31 Οκτωβρίου 2018

Los Caprichos: Ο εφιαλτικός κόσμος του Φρανθίσκο Γκόγια


Μια παρουσίαση στα Καπρίτσια του Φρανθίσκο Γκόγια - τα περίφημα χαρακτικά του 1799. Από το φονικό κουνέλι



Παρουσίαση των χαρακτικών του Francisco Goya, «Τα Καπρίτσια»




Βρισκόμαστε στο έτος 1799. Είναι μια εποχή φωτεινών ανακαλύψεων και τολμηρών επαναστάσεων – το ανθρώπινο πνεύμα δείχνει να θριαμβεύει έναντι των σκοτεινών παραδόσεων αιώνων και κυριαρχεί μια αίσθηση αισιοδοξίας για τους καιρούς που έρχονται. Μα ένας ζωγράφος στην Ισπανία κοιτάζει γύρω του και αντί για καθαρό ουρανό βλέπει βαριά σύννεφα• περιορίζει σκόπιμα την παλέτα των χρωμάτων του, θέλοντας να δώσει μεγαλύτερη διέξοδο στις σκιές• ο κόσμος του είναι ο κόσμος του ημίφωτος – εκεί που τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται με την πρώτη ματιά, εκεί που οι φιγούρες χάνουν τα σαφή τους περιγράμματα, εκεί που η πραγματικότητα σμίγει με το όνειρο – και το όνειρο μετατρέπεται εύκολα σε εφιάλτη.

Είναι ο κόσμος των κινούμενων σκιών, των βουβών λόγων και των πνιγμένων ήχων. Ο ζωγράφος, βλέπετε, είχε χάσει την ακοή του λίγα χρόνια πριν.

Ο λόγος για τον Φρανθίσκο Γκόγια [Francisco José de Goya y Lucientes], ζωγράφο της ισπανικής Αυλής της εποχής, προάγγελο του ρομαντισμού – μα και του συμβολισμού, του εξπρεσιονισμού, του σουρεαλισμού και της μισής μοντέρνας τέχνης. Μα για τον Γκόγια δεν είχαν καμία σημασία αυτές οι κατηγορίες. Ζωγραφίζοντας, φαινόταν να απελευθερώνει τους προσωπικούς του δαίμονες, τα στοιχειά που βασάνιζαν τον ύπνο του: σαν άλλα έγκλειστα τζίνια ξαμολιούνταν στον κόσμο από απαγορευμένα λυχνάρια, τελώνια, μάγισσες και δαίμονες που ξεχύνονται απ’ τα κρεβάτια του κοιμωμένου κόσμου και βάφουν μαύρες και κίτρινες (το κίτρινο της λάμψης των ματιών) τις νύχτες των ανθρώπων.

Στο σημερινό αφιέρωμα θα μιλήσουμε για τα περίφημα χαρακτικά του Γκόγια με τίτλο “Los Caprichos” – Τα Καπρίτσια. Ογδόντα, συνολικά, έχοντας δημιουργηθεί μεταξύ των ετών 1797-98 και με τον αρχικό τίτλο “Sueños” [«Όνειρα»], τα «Καπρίτσια» έμοιαζαν να σπάνε το στέρεο έδαφος της πραγματικότητας της εποχής – αποκαλύπτοντας το τρομακτικό χάσμα από κάτω. Σχεδόν αμέσως μετά την έκδοσή τους, το 1799, απαγορεύτηκαν από την Ιερά Εξέταση, παρά το γεγονός πως ο Γκόγια είχε επιλέξει σκόπιμα να συσκοτίσει με αινιγματικούς τίτλους και πρόσωπα το περιεχόμενό τους. Τι δαιμονικά έργα είναι αυτά, που τολμούν να παρουσιάσουν τέτοια απόκοσμα ζωόμορφα πλάσματα – πιθήκους και γαϊδάρους, τελώνια και μάγισσες και τέρατα που δεν τολμούμε καν να ονοματίσουμε; Και αυτό καταμεσής της Εποχής της Λογικής;

Μα για την Ισπανία των καιρών δεν υπήρχε λογική – μόνο προκατάληψη και στείρα προσκόλληση στη θρησκεία και τις παραδόσεις. Η εισβολή του Ναπολέοντα και η βιαιότητα του πολέμου συσκότισε ακόμα περισσότερο τον διαχωρισμό ανάμεσα στο παλιό και το καινούργιο, τον συντηρητισμό και την πρόοδο. Η Ισπανία έμοιαζε μπλεγμένη σ’ έναν κόσμο που την είχε ξεπεράσει, έναν κόσμο που ευαγγελιζόταν όνειρα και σέρβιρε εφιάλτες – και ο Γκόγια εξέφρασε αυτή τη σύγκρουση με εικόνες.

Τα έργα του Γκόγια δεν περιορίζονται στην ισπανική πραγματικότητα – μιλώντας για την επέλαση της α-νοησίας, την κοινωνική υποκρισία και την επικράτηση του ανορθολογισμού, έμοιαζαν να προεικονίζουν τους καιρούς που έρχονται – ειδικά τον Εικοστό αιώνα.

Και επιστρέφουμε λοιπόν στον τίτλο του αφιερώματος: ο «Εφιαλτικός Κόσμος του Γκόγια» δεν είναι παρά ο Κόσμος των Ανθρώπων. Οι εφιάλτες του είναι η πραγματικότητα δίχως το εξορθολογισμένο περιτύλιγμά της. Τα τέρατα και οι μάγισσες είμαστε Εμείς οι ίδιοι.

Υπάρχει διέξοδος από αυτό το ανελέητο Όνειρο; Για τον Γκόγια η διέξοδος (αν υπάρχει) έμοιαζε να είναι μία: η αφύπνιση. Η εγκατάλειψη των προλήψεων, της άγνοιας και της υποκρισίας. Ένα καθήκον που ακόμα πασχίζουμε να φέρουμε σε πέρας. Ο Εφιάλτης δεν έχει λάβει τέλος και η μέρα που θ’ αφυπνιστούμε μοιάζει ακόμα μακρινή.


Τα Καπρίτσια – Τριάντα και Ένα Χαρακτικά



Τα «Καπρίτσια» σηματοδοτούν ένα σημαντικό πέρασμα στην ζωγραφική διαδρομή του Γκόγια. Μπαίνοντας στον 19ο αιώνα τίποτα πια δεν θα ήταν το ίδιο για την Ισπανία και τον κόσμο. Από πολλές απόψεις σηματοδοτούν τα όρια του Διαφωτισμού, το έσχατο σύνορο της αισιοδοξίας του – μοιάζουν να λένε με νόημα στον άνθρωπο: «σύμφωνοι, έχεις εξελιχθεί, μα έχεις ακόμα πολύ δρόμο μπροστά σου! Δες, πλανιέσαι ακόμα με μάγισσες και τέρατα, δες, τα έχεις ανάγκη όσο ποτέ άλλοτε! Δες – αυτά τα φρικιαστικά όντα είσαι εσύ ο ίδιος! Η σκιά σου είναι η σκιά των φτερών τους! Αυτά είναι τα φτερά με τα οποία πετάς – όχι ενός πουλιού, μα μιας νυχτερίδας! Μιλάς για ελευθερία μα δεν είσαι ακόμα ελεύθερος.»

Και αν ο Γκόγια παρέμενε ζωγράφος της ισπανικής αυλής, θα λέγαμε πως αυτό οφείλεται περισσότερο σε ατύχημα: αν είχε κατανοήσει η εξουσία της εποχής το ριζοσπαστικό μήνυμα των έργων του θα είχε ανατιναχτεί στον αέρα και μόνο από την κατανόηση αυτή. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως τα σκοτεινά και εφιαλτικά αυτά χαρακτικά έκαναν την εμφάνισή τους στην οπισθοδρομική Ισπανία της Ιεράς Εξέτασης: μια χώρα στην οποία ο Διαφωτισμός εισέβαλε με τη μορφή όχι ενός πεφωτισμένου φιλοσόφου ή μιας ανθηρής οικονομίας, μα με την μπότα ενός δικτάτορα. Ο Ναπολέων – αυτός ο εκπρόσωπος της νέας εποχής του ορθού λόγου και της αστικής τάξης – εισέβαλε βίαια σε μια χώρα που κυριαρχούσε η πρόληψη και η Ιερά Εξέταση. Η σκηνή μοιάζει με γέμιση σε σάντουιτς, με τους στρατιωτικούς εισβολείς από πάνω, τους βασιλιάδες και παπάδες από κάτω – και τον λαό της Ισπανίας στη μέση.

Ο Γκόγια έμελλε ν’ απεικονίσει τις φρίκες του πολέμου στην επόμενη σειρά χαρακτικών του, τιτλοφορούμενη «Οι Συμφορές του Πολέμου» - μα αυτό είναι θέμα για κάποιο άλλο αφιέρωμα. Προς το παρόν βρισκόμαστε ακόμα στο έτος 1799 – όταν ο άνθρωπος, κουρασμένος απ’ το φως της μέρας, πέφτει για ύπνο – και παραδίδεται ανήσυχος στα τέρατα της νύχτας.

Το σύνολο των 80 χαρακτικών εκτίθεται στο Museo del Prado στη Μαδρίτη. Επέλεξα 31 ανάμεσά τους και τα παρουσιάζω, συνοδεύοντάς τα με τον τίτλο σε ισπανικά, ελληνικά και αγγλικά και ένα σύντομο σχόλιό μου.

Περισσότερα για τον Γκόγια και την ιστορία της ζωγραφικής μπορείτε να διαβάσετε στο αφιέρωμά μου στα Έργα Ορόσημα της Ζωγραφικής.

100 Έργα Ορόσημα στην Ιστορία της Ζωγραφικής, μέρος 2




Asla su abuelo / Πίσω μέχρι τον Παππού του / As Far back as his Grandfather



Τα Καπρίτσια του Γκόγια - Asla su abuelo / Πίσω μέχρι τον Παππού του / As Far back as his Grandfather




Ένας ανθρωπόμορφος γάιδαρος που μελετάει ένα βιβλίο – το οποίο με τη σειρά του απεικονίζει ζώα. Ο γάιδαρος σε κοιτάζει στο σκοτάδι και χαμογελά. Τα μάτια του είναι μαύρα – τρύπες στο σκοτάδι, ένα απύθμενο κενό. Μοιάζει να χαχανίζει με νόημα στα μούτρα σου. Μα το νόημά του σου διαφεύγει – κι αυτό γιατί το νόημα δεν υπάρχει, όπως μάλλον δεν υπήρξε και ποτέ.

Μια ιστορία που τραβάει γενιές πίσω – και μεταδίδεται από τη μια γενιά στην άλλη. Το ατέρμονο χαχανητό της αμάθειας και της δεισιδαιμονίας.


¿Por qué esconderlos? / Γιατί να τα Κρύβεις; / Why hide them?




Από τα χαρακτικά του Γκόγια με τίτλο Τα Καπρίτσια - ¿Por qué esconderlos? / Γιατί να τα Κρύβεις; / Why hide them?



Ένας ηλικιωμένος που πασχίζει, τρέμοντας, να κρύψει δυο σάκους από μια ομάδα νεαρών αριστοκρατών που τον κοιτάζουν και γελούν. Τι να περιλαμβάνουν αυτοί οι σάκοι; Για ποιο λόγο να τον φοβίζουν έτσι οι νεαροί;

Τα χαρακτηριστικά του ηλικιωμένου αποδίδονται με λεπτομέρεια και η αγωνία στο πρόσωπό του τον καθιστά μάλλον συμπαθή. Από την άλλη τα πρόσωπα των νεαρών μοιάζουν περισσότερο με μάσκες: γκροτέσκα και απειλητικά, το χαμόγελό τους φαίνεται να χλευάζει και να ισοπεδώνει το πεσμένο και αδύναμο θύμα τους. Αυτό δεν είναι το απελευθερωτικό γέλιο που ισοπεδώνει καθεστώτα – μάλλον το αντίθετο: πρόκειται για το γέλιο της επιδεικτικής και ωμής δύναμης, το φρικτό γέλιο της εξουσίας.



¡Que pico de oro! / Τι χρυσαφένιο ράμφος! / What a golden beak!




Από τα Καπρίτσια του Γκόγια - ¡Que pico de oro! / Τι χρυσαφένιο ράμφος! / What a golden beak!



Ένας παπαγάλος εκφέρει λόγο μπροστά σ’ ένα πλήθος που κρέμεται από κάθε του λέξη. Ο παπαγάλος μοιάζει ιερός στα μάτια του κοινού, που τον παρακολουθεί προσηλωμένο. Το ράμφος του είναι χρυσαφένιο και οι κραυγές του μοιάζουν με τραγούδι στ’ αυτιά των ακροατών του.

Το κοινό θυμίζει τους απόστολους κάποιου Ιερού καθοδηγητή ή τους μαθητές ενός Σεβάσμιου δασκάλου. Και αν ο παπαγάλος δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να «παπαγαλίζει» τους ίδιους ζωώδεις ήχους, ξανά και ξανά, αυτό δεν μειώνει ούτε στο ελάχιστο τη σημασία του μη-λόγου του στην υπόληψη των θαυμαστών του. Ίσως γι’ αυτό να έχουν πέραση τα λόγια του: επειδή ακριβώς δεν λένε τίποτα καινούργιο, παρά επαναλαμβάνουν τους ίδιους ήχους, πάλι και πάλι και πάλι.



¡Lo que puede un sastre! / Δες τι μπορεί να κάνει ένας ράφτης! / What a tailor can do!



Τα Καπρίτσια του Γκόγια - ¡Lo que puede un sastre! / Δες τι μπορεί να κάνει ένας ράφτης! / What a tailor can do!




Μια γυναίκα γονατίζει ευλαβικά και προσεύχεται σε έναν ιερέα. Η προσευχή της είναι γνήσια, η πίστη της βαθιά, η ευλάβεια αυθεντική. Στο βάθος πλήθος ακόμα γυναικών γονατίζουν και δέονται το Θείο Ον, προκειμένου να το εξευμενίσουν και να αποσπάσουν τη χάρη του.

Μια προσεκτικότερη παρατήρηση όμως αποκαλύπτει πως ο ιερέας δεν είναι παρά ένα ομοίωμα – ένα σκιάχτρο, ένα δέντρο μεταμφιεσμένο σε παπά, δουλειά ενός εξαιρετικού ράφτη αν μη τι άλλο. Μα οι γυναίκες δεν το ξέρουν και αυτή η άγνοιά τους είναι αρκετή για ν’ ανυψώσει το σκιάχτρο και να το μετουσιώσει σε ανώτερο ον. Πίσω από το σκιάχτρο δαίμονες γελούν και περιπαίζουν την άγνοια των ανθρώπων.



Ya tienen asiento / Τώρα κάθονται καλά / Now they are sitting well




Goya - Ya tienen asiento / Τώρα κάθονται καλά / Now they are sitting well



Ένας κόσμος όπου δεν κάθονται οι άνθρωποι πάνω στις καρέκλες – αλλά οι καρέκλες κάθονται στα κεφάλια τους. Δες όμως πως χαμογελούν, δες πόσο ικανοποιημένοι είναι! Είναι πεπεισμένοι πως κάνουν το σωστό, γεμάτοι αυτοπεποίθηση για το πνεύμα και τη σκέψη τους.

Αν η πραγματικότητα είναι ένα πελώριο τσίρκο, οι ίδιοι φαίνεται πως αποδέχονται τον ρόλο τους ως γελωτοποιών – ίσως γιατί αγνοούν πως είναι γελωτοποιοί, ίσως γιατί νομίζουν πως κάθονται οι ίδιοι πάνω στις καρέκλες και όχι οι καρέκλες πάνω σε αυτούς.



La filiación / Η πατρότητα / The filiation




Goya - La filiación / Η πατρότητα / The filiation




Γονείς και κόρες, άντρες και παιδιά. Οι οικογενειακές σχέσεις αποκαλύπτονται ως σχέσεις που αδυνατούν να ζήσουν δίχως μάσκες, σχέσεις εδραιωμένες σε απαρχαιωμένες παραδόσεις και μια καλά εδραιωμένη υποκρισία. Δεν υπάρχει πρόσωπο που να μη φορά μια μάσκα. Η κόρη δείχνει παραδομένη σ’ έναν κόσμο που αποφασίζει ο ίδιος για εκείνην – και αποδέχεται αυτόν τον παθητικό της ρόλο.

Οι φιγούρες καταγράφουν λεπτομέρειες σε βιβλία και μελετούν με ματογυάλια: όλα δείχνουν μέρος ενός τυπολατρικού εθίμου που διαιωνίζεται στο άπειρο.



¡Qué sacrificio! / Τι θυσία! / What a sacrifice!




Χαρακτικό του Φρανθίσκο Γκόγια - ¡Qué sacrificio! / Τι θυσία! / What a sacrifice!




Μια επίδοξη μνηστή παρουσιάζει τα κάλλη της μπροστά στους επίδοξους μνηστήρες της. Το βλέμμα της κοπέλας ρηχό και κενόδοξο• το βλέμμα των μνηστήρων αρπαχτικό και γλοιώδες. Η κοπέλα αποδέχεται πρόθυμα τον κοινωνικό της ρόλο – εκείνον της παθητικής προσφοράς – και οι μνηστήρες την περιτριγυρίζουν σαν ύαινες, με όπλο τους το χρήμα και την κοινωνική θέση.

Τελικά η κοπέλα θα αποδεχτεί έναν από αυτούς, κατ’ εντολή των γονιών της που αποφασίζουν οι ίδιοι για εκείνην. Η ομορφιά θα θυσιαστεί για άλλη μια φορά μπρος στο συμφέρον, στο όνομα της διαιώνισης του status quo.



Ni asi la distingue / Ούτε έτσι δεν την αναγνωρίζει / Even so he cannot make her out



Goya - Ni asi la distingue / Even so he cannot make her out



Ένας άντρας φλερτάρει με μια γυναίκα, που αποδέχεται πρόθυμα το ερωτικό του κάλεσμα. Μα τα φαινόμενα απατούν – υπάρχει ένα ιστορικό της γυναίκας που ο άντρας αγνοεί, ή αφήνεται να αγνοεί σκόπιμα. Είναι άραγε μια πόρνη;

Η κοινωνική υποκρισία διαχέεται παντού, σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, άντρες και γυναίκες. Κάθε ουσία έχει χαθεί, μπρος στη σοβαροφάνεια και τη συσκότιση της πραγματικότητάς μας.



Tal para cual / Δύο στο είδος τους / Two of a Kind




Francisco Goya - Tal para cual / Δύο στο είδος τους / Two of a Kind




Ένα νεαρό ζευγάρι φλερτάρει ανενδοίαστα, υπό το βλέμμα κάποιων ηλικιωμένων γυναικών. «Η ανηθικότητα του ενός και του άλλου προέρχεται από την κακή ανατροφή τους», δηλώνει ο Γκόγια στην περιγραφή του χαρακτικού. Αμφότερες, λοιπόν, οι φιγούρες, του άντρα και της γυναίκας, είναι εξίσου υπεύθυνες για την εξέλιξη της υποκριτικής τους σχέσης.



El sí pronuncian y la mano alargan al primero que llega / Λένε ναι και δίνουν το χέρι τους στον πρώτο τυχόντα / They say yes and give their hand to the first come




Goya - El sí pronuncian y la mano alargan al primero que llega / They say yes and give their hand to the first come




Ένα ακόμα χαρακτικό που φανερώνει την υποβόσκουσα κοινωνική υποκρισία. Μια μασκοφόρος γυναίκα καθοδηγείται από σοβαροφανή πρόσωπα με μεγαλεπήβολες, κενές εκφράσεις. Η ίδια η γυναίκα χαμογελάει, αποδεχόμενη, καταπώς φαίνεται, τη μοίρα της. Μοιάζει σαν έκθεμα σε κάποια δημοπρασία ή παζάρι – ένα παζάρι για λίγους και εκλεκτούς. Μια αγοραπωλησία, μια ψυχρή ανταλλαγή – δίνεις ομορφιά, παίρνεις χρήμα, παίρνεις τίτλους.

Δεν υπάρχουν θύματα και θύτες, όσο αποδέχεται ο καθένας τους ρόλους του σε αυτό το ατέρμονο παιχνίδι.


Nadie se conoce / Κανείς δεν γνωρίζει κανέναν / Nobody knows himself




Goya Los Caprichos - Nadie se conoce / Nobody knows himself



Ένα χαρακτικό που σκόπιμα μένει στη σκιά, κατά το μεγαλύτερό του μέρος, και αφήνει πολύ λίγα να φανούν στο φως. Διακρίνουμε σκοτεινές φιγούρες και πρόσωπα με μάσκες. Έργα σαν αυτό μου θυμίζουν τους παραδοσιακούς εκείνους βενετσιάνικους χορούς με τις μασκαράτες – ή τα «Μάτια Ερμητικά Κλειστά» του Κιούμπρικ.

Ο ίδιος ο Γκόγια είχε να πει αυτό: «Ο καθένας προσπαθεί να υποκριθεί πως είναι κάτι που δεν είναι, όλοι υποκρίνονται και κανείς δεν το γνωρίζει».



¿Si sabrá más el discípulo? / Θα μπορούσε ο μαθητής να γνωρίζει περισσότερα; / Might the pupil know more?




Goya los Caprichos / ¿Si sabrá más el discípulo? / Might the pupil know more?




Μια παιδαγωγός – που δεν είναι παρά ένας γάιδαρος – διδάσκει τα γαϊδαράκια της. Και αν αυτά τελικά μάθουν να μιλούν όχι σαν άνθρωποι, μα σαν γάιδαροι… αλήθεια, το φταίξιμο είναι δικό τους τελικά;

Πιστός εδώ στο πνεύμα του Διαφωτισμού, ο Γκόγια τονίζει πως η παιδεία μεταδίδεται από τη μια γενιά στην άλλη. Αντίστοιχα, η έλλειψη παιδείας ανάγεται στις παλαιότερες γενιές και τους προβληματικούς παιδαγωγούς ενός προβληματικού κοινωνικού συστήματος. Μπορούμε, λοιπόν, να καταπολεμήσουμε την άγνοια και τη δεισιδαιμονία – μα για να γίνει αυτό χρειάζεται να γίνουμε ανθρώπινοι στην εκπαίδευσή μας, και να πάψουμε να ομιλούμε σαν γάιδαροι.



Están calientes / Είναι καυτοί / They are hot




Francisco Goya - Están calientes / Είναι καυτοί / They are hot




Φιγούρες με γκροτέσκα χαρακτηριστικά κάθονται σ’ ένα τραπέζι, συζητούν, γελούν και τρώνε λαίμαργα. Μοιάζουν με παπάδες. Ο εκφυλισμός των χαρακτηριστικών τους αποκαλύπτει τη ρηχότητα και την υποκρισία της τάξης τους. Δείχνουν πάντως να καλοπερνούν – η ρηχότητα για τους ίδιους δεν έχει καμία απολύτως σημασία.



Miren que grabes / Δες πόσο σοβαροί είναι / Look how solemn they are




Χαρακτικό του Φρανθίσκο Γκόγια, από τα Καπρίτσια - Miren que grabes / Δες πόσο σοβαροί είναι / Look how solemn they are



Άνθρωποι που είναι τέρατα που παίζουν τους ανθρώπους που υποδύονται τα τέρατα. Μα καλοπερνούν, αν μη τι άλλο! Παίζουν σαν μικρά παιδιά! Οι μισοί καβαλούν τους άλλους μισούς και όλοι δείχνουν ν’ αποδέχονται τον ιδιαίτερό τους ρόλο σε αυτή την αιώνια κωμωδία.

Ο τίτλος του Γκόγια μόνο τυχαίος δεν είναι φυσικά.



Y se le quema la casa / Και βάζει φωτιά στο σπίτι / And he's burning down the house



Goya - Y se le quema la casa / Και βάζει φωτιά στο σπίτι / And he's burning down the house




Αυτό είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα χαρακτικά του Γκόγια, κατά τη γνώμη μου. Ένας άντρας που μοιάζει παραδομένος στην κραιπάλη βάζει τα ρούχα του – και εν αγνοία του πυροδοτεί μια φλόγα στην καρέκλα πίσω, με κίνδυνο να πάρει φωτιά το σπίτι του – και ο ίδιος μαζί με αυτό.

Η παράδοση στην αμάθεια και την άγνοια μπορεί να οδηγήσει στην αυτοκαταστροφή. Το σπίτι μας είναι φτιαγμένο από ξύλο και άχυρα – και στα χέρια μας κρατούμε ένα αναμμένο σπίρτο.



El sueño de la razón produce monstrous / Ο ύπνος της λογικής γεννάει τέρατα / The Sleep of Reason Produces Monsters




Γκόγια - El sueño de la razón produce monstrous / Ο ύπνος της λογικής γεννάει τέρατα / The Sleep of Reason Produces Monsters




Το πιο ξακουστό από τα χαρακτικά του Γκόγια και ένα από τα διασημότερα έργα των καιρών του. Έχω γράψει αναλυτικά για τον «Ύπνο της Λογικής» σε ένα παλιότερό μου κείμενο εδώ:

Ο ύπνος της λογικής γεννάει τέρατα




No hubo remedio / Δεν υπήρχε βοήθεια / There was no help




Goya Los Caprichos - No hubo remedio / There was no help




Μια γυναίκα, ξεγυμνωμένη, ταπεινωμένη, φορώντας το χωνί του ξεπεσμού στο κεφάλι της, καθοδηγείται στην πυρά από μια εκδικητική Ιερά Εξέταση. Το πλήθος συνοδεύει το θύμα, διψασμένο για θέαμα. Κανείς δεν σπεύδει να την υπερασπίσει.

Δεν έχει σημασία αν η ισπανική Ιερά Εξέταση έχει πια παρέλθει. Στην εποχή μας ευδοκιμούν άλλου τύπου ιεροεξεταστές και άλλες μορφές κοινωνικού στιγματισμού. Απέχουμε πολύ ακόμα από την εποχή μιας ώριμης ανεκτικότητας και μιας αποδοχής του διαφορετικού, ως αναγκαίου όρου για την ταυτότητά μας.



Ya van desplumados / Εδώ τους ξεπουπουλιάζουν / There they go plucked




Goya Los Caprichos - Ya van desplumados / Εδώ τους ξεπουπουλιάζουν / There they go plucked




Γυναίκες κοπανούν με τις σκούπες τους μικροσκοπικούς άντρες με τη μορφή πουλερικών – αφού πρώτα τους έχουν βγάλει τα πούπουλα, ένα προς ένα. Ο Γκόγια αναφέρεται συγκεκριμένα στις πόρνες, οι οποίες απομυζούν οικονομικά τον πελάτη τους, και, αφού τον έχουν πια χρησιμοποιήσει, τον ξεφορτώνονται με τον χειρότερο τρόπο. Δεν τον έχουν πια ανάγκη. Μα η κριτική του θα μπορούσε να αφορά ένα μεγάλο μέρος των καθώς πρέπει γυναικών της κοινωνίας του – οι οποίες εξίσου αποζητούν να απομυζήσουν τον άντρα τους.

Ανεξαρτήτως φύλου ή ρόλου, η ουσία παραμένει ίδια: κοινωνικές σχέσεις που διέπονται από συμφέροντα και μόνο, δίχως συναίσθημα, δίχως τιμή – πέρα από εκείνη που εξαγοράζει το χρήμα.



¡Cual la descañonan! / Πως την ξεπουπουλιάζουν! / How they pluck her!




Χαρακτικό του Φρανθίσκο Γκόγια - ¡Cual la descañonan! / Πως την ξεπουπουλιάζουν! / How they pluck her!



Η άλλη όψη του νομίσματος, συγκριτικά με το προηγούμενο χαρακτικό: εδώ η γυναίκα είναι το θύμα, όχι ο θύτης. Πιθανό να είναι μια νεαρή πόρνη, ή μια γυναίκα που πέφτει θύμα των ορέξεων των εκπροσώπων της άρχουσας τάξης. Είναι φανερή η κοινωνική διαφοροποίηση ανάμεσα στα αρπαχτικά και το θύμα τους – η διάθεση των πρώτων να ξεζουμίσουν τη φτωχή γυναίκα, να καρπωθούν την ομορφιά της, να ασελγήσουν στο σώμα και το πνεύμα της.

Είναι φανερό, επίσης, με ποιους τάσσεται ο Γκόγια, αυτός ο ζωγράφος της αυλής – μιας αυλής που αγνοούσε την κοινωνική σημασία του έργου του: τάσσεται με το μέρος των φτωχών και καταπιεσμένων.



Tu que no puedes / Εσύ που δεν μπορείς / You who Cannot




Από τα χαρακτικά του Γκόγια με τίτλο Τα Καπρίτσια - Tu que no puedes / Εσύ που δεν μπορείς / You who Cannot




Ένα ακόμα χαρακτικό που αποκαλύπτει τον ταξικό διαχωρισμό της κοινωνίας. Άνθρωποι καβαλούν στις πλάτες τους γαιδάρους – και όχι το αντίστροφο. Οι άνθρωποι αποδίδονται με ταλαιπωρημένα χαρακτηριστικά, κόντρα στο ειρωνικό χαμόγελο των καλά βολεμένων και τακτοποιημένων γαιδάρων.

Είναι οι εργαζόμενοι που σέρνουν πάνω τους τους πλούσιους, οι μη-προνομιούχοι που συντηρούν με τον ιδρώτα τους (τον ιδρώτα του σώματος και τον ιδρώτα του πνεύματος) τους προνομιούχους. Τότε και τώρα.



Linda maestra / Χαριτωμένη δασκάλα / Pretty teacher




Από τα χαρακτικά του Γκόγια με τίτλο Τα Καπρίτσια - Linda maestra / Χαριτωμένη δασκάλα / Pretty teacher



Οι μάγισσες και η μαύρη μαγεία καταλαμβάνουν εξέχοντα ρόλο στο έργο του Γκόγια, όπως έμελλε να δούμε και στην εξέλιξη της ζωγραφικής του – ιδιαίτερα κατά τη λεγόμενη «Μαύρη» περίοδό του. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως βρισκόμαστε στην Ισπανία – την Ισπανία της Ιεράς Εξέτασης, μια χώρα στην οποία τα δεσμά της θρησκευτικής προκατάληψης τον καιρό εκείνο είναι πανίσχυρα και οι δεισιδαιμονίες κυριαρχούν στις κοινωνικές αναπαραστάσεις του κόσμου. Τα «Καπρίτσια», λοιπόν, περιλαμβάνουν άφθονες απεικονίσεις μαγισσών, νέων και γριών – όπως αυτές που βλέπουμε εδώ, καβάλα στο σκουπόξυλό τους. Η δασκάλα παρέα με τη μαθήτριά της, γυμνές στη νύχτα, ενώ μια κουκουβάγια παρατηρεί με τα ορθάνοιχτά της μάτια.

Η λογική έχει εγκαταλείψει από καιρό τον κόσμο – τώρα πια πετούμε στη νύχτα των στοιχειών του παραλόγου.


Obsequio a el maestro / Ένα δώρο για τον Αφέντη / A Gift for the Master




Goya Los Caprichos - Obsequio a el maestro / Ένα δώρο για τον Αφέντη / A Gift for the Master




Μάγισσες με παραμορφωμένα χαρακτηριστικά γονατίζουν και προσφέρουν στον Αφέντη τους ένα μικροσκοπικό, νεογέννητο μωρό – ή το αγαλματίδιο ενός μωρού. Μοιάζει με σατανιστική τελετουργία. Επί της ουσίας, πρόκειται για τη θυσία της νεότερης γενιάς στη σκοτεινή μαγεία της παλιότερης: την προκατάληψη, την αμάθεια, τη δεισιδαιμονία – και όλους τους δαίμονες που σέρνουν πίσω τους στη διάρκεια των αιώνων, μακρύτερους και απ’ την ουρά του διαβόλου.



Sopla / Φύσημα / Blow



Goya Los Caprichos - Sopla / Φύσημα / Blow



Ένα ακόμα χαρακτικό με μάγισσες και το ανυπεράσπιστο θύμα τους. Εδώ αφήνω την ερμηνεία στον αναγνώστη.



Ensayos / Δοκιμασίες / Trials




Από τα χαρακτικά του Γκόγια με τίτλο Τα Καπρίτσια - Ensayos / Δοκιμασίες / Trials




Ένα ακόμα από τα πλέον ξακουστά χαρακτικά του Γκόγια. Απεικονίζονται οι δοκιμασίες μιας νεαρής μάγισσας, ένας άντρας που ίπταται ανυπεράσπιστος μπροστά της, θύμα της μαγείας της – και η τραγόμορφη φιγούρα στο βάθος.

«Λίγο λίγο σημειώνει πρόοδο», γράφει στην περιγραφή ο Γκόγια. «Τώρα κάνει τα πρώτα της βήματα, και με τον καιρό θα γνωρίζει τόσα όσα ο δάσκαλός της».

Να ερμηνεύσουμε κυριολεκτικά, άραγε, αυτή την απεικόνιση των μαγισσών και των φρικιαστικών τους τελετών; Να πίστευε, άραγε, ο ίδιος ο Γκόγια σε αυτές; Νομίζω πως χρειάζεται να εξετάσουμε το μεταφυσικό αυτό στοιχείο σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα χαρακτικά του, καθώς και με το σύνολο του έργου του. Δεν έχει σημασία αν οι μάγισσες και τα τέρατα είναι «αληθινά» - σημασία έχει το νόημα που αποκτούν αντιλήψεις σαν αυτές σε μια κοινωνία παραδομένη στην προκατάληψη και τον φανατισμό. Πρόκειται για μια κοινωνία που οικοδομεί δαίμονες και τέρατα, τους προβάλλει σε εξωτερικούς εχθρούς και στη συνέχεια στρέφεται εναντίον τους – και με αυτόν τον τρόπο αποφεύγει ν’ αντικρίσει το σκοτάδι που εκτρέφεται μέσα της, το σκοτάδι που είναι μέρος του ίδιου του εαυτού της.



Despacha, que dispiertan / Γρήγορα, ξυπνάνε / Be quick, they are waking up



Goya Los Caprichos - Despacha, que dispiertan / Γρήγορα, ξυπνάνε / Be quick, they are waking up




Τη νύχτα όλα επιτρέπονται. Μπορείς ν’ απλώσεις τα φτερά της νυχτερίδας και να γίνεις ένα με τον μαύρο ουρανό. Προλαβαίνεις για μια νυχτερινή πτήση. Γρήγορα, μόνο, μη σε δουν!



No grites, tonta / Μην ουρλιάζεις, χαζούλα / Don't scream, silly



Goya - No grites, tonta / Μην ουρλιάζεις, χαζούλα / Don't scream, silly




Κι άλλες μάγισσες. Εδώ φαίνονται να επισκέπτονται το σπίτι μιας νεαρής κοπέλας, που τις βλέπει και εκπλήσσεται. Μα, πράγμα παράξενο – η κοπέλα γελά, λες και βλέπει κάποιες παλιές της φίλες. Και η γριά μάγισσα ίπταται μπροστά της και γελά με τη σειρά της. «Μην ουρλιάζεις, χαζούλα», όπως λέει ο τίτλος. «Εμείς είμαστε, απλά».

Που τελειώνει η λογική και που αρχίζει η αποδοχή του παραλόγου, άραγε;



Duendecitos / Μικρά τελώνια / Little goblins




Goya, Los Caprichos - Duendecitos / Μικρά τελώνια / Little goblins




Κι ενώ η νύχτα απλώνει τα φτερά της πάνω απ’ το κεφάλι σου σαν τιτάνια νυχτερίδα, τα πλάσματα που βλέπεις τριγύρω σου παύουν πια να μοιάζουν με ανθρώπους – ποιος ξέρει… ίσως να μην ήταν άνθρωποι ποτέ.



¿No hay quién nos desate? / Δεν μπορεί κανείς να μας αφήσει; / Can't anyone unleash us?



Χαρακτικό του Φρανθίσκο Γκόγια - ¿No hay quién nos desate? / Δεν μπορεί κανείς να μας αφήσει; / Can't anyone unleash us?




Το πουλί του παραλόγου απαγκιστρώνεται απάνω σου κι εσύ πασχίζεις, με νύχια και με δόντια, να το διώξεις. Μα όσο προσπαθείς, τόσο εκείνο σε γραπώνει με τα νύχια του. Ένας άνθρωπος πίσω σου μοιάζει να έχει μεταμορφωθεί σε δέντρο, έχοντας πιάσει ρίζες και απλώσει κλαδιά, από τα οποία κρέμεται το στοιχειό του τρόμου.

Υπάρχει άραγε κάποια διέξοδος σε αυτόν τον λαβύρινθο; Ή μήπως κάθε πόρτα οδηγεί σε κάποια άλλη, όλο και βαθύτερα στο σκοτάδι;



No te escaparas / Δεν θα ξεφύγεις / You will not escape



Goya - No te escaparas / Δεν θα ξεφύγεις / You will not escape




Όχι, δεν θα ξεφύγεις, μας αποκαλύπτει ο Γκόγια. Η α-νοησία και ο ανορθολογισμός θα σε ακολουθούν σαν την ουρά του γαιδάρου – ή σαν τα τερατόμορφα πτηνά του χαρακτικού. Δες όμως! Η κοπέλα δείχνει να το απολαμβάνει. Όταν τα τέρατα της νύχτας σμίγουν όλα τις φωνές τους σ’ ένα απόκοσμο τραγούδι δεν έχεις παρά να ενώσεις και συ τη δική σου φωνή μαζί τους… και να σμίξετε σ’ έναν αιώνιο χορό των τεράτων.

Εκτός εάν…



Ya es hora / Ήρθε η ώρα / It is time



Francisco Goya - Ya es hora / Ήρθε η ώρα / It is time



…Εκτός εάν ξυπνήσεις. Γιατί έρχεται κι αυτή η ώρα, κάποια στιγμή. Κάποια στιγμή τα σύννεφα της νύχτας σκορπάνε και οι σκιές τρέχουν πίσω στις φωλιές τους. Και τα τέρατα μοιάζουν να εξατμίζονται στα μάτια σου – λίγο αν κοιτάξεις πέρα, θα εξαφανιστούν.

Με τα λόγια του ίδιου του Γκόγια: «Τότε, υπό την απειλή της αυγής, κάθε ένα από αυτά παίρνει τον δρόμο του. Μάγισσες, τελώνια, στοιχειά και πνεύματα. Είναι καλό που αυτά τα πλάσματα δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους να ιδωθεί, παρά μόνο στη νύχτα και υπό την κάλυψη του σκοταδιού. Κανείς δεν έχει κατορθώσει να μάθει που κλειδαμπαρώνουν τους εαυτούς τους και κρύβονται κατά τη διάρκεια της ημέρας…»

Ίσως λοιπόν να υπάρχει κάποια διέξοδος στον εφιάλτη. Όσο και αν κοιμάται η λογική, κάποια στιγμή – είναι η φυσική πορεία των πραγμάτων – θα έρθει εκείνη η ώρα… που θα ξυπνήσει. Τα πάντα ξυπνούν κάποια στιγμή.



© Παρουσίαση και επιλογή χαρακτικών: Το φονικό κουνέλι, 31 Οκτώβρη 18 – (ανήμερα του Halloween). Δεν επιτρέπεται η αντιγραφή και αναδημοσίευση του κειμένου σε άλλες ιστοσελίδες και ιστότοπους.

28 Οκτωβρίου 2018

Οι Σειρήνες του Πολέμου... Του Νίκου Καζαντζάκη


Νίκος Καζαντζάκης, οι σειρήνες του πολέμου. Από το Ταξιδεύοντας: Αγγλία. Σύνθεση εικόνας από το φονικό κουνέλι



Ένα απόσπασμα από το «Ταξιδεύοντας: Αγγλία» του Νίκου Καζαντζάκη



Τον καιρό που ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, εν έτει 1939, ο Νίκος Καζαντζάκης βρισκόταν στην Αγγλία. Έζησε από πρώτο χέρι την σιωπηλή, μα αποφασιστική προετοιμασία του αναπόφευκτου αμυντικού πολέμου ενάντια στην επέλαση των φασιστικών δυνάμεων του Άξονα. Είδε τις σκυθρωπές βρετανικές πολιτείες να ντύνονται στα γκρίζα και να καλούν τους πολίτες στην υπεράσπιση της πατρίδας τους. Και όταν πέρασαν τα πρώτα εχθρικά αεροπλάνα πάνω από την πόλη διέσχισε από νωρίς, μαζί με τους βρετανούς πολίτες, τη λεπτή εκείνη αόρατη γραμμή που χωρίζει τον κόσμο της ειρήνης από τον κόσμο του πολέμου: η πραγματικότητα που γνώριζε ως τότε είχε τελειώσει• τίποτα δεν ήταν πλέον δεδομένο• η ζωή μπορούσε να τελειώσει από στιγμή σε στιγμή, με την αιφνίδια έκρηξη μιας βόμβας καταμεσής της πόλης.

Μια τέτοια εμπειρία μας περιγράφει στο ακόλουθο απόσπασμα, το οποίο συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο του «Ταξιδεύοντας: Αγγλία». Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα όταν άκουσε ξαφνικά τον ήχο της σειρήνας: προειδοποίηση πως επέρχεται εχθρική εισβολή και παρακίνηση για αναζήτηση καταφυγίου από τυχών ρίψη αεροπορικών πυρών. Το καταφύγιο στην προκειμένη περίπτωση ήταν μια όμορφη γοτθική εκκλησία – «καλό επιτάφιο μνημείο», όπως τη χαρακτήρισε με μαύρο χιούμορ ο ίδιος. Εκεί, στο σκοτάδι, φορώντας μάσκες, έχοντας βουλώσει τα αυτιά τους με βαμβάκια και έχοντας ανάψει κάτι ζοφερά κεριά, ο Καζαντζάκης θα περιμένει στωικά το αναπόφευκτο, παρέα με μερικές δεκάδες ακόμα βρετανούς πολίτες, άντρες και γυναίκες.

Πώς αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο ενός θανάτου και την πιθανότητα να θαφτεί εκεί, στα βάθη της βρετανικής γης, από τη ρίψη μιας βόμβας; Με καρτερία, σθένος και ξεκαθάρισμα λογαριασμών με την Ιστορία: «Ποτέ ως τώρα, συλλογίζουμουν, δεν έζησα μιαν τόσο παγκόσμια κρίσιμη στιγμή. Ας τη χαρώ ως το τέλος!»

Μα του έλειπε, εκεί στο άδυτο, ο Δάντης και το «Καθαρτήριό» του – το βιβλίο που τον συντρόφευε, μεταξύ άλλων, τον καιρό εκείνον στην Αγγλία. Πόσο θα ήθελε, γράφει, να διάβαζε κάποιους στίχους του εκείνη την ώρα!

Δυστυχώς για τον υπόλοιπο κόσμο, ο πόλεμος βρισκόταν ακόμα στην αρχή. Μα η πρώιμη εκείνη εμπειρία του Νίκου Καζαντζάκη φανερώνει μια πτυχή του που συχνά προσπερνάμε: όχι εκείνη των πολεμιστών στη μάχη, μα του άμαχου πλήθους, του λαού που αποζητά καταφύγια στις πόλεις – εκείνων που παραδίδονται περισσότερο από όλους ίσως στο αναπόφευκτο και το μοιραίο.

Ας παραδώσουμε την σκυτάλη στον Νίκο Καζαντζάκη και στην αφήγησή του.



Οι σειρήνες του πολέμου, του Νίκου Καζαντζάκη




«Στις 3 του Σετέμπρη, κατά το μεσημέρι, περπατούσα στη Λόντρα, γύριζα από το Γκόρντον σκουαίρ. Απαλή, γαλήνια μέρα, ήλιος Έλληνας, ζέστη γλυκιά, τα δέντρα έλαμπαν όλο φως, αλαφριά κιτρινισμένα• είχαν ξουρίσει, τώρα να, τη χλόη στο πάρκο κι ο αγέρας μύριζε χορτάρι και χωματίλα. Μυρωδιά που παρηγορούσε και δρόσιζε τα σπλάχνα. Μια γοτθική εκκλησία από γκρίζα πέτρα υψώθηκε ξαφνικά μπροστά μου. Απλή, λυγερή, περήφανη, καμωμένη, θαρρείς, από ένα πανύψηλο πέτρινο βέλος που χιμούσε στον ουρανό, μυτερό σαν αλεξικέραυνο.

Στάθηκα και καμάρωνα τον αγαπημένο ρυθμό που έδωκε την πιο τέλεια, για μένα, φόρμα στη θρησκευτικήν αρχιτεχτονική. Όχι πια η ισιόγραμμη τετράγωνη λογική του ελληνικού ρυθμού, που βάνει ανθρώπινη τάξη στο υπεράνθρωπο μυστήριο, ισορροπώντας τη λαχτάρα, εγκαινιάζοντας λογική συνεννόηση του ανθρώπου με το Θεό. Μα κάτι παράφορο κι ορμητικό, μια ένθεη αλλοφροσύνη που συνεπαίρνει ξάφνου τον άνθρωπο και τον κάνει να εξορμάει στη γαλάζιαν ερημιά και να ζητάει να αιχμαλωτίσει τον μεγάλο ανθρωποφάγο κεραυνό που ονομάζουμε «Θεό».

Τέτοια, συλλογίζουμουν, πρέπει να ‘ναι κι η προσευχή. Τέτοια φόρμα ταιριάζει στην ψυχή του αληθινού ανθρώπου. Να καταβροχθίζει όλο το σώμα ανθρώπινες χαρές και πίκρες και λαχτάρες και να τις ρίχνει σα βέλος στο άφταστο, χιμαιρικό, απάνθρωπο ύψος. Ορμή και περηφάνια, κραυγή που χάνεται μέσα στο φως, λόγχη που στέκεται, έρημη, και περιμένει.

Τη στιγμή εκείνη ακούστηκαν να ουρλιάζουν οι πρώτες πρώτες στη Λόντρα σειρήνες του κιντύνου. Μέρες τώρα, σε όλη την απέραντη πολιτεία μεγάλα τοιχοκολλήματα ειδοποιούσαν τους κακόμοιρους ανθρώπους και τους μάθαιναν να ξεχωρίζουν τα διάφορα συνθήματα του κιντύνου: Οι σειρήνες αναγγέλνουν τα εχτρικά αεροπλάνα που ζυγώνουν, τροκάνες τα δηλητηριώδη αέρια και τις αρρώστιες που ο σύγχρονος επιστήμονας βάρβαρος έμαθε τους ανθρώπους να ρίχνουν και ν’ αφανίζουν τις πολιτείες.

Ο αγέρας μεμιάς γιόμωσε αόρατη, τρομαχτική παρουσία. Κοίταξα μεμιάς γύρα μου: οι διαβάτες μια στιγμή σταμάτησαν μαρμαρωμένοι, τρούλωσαν τ’ αυτιά. Τα πρόσωπα είχαν αλαφριά κιτρινίσει, οι πόρτες άνοιξαν, άντρες και γυναίκες πρόβαλαν, κοίταξαν τον ουρανό και ξανάκλεισαν τις πόρτες με δύναμη. Άλλοι έτρεχαν στα σπίτια τους να πάρουν τις μάσκες τους. Μαύρα ζωγραφισμένα χέρια στους τοίχους έδειχναν κοντά στο Γκόρντον σκουαίρ όλα κατά την ίδια γραμμή• κι αποκάτω η λέξη: Shelter, καταφύγιο.

Ωραία η στιγμή, γιομάτη ήσυχο, αθόρυβο πανικό. Ένας νέος που κρατούσε χεραγκαλιά μια νέα, στράφηκε, την κοίταξε και χαμογέλασε για να της δώσει θάρρος. Ένας πόλισμαν στο σταυροδρόμι, ήσυχος, άπλωσε το χέρι κι έδειχνε. Οι διαβάτες υπάκουγαν στη βουβή κίνηση κι έτρεχαν, όσο μπορούσαν με μεγαλύτερη αξιοπρέπεια, στο καταφύγιο.

Ήταν η πρώτη συγκίνηση, η πρώτη «επιφοίτηση» που έκαναν οι μοντέρνοι ατσαλένιοι άγγελοι της Αποκάλυψης. Είχαμε πέντε λεφτά στη διάθεσή μας και δεν ήθελα να τα χάσω. Μια άγρια απάνθρωπη περιέργεια με κρατούσε ακίνητο. Τούτη είναι, έλεγα με το νου μου, η πρώτη κραυγή, ο πρώτος επιθανάτιος ρόγχος του βιομηχανικού πολιτισμού. Δόθηκε το σύνθημα της καταστροφής. Το ανθρώπινο μυαλό που δημιούργησε όλα αυτά τα μαγικά θάματα, χωρίς ηθική πίστη κι ανθρώπινη γλύκα, σηκώνει τώρα, σαν το σκορπιό, την ουρά του, ξεχειλισμένη δηλητήριο, και την μπήγει στο στήθος του.

Ποτέ ως τώρα, συλλογίζουμουν, δεν έζησα μιαν τόσο παγκόσμια κρίσιμη στιγμή. Ας τη χαρώ ως το τέλος!

— Εμπρός! Εμπρός! μου φώναξε ο πόλισμαν. Που είναι η μάσκα σας;

Μ’ έσπρωξε ν’ ακολουθήσω τους επίλοιπους διαβάτες. Από μαύρο χέρι σε μαύρο χέρι φτάσαμε στο καταφύγιο. Ήταν η γοτθική εκκλησία.

Σήκωσα το κεφάλι και κοίταξα μια στιγμή το περήφανο βέλος στον ουρανό. Όλες οι πέτρες αποκορυφώνουνταν σε μια μυτερή αιχμή. «Καλό επιτάφιο μνημείο», είπα από μέσα μου, «και μου αρέσει. Ας κατεβούμε!»




Καταφυγή σε βρετανικό καταφύγιο, στη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου

Βομβαρδιστικά αεροπλάνα στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο

Μέσα σ' ένα βρετανικό καταφύγιο, στη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου




Μπήκαμε μέσα από την τοξωτή πόρτα. Ο πάστορας μας υποδέχουνταν χλωμά χαμογελώντας. Κατεβήκαμε μια στενή πέτρινη σκάλα κι ύστερα άλλη, μπήκαμε σε θολωτό υπόγειο. Δυο τρία εικονίσματα κρέμουνταν στους τοίχους. Η Παναγία με το μωρό της. Πιο πέρα ένας Χριστός ροδοκόκκινος και χαρούμενος, θρανία δεξιά κι αριστερά και καθίσαμε. Στη γωνιά πρόχειρος σταθμός για τις πρώτες βοήθειες: μπαμπάκια, γάζες, μποτίλιες, μποτιλάκια.

Δυο τρεις νέοι μπροστά μου με τις μάσκες στο χέρι• μια κομψευόμενη είχε κάνει μεταξωτή θήκη για τη μάσκα της, αρμονισμένη με το χρώμα της ζακέτας της. Μια άλλη κοπέλα κρατούσε σφιχτά το χέρι ενός νέου με χακί και δε μιλούσε.

— Είναι νιόνυφοι, άκουσα να μουρμουρίζουν δίπλα μου• περνούν έτσι το «μήνα του μέλιτος»...

Μια στρουμπουλή γυναικούλα έβγαλε ένα μήλο κι άρχισε να το τρώει βιαστικά βιαστικά, σα να φοβόταν μη δεν προφτάσει.

Μια νοικοκυρά ροδομάγουλη, ντυμένη κάτασπρα, μ’ ένα κόκκινο σταυρό ραμμένο στο μανίκι της, ξεκόλλησε από τη γωνιά και μας μοίρασε μπαμπάκι.

— Για τ’ αυτιά, είπε, να μην ακούτε.

Μέθοδο στρουθοκαμήλας, παναιώνια. Ο πάστορας στάθηκε ανάμεσα στις δυο σειρές τα θρανία κι είπε μερικά λόγια για Θεό και θεία Πρόνοια και Παράδεισο.

Ύστερα έφερε ένα φωνόγραφο, τον τοποθέτησε στο τραπέζι, έβγαλε μερικές πλάκες.

— Τί μουσική προτιμάτε; ρώτησε.

Οι περισσότεροι διάλεξαν κάποιο αλαφρό αισθηματικό τραγούδι, ένα είδος Τιπερέρυ. Η μουσική άρχισε. Μέσα από τα φραμένα αυτιά έφταναν στην ψυχή, σαν από άλλον όχτο, γλυκές αισθηματικές νότες για έρωτα και χωρισμό.

Ένας δίπλα μου με ρώτησε από που είμαι. Μιλήσαμε φωναχτά για την Ελλάδα και την μπλάβη θάλασσα... Ήξερε και τον κλασικό στίχο του Ομήρου κι άρχισε να μου τον απαγγέλνει περήφανος, με την ερασμιακή προφορά του: «Μένιν άεϊντε, τεά...»

Έπειτα σιωπή. Μας μοίρασαν άσπρα κεριά, το ηλεχτρικό έσβησε. Ήμασταν μια πενηνταριά, άντρες, γυναίκες. Πέντ’ έξι τρόμαξαν μες στο σκοτάδι κι άναψαν τα κεράκια τους. Το θέαμα έγινε όπως έπρεπε να γίνει, μακάβριο. Ένας γέρος έβγαλε τότε την εφημερίδα του κι άρχισε να διαβάζει• μα τα μάτια του ήταν ακίνητα. Όσοι είχαν μάσκες τις έβαλαν• οι γυναίκες έβγαλαν παραμάνες από τα τσαντάκια τους κι άρχισαν με στοργή να εφαρμόζουν στερεά τις μάσκες στους άγνωστους γύρα τους άντρες. Σα μητέρες. Ως την τελευταία στιγμή εχτελούσαν πιστά το γυναικείο χρέος τους.

Να ‘χετε καθένας τ’ όνομά σας γραμμένο σ’ ένα χαρτί στην τσέπη σας, φώναξε ο πάστορας, που στέκουνταν πάντα όρθιος ανάμεσα στα θρανία. Τ’ όνομα και τη διεύθυνσή σας.

— Γιατί; ρώτησε μια κοπέλα.

Μα κανένας δεν της αποκρίθηκε. Κι αυτή κοκκίνισε που μια στιγμή δεν είχε καταλάβει.

— Ωλ ράιτ, είπε, έβγαλε από το τσαντάκι της ένα χαρτί κι έγραψε.

Ο πάστορας άνοιξε το μικρό ευαγγελιάκι του κι άρχισε να διαβάζει, αμίλητος. Κοίταζα στο αγνό φως των κεριών το πρόσωπό του, καλοθρεμμένο, καλοξουρισμένο, το κάτασπρο κολλάρο του, την ολοκάθαρη φαλάκρα του που γυάλιζε σαν πολύτιμο λείο φίλντισι.

Λυπήθηκα που δεν είχα κι εγώ μαζί μου το μικρό Ντάντε μου να διαβάσω από τα στερνά τραγούδια του Πουργατόριου, που τόσο μου αρέσουν. «Δεν πειράζει», είπα. «Φτάνει που θυμούμαι την ουσία τους. Την ανοιξιάτικη τρυφερότητά τους, τη Λουκία ανάμεσα στα λουλούδια και τα κάτασπρα γυναίκεια ποδάρια που κινούνται χορευτά απάνω στην πράσινη χλόη. Κι αν είναι εδώ να τελειώσει το σεριάνι μου απάνω στον κόσμο, καλά τελειώνει.»

Ένιωθα όλο μου το στήθος γιομάτο αρμονία.

Πέρασαν πέντ’ έξι λεφτά. Οι περισσότεροι είχαμε βγάλει τα μπαμπάκια από τ’ αυτιά μας και προσπαθούσαμε ν’ ακούσουμε τί γίνεται απάνω στην επιφάνεια της γης. Τίποτα. Ησυχία. Σα να ‘μασταν μέσα σε τάφο. Άξαφνα η πόρτα άνοιξε. Ένας κοντόχοντρος ξανθομάλλης φάνηκε με το πρόσωπο χαρούμενο:

—Raiders passed! είπε. Έφυγαν τ’ αεροπλάνα!

Σηκωθήκαμε σα ν’ αναστηθήκαμε. Βγήκαμε γρήγορα “a rivedere de stele”. Τα χείλια ήτανε ακόμα λίγο στεγνά, οι λαιμοί λίγο σφιμένοι...»



Το απόσπασμα περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Ταξιδεύοντας: Αγγλία» του Νίκου Καζαντζάκη.

© Για την ψηφιοποίηση, την παρουσίαση και τον σχεδιασμό της κεντρικής εικόνας: Το φονικό κουνέλι, Οκτώβρης 18



Ο καθεδρικός του Αγίου Παύλου στην Αγγλία, στη διάρκεια αεροπορικής επιδρομής το 1940

20 Οκτωβρίου 2018

Γιασουνάρι Καβαμπάτα - Το Κορίτσι στον Δρόμο της Φωτιάς


Το κορίτσι στον δρόμο της φωτιάς, ένα διήγημα του Γιασουνάρι Καβαμπάτα [Yasunari Kawabata]. Σύνθεση εικόνας από το φονικό κουνέλι




Ο Γιασουνάρι Καβαμπάτα [ 川端 康成, Yasunari Kawabata ] υπήρξε ο πρώτος Ιάπωνας που βραβεύτηκε με το Νόμπελ λογοτεχνίας. Οι ιστορίες του μοιάζουν βγαλμένες από έναν άλλο κόσμο – έναν κόσμο που δεν υπάρχει πια. Ο λόγος για την παλιά Ιαπωνία, την ποιητική Ιαπωνία, την Ιαπωνία πριν τον εκδυτικισμό. Η γραφή του συχνά μοιάζει παράξενη σε μας τους δυτικούς – που έχουμε τόσο εξοικειωθεί με τις λογοτεχνικές φόρμες της «πλοκής» και της «δράσης» και απορούμε αν διαβάζουμε σελίδες ολόκληρες με περιγραφές ενός ομιχλώδους τοπίου στα βουνά, ή με μια γκέισα που παίζει μουσική με το σαμισέν της.

Υπάρχουν λογοτέχνες που σε βυθίζουν στα άδυτα του κόσμου και της πραγματικότητας που ζεις· σου αποκαλύπτουν τις κρυφές πτυχές της και ξεδιπλώνουν τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής: είναι οι μεγάλοι λογοτέχνες της δυτικής παράδοσης. Μα υπάρχουν κι εκείνοι που σε μεταφέρουν σε άλλους κόσμους – όχι φανταστικούς, υπαρκτούς πέρα ως πέρα. Μα, για κάποιον λόγο, είχες ξεχάσει πως υπάρχουν αυτοί οι κόσμοι – ή πως έχουν υπάρξει μια φορά. Όπως έχεις ξεχάσει τη σημασία που μπορεί να έχει ο ήχος μιας πηγής σε κάποιο σκιερό δασάκι, ή η αχτίδα του φεγγαριού που μόλις ξεπροβάλλει απ’ τα σύννεφα και σκορπά ένα αχνό ασημένιο φως, τέτοιο που κάνει τα μάτια των ζώων να γυαλίζουν.

Ίσως ποτέ στην Δύση δεν εκτιμήσαμε αυτά τα πράγματα. Αυτά τα μικρά πράγματα, που τόσο μεγάλα αποκαλύπτονται στη διαχρονικότητά τους. Ίσως γι’ αυτό χρειάζεται να μελετήσουμε τους κλασικούς Ιάπωνες λογοτέχνες – ακόμα και αν καταλάβουμε τα μισά απ’ όσα γράφουν.

Σήμερα θα μοιραστώ μαζί σας ένα μικρό διήγημα του Καβαμπάτα, με τίτλο «Το Κορίτσι στον Δρόμο της Φωτιάς». Περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων «Ιστορίες της Παλάμης» [Palm-of-the-Hand Stories / 掌の小説 tenohira / tanagokoro no shōsetsu]. Το συγκεκριμένο διήγημα ανήκει στα παλαιότερα του συγγραφέα – γράφτηκε το 1924. Το θέμα του είναι ερωτικό. Μια ανάμνηση ονείρου, ρευστή, σχεδόν εξωπραγματική, από κείνες που προσπαθείς να συγκρατήσεις μόλις ξυπνάς ένα πρωί – κι ενώ το όνειρο αργοκυλά στις παλάμες σαν νερό και χάνεται, πέφτει στο έδαφος. Ή σαν την όμορφη ρευστή ομίχλη μιας αυγής που διαλύεται στο σκληρό φως του ήλιου.



Γιασουνάρι Καβαμπάτα – Το Κορίτσι στον Δρόμο της Φωτιάς [1924]




«Μακριά αχνοφέγγει το νερό της λίμνης. Έχει το χρώμα βαλτωμένης πηγής σε παλιό κήπο ένα φεγγαρόλουστο βράδυ.

Το δάσος στην αντίπερα όχθη της λίμνης καίγεται σιωπηλά. Η φωτιά, όσο κοιτάζω, απλώνει. Πυρκαγιά στο δάσος.

Οι αντλίες της πυροσβεστικής, που τρέχουν πλάι στην όχθη σαν παιδικά παιχνίδια, καθρεφτίζονται πεντακάθαρα στην επιφάνεια του νερού.

Ατέλειωτα πλήθη ανθρώπων ανηφορίζουν τον λόφο μαυρίζοντας την πλαγιά.

Αποκτάω συνείδηση του εαυτού μου. Βρίσκομαι μέσα σε μια φωτεινή και άνυδρη άπνοια.

Το κομμάτι της πόλης στα πόδια του λόφου είναι μια θάλασσα φωτιάς.

Μια κοπέλα ξεκόβει επιδέξια απ' το ανθρώπινο πλήθος και μόνη της κατεβαίνει τον λόφο. Απ' όλους μόνο αυτή κατεβαίνει τον λόφο.

Μ' έναν τρόπο μυστηριώδη όλος αυτός ο κόσμος είναι βυθισμένος στη σιωπή.

Βλέποντας το κορίτσι να πηγαίνει κατευθείαν στη θάλασσα της φωτιάς με κυριεύει ένα ανυπόφορο συναίσθημα.

Εκείνη τη στιγμή, χωρίς λέξεις, αρχίζω μια πραγματική, καθαρή συνομιλία με την καρδιά της.

«Γιατί μόνη εσύ κατεβαίνεις τον λόφο; Για να πεθάνεις μες στη φωτιά;»

«Δεν θέλω να πεθάνω. Το σπίτι σου όμως βρίσκεται προς τα δυτικά. Γι' αυτό κι εγώ βαδίζω προς την ανατολή».

Η μορφή της μες στο οπτικό μου πεδίο, ένα σημαδάκι σκούρο μπροστά στις φλόγες, τρύπησε με οδύνη τα μάτια μου και ξύπνησα.

Απ' τις γωνίες των ματιών μου έτρεχαν δάκρυα.

Ήξερα ήδη πως είχε πει ότι δεν ήθελε να περπατήσει προς την πλευρά που βρισκόταν το σπίτι μου. Δεν πειράζει ό,τι και να σκεφτόταν. Απ' τη μεριά μου εγώ, μαστιγώνοντας τη λογική μου, είχα καταφέρει, επιφανειακά τουλάχιστον, να αποδεχτώ την ιδέα πως τα αισθήματά της για μένα είχαν κρυώσει, μέσα μου όμως, άσχετα με το τί αισθανόταν ή πραγματική κοπέλα, έτρεφα αυτάρεσκα την ιδέα πως κάπου στην καρδία της υπήρχε μια σταγόνα αγάπης για μένα. Αν και χλεύαζα αμείλικτα αυτόν μου τον εαυτό, μέσα μου, μυστικά, προσπαθούσα να τον κάνω να συνεχίσει να ζει.

Ένα όνειρο όμως σαν αυτό που είδα δεν έδειχνε πως στα κατάβαθα της ψυχής μου ακόμα κι εγώ ίδιος, τελικά, πίστευα πως εκείνη δεν είχε πια για μένα ούτε ένα ψίχουλο καλής θέλησης;

Το όνειρο είναι ό,τι αισθάνομαι. Τα δικά της αισθήματα μες στο όνειρο είναι αυτά που εγώ δημιούργησα γι' αυτήν. Είναι αισθήματα δικά μου. Στα όνειρα δεν υπάρχει ψεύτικη επίδειξη αισθημάτων ή προσποίηση.

Μ’ αυτή τη σκέψη μελαγχόλησα.»



Το διήγημα περιλαμβάνεται στις «Ιστορίες της Παλάμης» του Γιασουνάρι Καβαμπάτα. Η μετάφραση είναι του Παναγιώτη Ευαγγελίδη.

Για την παρουσίαση, τη σύνθεση της εικόνας και την ψηφιοποίηση του κειμένου: Το φονικό κουνέλι, Οκτώβρης 18.

14 Οκτωβρίου 2018

Οι 12 Ένορκοι. Μια κοινωνική ψυχολογική μελέτη



Οι 12 Ένορκοι (12 Angry Men). Ένα αφιέρωμα και μια μελέτη των κοινωνικών και ψυχολογικών προεκτάσεων της ταινίας. Από το φονικό κουνέλι



12 Angry Men. Η αντίληψη της πραγματικότητας, η επιρροή της μειονότητας, οι ψυχολογικοί τύποι, η δημοκρατία και ο ολοκληρωτισμός




«Θα έλεγε κανείς πως η φαντασιοκοπία δεσμοφυλάκων και δημίων διεύθυνε μέχρι τώρα την παιδεία του ανθρώπινου γένους!» - Φρίντριχ Νίτσε, «Χαραυγή»



Δεν χωράει αμφιβολία πως οι «12 Ένορκοι» [“12 Angry Men”, 1957], σε σκηνοθεσία Sidney Lumet και σενάριο του Reginald Rose, συγκαταλέγεται στις καλύτερες κινηματογραφικές ταινίες όλων των εποχών. Είναι μια σπουδή στην ανθρώπινη και κοινωνική ψυχολογία και ένα έργο που θα μπορούσε (και θα έπρεπε) να διδάσκεται σε σχολεία και πανεπιστήμια. Είναι ένα από εκείνα τα φιλμ που φανερώνουν τη δύναμη του κινηματογράφου όχι μόνο ως μέσο ψυχαγωγίας και απόδρασης, αλλά ως μέσο ικανό να προβληματίσει και να θίξει διαχρονικά κοινωνικά και πανανθρώπινα ζητήματα.

Πρόκειται επίσης, φαινομενικά τουλάχιστον, για μια ταινία χαμηλού προφίλ: γυρισμένη σχεδόν εξ’ ολοκλήρου σε μια κλειστή αίθουσα δικαστηρίου, με ανύπαρκτη «δράση», δίνοντας αποκλειστική έμφαση στον διάλογο και στη σκιαγράφηση ανθρώπινων τύπων, οι 12 Ένορκοι στρέφουν περιφρονητικά την πλάτη στις δημοφιλείς υπερπαραγωγές της εποχής τους (πόσο μάλλον της δικής μας!) και ιχνηλατούν με μαεστρία τα ζενίθ και τα ναδίρ της ανθρώπινης ψυχής – και αυτό το τελευταίο είναι ασφαλώς η μεγαλύτερη πρόκληση, η μεγαλύτερη περιπέτεια και η μεγαλύτερη υπερπαραγωγή όλων.

Η υπόθεση είναι απλή: στο πέρας μιας δίκης ένας νεαρός κατηγορείται για τη δολοφονία του πατέρα του• μια ομάδα ετερόκλητων μεταξύ τους πολιτών, που απαρτίζουν το σώμα των Ενόρκων, συνέρχονται για να αποφασίσουν αν ο νεαρός είναι αθώος ή ένοχος• ομόφωνη απόφαση και των 12 Ενόρκων θα σημάνει την καταδίκη του νεαρού – και την μεταφορά του στην ηλεκτρική καρέκλα• κατά τα φαινόμενα και τη γνώμη της ισχυρής πλειοψηφίας, με 11 προς μία ψήφους, ο νεαρός είναι ένοχος• ένας μόνος ένορκος, τον ρόλο του οποίου υποδύεται ο Henry Fonda, αμφιβάλλει για την ενοχή του: δεν υποστηρίζει με βεβαιότητα πως ο νεαρός είναι «αθώος» - απλά οι ενδείξεις δεν τον έχουν πείσει και για το αντίθετο. Μόνος αυτός, κόντρα στο ρεύμα, επιθυμεί να συζητήσουν για την πιθανότητα της μη-ενοχής του. Έτσι λοιπόν, με κάποια απροθυμία (γιατί έχουν και δουλειές να κάνουν!) οι υπόλοιποι ένορκοι αναγκάζονται να κάνουν εκείνο που μοιάζει να είναι το δυσκολότερο πράγμα όλων: να συζητήσουν μεταξύ τους.

Ο νόμος είναι σαφής: χρειάζεται ομόφωνη απόφαση και των 12 ενόρκων προκειμένου να βγει η ετυμηγορία. Μόνο ο συγκεκριμένος ένορκος δείχνει να προβληματίζεται για την ευκολία με την οποία μια κοινωνία ολόκληρη καταδικάζει έναν άνθρωπο σε θάνατο. Και αν δεν είναι ένοχος τελικά; Αν υπάρχει μία πιθανότητα στις εκατό να καταδικάσουν έναν αθώο; Ποιος μπορεί να σηκώσει το βάρος της ευθύνης μιας τέτοιας απόφασης;



Οι 12 Ένορκοι
Οι 12 Ένορκοι στο δικαστήριο στην αρχή του έργου



Η ταινία δεν αποκαλύπτει αν ο νεαρός είναι αθώος ή ένοχος τελικά. Μα δεν είναι αυτό το θέμα της. Φαινομενικά, οι «12 Ένορκοι» αποκαλύπτουν τα όρια και τις τρύπες του συστήματος δικαιοσύνης. Επί της ουσίας όμως, το έργο αποκαλύπτει τους ψυχολογικούς μηχανισμούς με βάση τους οποίους κρίνουμε την πραγματικότητα γύρω μας: τι είναι αληθινό, τι ψεύτικο, τι είναι σωστό και τι άδικο. Πως καταλήγουμε στην «αλήθεια» και πόσο εκείνη επηρεάζεται από ασυνείδητες σε μας ψυχολογικές διεργασίες, με κυρίαρχες την επιρροή της πλειοψηφίας («κάτι είναι αληθινό γιατί το υποστηρίζουν οι περισσότεροι») και την επιρροή του συναισθήματος («κάτι είναι αληθινό επειδή το νιώθω μέσα μου»).

Κάθε ένορκος συνιστά και έναν ψυχολογικό ανθρώπινο τύπο – δεν είναι τυχαίο που δεν μαθαίνουμε τα ονόματά τους, καθώς εδώ δεν έχουν σημασία τα ονόματα, μόνο οι τύποι, σαν εκείνους που συναντούμε σε κάθε εποχή και κάθε κοινωνία. Μεταξύ τους θα βρεις τον αισθηματία, τον επιπόλαιο, τον ανασφαλή, τον γνωστικό, τον σκεπτικιστή, τον ψυχρό ορθολογιστή, τον τραμπούκο και εκείνον που άγεται και φέρεται. Ο τρόπος με τον οποίο συζητούν μεταξύ τους και καταλήγουν σε συμπεράσματα μπορεί να παραλληλιστεί με κάθε κοινωνική διαδικασία εξαγωγής συμπερασμάτων, από τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης ως την απόφαση πολιτικής ψήφου. Το σημαντικότερο είναι πως όλοι φέρουμε μέσα μας τον έναν ή τον άλλο τύπο, σε μικρότερες ή μεγαλύτερες δόσεις – οι χαρακτήρες του έργου, λοιπόν, δεν είναι παρά μια αντανάκλαση της κοινωνίας μας και του εαυτού μας.

Εξίσου σημαντική στο έργο είναι η διαδικασία της επιρροής της μειονότητας πάνω σε μια πλειοψηφία – πώς η πρώτη, αργά αλλά σταθερά, ταρακουνά το στέρεο έδαφος στο οποίο πατάει η δεύτερη, πως διαβρώνει την αρχική της ψευδαίσθηση της απόλυτης γνώσης, πως σταδιακά συμβάλλει στο να αναδιαμορφώσει την άποψή της και να δει υπό άλλη οπτική γωνία τα πράγματα. Έτσι λοιπόν στο έργο βλέπουμε, σταδιακά και μέσα από έντονες διαπροσωπικές συγκρούσεις, την πλάστιγγα να γέρνει υπέρ του νεαρού: οι 11 προς μία ψήφοι γίνονται 10 προς 2, μετά 9 προς 3 – και ούτω καθεξής.

Με άλλα λόγια το έργο συνιστά μια ανεκτίμητη εμβάθυνση πάνω στην κοινωνική ανθρώπινη ψυχολογία.

Στο σημερινό μεγάλο αφιέρωμα θα επιδιώξω μια εμβάθυνση στις κύριες, κατά τη γνώμη μου, ψυχολογικές προεκτάσεις της ταινίας: 1) στη μελέτη των ψυχολογικών τύπων του έργου και τον τρόπο με τον οποίο φτάνουν να καταλήγουν σε συμπεράσματα, και 2) στη διαδικασία της επιρροής της μειονότητας πάνω στην πλειοψηφία. Τέλος θα κάνουμε μια αντιπαραβολή του ολοκληρωτισμού με τη δημοκρατία, όπως διαφαίνονται μέσα από τη συμπεριφορά των χαρακτήρων.



12 Angry Men. Η αφίσα της ταινίας



12 Angry Men: Οι ψυχολογικοί τύποι της ταινίας, η διαδικασία λήψης αποφάσεων και η αντίληψη της πραγματικότητας




12 Ένορκοι, 12 άνθρωποι σαν όλους εμάς – θα μπορούσαμε να ήμασταν κι εμείς ανάμεσά τους. Κι όμως, πόσο διαφορετικά αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα, ο κάθε ένας από αυτούς ξεχωριστά! Αν στην αρχή του έργου οι περισσότεροι δείχνουν να καταλήγουν στα ίδια συμπεράσματα, στην πορεία συνειδητοποιούμε πως διαφέρουν σημαντικά οι γνωστικές και ψυχολογικές διεργασίες μέσω των οποίων κατέληξε ο καθένας στο συμπέρασμα αυτό. Ο τρόπος σκέψης τους (ή ο τρόπος μη-σκέψης τους) ξεδιπλώνει μπροστά στα μάτια μας εκείνες τις διεργασίες που δρουν υπόγεια μέσα μας και καταλήγουν να διαμορφώσουν την οπτική γωνία μας πάνω στα πράγματα. Παντού και πάντα, σε κάθε κοινωνία, κάθε εποχή. Ελάχιστα φιλμ μπορούν να θεωρηθούν τόσο διαχρονικά όσο αφορά τη σκιαγράφηση της ανθρώπινης σκέψης, όσο αυτό.

Ας βάλουμε στην άκρη το θέμα του έργου (τη δικαστική απόφαση πάνω στην ενοχή ή μη του νεαρού) και ας επεκτείνουμε το σκεπτικό μας πάνω σε κάθε μορφή κοινωνικής συμπεριφοράς και κάθε διαμόρφωση κοινής γνώμης. Πώς καταλήγουμε, για παράδειγμα, στη διαμόρφωση πολιτικής άποψης και στην επιλογή εκλογικής συμπεριφοράς; Πως διαμορφώνουμε τη γνώμη μας πάνω σε ένα καταναλωτικό ζήτημα, ή πάνω σε ένα θέμα που απασχολεί έντονα την κοινή γνώμη; Πώς κρίνουμε την κοινωνία και τον εαυτό μας μέσα σε αυτήν, πώς καταλήγουμε σε αξίες πάνω στο «καλό» και το «κακό», το «σωστό» και το «λάθος», το «δίκαιο» και το «άδικο»;

Άραγε μας καθοδηγεί η λογική; Αν επιλέγουμε να ψηφίσουμε ένα κόμμα, για παράδειγμα, ή να αγοράσουμε ένα καταναλωτικό προϊόν, είναι επειδή ζυγίσαμε ορθολογικά τα υπέρ και τα κατά και καταλήξαμε στο σωστότερο, κατά τη γνώμη μας, συμπέρασμα; Αν μοιραζόμαστε μια άποψη πάνω σε ένα κοινωνικό ζήτημα (για παράδειγμα, τους αλλοδαπούς, το περιβάλλον, τα εργασιακά) συνιστά η άποψή μας αυτή αποτέλεσμα ορθολογικής επεξεργασίας και μόνο; Είναι ο ψυχρός ορθολογισμός ικανό εργαλείο, από μόνο του, για να εξηγήσει και να ερμηνεύσει τον κόσμο γύρω μας;

Και αν μας επηρεάζουν άφθονοι ακόμα παράγοντες, τους οποίους αγνοούμε; Μπορεί, για παράδειγμα, να είμαστε συναισθηματικά προκατειλημμένοι υπέρ της μίας ή της άλλης θέσης – και το συναίσθημά μας αυτό να καθοδηγεί την κρίση μας. Μπορεί πάλι να φέρουμε πίσω μας συγκεκριμένα προσωπικά βιώματα – τέτοια που να διαμορφώνουν την εικόνα μας για τα πράγματα και την υποστήριξη συγκεκριμένων θέσεων έναντι άλλων. Μπορεί ενδεχομένως να καθοδηγούμαστε από τη γνώμη της πλειοψηφίας, ή κάποιων «σημαντικών άλλων» (συχνά με τη μορφή μιας «αυθεντίας») – στην περίπτωση αυτή βαπτίζουμε ως «άποψή μας» μια γνώμη που δεν είναι καν δική μας, μα τη λάβαμε ετοιμοπαράδοτη και την αποδεχτήκαμε τυφλά, δίχως κριτική και δίχως αναστοχασμό. Μπορεί, τέλος, η γνώμη της πλειοψηφίας να είναι αόρατη – να καλύπτεται πίσω από κοινωνικές διεργασίες όπως η διαφήμιση, το lifestyle, οι κυρίαρχες αξίες ή η πρέπουσα ηθική.



Robert Webber in 12 Angry Men
Οι 12 Ένορκοι, ένας εναντίον όλων



Δεν είναι λίγα τα πειράματα της Κοινωνικής Ψυχολογίας πάνω στο θέμα της επιρροής της Αυθεντίας ή της Πλειονότητας πάνω στη Μειονότητα. Πιθανό κάποια στιγμή μελλοντικά να επανέλθω στο Blog με κάποια παράθεση των σημαντικότερων από αυτά, μια που το θέμα παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον για μένα. Η ουσία αυτών των διεργασιών είναι πως αποκαλύπτει πόσο ασταθής και εύθραυστη είναι, επί της ουσίας, η «γνώση» μας πάνω στα πράγματα και τις καταστάσεις. Πείθουμε αυτάρεσκα τους εαυτούς μας πως «κατέχουμε την αλήθεια και τη γνώση», κρίνουμε αβίαστα το σωστό και το λάθος, γινόμαστε όλοι δικαστές μιας πραγματικότητας της οποίας, εν τέλει, δεν βλέπουμε παρά ένα μικρό κομμάτι.

Οι 12 Ένορκοι ανήκουν σε εκείνα τα έργα που σπάνε αυτό το κέλυφος της επίπλαστης πραγματικότητάς μας – που αποκαλύπτουν πως η «αλήθεια» μας για τον κόσμο όσο στηρίζεται σε «αντικειμενικά γεγονότα», άλλο τόσο στηρίζεται σε υπόγειες ψυχολογικές και γνωστικές διεργασίες – και πως οι μεν είναι αδιάσπαστες από τις δε. Με άλλα λόγια, η αλήθεια συνιστά μια κατασκευή.

Αυτό δεν συνηγορεί υπέρ μιας σχετικότητας τύπου «δεν υπάρχουν αλήθειες» και «όλα είναι το ίδιο», ούτε υπέρ μιας ισοπέδωσης των αξιών. Απλά συμβάλλει στο να μας προσγειώσει από την αλαζονική μας πεποίθηση πως «τα ξέρουμε όλα». Και φανερώνει πως, εν τέλει, είμαστε άνθρωποι και ως τέτοιοι, οι κρίσεις μας πάντα επηρεάζονται από το συναίσθημά μας και πως η οπτική γωνία μας για τα πράγματα είναι πάντα μια οπτική γωνία – και όχι μια «απόλυτη αλήθεια».

Άντε, λοιπόν, μετά, να στείλεις έναν άνθρωπο στην ηλεκτρική καρέκλα. Μπορεί και να είναι ένοχος – μπορεί, όπως λέει εξ’ αρχής ο πρωταγωνιστής του φιλμ, Χένρυ Φόντα. Μπορεί. Μα είμαστε σίγουροι γι’ αυτό; Είμαστε απολύτως βέβαιοι; – ή μήπως υπάρχει κάποιο ίχνος αμφιβολίας μέσα μας; Και αν υπάρχει αυτό το ελάχιστο ίχνος, γιατί να μη το θρέψουμε, γιατί να μην συζητήσουμε γι’ αυτό, γιατί να μην προβληματιστούμε γι’ αυτό, προτού πάρουμε την καταδικαστική απόφαση;

Ποιοι είναι, λοιπόν, οι ψυχολογικοί τύποι που συναντούμε στο φιλμ; Για να τους δούμε. Προσοχή – ίσως ανάμεσά τους δούμε κάτι από τον ίδιο τον εαυτό μας.



12 Ένορκοι: Οι ψυχολογικοί τύποι του αστόχαστου και του επιπόλαιου - το φονικό κουνέλι



1 # Ο Αστόχαστος



Στην αρχή του έργου παρουσιάζεται μαζεμένος και η άποψή του μοιάζει να αντανακλά τυφλά εκείνη της πλειοψηφίας. Στο ερώτημα «γιατί είναι ένοχος;» απαντάει «απλά νομίζω πως είναι ένοχος» - μα αδυνατεί να στηρίξει την άποψή του με κάποιο επιχείρημα. «Απλά το νομίζει». Έτσι δείχνουν οι ενδείξεις, έτσι λέει το πλήθος – επομένως «νομίζει πως είναι ένοχος». Η άποψή του, επί της ουσίας, είναι μια μη-άποψη.

Είναι ωστόσο καλόκαρδος και ανοιχτός στην επικοινωνία. Ο νους του μοιάζει με δοχείο, έτοιμο να δεχτεί κάθε καινούργια γνώμη, αρκεί να έχει σοβαρά επιχειρήματα. Από αυτή την οπτική ο χαρακτήρας του ανήκει στους σημαντικότερους του έργου – δεν παρουσιάζεται δογματικός, μα ανοιχτόμυαλος, ικανός για επικοινωνία και ανταλλαγή απόψεων. Δίχως χαρακτήρες σαν αυτόν θα ήταν αδύνατο να λυγίσει ο σκληροπυρηνικός πυρήνας της πλειοψηφίας και να μάθει να σκέφτεται διαφορετικά.

Συμπέρασμα; Το πρώτο βήμα για την κατάρρευση του δογματισμού είναι η καλή καρδιά και η θέληση για διάλογο.


2 # O Επιπόλαιος



 Ο συγκεκριμένος χαρακτήρας εξ’ αρχής δείχνει να ενδιαφέρεται περισσότερο για τον αθλητικό αγώνα, παρά για το αποτέλεσμα της δίκης. Μόνο του μέλημα είναι να τελειώνουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα, ώστε να μη χάσει το ματς. Περιφρονεί τον διάλογο, τον οποίο και θεωρεί «χάσιμο χρόνου» και ο μόνος τρόπος να αλλάξει άποψη είναι αν δει πως μπορεί να κερδίσει περισσότερο χρόνο για τον εαυτό του με αυτόν τον τρόπο.

Η κρίση του ποδηγετείται τυφλά από τις εγωιστικές του ενορμήσεις – και οι ενορμήσεις αυτές είναι κοινές και ευτελείς: ξεπουλάει εύκολα την τύχη ενός νέου ανθρώπου προκειμένου να χαρεί το πολυπόθητο ματς.

Ο Επιπόλαιος μοιάζει με τον τσαρλατάνο που χοροπηδάει ανέμελος στα ερείπια του ορθολογισμού μας. Ζει χωρίς αξίες, περιφρονεί τον διάλογο, γελάει στα μούτρα όσων προσπαθούν να κάνουν τη διαφορά. Αν ήταν περισσότερο μυαλωμένος θα τον λέγαμε κυνικό – μα εδώ δεν έχουμε μυαλό, μόνο αντανακλαστικά και εγωιστικά ένστικτα. Από πολλές απόψεις ο Επιπόλαιος ενσαρκώνει τον κυρίαρχο τύπο του πολιτισμού μας: βαθιά επιφανειακός και καθοδηγούμενος από τις μικρές, ταπεινές του απολαύσεις.



12 Ένορκοι: Οι ψυχολογικοί τύποι του αερολόγου και του ευμετάβλητου - το φονικό κουνέλι



3 # Ο Αερολόγος 



Θα πουλήσει τσαμπουκά, θα ορθώσει το ανάστημά του, θα προσβάλλει τον συνομιλητή του, θα υψώσει περισσότερο από όλους τους άλλους τη φωνή του – μα από επιχειρήματα; Μηδέν. Κοπανιστός αέρας.

Σας θυμίζει κάτι όλο αυτό;

Ω, πόσοι αερολόγοι υπάρχουν γύρω μας! Και για κάποιο λόγο όλοι έχουν ανάγκη να υψώσουν τη φωνή τους – με τον ίδιο τρόπο που υψώνει τη φωνή του ο ανασφαλής έφηβος, προκειμένου να ακουστεί μες στην παρέα, προκειμένου να αισθανθεί πως είναι «κάποιος». Ό,τι λείπει σε επιχειρηματολογία προσπαθούν να το αναπληρώσουν με τη φωνή. Αυτή είναι η μαγκιά τους. Κάποιοι θα ψαρώσουν, που θα πάει. Εκεί που η δύναμη υποκαθιστά τη λογική.

Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να αντιμετωπίσεις τον Αερολόγο και τον τσαμπουκά του; Πολύ απλά – να τον αγνοήσεις.


4 # Ο Ευμετάβλητος 



Είναι διαφημιστής στο επάγγελμα – και το επάγγελμα ταιριάζει γάντι στον τύπο του, που δείχνει να άγεται και να φέρεται, σαν τον αέρα – δίχως ουσία, σκορπώντας χαμόγελα αριστερά και δεξιά, φιλικός μα κενός στο βάθος. Είναι ο κοσμικός τύπος, εκείνος που θα κοινωνικοποιείται στα πάρτι, αυτός που θα κερδίσει με το γοητευτικό του χαμόγελο και τα αστεία του γυναίκες και άντρες – μα αν γυρέψεις κριτική σκέψη, δύσκολα θα την βρεις.

Ο Ευμετάβλητος αδυνατεί να κάνει από μόνος του διαφορά. Έχει υπερβολικά μεγάλη ανάγκη την αποδοχή των άλλων για να πάει κόντρα στο ρεύμα. Μα αν το ρεύμα αλλάξει, τότε θα προσαρτηθεί κι αυτός με τη σειρά του πάνω του – δεν θέλει να χάσει την αποδοχή και την αγάπη του κόσμου.

Όπου φυσάει ο άνεμος – εκεί θα συναντήσεις και άφθονους τύπους σαν αυτόν. Δίχως γνώμη – μα με λαμπρά χαμόγελα.




12 Ένορκοι: Οι ψυχολογικοί τύποι του αισθηματία και του τεχνοκράτη - το φονικό κουνέλι



5 # Ο Αισθηματίας 



Ο βασικός αντίπαλος του πρωταγωνιστή και ο τελευταίος που αλλάζει γνώμη. Από πολλές απόψεις ο αισθηματίας συνιστά τον κυρίαρχο τύπο του φιλμ, εκείνον που ενσαρκώνει το μεγάλο αντίπαλο δέος κάθε απόπειράς μας να εξιχνιάσουμε την πραγματικότητα γύρω μας: ο λόγος για το Συναίσθημα, που όσο φωτίζει τις ζωές μας, άλλο τόσο κατορθώνει να συσκοτίσει συχνά τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα.

Ο Αισθηματίας καταλήγει σε παθιασμένα συμπεράσματα για τα οποία δεν έχει καμία αμφιβολία – το συναίσθημά του, βλέπετε, είναι τόσο ισχυρό που τον πείθει για την ορθότητα της κρίσης του. Πίσω από το συναίσθημά του κρύβονται συγκεκριμένα προσωπικά βιώματα, τα οποία εσκεμμένα όμως αποφεύγει να θίξει. Θέλει να νομίζει πως η ορθότητα της άποψής του στηρίζεται στη λογική, ενώ στην ουσία συνιστά προϊόν σημαντικών ψυχολογικών βιωμάτων. Είναι εκείνο που στην Ψυχολογία ονομάζουμε «εκλογίκευση»: να αποκρύβεις και από τον ίδιο τον εαυτό σου τις ψυχολογικές αιτίες των αποφάσεών σου και να τις ντύνεις με ορθολογικά, τάχα, επιχειρήματα.

Ο Αισθηματίας συνιστά το κλειδί του έργου, κατά τη γνώμη μου, και τον σημαντικότερο από τους 12 Ενόρκους, και ο λόγος είναι επειδή όλοι μας φέρουμε έναν τέτοιο μέσα μας. Είναι αδύνατο να βγάλουμε τα προσωπικά βιώματα από την κρίση μας και να δούμε τον κόσμο με ψυχρά, απογυμνωμένα από το συναίσθημα, μάτια.

Μα εκείνο που είναι εφικτό, ως έναν βαθμό τουλάχιστον, είναι να αναγνωρίσουμε τον ρόλο που παίζει αυτό το συναίσθημα και το προσωπικό βίωμα στην κρίση μας – αναγνωρίζοντάς το, αν μη τι άλλο, ίσως γίνουμε λιγότερο δογματικοί και απόλυτοι στην κρίση μας.


6 # Ο Τεχνοκράτης



Στον αντίποδα του Αισθηματία, στους μηχανισμούς εκφοράς συμπερασμάτων και όχι στο συμπέρασμα καθ’ εαυτό, συναντούμε τον Τεχνοκράτη. Αν ο Αισθηματίας κινείται με βάση το συναίσθημα και το προσωπικό βίωμα, ο Τεχνοκράτης θέλει να υπολογίζει τα πάντα σαν μηχανή – δίχως συναίσθημα, ψυχρά, αντλώντας από τα δεδομένα και μόνο, καταλήγοντας σε συμπεράσματα απογυμνωμένα από κάθε περιττό συναισθηματισμό.

Μα ο κίνδυνος εδώ είναι εξίσου μεγάλος: διώχνοντας κάθε συναισθηματισμό κινδυνεύεις να απολέσεις εξίσου κάθε ανθρώπινο στοιχείο μέσα σου. Ο Τεχνοκράτης κρύβεται πίσω από τη μαθηματική αλήθεια του «2 + 2 = 4» προσπερνώντας το γεγονός πως η πραγματικότητα δεν είναι μόνο γεγονότα – μα και ερμηνείες. Και οι ερμηνείες συνδέονται με αξίες και προσωπικές κρίσεις.

Από πολλές απόψεις ο Τεχνοκράτης φανερώνει τους κινδύνους του ακραίου ορθολογισμού – όταν ο ορθολογισμός μετατρέπεται σε εργαλείο, απογυμνωμένο από κάθε αξία, τότε ο κόσμος μας κινδυνεύει να χάσει την ίδια την ανθρωπιά του. Ουσιαστικά εδώ έχουμε τον Ιδανικό Γραφειοκράτη, για τον οποίο μίλησε ο κοινωνιολόγος Μαξ Βέμπερ [Max Weber]. Ψυχρός και αφοσιωμένος στο καθήκον, όλα με σκοπό να τσουλήσει αποτελεσματικότερα η Μηχανή. Ιδανικός για ένα κοινωνικό σύστημα που γυρεύει ανθρώπους-ρομπότ, απογυμνωμένους από συναίσθημα, αφοσιωμένους στο καθήκον.

Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, πως στις πλάτες και στα επιχειρήματα του Τεχνοκράτη στηρίζονται οι αισθηματίες, οι επιπόλαιοι και οι τραμπούκοι του έργου. Αμφότερος ο Αισθηματίας, ο Ευμετάβλητος και ο Αερολόγος πιάνονται από κάθε επιχείρημά του, κρέμονται κυριολεκτικά απ’ τα χείλη του, επιβραβεύοντάς τον για εκείνο που είναι αδύνατο να κάνουν οι ίδιοι: να σκεφτούν ορθολογικά. Ο Τεχνοκράτης, λοιπόν, γίνεται η φωνή τους, το Ευαγγέλιό τους.

Αν τροχοί ενός ολοκληρωτικού κοινωνικού συστήματος είναι οι αισθηματίες και οι αερολόγοι, τότε οι τεχνοκράτες συνιστούν την κεφαλή και την δικαιολογία του.

Ο καλύτερος – και μοναδικός – τρόπος να λυγίσεις τον Τεχνοκράτη είναι να του επιτεθείς με τα ίδια του τα όπλα. Με σοβαρά και ορθολογικά επιχειρήματα, ικανά να χαράξουν μια ρωγμή στον φαινομενικά αψεγάδιαστο τοίχο του ορθολογισμού του. Μια τόσο δα ρωγμή αρκεί.




12 Ένορκοι: Η κοινή γνώμη και ο σκεπτικιστής - το φονικό κουνέλι



# 7-11 Η Κοινή Γνώμη



Οι υπόλοιποι χαρακτήρες του έργου ενσαρκώνουν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, την «κοινή γνώμη». Το κοινό χαρακτηριστικό τους είναι πως κατέληξαν σ’ ένα συμπέρασμα δίχως να το έχουν σκεφτεί από διαφορετικές οπτικές γωνίες – μα όλοι τους, λίγο πολύ, είναι πρόθυμοι να συζητήσουν το θέμα. Είναι εκείνοι που συμβάλλουν στο να γύρει, σταδιακά, η πλάστιγγα υπέρ του κατηγορούμενου.

Παρέα με τον συμπαθέστατο Αστόχαστο, για τον οποίο ήδη μιλήσαμε, έχουμε ακόμα τον Ηλικιωμένο (ο πρώτος σοφός, που αρνείται να καθοδηγηθεί τυφλά από τους άλλους), τον Μετανάστη (θέλοντας να προσαρμοστεί μεν στην αμερικανική πραγματικότητα, μα χωρίς να ξεχνάει την διαφορετικότητά του), τον Εργάτη (που καθοδηγείται από την πλειοψηφία στην αρχή, μα έχει στέρεες αρχές και δεν αρνείται τον διάλογο), τον Μεγαλωμένο σε Σκληρό Περιβάλλον (που είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος απέναντι σε θέματα διακρίσεων), και, τέλος, τον Συντονιστή (που μοιάζει με εκείνους τους δημοσιογράφους που καλύπτουν ένα ρεπορτάζ, δίχως ισχυρή προσωπική άποψη μα πρόθυμος να κατανοήσει την πραγματικότητα αν δει πως γέρνει σε βάρος της μίας ή της άλλης πλευράς).

Τέλος, μένει ένας ένορκος, ένας ανθρώπινος τύπος, που συμβάλλει καθοριστικά στη μεταστροφή αυτής της κοινής γνώμης.


12 # Ο Σκεπτικιστής



Πρόκειται για τον καταλύτη του έργου. Σκοπός του Σκεπτικιστή δεν είναι η απόρριψη της αλήθειας, μα η θραύση του δογματισμού. Επειδή ακριβώς αγαπάει την αλήθεια και την έρευνα, αρνείται τα ψευτοεπιχειρήματα των συνομιλητών του – και, μόνος του αρχικά, παλεύει να αγωνιστεί ενάντια σε όλους τους άλλους, με σκοπό να τους εμφυσήσει κάτι από τον προβληματισμό του.

Ο Σκεπτικιστής ενσαρκώνει το πνεύμα της Επιστήμης. Όχι της ψυχρής, εργαλειακής επιστήμης (αυτή θα λέγαμε πως την ενσαρκώνει ο Τεχνοκράτης) – μα της άλλης, εκείνης που εξακολουθεί ν’ αμφισβητεί και ν’ αμφιβάλλει, ακόμα και για τα ίδια της τα ευρήματα, εκείνης που δεν αρκείται σε δόγματα που γυρεύει πάντα να σκάψει λίγο βαθύτερα, να επεκταθεί λίγο παραπέρα. Ο σκεπτικισμός της είναι υγιής σκεπτικισμός – δεν επιδιώκει την κατάρρευση της γνώσης, μα τον εμπλουτισμό της. Είναι στη φύση του Σκεπτικιστή να αμφιβάλλει, όπως είναι στη φύση του και να συνδιαλέγεται, να επικοινωνεί. Δεν θα μπορούσε ποτέ να αποδεχτεί τυφλά κάποια «αλήθεια» δίχως να την εξετάσει από πολλαπλές οπτικές γωνίες. Και θα αρνούνταν κάθε μορφή δόγματος – μια που τα δόγματα δεν επιτρέπουν περαιτέρω έρευνα και περαιτέρω αναστοχασμό. Η φράση-κλειδί του, όπως ακούμε να λέει ο Χένρι Φόντα στην αρχή του έργου, είναι: “it’s possible”. Είναι πιθανό – μα όχι βέβαιο.

Αυτή η σπίθα της αμφιβολίας πυροδοτεί το φιλμ. Αυτή η σπίθα της αμφιβολίας, πάντα ταπεινή στο βάθος, γνωρίζοντας τα όριά της, είναι η ελπίδα μας απέναντι σε κάθε μορφή φανατισμού και προσκόλλησης σε τυφλές αλήθειες.



Οι 12 Ένορκοι της ταινίας
Lee J. Cobb in Twelve Angry Men
Σκηνή από τους 12 Ένορκους



Η επιρροή της μειονότητας σε μια πλειοψηφία και οι διεργασίες της κοινωνικής αλλαγής




Γίνεται μια σπίθα να πυροδοτήσει ολόκληρη πυρκαγιά; Ασφαλώς και γίνεται – στην πραγματικότητα δεν υπάρχει φωτιά που να μην έχει ξεκινήσει από μια σπίθα μόνο.

Η κοινωνική και ιστορική πραγματικότητα αντανακλούν τη φυσική πραγματικότητα. Κάθε κοινωνικό γεγονός ξεκινάει από ένα μικρό, φαινομενικά, περιστατικό, κάθε ιστορικό συμβάν πηγάζει από μια αφορμή. Είναι δύσκολο, ως αδύνατο, να κατανοήσουμε σε βάθος τη μακρά (ατελείωτη!) εκείνη αλυσίδα των γεγονότων, πώς επηρεάζει το ένα το άλλο, πώς καταλήγει το ένα να επιδρά πάνω στο άλλο και όλα μαζί να διαμορφώνουν την πορεία των πραγμάτων. Τείνουμε να ερμηνεύουμε τον κόσμο και τα γεγονότα με μονόπλευρες αντιλήψεις πάνω στις «αιτίες» και τα «αποτελέσματα», μα η πραγματικότητα είναι πάντα περισσότερο σύνθετη από αυτό.

Να γιατί λοιπόν ένα φαινομενικά μικρό και ασήμαντο γεγονός μπορεί να έχει καταλυτική επίδραση στη συνέχεια – χωρίς αυτό να σημαίνει πως θα έχει καταλυτική επίδραση ούτως ή άλλως. Μα υπάρχει μια πιθανότητα να συμβεί. Κόντρα στην αποκαρδιωτική εκείνη αίσθηση της ασημαντότητας που νιώθουμε όταν αντιλαμβανόμαστε τη μικρότητα του εαυτού μας σε μια μαζική και ξένη απέναντί μας κοινωνία, υπάρχει πάντα εκείνο το «κάτι» που μας υπενθυμίζει πως τα πράγματα ίσως να μην είναι τόσο σκούρα όσο νομίζουμε: ίσως και να μπορεί ένας άνθρωπος να κάνει τη διαφορά κάποιες φορές. Ίσως μπορεί να γύρει η πλάστιγγα. Ίσως μπορεί να αλλάξει κάτι γύρω μας. Ίσως. Υπάρχει μια μικρή, μπορεί ελάχιστη, πιθανότητα – μα υπάρχει.

Αρκεί να δούμε την Ιστορία ως τώρα για να το επιβεβαιώσουμε αυτό: όλα αλλάζουν. Ίσως όχι με τον ρυθμό που θέλουμε και ίσως όχι προς την κατεύθυνση που θέλουμε. Μα αλλάζουν. Εδώ μια πεταλούδα σηκώνει τα φτερά της και ξεσπά τυφώνας στην άλλη πλευρά του κόσμου και νομίζετε πως οι πράξεις μας είναι τόσο, πια, ασήμαντες;



12 Ένορκοι κατά τη διαδικασία της ψήφου
Αλλαγή και μειονότητα, από τους 12 Ένορκους



Το πρώτο βήμα για να αλλάξει μια γενική κοινωνική κατεύθυνση – η κατεύθυνση της πλειοψηφίας – είναι να αλλάξει μια μειονότητα ανθρώπων. Κάθε αλλαγή πάντα ξεκινάει από τους λίγους και επηρεάζει στην πορεία τους πολλούς – τα παραδείγματα είναι άφθονα αν δούμε τις ιστορικές αλλαγές. Αυτό δεν σημαίνει πως αλλαγή της μειονότητας συνεπάγεται, αυτόματα, αλλαγή και της γενικής πορείας των πραγμάτων! Η μειονότητα μπορεί να μείνει τέτοια που είναι: μια μειονότητα και να μην αλλάξει τίποτα απολύτως. Είναι εκείνο που θα ονομάζαμε, με κοινωνιολογικούς όρους, Ενσωμάτωση, ή Αφομοίωση. Ο σύγχρονος καπιταλισμός ξεχειλίζει με τέτοια παραδείγματα – από πολλές απόψεις μάλιστα, τέτοιες μειονότητες που πάνε «κόντρα στο ρεύμα» χρησιμεύουν και ως τροφή του συστήματος, ως αέρας ανάμεσα στα γρανάζια του – αναγκαίες για να μπορεί το σύστημα να ελίσσεται δίχως να ασφυκτιά, να ενσωματώνει τη διαφορετικότητα και με αυτόν τον τρόπο να εμπλουτίζεται το ίδιο.

Μα μια μειονότητα μπορεί να επηρεάσει τα πράγματα γύρω της, όπως έχουν δείξει άφθονες μελέτες της Κοινωνικής Ψυχολογίας. Σκοπός του παρόντος κειμένου, βέβαια, δεν είναι να εξαντλήσω αυτό το πελώριο θέμα – θα ήταν αδύνατο κάτι τέτοιο. Ίσα να θίξω κάποιες πτυχές του, με αφορμή πάντα το “12 Angry Men”.

Πώς επηρεάζει ο ήρωας και πρωταγωνιστής της ταινίας μας τους υπόλοιπους ένορκους; Το πρώτο βήμα είναι εκείνη η σπίθα του σκεπτικισμού, που ήδη αναφέραμε. Δίχως αυτόν δεν θα είχε γίνει τίποτα εξ’ αρχής. Κάθε αλλαγή χρειάζεται να πυροδοτηθεί από μια αντίστοιχη σπίθα. Αυτή η σπίθα με τη σειρά της μπορεί να γίνει λόγος, μπορεί να γίνει σκέψη, μπορεί να γίνει πράξη. Μα όλα ξεκινούν από αυτή τη σπίθα.

Δεύτερο βήμα στην επιρροή της μειονότητας είναι η σταθερότητα της άποψης. Σταθερότητα όχι με την έννοια του δογματισμού, μα με την έννοια της υγιούς αμφισβήτησης. Αν ο ήρωάς μας έδειχνε να μην έχει επιχειρήματα και ήταν ανασφαλής σαν τους άλλους, δεν θα είχε γίνει τίποτα. Κανείς δεν θα τον έπαιρνε στα σοβαρά. Μα εκείνος έχει λόγο, έχει άποψη και έχει διάθεση να τη μοιραστεί. Δεν κρύβεται, δεν φοβάται, δεν διστάζει. Έχω τις αμφιβολίες μου, εκφράζει, και έχει επιχειρήματα για να τις στηρίξει. Δεν είναι ο λόγος ενός κενού αμφισβητία, που αμφισβητεί τυφλά για να «πάει κόντρα στο σύστημα» - μα ενός υγιούς σκεπτικιστή που θέλει να επικρατήσει η αλήθεια.

Κι εδώ ερχόμαστε στο αμέσως ακόλουθο βήμα: το σθένος. Γιατί χρειάζεται θάρρος να ορθώσεις τη διαφορετικότητά σου και να την υπερασπίσεις με επιχειρήματα. Πολλοί θα δίσταζαν να το κάνουν. Όχι όμως ο πρωταγωνιστής μας. Ο φόβος και η σιωπή είναι το όπλο κάθε ολοκληρωτισμού. Το να μιλάς όμως, να υψώνεις τη φωνή σου και να ορθώνεις το ανάστημά σου – αυτό είναι η πνοή της ελευθερίας.



Ο Χένρυ Φόντα στους 12 Ένορκους
12 Angry Men, δημοκρατία και ολοκληρωτισμός




Είναι όμως αρκετά αυτά; Πόσες ηρωικές πράξεις ανθρώπων έγιναν και έφυγαν, δίχως αντίκρισμα; Δυστυχώς δεν αρκεί να κάνεις μόνος σου τη διαφορά – χρειάζεσαι και συνοδοιπόρους στο δρόμο σου. Όπως εξάλλου ομολογεί ο Χένρι Φόντα στην αρχή του έργου: «θα εκθέσω τα επιχειρήματά μου – μα αν ψηφίσουμε και εξακολουθείτε να έχετε άλλη άποψη από μένα, θα παραδώσω τα όπλα, δεν θα επιμείνω άλλο».

Ευτυχώς, όμως, στην περίπτωση της ταινίας, θα βρεθούν εκείνοι οι συνοδοιπόροι που θα κρατήσουν ζωντανή τη φλόγα, πάνω που πάει να σβήσει. Και σταδιακά η γνώμη της μειονότητας (ενός ανθρώπου αρχικά) αρχίζει και εξαπλώνεται – αργά μα σταθερά μετατρέπεται στη γνώμη των πολλών.

Πρόκειται για μια αργή και επίμοχθη διαδικασία, γεμάτη συγκρούσεις και πισωγυρίσματα. Καμία αλλαγή της προκοπής δεν ακολουθεί εντελώς ευθεία γραμμή, και όσες επεδίωξαν να το κάνουν έφαγαν τα μούτρα τους. Μα η φωτιά εξαπλώνεται, λίγο προς λίγο – οι σπόροι έχουν φυτευτεί.



Επίλογος. Δημοκρατία και διάλογος εναντίον ολοκληρωτισμού




Όπλα της μειονότητας στην ταινία είναι ο διάλογος, η επιχειρηματολογία, η ελεύθερη άποψη, η έρευνα, η αμφισβήτηση, η ευαισθησία – αντίπαλοί τους είναι ο δογματισμός, ο φανατισμός, η προκατάληψη, η αδιαφορία, η στενομυαλιά, ο τσαμπουκάς, η χλεύη. Με άλλα λόγια έχουμε μια κλασική σύγκρουση του υγιούς πνεύματος της δημοκρατίας από τη μία, με το πνεύμα του ολοκληρωτισμού από την άλλη. Ας μην κάνουμε παραλληλισμούς με την «δημοκρατία» σαν καθεστώς, όπως ισχύει στην εποχή μας. Εδώ αναφέρομαι στην υγιή δημοκρατία, σαν άποψη, σαν στάση ζωής – κατά πόσο υφίσταται αυτό και σε τι βαθμό υφίσταται στον κόσμο που ζούμε είναι άλλο θέμα.

Μα σάμπως αυτό δεν είναι και το σημαντικότερο μήνυμα του έργου; Δεν έχει σημασία αν μια πλειοψηφία άγεται και φέρεται. Αρκεί να υπάρχουν λίγοι που κάνουν τη διαφορά – που έχουν το θάρρος να σκεφτούν και να ορθώσουν το ανάστημά τους. Ίσως αυτοί οι λίγοι να αρκούν τελικά. Ίσως να μην χρειάζεται να αλλάξουν οι πολλοί – αρκεί να υπάρχουν αυτοί οι λίγοι.


Γιατί, σε τελική ανάλυση, κάθε φωτιά ξεκινάει από μια τόσο δα σπίθα.


© Παρουσίαση: Το Φονικό Κουνέλι, Οκτώβρης του 18. Δεν επιτρέπεται η αντιγραφή-αναδημοσίευση του συνολικού κειμένου σε άλλες ιστοσελίδες ή ιστότοπους.


Ταινία 12 Ένορκοι, μια παρουσίαση από το φονικό κουνέλι