30 Ιουνίου 2019

Δέκα Χρόνια Φονικό Κουνέλι!!!


Δέκα χρόνια Φονικό Κουνέλι...! Ένα επετειακό αφιέρωμα



Ήταν, θυμάμαι, ένα ζεστό βράδυ πριν 12 περίπου χρόνια και είχα βγει με μια μεγάλη παρέα στα Εξάρχεια. Είχαμε πιάσει την κουβέντα μ’ έναν τύπο που έγραφε στα blogs, μεγαλύτερο από μένα καμιά δεκαριά χρόνια, και ανταλλάσσαμε ιδέες καταμεσής μπυροποσίας. Ανέλυα κάποιο θέμα και ρητόρευα – υποθέτω με αποτελεσματικότητα, μια που με άκουγε με προσοχή. Κάποια στιγμή με ρωτάει: «έχεις blog;». Όχι, απαντώ. «Πως και έτσι;», με ρωτάει. «Είσαι από εκείνους που πολύ εύκολα τους φαντάζομαι να γράφουν σε blog.» Το σκέφτηκα – ναι, γιατί όχι. 

Τα blogs ήταν το νέο μεγάλο πράγμα στο διαδίκτυο τον καιρό εκείνο. Το Facebook βρισκόταν ακόμα στα σπάργανα, το Instagram δεν υπήρχε ούτε σαν ιδέα, και η ψαγμένη μερίδα του κόσμου δεν απέφευγε να διαβάζει ψηφιακά κείμενα μιας κάποιας έκτασης. Τα blogs αντιπροσώπευαν όλα εκείνα που αντιστρατεύονταν τον κόσμο των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης: την ατομική έκφραση, τη δημιουργικότητα, την εναλλακτική φωνή, το μοίρασμα. Ήταν το διαδίκτυο στην πιο δημιουργική του έκφανση – και απέπνεε άρωμα από ροδοπέταλα και μπαρούτι.

Είχαν περάσει δύο καλοκαίρια από τη συνάντησή μου μ’ εκείνο το παλικάρι – μα τελικά, κάποιο βράδυ του Ιουνίου του 2009, πήρα την απόφαση: και ένα νέο ιστολόγιο έκανε την εμφάνισή του. Του έδωσα το όνομα «Κουνελοχώρα» – κι εγώ ήμουν «το φονικό κουνέλι». Σουρεαλιστικές καταστάσεις.

Και αυτή εδώ υπήρξε η πρώτη μου ανάρτηση. Ένα κείμενο στο οποίο καλώς ορίζω τους επισκέπτες στον νέο μου «ζωολογικό κήπο», όπως τον αποκαλώ… «Η νύχτα έχει πέσει και τα αστέρια λάμπουν στον ουρανό, τα ζώα έχουν στήσει πάρτι ξέφρενο στην ακροθαλασσιά και με καλούν!»

Και από αυτά τα λόγια έχουν περάσει 10 χρόνια…! Ε, λοιπόν, δεν το κρύβω. Είμαι συγκινημένος. Στη διάρκεια αυτής της δεκαετίας το μικροσκοπικό αυτό ζωολογικό blog (που στην αρχή διάβαζαν τέσσερις-πέντε άνθρωποι) μεγάλωσε, επεκτάθηκε, άπλωσε ρίζες και κλαδιά, έκτισε μια σελίδα που μετράει κάμποσους χιλιάδες ακόλουθους και έκανε πολλούς φίλους… και μαζί με αυτό αναπτύχθηκε και ο δημιουργός του. Μόλις 27 χρονών στο ξεκίνημά του, δίχως να ξέρω καλά-καλά τι γράφω και ποια θεματολογία θα ακολουθήσω, κατέληξα στην πορεία να οριοθετήσω μια εικόνα, ένα ύφος και ένα στυλ για το «Φονικό Κουνέλι» – που το καθιστούν ιδιαίτερο. Δεν με ενδιαφέρει αν υπάρχουν άλλα ιστολόγια εκεί έξω που έχουν δεκάδες συντάκτες και (ως επακόλουθο) διαβάζονται περισσότερο και από περισσότερο κόσμο – μου αρκεί που γνωρίζω πως το προσωπικό αυτό εγχείρημά μου έχει τη δική του μοναδική ταυτότητα και πως οι αναγνώστες και θαμώνες του κέρδισαν πολλά συχνάζοντας στα λημέρια του. Μα και το γεγονός πως εξελίχθηκα ο ίδιος μέσα από τις ψηφιακές του σελίδες.



Ένα αφιέρωμα στον Τελευταίο Πειρασμό του Νίκου Καζαντζάκη - παρουσίαση από το φονικό κουνέλι
Καβαμπάτα, το Κορίτσι στον Δρόμο της Φωτιάς... παρουσίαση από το φονικό κουνέλι
Τα Καπρίτσια του Φρανθίσκο Γκόγια, ένα αφιέρωμα από το φονικό κουνέλι
Ξωτικά και Στοιχειά της Ιρλανδίας, του Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς
Καραγάτσης, Σμύρνη, το Όνειρο του Καφενέ... ένα διήγημα. Παρουσίαση από το φονικό κουνέλι



Κάποιοι εξωτερικοί παρατηρητές (και όχι θαμώνες) συγχέουν το «Κουνέλι» με άφθονα άλλα site και σελίδες «δημοσιογραφικού» καλλιτεχνικού περιεχομένου. Μα δεν έχω σχέση με αυτά, πέραν ίσως κάποιας κοινής θεματολογίας. Το Κουνέλι δεν είναι εφημερίδα, δεν είναι περιοδικό, και δεν είναι σελίδα «κριτικής». Συνιστά ένα προσωπικό δημιουργικό εγχείρημα, τόσο σε γραπτό, όσο και σε εικαστικό επίπεδο. Ο δημιουργός του είναι ένας, απευθύνεται σε πρώτο πρόσωπο στους αναγνώστες του, αποτυπώνει τη δική του σκέψη και τα δικά του γούστα – και μέσα από το λαγούμι του αποπειράται τόσο να μοιραστεί, όσο και να εξελιχθεί ο ίδιος δημιουργικά.

Σαν να μην έφταναν αυτά, η δημιουργία ενός ολοένα επεκτεινόμενου κοινωνικού διαδραστικού δικτύου – ο λόγος για τη «Φωλιά» του Κούνελου στο Facebook, και τους όμορφους ανθρώπους που συχνάζουν εκεί και με τους οποίους ερχόμαστε σε επαφή – αποκαλύπτουν μια άλλη πτυχή του Κουνελιού. Γιατί πέραν της προσωπικής έκφρασης, η αλληλεπίδραση με όλους εκείνους που ζούμε σκόρπιοι εδώ κι εκεί, μα έχουμε τόσα να μοιραστούμε, υπήρξε ανέκαθεν καταλύτης της απόφασής μου να γράψω στο διαδίκτυο. Δεν με ενδιαφέρει να κρύβομαι πίσω από μια οθόνη, ούτε να οικοδομώ εικονικές περσόνες. Η πρόκληση της επαφής με τους ανθρώπους που είναι «εκεί έξω» – με εσάς που διαβάζετε αυτή τη στιγμή – συνιστά ακρογωνιαίο λίθο της επιθυμίας μου να γράφω εδώ.

Και αν το Κουνέλι ακολουθήσει νέους δρόμους στο μέλλον – να είστε βέβαιοι, φίλοι, πως αυτά τα δέκα χρόνια υπήρξαν πολύ σημαντικά και όργωσαν το έδαφος προκειμένου να καρποφορήσει κάθε μελλοντική δημιουργική επιθυμία του υπογράφοντος τρωκτικού – εντός και εκτός διαδικτύου. Παρακαλώ, μείνετε συντονισμένοι.

Τι λέτε, λοιπόν; Πάμε να κάνουμε μια ανασκόπηση της δεκαετίας; Αυτό είναι ένα αφιέρωμα διαφορετικό από τα άλλα – επιτρέψτε μου λοιπόν την αυταρέσκεια να το αφιερώσω στον εαυτό μου και στις άπειρες μοναχικές ώρες που πέρασα, όλα αυτά τα χρόνια, προκειμένου να καταγραφτούν όλες οι εκατομμύρια λέξεις που περιλαμβάνονται σε αυτό εδώ το ιστολόγιο.

Γιατί κατά βάθος η ιστορία κάθε συγγραφής είναι μια μοναχική ιστορία.



Ο Μυστικός Κήπος του Έρμαν Έσσε - σύνθεση εικόνας από το φονικό κουνέλι



Μια μικρή αναδρομή. Τα πρώτα χρόνια



Άντε να ξεχωρίσεις στιγμές τώρα. Υπάρχουν κείμενα εδώ μέσα στα οποία μοιράζομαι γνώσεις – και άλλα στα οποία μοιράζομαι συναισθήματα, μεταμφιεσμένα σε λόγο. Το Κουνέλι έγινε περισσότερο γνωστό για τα πρώτα – μα τα δεύτερα κατέχουν μια ιδιαίτερη σημασία για μένα. Αν τα πρώτα κείμενα μοιάζουν με ανοιχτές βιβλιοθήκες, τα δεύτερα θυμίζουν μικροσκοπικές προσωπικές φωλιές, καταχωνιασμένες στα άδυτα του λαγουμιού. Στα πρώτα κοιτάζω πέρα και έξω από μένα – και απευθύνομαι σε όλους τους επισκέπτες της κουνελοφωλιάς. Στα δεύτερα κοιτάζω μέσα μου – και απευθύνομαι σε λίγους, πολύ λίγους.

Μα στο ξεκίνημα του blog, το καλοκαίρι του 2009, αυτά δεν είχαν ακόμα διαφανεί. Έφτιαξα το ιστολόγιο μεν, μα δεν είχα ιδέα ποια θα είναι η θεματολογία του. Το πρώτο μάλιστα κείμενο που κατέθεσα, μετά το καλωσόρισμα, δεν δίστασε να μπει στα βαθιά – και στα δύσκολα: το θέμα του ήταν οι ελληνίδες γυναίκες.


Πυρ, Γυνή και ελληνική Θάλασσα


Άτιμο κουνέλι, που πας και χώνεις τη μουσούδα σου. Μα το έκανα – και δεν σας κρύβω πως εξακολουθώ να ταυτίζομαι και σήμερα, δέκα χρόνια μετά, με την πλειοψηφία των θέσεων που ανέπτυξα στο κείμενο. Σύμφωνοι, η γλώσσα του μοιάζει υπερβολικά «χύμα» για τα τωρινά μου δεδομένα, ενώ εδώ κι εκεί θα συναντήσεις ορισμένες απλουστεύσεις – ή και ορισμένους δισταγμούς να μιλήσω με μεγαλύτερο σθένος. Μα εξακολουθώ να ταυτίζομαι με αποσπάσματα σαν αυτό:

«Τι να γίνει, εδώ δυστυχώς υπάρχει το στίγμα της "πουτάνας". Για το οποίο τεράστιο μερίδιο έχουν οι δικοί μας φυσικά, οι άντρες, και η αντίληψη που έχουν καλλιεργήσει για τις γυναίκες. Έλεος, μια γυναίκα με σεξουαλικές ορμές, που τις αναγνωρίζει, δεν είναι πουτάνα. Είναι άνθρωπος, όπως εσύ, ηλίθιε κάφρε. Τέτοιες ηλιθιότητες έχουν κάνει τις γυναίκες μας τόσο διχασμένες και αιώνια σ’ ένα ατελείωτο μπέρδεμα. Είτε φαντασιόπληκτες που περιμένουν να βρουν τον "τέλειο". Είτε χυδαίες, ανώριμες τύπισσες, που κάνουν τα πάντα για την ικανοποίησή τους, αδιαφορώντας για τα συναισθήματα του άλλου (ασθενές φύλο και κουραφέξαλα). Αλλά τι να λέμε τώρα. Εδώ όταν οι γονείς μας ήταν νέοι υπήρχε ακόμα ο θεσμός της προίκας. Δεν υπήρχαν στην Αγγλία ή στη Γερμανία κάτι τέτοια 40 χρόνια πριν, γι' αυτό και οι γυναίκες εκεί έχουν άλλες αντιλήψεις.»

Τι τα θες – μεγάλο θέμα. Κάποια χρόνια μετά κατέθεσα στο blog μια άτυπη «συνέχεια» του κειμένου – στην οποία γίνομαι περισσότερο αναλυτικός και τρίζω περισσότερο τα δόντια μου. Μου αρέσει περισσότερο αυτή η συνέχεια – είναι πιο τολμηρή και καλογραμμένη. Μα αφήνω στον ενδιαφερόμενο αναγνώστη να την εντοπίσει μόνος του.



Αγαπούμε το φονικό κουνέλι



Τον πρώτο καιρό, που λέτε, έγραφα εντελώς ελεύθερα, δίχως να ακολουθώ κάποια θεματική. Τη μία εξέφραζα τη γνώμη μου για τις γυναίκες ή τα κινητά τηλέφωνα ή τις πυρκαγιές, την άλλη μοιραζόμουν σκίτσα μου, την τρίτη μιλούσα για κάποιο ταξίδι ή κάποιο μουσικό συγκρότημα. Η γλώσσα μου δεν υπήρξε ιδιαίτερα προσεγμένη, το ύφος έμοιαζε σχεδόν προφορικό σε σημεία, τα σημεία στίξης συχνά απουσίαζαν, ενώ δεν δίσταζα να πετάω, μεταξύ των λέξεων, και emoticons! Μα ήταν κάτι που έκανα ίσα για να περνάει η ώρα και να με διαβάζουν 15-20 άνθρωποι – αυτό ήταν όλο. Και ήταν όμορφες εκείνες οι μέρες, δροσερές και ανάλαφρες – τις θυμάμαι με ευχαρίστηση. Περνούσα καλά και αυτό φαίνεται σε όλα εκείνα τα παλιά κείμενα. Τα επόμενα χρόνια, όταν και άρχισα να αναπτύσσω περισσότερο τον γραπτό μου λόγο, υπήρξαν δυσκολότερα από συναισθηματική άποψη για μένα – πράγμα που μας οδηγεί σε ορισμένα ενδιαφέροντα συμπεράσματα περί τέχνης και έκφρασης.

Μέχρι που φτάσαμε σε μια πολύ σημαντική στιγμή. Είχαν περάσει δύο μήνες από τη δημιουργία του blog (και καμιά εικοσαριά κείμενα), όταν κατέθεσα το πρώτο μέρος από το «Αφιέρωμα στο Gothic»:


They come out when it’s dark… Ένα αφιέρωμα στο Gothic



Ένα τερατάκι ενός καθεδρικού ναού



Αυτό ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό. Υπήρξε το πρώτο από τα αφιερώματά μου και η πρώτη φορά που καταπιάστηκα στο ιστολόγιο με μια αναλυτική μελέτη για την ιστορία των τεχνών. Το ύφος εδώ αλλάζει και ο λόγος πασχίζει να ακολουθήσει – έστω, κάπως άτσαλα σε σημεία. Με είχε απορροφήσει τόσο το συγκεκριμένο αφιέρωμα τον καιρό εκείνο που το έγραφα, που είχα φτάσει να τροποποιήσω ανάλογα το φόντο και την αισθητική του blog – παραπέμποντας σε κάποιο σκοτεινό και αρχέγονο γοτθικό περιβάλλον, που θα μπορούσε να είναι βγαλμένο από τον ίδιο τον «Οίκο των Άσερ» του Πόε.

Το αφιέρωμα ξεκίνησε από τη μελέτη της «γοτθικής» τέχνης και εξελίχθηκε σε μια αναλυτική παρουσίαση της goth μουσικής και υποκουλτούρας – εμβαθύνοντας μάλιστα στα παρακλάδια της industrial και ηλεκτρονικής darkwave σκηνής. Η παρουσίαση διήρκεσε σχεδόν τέσσερις μήνες και χωρίστηκε σε πέντε συνέχειες. Συγκέντρωσε πολλά βλέμματα, συζητήθηκε εντός και εκτός διαδικτύου – και για πρώτη φορά το «Κουνέλι» έθετε το στίγμα του στον διαδικτυακό χάρτη.

Δεν το ολοκλήρωσα όμως. Ήθελα να επεκταθώ κι άλλο, τόσο με την ανάλυση της μεσαιωνικής και neofolk μουσικής, όσο και με τις σύγχρονες (από τα 90’s και έπειτα) εκφάνσεις της gothic rock σκηνής – μα κάπου είπα να βάλω μια άνω τελεία. Τελικά εξελίχθηκε σε κανονική τελεία. Δεν πειράζει – παρά τις ατέλειες του αφιερώματος (σίγουρα θα άλλαζα κάποια πράγματα αν το έγραφα ξανά απ’ την αρχή), παραμένει ένα ορόσημο για μένα. Ήταν η πρώτη καλλιτεχνική παρουσίαση που έκανα στο blog – και η πρώτη φορά που έγινε εκείνο το “crossover” ανάμεσα στις τέχνες, το οποίο έμελλε να κάνω πολλές ακόμα φορές στο μέλλον.

Το «Κουνέλι» είχε αρχίσει σταδιακά ν’ αποκτάει κάποια ταυτότητα. Και ένα μέρος αυτής της ταυτότητας ήταν η διαφορετικότητά του – ειδικά απέναντι στο πλήθος των «ειδησεογραφικών» blogs. Όχι, δεν ασχολούμαι με την «επικαιρότητα», παρά μόνο σε ειδικές περιπτώσεις. Με ενοχλεί η προσκόλληση στην επικαιρότητα, διότι μου μεταδίδει μια μυρωδιά εφημερίδας – και χρόνου που περνάει και ανθρώπων που τρέχουν να προλάβουν το τρένο. Και σε αυτό εδώ το κείμενο, γραμμένο στις αρχές του 2010, λίγο πολύ ξεκαθαρίζω τη θέση μου. Μια θέση στην οποία έμελλε να μείνω πιστός, πέρα και μακριά από τα κυρίαρχα Μέσα Ενημέρωσης:

«Εδώ δεν έχει θέση η δυστυχία του έξω κόσμου. Όχι γιατί δεν την αναγνωρίζω ως υπαρκτή - κάθε άλλο. Όταν ωστόσο αυτή μετατρέπεται σε ένα ακόμα παράθυρο, σε έναν ακόμα πηχυαίο τίτλο, τότε ξέρεις πως η δυστυχία έχει μετατραπεί σε εμπόρευμα, έτοιμο να εντυπωσιάσει και να πουλήσει. Να ξεδιψάσει τον κόσμο, που απαγκιστρώνεται από τη μιζέρια των άλλων σάμπως νιώσει καλύτερα ο ίδιος.»






Και συνεχίζουμε. Τον Μάρτιο του 10 κατέθεσα ένα κείμενο, στη θεματική του οποίου θα ήθελα πολύ να επεκταθώ κάποια στιγμή – μα δεν έχω βρει ακόμα τον χρόνο. Ο λόγος για την «σκοτεινή» πλευρά των παραμυθιών.


Enter the dark fairy tale… Από τους Dirty Granny Tales στην Αλίκη


«Το παραμύθι είναι μια στιγμή του Μύθου, η οποία αφηγείται μια ιστορία συνήθως διδακτικού περιεχομένου και η οποία θεωρητικά προορίζεται για τα παιδιά. Αντλεί το υλικό του από την άβυσσο του συλλογικού ασυνειδήτου, αναπλάθοντας εικόνες αρχέτυπα και μεταδίδοντας τη γνώση γενεών. Εμπεριέχουν μια άποψη ηθικής, δεν είναι όμως ηθικοπλαστικά ούτε συμβαδίζουν με αυτό που θεωρούμε εμείς απαραίτητα ηθικό. Μπορούμε να μάθουμε πολλά από τα παραμύθια.»

Μακάρι να βρω τον χρόνο να επεκταθώ κάποια στιγμή – έχοντας συγκεντρώσει τις γνώσεις των τελευταίων χρόνων. Η κουνελοφωλιά θα φορέσει τα γιορτινά της πάλι!

Οι αναρτήσεις-αφιερώματα έδειχναν τον δρόμο που θα ακολουθούσα στο μέλλον. Μα ήταν ακόμα λίγες. Στην πλειοψηφία τους τα κείμενα του Κουνελιού παρέμεναν καταθέσεις άποψης, για το ένα ή το άλλο θέμα. Αυτό το κείμενο ανήκει σε εκείνα που ξεχωρίζω από εκείνη την εποχή:


Τι κρύβεται στο στοιχειωμένο σπίτι;


Μη σας παραπλανεί ο τίτλος. Το θέμα του είναι το χάσμα φαντασίας μεταξύ του μέσου ενήλικα – και των παιδιών. «Σκεφτείτε λίγο. Πόσα παιδιά νιώθουν αυτό που λέμε “βαρεμάρα”; Γιατί το “βαριέμαι” μετατρέπεται σε μία από τις βασικές λέξεις στο λεξιλόγιο κάποιου ενώ μεγαλώνει; Μεγάλωσε και διαπίστωσε πως ο κόσμος έξω από αυτόν απλά δεν έχει ενδιαφέρον πια; Όλα έχουν μπει σε μια σειρά, σε μια τάξη, τα ονόματα για καθετί έχουν δοθεί, τίποτα δεν μπορεί ν’ αλλάξει, μένει να ζήσουμε τη ζωή μας όπως μπορούμε πια σε αυτόν τον κόσμο που όλα έχουν τη θέση του, σαν πιόνια σε σκακιέρα.

»Πρόσεξε φίλε μου όμως, μη δεις και τον εαυτό σου στην σκακιέρα ξαφνικά. Και το χέρι που κινεί τα πιόνια δεν είναι το δικό σου.»


Όταν αποφάσιζα να επιδοθώ σε κάποιο αφιέρωμα, το αποτέλεσμα έτεινε να γίνεται ολοένα και μεγαλύτερο σε έκταση. Ιδού, λοιπόν, ένα μουσικό αφιέρωμα για τα 100 αγαπημένα μου άλμπουμ της δεκαετίας του 2000! – το πρώτο μέρος από τα δύο. Ναι, τον καιρό εκείνο η μουσική διαδραμάτιζε σαφώς σημαντικότερο ρόλο όσο αφορά τα περιεχόμενα του blog – ειδικά οι πιο ροκ πτυχές της. Δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα της λογοτεχνίας, του κινηματογράφου – ή της τζαζ.


The 00’s: Τα 100 αγαπημένα άλμπουμ της δεκαετίας, μέρος 1


Τέλη του 2011, κι ενώ είχαμε μπει για τα καλά στη μέγγενη της οικονομικής κρίσης, κατέθεσα αυτό εδώ το κείμενο, τιτλοφορούμενο «Τα Θετικά της Οικονομικής Κρίσης [ή How I Stopped Worrying about the Εconomic Bomb]». To διαβάζω πάλι σήμερα και το απολαμβάνω το ίδιο: «Είναι πάντα ωραίο εκεί που ο άλλος περιμένει από σένα να βρίσκεσαι μέσα στη μιζέρια να τον διαψεύδεις! Με άλλα λόγια, και για να γίνω περιεκτικός: Να πάτε να γαμηθείτε όλοι σας. Η κατάσταση είναι σκατένια, ναι, αλλά δεν θα γίνουμε η αντανάκλαση της γενικευμένης μιζέριας που τόσο επιθυμείτε να δείτε πάνω μας! Δεν την προκαλέσαμε και δε θα φορέσουμε και μεις τη σάπια μάσκα σας – αυτή φτιάχτηκε για να εφαρμόζει στα δικά σας χοντροκέφαλα...»

Μιλώντας για απόλαυση… Ελάχιστα αφιερώματα ευχαριστήθηκα τόσο πολύ, όσο το ακόλουθο, αγαπητοί μου! Βρισκόμαστε στις αρχές του 2012, όταν αποφάσισα να πάρω τη χρονομηχανή μου και ν’ αποβιβαστώ στα άδυτα της πολύχρωμης και παλαβής δεκαετίας του 80! Το αποτέλεσμα ήταν εξίσου πολύχρωμο και ιδιαίτερο:


Τότε και Τώρα… Μια σύγκριση με τη Δεκαετία του 80, μέρος 1



Τότε και τώρα... μια αναδρομή στη Δεκαετία του 80, από το φονικό κουνέλι



Στο κείμενο επιχειρώ να εμβαθύνω σε όλες τις πτυχές της δεκαετίας: από την πολιτική στον τρόπο ζωής, από τη μουσική στα video games, από τον περιοδικό τύπο στη μόδα… Σκοπός μου ήταν να αποτυπώσω, όσο γίνεται περιεκτικά σε δυο συνέχειες, τον αέρα εκείνης της εποχής – και να συγκρίνω με τις μέρες μας. Προσκαλώ τον φίλο αναγνώστη που δεν έτυχε να το διαβάσει μέχρι τώρα, να το κάνει. Μεταξύ άλλων, θα το χαρακτήριζα ως το απόλυτο “crossover” αφιέρωμα, μεταξύ όλων όσων έχω επιχειρήσει ως τώρα. Μόνη που καταλαμβάνει μικρό σχετικά χώρο εδώ είναι η λογοτεχνία – μα θα ερχόταν η σειρά της. Είναι παράξενο για κάποιον που έμαθε το «Κουνέλι» στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων, κυρίως μέσα από τα λογοτεχνικά του αποσπάσματα – μα τον καιρό εκείνο η λογοτεχνία συνιστούσε ένα μικροσκοπικό μόνο μερίδιο του περιεχομένου του.

Βρισκόμαστε στα μισά του 2012 και σκέφτηκα να καταθέσω μια χιουμοριστική-σατιρική ανάρτηση με θέμα της… το Facebook. Ναι. Βρισκόμαστε στην εποχή που το Facebook είχε αρχίσει πια να παίρνει τα ηνία και να μετασχηματίζεται στο κυρίαρχο κοινωνικό δίκτυο των καιρών – μα ο ίδιος το αντιμετώπιζα με μια σχετική περιφρόνηση. Δεν ήταν τόσο το ίδιο το μέσο που περιφρονούσα – όσο οι κυρίαρχες συνήθειες και τάσεις μιας σημαντικής μερίδας του κόσμου εκεί μέσα. Ε, λοιπόν, σε αυτό το κείμενο, διανθισμένο από πλήθος «αποκλειστικά σχεδιασμένων» εικόνων, δεν αφήνω τίποτα όρθιο. Παρακαλώ, εσείς όλοι που ανακαλύψατε το «Κουνέλι» μέσω του Facebook – διαβάστε αυτό το κείμενο. Νομίζω στέκει το ίδιο καλά και στις μέρες μας – μη πω και περισσότερο:


Μια εναλλακτική ματιά στο Facebook!



Βαθυστόχαστο ρητό για να μοιράζεσαι στα κοινωνικά δίκτυα
Τα πρώτα του λογάκια... μια παρωδία του Facebook




Κάποια από τα κείμενα που κατέθεσα υπήρξαν τον παλιό καιρό πολύ δημοφιλή, όσο αφορά τις μηχανές αναζήτησης. Το δημοφιλέστερο ήταν η «Ερωτική Εξομολόγηση». Ένα βαθιά προσωπικό κείμενο στο οποίο εξομολογούμαι τον ειλικρινή έρωτά μου, με λόγια βαθιά και τρυφερά… μα ας μη το χαλάω. Μπορείτε να το δείτε και μόνοι σας. Έσπασα πολύ πλάκα όταν ανακάλυψα πως τον καιρό εκείνο αρκετός κόσμος ανακάλυπτε το blog μέσα από το συγκεκριμένο κείμενο.


Ερωτική Εξομολόγηση


Έχουμε πλέον μεταβεί στο 2013 – και ο υπογράφων Κούνελος μεταξύ άλλων καταθέτει εβδομαδιαίες μουσικές εκπομπές στο διαδικτυακό Cr Radio. Ήταν μια πολύ όμορφη κατάσταση που διήρκεσε σχεδόν τέσσερα χρόνια (από το 2012 ως το 2015) και άφησε πίσω της βραδιές ξέχειλες μουσική και κουβεντούλα με τους ακροατές. Φυσικά, οι εκπομπές δεν θα μπορούσαν παρά να έχουν χαρακτήρα αφιερώματος – όπως η ακόλουθη:


Η Ιστορία του Ρεμπέτικου – από το φονικό κουνέλι



Το Ρεμπέτικο και η ιστορία του... Ραδιοφωνική παρουσίαση από το φονικό κουνέλι
Η ιστορία της μουσικής Φανκ, ραδιοφωνική παρουσίαση από το φονικό κουνέλι
Αφίσα για τη μουσική εκπομπή του φονικού κουνελιού
Η μουσική διαδρομή του Tom Waits, ραδιοφωνική παρουσίαση από το φονικό κουνέλι




Αχ, αγαπητοί μου! Μου έλλειψε η φάση με το ραδιόφωνο. Μείνετε συντονισμένοι όμως! Πολύ σύντομα θα έχουμε ευχάριστα νέα…!

Καλοκαίρι του 13 – και μια σημαντική νέα παρουσίαση κάνει την εμφάνισή της:


Η Τέχνη του Εικοστού Αιώνα… Το Νταντά


Είχαμε πια μεταβεί στην περίοδο που αποφάσισα να εμβαθύνω περισσότερο στην ιστορία της τέχνης – και ειδικότερα, της ζωγραφικής, εκμεταλλευόμενος τα ερεθίσματα που είχα αποκομίσει στα χρόνια των δεύτερων σπουδών μου. Και, μεταξύ όλων των καλλιτεχνικών κινημάτων, εκείνο στο οποίο αποφάσισα να καταφύγω πρώτα ήταν το κίνημα που πήγε κόντρα σε όλα τα κινήματα – το Νταντά. Όπως περιγράφω στο κείμενο:

«Το Νταντά ξεπήδησε από τις στάχτες του πολέμου. Ήταν η παλινδρόμηση στην παιδική ηλικία και στην αθωότητά της, μα και μια ριζοσπαστική μορφή αντίδρασης. Διακήρυττε την καταφυγή στο ά-λογο, αντανακλώντας τον παραλογισμό της μαζικής ανθρωποσφαγής, μα πηγαίνοντας κόντρα σε αυτήν. Ο εργαλειακός νους είχε αποτύχει - ο άνθρωπος χρησιμοποιούσε την νόησή του στα πλαίσια της καταστροφής, σχεδίαζε όπλα και επιθέσεις, η λογική εξυπηρετούσε τον σκοπό της δύναμης, είχε μετατραπεί σε υπηρέτη που έσκυβε ευλαβικά το κεφάλι στους αφέντες, στο φονικό ζεύγος του Εθνικισμού και της Επέκτασης. Στον ψυχρό, ορθολογικό υπολογισμό της μαζικής καταστροφής πήγε κόντρα το Νταντά, προτάσσοντας το ελεύθερο, το αυθόρμητο, το μη-νόημα σε μια εποχή που είχε χάσει κάθε νόημα. Ο ορθός λόγος είχε αποτύχει. Ζήτω το Νταντά!»

Μεταξύ των ιδιαίτερων αναρτήσεων εδώ στο blog, καταλαμβάνουν θέση και οι αναρτήσεις ταξιδιωτικού περιεχομένου: είτε μιλάμε για εξορμήσεις σε ελληνικά νησιά, είτε στο εξωτερικό, θα βρει κανείς κάποια χαρακτηριστικά αφιερώματα, ξέχειλα φωτογραφίες και προσωπικές εντυπώσεις. Εδώ θα έλεγα πως το blog επανέρχεται στην αρχέτυπη μορφή του: εκείνη της ημερολογιακής καταγραφής εμπειριών. Ένα, λοιπόν, από τα ταξίδια που είχα την τύχη να κάνω και μοιράστηκα εδώ, ήταν το ταξίδι στη Φλωρεντία και τη Σιένα:


Il Kunelo Italiano – Firenze e Siena


Τι λέτε – όλοι εμείς οι θαμώνες της κουνελοφωλιάς… Είστε να οργανώσουμε ένα ταξιδάκι; Και δεν μιλάω καθόλου ρητορικά αυτή τη στιγμή.



Ιταλία, Σιένα



Μα όταν τα φώτα έχουν πέσει – όταν η καλοκαιρινή βραδιά αγγίζει τις μικρές της ώρες και απομένεις μόνος με τις σκέψεις σου… ίσως ταυτιστείς με κείμενα σαν το ακόλουθο. Όπως έγραψα στην αρχή: υπάρχουν κείμενα με τα οποία απευθύνομαι στους πολλούς – και κείμενα με τα οποία απευθύνομαι στους λίγους, στους πολύ λίγους. Το «Καλοκαίρι μας» ανήκει στη δεύτερη κατηγορία.


Το Καλοκαίρι μας


Στην ίδια κατηγορία ανήκουν και οι «Κρύες Νύχτες, Ζεστά Ποτά»:

«Ξεκινάω να γράφω. Δεν γνωρίζω τι. Ξέρω μόνο τρία πράγματα: Πρώτον, η ανάρτηση θα βγει μεγάλη σε μέγεθος, πολύ μεγάλη. Σαν διήγημα ίσως. Δεύτερον, θα την κρατήσω αρκετό καιρό πρωτοσέλιδη στο blog. Τρίτον, θα περιλαμβάνει νυχτερινούς δρόμους, ξοδεμένα ποτά, μια γυναίκα σ' ένα μπαρ, εξομολογήσεις, ίσως και ένα σαξόφωνο να σκορπίζει νότες εδώ κι εκεί.

»Νομίζω θα είναι ένα αρκετά περίεργο κείμενο.»





Νουάρ ατμόσφαιρα / Noir foggy night



Κείμενο; Μπα… μάλλον κατάθεση θα το χαρακτήριζα. Σκέψεων, συναισθημάτων, απωθημένων, επιθυμιών, φαντασιώσεων. Ο αναστεναγμός ενός κυνικού. Ή ο χλευασμός ενός ονειροπόλου. Από εκείνα τα κείμενα που πρέπει να εκφορτίσεις από μέσα σου – όπως ξερνάς ένα ποτό μετά από μια νύχτα μεθυσιού. Από τις στιγμές που η γραπτή έκφραση λειτούργησε ιαματικά για μένα. Αν, φίλε αναγνώστη, αποφασίσεις να διαβάσεις το συγκεκριμένο κείμενο – ας είναι νύχτα και ας μην έχει κανένα θόρυβο, πέρα ίσως από κάποια μουσική τζαζ. Αλλιώς προσπέρασέ το.


Κρύες Νύχτες, Ζεστά Ποτά


Το τέλος του 2013 επανέφερε τη «σκοτεινή πλευρά του μύθου» με ένα αφιέρωμα στην αγαπημένη μου εποχή του χρόνου: τα Χριστούγεννα! Οι «Σκοτεινοί Μύθοι και Παραδόσεις των Χριστουγέννων» είχαν μάλιστα συνοδευτεί, τον καιρό εκείνο, με αντίστοιχη τετράωρη ραδιοφωνική παρουσίαση, ξέχειλη σκοτεινή a-la Tim Burton ατμόσφαιρα.


Σκοτεινοί Μύθοι και Παραδόσεις των Χριστουγέννων



Σκοτεινοί Μύθοι και Παραδόσεις των Χριστουγέννων... μια παρουσίαση από το φονικό κουνέλι



Όταν το Κουνέλι βρήκε τον ρυθμό του




Το 2014 υπήρξε μια σημαδιακή χρονιά – από πολλές απόψεις, ήταν η σημαντικότερη χρονιά στη δεκαετία του Κουνελιού. Οι λόγοι; 1) Αποφάσισα να εμβαθύνω ακόμα περισσότερο στον τομέα των καλλιτεχνικών αφιερωμάτων, με σημαντικά κείμενα για τον χώρο του κινηματογράφου και της ζωγραφικής. 2) Για πρώτη φορά έκανε την εμφάνισή της στο blog η λογοτεχνία – και σε λιγότερο από έναν χρόνο έμελλε να ταυτιστεί σχεδόν με το «Κουνέλι». 3) Έφτιαξα τη Σελίδα του Κουνελιού στο Facebook. Αυτό το τελευταίο έπαιξε καταλυτικό ρόλο τόσο στη διαμόρφωση της εικόνας του blog, όσο και στον πολλαπλασιασμό των αναγνωστών του.

Δεν θα ήταν υπερβολή αν έλεγα πως στο τέλος του 14, το Κουνέλι ήταν κάτι πολύ διαφορετικό από εκείνο που υπήρξε στα πρώτα του χρόνια. Και πως, λίγο πολύ, η ακόλουθη πορεία του έθεσε τον καιρό εκείνο τις οριστικές της βάσεις.

Η πρώτη κινηματογραφική παρουσίαση που έκανα αφορούσε έναν εκ των αγαπημένων μου σκηνοθετών. Ο λόγος φυσικά για τον άρχοντα του σασπένς, Άλφρεντ Χίτσκοκ, και τις «25 καλύτερες ταινίες του». Θυμάμαι ήταν Χριστούγεννα, νύχτα, σβησμένα φώτα, κι εγώ να βλέπω τη μία ταινία μετά την άλλη, επιθυμώντας να χωρέσω όσο το δυνατόν περισσότερες στο αφιέρωμα – ωραίες καταστάσεις.


Οι 25 (και μία) καλύτερες ταινίες του Άλφρεντ Χίτσκοκ (μέρος 1)



Οι καλύτερες ταινίες του Άλφρεντ Χίτσκοκ, ένα αφιέρωμα από το φονικό κουνέλι



Λίγο καιρό μετά 14 κατέθεσα ένα κείμενο που ανήκει σε μια κατηγορία από μόνο του – κυριολεκτικά, δεν υπάρχει όμοιό του στο διαδίκτυο. Ονομάζεται «Περιοδικά των Μοντέρνων Καιρών». Πρόκειται για μια σατιρική, επί της ουσίας, παρουσίαση, στην οποία σκέφτηκα να επιστρατεύσω τις γραφιστικές μου γνώσεις. Το αποτέλεσμα είναι μια σειρά σύγχρονων περιοδικών που θα μπορούσαν να καταλαμβάνουν χώρο στα περίπτερα – αν ζούσαμε σε έναν περισσότερο ειλικρινή με τον εαυτό του κόσμο!

Περιοδικά των Μοντέρνων Καιρών



Περιοδικά των Μοντέρνων Καιρών... μια παρουσίαση από το φονικό κουνέλι



Το ακόλουθο σύντομο πολιτικό κείμενο σε γενικές γραμμές αντανακλά την άποψή μου γύρω από το «νόημα της πολιτικής» - και τον λόγο για τον οποίο δυσπιστώ απέναντι σε κάθε επίδοξο «σωτήρα». Η παραπομπή στο “V For Vendetta” ασφαλώς δεν είναι τυχαία.


Το νόημα της πολιτικής



V for Vendetta artwork



«Πράγμα περίεργο, πάντα κάποιοι άλλοι αναλαμβάνουν να μιλήσουν για σένα. Να αντιπροσωπεύσουν τα δικαιώματά σου. Να εκφράσουν τις επιθυμίες σου, να τις υλοποιήσουν, σαν τζίνια στο λυχνάρι. Και συ τι κάνεις; Τρίβεις το λυχνάρι, μια ζωή. Πάντα λίγοι θα μιλούν για σένα, γιατί ο ίδιος τους αφήνεις. Γιατί νιώθεις μικρός κι ασήμαντος - τα κοινωνικά ζητήματα είναι πολύ μεγάλα για σένα, η πολιτική είναι κάτι ξένο, αφιλόξενο, ενοχλητικό, περίεργο. Ένας σκοτεινός κόσμος με σκιές που φωνάζουνε αδιάκοπα…

»Δες όμως - είσαι εσύ εκείνος που κραδαίνεις τον φακό. Εσύ γεννάς εκείνες τις σκιές.»



«Το Γράμμα του Καμύ στην Ελένη Καζαντζάκη» υπήρξε η πρώτη παρουσίαση με λογοτεχνικό θέμα στο blog – και δεν είναι τυχαίο που συνέπεσε με τη δημιουργία της Σελίδας του Κουνελιού στο Facebook. Τα λογοτεχνικά κείμενα όχι μόνο θα πολλαπλασιάζονταν στη συνέχεια, μα τελικά έμελλε να καταλάβουν το μεγαλύτερο μέρος της σελίδας και του blog – καθώς και του ελευθέρου χρόνου μου. Ομολογώ χαίρομαι που το πρώτο εξ’ αυτών σχετίζεται με δύο από τους αγαπημένους μου λογοτέχνες.

Όσο αφορά τη Σελίδα στο Facebook; Ομολογώ έπαιξε τεράστιο ρόλο στην επέκταση του Κουνελιού και στην εξάπλωσή του σε ένα ευρύτερο κοινό. Δεν θα ήταν υπερβολή αν έλεγα πως η Σελίδα συνιστά τον κοινωνικό προμαχώνα του Κουνελιού. Αν το blog είναι ένα πολυδαίδαλο Λαγούμι, η Σελίδα είναι η αυλή και το πάρκο που το περιβάλλει – και στην οποία μαζεύονται οι επισκέπτες και περαστικοί. Εκεί πλέον συχνάζουν οι περισσότεροι από τους φίλους και θαμώνες, εκεί συχνάζω και ο ίδιος όταν επιθυμώ να επικοινωνώ αμεσότερα με τον ευρύτερο κόσμο.

Η Σελίδα στο Facebook έχει μια σχεδόν αυτόνομη ύπαρξη από το blog, με μικρές προσωπικές αναρτήσεις και αποσπάσματα κειμένων που θα βρείτε μόνο εκεί. Παρέχει μεγαλύτερη αμεσότητα και δυνατότητα συμμετοχής του κόσμου. Θα έλεγα πως φυλάω τα «μεγάλα» για το blog και τα μικρότερα και συντομότερα για τη Σελίδα – με το blog πάντα όμως να συνιστά τον προσωπικό μου πυρήνα, τη βάση και το εφαλτήριο. Το Facebook έχει τα θέματά του, μα προς το παρόν παραμένει το μεγαλύτερο κοινωνικό δίκτυο – το εκμεταλλεύομαι, λοιπόν, για να ερχόμαστε σε επαφή μεταξύ μας. Και λέγοντας «επαφή» μιλάω απολύτως κυριολεκτικά. Η διαδραστική «Φωλιά του Κούνελου» το αποδεικνύει.

Το «Ξέφρενο Πάρτι του Πικάσο» υπήρξε μια ιδιαίτερα δημοφιλής ανάρτηση, στην οποία ομολογώ διασκέδασα πολύ και ο ίδιος. Δεν σας κρύβω πως η εποχή της παρισινής Μπελ Επόκ με γοητεύει βαθιά – αυτό το κείμενο ήταν ένας μικρός φόρος τιμής σε μια γιορτή, στην οποία θα μπορούσαμε «να ήμασταν κι εμείς εκεί».



Το ξέφρενο πάρτι του Πικάσο, προς τιμήν του Ανρί Ρουσσώ



«Ο κόσμος άρχισε να καταφτάνει χαρούμενος στο πάρτι. Μεταξύ άλλων, ήταν εκεί ο συνεργάτης του Πικάσο, Ζωρζ Μπρακ, ο συγγραφέας και ποιητής Γκιγιώμ Απολλιναίρ, η Γερτρούδη Στάιν και ο Ρουμάνος γλύπτης Μπρανκούζι. Μα και πλήθος άλλων, που έβλεπαν κόσμο, φώτα (και, πιθανότατα, ποτό) και έλεγαν «πάμε και μεις!». Ο Πικάσο είχε καλέσει τη μισή Μονμάρτρη.

»Τα παρατράγουδα δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους! Ο Πικάσο είχε τόσο αγχωθεί που θα δειπνούσε σπίτι του ο Ρουσσώ, που έδωσε κατά λάθος άλλη διεύθυνση στο εστιατόριο από το οποίο παρήγγειλε τα φαγητά. Είχε καλέσει τόσο κόσμο, μα δεν είχανε να φάνε! Τα φαγητά τελικά έφτασαν... την επόμενη μέρα το πρωί. Το πάρτι κινδύνευε να μετατραπεί σε φιάσκο, ωστόσο ορισμένοι ηρωικοί συμμετέχοντες αποφάσισαν να φτιάξουν φαγητό οι ίδιοι. Έτσι έκανε λοιπόν η Ολίβιε (η κοπέλα του Πικάσο), μαγειρεύοντας «riz à la valencienne» - ισπανικό ρύζι με κοτόπουλο και θαλασσινά, ενώ η Γερτρούδη Στάιν άρχισε να περιφέρεται στα κοντινά μαγαζιά, σε αναζήτηση διάφορων εδεσμάτων και σνακ της τελευταίας στιγμής.»


Κάπως έτσι, λοιπόν, έφτασε η ώρα για τα «100 Έργα Ορόσημα στην Ιστορία της Ζωγραφικής». Μια παρουσίαση σε τέσσερις συνέχειες που συνιστά από μόνη της ένα μικρό ορόσημο της παρουσίας του Κουνελιού στο διαδίκτυο. Νομίζω πως η συγκεκριμένη σειρά αφιερωμάτων ήταν εκείνη που κατέδειξε πως το Κουνέλι ήταν πια κάτι διαφορετικό. Δεν ήταν πια ένα προσωπικό blog, ούτε μια σελίδα που αναπαράγει αναρτήσεις καλλιτεχνικού περιεχομένου – μα ένα αμιγώς δημιουργικό εγχείρημα, ένα είδος προσωπικού πνευματικού και καλλιτεχνικού project, το οποίο θα μπορούσα να παρομοιάσω με σκάψιμο λαγουμιών μέσα στη γη. Όλο και βαθύτερα, όλο και βαθύτερα. Και όσο πιο βαθιά σκάβεις, όσο περισσότερο χώνεσαι στη γη… τόσο μακρύτερα στ’ αστέρια καταλήγεις να πετάς.


100 Έργα ορόσημα στην ιστορία της Ζωγραφικής... μέρος 2. Από το φονικό κουνέλι



«Η ζωγραφική εμπεριέχει την απάντηση στο ερώτημα που δεν γίνεται να θέσουμε – καθώς, τη στιγμή εκείνη που το θέτουμε, το ερώτημα μεταμορφώνεται, αλλάζει, μετατρέπεται σε κάτι άλλο. Μας κλείνει το μάτι παιχνιδιάρικα, υψώνει λίγο την αέρινή του φούστα, σα νύμφη του δάσους, σαν Αφροδίτη στο Κοχύλι, αφήνοντάς μας να πάρουμε ίσα μια σύντομη ματιά από το κάλλος που κρύβεται από κάτω, κι έπειτα φεύγει, τινάσσοντας τα πόδια της χορευτικά.»

Τα κόμικς υπήρξαν ανέκαθεν μια από τις μικρές χαρές και αδυναμίες μου – μακάρι να μπορούσα να διαθέσω ακόμα περισσότερο χρόνο, ώστε να συμπεριλάβω περισσότερα εδώ στο blog, πόσο μάλλον να σχεδιάσω ο ίδιος. Τον καιρό, μάλιστα, που έφυγε ο φοβερός εκείνος σκυλάκος, ο Λουκάνικος, από τη ζωή, είχα συγκινηθεί τόσο που αποφάσισα να καταθέσω ένα μικρό αυτοσχέδιο κόμικ, ως φόρο τιμής. Μπορείτε να το διαβάσετε εδώ:


Ο Δρόμος… Ένα κόμικ για τον Λουκάνικο



Ο Δρόμος... ένα κόμικ για τον Λουκάνικο, από το φονικό κουνέλι



Το ακόλουθο κείμενο θα μπορούσα να το παρομοιάσω με ένα είδος «μανιφέστου». Ή με κάλεσμα στα όπλα. Ή με φτύσιμο στα μούτρα. Ή με ωδή στη φαντασία και τη δημιουργικότητα.


Ε, εσύ. Σε σένα μιλάω, ναι


«Και τι έγινε με το πέρασμα των χρόνων, για πες μου. Πως κατάφερες και τετραγώνισες τον κύκλο; Πως μπόρεσες και χώρεσες τη θάλασσα σε ένα τόσο δα ενυδρείο; Πως έγινες και συ ένα ψάρι όπως όλα, κολυμπώντας σε καλά περιορισμένα όρια, όρια που έγιναν ο κόσμος σου; Πως γίνεται και έσβησες τα σκοτεινά σημεία απ’ τον χάρτη, διατηρώντας μόνο όσα σου φαίνονται οικεία;»

Να και μια παρουσίαση για έναν από τους αγαπημένους μου συγγραφείς. «Όταν ο Τσέχωφ ανέβασε τον Γλάρο», στην οποία, μεταξύ άλλων, παρουσιάζω τη δημιουργική αλληλεπίδραση μεταξύ Τσέχωφ και Στανισλάφσκι – φανερώνοντας πως στην τέχνη ο καλύτερος τρόπος για να υλοποιηθεί το όραμα ενός, είναι να γίνει κοινό όραμα και κάποιου άλλου. Ίσως είμαστε όλοι ακατέργαστα πετρώματα, γυρεύοντας εκείνον τον μεταλλουργό που θα αναδείξει το χρυσάφι από την πέτρα μας…



Ο Τσέχωφ και ο Γλάρος / Anton Chekhov and a Seagull



«Ένα τέτοιο ακατέργαστο πέτρωμα ήταν ο Άντον Τσέχωφ. Έκρυβε μέσα του πολύτιμο χρυσάφι, μα χρειαζόταν εκείνον που θα τον βοηθούσε να το αναδείξει. Έναν ειδήμονα στην τέχνη της μεταλλουργίας, θα μπορούσαμε να πούμε. Τον άνθρωπο εκείνον που θα συλλάμβανε την έκταση του οράματός του, θα επικοινωνούσε σε έναν κοινό γλωσσικό κώδικα μαζί του, θα φανέρωνε στον κόσμο τον χρυσό που ακτινοβολεί πίσω απ’ την πέτρα. Ο άνθρωπος αυτός ονομαζόταν Κονσταντίν Στανισλάφσκι.»

Όσο εμβάθυνα στις λογοτεχνικές παρουσιάσεις, τόσο συνειδητοποίησα πως μπορώ να αναπροσαρμόζω το ύφος της παρουσίασης ανάλογα με τον συγγραφέα και το έργο. Πουθενά αλλού δεν έγινε τόσο φανερό αυτό όσο στη διπλή παρουσίαση για τους περίφημους «Τροπικούς» του Χένρι Μίλερ.


Επιστροφή στον Τροπικό του Καρκίνου



Επιστροφή στον Τροπικό του Καρκίνου... ένα αφιέρωμα στο βιβλίο του Χένρι Μίλερ από το φονικό κουνέλι



Από εκείνα τα κείμενα για τα οποία χαίρεσαι που γράφεις σε blog – και όχι σε κάποιο πολιτικά ορθό και υπερευαίσθητο κοινωνικό δίκτυο. Καλό το Facebook – μα μια τέτοια παρουσίαση θα ήταν αδύνατο να είχε γίνει εκεί. Όχι, οι «Τροπικοί» του Μίλερ δεν χωράνε ούτε στο φαινομενικά ανεξάντλητο και αχανές των σύγχρονων κοινωνικών δικτύων! Εξακολουθούν να φτύνουν στα μούτρα κάθε καθωσπρεπισμού, κάθε ευπρέπειας, κάθε σεμνότυφης ηθικολογικής παπαροσύνης.

«Αυτό δεν είναι βιβλίο που θα έκανες δώρο στον καθώς πρέπει φίλο σου, στην ηλικιωμένη θεία σου, στη μικρή σου ξαδέρφη, στο νοικοκύρη της διπλανής πόρτας ή σε μια ρομαντική, πονόψυχη ύπαρξη. Δεν είναι βιβλίο που θα συνιστούσε μέρος της διδακτέας ύλης στα σχολεία. Δε θα μετατρεπόταν σε πιασάρικες τηλεοπτικές διασκευές, ούτε θα διαφημιζόταν μεταξύ της σαπουνόπερας και των ειδήσεων, υπό τη συνοδεία μελιστάλαχτης μουσικής υπόκρουσης. Δεν είναι βιβλίο για το οποίο ένας λαός θα αισθάνεται «εθνικά υπερήφανος». Δεν είναι βιβλίο που υπηρετεί ιδανικά, ή εξυμνεί αρετές που δεν υπάρχουν – παρά φτύνει πάνω στα κουφάρια των αρετών που ψόφησαν.»

Μιλώντας για κείμενα-μανιφέστα… Τι παραπάνω να γράψω για το αφιέρωμα πάνω στη «Μαζική Ψυχολογία του Φασισμού», βασισμένο ως ένα βαθμό στο έργο του Βίλχελμ Ράιχ. Για κάθε φασίστα που ελλοχεύει μέσα σε κάθε μικρό ανθρωπάκο της καθημερινότητας, η ακόλουθη μεγάλη παρουσίαση (σε δύο συνέχειες) αποτελεί την προσωπική μου απάντηση.


Ο Βίλχελμ Ράιχ και η Μαζική Ψυχολογία του Φασισμού (μέρος 2)



Ο Βίλχελμ Ράιχ και η μαζική ψυχολογία του Φασισμού... μια παρουσίαση από το φονικό κουνέλι



«Διαφέρεις μόνο σε ένα σημείο από τον πραγματικά σπουδαίο άνθρωπο: Ο σπουδαίος άνθρωπος υπήρξε κι αυτός κάποτε ένας πολύ μικρός Ανθρωπάκος, ανέπτυξε όμως μια πολύ σημαντική ιδιότητα: Αναγνώρισε τη μικρότητα και τη στενότητα των σκέψεων και των πράξεών του […]. Με άλλα λόγια, ο μεγάλος άνθρωπος ξέρει πότε και με ποιον τρόπο είναι μικρός. Ο Ανθρωπάκος δεν γνωρίζει ότι είναι μικρός και φοβάται να το μάθει. Συγκαλύπτει τη μικρότητα και τη στενομυαλιά του με ψευδαισθήσεις ισχύος και μεγαλείου, την ισχύ και το μεγαλείο άλλων. Είναι περήφανος για τους μεγάλους στρατηγούς του, αλλά όχι για τον εαυτό του. Θαυμάζει τις σκέψεις των άλλων, αλλά όχι τις δικές του. Όσο λιγότερο καταλαβαίνει κάτι, τόσο περισσότερο το πιστεύει.»

Βρισκόμαστε καταμεσής του θερμότατου εκείνου πολιτικού καλοκαιριού του 15… αναμφισβήτητα την πιο πολιτικοποιημένη από όλες τις πρόσφατες περιόδους – όπου και εδώ στο Λαγούμι οι αναρτήσεις πολιτικού περιεχομένου διαδέχονταν ασταμάτητα η μία την άλλη. Καταμεσής αυτών αισθάνθηκα κάποια στιγμή την ανάγκη να αποδράσω σε έναν περισσότερο μαγικό κόσμο – και να καταθέσω ένα αφιέρωμα φόρο τιμής σε μια από τις κορυφαίες σειρές κόμικς όλων των εποχών. Ο λόγος για το Sandman του Neil Gaiman.


Τριάντα και ένας λόγοι για να διαβάσετε το Sandman



Τριάντα και ένας λόγοι για να διαβάσετε το Sandman του Νιλ Γκέιμαν



Δεν έχουμε εκτιμήσει ακόμα την υπέροχη τέχνη των κόμικς όσο θα έπρεπε στη χώρα μας – και εδώ αναφέρομαι κυρίως στους φιλότεχνους και βιβλιόφιλους, που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τα κόμικς σαν «συνοδευτικό ανάγνωσμα», πλάι στο «κεντρικό λογοτεχνικό βιβλίο». Έργα όπως το “Sandman” μπορούν εύκολα να ανατρέψουν τέτοιες απόψεις – πιστέψτε με. Μένει να το συνειδητοποιήσουν και οι εκδότες μας, μπας και το δούμε μεταφρασμένο στα ελληνικά κάποια στιγμή. Αν και οι φαν δεν περιμένουμε κάτι τέτοιο φυσικά… διαβάζουμε τα κόμικς και graphic novels μας μια χαρά στα αγγλικά – μη πω και καλύτερα.

Το 15 οδεύει προς το τέλος του, φέροντας μια αποσκευή γεμάτη υψηλές υποσχέσεις, πολιτική υπερένταση, ένα κρεσέντο κάπου στα μισά – και μετά ένα μακροσκελές μουσικό επίμετρο, που μοιάζει με νανούρισμα. Η τέχνη συνιστά πάντα το καλύτερο καταφύγιο – ή ορμητήριο, εφόσον μιλάμε για νέα ξεκινήματα. Και η μουσική φέρει τη μοναδική εκείνη ικανότητα να ντύσει με νότες κάθε ανείπωτη σκέψη, κάθε ακατέργαστο συναίσθημα μέσα σου. Μπορεί να σε παρηγορήσει ή να σε εμψυχώσει ή να σε ταρακουνήσει – ή να σε μαγέψει.

Με άλλα λόγια: είχε έρθει πια ο καιρός να ξεκινήσω τη μεγάλη παρουσίαση για την Ιστορία της Τζαζ!


Η Ιστορία της Τζαζ, μέρος 1: ο Αρχέγονος Ρυθμός


Ιστορία της Τζαζ, μέρος 3, οι νύχτες του Σικάγο... μια παρουσίαση από το φονικό κουνέλι



«Η ιστορία της Τζαζ δεν θα μπορούσε παρά να ξεκινάει εκεί που όλα ξεκίνησαν: στην ίδια την καρδιά της αφρικανικής ηπείρου. Εκεί που κάποιοι πρόγονοί μας, κάποτε, εκατομμύρια χρόνια πριν, ανακάλυψαν τον αρχέγονο, πρωτόγονο ρυθμό. Όταν αντήχησαν τα πρώτα κρουστά και σκόρπισαν πολύχρωμες αχτίδες ήχου στα βάθη του απύθμενου δάσους. Τότε που γεννήθηκε η μουσική η ίδια, όταν το απολλώνιο πνεύμα της Οργάνωσης και του Νόμου απουσίαζε και δέσποζε ο Διόνυσος και η ατελείωτή του μέθη. Είναι τα ταμπούρλα της μαμάς-Αφρικής εκείνα που ακούς… μα είναι επίσης ο παλμός της μητέρας σου, τον καιρό που βρισκόσουν στην κοιλιά της – ο πρώτος ρυθμός που άκουσες ποτέ. Ο χτύπος της καρδιάς…»

Ποιος ξέρει – ίσως κάποτε ολοκληρώσω τη μεγάλη αυτή ιστορική-αφηγηματική καταγραφή, για την οποία προς το παρόν έχω καταθέσει τέσσερις συνέχειες. Μα δεν βιάζομαι. Κάποια πράγματα είναι καλύτερα όταν μένουν ανολοκλήρωτα. Όπως τα φέρει!

Με παρουσιάσεις όπως η «Ιστορία της Τζαζ» ή η «Ιστορία του Βωβού Κινηματογράφου», έφτασα να υιοθετήσω ένα ύφος γραφής που ακροβατεί ανάμεσα στην ιστορική καταγραφή και την αφηγηματική παρουσίαση. Δεν γράφω «άρθρα», ούτε επιχειρώ «εγκυκλοπαιδικές διατριβές». Για όλα αυτά υπάρχουν οι εφημερίδες, τα περιοδικά, τα άρθρα τύπου Wikipedia και τα σχετικά. Εγώ θέλω να λέω ιστορίες. Με τον τρόπο που έλεγαν ιστορίες οι παππούδες στο τζάκι. Αυτός είναι ο πυρήνας του γραπτού μου ύφους. Η ιστορική παρουσίαση οφείλει να είναι ακριβής και αξιόπιστη… μα ταυτόχρονα να γίνεται ικανή να σε ταξιδέψει – με τον τρόπο που σε ταξιδεύει ένα μυθιστόρημα.



Τσάρλι Τσάπλιν και η ιστορία του βωβού κινηματογράφου... Σύνθεση και παρουσίαση από το φονικό κουνέλι



Μ’ αυτά και μ’ αυτά, εκεί, στα τέλη του 15, κατέθεσα και το πρώτο μέρος από τη μακροβιότερη, όπως αποδείχτηκε, σειρά αφιερωμάτων εδώ στο blog. Ο λόγος για το αγαπημένο «Λαγούμι της Λογοτεχνίας»!


Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 1: Κρασιά, Καράβια και Βιβλία που Δαγκώνουν


«Λένε πως το μέρος αυτό δημιουργήθηκε πριν πολλές χιλιετίες. Όταν ο πρώτος Δικτάτορας, του πρώτου Κράτους, του πρώτου Πολιτισμού, σκέφτηκε πως τα βιβλία αποτελούσαν απειλή για τον ίδιο – μεγαλύτερη από το μεγαλύτερο στρατό. Λένε πως κάποτε το μέρος αυτό αποτελούσε έναν περίλαμπρο ναό, μα τώρα πια χώθηκε κάτω από τη γη, προκειμένου να διαφυλάξει την κληρονομιά του. Μα σάμπως δε μοιάζει με ουρανό εκείνη η οροφή που αντικρίζεις; Και τα απειράριθμα φωτάκια της, θαρρείς λάμψεις κεριών, σάμπως δεν μοιάζουν με αστέρια;»




Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας... επιλογές αποσπασμάτων από το φονικό κουνέλι
Κάπως έτσι δουλεύει για το blog του το Φονικό Κουνέλι



Επίμετρο



Και κάπου εδώ επιλέγω να ολοκληρώσω την προσωπική αυτή ιστορική αναδρομή. Στα επόμενα χρόνια (το 16, το 17, το 18, και ο φετινός χρόνος) έμελλε να δουν το φως (ή μάλλον, το ημίφως του λαγουμιού) πολλές σημαντικές παρουσιάσεις, για άφθονα θέματα λογοτεχνικού και καλλιτεχνικού περιεχομένου. Το Κουνέλι είχε βρει πια το ύφος και τον προσανατολισμό του – η συνέχεια θα το ενίσχυε ακόμα περισσότερο. Θα μιλήσουμε ξανά για όλες αυτές τις παρουσιάσεις και θα επανερχόμαστε σε αυτές ανά διαστήματα – ούτως ή άλλως η φάση εδώ πάει πέρα από το ψυχαναγκαστικό «εδώ και τώρα» του χρόνου. Όταν γράφω ένα κείμενο δεν σκέφτομαι μόνο τον κόσμο που θα το διαβάσει «τώρα» - μα και τον κόσμο που θα το διαβάσει σε κάποια απροσδιόριστη στιγμή στο μέλλον – ή στο παρελθόν, μια που αυτά τα λόγια μου ήδη ανήκουν στον χρόνο που πέρασε!

Εδώ στο Λαγούμι δεν υπάρχει Τώρα, δεν υπάρχει Πριν, ή Μετά. Ο χρόνος μοιάζει με τα σπιράλ των βιβλίων στις βιβλιοθήκες, στην εικόνα του «Λαγουμιού». Ή με εκείνους τους λαβύρινθους που περιέγραφε ο Μπόρχες



Η εμμονή της μνήμης... από το φονικό κουνέλι
Μη μας διαβάζετε μονάχα από εικόνες!



Θα σταθώ σε ένα στοιχείο που δεν σχολιάζεται – μα συνιστά πλέον ακρογωνιαίο λίθο κάθε παρουσίασης που επιχειρώ: ο λόγος για τον γραφιστικό σχεδιασμό της κεντρικής εικόνας. Θέλοντας να αποτυπώσω όσο το δυνατόν περισσότερο την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα κάθε διαφορετικής παρουσίασης, επέλεξα να τη συνοδεύω με μια εικόνα που αποτυπώνει, ως ένα βαθμό, το ύφος του κειμένου. Κάθε αφιέρωμα φέρει και τη δική του μικρή «αφίσα». Το εικονογραφικό/σχεδιαστικό κομμάτι συνιστά αναπόσπαστο μέρος του Κουνελιού – και, πέραν του γραπτού ύφους, αποτελεί σήμα κατατεθέν. Η τελική πινελιά του δημιουργού.

Σας είπα: πρόκειται για ένα προσωπικό δημιουργικό εγχείρημα. Ας κατευθύνονται οι μάζες των αναγνωστών σε άλλες σελίδες και άλλα site, που ενδεχομένως τους τραβάνε καλύτερα την προσοχή, πλουμίζοντάς τους με αποσπασματικές πληροφορίες και βολικά κείμενα σε λεζάντες… Όσοι έρχονται εδώ όμως, ξέρουν, πως θα βρουν κάτι μοναδικό.



Όταν ο Ρόμπερτ Τζόνσον συνάντησε τον διάβολο... Αφήγηση από το φονικό κουνέλι
Ο Μπουκόφσκι και οι Σημειώσεις ενός Πορνόγερου - από το φονικό κουνέλι
Τα Χριστούγεννα του Καρόλου Ντίκενς, ένα αφιέρωμα από το φονικό κουνέλι
Από το Γυρίστε τον Γαλαξία με Ωτοστόπ του Ντάγκλας Άνταμς / The Hitchhiker's Guide to the Galaxy by Douglas Adams
Άνθρωποι και χρήματα... ένα απόσπασμα του Τομ Ρόμπινς, από το φονικό κουνέλι
Επιστροφή στη Μέρα της Μαρμότας
Μπέρτολτ Μπρεχτ, αφίσα για τον Σπιούνο... από τον Τρόμο και Αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ - το φονικό κουνέλι
Τσάρλι Τσάπλιν και η ιστορία του βωβού κινηματογράφου... Σύνθεση και παρουσίαση από το φονικό κουνέλι



Και αυτή είναι η χαρά και περηφάνια μου. Και αυτή είναι η ανταμοιβή μου για τις εκατοντάδες των ωρών που πέρασα μονάχος μου – και θα συνεχίσω να περνώ – γράφοντας όλα αυτά τα κείμενα, συλλέγοντας όλα τα αποσπάσματα (που αριθμούν χιλιάδες σελίδες Word), συλλέγοντας και σχεδιάζοντας όλες τις εικόνες. Ώρες που θα μπορούσα να περνώ έξω, διάγοντας μια κάποια αυξημένη κοινωνική ζωή, πηγαίνοντας εδώ κι εκεί και διασκεδάζοντας. Μα δεν πειράζει – αυτή είναι η μεγαλύτερη διασκέδαση και μεγαλύτερη ανταμοιβή μου.

Πρόσφατα είπα να τοποθετήσω ένα μικροσκοπικό “donate” button εκεί στα δεξιά του blog – δε βαριέσαι, σκέφτηκα. Ίσως κάποιος, κάποτε, να θελήσει με αυτόν τον τρόπο να δείξει την εκτίμησή του. Τον ευχαριστώ προκαταβολικά. Μα η ωραιότερη ανταμοιβή υπήρξαν οι φίλοι που έκανα – που ανακάλυψαν το Κουνέλι παρασύρθηκαν στα λαγούμια του και ήρθαν σε επαφή μαζί μου. Δεν σας το κρύβω: η πλειοψηφία του κόσμου παραμένουν μακρινοί, άγνωστοι και ανώνυμοι. Μάζες, ενίοτε χιλιάδων επισκεπτών, που θα δουν κάποιο κείμενο, θα πατήσουν κάποιο like, θα κάνουν ίσως κάποια κοινοποίηση. Και αυτό ήταν όλο. Ποτέ δεν θα μιλήσουν, ποτέ δεν θα σχολιάσουν. Τι να γίνει – έτσι πάνε αυτά.

Μα για τους «λίγους και τρελούς». Για εσάς που αγαπήσατε τη φάση με το Φονικό Κουνέλι και τη στηρίξατε έμπρακτα ως τώρα – για εσάς σήμερα επέλεξα να φορέσω τα γιορτινά μου ρούχα.

Εμπρός, λοιπόν! Πάμε γι’ άλλα. Ο αέρας φυσάει στα πανιά του σκάφους μας, η θάλασσα απλώνει το απέραντο γαλάζιο της – και μας καλεί. Προορισμός μας το Νησί. Σαλπάρουμε ξανά!

Κλείνω με ένα κείμενο που είχα μοιραστεί εδώ, μαζί σας, πριν κάποια χρόνια.


Πεθαίνεις όταν παύεις να ερευνάς τον κόσμο γύρω σου, όταν δεν αποκτάς καινούργιες γνώσεις, όταν δε σου γεννώνται ερωτήματα, όταν δε γυρεύεις απαντήσεις, όταν επαναπαύεσαι στα ίδια και τα ίδια.

Ο περισσότερος κόσμος πεθαίνει νέος, λίγο μετά τα χρόνια του σχολείου. Κάποιοι το τραβάνε περισσότερο, καμιά δεκαετία, ίσως και δύο, ώσπου κάποια στιγμή βολεύονται κι αυτοί στον τάφο τους.

Λίγοι, πολύ λίγοι, πεθαίνουν όταν γεράσουν.

Αυτοί οι τελευταίοι, ίσως, ούτε τότε.




Ο Κούνελος-Μάγος

22 Ιουνίου 2019

Στου Φιλοπάππου


Η θέα της Αθήνας από τα βράχια του Φιλοπάππου




Πρωινό Σαββάτου και ο μικρός εκείνος ανήσυχος δαίμονας ψιθύρισε στ’ αυτί μου: “εμπρός, πάρε το βιβλίο σου κάνε μια βόλτα. Θα απαλύνει τις όποιες αρνητικές σκέψεις”. Πήρα το ποδήλατο λοιπόν, αδιαφορώντας για το ξεφουσκωμένο λάστιχο, και τράβηξα για τον λόφο του Φιλοπάππου. Σκοπός μου να βρω μια ιδανική σκιά να ξαποστάσω και να διαβάσω το βιβλίο.

Η ζέστη αφόρητη. Σμήνη οι τουρίστες, τους προσπερνούσα βιαστικά, με μόνο στόχο να καταφύγω σε κάποιο μέρος δίχως κόσμο. Τελικά έφτασα εκεί που ο λόφος ατενίζει την πόλη. Απόλυτη ησυχία. Εδώ κι εκεί κάποια παγκάκια – και τα δέντρα απάνω πρόσφεραν απλόχερα τον ίσκιο τους. Εδώ είμαστε.

Δεν έκατσα όμως. Παρατηρούσα το τοπίο, χιλιοπερπατημένο και αιώνιο, βράχοι που αχνίζουν και δέντρα που ψιθυρίζουν σιωπηλούς σκοπούς. Χιλιάδες κτίρια απλώνονταν πέρα μακριά, η παλλόμενη καρδιά της πόλης, ζωηρή και ανυπόφορη στην καθημερινή ρουτίνα της. Μα εκεί ψηλά δεν φτάνει ο θόρυβος – μόνο το τραγούδι των πουλιών, ισχυρότερο και από χίλια αμάξια που μουγκρίζουν. Εκεί ψηλά η πόλη μοιάζει περισσότερο με ζωγραφικό πίνακα: απομεινάρι κάποιας εποχής, εικόνα πέρα από τον χρόνο, ξεχαρβαλωμένη καρτ ποστάλ που βρήκες σε κάποιο σκοτεινό πατάρι. Όλα ήσυχα. Το μάτι του κυκλώνα. Η απάνεμη γωνιά καταμεσής της σαββατιανής κοσμοχαλασιάς.




Βόλτα στον λόφο του Φιλοπάππου στην Αθήνα
Η Αθήνα από ψηλά, στον λόφο
Η Ακρόπολη από τον λόφο του Φιλοπάππου




Κάποιες σκέψεις ύφαναν ένα ανοιχτόχρωμο πέπλο στη σκέψη μου, υγρό και διάφανο σαν βρεγμένο μπλουζάκι σε γυναικείο στήθος. Σκέψου να συνδιαλέγεσαι με τα στοιχεία της φύσης – με τα πουλιά και τα δέντρα και τη γη. Σκέψου να μιλούσαν στην ανθρώπινη γλώσσα – ποτέ ξανά δεν θα αισθανόσουν μόνος. Θα ήσουν εκεί, καταμεσής των φυτών και των ζώων, και θα ένιωθες αυτάρκης. Σαν τις ταινίες της Disney ένα πράγμα, δίχως όμως τους ξενέρωτους πρίγκιπες και τις κάλπικες πριγκίπισσες.

Οι ίδιες όμως σκέψεις βρήκαν γρήγορα τον αντίλογό τους. Να μιλούν τα ζώα στη γλώσσα μας; Όχι δα! Σύμφωνοι – στην αρχή θα χαιρόμασταν. Μετά όμως θα συνέβαινε εκείνο που συμβαίνει πάντα: θα άρχιζαν οι παρεξηγήσεις, οι παρερμηνείες, τα «τι εννοείς με αυτό που είπες», ή «πάρ’ το πίσω αυτό!», ή «για να λες έτσι, μάλλον δεν συμφωνείς μαζί μου», ή «γιατί δεν εκφράζεσαι αλλιώς», ή «γιατί δεν μου μιλάς σαν άλλοτε»… και θα γινόμασταν μπάχαλο μεταξύ μας. Πάλι απ’ την αρχή, άνθρωποι, ζώα και φυτά, ένα μπλεγμένο κουβάρι, να τσακωνόμαστε με πολεμοφόδια μας τις λέξεις, έχοντας ανάγκη από λεξικά και αποκρυπτογράφηση μπας και συνεννοηθούμε.

Όχι, να λείπει το βύσσινο. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο εμπόδιο στην κατανόηση από την ανθρώπινη γλώσσα. Και αυτά τα ανόητα σύμβολα που χρησιμοποιούμε για να τιθασεύσουμε τον χείμαρρο που ξεχειλίζει μέσα μας: τις λέξεις. Τις λέξεις, στους λαβυρίνθους των οποίων χανόμαστε. Καλύτερα να συνεννοούμασταν μόνο με κραυγές και βογκητά και γουργουρητά και δαγκωνιές! 




Ένα πουλί σε δέντρο στον λόφο του Φιλοπάππου
Μοναχικό δέντρο στον λόφο του Φιλοπάππου στην Αθήνα




Το θέμα δεν είναι να μιλά η φύση στη δική μας γλώσσα – αλλά ΕΜΕΙΣ στη γλώσσα της φύσης. Και αυτό είναι το δυσκολότερο. Η απώλεια της επαφής με τη φύση είναι η μεγαλύτερη πληγή – ασύγκριτα ισχυρότερη από την επαφή που χάσαμε αναμεταξύ μας, τον καιρό που υψώναμε πύργους της Βαβέλ.

Κάποιες φορές μόνο, εδώ κι εκεί, μοιάζει να χάνεται εκείνη η αρχέγονη απόσταση: όταν αφηνόμαστε στη γλυκιά δροσιά μιας καλοκαιρινής βουτιάς… όταν αναπνέουμε τον φυσικό αέρα κάποιου δάσους… όταν απολαμβάνουμε το τραγούδι των πουλιών… όταν χαϊδεύουμε ένα ζώο… και όταν φτάνουμε σε οργασμό – η στιγμή του μουγκρητού είναι η ίδια αρχέγονη γλώσσα της φύσης.

Σα να ήθελε ν’ απηχήσει τη σκέψη μου, μια εκκλησιαστική ψαλμωδία αντήχησε στον αέρα. Ωχ. Εκεί κοντά είναι το εκκλησάκι του Λουμπαρδιάρη – και είχε ξεκινήσει λειτουργία. Στο εξής μια άλλη γλώσσα θα συνόδευε (ή μάλλον, θα συσκότιζε) τις σκέψεις μου: η γλώσσα των παπάδων.

Τράβηξα παραπέρα, βρήκα ένα παγκάκι. Πάνω έγραφε με μαρκαδόρο «Εύα» (σε καρδούλα) – και δίπλα «Μπακογιάννη, ψόφα». Μου άρεσε η αντίφαση. Έκατσα κι έβγαλα το βιβλίο.




Ένα βιβλίο για τον Tom Waits, Lowside of the Road
Με ποδήλατο στου Φιλοπάππου




Ξεκίνησα να διαβάζω. Με έχει απορροφήσει ολότελα αυτές τις μέρες. Μακάρι να καταθέσω κάποια στιγμή μελλοντικά μια εκτενή σειρά αφιερωμάτων στον Tom Waits. Ελάχιστους καλλιτέχνες μπορώ να ακούω με τις ώρες, να παρασύρομαι στον κόσμο τους και να ταυτίζομαι τόσο απόλυτα – ο Waits ανήκει σε εκείνους τους ελάχιστους. Δεν είναι τυχαία η παρουσία του παντού γύρω, αν κοιτάξετε τα κολάζ εδώ στο blog.

Κι ενώ βρισκόμουν καταμεσής της δεκαετίας του 70, σε κάποια σκοτεινά νυχτερινά μπαρ που μύριζαν φτηνές γυναίκες, μελαγχολία, ποίηση του δρόμου και αλκοόλ, παρατηρώ να καταφτάνει προς το μέρος μου, στην άκρη του πεζόδρομου, ένας τύπος που έμοιαζε με τον Πουλικάκο στα νιάτα του. Μιλούσε μόνος του. Ωχ. Γρήγορα έστρεψα το βλέμμα μου στο βιβλίο πάλι. Ο τύπος πήγε και έκατσε σε ένα παγκάκι απέναντι. Συνέχιζε να μιλάει και κοιτούσε προς εμένα. Κι ενώ οι εκκλησιαστικοί ψαλμοί ακόμα αντηχούσαν στο βάθος. Σκατά. Να που ξενέρωσα. Ο ανθρώπινος πολιτισμός εισέβαλε για άλλη μια φορά και σπίλωσε τη γαλήνη της φύσης. Ο παπάς από τη μία, ο τρελός από την άλλη. Κι εγώ, η γέμιση στο σάντουιτς.

Ο παπάς έλεγε κάτι για την αιώνια σωτηρία και έψελνε αμήν. Ο τύπος απέναντι, με τη σειρά του, μιλούσε μόνος του και έλεγε: “Βασίλη, αν το ξαναδώ αυτό θα σου ξυρίσω το μουστάκι”. Ή μήπως ήταν ο τύπος απέναντι που έψελνε αμήν και ο παπάς που απειλούσε να ξυρίσει το μουστάκι; Η ζέστη με είχε χτυπήσει στο κεφάλι και ίσως να τα μπέρδεψα.

Κάπου τότε κατέφτασε προς το μέρος μου κι ένα ζευγάρι τουριστών. Καλώς τα παιδιά. Κατευθύνονταν σε μια γειτονική κρήνη. Η κοπελιά ήταν ενδεδυμένη με το κατάλληλο κοντό σορτσάκι – το βλέμμα μου έπεσε μεμιάς στο σωστό σημείο, αντλώντας μια κάποια ικανοποίηση. Αν δεν μπορείς να διαβάσεις το βιβλίο με την ησυχία σου, τουλάχιστον ας δεις κάποιο θέαμα της προκοπής. Ο σύντροφός της, απ’ την άλλη, βάδιζε μισόγυμνος, η κοιλιά έξω να κρέμεται σαν τα μάγουλα ενός μπουλντόγκ. Αυτό δεν ήταν ευχάριστο. 

Σηκώθηκα. Αρκετά, όσο διάβασα διάβασα. Καλή η βόλτα, εποικοδομητική στην αρχή, η συνέχεια λιγότερο. Γέννησε προσδοκίες και τελικά σε άφησε με ανάμικτη γεύση στο στόμα – όπως συμβαίνει με τα περισσότερα πράγματα, εδώ που τα λέμε.

Μα θα επανέλθω. Έχει γούστο να συναντήσω πάλι τον τύπο με το μουστάκι.

Πίσω στην ανθρωποθάλασσα. Πίσω στη βοή του πλήθους. Τέρμα η φιλοσοφία, ώρα να φέρουμε σε πέρας τις δουλειές μας. Λογαριασμοί, ψώνια. Και να φουσκώσω αυτό το λάστιχο. Η διαδρομή στο Μοναστηράκι ήταν αργή και επώδυνη – πάντα έτσι γίνεται όταν βαδίζεις με σκοπό: βιάζεσαι και κάθε εμπόδιο σε ενοχλεί. Να γιατί πρέπει να οικοδομήσουμε έναν πολιτισμό που θα βαδίζουμε περισσότερο, μα με λιγότερους σκοπούς. Να βαδίζουμε όχι «για να πάμε κάπου» - μα για να το απολαύσουμε. Ίσως τότε κατορθώσουμε και ένα-δυο πράγματα παραπάνω. Ίσως να μας σπάνε λιγότερο τα νεύρα. Είναι μια αρχή κι αυτό.

Τελικός προορισμός, το σούπερ μάρκετ. Το πρώτο πράγμα που έκανα, φτάνοντας σπίτι, ήταν να πλυθώ και ν’ αποτινάξω από πάνω μου την κάψα. Το δεύτερο – να βουτήξω ένα κουτάλι σ’ ένα μπολ με παγωτό.



Το Φονικό Κουνέλι, Ιούνιος του 19




Μοναστηράκι, Αθήνα, κάποια καλοκαιρινή σαββατιάτικη μέρα