23 Απριλίου 2019

Η Ρωγμή στον τοίχο του κόσμου σου. Μια ιστορία του Μίχαελ Έντε





Ένα διήγημα του Μίχαελ Έντε, από το βιβλίο του "Ο Καθρέφτης Μέσα Στον Καθρέφτη"




«Αργά σαν πλανήτης γυρίζει, γυρίζει, το μεγάλο στρογγυλό τραπέζι με τη χοντρή τάβλα. Πάνω του έχει ένα τοπίο με βουνά και δάση, πολιτείες και χωριά, ποταμούς και λίμνες. Στο κέντρο, μικρός κι εύθραυστος σαν αγαλματάκι από πορσελάνη, κάθεσαι συ και γυρίζεις μαζί μ' όλα τ' άλλα.

Το ξέρεις ότι όλα γυρίζουν ασταμάτητα, οι αισθήσεις σου όμως δεν το αντιλαμβάνονται. Το τραπέζι βρίσκεται στο κέντρο μιας μεγάλης θολωτής αίθουσας, που επίσης γυρίζει, με το πέτρινο πάτωμα, τους θόλους και τους τοίχους της, σαν πλανήτης. Πέρα μακριά στο μισόφωτο, κατά μήκος των τοίχων, βλέπεις ντουλάπια και μπαούλα, μια μεγάλη κλεψύδρα που δείχνει τον ήλιο και το φεγγάρι, κι ανάμεσά τους τους τοίχους που είναι ζωγραφισμένοι με άστρα, εδώ κι εκεί ένας κομήτης, και ψηλά πάνω από το κεφάλι σου στο θόλο ο γαλαξίας. Δεν υπάρχουν παράθυρα, δεν υπάρχουν πόρτες. Εδώ νιώθεις σίγουρος, όλα σου είναι γνώριμα και οικεία, όλα βρίσκονται στη θέση τους, μπορείς να βασιστείς επάνω τους. Είναι ο κόσμος σου. Γυρίζει, κι εσύ, στη μέση της μέσης, γυρίζεις κι εσύ μαζί της.

Να όμως που ξάφνου ένας σεισμός τραντάζει τα πάντα. Ο πέτρινος τοίχος ραγίζει κι ανοίγει. Η χαραμάδα μεγαλώνει συνέχεια. Τα ζωγραφισμένα αστέρια απομακρύνονται κι εσύ βλέπεις κάτι τόσο παράξενο που το βλέμμα σου αρνείται να το δει, ένα χάος που καταπίνει τη ματιά σου, ένα φωτεινό σκοτάδι, μια ασάλευτη θύελλα, μια αιώνια αστραπή. Το μόνο στήριγμα, που τα μάτια σου μπορούν ν’αναζητήσουν, είναι μια ανθρώπινη μορφή, ξαπλωμένη πάνω από το απύθμενο χάος, τυλιγμένη σε πανιά από το κεφάλι μέχρι τα πόδια. Το πανί ανεμίζει κι όμως δεν κουνιέται καθόλου, όπως στους πίνακες ζωγραφικής. Η τυλιγμένη μορφή μένει ήσυχα στη θέση της, μόνο που θέση δεν υπάρχει, δεν ακουμπάει πουθενά, κάτω απ' τα πόδια της ανοίγεται η άβυσσος. Ο άνεμος της έχει κρύψει με το πανί το πρόσωπο, εσύ όμως φαντάζεσαι τα χαρακτηριστικά της. Να τώρα, βλέπεις το στόμα της να κινείται πίσω από το ύφασμα, κι ακούς μια βαθιά, γλυκιά φωνή να λέει:

"Έλα έξω, μικρέ μου αδελφέ!"

"Όχι", φωνάζεις τρομαγμένος, "φύγε! Ποιος είσαι; Δε σε γνωρίζω".

"Δεν μπορείς να με αναγνωρίσεις", απαντάει η μορφή, "όσο δε βγαίνεις από κει μέσα. Λοιπόν, βγες έξω!"

"Δε θέλω!" φωνάζεις. "Γιατί να βγω;"

"Ήρθε η ώρα", σου απαντάει.

"Όχι", λες εσύ, "όχι, αυτός εδώ είναι ο κόσμος μου! Εδώ ήμουνα πάντα κι εδώ θέλω να μείνω. Φύγε!"

"Παράτησέ τα όλα!", λέει ο άλλος, "κάν' το τώρα μόνος σου πριν αναγκαστείς να το κάνεις. Σε λίγο θα είναι αργά".

"Φοβάμαι!", του απαντάς.

"Παράτα και το φόβο σου!", είναι η απάντησή του.

"Δεν μπορώ", λες εσύ.

"Τότε παράτα και τον εαυτό σου!".

Τώρα σιγουρεύεσαι πια ότι η φωνή είναι του Κακού κι είσαι αποφασισμένος ν' αρνηθείς.

"Γιατί κρύβεσαι και δε μου δείχνεις το πρόσωπό σου; Ξέρω, θέλεις να με καταστρέψεις. Θέλεις να με παρασύρεις να βγω, για να πέσω στο κενό".

Ο συνομιλητής σου σωπαίνει για λίγο και τέλος λέει:

"Μάθε να πέφτεις!"

Ανασαίνεις με ανακούφιση όταν η μορφή εξαφανίζεται από μπροστά σου. Ωστόσο δεν ήταν αυτή που κουνήθηκε. Η θολωτή αίθουσα συνέχισε αργά να γυρίζει, μαζί της και το στρογγυλό τραπέζι, στη μέση του οποίου κάθεσαι εσύ, μικρός και εύθραυστος. Και το άνοιγμα του τοίχου απομακρύνθηκε σιγά–σιγά από τη μορφή με το σκεπασμένο πρόσωπο.

Κάτι όμως έχει αλλάξει. Η χαραμάδα στον τοίχο δε λέει να κλείσει. Και πίσω από τα ζωγραφισμένα σου αστέρια, έξω από το στερεό αναμφισβήτητο κόσμο σου, παραμένει αισθητό εκείνο το άλλο που ανατρέπει τα πάντα. Δεν μπορείς να προστατευτείς. Αλλά δεν είσαι καθόλου πρόθυμος να το παραδεχτείς. Είσαι τόσο πληγωμένος, που η πληγή σου δε θα γιατρευτεί ποτέ. Τίποτα δε θα ξαναγίνει όπως πρώτα.

Και να που η παράξενη μορφή ξαναπερνάει μπροστά απ’ τα μάτια σου για δεύτερη φορά. Δεν έχει απομακρυνθεί. Σε περιμένει. "Έλα! ", σου λέει τρυφερά, "μάθε να πέφτεις!".

Κι εσύ απαντάς:

"Το να πέσεις είναι αρκετά άσκημο, όταν συμβεί. Αλλά να το θέλεις κι από μόνος σου, ή να το μαθαίνεις, είναι καθαρή τρέλα! Είσαι πειρασμός και θα σε νικήσω. Δεν πρόκειται να σε ακολουθήσω γι' αυτό φύγε!"

"Θα πέσεις!" λέει η μούμια, "κι άμα δεν έχεις μάθει πως να το κάνεις, τότε θα είναι επικίνδυνο για σένα. Παράτησε λοιπόν τα πάντα! Γιατί σύντομα τίποτα πια δε θα μπορεί να σε συγκρατήσει!"

"Χώθηκες σαν τον κλέφτη μέσα στον κόσμο μου", βάζεις εσύ τις φωνές, "κανένας δε σε κάλεσε. Με τη βία κατέστρεψες την ιδιοκτησία και το καταφύγιό μου. Μπορείς να καταστρέψεις αυτό που πάνω του ακουμπάω, αλλά δεν μπορείς να μ' αναγκάσεις να σε υπακούσω".

"Δε σε αναγκάζω", σου απαντάει, "σε ικετεύω, μικρέ μου αδελφέ! Ήρθε η ώρα!"

Μ' αυτά τα τελευταία λόγια χάνεται και πάλι απ' τα μάτια σου. Καθώς φεύγει, σηκώνει το χέρι να σε χαιρετήσει και σου φαίνεται πως διέκρινες στη λάμψη της αιώνιας αστραπής το ματωμένο χνάρι ενός καρφιού στην παλάμη της. Το βλέμμα σου όμως έχει ήδη στραφεί αλλού και συνεχίζεις να γυρνάς πάνω στο τραπέζι, κάτω απ' το θόλο σου.

Μονολογείς και λες, όλα είναι οφθαλμαπάτη. Αργά ή γρήγορα η σχισμή στον τοίχο θα κλείσει πάλι. Σαν να μην υπήρξε ποτέ. Και τότε θ' αποδειχτεί ότι στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ. Γιατί οι τοίχοι είναι παμπάλαιοι και δεν μπορεί κανείς να τους καταστρέψει. Αυτά που υπήρχαν, θα υπάρχουν πάντα. Όλα τ' άλλα είναι ψεύτικα, και ποιος ξέρει πού βρέθηκαν. Δεν πρέπει κανείς να δίνει πίστη σε τέτοια πράγματα. Κι ύστερα είναι κι αυτή η τρομερή πρόσκληση! Σάμπως να περιείχε και μια δόση απειλής; Κι αν άπλωνες το χέρι σου και πιανόσουν απ' αυτό το ματωμένο χέρι, ποιος σου εγγυάται ότι θα σε κρατούσε στ' αλήθεια; Ακόμα χειρότερα, μπορεί να σε κρατούσε μέχρι να βγεις από το μικρό σίγουρο κόσμο σου κι ύστερα να σε πέταγε στο χάος....Όχι, το καλύτερο είναι να κρυφτείς, να μη σε ξαναβρεί αυτός εκεί απέξω. Γίνε ακόμα πιο μικρός! Κρύψου! Αν δεν μπορεί να σε βρει, ίσως να τα παρατήσει, κι όλα θα ξαναγίνουν σαν πρώτα.

Η θολωτή αίθουσα γυρίζει αργά, μαζί με το τραπέζι και τις πόλεις και τα χωριά και τις λίμνες και στη μέση εσένα τον ίδιο. Και να που για τρίτη φορά αντικρίζεις ετούτη την παράξενη μορφή, στη μέση της ακίνητης θύελλας, στο φως της αιώνιας αστραπής.

"Μικρέ μου αδελφέ", λέει ξανά η φωνή κι αυτή τη φορά ακούγεται κουρασμένη, πονεμένη, "άκουσέ με και δώσε πίστη σ' αυτά που σου λέω! Δεν μπορείς να μείνεις άλλο εκεί που είσαι. Έλα έξω!"

"Θα με πιάσεις και θα με κρατήσεις, αν πέσω;", ρωτάς.

Η μορφή, η τυλιγμένη με το πανί, γνέφει αργά με το κεφάλι.

"Αν έχεις μάθει να πέφτεις, δε θα πέσεις. Δεν υπάρχει πάνω και κάτω, πού θα πέσεις λοιπόν; Τ' αστέρια συγκρατούν το ένα το άλλο στις τροχιές τους, χωρίς ν' αγγίζονται, απλά και μόνο επειδή έχουν συγγένεια μεταξύ τους. Το ίδιο θα συμβεί και με μας. Κάτι δικό μου βρίσκεται μέσα σου. Θα συγκρατούμε ο ένας τον άλλο, και δε θα στηριζόμαστε πουθενά αλλού, θα' μαστε αστέρια που γυρίζουν αργά, γι' αυτό παράτησέ τα όλα! Ελευθερώσου!"

"Πώς μπορώ να ξέρω ότι μου λες την αλήθεια;", φωνάζεις απελπισμένος.

"Αυτή τη σιγουριά πρέπει να την ψάξεις μέσα σου", σου απαντάει, "γιατί εγώ βρίσκομαι μέσα σου κι εσύ μέσα μου. Ακόμα κι οι αλήθειες κρατιούνται μεταξύ τους και δε στηρίζονται πουθενά".

"Όχι!", ουρλιάζεις, "αυτό δεν υποφέρεται! Δεν υπάρχει λοιπόν σωτηρία από σένα; Τι σε νοιάζει για μένα; Γιατί δε μ’ αφήνεις στην ησυχία μου, εδώ που κάθομαι; Δεν την θέλω την ελευθερία σου!"

"Θα ζήσεις ελεύθερος ή δε θα ζήσεις καθόλου".

Μετά ακούς κάτι που μοιάζει με αναστεναγμό. Οι τοίχοι σαλεύουν κι η σχισμή κλείνει ακριβώς όπως το ήθελες. Χαίρεσαι, αλλά η χαρά σου δεν κρατάει πολύ.

Κάτι συμβαίνει γύρω σου, κάτι που σιγά–σιγά αρχίζεις και το νιώθεις.

Ο γνώριμος κόσμος σου δε σου είναι πια γνώριμος. Στρέφεται εναντίον σου. Σκιές σκύβουν από το θόλο ψηλά, γκρίζες, πεινασμένες μορφές από ομίχλη, πρόσωπα μεγάλα και μικρά, που τα βλέπεις μπροστά σου κι ύστερα δεν τα βλέπεις, μια ταραγμένη θάλασσα από μπερδεμένα μέλη και σώματα που διαλύονται και σχηματίζονται γρήγορα ξανά. Τι κάνουν; Ποιοι είναι; Από πού έρχονται; Ξετρυπώνουν από τα μπαούλα και τα ντουλάπια, από την κλεψύδρα κι από τους τοίχους ακόμα, απ' όλα αυτά που σε στήριζαν και σ' έκαναν να νιώθεις σιγουριά. Η ιδιοκτησία σου και το καταφύγιό σου δεν υπάρχουν πια, καταστρέφονται μόνα τους. Κι ενώ η θολωτή αίθουσα περιστρέφεται αργά γύρω σου, γύρω από σένα που είσαι το μικρό εύθραυστο κέντρο της, εσύ αναγκάζεσαι να τα δεχτείς όλα, αφού δεν μπορείς να εμποδίσεις τίποτα. Εξάλλου συ ο ίδιος τα προκάλεσες.

Ωστόσο ακόμα σε φοβούνται, εσένα που είσαι ο δημιουργός τους. Τουλάχιστον έτσι φαίνεται. Σπρώχνονται στις πιο μακρινές γωνιές, κοντά στους τοίχους. Στριμώχνονται στις άκρες και γλείφουν με τα ομιχλώδη σώματά τους τις ζωγραφιές, τα αστέρια χλομιάζουν. Απ' όπου περνούν, το στερέωμα θολώνει και γίνεται ίδιο μ' αυτά τα περίεργα πλάσματα. Σου κλέβουν τον κόσμο σου, σου κλέβουν την πραγματικότητά του, του ρουφάνε την ουσία του και τον μεταμορφώνουν σε φάντασμα. Τον διαλύουν, γιατί ποτέ δεν υπήρξε. Αχόρταγα σε πλησιάζουν ολοένα και περισσότερο. Μόνο το τραπέζι με τη χοντρή του τάβλα και το τοπίο του έχει απομείνει. Γυρίζει ακόμα κι εσύ στη μέση του γυρίζεις μαζί του. Το ξέρεις πια, θα καταπιούν κι εσένα, θα σε διαλύσουν, γιατί ποτέ δεν υπήρξες.

Νιώθεις τα χτυπήματα του σφυριού, αλλά δεν τ' ακούς. Μα τι κάνουν εκεί; Ανοίγουν μια στοά από τη μια άκρη του τραπεζιού μέχρι την άλλη, κατά μήκος της τάβλας. Είναι κουραστική δουλειά, αυτοί όμως δεν κουράζονται. Στο τέλος το τραπέζι ανοίγει στα δύο κι απ' το άνοιγμα στάζει κάποιο υγρό, που το γλείφουν λαίμαργα σαν τα σκυλιά. Κι εσένα σου φαίνεται σαν να πίνουν το ίδιο σου το αίμα, που στάζει, καθώς με κάθε χτύπο της καρδιάς σου το τραπέζι γίνεται ανύπαρχτο. Ανείπωτη φρίκη και τρόμος σε κυριεύουν.

"Αδελφέ!", φωνάζεις, κι η φωνή σου δεν ακούγεται καλά–καλά, "σώσε με! Μάθε με να πέφτω!"

Ο τοίχος όμως δεν ανοίγει, γιατί δεν υπάρχει πια τοίχος. Σε λίγο δε θα υπάρχει τίποτ' άλλο, παρά μόνο το χάος. Θα πέφτεις και θα πέφτεις, χωρίς να έχεις μάθει πώς γίνεται, και θα ψάχνεις μέσα σου γι' αυτό που έχεις κοινό με τον αδερφό σου, για να στηριχτείς εκεί, όπως στηρίζονται μεταξύ τους τ' αστέρια στις τροχιές τους, επειδή πουθενά αλλού δεν θα μπορείς πια να στηριχτείς. Κι αυτό όμως ακόμα, θα μπορέσεις να το καταφέρεις; Θα τα καταφέρεις τώρα, που δεν έχεις μάθει πώς γίνεται;

Τώρα χάθηκαν όλα.

Ήρθε η ώρα.

Τώρα!»



Το διήγημα περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Μίχαελ Έντε "Ο Καθρέφτης Μέσα Στον Καθρέφτη" [Michael Ende, “Der Spiegel im Spiegel: Ein Labyrinth ist eine surrealistische Geschichtensammlung”]. Πρώτη έκδοση: 1984. Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου.


Για την παρουσίαση: το φονικό κουνέλι, Απρίλης του 19.






21 Απριλίου 2019

Hitler lives, Hitler lives... (if we forget)


Hitler lives... if we forget / Ο Χίτλερ ζει.. αν ξεχάσουμε. Ένα τραγούδι υπενθύμισης. Μια παρουσίαση από το φονικό κουνέλι.




«Μη χαίρεστε που σκοτώσατε το κτήνος. Η σκύλα που το γέννησε ζει και είναι ακόμα σε οργασμό» - Μπέρτολτ Μπρεχτ



Ο λόγος για ένα τραγούδι. Συμπεριλαμβανόταν σε μια συλλογή με ιστορικά και σπάνια αμερικάνικα τραγούδια, που ηχογραφήθηκαν στη διάρκεια των δεκαετιών του 30 και του 40. Την είχα ξετρυπώσει κάπου στα άδυτα του διαδικτύου, σαν άλλο ακατέργαστο ορυκτό σε κάποιο βαθύ και εγκαταλελειμμένο ορυχείο – και την κοσκίνιζα, σε αναζήτηση πολύτιμου μεταλλεύματος μέσα στην πέτρα και τη σκόνη.

Αρκετά απ’ τα τραγούδια έφεραν ως θεματολογία τους τον πόλεμο και το περιεχόμενό τους ήταν – φυσικά – πατριωτικό. «Εμπρός παιδιά», «πάμε να νικήσουμε», «πάμε να τους πάρουμε τις πόλεις», «με το καλό να επιστρέψουμε στις πατρίδες μας νικητές» και άλλα σχετικά, όμοια με εκείνα που γράφονταν σε πολλές άλλες χώρες του κόσμου τον καιρό εκείνον – σαν τη δική μας. Σκοπός των τραγουδιών ήταν να εμψυχώσουν τους στρατιώτες που έφευγαν για το μέτωπο και να εξάρουν τις αρετές της μάχης για τον κοινό σκοπό. Καμία έκπληξη ως εδώ. Ιστορικά κειμήλια.

Μέχρι που το βλέμμα μου έπεσε σε ένα τραγούδι που έφερε τον οξύμωρο τίτλο “Hitler Lives” – “Ο Χίτλερ Ζει”. Γραμμένο το 1945 – μόλις είχε τελειώσει ο πόλεμος και είχε ηττηθεί ο φασισμός. Απόρησα. Τι σόι τραγούδι να είναι πάλι αυτό; - και γιατί να τιτλοφορείται κατ’ αυτόν τον τρόπο;

1945. Πανηγυρισμοί. Νικήσαμε! Η εικόνα του αμερικάνου ναύτη που φιλάει την κοπέλα καταμεσής του δρόμου. Ο κόσμος ελεύθερος! Κι εκεί που λες πως το κυρίαρχο ένστικτο είναι πλέον να ξεχάσει ο κόσμος τα δεινά του πολέμου και να αφεθεί στις χαρές της ελευθερίας – γράφεται ένα τραγούδι που αναφέρει πως «ο Χίτλερ ζει»; Ένα αμερικάνικο τραγούδι;

Η περιέργειά μου είχε χτυπήσει κόκκινο – πάτησα μεμιάς το Play.

Μια μελωδική ακουστική κιθάρα. Ρυθμοί country – δεν χωράει αμφιβολία, πρόκειται για αμερικάνικο τραγούδι. Και μια γυναίκα στα φωνητικά – για την οποία έμαθα μετά πως ονομάζεται Rosalie Allen και πως συνιστά μια από τις εμβληματικές φιγούρες της country μουσικής της εποχής, γνωστή ως “βασίλισσα του Yodeling”.

Και ξεκινούν τα λόγια…




We hear lots of talk today 


Up and down life's broad highway 

About whether Hitler died in old Berlin. 

Here's one thing I'm telling you 

You can bet your life it's true 

If we forget our boys then Hitler lives again… 



Hitler lives... if we hurt our fellow man. 

Hitler lives... if we forget. 

Those who fought were heroes, died 

that our flag might float on high. 

If we forget, Hitler lives, Hitler lives. 



I see buddies here and there 

Mighty lonesome in despair 

Got no home and got no job and got no friends. 

If their trouble you ignore 

If you turn them from your door 

Then you can tell the world that Hitler lives again.



Is your memory so numb 

You've forgotten '41 

When the world was all aflame from shore to shore? 

You can count on this my friend 

You let Hitler live again 

If you should ever turn a hero from your door.




Ο Χίτλερ ζει – εάν ξεχάσουμε. Αν ξεχάσουμε όσους αγωνίστηκαν και πέθαναν. Να, λοιπόν, ποιο είναι το νόημα του τραγουδιού.

Μα – πράγμα σπάνιο για τα αμερικάνικα δεδομένα των καιρών – οι στίχοι του τραγουδιού σκάβουν ακόμα βαθύτερα.


«Βλέπω ανθρώπους, εδώ κι εκεί,

μοναχικούς μες στην απόγνωσή τους,

δίχως σπίτι, δίχως δουλειά και δίχως φίλους,

Αν αγνοήσεις τις σκοτούρες τους,

Αν κλείσεις την πόρτα σου στα πρόσωπά τους,

Να πεις στον κόσμο τότε πως ο Χίτλερ ζει ξανά»



Και εδώ ερχόμαστε στον πυρήνα, κατ’ εμέ, του τραγουδιού.

Τι είναι εκείνο που τρέφει τον φασισμό κάθε εποχής και κάθε γενιάς; Κάποιοι παρανοϊκοί ηγέτες; Όχι, βέβαια. Ο φασισμός τρέφεται από την απελπισία του κόσμου. Από τη φτώχεια, από την ανεργία, από τη βαθιά αίσθηση αδυναμίας ενός λαού – ο οποίος βλέπει τις ελπίδες του να συρρικνώνονται μέρα με τη μέρα και αποζητά κάποιες διεξόδους. Ο φασισμός συνιστά μια απάντηση – στρεβλωμένη, αποζητώντας αποδιοπομπαίους τράγους, καλλιεργώντας μίσος και αντλώντας δύναμη από ψευδαισθήσεις μεγαλείου – μα πρόκειται για μια απάντηση, μεταξύ άλλων.

Κάπως έτσι αναδείχτηκε ο Χίτλερ από τις στάχτες της οικονομικής κρίσης στα τέλη της δεκαετίας του 20. Κάπως έτσι αναδεικνύεται ο φασισμός κάθε εποχής. Μέσα από τις κρίσεις. Είναι η εύκολη απάντηση σ’ ένα πολύπλοκο ερώτημα. Γυρεύοντας δύναμη σε σύμβολα. Πρόθυμος να μετατραπεί σε όργανο κάθε αυταρχικού ηγέτη. Διατεθειμένος να θυσιάσει την ελευθερία του στον βωμό της μαζικής ψευδαίσθησης. Πλάθοντας φανταστικούς εχθρούς και επιθυμώντας να τους ποδοπατήσει. Τα πάντα – αρκεί να αισθάνεται ξανά ασφαλής και δυνατός.

Κάπως έτσι ανασταίνονται απ’ τις στάχτες τους οι Χίτλερ κάθε εποχής. Τρέφονται απ’ τις φλόγες της απελπισίας των λαών.

Βάζω το τραγούδι να παίξει άλλη μια φορά. Το αγάπησα. Πρόκειται για ένα κρυφό στολίδι της αμερικανικής μουσικής. Σε μια χώρα που πανηγύριζε, ματαιόδοξη στην επίδειξη της ανερχόμενής της υπερδύναμης, οι στίχοι του τραγουδιού μιλούν σε άλλο τόνο. Είναι προσγειωμένοι και ρεαλιστικοί. Σε καλούν να σκεφτείς – γιατί δεν αρκούν τα όπλα για να νικηθεί ο φασισμός.

Σκέψου, λοιπόν – σκέψου. Και άκουσε το όμορφο αυτό τραγούδι μαζί μου.



16 Απριλίου 2019

Η θνητή, λαβωμένη ομορφιά σου


Τερατόμορφο άγαλμα Γκαργκόιλ στην Παναγία των Παρισίων / Gargoyle on top of Notre Dame, in Paris




Κάθε πληγή σε ένα μεγάλο έργο τέχνης μοιάζει με πληγή στο πρόσωπο της αθανασίας μας. Δεν αναφέρομαι στην ατομική αθανασία, όχι. Αναφέρομαι σε εκείνη τη μία και μόνη αθανασία στην οποία μπορούμε βάσιμα να προσδοκούμε, σαν ανθρώπινο είδος: εκείνη των έργων του ανθρώπινου δημιουργικού πνεύματος. Εκείνα που κατορθώνουν να μας ενώσουν, παρά τις διαφορές μας· εκείνα για τα οποία μπορούμε να λέμε «να κάτι για το οποίο είμαστε πραγματικά υπερήφανοι».

Φαντάζομαι τον Κουασιμόδο, καταμεσής στα ερείπια του γοτθικού καμπαναριού, κρυμμένος πάντα από τα βλέμματα του κόσμου, τυλιγμένος στο πέπλο της σκόνης και της κάπνας, να κρατάει με τρυφερότητα κάποια καμένα απομεινάρια και να τους ψιθυρίζει. Και τα λόγια του είναι λόγια αγάπης. Μόνο αυτός γνωρίζει κάθε πέτρα, κάθε χαραμάδα, κάθε δοκάρι αυτής της εκκλησίας με το όνομά τους. Γιατί κανένας άλλος δεν αγάπησε τόσο το κρυστάλλινο τραγούδι των καμπάνων της Παναγίας των Παρισίων, όσο εκείνος. Τα όμορφα θνητά πρόσωπα δεν ανταπέδωσαν τον έρωτά του. Οι καμπάνες όμως ήταν πάντα εκεί γι’ αυτόν.

Μα στα δάκρυα του Κουασιμόδου υπάρχει κι ένα στρεβλό χαμόγελο. Τον βλέπω να θωπεύει τρυφερά τις μαύρες, σαν κάρβουνο πέτρες, και να λέει με σιγανή φωνή:

«Τώρα σε αγαπώ ακόμα πιο πολύ! Τώρα μου μοιάζεις περισσότερο! Παραμορφωμένη και γερμένη και θνητή σαν εμένα… Όχι, δεν θα στρέψω το βλέμμα μου από σένα – όχι τώρα! Θα σε αγαπήσω παράφορα, όπως αγαπώ την αράχνη και την τσουκνίδα· όπως έχω αγαπήσει τον ήχο της σκουριασμένης σου καμπάνας, ακόμα και στις παράφωνές του νότες – ειδικά στις παράφωνές του νότες! Είσαι πάντα όμορφη στα μάτια μου. Και σκόνη να γινόσουν, το ίδιο τρυφερά θα σ’ αγαπούσα. Ας μην είσαι αιώνια. Η αγάπη μου για σένα είναι αιώνια – όση αξία και αν έχει αυτό που σου λέω, εγώ, που ήρθα για να φύγω.

»Όμορφή μου, εσύ. Γλυκιά, παντοτινή, λαβωμένη ομορφιά μου.»


***


Υστερόγραφο. Ένα αφιέρωμα στο λογοτεχνικό έργο που μας έκανε να αγαπήσουμε τη Notre Dame: Ο Αντίλαλος της Παναγίας των Παρισίων (κλικ), του Βίκτωρ Ουγκώ.

Το φονικό κουνέλι, Απρίλης του 19

14 Απριλίου 2019

Η Ιστορία των Cure. Kεφάλαιο 1: Τα σκοτεινά χρόνια



Η Ιστορία των Cure. Ένα μεγάλο αφιέρωμα από το φονικό κουνέλι.




Ααα. Οι Cure. Ο παλιόφιλος Robert Smith. Aκούς ξανά τη μουσική τους και αισθάνεσαι πως ταξιδεύεις πίσω στα παλιά, ανταμώνεις με παρέες, επισκέπτεσαι μέρη που άλλοτε σύχναζες συχνά, αναβιώνεις συναισθήματα καταχωνιασμένα στα ενδότερα των αναμνήσεών σου. Αισθάνεσαι όμορφα. Είναι λες και πίνεις εκείνο το ποτήρι με κρασί που είχες καταχωνιάσει για χρόνια στο ράφι, μα ανοίγοντάς το σε κατακλύζει μεμιάς το άρωμα από περασμένες εμπειρίες. Νιώθεις πως τις ζεις για άλλη μια φορά.

Πολλοί από εμάς έχουμε συνδέσει τους Cure με ιδιαίτερες φάσεις της ζωής μας – όχι απαραίτητα ευχάριστες, όχι απαραίτητα δυσάρεστες, σίγουρα όμως χαρακτηριστικές. Οι πρώτοι μας έρωτες – ή ενδεχομένως οι πρώτες ερωτικές μας απογοητεύσεις. Οι φάσεις που μέναμε μόνοι στο δωμάτιό μας, ο κόσμος έξω αφιλόξενος, και η μουσική να παίζει ξανά και ξανά τραγούδια που σιγοτραγουδούσαμε τους στίχους. Πόσες φορές δεν αφεθήκαμε σκόπιμα στην αραχνιασμένη δίνη ενός “Lullaby”, δεν αισθανθήκαμε την ανάγκη να χορέψουμε σα νυχτόβια ξωτικά με το “Why Can’t I Be You” , δεν παρασυρθήκαμε με την ξέφρενη αισιοδοξία ενός “Friday I’m In Love”.

Πόσες φορές δεν περιφρονήσαμε κρυφά και όλους εκείνους που γνώριζαν τους Cure από αυτά και μόνο τα ραδιοφωνικά «χιτάκια» τους! Όχι εμείς όμως, που διυλίζαμε κάθε τραγούδι και κάθε στίχο του Ρόμπερτ Σμιθ, λιώνοντας με τη σειρά τον έναν μετά τον άλλο από τους δίσκους τους. Χαμένοι στον ομιχλώδη κόσμο του “Seventeen Seconds”, παρασυρόμενοι από την ψυχεδέλεια του “Top”, ταξιδεύοντας στα πλούσια ηχοτρόπια του “Kiss Me Kiss Me Kiss Me”. Παραδομένοι στη μαυρίλα του “Pornography” - τότε που ένιωθες πως η άβυσσος η ίδια συνιστά ένα φιλόξενο μέρος.

Το σημερινό αφιέρωμα απευθύνεται λοιπόν σε εμάς που δεν ακούσαμε απλά - μα ζήσαμε τη μουσική των Cure. Εμάς που φέρνουμε πάντα κατά νου τον Ρόμπερτ Σμιθ σαν εκείνο τον φίλο απ’ τα παλιά, με τον οποίο θα πάμε για ένα κρασάκι και θα αφηγηθούμε ιστορίες απ’ τα περασμένα, χαρούμενες και θλιβερές, απάνεμες και θυελλώδεις.

Και – ποιός ξέρει – ίσως ζήσουμε μια καινούργια ιστορία, έτοιμη να ξετυλίξει τις σελίδες της για μας. Η μουσική των Cure θα δώσει πάλι το παρόν, να είστε βέβαιοι γι’ αυτό.

Μια ματιά στην ιστορία και τη δισκογραφία των Cure, λοιπόν! Ένα συγκρότημα που πάντρεψε ουκ ολίγα μουσικά στυλ στα 30 και βάλε χρόνια της μουσικής παρουσίας του και ένας frontman που μοιράστηκε μαζί μας λέξεις και ήχους που έχουν, θαρρείς, γεννηθεί σε κάποιον φανταστικό παιχνιδότοπο: ένα ρόλερ κόστερ που σε εκτινάσσει στα ύψη και σε ρίχνει κάτω απότομα, διασχίζοντας χώρες πολύχρωμες και γκρίζες, χαρούμενες και σκοτεινές – Κι αυτό, ενώ παράλληλα έχεις βυθίσει το ενθουσιασμένο σου μούτρο σε ένα μπολ με παγωτό, ξέχειλο ως πάνω με σιρόπι. Ναι, αυτή είναι η μουσική των Cure και αυτός είναι ο ιδιαίτερος κόσμος του Robert Smith!


Σημείωση 2019: Το παρόν αφιέρωμα καταγράφτηκε πρώτη φορά εν έτει 2014. Αποφάσισα να το επαναφέρω, δίχως να αλλάξω το περιεχόμενό του, ώστε να το δουν περισσότερα Κιουράκια. Εμπρός λοιπόν! Ας θυμηθούμε...




Robert Smith reading a comic book in bed, 1986



Μέρος Ι – Τρία φανταστικά παιδιά και ένας Άραβας στο Κάιρο



Ο πάνω τίτλος θα μπορούσε να έχει δοθεί σε κάποια φτηνή σειρά παιδικής λογοτεχνίας, ή ενδεχομένως να είναι το όνομα μιας παιδικής τηλεοπτικής σειράς – σίγουρα παραπέμπει σε κάτι παιδικό πάντως, όπως παιδικό σχεδόν φαντάζει το εξώφυλλο του πρώτου δίσκου των Cure: Ένα ψυγείο, ένα φωτιστικό και μια σκούπα, σ’ ένα ροζ φόντο. Μεγαλοπρεπής μινιμαλιστική αισθητική, pop-art μεταφερμένη στην κουζίνα ενός σπιτιού, ή απλά έλλειψη έμπνευσης; Και όσο τα τραγούδια διαδέχονται το ένα το άλλο, η φωνή του Robert Smith μοιάζει σχεδόν με φωνή παιδιού – η χροιά του έμελλε να αλλάξει πολύ τα επόμενα χρόνια.

Κι όμως, αυτός ακριβώς ο πρώτος δίσκος των Cure με τίτλο “Three Imaginary Boys” σηματοδοτεί ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα ντεμπούτα άλμπουμ της εποχής του και έναν δίσκο που καταδεικνύει όσο κανένας άλλος τις μουσικές ρίζες του συγκροτήματος. Μία μπάντα που είχε ήδη προκαλέσει αίσθηση με το αμφιλεγόμενο πρώτο single τους, ένα τραγούδι που αναφέρεται σε κάποιον Άραβα που σκοτώνεται σε μια παραλία...

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά που έγιναν. Ήταν 1976 και στο Crawley της Αγγλίας κάποιοι νεανίες επίδοξοι μουσικοί, οι οποίοι είχαν μόλις τελειώσει το σχολείο, πρόσεξαν μια αγγελία της ανεξάρτητης “Hansa Records”: «Θέλετε να ηχογραφήσετε τα τραγούδια σας με την εταιρεία μας;». Αμέ, πως δε θέλουμε, σκέφτηκαν τα παλικάρια. Έπιασαν λοιπόν τα μουσικά τους όργανα, προσπάθησαν να γράψουν ορισμένα τραγούδια της προκοπής και τα συνόδεψαν με στίχους. Mεταξύ των παιδιών (τα οποία δε χρειάζεται να αναφέρουμε όλα, καθώς οι μισοί θα εγκατέλειπαν το συγκρότημα σύντομα) ανήκαν ο ντράμερ Laurence Tolhurst και ο κιθαρίστας Robert Smith.




Easy Cure band / Οι αγνώριστοι σχεδόν Cure, στο ξεκίνημά τους
Οι αγνώριστοι σχεδόν Cure, στο ξεκίνημά τους / Easy Cure band, 1977




Επηρεασμένοι από τον David Bowie και το κίνημα της glam rock (μουσικά, όσο και στυλιστικά, κάτι που θα φαινόταν κυρίως με την πάροδο των χρόνων), γουστάροντας τον Jimi Hendrix και εμποτισμένοι από την αναδυόμενη punk αισθητική της εποχής τους, το νεόφυτο σχήμα έφερε αμφισβητούμενες ικανότητες (έμεινε γνωστή η αδυναμία του Tolhurst να παίξει ντραμς της προκοπής), μα και άφθονη ενέργεια – ενώ ο κύριος Robert Smith είχε την ιδιαίτερη ικανότητα να συνθέτει τραγούδια που κατόρθωναν να καρφωθούν στο μυαλό σου, τραγούδια που συνόδευε με αρκετά χαρακτηριστικούς και ιδιαίτερα εσωτερικούς στίχους.

Ήταν μία διαφορετική εκδοχή της ποπ, εναρμονιζόμενη πλήρως με το μουσικό κύμα που σάρωνε τις δύο όχθες του Ατλαντικού εκείνον τον καιρό: ένα κύμα που συνδύαζε ωμή ενέργεια, μία αντισυμβατική ιδεολογία, με εύπεπτα, τρίλεπτα ή τετράλεπτα τραγούδια. Το 1977 είδε την έκρηξη του φαινομένου της πανκ και στα χρόνια που ακολούθησαν η πανκ άπλωσε κλαδιά προς άφθονες κατευθύνσεις, επηρεάζοντας πλήθος κόσμου και μεταμορφώνοντας η ίδια τον εαυτό της. Στα τέλη της δεκαετίας κυριαρχούσε το κίνημα του post-punk, και σε αυτόν τον χώρο συχνά εντάσσει ο κόσμος τους Cure των πρώτων χρόνων. Στην επιθετικότητα της αρχικής πανκ η post-punk αντιτάσσει εσωστρέφεια, μινιμαλισμό και πειραματικές διαθέσεις. Στα εκατοντάδες σχήματα της εποχής που δοκίμασαν να εκφραστούν σε ανάλογες φόρμες ανήκαν και οι πρώιμοι Cure.

Αρχικά το συγκρότημα ονομαζόταν Easy Cure, στην πορεία όμως εγκατέλειψαν το “easy” στον τίτλο, θεωρώντας το υπερβολικά «χίππικο». Η αρχική πορεία τους φάνταζε σαν περπάτημα σε ένα υπερβολικά κακοτράχαλο μονοπάτι, από εκείνα που φαίνεται να οδηγούν σε αδιέξοδο – για να μη πω και στον γκρεμό. Το να σε εγκαταλείπει άρον άρον η εταιρεία σου ενώ εσύ βρίσκεσαι ακόμα στο στάδιο της ηχογράφησης των πρώτων σου... demo, δε συνιστά την πλέον ελπιδοφόρα αρχή για κανέναν επίδοξο, νέο μουσικό! Έτσι έγινε όμως με τους Cure, όταν η Hansa Records αρνήθηκε να έχει οποιαδήποτε σχέση με το τραγούδι “Killing an Arab”, το οποίο το συγκρότημα επιθυμούσε να κυκλοφορήσει ως πρώτο του single. 




The Cure, Killing an Arab EP cover




To τραγούδι αναφέρεται στην δολοφονία ενός Άραβα σε κάποια παραλία και μεμιάς θεωρήθηκε ρατσιστικό - μία φήμη που θα το συνόδευε για πολλά χρόνια ακόμα και ένας λόγος που το ίδιο το συγκρότημα διατήρησε μια αμφιλεγόμενη στάση απέναντί του. Λίγοι βέβαια γνώριζαν τον καιρό εκείνον πως το τραγούδι έχει ως βασική αναφορά του το υπαρξιστικό μυθιστόρημα του Αλμπέρ Καμύ «Ο Ξένος», το οποίο περιλαμβάνει τη σκηνή με τον θάνατο του Άραβα, σε ένα από τα κομβικά του κεφάλαια. Ο Robert Smith ενδιαφερόταν πολύ για το κίνημα του υπαρξισμού και συχνά στους στίχους του θα βρείτε αναφορές σε θέματα που απασχόλησαν τους υπαρξιστές, όπως ο θάνατος, η ελευθερία, η αποξένωση και η αίσθηση (ή ή ανυπαρξία) νοήματος. 

Ο κόσμος, βέβαια, που πιθανό άκουγε το τραγούδι στο ραδιόφωνο αγνοούσε την πηγή έμπνευσης, δεν είχε ιδέα ποιό ήταν το περιεχόμενο του «Ξένου», ενώ ο Αλμπέρ Καμύ πιθανό να τους ήταν γνωστός μόνο ως όνομα – εν μέρει λοιπόν βρίσκω λογικό που το κομμάτι κατακρίθηκε ως ρατσιστικό.

Κρίμα και άδικο βέβαια, καθώς πρόκειται για ένα από τα ωραιότερα δείγματα της ποστ-πανκ μουσικής των καιρών του! Στο τραγούδι η φωνή του Smith αντηχεί σχεδόν ξύλινη, χωρίς συναίσθημα, λες και τραγουδάει ρομπότ - κάτι που δεν είναι τυχαίο σε ένα κομμάτι που έχει ως κεντρικό του θέμα την αποξένωση του σύγχρονου ανθρώπου. Δε ξέρω που βρίσκομαι, δε γνωρίζω τι κάνω, ποιός είμαι, τι νόημα έχουν όλα. «I’m alive… I’m dead… I am a stranger… Killing an Arab”. (click)

Αυτή θα μπορούσε να είναι η αρχή του τέλους. Θα μιλούσαμε για τους Cure ως ένα από εκείνα τα «θαμμένα» συγκροτήματα, που κυκλοφόρησαν ένα-δυο καλά τραγούδια και μετά χάθηκαν στην αφάνεια. Θα μπορούσε να είχε υπάρξει αυτή η εξέλιξη – εάν δεν ήταν ένας άνθρωπος. 




Οι Cure στα τέλη της δεκαετίας του 70




Ο λόγος για τον παραγωγό Chris Parry, στον οποίο χρωστούσαν πολλά οι νεογέννητες μπάντες των The Jam και Siouxsie and the Banshees. Ο Parry άκουσε τα πρώτα ντέμο των Cure και τα βρήκε ιδιαίτερα ενδιαφέροντα. Στα πρώτα αυτά τραγούδια ανήκαν τα “Boys Don’t Cry”, “Fire In Cairo”, “It’s Not You” και “10.15 Saturday Night”. Στην πορεία γνώρισε τα μέλη του συγκροτήματος (το οποίο ήταν πλέον τρίο από πέντε μέλη που ξεκίνησαν αρχικά και είχαν ήδη ξεκινήσει να κάνουν δουλειές αλλού – ο Tolhurst εργαζόταν σε ένα εργαστήριο χημείας). Γνωρίζοντας τη μπάντα τους συμπάθησε, παρά το γεγονός πως απουσίαζε πλήρως κάθε στυλιστική αίσθηση σε αυτούς (κάτι απαραίτητο για τους πανκς της εποχής), και σύντομα υπέγραψε μαζί τους στη δική του εταιρεία “Fiction”.

Kάπως έτσι λοιπόν σώθηκαν οι Cure. Για μία ακόμα φορά θα έφταναν στο χείλος του γκρεμού, και η δεύτερη φορά θα ήταν ακόμα σοβαρότερη σε σχέση με την πρώτη, αλλά γι’ αυτό θα μιλήσουμε στη συνέχεια!

Το “Killing an Arab” θα κυκλοφορούσε τελικά ως single και ουκ ολίγα μουσικά έντυπα ενθουσιάστηκαν, απονέμοντάς του μάλιστα τον τίτλο του “single της εβδομάδος”, ενώ το 1979 έμελλε να δουν και το πρώτο τους πρωτοσέλιδο στο μουσικό περιοδικό “Sounds”. Αυτό ενώ παράλληλα εξαπλωνόταν η αρνητική, ρατσιστική φήμη του τραγουδιού. Σε μία συναυλια του συγκροτήματος στο Nashville, κι ενώ βρισκόμαστε ακόμα στο έτος 1979, έδωσε ξαφνικά το παρόν μια μεγάλη ομάδα του νεοναζιστικού Εθνικού Μετώπου, θεωρώντας πως το “Killing an Arab” έχει ρατσιστικό περιεχόμενο και πως οι Cure είναι «δικοί τους». Εδώ που τα λέμε, οι ναζί και οι φασίστες είχαν πάντα αυτή την τάση να βλέπουν κοντόφθαλμα τα πράγματα, εμποτισμένοι από το φυλετικό τους μίσος και την μερική (στην καλύτερη περίπτωση) απουσία εγκεφάλου που τους χαρακτηρίζει. Από τότε που έγινε το συγκεκριμένο περιστατικό, ο Smith και οι Cure έδιναν όλο και λιγότερη έμφαση στο συγκεκριμένο τραγούδι, τόσο στα λάιβ όσο και στις συνεντεύξεις τους, θέλοντας να αποτινάξουν οποιαδήποτε υποψία ρατσιστικής ιδεολογίας.

Εξάλλου, είπαμε. Η πλειοψηφία του κόσμου δεν θα καταλάβει αν του πεις για τον Καμύ και τον υπαρξισμό. Μάλλον θα απομείνει να σε κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα. Από το να θεωρεί λοιπόν πως το τραγούδι έχει ως περιεχόμενο του το μίσος απέναντι σε αλλοεθνείς, καλύτερα να του δίνεις όσο λιγότερη έμφαση γίνεται. Κάπως έτσι έπραξαν οι Cure.

Tην ίδια περίοδο, κι ενώ το κίνημα του post punk βρισκόταν στο απόγειό του, οι Cure κυκλοφόρησαν επιτέλους το ντεμπούτο άλμπουμ τους, με τίτλο “Three Imaginary Boys”! Kαι αυτό το εντελώς χαρακτηριστικό εξώφυλλο, με το ψυγείο, τη σκούπα και το φωτιστικό (τα «τρία φανταστικά παιδιά» του τίτλου;), το οποίο δεν ήταν επιλογή του Smith ή της μπάντας, αλλά της εταιρείας.



The Cure, Three Imaginary Boys, first album cover




Οι Cure, βλέπετε, δεν είχαν ακόμα κάποιο “image” να πουλήσουν. Οι μέρες του make up δεν είχαν έρθει ακόμα και για ένα συγκρότημα που, λίγο πολύ, ανήκε στις παραφυάδες της πανκ μουσικής, η εικόνα έπαιζε σημαντικό ρόλο. Δεν ήταν παρά ορισμένα νεαρά παιδιά, με μινιμαλιστική σκηνική παρουσία, που ωστόσο ήξεραν να γράφουν ενδιαφέροντα τραγούδια. O Chris Parry θεώρησε πρέπον να διαμορφώσει ένα αντισυμβατικό εικαστικό στυλ, αντίστοιχο με το anti-image του συγκροτήματος, απογυμνωμένο από οποιαδήποτε υπόνοια συναισθήματος.

Στον Robert Smith δεν άρεσε.

Αντίστοιχα οι Cure δεν είχαν πολύ μεγάλο λόγο πάνω στο περιεχόμενο του δίσκου, ή στην επιλογή των τραγουδιών. Θεώρησαν πως το αποτέλεσμα ήταν περισσότερο «ποπ» σε σχέση με τις αρχικές, σκοτεινότερες και σαρκαστικές διαθέσεις τους. Η σατιρική διάθεση γίνεται έντονη στο τραγούδι “So What”, στο οποίο οι στίχοι δε συνιστούν παρά απαγγελία μιας διαφημιστικής προσφοράς με ένα φωνητικό στυλ που παραπέμπει στο «φτύσιμο» των στίχων από τις κλασικές βρετανικές πανκ μπάντες. Οι σκοτεινές διαθέσεις του συγκροτήματος εξάλλου φαίνονται ιδιαίτερα στο αργό και ατμοσφαιρικό “Subway Song”, με αυτή την χαρακτηριστική, ανατριχιαστική τσιρίδα στο φινάλε, καθώς και στο ομότιτλο “Three Imaginary Boys”, το μουσικό στυλ του οποίου παραπέμπει στην πορεία που θα ακολουθούσαν οι Cure τα επόμενα χρόνια.

Το εναρκτήριο “10.15 Saturday Night” (click) ανήκει σαφέστατα στα κορυφαία τραγούδια των πρώιμων Cure, ένας ύμνος στην αποξένωση και τη μοναξιά και ένα τραγούδι ολικής post punk αρτιότητας. Αυτή η βρύση που κυλάει, κυλάει, κυλάει στον νιπτήρα, ενώ τα φώτα είναι κλειστά και η νύχτα σέρνει βασανιστικά τα βήματά της θα στοιχειώνει κάθε έναν από μας, που ένιωσε κάποτε να ταυτίζεται με το περιεχόμενο των στίχων του. Το “Accuracy” είναι ένα από τα αγαπημένα τραγούδια του Σμιθ, ενώ το “Grinding Halt” ανήκει στα δυναμικότερα κομμάτια του δίσκου. 

Σε όλα αυτά η φωνή του Smith ηχεί εντελώς διαφορετική από τον Robert Smith των ύστερων χρόνων. Όχι μόνο η χροιά του φαντάζει περισσότερο «εφηβική», μα και το συναίσθημα με το οποίο τον έχουμε ταυτίσει δείχνει να απουσιάζει. Πραγματικά, ο δίσκος διαπνέεται πλήρως από εκείνο το «δε με νοιάζει τίποτα, δε δίνω δεκάρα για κανέναν» attitude - τόσο χαρακτηριστικό της πανκ φιλοσοφίας.

Το “Fire In Cairo” (click) συνιστά μία από τις περισσότερο ποπ, μα και όμορφες στιγμές του δίσκου. Διαχρονικά αγαπημένο μέσα στην απλότητά του, θυμίζοντας σχεδόν παιδικό τραγουδάκι στο ρεφραίν, το συγκρότημα συνεχίζει να το τιμάει στα λάιβ του τόσα χρόνια μετά. Aπό την άλλη, κομμάτια όπως το “Meat Hook” και η διασκευή στο “Foxy Lady” του Jimi Hendrix… θα ήταν καλύτερα αν τα ξεχνούσαμε. Δεν είναι τυχαίο που δεν συμπεριλαμβάνονται στην αμερικανική έκδοση του δίσκου, η οποία κυκλοφόρησε με τον τίτλο “Boys Don’t Cry”, με διαφορετικό εξώφυλλο (στο πνεύμα του “Fire In Cairo”) και άλλο περιεχόμενο και σειρά τραγουδιών. Εδώ το συγκρότημα είχε λόγο, βλέπετε, και είναι φανερό. Στην αμερικανική αυτή εκδοχή του ντεμπούτου συμπεριλαμβάνονται και τα “Boys Don’t Cry”, “Killing an Arab” και “Jumping Someone Else’s Train”, τρία από τα γνωστότερα τραγούδια τους, τα οποία ντροπιαστικά δεν περιλαμβάνονταν στην επίσημη, βρετανική εκδοχή του άλμπουμ! Πραγματικά αναρωτιέμαι που είχαν το μυαλό τους οι παραγωγοί. 



The Cure, Boys Don't Cry, album cover
The Cure, Jumping Someone Else's Train, EP cover
The Cure, bootleg album cover, live in Amsterdam 1979




Για το “Killing an Arab” μιλήσαμε. Το “Jumping Someone Else’s Train” (click), με αυτόν τον τόσο χαρακτηριστικό ρυθμό του που θυμίζει τρένα που συναγωνίζονται το ένα το άλλο για το ποιό θα φτάσει γρηγορότερα στον τερματισμό, έχει ως σημείο αναφοράς του τον ανταγωνισμό που είχε καλλιεργηθεί ανάμεσα σε διάφορες βρετανικές μπάντες του κινήματος τoυ Μod Revival, της εποχής. Κοινώς, ποιός θα «πατήσει πάνω σε ποιόν».

Όσο αφορά το “Boys Don’t Cry” (click), νομίζω τα πολλά λόγια είναι περιττά. Ένα από τα διαχρονικότερα τραγούδια των Cure και ένας ύμνος της ποπ κουλτούρας, από εκείνα που έχουν ακούσει σχεδόν οι πάντες ακόμα και αν δεν έχουν σχέση με τη μουσική τους, το οποίο παντρεύει στιχουργικά (μα και στη μελωδία των φωνητικών) τη μελαγχολία της εγκατάλειψης με εκείνο το γλυκό, σχεδόν αισιόδοξο αίσθημα που έμελλε να δούμε ξανά και ξανά στους Cure των ύστερων χρόνων. «Ναι, φίλε μου, τα πράγματα δεν πήγαν όπως επιθυμείς, μα χαμογέλα, η ζωή συνεχίζεται». Αυτό είναι το μήνυμα και πως να μη ταυτιστείς μαζί του. Δε θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως πολλοί από εμάς αγαπήσαμε αρχικά τους Cure με κομμάτια όπως αυτό. Φυσικά το τραγούδι κυκλοφόρησε ως single, εντός αποθεωτικών κριτικών («Ο Τζον Λέννον όπως θα τραγουδούσε στα 12 ή 13 του» ήταν μία από αυτές, με κάποια δόση υπερβολής ίσως), ωστόσο δε σημείωσε επιτυχία τον καιρό εκείνο. Οι μέρες μαζικής απήχησης των Cure δεν είχαν ακόμα έρθει.

Φτάνοντας στο τέλος της πρώιμης εκείνης φάσης του συγκροτήματος, αξίζει να αναφέρουμε το project του Robert Smith με τον ποζεράδικο τίτλο “Cult Hero” και την ακόμα περισσότερο ποζεράδικη μουσική του, όπως τουλάχιστον φάνηκε στα τραγούδια “I’m a Cult Hero” (click) και “I Dig You”, αμφότερα ύμνοι μιας περισσότερο χύμα ροκ αισθητικής που δε θα βλέπαμε ξανά από τους Cure. Mεταξύ άλλων, το project συμπεριλαμβάνει τον Simon Gallup στο μπάσο, με τον οποίο τότε ο Smith ξεκίνησε μια μακρόχρονη, άκρως εποικοδομητική συνεργασία: ο Gallup θα γινόταν το δεύτερο, μετά τον Σμιθ, μακροβιότερο μέλος των Cure.

Κι ενώ οδεύουμε σταδιακά στη δεκαετία του 80, σύννεφα ομίχλης φαίνεται να καλύπτουν το μουσικό ουρανό και τις διαθέσεις του συγκροτήματος. Η σκοτεινότερη περίοδος των Cure βρισκόταν προ των πυλών.




The Cure during the early 80's / Οι Cure στις αρχές της δεκαετίας του 80
The Cure during the early 80's / Οι Cure στις αρχές της δεκαετίας του 80
The Cure during the early 80's / Οι Cure στις αρχές της δεκαετίας του 80



Μέρος ΙΙ – 100 Χρόνια




Ξεκινώντας αυτό το αφιέρωμα, έχω να ομολογήσω πως περίμενα αυτή τη στιγμή περισσότερο απ’ όλες. Το δεύτερο αυτό μέρος καταπιάνεται με την περίοδο κατά την οποία οι Cure παρέδωσαν ορισμένα από τα σκοτεινότερα δείγματα μουσικής που είχε επιχειρήσει να δώσει μέχρι τότε οποιοδήποτε συγκρότημα. Βρισκόμαστε προ των πυλών μιας χώρας στερημένης από χρώμα, εκεί που δε φωτίζουν οι αχτίδες του ηλίου, και ο χάρτης πάνω στον οποίο θα βαδίσουμε είναι βαμμένος σε ποικίλες αποχρώσεις του γκρίζου, φτάνοντας (στο τέλος της διαδρομής) στο απόλυτο μαύρο.

Είναι πραγματικά παράξενο αυτό που συμβαίνει με διάφορα κοινωνικά και ιστορικά φαινόμενα. Μεμονωμένοι άνθρωποι επιχειρούν ορισμένες πράξεις, υποκινούμενοι από τα δικά τους, προσωπικά κίνητρα... Κάπως συμβαίνει όμως και οι πράξεις αυτές, μακροπρόθεσμα, φαίνεται να εντάσσονται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, σαν μέρη ενός κινήματος. Η ιστορία παρουσιάζει τις πράξεις αυτές σαν τμήματα ενός συνεκτικού Όλου, σαν αναπόσπαστα στοιχεία ενός γενικότερου φαινομένου, ενώ τα μεμονωμένα άτομα πιθανό να μην είχαν καμία τέτοια πρόθεση αρχικά.

Κάπως έτσι συνέβη με εκείνο το μουσικό και πολιτισμικό φαινόμενο που ονομάστηκε “gothic” και είχε καθιερωθεί πλέον, σαν όρος και κουλτούρα, στα μισά της δεκαετίας του 80. Ωστόσο τα συγκροτήματα εκείνα που συνέβαλαν στην αρχική του εξάπλωση, οι δημιουργοί του είδους, δεν είχαν καμία απολύτως επίγνωση πως η μουσική που παίζουν συνιστά μέρος ενός ευρύτερου φαινομένου. Απλά έγραφαν μουσική για τους εαυτούς τους, με τον τρόπο που αισθάνονταν, πιθανώς επηρεασμένοι οι μεν από τους δε, μα σίγουρα χωρίς να έχουν σκοπό να ενταχτούν σε μια νέα μουσική κατηγορία. Κάπως έτσι λοιπόν, στα τέλη της δεκαετίας του 70, αρκετές από τις μπάντες του post punk άρχισαν να γίνονται όλο και περισσότερο εσωστρεφείς, χαμηλώνοντας τους τόνους, δίνοντας έμφαση στα συναισθήματα που τους ταλάνιζαν, συνδυάζοντάς το με σκοτεινότερες και συχνά ατμοσφαιρικές μουσικές εξερευνήσεις. Δεν είχαν συνεννοηθεί μεταξύ τους, ούτε ασφαλώς είπαν: «παιδιά, πάμε να δημιουργήσουμε το gothic».

Έτσι έγινε όμως, και λίγα χρόνια μετά ο όρος είχε καθιερωθεί, από ΜΜΕ και οπαδούς, και συγκροτήματα που έπαιζαν στο περίφημο Batcave του Λονδίνου είχαν βαπτιστεί ως σημαιοφόροι του νέου κινήματος της νύχτας, κραδαίνοντας τα μαύρα λάβαρά τους. Προπάτορες του κινήματος, δημιουργοί της gothic μουσικής, οι Joy Division, οι Bauhaus, η Siouxsie και οι Cure. Kανένα από αυτά τα συγκροτήματα δεν δήλωνε “gothic”, δεν είχε επίγνωση πως η μουσική του θα γίνει μέρος ενός ευρύτερου φαινομένου και οι ίδιοι θα βαπτιστούν πατέρες του. Και όταν πια το φαινόμενο είχε καθιερωθεί, τα ίδια τα συγκροτήματα είχαν πάει αλλού... 



Robert Smith wearing a Marilyn Monroe T-Shirt




Επιστρέφουμε λοιπόν στους Cure και στον ανήσυχο, βασανισμένο νου του Robert Smith. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 70 είχε έρθει σε επαφή με την Siouxsie και το συγκρότημά της, τους Banshees, καθώς και με τον μπασίστα του συγκροτήματος, τον Steven Severin. H μεταξύ τους γνωριμία θα απέβαινε εποικοδομητική και για τις δύο πλευρές. Ο Σμιθ σταδιακά ενσωματώθηκε στους Banshees, παίζοντας κιθάρα, και για ορισμένα χρόνια θα συνιστούσε κανονικό μέλος του συγκροτήματος. Παράλληλα οι δικοί του Cure τους συνόδευαν στις συναυλίες, παίζοντας support. Κάπως έτσι λοιπόν ο Σμιθ βρέθηκε να έχει αποκτήσει διπλό ρόλο, κιθαρίστας στο ένα συγκρότημα, frontman στο άλλο.

Αυτό σε μια περίοδο που η Siouxsie και η μπάντα της σκοτείνιαζαν όλο και περισσότερο τον ήχο τους – μια εποχή που οι Joy Division είχαν προκαλέσει αίσθηση στους post punk κύκλους, με τον ψυχρό, μινιμαλιστικό τους ήχο και τους βαθιά πεσιμιστικούς τους στίχους, ενώ ο Peter Murphy ξεπρόβαλε, σαν άλλος βρυκόλακας, από το μαύρο φέρετρο της μουσικής βιομηχανίας...

Τον καιρό που βρισκόταν σε tour με τους Banshees o Smith έγραφε τους στίχους του επόμενου δίσκου των Cure. Το όνομα του ήταν “Seventeen Seconds”. Καμία εταιρεία δεν επενέβη αυτή τη φορά, δεν έγινε η παραμικρή υπόδειξη ως προς το περιεχόμενο. Για πρώτη φορά ο έλεγχος ανήκε αποκλειστικά στον Σμιθ – κάτι που εκμεταλλεύτηκε και με το παραπάνω. Σταδιακά οι Cure γίνονταν όλο και περισσότερο δική του μπάντα, αποτύπωση σε νότες και σε στίχους του δικού του, προσωπικού κόσμου. «Υποτίθεται είχαμε δημοκρατία, μα συχνά εγώ έπαιρνα όλες τις αποφάσεις», είχε πει αργότερα.

Αυτό δεν άρεσε σε όλους, όπως δεν άρεσε και η μουσική κατεύθυνση που φαινόταν να παίρνει το συγκρότημα. Ο πληκτράς Matthew Hartley, μέλος του συγκροτήματος κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης του δεύτερού τους δίσκου, παραιτήθηκε λέγοντας: «συνειδητοποίησα πως το γκρουπ οδεύει προς μία αυτοκτονική, καταθλιπτική μουσική, κάτι που δε με ενδιέφερε καθόλου». Αυτό, σε συνδυασμό με ένα οργισμένο επεισόδιο σε κάποιο ξενοδοχείο, που συμπεριελάμβανε σπάσιμο άφθονων επίπλων. Ωστόσο άλλοι δεν είχαν την ίδια άποψη. Κατά τη διάρκεια του “Seventeen Seconds” έγινε επίσημα μέλος του συγκροτήματος ο μπασίστας Simon Gallup, το δεύτερο σημαντικότερο μέλος της ιστορίας των Cure. 




The Cure, Seventeen Seconds second album cover
The Cure, A Forest & Another Journey By Train EP cover




Ο νέος δίσκος υποδέχεται τη δεκαετία που ξημερώνει με νεφελώδεις διαθέσεις, ομιχλώδεις σαν το εξώφυλλό του. Το “Seventeen Seconds” φαντάζει σαν την κάθοδο σ’ έναν κόσμο μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, ένα ρευστό τοπίο με χρώματα που σβήνουν υπό τον ήχο της βροχής, μια διαδρομή σ’ ένα ομιχλώδες δάσος χωρίς αρχή και τέλος. Πρόκειται για ένα υποδειγματικό έργο μινιμαλιστικής αισθητικής και ένα από τα ατμοσφαιρικότερα άλμπουμ της εποχής του, ιδανικό για μοναχική ακρόαση τις συννεφιασμένες μέρες του χρόνου. Tα τραγούδια δένουν απόλυτα το ένα με το άλλο, ενώ ορισμένα μουσικά περάσματα ανάμεσά τους είναι ιδανικά για να σε βάλουν στο κατάλληλο κλίμα.

Ο Smith είχε αναφέρει στις επιρροές του τον Nick Drake και τον David Bowie του “Low”. Πρόκειται για δίσκο που πρέπει κάποιος να βιώσει από την αρχή μέχρι το τέλος, ωστόσο αν έπρεπε να ξεχωρίσω ορισμένες στιγμές, εκείνες θα ήταν το ανεβαστικό “Play For Today” (click, ο τέλειος συνδετικός κρίκος μεταξύ των Cure του πρώτου και του δεύτερου δίσκου), τα μυστηριώδη “Secrets” και “At Your House”, το εκπληκτικό “M” (click, ένα από τα ωραιότερα τραγούδια που έγραψαν ποτέ) και, φυσικά, το “Forest” (click), το άσμα-σήμα κατατεθέν των Cure εκείνης της περίοδου, ένα ονειρικό τραγούδι και αρχέτυπο της ανώνυμης ακόμα gothic μουσικής σκηνής. 

Και εσύ, στο μεταξύ, πιάνεις τον εαυτό σου να χάνεται μέσα στον λαβύρινθο των δέντρων του, ανάμεσα σε μονοπάτια που μπλέκονται σαν ιστοί αράχνης, διεισδύοντας ολοένα και βαθύτερα στην ομίχλη και το όνειρο, «again, and again, and again, and again, and again...».

Και αν το “Seventeen Seconds” αφήνει να φανούν ορισμένες αχτίδες φωτός και κάποιες υποψίες χρώματος πίσω από το πέπλο της ομίχλης, ο επόμενος δίσκος των Cure θα τις έσβηνε μεμιάς και θα άφηνε στη θέση τους το γκρίζο, ένα αβάσταχτο γκρίζο που απλώνεται προς ατελείωτες κατευθύνσεις, γύρω σου και μέσα σου, χωρίς την παραμικρή ελπίδα να φανεί ξανά το φως. Ο Robert Smith εισερχόταν ολοένα και περισσότερο σ’ έναν κόσμο υπαρξιστικής αγωνίας και μηδενισμού και το συγκρότημα ήταν ο καμβάς πάνω στον οποίο ζωγράφιζε τις ζοφερές του πινελιές.




The Cure, Faith album cover, 1981
Dark forest church
Pic source


Βρισκόμαστε στο έτος 1981 και κυκλοφορεί ο τρίτος δίσκος των Cure. To όνομά του: “Faith”. Mη σας ξεγελάει το όνομα όμως, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα άλμπουμ δηλωτικό μιας πίστης, μα ακριβώς το αντίθετο. «Είχα αρχίσει να σκέφτομαι πολύ το θέμα του θανάτου», είχε πει ο Σμιθ. «Σκεπτόμουν πόσο εύκολο είναι να τον θεωρούμε κάτι απόμακρο και αφηρημένο, μέχρι εκείνος να κάνει την εμφάνιση του στην πόρτα μας». Ο Σμιθ είχε ξεκινήσει να επισκέπτεται εκκλησίες, ενώ τον ίδιο καιρό η μητέρα του ντράμερ Lol Tolhurst ήταν βαριά άρρωστη, στα πρόθυρα του θανάτου. Ο Σμιθ παρακολουθούσε τον κόσμο στις εκκλησίες που προσευχόταν με κατάνυξη και αφηνόταν σε μια ανώτερη δύναμη, ζηλεύοντάς τους. «Συνειδητοποίησα ξαφνικά πως δεν είχα καθόλου πίστη και ένιωσα να τρομάζω με αυτό», είπε.

Υπό το συγκεκριμένο κλίμα ηχογραφήθηκε λοιπόν το “Faith”. «Τα περισσότερα τραγούδια προσφέρονται για να κρεμαστείς ακούγοντάς τα», είχε πει για το περιεχόμενο του άλμπουμ ο παραγωγός Mike Hedges. Οι κριτικοί τότε αντιμετώπισαν τον δίσκο με αντιφατικά συναισθήματα, ορισμένοι μάλιστα καταδίκασαν τους βαθιά ζοφερούς του τόνους, θεωρώντας τους επιτηδευμένους, «ένα ύφος που έπρεπε να έχει πεθάνει με τους Joy Division», όπως είπε κάποιος. Με το πέρασμα των χρόνων όμως οι κριτικοί είδαν τον δίσκο με διαφορετικό μάτι, επαινώντας την ομορφιά που αναδεικνύεται καταμεσής των καταθλιπτικών του τόνων, θεωρώντας τον ως ένα από τα πλέον υποβαθμισμένα άλμπουμ του συγκροτήματος.

Ωστόσο ο Σμιθ και οι εναπομείναντες δύο Cure (o Lol Tolhurst και ο Simon Gallup) βυθίζονταν όλο και βαθύτερα στη σκοτεινή άβυσσο των υπαρξιακών τους ανησυχιών. Δεν υπήρχε τίποτα το επιτηδευμένο σε όσα έκαναν, κάθε άλλο, θα μπορούσαμε να πούμε πως το “Faith” συνιστά μια απογυμνωμένη εξωτερίκευση βαθιά αληθινών, μέσα στην απόγνωσή τους, αισθημάτων. 

Οι Cure είχαν εισέλθει πλέον για τα καλά σ’ ένα πηγάδι από το οποίο φαινόταν να μην υπάρχει διέξοδος – μονάχα κάθοδος ολοένα και βαθύτερα. Και μαζί με αυτούς οι οπαδοί τους, που εξαπλώνονταν στο βρετανικό underground. Το συγκρότημα που είχε μας έλεγε πως τα «Αγόρια δεν Κλαίνε» δεν υπήρχε πια. Μέσα σε λίγα μόνο χρόνια οι Cure είχαν μετεξελιχθεί σε ένα βαθιά σκοτεινό και ατμοσφαιρικό σχήμα, μία μουσική έκφραση των βαθύτερων υπαρξιακών ανησυχιών του Ρόμπερτ Σμιθ, απομακρυσμένο πλήρως από τους κανόνες της μουσικής βιομηχανίας. 




Robert Smith, by Richard Bellia
The Cure bootleg, John Peel session, 1981
The Cure band in 1982 / Οι Cure εν έτει 1982




Να το πούμε αλλιώς, το “Faith” είναι ένας δύσκολος δίσκος. Δε προσφέρεται για άκουσμα όλες τις ώρες, βρίσκεται μίλια μακριά από τους Cure των ραδιοφωνικών χιτ. Εκεί που το “Seventeen Seconds” έδινε έμφαση στο μυστήριο, σ’ εκείνο το πέπλο που καλύπτει την πραγματικοτητα, εγείροντας ακόμα ερωτήματα, στο “Faith” το πέπλο αυτό φαίνεται να έχει πια χαθεί, τα ερωτήματα έχουν απαντηθεί και στη θέση τους ξεπροβάλλει μια αίσθηση αναδυόμενης απελπισίας.

Το μοναδικό πιασάρικο τραγούδι του άλμπουμ είναι το “Primary” (click), ένα τραγούδι που θα χαρακτήριζα πρώτο ξάδερφο του “Play For Today”, και μαζί με το “Doubt” (click), οι στιγμές εκείνες του δίσκου που οι Cure ανεβάζουν τους ρυθμούς και παντρεύουν τέλεια το προγενέστερο post punk με το νέο, μαύρο εκείνο στυλ που θα ονομαζόταν “gothic”. Πέραν αυτών το υπόλοιπο άλμπουμ είναι αργό και βαθιά ατμοσφαιρικό, μελαγχολικά ποιητικό και υπνωτιστικό συνάμα (Other Voices, The Funeral Party). «Τα τραγούδια είχαν μια πτωτική επιρροή πάνω μας, λες και παρασυρόμασταν σ’ έναν στρόβιλο προς τα κάτω», είχε πει ο Σμιθ. «Όσο πιο πολύ τα παίζαμε στα λάιβ, τόσο περισσότερο απελπισμένοι και απομονωμένοι νιώθαμε. Ορισμένες φορές άφηνα τη σκηνή κλαίγοντας».

Η συνέχεια ήταν ακόμα χειρότερη. Οι Cure είχαν σταδιακά σχηματίσει το όνομα ενός από τα ζοφερότερα λάιβ συγκροτήματα και ο κόσμος που μαζευόταν στις συναυλίες τους είχε διαμορφώσει μια αντιφατική στάση απέναντί τους – συχνά ξέσπαγαν καυγάδες με το κοινό, ενισχύοντας όλο και περισσότερο την αντισυμβατική εικόνα του σχήματος. 

Μέσα σ’ όλα είχαν ξεκινήσει και οι καταχρήσεις. Το LSD φαινόταν να παρέχει στον Σμιθ τη διέξοδο σ’ έναν εναλλακτικό, πολύχρωμο κόσμο, ως αντιστάθμισμα στο γκρίζο που έβλεπε παντού γύρω του. Η επαφή με την πραγματικότητα γινόταν προβληματική – σε κάποια φάση το συγκρότημα είχε φτάσει στην Αυστραλία για συναυλίες, μα ο Σμιθ δεν είχε ιδέα πως βρέθηκαν εκεί. Και το γκρίζο σταδιακά έχανε ακόμα και εκείνες τις λιγοστές υποψίες φωτός του. Σύντομα τα πάντα θα βάφονταν μαύρα, μαύρα όσο η βαθύτερη, άναστρη νύχτα.

Λίγο πριν την κάθοδο στην άβυσσο οι Cure θα μας παρέδιδαν ένα από τα πλέον ονειρικά και στοιχειωτικά ταυτόχρονα τραγούδια τους. Ο λόγος για το μαγευτικό “Charlotte Sometimes”, (click), βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο, το οποίο κυκλοφόρησε ξεχωριστά ως single. Το συγκεκριμένο κομμάτι συνιστά την τέλεια γέφυρα ανάμεσα στο “Faith” και τον δίσκο που θα ακολουθούσε.

Και το όνομα του δίσκου: “Pornography”. Βρισκόμαστε στο έτος 1982.




Pornography album cover by The Cure, 1982 / Εξώφυλλο του δίσκου Pornography από τους Cure
Pornography album back cover, by The Cure, 1982




Με το πέρασμα των χρόνων, το “Pornography” καθιερώθηκε ως ένα από τα άλμπουμ-ορόσημα της δεκαετίας του 80 και ένας από τους επιδραστικότερους δίσκους όλων των εποχών. Να το πούμε αλλιώς: To “Pornography” δεν ήταν ο δημοφιλέστερος δίσκος των Cure, ούτε εκείνος που θα τους εκτόξευε στο mainstream και θα τους μετέτρεπε σε superstars. Ήταν όμως το άλμπουμ που άσκησε την μεγαλύτερη επιρροή, από όλα όσα κυκλοφόρησαν ποτέ. Δε θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως το μουσικό κίνημα που ονομάστηκε “gothic” λίγο-πολύ χρωστάει την ύπαρξή του σε αυτόν και μια χούφτα ακόμα δίσκους, χωρίς τους οποίους πιθανό να μην είχε υπάρξει ποτέ, ή να μην είχε τη μορφή που ξέρουμε.

Και αυτά ενώ ο Robert Smith είχε βυθιστεί πλέον στο απόλυτο σκοτάδι. Στις σκοτεινές, ατμοσφαιρικές διαθέσεις των προηγούμενων δίσκων προστέθηκε θυμός και ωμή, μισάνθρωπη οργή. Ο ήχος έγινε περισσότερο επιθετικός και πρωτόγονος ταυτόχρονα. Τα τύμπανα ηχούν μονότονα, χτυπούν σα σφυριά πάνω στο κεφάλι σου, οι κιθάρες, δυνατότερες από ποτέ, ξεσπούν σε θρήνους, κάθε νότα τους καρφώνεται στο νου σου. Τα μελαγχολικά φωνητικά του Σμιθ έχουν παραχωρήσει τη θέση τους σε μια πρωτοφανή επιθετικότητα. Ελάχιστοι δίσκοι στην ιστορία της μουσικής ξεχειλίζουν με τόση μηδενιστική οργή και απελπισία. Τα πάντα φαίνεται να έχουν παραδοθεί στις δυνάμεις της νύχτας. Η ελπίδα έχει πεθάνει προ πολλού και ο θάνατος κυριαρχεί. 

“It doesn’t matter if we all die”, κάπως έτσι φωνάζει σπαρακτικά ο Σμιθ στο εναρκτήριο “100 Years”, έναν ύμνο βαμμένο στα μαύρα. Ο θάνατος βρίσκεται παντού ολόγυρά μας, σε κάθε μέρος, κάθε στιγμή, κυριεύει τους πάντες και από τη δρεπάνη του δεν υπάρχει διαφυγή.

Η αποτυχία, η απογοήτευση εξωθημένη στα άκρα, το αίσθημα πως οι προσπάθειες είναι καταδικασμένες να αποτύχουν, ένα πάγωμα καθετί όμορφου και ζωντανού μέσα σου, μια διάθεση μίσους απέναντι στον κόσμο που σε εξώθησε μέχρι αυτό το σημείο... 



The Cure's Pornography album masks
Αιματοβαμμένο make up του Ρόμπερτ Σμιθ, 1982 / Robert Smith's make up, 1982
The Cure live in Belgium poster, 1982, Pornography tour




Kι όμως, η σπαρακτική αυτή κραυγή σου ηχεί σχεδόν λυτρωτικά. Ακούγοντας το “Pornography”, αν βρίσκεσαι στις μαύρες σου, πιθανό να αισθανθείς καλύτερα – λες και έχεις βρει κάποιον καλό φίλο, ο οποίος μοιράζεται μαζί σου σε νότες και ήχους τα βαριά συναισθήματα που σε κατακλύζουν. Ο δίσκος δρα σχεδόν καθαρτικά, μέσα στην απόλυτη μαυρίλα του. 

«Είχα δύο επιλογές τον καιρό εκείνον», είπε αργότερα ο Σμιθ. «Ή να αυτοκτονήσω, ή να προσπαθήσω να διοχετεύσω όλα αυτά τα συναισθήματα μου στον δίσκο, βγάζοντάς τα από μέσα μου». 

Εκεί που η τέχνη σε λυτρώνει, παρέχοντας ένα παράθυρο στο αδιέξοδο που βρίσκεσαι.

Κάθε στιγμή του “Pornography” είναι μοναδική, ωστόσο επιτρέψτε μου να ξεχωρίσω ως κορυφαίες στιγμές το “100 Years” (click), το σπαρακτικό “Cold” (click), το καθηλωτικό “Siamese Twins” (click) και, τέλος, το συγκλονιστικό “The Figurehead” (click), ένα από τα πλέον σπαραξικάρδια και όμορφα μέσα στην απελπισία τους τραγούδια στην ιστορία της σκοτεινής μουσικής. 

Όσο αφορά το ομότιτλο “Pornography” (click) που κλείνει τον δίσκο, πρόκειται για μια κάθοδο σ’ έναν κόσμο μίσους και παράνοιας, ο οποίος όμως κλείνει με μια κραυγή που θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε λυτρωτική, μια έσχατη αχτίδα φωτός μες στο σκοτάδι: “I must fight this sickness… Find a CURE!”




The Cure live in Belgium, 1982, during the Pornography tour
Οι Cure λάιβ στο Βέλγιο εν έτει 1982, κατά την περιοδεία του Pornography




Και αυτά σε ένα άλμπουμ που ο Σμιθ θεωρούσε πως θα είναι το τελικό τους, καθώς οι σχέσεις ανάμεσα στα μέλη του συγκροτήματος είχαν επιδεινωθεί και δε φαινόταν να υπάρχει οποιαδήποτε προοπτική για τη συνέχεια. 

«Ήθελα να φτιάξω τον απόλυτο FUCK OFF δίσκο και μετά να αποσυρθώ», είπε ο Σμιθ.

Προς στιγμήν, φάνηκε πως θα γινόταν έτσι ακριβώς. Το ταξίδι των Cure θα τελείωνε εδώ, έχοντας διανύσει την άβυσσο και καταλήγοντας στο μελανότερο σημείο της... Ωστόσο, όπως είπε ο ίδιος o Smith: “I must find a cure…”

Αυτό ακριβώς θα έβρισκε τα επόμενα χρόνια: Τους Cure.

To συγκρότημα θα γεννιόταν εκ νέου από τις στάχτες του, αποδεικνύοντας πως ο θάνατος δε μπορεί παρά να είναι παροδικός: ένα ακόμα αναγκαίο στάδιο της ζωής.


Συνεχίζεται...


© Κείμενο: το φονικό κουνέλι, 2014-19. Παρακαλώ να μην αντιγραφτεί/αναδημοσιευτεί σε άλλες ιστοσελίδες.


Robert Smith and Siouxsie Sioux
Η Ιστορία των Cure από το φονικό κουνέλι, κολλάζ

7 Απριλίου 2019

Τα Παιδιά της Φάτσας


Μια αφιέρωση στις φίλες γάτες που γυρίζουν στο λαγούμι του Κούνελου...




Η Φάτσα ήταν μια γατούλα. Ένα ζωηρό και έξυπνο πλάσμα με το οποίο συνδέθηκα για ένα διάστημα 12 χρόνων. Και όταν η Φατσούλα αρρώστησε και έφυγε απ’ τη ζωή, με ελαφρύ βάδισμα, έναν αναστεναγμό και μια υπόσχεση, αισθάνθηκα πως έχασα μια πολύτιμη φίλη. Είχα λυγίσει. Αυτό συνέβη πριν δύο χρόνια, τέτοια εποχή.

Κατέθεσα τότε ένα μεγάλο αφιέρωμα στο blog [click], προς τιμήν όλων αυτών των αξιοθαύμαστων πλασμάτων. Και για ένα διάστημα μετά σταμάτησα να γράφω. Η απώλεια της Φάτσας έγινε αφορμή να μετακομίσω και να τρυπώσω σ’ ένα διαφορετικό λαγούμι, που – όλως τυχαίως; – εδράζεται σε μια περιοχή ξέχειλη με γάτες. Και – για φαντάσου – κάποιες από αυτές τις γάτες, με το πέρασμα του χρόνου, έμελλε να με πλησιάσουν. Γάτες που είχαν μάθει να ζουν έξω, μα διαπίστωσαν πως στη γειτονιά είχε έρθει ένας «δικός τους».

Στην αρχή με προσέγγιζαν στην πόρτα του σπιτιού, δυο-δυο, τρεις-τρεις, νιαουρίζοντας και γυρεύοντας φαί. Κανά δυο περισσότερο θαρραλέες έφτασαν ως και να τρυπώσουν μέσα στο σπίτι. Κάθονταν για λίγο, και μετά έβγαιναν πάλι. Μέχρι που ένας γάτος, ένας αληθινός μάγκας, τρύπωσε ένα βράδυ από ένα μικροσκοπικό άνοιγμα του παραθύρου. Γύρευε όχι απλά να φάει, μα κι ένα ζεστό μέρος για να κοιμηθεί ασφαλής το βράδυ. Αυτό ήταν – είχε δοθεί το εναρκτήριο λάκτισμα. Κι άλλες γάτες έμελλε να τον ακολουθήσουν στη συνέχεια.

Αυτές οι γάτες, λοιπόν, είναι τα «παιδιά της Φάτσας». Παιδιά όχι με την κυριολεκτική έννοια, μα συμβολικά. Διότι αν δεν είχε φύγει η Φατσούλα, δεν θα είχα αναζητήσει νέο σπίτι τον καιρό εκείνο. Δεν θα ερχόμουν σε μια νέα γειτονιά, και, ως επακόλουθο, δεν θα με έβρισκαν οι νέοι φίλοι μου. Μοιάζει λες και τους παρέδωσε τη σκυτάλη. «Σειρά σας, τώρα», την ακούω σχεδόν να λέει, νιαουρίζοντας με νόημα. 




Η Μπουκίτσα ενώ παρατηρεί την κίνηση...
Ο Πιέρ στο κεφαλόσκαλο του σπιτιού...
Η Γκρίζα στο παράθυρο...
Ένα αξιαγάπητο μουτράκι. Μια αφιέρωση στις γάτες που γυρίζουν στο λαγούμι του Κούνελου
Ώρα για φαί. Μια αφιέρωση στις γάτες που γυρίζουν στο λαγούμι του Κούνελου




Σε αυτά τα μικρά φιλαράκια αφιερώνω την παρούσα ανάρτηση. Ένα κείμενο που δεν σχετίζεται με τέχνες – μα με ένα ζώο που συνιστά έργο τέχνης από μόνο του. Εν τέλει πρόκειται για μια προσωπική αφιέρωση στα παρεάκια μου – τα ζώα που μου κρατούν συντροφιά τον καιρό αυτό. Τον Πιέρ, τη Μπουκίτσα, τον Μπούμπη, τη Βούρτσα, τον Μάγκα, τη Μπιλίτσα, τη Φρου Φρου, την Γκρίζα, τη Ρίνα – και τις άλλες, που γυροφέρνουν, εδώ κι εκεί.

Είναι επίσης ένα κείμενο που επιθυμώ να το αφιερώσω στη Φάτσα – την παλιά και αξέχαστη χνουδωτή φίλη μου. Και να ζητήσω από εσάς τους αναγνώστες και θαμώνες να αγαπάτε και να φροντίζετε τα ζώα – που, τόσο συχνά, παραμελούμε και περιθωριοποιούμε, μα που έχουν τόσα να μας διδάξουν, αν αφουγκραστούμε τη φωνή τους και αν χαζέψουμε την κίνησή τους.


«Τι κοιτάξεις εκεί με τόση φροντίδα; Τι ψάχνεις μέσα στα μάτια αυτού του πλάσματος; Βλέπεις εκεί την ώρα, σπάταλε κι αργόσχολε θνητέ;»

«Ναι, βλέπω την ώρα• είναι η Αιωνιότητα!» 


Σαρλ Μπωντλαίρ



Η Μπουκίτσα και ο Μπούμπης, δυο αξιαγάπητα γατιά.
Η Μπιλίτσα, μια όμορφη μαύρη γάτα
Η Γκριζούλα υπό το φως του μανιταριού....



Τα παιδιά της Φάτσας




Η πρώτη ήταν η Ρίνα (ή Σύλβια) και η αδερφή της, η Μουτζούρα. Ήταν εκείνες που πρώτες πέρασαν το κατώφλι του σπιτιού και μυρίστηκαν τον χώρο. Ακολούθησαν η Αρκουδίτσα και ο Μάγκας. Στον τελευταίο έδωσα το όνομα «Μάγκας» καθώς υπήρξε εκείνος που έμελλε ν’ ανακαλύψει το φοβερό αυτό πέρασμα δια του παραθύρου, κι ενώ το σπίτι είναι κλειστό.

Κάποια στιγμή κατέφτασε και ο Πιέρ. Ένας μεγάλος, τροφαντός γάταρος, ένας Βούδας με όλη τη σημασία της λέξης, η παρουσία του οποίου προσδίδει μια μοναδική αίσθηση στον χώρο. Σύντομα ξεπρόβαλε και μια λυγερόκορμη μαύρη γάτα (με μια μικροσκοπική λευκή τούφα στην κοιλιά), χαρακτηριστικό της οποίας είναι η ψιλή φωνή της. Την ονόμασα Μπιλίτσα, από το “Billie” – παραπέμποντας στη Billie Holiday.

Τότε ήταν που έφτασε και η Βούρτσα – η πιο χαδιάρα απ’ τις γάτες. Και ο Μπούμπης, ο πιο χαδιάρης απ’ τους γάτους.

Τον ίδιο καιρό κατέφτασε η Γκρίζα – πιο «γάτα» στα κλασικά χαρακτηριστικά της, δύσκολη με τις άλλες γάτες, μα αφοσιωμένη σε μένα.

Τέλος, ένα βράδυ έκανε την εμφάνισή της και η μικροσκοπική Μπουκίτσα. Η πιο ζωηρή όλων, ένα παιχνιδιάρικο γατάκι που έμελλε στην πορεία να δεθεί ιδιαίτερα με τον Πιέρ και τον Μπούμπη.

Αυτές είναι οι γάτες που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, πέρασαν το κατώφλι του σπιτιού. Μα δεν είναι οι μόνες – η γειτονιά κυριολεκτικά ξεχειλίζει και, πλάι στους τακτικούς θαμώνες, γυροφέρνουν κι άλλες γάτες, γειτόνισσες, φίλες κι αυτές. Η Φρου Φρου για παράδειγμα, η Ζοζεφίνα, η Γκρίζη, και μερικές ανώνυμες (ακόμα) μα εξίσου αξιαγάπητες. 




Το Ρινάκι. Οι γάτες της Αθήνας
Η Βούρτσα. Μια ζεστή και χαδιάρα γάτα.
Η Γκρίζα ενώ αράζει στο κρεβάτι
Ο Μπούμπης, ένας γάτος υπό το φως της νυχτερινής λάμπας
Η Φρου Φρου, μια γάτα της πόλης με χνουδωτή ουρά
Ο Μάγκας και ο Πιέρ, δύο όμορφοι αραχτοί γάτοι




Παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον να παρατηρώ την ομαδική συμπεριφορά των γατών – και να συνειδητοποιώ πως δεν υπάρχει γάτα που να είναι ίδια με την άλλη. Σαν τους ανθρώπους, συνάπτουν κι εκείνες τις φιλίες, τις συμμαχίες και τις σχέσεις τους, σαν τους ανθρώπους κάνουν τις επιλογές τους και δημιουργούν αντιπαλότητες. Κάποιες είναι κοινωνικές, άλλες είναι αντικοινωνικές. Κάποιες επιλέγουν περισσότερο δραστήρια ζωή, κάποιες προτιμούν την περιπέτεια, άλλες πάλι παραδίδονται στην όμορφη θαλπωρή της σπιτικής εστίας. Ως και στον τρόπο που γυρεύουν το φαί τους διαφέρουν η μία απ’ την άλλη – και φυσικά ξεχωρίζουν ως προς την στάση που επιλέγουν να έχουν απέναντί σου.

Και αν σε αγαπάνε – καμία δεν σε αγαπάει με τον ίδιο τρόπο. Η αγάπη κάθε γάτας είναι ξεχωριστή και δεν σκορπίζεται απλόχερα, το ίδιο σε όλους. Μα αυτό το διαπιστώνει μόνο εκείνος που έχει ζήσει μαζί τους και τις έχει γνωρίσει σε βάθος.

Κλείνοντας, θα ήθελα να κάνω μια αναφορά στις ωραίες εκείνες φιλοζωικές οργανώσεις που φροντίζουν τα αδέσποτα των πόλεων και αναλαμβάνουν αφιλοκερδώς τη στείρωση εκατοντάδων και εκατοντάδων γατών. Η γάτα δεν φτιάχτηκε για να γυρίζει καταμεσής των βρώμικων δρόμων, των κάδων με τα σκουπίδια και των δαιμονικών αυτοκινήτων – της αξίζουν πολύ περισσότερα από το αίσχος των σύγχρονων ελληνικών πόλεων.



Είπαν για τις γάτες… Ρητά και αποφθέγματα γνωστών γατόφιλων




«Ο χρόνος που περνάς με γάτες δεν είναι ποτέ χαμένος χρόνος»

Σίγκμουντ Φρόυντ



***



«Και το μικρότερο αιλουροειδές είναι ένα αριστούργημα»

Λεονάρντο ντα Βίντσι



***



«Υπάρχουν δύο καταφύγια από τις θλίψεις της ζωής: η μουσική και οι γάτες»

Άλμπερτ Σβάιτσερ



***


«Η γάτα έχει απόλυτη συναισθηματική ειλικρίνεια. Οι άνθρωποι, για τον ένα λόγο ή τον άλλο, μπορεί να κρύβουν τα συναισθήματά τους, μα η γάτα δεν το κάνει»

Έρνεστ Χέμινγουεϊ



***



«Έχω μελετήσει πολλούς φιλοσόφους και πολλές γάτες. Η σοφία των γατών είναι απεριόριστα ανώτερη»

Ιππόλυτος Τάιν



***



Ο Πιέρ και το Ρινάκι, δύο γατόνια που κοιμούνται αραχτά
Η Αρκουδίτσα και το διαπεραστικό της βλέμμα...




«Αγαπώ τις γάτες και απολαμβάνω το σπίτι μου. Και, λίγο λίγο, γίνονται η ορατή ψυχή του»

Ζαν Κοκτώ



***



«Όταν αισθάνομαι

πεσμένος

το μόνο που έχω να κάνω είναι

να βλέπω τις γάτες μου

και το κουράγιο μου

επιστρέφει»


Τσαρλς Μπουκόφσκι



***


«Ο γάτος δεν προσφέρει υπηρεσίες. Προσφέρει τον εαυτό του. Ασφαλώς χρειάζεται ασφάλεια και φροντίδα. Δεν παίρνεις αγάπη δίχως αντάλλαγμα»

William S. Burroughs



***



«Όταν ένας γάτος κολακεύει… δεν είναι ανειλικρινής: μπορείς με ασφάλεια να το πάρεις για αληθινή καλοσύνη»

Walter Savage Landor


***


Μια γάτα στο κέντρο της Αθήνας...
Η Βούρτσα και η Μπουκίτσα, ενώ ετοιμάζονται να περάσουν τη μαγική πύλη!
Ο Πιέρ αραχτός στο κρεβάτι





«Ένας άνθρωπος είπε στο Σύμπαν:

“Κύριε, υπάρχω!”

“Έξοχα”, απάντησε το Σύμπαν,

“αναζητώ κάποιον για να φροντίζει τις γάτες μου”»

Henry Beard



***


«“Ξέρεις τι θα έπρεπε να κάνω;”, ρώτησε ενθουσιασμένος o Χοσίνο.

“Ασφαλώς”, είπε η γάτα. “Τι σου έλεγα; Οι γάτες γνωρίζουμε τα πάντα. Όχι σαν τους σκύλους”»

Χαρούκι Μουρακάμι [“Kafka on the Shore”]



***



«Λοιπόν, εσείς οι άνθρωποι έχετε ονόματα, γιατί δεν γνωρίζετε ποιοι είστε. Εμείς γνωρίζουμε ποιες είμαστε – γι’ αυτό δεν χρειαζόμαστε ονόματα»

Neil Gaiman



***


«Σήκω από τον ύπνο σου, γέρικη γάτα,

Και με μεγάλα χασμουρητά και τεντώματα…

Κίνησε ήρεμα για αγάπη»

Kobayashi Issa, γιαπωνέζικο χαϊκού



***



«Στην αψεγάδιαστη χάρη της και στην ανώτερη αυτάρκειά της έχω δει το σύμβολο της τέλειας ομορφιάς και της γλυκιάς έλλειψης ατομικότητας του ίδιου του σύμπαντος… Στον αέρα του σιωπηλού της μυστηρίου εδράζεται για μένα όλο το δέος και ο θαυμασμός του αγνώστου»

H.P. Lovecraft



*** 



Η Μπιλίτσα, μια όμορφη μαύρη γάτα που ποζάρει για τον φακό
Ο Πιέρ και η Μπουκίτσα, δυο γατάκια κοιμούνται αγκαλιασμένα




«Δεν μπορώ ν' αντισταθώ σε μια γάτα, ειδικά αν γουργουρίζει. Είναι τα καθαρότερα, πονηρότερα και εξυπνότερα πλάσματα που γνωρίζω, πέρα από το κορίτσι που αγαπάς ασφαλώς.»

«Όταν ένας άνθρωπος αγαπάει τις γάτες, είμαι φίλος και σύντροφός του, δίχως δεύτερη σκέψη.»

Mark Twain



***


«Νομίζω πως οι γάτες είναι πνεύματα που έχουν έρθει στη γη. Είμαι βέβαιος πως μια γάτα θα μπορούσε να βαδίζει στα σύννεφα δίχως να πέσει κάτω…»

Ιούλιος Βερν



***



«Τι ψάχνεις μέσα στα μάτια αυτού του πλάσματος; Βλέπεις εκεί την ώρα, σπάταλε κι αργόσχολε θνητέ;»

«Ναι, βλέπω την ώρα• είναι η Αιωνιότητα!»

Σαρλ Μπωντλαίρ



***



«Τι μεγαλύτερο δώρο, από την αγάπη μιας γάτας!»

Κάρολος Ντίκενς



Αφιερωμένο στις φίλες μου, τις γάτες, στους ανθρώπους που τις αγαπούν - και στη Φατσούλα.

Το φονικό κουνέλι, Απρίλης του 19.



Η Φατσούλα, μια υπέροχη γάτα