραπέρα, προς το τέρμα του βαγονιού.


***


Πέρασαν δυο λεπτά και επέστρεψε. Κοίταξε πάλι το ποδήλατο και το φως του. «Γιατί δεν ανάβει;», με ρώτησε. Ένιωθα περισσότερο άνετα τώρα. «Πρέπει να τρέχει για να ανάψει», του είπα. Φάνηκε να ικανοποιείται από την απάντηση μου. Άπλωσε το χέρι πάλι και έστριψε το πηδάλιο με τις ταχύτητες, χαμογελώντας. Του χαμογέλασα και γω. Τότε άκουσα τη φωνή της μεσήλικης κυρίας από πίσω μου. “Πάρτε πιο πέρα το ποδήλατο σας, μας λερώνετε επιτέλους!”. Γύρισα προς το μέρος της. Ντυμένη σε πορτοκαλί παλτό, με το μαλλί βαμμένο στα χρώματα του ήλιου. Ούτε μια σταγόνα πάνω της – ενώ ο ίδιος έσταζα. Πήγα ακόμα πιο πέρα το ποδήλατο, ενοχλημένος, σχεδόν χάνοντας την ισορροπία μου – κόντευα να πέσω. Χώρος να περάσει υπήρχε και με το παραπάνω. “Τι θέλετε να κάνω και γω;”, της λέω. Μα εκείνη συνέχιζε. “Να το πάτε πιο πέρα, δε βλέπετε πως μας λερώνετε;”. Kάποια άλλη γυναίκα λίγο πέρα έκανε «τσκ τσκ». Δεν κατάλαβα αν η αποδοκιμασία της ήταν απέναντι μου, ή απέναντι στην γυναίκα που διαμαρτυρήθηκε.

Τσαντισμένος λέω στη μεσήλικη, ενώ έβγαινε από την πόρτα. «Είστε κομπλεξική». «Εσύ είσαι ο κομπλεξικός», μου απαντάει και φεύγει.

Γύρισα θυμωμένος το βλέμμα μου. Ορίστε, προσπαθείς τόση ώρα να μην ενοχλήσεις κανέναν, μα στο τέλος κάποιος θα βρεθεί να σου γκρινιάξει. Το αγοράκι τότε (που είχε παρακολουθήσει τη σκηνή) με κοίταξε και είπε σοβαρά: «είναι κομπλεξική». Όλοι γύρω του το άκουσαν.

«Εντελώς», του απαντώ, όπως θα απαντούσα σ’ έναν φίλο. Και τότε εκείνο βγαίνει. Το τρένο συνέχισε τον δρόμο του και ο απρόσμενός μου σύμμαχος τον δικό του.

Γυρνώντας σπίτι, σκέφτηκα πως ήθελα να μοιραστώ το μικρό αυτό περιστατικό της καθημερινότητας, με πρωταγωνιστές ένα αγοράκι σ’ ένα τρένο και μια καλοντυμένη, μεσήλικη κυρία. 


Επίμετρο: Ένας φίλος που διάβασε την εξιστόρηση του περιστατικού αυτού μου ανέφερε πως του θύμισε τον "Κλέφτη Ποδηλάτων" - τη ξακουστή ταινία του ντε Σίκα. Ήταν κάτι που το σκέφτηκα και ο ίδιος, εκ των υστέρων. Αφού είχα επιστρέψει σπίτι, τη μέρα εκείνη και αναλογιζόμουν τις ιστορίες που πλάθει η καθημερινότητά μας.



original photo source

16 Δεκεμβρίου 2014

Οι Πρόσφυγες σας εύχονται Καλά Χριστούγεννα!





Πρόκειται περί τραγικής παρεξήγησης. Αλήθεια σας λέω. Εδώ και δυο-τρεις μέρες διαδόθηκε η είδηση πως η ελληνική αστυνομία προέβη σε… «εκκαθάριση» της πλατείας Συντάγματος από τους Σύριους πρόσφυγες, που είχαν συγκεντρωθεί εδώ και μερικές βδομάδες. Η αστυνομία τους σήκωσε απ’ τα καταλύματα τους, ενώ κοιμόντουσαν, στις 3 τη νύχτα. Με συνοπτικές διαδικασίες οι οικογένειες των προσφύγων – οι οποίοι διεκδικούσαν ταξιδιωτικά έγγραφα (νομικά κατοχυρωμένα, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Ένωση) που θα τους επέτρεπαν τη συνέχιση του ταξιδιού τους – «μαζεύτηκαν» και προσήχθησαν στο Αλλοδαπών. Η παρουσία τους, βλέπετε, κρίθηκε «ακατάλληλη» για το χριστουγεννιάτικο κλίμα της Πλατείας Συντάγματος και μη συμβατή με το ντεκόρ.

Κι όμως, κακώς συγχύζεται ο κόσμος. Πρόκειται αλήθεια περί παρεξήγησης. Στην πραγματικότητα κανένας πρόσφυγας δεν εξαναγκάστηκε να εκκενώσει τον χώρο – αντίθετα όλα συνιστούν μέρος ενός ευρύτερου χριστουγεννιάτικου πλάνου, διοργανωμένου με απόλυτη μυστικότητα από την κυβέρνηση και τους καλούς μας φίλους, τους αστυνόμους. Η αληθινή ιστορία έχει ως εξής:

Ενώ κοιμόντουσαν οι πρόσφυγες, ήχησε στ’ αυτιά τους, σαν γλυκό καμπανάκι, ο ήχος των αφιχθέντων αστυνόμων. Οι αστυνόμοι πλησίασαν χαμογελαστοί, κρατώντας μεγάλους, κόκκινους σάκους. «Είναι δικοί σας τώρα!», φώναξαν, ενώ η πλατεία αντήχησε από τα εύθυμα τους γέλια: «Χο, χο, χο!». Οι Σύριοι πρόσφυγες, αγουροξυπνημένοι καθώς ήταν, απόρησαν. Μα οι αστυνομικοί τους εξήγησαν: «Θα σας πάρουμε από εδώ και θα σας μεταφέρουμε σε ένα άλλο, ομορφότερο μέρος! Εκεί θα σας χαρίσουμε το περιεχόμενο των σάκων που βλέπετε, για εσάς και τα παιδιά σας!». Οι Σύριοι κοίταξαν με έκπληξη. Τα σακίδια ξεχείλιζαν με δώρα και στολίδια, περίλαμπρα μέσα στη νύχτα! Οι Σύριοι δεν είχαν λόγια – μα οι καλόκαρδοι αστυνόμοι αποκρίθηκαν λιτά: «Μην ευχαριστείτε εμάς, μα τους πολιτικούς που μας ανέθεσαν τον ρόλο. Αυτούς να ευχαριστείτε – μα πάνω απ’ όλα, το πνεύμα αγάπης που μας διαπερνά, κάθε χρόνο τέτοια εποχή!». Αυτό, ενώ οι τάρανδοι – μεταμφιεσμένοι σε αστυνομικά σκυλιά – κουνούσαν χαρούμενοι τις ουρές τους.






Σύντομα οι πρόσφυγες σηκώθηκαν και μάζεψαν τα πράγματά τους – με τη βοήθεια των αστυνομικών, ασφαλώς, οι οποίοι τους πρόσφεραν ζεστά ροφήματα. Πληροφορήθηκαν μάλιστα πως το γενικότερο Σχέδιο προέβλεπε να επανεμφανιστούν στην πλατεία Συντάγματος, μεταμφιεσμένοι σε Άγιοι Βασίληδες, ενώ τα παιδιά τους θα είναι ντυμένα ξωτικά. Με αυτόν τον τρόπο η πλατεία θα φαντάζει αληθινά χριστουγεννιάτικη και ο κόσμος θα μπορέσει να κάνει τις βόλτες του αμέριμνος, χωρίς να ενοχλείται από τυχόν παρουσίες που κοιμούνται στο πεζοδρόμιο. Γιατί το χριστουγεννιάτικο πνεύμα βρίσκεται πάνω απ’ όλα.

Αντίστοιχα, οι φωτογραφίες που δημοσιεύουμε συνιστούν την αποκάλυψη της πραγματικότητας των προσφύγων – όχι μόνο εκείνων της Συρίας, μα γενικότερα, των προσφύγων του κόσμου όλου. Κακώς διαδίδονται τόσα χρόνια στο διαδίκτυο φωτογραφίες με πρόσφυγες που τάχα δεν έχουν σπίτια για να μείνουν, τάχα δεν έχουν φαγητό και άλλα. Όπως βλέπετε στις εικόνες, η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική – και άκρως χριστουγεννιάτικη, διαποτισμένη με τη μαγεία των γιορτών.






Ανακοινώθηκε εξάλλου ένας νόμος, σύμφωνα με τον οποίο το «νόημα των Χριστουγέννων» χρειάζεται να αλλάξει – η «αγάπη απέναντι στον συνάνθρωπο» οφείλει να μετατραπεί σε «αγάπη απέναντι στους ομοεθνείς, τους πλούσιους, τους καταναλωτές και τους καλούς νοικοκύρηδες». Στην πραγματικότητα αυτό δίδασκε δυο χιλιάδες χρόνια πριν και εκείνος ο έρμος, ο Χριστιανός, μα τον παρεξήγησαν. Αναμένεται και σχετική διάταξη, μέχρι το τέλος του χρόνου, που θα περιλαμβάνει τις σχετικές τροποποιήσεις.


Και Καλά Χριστούγεννα!



ΥΓ - Σε αντίθεση με τις προηγούμενες "χριστουγεννιάτικες", η ακόλουθη φωτογραφία είναι αληθινή.





14 Δεκεμβρίου 2014

Το Χόμπιτ... Από την ταινία στις εικονογραφήσεις του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν





Μέσα στη γη, σε μια τρύπα, ζούσε κάποτε ένα χόμπιτ…

Ίσως μία από τις πιο χαρακτηριστικές εισαγωγές βιβλίων που γράφτηκαν ποτέ. Ένα έργο το οποίο χάραξε τις γενιές που το διαδέχτηκαν και σφράγισε την ιστορία τόσο της νεανικής, όσο και της φανταστικής λογοτεχνίας. Ήταν εξάλλου το βιβλίο που αποτύπωσε για πρώτη φορά με περίτεχνα γράμματα στον χάρτη – έναν χάρτη ξέχειλο με απόκρημνα βουνά, απόμερες τοποθεσίες και μακρινά βασίλεια – το όνομα του δημιουργού του: Τζον Ρόναλντ Ρόιελ Τόλκιν – εν συντομία, Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν.


Το βιβλίο


Όλα ξεκίνησαν από ένα χόμπιτ και το όνομα του ήταν Μπίλμπο Μπάγκινς. Κανείς δεν ήξερε τι ήταν τα χόμπιτ πριν γραφτεί αυτό το βιβλίο, πολλά χρόνια πριν, εν έτει 1938 – μια περίοδο που τα σύννεφα του πολέμου σκίαζαν τον ευρωπαϊκό ουρανό, αντίστοιχα με τα σύννεφα της Σκοτεινιάς που νεφελώνουν τον ουρανό της Μέσης Γης. Για πρώτη φορά ο κόσμος γνώρισε χαρακτήρες όπως ο Γκάνταλφ ο Μάγος, ο Έλροντ το μισοξωτικό, το γλοιώδες και μυστήριο Γκόλουμ, ο περήφανος, μα πεισματάρης νάνος Θόριν Δρυάσπις, καθώς και ο φοβερός δράκος Νοσφιστής. Για πρώτη φορά το αναγνωστικό κοινό διάβασε για τοποθεσίες όπως το φιλόξενο Μπαγκ Εντ, το ονειρικό Σχιστό Λαγκάδι, το επικίνδυνο Δάσος της Σκοτεινιάς και το απόμερο Μοναχικό Βουνό.

Σε μια εποχή που η λογοτεχνία του φανταστικού δεν είχε καθιερωθεί ακόμα στις συνειδήσεις του κόσμου, ο φιλόλογος αυτός με την βαθιά γνώση της γλώσσας και της μυθολογίας των λαών, κατόρθωσε να δημιουργήσει έναν κόσμο ξέχειλο με πλάσματα που από αιώνες φώλιαζαν στο συλλογικό μας ασυνείδητο – μα περίμεναν την κατάλληλη στιγμή να ξεπροβάλλουν. Ο Τζ. Ρ. Ρ.Τόλκιν δεν έγραψε απλά μια σειρά βιβλίων – όχι. Έπλασε ένα Σύμπαν, σαν άλλος Ιλούβαταρ, πρώτος Δημιουργός της Μέσης Γης και εκείνος που συνέθεσε το Τραγούδι που το τέλος του δεν έχει γραφτεί ακόμα. 


Το δάσος του Λοθλόριεν, από τον "Άρχοντα των Δαχτυλιδιών". Η εικονογράφηση είναι του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν


Με την πάροδο των χρόνων ο καθηγητής αυτός θα έκτιζε, στρώμα στο στρώμα, πάνω στο έδαφος των αρχικών εκείνων χαρακτήρων που είχε δημιουργήσει, εμπλουτίζοντας τον φανταστικό του κόσμο με στοιχεία της μυθολογίας (ξεκινώντας απ’ τους σκανδιναβικούς μύθους και φτάνοντας ως και τη Βίβλο), πλάθοντας μια εντελώς ξεχωριστή Κοσμογονία και Εξέλιξη, χτίζοντας με κάθε λεπτομέρεια μια ολόκληρη γλώσσα για τον κόσμο του, η οποία παραμένει σημείο αναφοράς για κάθε αντίστοιχο έργο που έμελλε να ακολουθήσει.

Και θα ακολουθούσαν πολλά, πάρα πολλά. Η λογοτεχνία του φανταστικού δεν ξεκίνησε με τον Τόλκιν – μα ήταν εκείνος που την καταξίωσε, εκείνος που την εκτόξευσε πέρα από τους αστερισμούς της Γης – της Μέσης ή αυτής εδώ, δεν έχει σημασία. Και αν το έργο του Τόλκιν χτίστηκε σταδιακά, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του – και αν συνέχιζε να προσθέτει στοιχεία και να εμπλουτίζει τον κόσμο του διαρκώς, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως όλα ξεκίνησαν από αυτές εδώ τις λέξεις:

Μέσα στη γη, σε μια τρύπα, ζούσε κάποτε ένα χόμπιτ…



Τα Βουνά της Καταχνιάς - εικονογράφηση του Τζ.Ρ.Ρ.Τόλκιν


Όλα άρχισαν με το «Χόμπιτ». Χρόνια πριν τον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών», χρόνια πριν την ολοκληρωμένη έκδοση του «Σιλμαρίλλιον». Ένα βιβλιαράκι που αρκετός κόσμος θεώρησε αρχικά πως ανήκει στον χώρο της παιδικής λογοτεχνίας, πως συνιστά ένα ενδιαφέρον παραμύθι σ’ έναν κόσμο παράξενο και μακρινό. 

Βλέποντας το συνδυαστικά με το υπόλοιπο έργο του συγγραφέα όμως, γίνεται κατανοητό πως το «Χόμπιτ» δεν είναι παρά η βουνοκορφή, όπως ξεχωρίζει πάνω από μια θάλασσα συννέφων – μα όταν τα σύννεφα υποχωρήσουν θα διαπιστώσει κάποιος την πελώρια οροσειρά που δεσπόζει από κάτω. Το «Χόμπιτ» είναι ένα βιβλίο που ασφαλώς θα μπορούσε να αναγνωστεί από ένα παιδί (όχι πολύ μικρής ηλικίας όμως) – μα είναι διαφορετική η απόλαυση που μπορεί να χαρίσει σε κάποιον που γνωρίζει τον ρόλο του βιβλίου στο ευρύτερο Σχέδιο του δημιουργού του…



εικονογράφηση του Τόλκιν για το "Σιλμαρίλλιον"

Οι ταινίες


Τα χρόνια πέρασαν, οι καιροί άλλαξαν – επιφανειακά τουλάχιστον. Το έργο του Τόλκιν έμελλε να καθορίσει – συχνά σε βαθμό ατελείωτης αντιγραφής – το σύνολο της φανταστικής λογοτεχνίας που θα ακολουθούσε. Κάποια στιγμή, κατά τη διάρκεια της τόσο πειραματικής δεκαετίας του 70, τόσο το «Χόμπιτ», όσο και ο «Άρχοντας των Δαχτυλιδιών» έμελλε να διασκευαστούν για την μεγάλη οθόνη – σε μορφή κινουμένων σχεδίων. Ο καιρός του Χόλυγουντ δεν είχε έρθει ακόμα.

Κάπως έτσι πλησιάσαμε στα τέλη της δεκαετίας του 90 – μια εποχή οικεία πια σε όλους μας. Όλοι θυμόμαστε τον ευχάριστο πανικό – κυριολεκτικά – που ξέσπασε όταν μάθαμε πως ο σκηνοθέτης Πήτερ Τζάκσον αναλάμβανε να γυρίσει σε κινηματογραφική υπερπαραγωγή την Τριλογία του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών». Οι μάζες του κόσμου που δεν ήξεραν, ή είχαν μόνο ακουστά το όνομα του Τόλκιν, τώρα πια τον έμαθαν. Το κοινό συνέρρεε μαζικά στις κινηματογραφικές αίθουσες, ο «Άρχοντας των Δαχτυλιδιών» μετετράπη σε franchise και στιγμάτισε την γενιά του ίντερνετ και των κινητών τηλεφώνων. Η επιτυχία της κινηματογραφικής τριλογίας υπήρξε πελώρια, τόσο σε επίπεδο εισπρακτικό, όσο και σε επίπεδο αποδοχής. Παρά τα τυχόν ελαττώματα της, η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου αναγνώρισε πως επρόκειτο για μια άξια μεταφορά του έργου του Τόλκιν, τέτοια που σέβεται το πνεύμα του δημιουργού της.






Κάπως έτσι φτάσαμε στα… όμορφα αυτά χρόνια της Κρίσης, που ζούμε. Όταν ανακοινώθηκε πως ο Πήτερ Τζάκσον είχε στα σκαριά μια ακόμα τριλογία, αυτή τη φορά για το βιβλίο από το οποίο όλα ξεκίνησαν, το «Χόμπιτ», αισθανθήκαμε ενθουσιασμό – τέτοιο που σχεδόν σκίαζε την κρίση μας. Και τι δε θα δίναμε, εξάλλου, για μία ακόμα μαγική απόδραση στον κόσμο της Μέσης Γης – την είχαμε ανάγκη. 

Είχε τεθεί βέβαια το εύλογο ερώτημα: πως γίνεται να διασκευαστεί σε τρεις πολύωρες παραγωγές ένα βιβλίο μόλις 350 σελίδων, του οποίου μάλιστα η αισθητική διαφοροποιείται αρκετά από εκείνης του «Άρχοντα»; Σε τελική ανάλυση, το «Χόμπιτ» δεν έπαυε να είναι ένα βιβλίο που θα μπορούσε να αναγνωστεί, τόσο από ενήλικες, όσο και από παιδιά – το ύφος και ο λόγος του είναι περισσότερο παραμυθένιος, η έμφαση δε δίνεται στις μάχες και στη δράση, μα στην περιπλάνηση του κεντρικού χαρακτήρα. Για όσους έχουμε διαβάσει τα βιβλία, αναγνωρίζουμε σαφώς πως υπάρχει ένας βασικός συνδετικός κρίκος μεταξύ του «Χόμπιτ» και του πρώτου, κυρίως, τόμου του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» - το ύφος και η αφήγηση του δεύτερου φαίνεται να ξεκινούν εκεί όπου τελειώνει το πρώτο - , μα στην πορεία ο «Άρχοντας» έμελλε να μετεξελιχτεί σε κάτι πολύ ευρύτερο και περισσότερο επικό – ιδανικό για μια χολιγουντιανή μεταφορά.







Το «Χόμπιτ» όμως; Σύμφωνοι, το τελευταίο μέρος του βιβλίου περιλαμβάνει μια επική μάχη, ενώ δεν είναι λίγες οι εντυπωσιακές σκηνές καθ’ όλη τη διάρκειά του. Μα, σε τελική ανάλυση, παραμένει ένα «παραμύθι», από την αρχή μέχρι το τέλος, λιγότερο επικό σε κλίμακα συγκριτικά με τον διάδοχο του, με σαφώς μικρότερη ανάλυση και εμβάθυνση στους χαρακτήρες – μα ταυτόχρονα περισσότερο παραμυθένιο, στο σύνολο του – θα φάνταζαν περίεργες στον «Άρχοντα» σκηνές με ζώα που μιλάνε, μα στο «Χόμπιτ» είναι απολύτως ταιριαστές. Ο Πήτερ Τζάκσον είχε αποδείξει πως μπορεί να μεταφέρει μια επική παραγωγή στη μεγάλη οθόνη. Ένα παραμύθι όμως;

Θα έλεγα πως το τελικό αποτέλεσμα ήταν αρνητικό. Οι δύο από τις τρεις ταινίες του «Χόμπιτ» υπήρξαν σαφώς εντυπωσιακές και χάρμα οφθαλμών, μα κάπου στον συρφετό της δράσης και των υπερβολικά φανταχτερών σκηνών, σε ταχύτητες νανοδευτερολέπτων και γραφικά που παραπέμπουν σε βιντεοπαιχνίδια… κάπου χάθηκε η ουσία του βιβλίου. Ο Πήτερ Τζάκσον επεδίωξε ουσιαστικά να μετατρέψει το «Χόμπιτ» σε έναν δεύτερο «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» - μα το «Χόμπιτ» συνιστά διαφορετικό βιβλίο. Μπολιάζοντας τις ταινίες με ατελείωτες σκηνές εξωπραγματικής εντελώς δράσης, δίνοντας έμφαση στον εύκολο εντυπωσιασμό που του παρείχαν τα εφόδια της τεχνολογίας, γεμίζοντας το καστ με χαρακτήρες που θα μπορούσαν να απέχουν (ασφαλώς χρειαζόταν και μια ζαχαρωτή «ιστορία αγάπης», ανύπαρκτη στο βιβλίο), και επαναφέροντας γνώριμους ήρωες από τα χρόνια του «Άρχοντα» σε ρόλους που θα ντρόπιαζαν τον Σούπερμαν (αναφέρομαι στον Λέγκολας, που όλα τα γαμάει και τα δέρνει – μαζί και τη νοημοσύνη μας), ο σκηνοθέτης κάπου… έχασε τη μπάλα.

Εν τέλει, εκείνο που βλέπουμε στις οθόνες δεν είναι το «Χόμπιτ» του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν. Μα το «Χόμπιτ» του Πήτερ Τζάκσον.






Η τελική κρίση δεν είναι απόλυτα αρνητική ασφαλώς. Οι ταινίες έχουν θετικά σημεία, η ατμόσφαιρα και η εικόνα τους είναι πραγματικά μαγευτική, ο εντυπωσιασμός είναι αναμφισβήτητος, ενώ στις στιγμές εκείνες που σέβονται το πνεύμα του βιβλίου, τα έργα μας θυμίζουν τον παλιό καλό καιρό. Μα ο Πήτερ Τζάκσον δεν είναι παραμυθάς – είναι παραγωγός του Χόλυγουντ, και αυτό τα λέει όλα. Η τριλογία του «Άρχοντα» ξεχείλιζε με υλικό κατάλληλο για μια υπερπαραγωγή – επρόκειτο εξάλλου για τρία βιβλία, συνολικής έκτασης 1000 σελίδων. Το «Χόμπιτ» ωστόσο, με τις 350 σελιδούλες του, έχριζε διαφορετικής αντιμετώπισης. Σε έναν βαθμό ο σκηνοθέτης τα κατάφερε. Σε έναν άλλο όχι. Η τελική ετυμηγορία είναι μια διασκεδαστική και σαφώς εντυπωσιακή μεταφορά, μα σίγουρα όχι τα έργα για τα οποία θα μιλάμε με το πέρασμα των χρόνων.

Αυτά όλα τα γράφω χωρίς να έχω δει ακόμα το τρίτο μέρος της ταινίας – κρίνοντας από το περιεχόμενο του βιβλίου, πιθανό το τρίτο μέρος να είναι ανώτερο από τα άλλα δύο. Ο λόγος είναι απλά γιατί το βιβλίο, στο τέλος του, περιλαμβάνει τις περισσότερο επικές στιγμές του, καθώς φυσικά και μια μεγάλη μάχη – βούτυρο στο ψωμί του Πήτερ Τζάκσον, με άλλα λόγια. Έχω λοιπόν την υποψία πως το φινάλε της τριλογίας θα είναι περισσότερο ικανοποιητικό συγκριτικά με το πρώτο και – κυρίως – το δεύτερο μέρος της. 

Αυτό δεν αναιρεί πάντως πως, εν τέλει, θα θυμόμαστε το κινηματογραφικό «Χόμπιτ» ως μια ελαττωματική και φανταχτερή μεταφορά ενός βιβλίου πολύ διαφορετικού στο πνεύμα και στο αίσθημα. Μια μεταφορά με τα καλά και τα κακά της – σίγουρα όμως όχι αντίστοιχη εκείνης που προηγήθηκε, δεκαπέντε χρόνια πριν, με τον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών».



Οι εικονογραφήσεις του συγγραφέα



Ας επιστρέψουμε λοιπόν στο πνεύμα του βιβλίου – εκείνου από το οποίο όλα ξεκίνησαν. Μακριά από φλύαρα εφέ και σκηνές εύκολου εντυπωσιασμού, μακριά από ατάκες κλισέ και τρισδιάστατες μάχες. Μα θα μείνουμε στο επίπεδο της εικόνας – όχι της κινηματογραφικής, μα εκείνης της δισδιάστατης απεικόνισης πάνω σε μια επιφάνεια χαρτιού. Εκείνη της αυθεντικής εικονογράφησης, που τόσο αγαπώ. Και θα δούμε μια λιγότερο γνωστή πλευρά του ίδιου του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν – όχι ως συγγραφέα και μυθοπλάστη, όχι ως φιλολόγου… μα ως εικονογράφου.

«Είχε μια πόρτα ολοστρόγγυλη, σαν φινιστρίνι πλοίου, βαμμένη πράσινη, μ’ ένα γυαλιστερό, μπρούντζινο χερούλι στη μέση. Όταν άνοιγες βρισκόσουν σ’ έναν πλατύ διάδρομο που έμοιαζε με τούνελ, ένα πολύ άνετο τούνελ, χωρίς καπνούς. Οι τοίχοι του ήταν ντυμένοι με ξύλο και το πάτωμα στρωμένο με πλάκες και ωραία χαλιά».






Γιατί ο Τόλκιν αγαπούσε να απεικονίζει συχνά τις σκηνές και τα τοπία που έπλαθε με τη φαντασία του… Και ο τρόπος που το έκανε υπήρξε απόλυτα χαρακτηριστικός των βιβλίων και της γραφής του, καθιερώνοντας τον ως έναν από τους λιγοστούς συγγραφείς που επιδόθηκαν οι ίδιοι στην εικονογράφηση των έργων τους.

«Τρία τεράστια πλάσματα κάθονταν γύρω από μια τεράστια φωτιά από κούτσουρα οξιάς. Έψηναν αρνί πάνω σε μακριές, ξύλινες σούβλες και έγλειφαν το λίπος από τα δάχτυλα τους…»






Οι εικονογραφήσεις του Τόλκιν χαρακτηρίζονται από μια έντονη ρευστότητα – σχεδόν λες πως η γραφίδα κινείται πάνω σε υγρό χαρτί, σα πινέλο, όμοια με τα ξωτικίσια γράμματα της Μέσης Γης, με τις καμπύλες και τις χαρακτηριστικές σπειροειδείς γραμμές τους. Τα σχέδια του Τόλκιν δεν είναι τετράγωνα, μα κυκλικά, ακόμα και όταν σχεδιάζει δέντρα ή πεδιάδες – παραπέμπουν σε αρχαίες και μεσαιωνικές εικονογραφήσεις, λιτές και περιεκτικές ταυτόχρονα, χαραγμένες θα ΄λεγε κάποιος με μια μαγική πένα. 

Τα χρώματα είναι βουτηγμένα στο νερό, παρέχοντας μια ρευστή, ονειρική σχεδόν αίσθηση. Φαντάζουν σαν πύλη σ’ έναν άλλο κόσμο, συμπληρώνοντας ιδανικά με πινελιές εκείνο που τόσο καλά έκανε ο συγγραφέας με τα λόγια.






«Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, το φως φάνηκε πάνω από τον λόφο και δυνατά τιτιβίσματα αντήχησαν από τα δέντρα. Ο Γουίλιαμ δε μίλησε ποτέ πια, γιατί πέτρωσε στη θέση του. Κι ο Μπερτ κι ο Τομ κόλλησαν σαν βράχοι πάνω στο χώμα, καθώς τον κοίταζαν. Κι εκεί στέκονται μέχρι σήμερα, ολομόναχοι, εκτός κι αν κουρνιάσει πάνω τους κανένα πουλί».






Πάνω απ’ όλα οι εικόνες μεταδίδουν την αίσθηση πως προέρχονται από μια άλλη εποχή, έναν άλλο κόσμο. Είναι εικόνες ενός ενήλικα και ταυτόχρονα ενός παιδιού. Λες και τα έχει σχεδιάσει κάποιο χόμπιτ, ενδεχομένως ο Μπίλμπο, στα περίφημα απομνημονεύματά του. Αυτό προσδίδει ακόμα μεγαλύτερη αληθοφάνεια και πειστικότητα στην τελική αίσθηση που μεταδίδουν. 

Όχι, αυτές οι εικονογραφήσεις αποκλείεται να σχεδιάστηκαν στον εικοστό αιώνα, σε κάποια περιοχή της Αγγλίας. Σίγουρα προέρχονται από μια άλλη εποχή, πολύ παλιότερα, μα και έναν άλλο κόσμο. Όπως ακριβώς η γλώσσα και οι μύθοι του Τόλκιν.


«Ακόμα πιο τρομερά είναι ο κεραυνός και η αστραπή πάνω στα βουνά τη νύχτα, όταν οι θύελλες έρχονται από την Ανατολή και τη Δύση και κάνουν πόλεμο. Η αστραπή ραγίζει τον ουρανό στις κορυφές, τα βράχια τρέμουν, φοβεροί κρότοι σκίζουν τον αέρα και φτάνουν κατρακυλώντας μέσα σε κάθε σπηλιά, σε κάθε καταφύγιο. Και το σκοτάδι γεμίζει με ξαφνικό φως και τρομερό πανδαιμόνιο».





«Σε μια μεγάλη σπηλιά, λίγα μίλια μακριά από την άκρη του Δάσους του Μεγάλου Φόβου, στην ανατολική του μεριά, ζούσε εκείνον τον καιρό ο πιο μεγάλος βασιλιάς των Ξωτικών του Δάσους. Μπροστά στις τεράστιες πέτρινες πόρτες του έτρεχε ένας ποταμός που ερχόταν από τα υψώματα του δάσους κι έφτανε ως έξω, στα έλη που απλώνονταν πέρα από τα δάση…»







«Ο Κύριος των Αετών των Βουνών της Καταχνιάς είχε μάτια που μπορούσαν ν’ αντικρίσουν τον ήλιο χωρίς να δακρύσουν…»







«Ακολουθώντας τον, βρέθηκαν σε μια μεγάλη αίθουσα, με τζάκι στη μέση. Παρόλο που ήταν καλοκαίρι, μια φωτιά από ξύλα έκαιγε και ο καπνός ανέβαινε στις μαυρισμένες σανίδες, ψάχνοντας να βγει από ένα άνοιγμα που υπήρχε στη στέγη…»






«Ο Μπίλμπο τότε βρήκε την ευκαιρία να σκαρφαλώσει πάνω στο βαρέλι του… Έτσι τελικά έφτασε σ’ ένα μέρος όπου τα δέντρα αραίωναν. Ανάμεσα στα κλαδιά τους μπορούσε να δει τον χλωμό ουρανό».






Κάποιες φορές το απλό είναι καλύτερο. Οι δύο διαστάσεις είναι προτιμότερες από τις τρεις. Το ακίνητο πειστικότερο από το ταχύ εφέ. Το ρευστό και ονειρικό πιο ατμοσφαιρικό απ’ το κινηματογραφικά ρεαλιστικό. Το παραμύθι βαθύτερο από το blockbuster.


«Κοντά στις εκβολές του Δασοπόταμου βρισκόταν η παράξενη πόλη που είχε ακούσει ν’ αναφέρουν τα ξωτικά μέσα στα κελάρια του βασιλιά. Δεν ήταν χτισμένη στις όχθες, παρ’ όλο που υπήρχαν εκεί μερικές καλύβες και κτίρια, αλλά ακριβώς πάνω στην επιφάνεια της λίμνης…»






Ένας ακόμα λόγος, για τον οποίο το έργο του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν είναι πραγματικά σπουδαίο. Γιατί υπήρξε ολοκληρωμένος δημιουργός. Δεν έγραψε μόνο κείμενα, δεν έπλασε μόνο χαρακτήρες. Τι σημασία έχει αν σε σημεία το έργο του φαντάζει ανολοκλήρωτο. Ουσιαστικά έκτισε, βήμα προς βήμα, μια μυθολογία, βασισμένη σε ενδελεχή έρευνα και μια γλωσσολογία πειστική όσο ελάχιστες. Συνδύασε το επικό με το λυρικό και το παιδικό με το ενήλικο – φανερώνοντας πως στον κόσμο των ονείρων, δεν υπάρχουν ουσιαστικά διαχωρισμοί. Στα άδυτα του μύθου είμαστε όλοι θεοί και δαίμονες, θνητοί και αθάνατοι.


«Λοιπόν κλέφτη! Σε οσφραίνομαι και νιώθω τον αέρα σου. Ακούω την ανάσα σου. Πέρασε λοιπόν! Διάλεξε και πάρε, υπάρχει μεγάλη ποικιλία…», είπε ο δράκος».






Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, μας παρέδωσε ορισμένες πραγματικά πολύ ιδιαίτερες εικονογραφήσεις, αρκετές από τις οποίες και παρουσιάσαμε εδώ. Και το ταξίδι δεν τελειώνει ποτέ, μα συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται… 

Ραντεβού στη Μέση Γη λοιπόν.



4 Δεκεμβρίου 2014

Η παλιά Αθήνα μέσα από τη ζωγραφική του Παύλου Μαθιόπουλου





Ελάχιστοι πίνακες στην ιστορία της νεοελληνικής ζωγραφικής κατορθώνουν να μεταδώσουν τόσο πειστικά τη διάθεση, τον αέρα και το άρωμα της εποχής τους... Τα πανέμορφα έργα του Παύλου Μαθιόπουλου απεικονίζουν το αθηναϊκό κέντρο, στο μεταίχμιο δύο αιώνων... Η χρονολογία δημιουργίας τους καλύπτει τα τελευταία χρόνια του 19ου και τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα.

Ο Μαθιόπουλος υπήρξε μαθητής του Νικηφόρου Λύτρα και ήταν επηρεασμένος σε μεγάλο βαθμό από το κίνημα του Ιμπρεσιονισμού. Η επιρροή του τελευταίου γίνεται εμφανής στην ατμοσφαιρική αίσθηση που μεταδίδουν οι πίνακες, στα απαλά τους χρώματα, στις σκόρπιες πινελιές τους, στην πιστή απόδοση των καιρικών φαινομένων και της ώρας, στο παιχνίδι του φωτός πάνω στα αντικείμενα, στη βαθιά ταξιδιάρική τους διάθεση...

Κοιτώντας τους πίνακες νιώθεις σχεδόν να χάνεσαι στα βάθη του χρόνου. Γίνεσαι ένα με τους καλοντυμένους αστούς που επιδίδονται στον καθημερινό περίπατό τους – μια κοινωνική τάξη που ο αριθμός της ακόμα ήταν περιορισμένος στη χώρα μας τον καιρό εκείνον. Φλερτάρεις με το βλέμμα σου – διακριτικά πάντα, μη τυχόν σε παρεξηγήσουν – τις ενδεδυμένες στις φανταχτερές τους φορεσιές γυναίκες (οι οποίες πάντα συνοδεύονται) και αγναντεύεις τον άδειο ακόμα και νωπό απ’ τη βροχή δρόμο της Βασιλίσσης Σοφίας ή της Πανεπιστημίου.






Οι φανοστάτες γύρω σου αναμμένοι. Είναι η ώρα του δειλινού, η ώρα της καθημερινής εξόδου, της βόλτας, της γνωριμίας, των κοσμοπλημμυρισμένων καφενέδων και των μυρωδάτων ζαχαροπλαστείων. Ο κόσμος κάνει τη βόλτα του, περνά από τα καταστήματα, αγναντεύει τις βιτρίνες, μα δεν αγοράζει απαραίτητα κάτι – λίγοι διαθέτουν την πολυτέλεια να ξοδέψουν χρήματα, ο αέρας της πτώχευσης είναι νωπός ακόμα. Αρκούνται, ωστόσο, στη χαρά της βόλτας.

Το ζεστό, ηλεκτρικό φως πλημμυρίζει το δρόμο – ο ηλεκτρισμός, μια πολύ πρόσφατη εφεύρεση, κάνει τη νύχτα μέρα. Στον κόσμο της Αθήνας η νέα αυτή εφεύρεση έδινε την αίσθηση πως η χώρα εκσυγχρονίζεται, πως μετατρέπεται σταδιακά σε ένα μικρό Παρίσι. Σε όσους πάλι έρχονταν από την επαρχία, φάνταζε σαν θαύμα. Η Πανεπιστημίου, η Σταδίου, το τότε κέντρο... υπήρξαν η δική τους Μονμάρτρη.


***


Πάνω απ' όλα όμως το στοιχείο που ξεχωρίζει στους πίνακες είναι ο δρόμος. Η δεντροφυτεμένη τότε πλατεία Κοραή, το γραφικό Ζάππειο, οι πύλες του Αδριανού – στον πλακόστρωτο δρόμο των οποίων αντηχεί ο γαλήνιος καλπασμός από τα άλογα. Η λεωφόρος Πανεπιστημίου ήταν άδεια εντελώς από αμάξια, από κίνηση, από κυκλοφοριακή συμφόρηση, από άγχος και βιαστικούς ανθρώπους που γυρνούν απ' τις δουλειές... Ίσα που διακρίνεται στο βάθος ένα τραμ. Η συντριπτική πλειοψηφία των τραμ τον καιρό εκείνο ήταν ακόμα ιπποκίνητα... 






Το πρώτο αυτοκίνητο έκανε την εμφάνιςή του στους δρόμους της Αθήνας το 1897. Σύμφωνα με τον Γ. Χατζηδάκη ["Ε", αριθ.333] ήταν ένα επιβατικό "Γκάρντνερ" 14 θέσεων, το οποίο έκανε απίστευτο θόρυβο και ενοχλούσε τους περαστικούς... Καταπολεμήθηκε μάλιστα από τους αμαξάδες, οι οποίοι θεωρούσαν πως τους... έπαιρνε τη δουλειά.

Εν έτει 1899, ο κόσμος είδε το αυτοκίνητο του Κώστα Χρηστομάνου, το οποίο ξεκινούσε μεν, μα δεν ήταν ικανό να... σταματήσει εύκολα (!), ενώ το 1901 εμφανίστηκε και το πρώτο ταξί – γεγονός που συζητήθηκε ιδιαίτερα.


***


Και τα χρόνια θα περνούσαν... Και τα πράγματα θα άλλαζαν ραγδαία... Και η σύντομη εκείνη, εγχώρια Μπελ Επόκ, θα αποτυπωνόταν σε πινελιές και χρώμα πάνω στον καμβά, σε έργα σαν αυτά του Παύλου Μαθιόπουλου. Έργα που μας θυμίζουν μια εποχή που χάθηκε.

Μα στην καθημερινή ζωή και τις ανθρώπινες φιγούρες της εποχής εκείνης, πέρα από τις εμφανείς διαφορές, δεν είναι λίγα και τα κοινά που μπορούμε να εντοπίσουμε με τους σύγχρονους καιρούς... μα και με τα χρόνια που μέλλει να έρθουν. Θα τα βρεις στους περαστικούς που χαζεύουν τις κοπέλες· στη θέα των βιτρίνων· στη γεύση του απογευματινού ροφήματος· στη χαρά της καθημερινής εξόδου· στην αναζήτηση μιας ανακουφιστικής σκιάς από τον ήλιο· στην απόδραση, παροδικά έστω, από τις έγνοιες – μια απόδραση που η τέχνη γνωρίζει να παρέχει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Τότε, τώρα – παντού και πάντα.


© Παρουσίαση-Κείμενο: το φονικό κουνέλι, Δεκ.14/Ιούλ.18