18 Μαρτίου 2018

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας #9... Ο χορός των εφτά πέπλων






«Έκανα λοιπόν όλο αυτό το μακρινό ταξίδι, μονάχα για να ανακαλύψω πάλι εκείνο από το οποίο δραπέτευσα μακριά;»... Πωλ Γκωγκέν


Όλοι αναζητούμε κάποια μορφή απόδρασης. Όσο προσκολλημένοι και αν είμαστε στην πραγματικότητα του κόσμου που ζούμε, άλλο τόσο ρίχνουμε κλεφτές ματιές σε εκείνα που μπορούν να μας ταξιδέψουν σε κάποια άλλη μορφή πραγματικότητας. Θες γιατί ο πολιτισμός που έχουμε χτίσει ενίοτε μας πνίγει κάτω από το σωρό των καταναλωτικών αγαθών και τα ασφυκτικά όρια της καθημερινής ρουτίνας; Θες γιατί είμαστε λιγότερο ή περισσότερο φαντασιόπληκτοι, προσπαθώντας να υποκαταστήσουμε με τη φαντασία μας (όση μας έχει μείνει) εκείνα που μας λείπουν από την πραγματική ζωή; (ή αδυνατούμε να διεκδικήσουμε;) Θες απλά γιατί είναι η φύση της ύπαρξης να επιζητά μονίμως το κάτι παραπάνω – είναι ατελής και ανολοκλήρωτη γιατί μονάχα έτσι μπορεί να προχωρήσει και να θέσει στόχους που υπερβαίνουν το παρόν;

Η ουσία είναι πως η απόδραση συνιστά μέρος της καθημερινότητάς μας. Μας τρέφει, μας αναζωογονεί και – ενίοτε – μας υπνωτίζει. Μέσω της διέγερσης της φαντασίας είναι ικανή να μας ωθήσει να οραματιστούμε ένα καλύτερο παρόν (όπως συνέβαινε, για παράδειγμα, με τους Ρομαντικούς του 19ου αιώνα), είτε να μας βυθίσει σε μια χοάνη αποχαύνωσης (όπως συμβαίνει με μεγάλο μέρος της σύγχρονης μαζικής κουλτούρας). Σας άλλη Σαλώμη, χορεύει εμπρός μας τον Χορό των Εφτά Πέπλων – και μεις απομένουμε να τη θαυμάζουμε με ανοιχτό το στόμα, ξεχνώντας κάθε πραγματικότητα, παραδομένοι στη δίνη της απόλαυσης και της επιθυμίας.

Έτσι θα χορέψουμε και μεις στο σημερινό «Λαγούμι της Λογοτεχνίας». Εφτά πέπλα, εφτά αποδράσεις. Κάθε πέπλος που φεύγει θα μας πηγαίνει όλο και πιο κοντά στην πηγή – και θα μας αποκαλύψει κάποιες κρυφές αλήθειες… Θα αναβιώσουμε μια παιδική εμπειρία του Νίκου Καζαντζάκη, όταν χόρευε μπρος του μια ανατολίτισσα – και η ψυχή του έμοιαζε να παίζει με το θάνατο. Θα πιούμε το μεθυστικό πιοτό από τις Χίλιες και Μια Νύχτες. Θα ταξιδέψουμε παρέα με τον Πωλ Γκωγκέν στα νησιά του Ειρηνικού, αναζητώντας (μάταια;) να ξεφύγουμε από τον σύγχρονο πολιτισμό. Θα μιλήσουμε για τη μυστήρια εκείνη φυλή των «Nacirema» - και θα διερωτηθούμε για τη σχετικότητα των αξιών ανάμεσα στους πολιτισμούς του κόσμου και κατά πόσο όλα είναι θέμα οπτικής γωνίας. Θα αγγίξουμε τις απαρχές της ιστορίας της λογοτεχνίας, με το σουμεριακό «Έπος του Γκίλγκαμες» - γραμμένο πριν χιλιάδες χρόνια. Λίγο πριν την αφαίρεση του τελευταίου πέπλου, θα διερωτηθούμε, παρέα με τον Φρίντριχ Νίτσε, για τη σημασία της αλήθειας και της πλάνης…

Όσο αφορά το τελευταίο πέπλο; Αυτό το φύλαξα για τον «Σιντάρτα» του Χέρμαν Έσσε – και την αποκάλυψη μιας αλήθειας πέρα από το χρόνο, πέρα από την πολλαπλότητα των οπτικών γωνιών, πέρα από το καλό και το κακό…

Ας θέλετε να παρακολουθήσετε μαζί μου αυτόν τον ιδιαίτερο Χορό των Εφτά Πέπλων, ως τη μεγάλη αποκάλυψη του τέλους… δεν έχετε παρά να συνεχίσετε την ανάγνωση.



1ο Πέπλο: Η αφύπνιση του αισθησιασμού






«Βαστούσε ο κατακλυσμός όλη τη μέρα, είχε πλακώσει η νύχτα, σκοτείνιασε έξω ο κόσμος, ουρανός και γης έσμιξαν, έγιναν κι οι δύο λάσπη. Άναψαν κι άλλα λυχνάρια, τραβήχτηκαν όλοι κατά τον τοίχο, αναμέρισαν τα σκαμνιά και τα τραπέζια, να κάμουν τόπο, οι νέοι κι οι νιές κι οι γέροι θα χορέψουν (...)

Και πήγαινε μπροστά μια γυναίκα χλωμή, λιγνή, μια σαρανταριά χρονών, με χείλια πορτοκαλιά, γιατί τα χε τρίψει με καρυδόφυλλο, και τα κορακάτα μαλλιά της γυαλοκοπούσαν, αλειμμένα με δαφνόλαδο. Στράφηκα, την είδα και τρόμαξα. Γιατί γύρα τα μάτια της είχαν δύο σκούρους, γαλάζιους κύκλους και μέσα βαθιά έλαμπαν, όχι έλαμπαν, έκαιγαν τα δυό θεοσκότεινα μάτια. Μια στιγμή μου φάνηκε πως με κοίταξε. Πιάστηκα απ' την ποδιά της μάνας μου, ήθελε να με αρπάξει η γυναίκα αυτή, μου φάνηκε, να με πάρει να φύγουμε...

- Γειά σου Σουρμελίνα!, ακούστηκε ένας γέρος βαρβάτος με γένια τραγίσια, πετάχτηκε μπροστά της, έβγαλε το μαύρο κεφαλομάντιλο, έδωκε τη μιάν άκρα στη γυναίκα, πήρε αυτός την άλλη και ρίχτηκαν κι οι δυό αλλοπαρμένοι, με το κεφάλι αψηλά, με το κορμί λαμπάδα, στον χορό.

Η γυναίκα φορούσε ξύλινα τσόκαρα, τα χτυπούσε στο σανιδένιο πάτωμα, τ' αντιχτυπούσε με δύναμη κι όλο το σπίτι κουνιόταν. Λύθηκε η άσπρη μπολίδα της, φάνηκαν τα χρυσά φλουριά που στόλιζαν το λαιμό της, έπαιζαν τα ρουθούνια της, μυρίζουνταν τον αέρα, λάχνιζαν τα χνότα γύρω της των αντρών, λύγιζε, στρούφιζε, έκανε να πέσει στον άντρα μπροστά της, μα μονομιάς, μ' ένα λύγισμα των γοφιών της, αφανίζουνταν από μπρος του. (...) Κι ο κόσμος βούλιαξε κι απόμεινε μονάχα απάνω στο χάος η γυναίκα αυτή, η Σουρμελίνα, που χόρευε.

Είχε αγριέψει το πρόσωπο του γέρου, κατακοκκίνησε, κοίταζε τη γυναίκα, τα χείλια του έτρεμαν κι έλεγα τώρα θα της χυθεί να την κάμει κομμάτια. Θα το ψυχανεμίστηκε ο λυράρης, κι απότομα στάθηκε το δοξάρι. Κόπηκε ο χορός, απόμειναν οι δυο χορευταράδες με το πόδι ανάερα, ακίνητοι. Έτρεχε κρουνός ο ιδρώτας απάνω τους, έτρεξαν οι άντρες, πήραν τον γέρο και τον έτριβαν με ρακή, κι οι γυναίκες τριγύρισαν τη Σουρμελίνα, να μη βλέπουν οι άντρες. Χώθηκα κι εγώ ανάμεσά τους, δεν ήμουν ακόμα άντρας, με αφήκαν. Της άνοιξαν το μπολκάκι, της έριχναν ανθόνερο στο λαιμό, στις αμασκάλες και στα μελίγγια. Κι αυτή είχε κλειστά τα μάτια και χαμογελούσε. […]

Χορός και Σουρμελίνα και τρόμος έσμιξαν από τότε μέσα μου, έγιναν ένα. Χορός, γυναίκα και θάνατος. Ύστερα από σαράντα χρόνια στην Τιφλίδα, στην αψηλή ταράτσα του ξενοδοχείου "Οριέντ", μια Ιντιάνα σηκώθηκε να χορέψει. Έλαμπαν τ' άστρα από πάνω της, αφώτιστη η ταράτσα και γύρα μια δεκαριά άντρες και δεν έβλεπες παρά τις μικρές, κόκκινες φωτίτσες από τα τσιγάρα τους. Φορτωμένη βραχιόλια, σκουλαρίκια, πετράδια, χρυσούς χαλκάδες στους αστραγάλους της, η γυναίκα χόρευε αργά, με μια τρομάρα μυστικιά, θαρρείς και χόρευε στην άκρα του γκρεμού ή του Θεού, κι έπαιζε μαζί του, ζύγωνε, τον προκαλούσε, αλάργαινε κι έτρεμε σύγκορμη, μην πέσει.

Κάποτε απόμενε ασάλευτη και μονάχα τα μπράτσα της, σαν δυο φίδια, τυλίγουνταν και ξετυλίγουνταν κι έσμιγαν ερωτικά στον αέρα. Οι κόκκινες φωτίτσες έσβησαν, απόμειναν μονάχα σε όλη την απέραντη νύχτα η γυναίκα ετούτη που χόρευε κι από πάνω της τ' άστρα. Χόρευαν κι αυτά μαζί της, ακίνητα. Κρατούσαμε όλοι την ανάσα.

Κι άξαφνα με κυρίεψε τρόμος. Δεν ήταν ετούτη μια γυναίκα που χόρευε στην άκρα του γκρεμού, ήταν η ίδια η ψυχή μας που ερωτοτροπούσε κι έπαιζε με το θάνατο.»


Νίκου Καζαντζάκη. Από την "Αναφορά στον Γκρέκο". Ο πίνακας στην εικόνα είναι ο "Χορός των Εφτά Πέπλων" του Gaston Bussière (1925).



2ο Πέπλο: Οι επίγειες απολαύσεις






«Πίνε, πίνε το γλυκό πιοτό: πίνε ελεύθερα και με καλή καρδιά.

Πίνε το θεϊκό πιοτό που γιατρεύει κάθε λύπη και πόνο.

Μην αδειάζεις το ποτήρι, παρά με ένα φίλο μπιστικό, μ' ένα φίλο που έχει ευγενικιά καρδιά και μεγάλη αξία.

Μη δέχεσαι το ποτήρι, παρά από ένα χέρι αγαπητό σαν το δικό σου: το ποτήρι θυμίζει τις χάρες εκείνης που το προσφέρει, κι εκείνη που το προσφέρει θυμίζει τις γλύκες του κρασιού.

Καθώς ο αέρας που περνά απάνω από τα μυροβόλα λουλούδια φέρνει μιάν ευωδιά μεθυστική και γλυκιά, έτσι και τούτο το πιοτό, και γλυκό κρασί, ερχόμενο από τα μοσχομυρισμένα σου χεράκια, μου φέρνει μαζί του της σάρκας σου το μύρο και των χειλιών σου τη γλύκα.»



Από τις "Χίλιες και μια Νύχτες" και την "Ιστορία του Βαστάζου και των Τριών Κυράδων της Βαγδάτης" – γραμμένη στα βάθη του Μεσαίωνα. Η μετάφραση του Κ. Τρικογλίδη. Η εικονογράφηση στην εικόνα του Γάλλου Léon Carré.

Γιατί ποια μορφή απόδρασης είναι διαχρονικότερη, από την απόδραση και τη λησμονιά της τέρψης.



3ο Πέπλο: Αναζήτηση ενός άλλου πολιτισμού






Από τα κείμενα που έγραψε ο Πωλ Γκωγκέν, στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας του 19ου αιώνα.



«Τα Σκανδιναβικά σου μπλε μάτια κοίταξαν με προσοχή τους πίνακες που κρέμονταν στον τοίχο. Tότε ένιωσα την διέγερση της επανάστασης – μια πλήρη σύγκρουση ανάμεσα στον πολιτισμό σου και στον βαρβαρισμό μου. Τον πολιτισμό, από τον οποίο υποφέρεις. Τον βαρβαρισμό, ο οποίος, για μένα είναι μια αναζωογόνηση.»


***


«Φεύγω προκειμένου να βρω ειρήνη και ησυχία, να απαλλαγώ από τις επιδράσεις του πολιτισμού. Θέλω μόνο να κάνω απλή, πολύ απλή τέχνη και προκειμένου να τα καταφέρω, θα χρειαστεί να αφήσω τον εαυτό μου να απορροφηθεί από την παρθένα φύση, να μην βλέπω κανέναν παρά μόνο ιθαγενείς, να ζω τη δική τους ζωή, με καμία άλλη σκέψη στο νου πέρα από το απεικονίσω τα σχήματα που θα πάρουν μορφή μες στο μυαλό μου - με τον τρόπο ενός παιδιού..."


***


«Η ζωή στο νησί σύντομα έγινε δυσβάσταχτη.

Ήταν η Ευρώπη, εκείνη η Ευρώπη από την οποία επιθυμούσα να απαλλαγώ. Και αυτό υπό τις εκνευριστικές συνθήκες του αποικιακού σνομπισμού και τη μίμηση, γκροτέσκα συχνά στα πρόθυρα της καρικατούρας, των εθίμων μας, της μόδας, των διαστροφών και των παραλογισμών του πολιτισμού...

Έκανα λοιπόν όλο αυτό το μακρινό ταξίδι, μονάχα για να ανακαλύψω πάλι εκείνο από το οποίο δραπέτευσα μακριά;»...


***


Λόγια για την απόδραση από τον πολιτισμό και την αναζήτηση ενός καταφυγίου σ' έναν άλλο κόσμο, πέρα από τις επιδράσεις της Δύσης – έναν κόσμο που πλέον δεν υπάρχει, μα, όπως θα διαπίστωνε ο ίδιος ο Γκωγκέν, και τότε ακόμα είχε αρχίσει να χάνεται. Σήμερα οι ιθαγενείς στα νησιά φοράνε t-shirts, πίνουν και τρώνε στις γνωστές αλυσίδες και στέλνουν μηνύματα σε Ipad.

Και εμείς βλέπουμε τα έργα του Γκωγκέν εδώ, στην οθόνη του υπολογιστή μας. Το έργο της εικόνας είναι η "Arearea" του 1892.



4ο Πέπλο: Η σχετικότητα






Υπήρχε από παλιά η τάση να αντιμετωπίζουμε ως "αξιοπερίεργες" τις συνήθειες και τα έθιμα διαφορετικών λαών και πολιτισμών από τους δικούς μας - σε αντίθεση με τον δικό μας πολιτισμό και την δική μας κουλτούρα, που θεωρούμε "φυσιολογικά". Εν έτει 1956, ο ανθρωπολόγος Horace Miner παρουσίασε μια περίφημη μελέτη σχετικά με τις αντιλήψεις και τις περίεργες σωματικές τελετουργίες μιας φυλής, των Nacirema... Το απόσπασμα περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Κοινωνιολογία» του Anthony Giddens.


«Η βασική αντίληψη που φαίνεται να διατρέχει ολόκληρο το σύστημα των Nacirema μοιάζει να είναι ότι το ανθρώπινο σώμα είναι άσχημο, και ότι η φυσική του τάση είναι η εξασθένιση του και η αρρώστια. Όντας φυλακισμένος σε ένα τέτοιο σώμα, ο άνθρωπος δεν έχει άλλη ελπίδα από το να απομακρύνει τα χαρακτηριστικά αυτά με την χρήση των ισχυρών επιδράσεων του τελετουργικού και της τελετής... Κάθε νοικοκυριό διαθέτει ένα ή περισσότερα ιερά αφιερωμένα σε αυτόν τον σκοπό. [...]

Το κεντρικό σημείο ενός τέτοιου ιερού είναι ένα εντοιχισμένο κουτί ή ερμάριο, στο οποίο φυλάγονται τα διάφορα φυλαχτά ή μαγικά καταπότια, χωρίς τα οποία κανένας ιθαγενής δεν πιστεύει ότι μπορεί να επιβιώσει. Τα παρασκευάσματα αυτά τα προμηθεύονται από διάφορους εξειδικευμένους θεραπευτές. Οι πιο ισχυροί από αυτούς είναι οι γιατροί, η βοήθεια των οποίων πρέπει να ανταμειφθεί με σημαντικά δώρα. Καθορίζουν τα συστατικά τους και τα γράφουν σε μια αρχαία και μυστική γλώσσα. Την γλώσσα αυτή την γνωρίζουν μόνο οι γιατροί και οι παρασκευαστές, οι οποίοι, αμειβόμενοι με πρόσθετα δώρα, παρασκευάζουν τα απαιτούμενα φυλαχτά. [...]

Οι Nacirema έχουν έναν παθολογικό σχεδόν φόβο και μια έλξη για το στόμα, η κατάσταση του οποίου θεωρείται ότι ασκεί υπερφυσικές επιδράσεις σε όλες τις κοινωνικές σχέσεις. Οι ιθαγενείς πιστεύουν ότι, αν δεν υπήρχαν τα τελετουργικά του στόματος, θα έπεφταν τα δόντια τους, θα μάτωναν τα ούλα τους, θα μάζευαν τα σαγόνια τους, οι φίλοι τους θα τους εγκατέλειπαν και οι εραστές τους θα τους απόδιωχναν. Πιστεύουν ακόμη ότι υπάρχει μια στενή σχέση μεταξύ των στοματικών και των ηθικών χαρακτηριστικών. Υπάρχει, παραδείγματος χάρη, μια τελετουργική πλύση του στόματος για τα παιδιά, που πιστεύεται ότι βελτιώνει την ηθική τους υπόσταση.

Οι καθημερινές τελετουργίες που κάνουν όλοι περιλαμβάνουν και μια στοματική τελετουργία. Παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι τόσο σχολαστικοί για την φροντίδα του στόματος, το τελετουργικό αυτό συνεπάγεται κάποιες πρακτικές που μοιάζουν αηδιαστικές στον αμύητο. Μου αναφέρθηκε ότι το τελετουργικό συνίσταται στην εισαγωγή στο στόμα ενός μικρού μάτσου γουρουνότριχες και στην μετακίνησή του μέσα στο στόμα με εξαιρετικά τυποποιημένες κινήσεις.» [Miner, 1956]


***


Αυτή ήταν η περιγραφή της αξιοπερίεργης τελετουργίας της φυλής των Nacirema.

Ας δοκιμάσουμε τώρα να γράψουμε το όνομα στα αγγλικά: Nacirema... και να το αντιστρέψουμε.

Nacirema > American

Η περιγραφή που διαβάσατε δεν είναι άλλη από την καθημερινή συνήθεια του πλυσίματος των δοντιών, στις σύγχρονες κοινωνίες μας. Και αφορά όλους εμάς, τους "δυτικούς"... από τα μάτια ενός τρίτου. Γιατί όπως εμάς μας φαίνονται συχνά παράδοξες και "αφύσικες" οι συνήθειες και πρακτικές διαφορετικών λαών και πολιτισμών... το ίδιο φαντάζουν και οι δικές μας πρακτικές σε αυτούς.



5ο Πέπλο: Η μεταμόρφωση του έρωτα






Ας μετακινηθούμε μερικές χιλιάδες χρόνια πριν. Πολύ πριν την ρωμαϊκή εποχή, πολύ πριν τα έπη του Ομήρου, πολύ πριν τις ιστορίες της Βίβλου. Ας ταξιδέψουμε στην αρχαία Μεσοποταμία, στις ερήμους και στις αχανείς πεδιάδες της. Εκεί ζούσε ένας αγριάνθρωπος. Ονομαζόταν Ενκιντού. Η γλώσσα του ήταν εκείνη των ζώων, το ίδιο και οι συνήθειες του.

Ώσπου τον προσέγγισε μια πόρνη, ιέρεια της θεάς Ιστάρ - η Σάμχατ. Η Σάμχατ θέλησε να κάνει το ζώο άνθρωπο. Θέλησε να του χαρίσει τον έρωτά της. Έτσι λοιπόν:


«Τα άγρια ζώα ήρθανε να ξεδιψάσουν στο νερό.
Τότε ο Ενκιντού, ο γεννημένος στα βουνά,
Που τρέφεται με τα ζαρκάδια αντάμα χόρτα,
Σίμωσε στην ποτίστρα, για να πιεί αντάμα με τ' αγρίμια,
Με τ' άγρια ζώα στο νερό τη δίψα του να σβήσει.
Η Σάμχατ κοίταξε τον άξεστο,
Τον αγριάνθρωπο από τα βάθη της ερήμου,

"Νάτος, Σάμχατ! Γύμνωσε τα στήθη σου,
Τα σκέλια σου άνοιξε και άσ' τονε τα κάλλη σου ν' αδράξει.
Μην τραβηχτείς! Δέξου το πάθος του!
Όταν σε δει κοντά σου θά' ρθει.
Το ρούχο σου άνοιξε και απάνω σου άσ' τονε να ξαπλώσει.
Κάνε στον άμαθο ό,τι οι γυναίκες κάνουν.
Τ' αγρίμια που μεγάλωσαν στην έρημο μαζί του
θα τον απαρνηθούν.
Τον έρωτά του σε σένα θα χαρίσει!" [...]

Για έξι μέρες κι εφτά νύχτες ο Ενκιντού ξεσηκωμένος
Πλάγιαζε με τη Σάμχατ.
Κι όταν τα θέλγητρά της χόρτασε,
Κίνησε για τ' αγρίμια του στην έρημο.
Μα τα ζαρκάδια έφυγαν, τον Ενκιντού σαν είδαν,
Μακριά του φύγανε τ' αγρίμια της ερήμου.
Κατάπληκτος ο Ενκιντού τέντωσε το κορμί του,
Κοκάλωσαν τα γόνατα, τ' αγρίμια του είχαν φύγει.
Κατάκοπος ο Ενκιντού σιγάνεψε το βήμα του
- σαν πριν να τρέξει δεν μπορούσε.

Είχε όμως τώρα ωριμάσει και γνώση απόκτησε πλατειά.
Γυρίζει πίσω, κάθεται στα πόδια μπρος της πόρνης.
Το βλέμμα του σ' αυτήν σηκώνει,
Τ' αυτιά του τεντωμένα, καθώς μιλά η πόρνη
Και λέει σ' αυτόν, τον Ενκιντού:
Ενκιντού, είσαι σοφός, θεός μου μοιάζεις!"



***



Από το "Έπος του Γκίλγκαμες", σε μετάφραση της Aύρα Ward. Το παλαιότερο έπος στην ιστορία της ανθρωπότητας, με ρίζες ως την εποχή των αρχαίων Σουμερίων, πάνω από 2000 χρόνια π.χ.

Συνοψίζοντας το απόσπασμα που διαβάσατε με δυο προτάσεις: Ο άντρας στην αρχική μορφή του ήταν ίδιος με ζώο. Μια γυναίκα όμως, μια ιερόδουλη, του έμαθε τον έρωτα - και έγινε άνθρωπος και "γνώση απόκτησε πλατειά".



6ο Πέπλο: Η αναγκαιότητα της πλάνης;






«Τώρα σου φαίνεται πλάνη κάτι που άλλοτε το αγαπούσες ως αλήθεια ή πιθανότητα. Το πετάς μακριά σου κι έχεις την ψευδαίσθηση ότι το λογικό σου κέρδισε μια νίκη. Ίσως όμως αυτή η πλάνη να ήταν απαραίτητη για σένα τότε, τότε που ήσουν ακόμα διαφορετικός άνθρωπος – όπως είναι όλες οι τωρινές σου "αλήθειες", κάτι σαν δέρμα, που σου έκρυβε και σου κάλυπτε πολλά που δεν έπρεπε να δεις ακόμη.

Η καινούργια σου ζωή κι όχι το λογικό σου σκότωσε αυτή τη γνώμη για λογαριασμό σου: ΔΕΝ ΤΗ ΧΡΕΙΑΖΕΣΑΙ ΠΙΑ, και τώρα καταρρέει, και το α-λογο βγαίνει έρποντας σαν σκουλήκι από μέσα της στο φως. Όταν ασκούμε κριτική, αυτό δεν είναι αυθαίρετο και απρόσωπο γεγονός – είναι, τουλάχιστον πολύ συχνά, απόδειξη πως υπάρχουν μέσα μας ζωτικές δυνάμεις έτοιμες να κάνουν το φλοιό τους να σκάσει.

Αρνούμαστε και πρέπει να αρνούμαστε, επειδή κάτι μέσα μας ΘΕΛΕΙ να ζήσει και να επιβεβαιωθεί – κάτι που ίσως δεν το ξέρουμε, ή δεν το βλέπουμε ακόμη!»


Φρίντριχ Νίτσε. Από την "Χαρούμενη Επιστήμη". Πρώτη έκδοση το 1882.



7ο Πέπλο: Πέρα από τις αυταπάτες






«O Γκοβίντα είπε: "Σε πιστεύω πως δεν ακολούθησες κανέναν δάσκαλο. Αλλά δεν έχεις ανακαλύψει εσύ ο ίδιος, αν όχι μία διδαχή, μερικές γνώσεις, μερικές εμπειρίες, που σου ανήκουν και σε βοηθούν να ζεις; Αν ήθελες να μου πεις κάτι γι' αυτές θα μου έδινες μεγάλη χαρά".

Ο Σιντάρτα είπε: "Ναι, είχα σκέψεις και βιώματα, που και που. Ένιωσα κάποτε, για μια ώρα ή για μια μέρα, τη γνώση μέσα μου όπως νιώθει κανείς τη ζωή μέσα στην καρδιά του. Ήταν μερικές σκέψεις, μα μου είναι δύσκολο να τις μοιραστώ μαζί σου. Δες, Γκοβίντα μου, αυτή είναι μία από τις σκέψεις που ανακάλυψα: Η σοφία που προσπαθεί να μεταδώσει ο σοφός ηχεί πάντα σαν τρέλα".

"Αστειεύεσαι;", ρώτησε ο Γκοβίντα.

"Δεν αστειεύομαι. Λέω αυτό που ανακάλυψα. Μπορεί να μεταδώσει κανείς τη γνώση, αλλά όχι τη σοφία. Τη σοφία μπορεί κανείς να τη βρει, μπορεί να τη ζήσει, μπορεί να ενισχυθεί από αυτήν, να κάνει μ' αυτή θαύματα, αλλά δεν μπορεί να την πει και να την διδάξει. Αυτό ήταν που υποψιαζόμουνα καμιά φορά όταν ήμουν νέος, αυτός ήταν που με τράβηξε μακριά από τους δασκάλους.

Έχω ανακαλύψει μια σκέψη, Γκοβίντα, που θα σου φανεί πάλι σαν αστείο ή σαν τρέλα, αλλά είναι η καλύτερή μου σκέψη. Άκουσε τη: το αντίθετο κάθε αλήθειας είναι εξίσου αληθινό! Δηλαδή: μια αλήθεια που μπορεί να διατυπωθεί και να περιβληθεί με λόγια είναι πάντα μονόπλευρη. Μονόπλευρα είναι όλα όσα μπορεί κανείς να συλλογιστεί με σκέψεις και να πει με λέξεις, όλα μονόπλευρα, μισά όλα, αποκομμένα από την ολότητα, από τον κύκλο, από την ενότητα.

Όταν ο φωτισμένος Βούδας μιλούσε διδάσκοντας για τον κόσμο, ήταν αναγκασμένος να τον διαιρέσει σε σανσάρα και Νιρβάνα, σε πλάνη και αλήθεια, σε οδύνη και σε λύτρωση. Ο κόσμος όμως, όσα συμβαίνουν γύρω μας και μέσα μας, δεν είναι ποτέ μονόπλευρος. Ποτέ ένας άνθρωπος ή μια πράξη δεν είναι μόνο σανσάρα ή μόνο Νιρβάνα, ποτέ δεν είναι ένας άνθρωπος ολότελα άγιος ή εντελώς αμαρτωλός.

Κι αν φαίνεται έτσι, είναι γιατί είμαστε υποταγμένοι στην πλάνη πως ο χρόνος είναι κάτι πραγματικό. Ο χρόνος δεν είναι πραγματικός, Γκοβίντα, το διδάχτηκα πολλές φορές αυτό. Κι αν ο χρόνος δεν είναι πραγματικός, τότε είναι πλάνη και η διαχωριστική γραμμή που φαίνεται πως υπάρχει ανάμεσα στον κόσμο και την αιωνιότητα, ανάμεσα στην οδύνη και την μακαριότητα, ανάμεσα στο καλό και το κακό".»



Από το "Σιντάρτα" του Χέρμαν Έσσε [Herman Hesse]. Μετάφραση: Μ. Παξινού. Πρώτη έκδοση το 1922.



Τα προηγούμενα μέρη από το «Λαγούμι της Λογοτεχνίας» (κάνετε κλικ πάνω στους συνδέσμους)










Dance of the Seven Veils by Otto Pilny

11 Μαρτίου 2018

Μπρεχτ: Επιλογές από τις Ιστορίες του κυρίου Κόυνερ






«Ο κύριος Κ. διέσχιζε μια κοιλάδα όταν άξαφνα πρόσεξε ότι πατούσε στα νερά. Και τότε κατάλαβε πως η κοιλάδα του ήταν στην πραγματικότητα μια προέκταση της θάλασσας, και πως πλησίαζε η ώρα της παλίρροιας. Σταμάτησε λοιπόν, κοιτάζοντας γύρω του μήπως δει καμιά βάρκα, κι όσο κράτησε η ελπίδα του για τη βάρκα, δεν έκανε βήμα. Και καθώς βάρκα δεν φαινόταν πουθενά, εγκατέλειψε την πρώτη ελπίδα, κι άρχισε να ελπίζει ότι το νερό δεν θ’ ανέβαινε άλλο. Μα όταν το νερό έφτασε μέχρι το σαγόνι του, εγκατέλειψε και αυτή την ελπίδα και κολύμπησε. Είχε καταλάβει επιτέλους πως αυτός ήταν η βάρκα.»



Ιστορίες γραμμένες μεταξύ τριών δεκαετιών, στη διάρκεια των οποίων άλλαξε ο κόσμος· οι περισσότερες μικρές σε έκταση, κάποιες λίγες αράδες όλες κι όλες· δίχως απαραίτητα συνοχή μεταξύ τους, καλύπτοντας μια ποικιλία θεμάτων, συχνά φέροντας την προσωπίδα της αλληγορίας.

Πρωταγωνιστής τους; Ένας ανώνυμος χαρακτήρας της καθημερινότητας με το όνομα «Κόυνερ» [Keuner] - παραπέμποντας στο γερμανικό “keiner”, που σημαίνει «κανένας».

Μέθοδος του Κόυνερ; Η σωκρατική διαλεκτική.

Σκοπός του; Το ξεσκέπασμα του πέπλου της κοινωνικής υποκρισίας. Η σπουδή μιας κοινωνίας στη βάση της οποίας εδράζεται, σαν φίδι στη φωλιά του, η αδικία. Όπως ο Αίσωπος μια φορά κι έναν καιρό, μέσα από τους Μύθους του, αποκάλυπτε με αλληγορικά κείμενα τις αλήθειες της ανθρώπινης φύσης, αντίστοιχα ο «Κανένας» των ιστοριών μας φανερώνει την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής του. Μια εποχή που είδε – με τα μάτια του συγγραφέα της – το Μεσοπόλεμο, την άνοδο του φασισμού, το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και το διχασμό του κόσμου σε δύο αντίπαλα ψυχροπολεμικά στρατόπεδα.

Φυσικά το πανταχού παρόν βλέμμα, πίσω από τον «κανένα», δεν είναι άλλο από εκείνο του Μπέρτολτ Μπρεχτ [Bertolt Brecht]… Και οι «Ιστορίες του Κυρίου Κόυνερ» ανήκουν στα πλέον χαρακτηριστικά κείμενα που άφησε πίσω του ο γερμανός συγγραφέας της «Όπερας της Πεντάρας» και του «Κύκλου με την Κιμωλία». Διαφορετικά συγκριτικά με τα θεατρικά του, περισσότερο αλληγορικά, ως και αινιγματικά σε σημεία, μα προτάσσοντας πάντα την αιχμή της μαρξιστικής διαλεκτικής κριτικής του. Αν κάποιοι δημιουργοί ενδιαφέρονται να τυλίξουν τον κόσμο σε εξιδανικευμένα πέπλα ωραιοποίησης, ο Μπρεχτ κάνει ακριβώς το αντίθετο: μέσα από το μύθο επιθυμεί να απογυμνώσει την πραγματικότητα, να φανερώσει τις αντιφάσεις της, να καταδείξει τους αληθινούς σκοπούς της. Και με τον δικό του τρόπο να ωθήσει τον αναγνώστη του σε προβληματισμό και γόνιμη κοινωνική κριτική.

Στο παρόν αφιέρωμα επέλεξα τις αγαπημένες μου από τις «Ιστορίες του Κυρίου Κόυνερ». Εκείνες που με προβλημάτισαν περισσότερο, εκείνες στις οποίες, κατά τη γνώμη μου, ο συγγραφέας τους έσκαψε βαθύτερα στις ρίζες – ή απλά εκείνες που μου άρεσαν πιο πολύ. Μεταξύ άλλων θα βρείτε και το κλασικό «Αν Ήταν Άνθρωποι οι Καρχαρίες» (από τα γνωστότερα και πιο αγαπημένα κείμενα του Μπρεχτ).


Ας παραδώσω τη σκυτάλη στον κύριο Κόυνερ λοιπόν.








Μέτρα κατά της βίας



«Μια φορά, καθώς ο κύριος Κ., ο στοχαστής, έβγαζε λόγο σε μια κατάμεστη αίθουσα και καταφερόταν κατά της βίας, πρόσεξε ξαφνικά πως ο κόσμος άρχισε να οπισθοχωρεί και να φεύγει. Γύρισε τότε και είδε να στέκει πίσω του η Βία αυτοπροσώπως.

«Τι τους έλεγες;» τον ρώτησε η Βία.

«Τους μιλούσα υπέρ της Βίας», απάντησε ο κύριος Κ.

Την ώρα που έφευγε ο κύριος Κ., τον ρώτησαν οι μαθητές του γιατί υποχώρησε. Ο κύριος Κ. απάντησε: «Υποχώρησα για να μπορέσω να προχωρήσω. Εγώ πρέπει να ζήσω περισσότερο από τη Βία».

Και ο κύριος Κ. τους διηγήθηκε μια ιστορία:

Στο σπίτι του κυρίου Έγκε, που ήξερε να λέει όχι, μπήκε μια μέρα, στα χρόνια της παρανομίας, ένας πράκτορας και του έδειξε ένα χαρτί. Το χαρτί, στο όνομα εκείνων που είχαν καταλάβει την πόλη, όριζε ότι ο πράκτορας θα είχε στη δικαιοδοσία του κάθε σπίτι όπου θα πατούσε το πόδι του και κάθε λογής τροφή που θα ζητούσε, και πως θα είχε υπηρέτη του όποιον έβρισκε μπροστά του.

Ο πράκτορας πήρε καρέκλα και κάθισε, του ζήτησε φαγητό, πλύθηκε, ξάπλωσε, γύρισε με το πρόσωπο στον τοίχο, και πριν τον πάρει ο ύπνος ρώτησε: «Θα γίνεις υπηρέτης μου;»

Ο κύριος Έγκε τον σκέπασε με μια κουβέρτα, έδιωξε τις μύγες, κι άγρυπνος παραστάθηκε στον ύπνο του. Εφτά ολόκληρα χρόνια τον υπάκουγε όπως την πρώτη εκείνη μέρα, κι έκανε για τον πράκτορα τα πάντα, εκτός από ένα: δεν του είπε ποτέ λέξη. Κι ο πράκτορας όλο και πάχαινε απ’ το πολύ φαγητό, κοιμόταν και έδινε διαταγές, και πάνω στα εφτά χρόνια πέθανε. Τον τύλιξε τότε ο κύριος Έγκε στην τριμμένη κουβέρτα, τον έβγαλε σέρνοντας από το σπίτι, έπλυνε το στρώμα, έβαψε τους τοίχους, ανάσανε βαθιά και απάντησε:

«ΟΧΙ».



Το ανυπεράσπιστο παιδί



«Ο κύριος Κ. έλεγε πως είναι σφάλμα να καταπίνεις σιωπηλά την αδικία που σου έγινε, και διηγήθηκε την ακόλουθη ιστορία:

«Κάποιος περαστικός είδε ένα αγόρι που έκλαιγε και το ρώτησε τι είχε πάθει.

"Είχα δυο γρόσια για να πάω σινεμά" είπε το αγόρι, "κι ένα παιδί που περνούσε, μου άρπαξε το ένα γρόσι απ’ το χέρι", και του έδειξε ένα παιδί λίγο πιο πέρα.
"Και δεν φώναξες βοήθεια;" ρώτησε ο περαστικός.

"Πως δεν φώναξα!" είπε το αγόρι και οι λυγμοί του δυνάμωσαν.

"Και δεν σ’ άκουσε κανείς;" ρώτησε πάλι ο περαστικός, και το χάιδεψε τρυφερά.

"Όχι" είπε μέσα στ’ αναφιλητά του το αγόρι.

"Και γιατί δεν φώναξες πιο δυνατά; Δεν μπορούσες;" ξαναρώτησε ο περαστικός.

"Όχι" ξανάπε το αγόρι, που βλέποντάς τον να χαμογελάει, ένιωσε την ελπίδα του να ζωντανεύει.

"Τότε, δώσ’ μου το κι αυτό!" είπε ο περαστικός, και αρπάζοντάς του και το άλλο γρόσι από το χέρι, συνέχισε ανέμελα τον δρόμο του».








Ο κύριος Κ. και η φύση



«Όταν ερωτήθηκε για τη σχέση του με τη φύση, ο κύριος Κ. είπε: «Θα μου άρεσε να βλέπω κάνα δυο δέντρα βγαίνοντας από το σπίτι μου. Κυρίως γιατί αλλάξουν όψη κάθε μέρα και κάθε εποχή, και δίνουν έτσι μια εντελώς άλλη αίσθηση πραγματικότητας. Στις πόλεις, χάνουμε την αίσθηση του χρόνου, γιατί βλέπουμε πάντοτε αντικείμενα χρηστικά, τα σπίτια, που θα ήταν άδεια αν δεν τα κατοικούσε κανείς, και τους δρόμους, που θα ήταν άχρηστοι αν κανένας δεν τους χρησιμοποιούσε. Η ιδιόμορφη τάξη που επικρατεί στην κοινωνία μας, μας επιτρέπει να συνυπολογίζουμε και τους ανθρώπους σ’ αυτά τα χρηστικά αντικείμενα, κι έτσι τα δέντρα, τουλάχιστον για μένα, που δεν είμαι ξυλουργός, έχουν μια καθησυχαστική αυθυπαρξία, εντελώς ανεξάρτητη από τον εαυτό μου, αλλά ελπίζω πως και για τον ξυλουργό έχουν κάτι που αντιστέκεται στην αξιοποίηση».

«Κι αφού θέλετε να βλέπετε δέντρα, γιατί δεν πηγαίνετε καμιά φορά στην εξοχή;» τον ρώτησαν.

Ο κύριος Κ. απάντησε ξαφνιασμένος: «Εγώ είπα ότι θέλω να τα βλέπω όταν βγαίνω από το σπίτι μου».

(Ο κύριος Κ. είπε και κάτι άλλο: «Είναι ανάγκη να χρησιμοποιήσουμε τη φύση με μέτρο. Όταν τριγυρνάς άσκοπα στη φύση, κινδυνεύεις να βρεθείς σε νοσηρή κατάσταση, σαν να έχεις ανεβάσει πυρετό».)



Η συνάντηση



«Ένας άνθρωπος που είχε καιρό να δει τον κύριο Κ., τον χαιρέτησε λέγοντας:

«Δεν αλλάξατε καθόλου»,

«Αχ!» έκανε ο κύριος Κ. και χλόμιασε.»



Συνομιλίες



«Εμείς οι δύο δεν μπορούμε να συζητήσουμε πια», είπε ο κύριος Κ. σ’ έναν άνθρωπο.

«Γιατί;», ρώτησε τρομαγμένος ο άλλος.

«Όταν σας βλέπω, δεν μου ‘ρχεται τίποτα λογικό», παραπονέθηκε ο κύριος Κ.

«Ά, δεν με πειράζει καθόλου», τον παρηγόρησε ο άλλος.

«Σας πιστεύω», είπε πικρόχολα ο κύριος Κ., «αλλά πειράζει εμένα.»



Ο κύριος Κ. οδηγεί αυτοκίνητο



«Ο κύριος Κ. έμαθε να οδηγεί αυτοκίνητο, αλλά στην αρχή δεν οδηγούσε πολύ καλά. «Μόλις έμαθα να οδηγώ ένα αυτοκίνητο» έλεγε απολογητικά, «αλλά τώρα πρέπει να μάθω να οδηγώ δύο, δηλαδή και το αυτοκίνητο που πηγαίνει μπροστά από το δικό μου. Μόνο όταν παρατηρήσεις τις κυκλοφοριακές συνθήκες για το προπορευόμενο αυτοκίνητο και εκτιμήσεις σωστά τις δυσκολίες του, ξέρεις πως να οδηγείς σε σχέση με το αυτοκίνητο αυτό».








Οι δύο οδηγοί



«Ο κύριος Κ. ρωτήθηκε κάποτε για τη δουλειά δυο ανθρώπων του θεάτρου, και απάντησε με την εξής παραβολή: «Ξέρω έναν οδηγό που γνωρίζει καλά τον κυκλοφοριακό κώδικα, τον εφαρμόζει πιστά και τον εκμεταλλεύεται επωφελώς. Τα καταφέρνει περίφημα να ανοίγει ταχύτητα, κι έπειτα πάλι να επανέρχεται στην κανονική, και να μην κουράζει τη μηχανή του, κι έτσι με προσοχή αλλά και τόλμη ανοίγει δρόμο ανάμεσα στα άλλα οχήματα. Ξέρω όμως κι έναν άλλον οδηγό που οδηγεί διαφορετικά. Πιο πολύ απ’ τη δική του διαδρομή τον ενδιαφέρει όλη η κυκλοφορία, και θεωρεί ότι ο ίδιος δεν είναι παρά ένα μικρό της κομμάτι. Τα δικαιώματά του δεν τα εκμεταλλεύεται, ούτε προσπαθεί να διακριθεί ατομικά. Οδηγεί συντονισμένος με το αυτοκίνητο που προπορεύεται και με το αυτοκίνητο που ακολουθεί, και με μια σταθερή ευχαρίστηση: πως όλα τα αυτοκίνητα και όλοι οι πεζοί τραβούν μπροστά».



Ο κύριος Κ. και οι ελεύθερες ασκήσεις



«Ένας φίλος είπε στον κύριο Κ. ότι η υγεία του είχε βελτιωθεί από το φθινόπωρο, από τότε που έκοψε όλα τα κεράσια μιας μεγάλης κερασιάς στον κήπο του.

Σκαρφάλωσε, είπε, ως την άκρη των κλαδιών, και οι πολύπλοκες κινήσεις που έκανε προσπαθώντας να φτάσει τα κεράσια γύρω του και πάνω απ’ το κεφάλι του, πρέπει να του έκαναν καλό.

«Τα κεράσια τα φάγατε;» ρώτησε ο κύριος Κ., κι όταν έλαβε καταφατική απάντηση, είπε:

«Τέτοιες σωματικές ασκήσεις πολύ ευχαρίστως θα τις έκανα κι εγώ».



[Ο κύριος Κ. και η παλίρροια]



«Ο κύριος Κ. διέσχιζε μια κοιλάδα όταν άξαφνα πρόσεξε ότι πατούσε στα νερά. Και τότε κατάλαβε πως η κοιλάδα του ήταν στην πραγματικότητα μια προέκταση της θάλασσας, και πως πλησίαζε η ώρα της παλίρροιας. Σταμάτησε λοιπόν, κοιτάζοντας γύρω του μήπως δει καμιά βάρκα, κι όσο κράτησε η ελπίδα του για τη βάρκα, δεν έκανε βήμα. Και καθώς βάρκα δεν φαινόταν πουθενά, εγκατέλειψε την πρώτη ελπίδα, κι άρχισε να ελπίζει ότι το νερό δεν θ’ ανέβαινε άλλο. Μα όταν το νερό έφτασε μέχρι το σαγόνι του, εγκατέλειψε και αυτή την ελπίδα και κολύμπησε. Είχε καταλάβει επιτέλους πως αυτός ήταν η βάρκα.»



[Περί αλήθειας]



«Ο μαθητής Τιφζίνιχ έπιασε τον κύριο Κ., τον στοχαστή, και του είπε: «Θέλω να γνωρίσω την αλήθεια».

«Ποιαν αλήθεια; Η αλήθεια είναι γνωστή. Θέλεις να γνωρίσεις την αλήθεια της ψαραγοράς ή την αλήθεια για το φορολογικό σύστημα; Αν μαθαίνοντας την αλήθεια της ψαραγοράς πάψεις ν’ ακριβοπληρώνεις τα ψάρια τους, τότε δεν θα τη μάθεις ποτέ», είπε ο κύριος Κ.»



Αγάπη για ποιον;



«Είπαν στον κύριο Κ. πως η ηθοποιός Ζ αυτοκτόνησε από ερωτική απογοήτευση. Ο κύριος Κ. είπε: «Από αγάπη για τον εαυτό της σκοτώθηκε. Τον Χ πάντως, αποκλείεται να τον αγαπούσε, γιατί τότε δεν θα του το ‘κανε αυτό. Αγάπη είναι η επιθυμία να δώσεις κάτι, κι όχι να το κρατήσεις. Αγάπη είναι η τέχνη να παράγεις κάτι με τις ικανότητες του άλλου. Γι’ αυτό χρειάζεσαι και τον σεβασμό και τη συγκατάθεση του άλλου. Αυτά πάντα μπορείς να τα εξασφαλίσεις. Η υπέρμετρη επιθυμία ν’ αγαπηθείς δεν έχει μεγάλη σχέση με την αληθινή αγάπη. Η φιλαυτία κρύβει πάντα μέσα της κάτι το αυτοκτονικό».








Αν ήταν άνθρωποι οι καρχαρίες



«Ρώτησε κάποτε τον κύριο Κ. η κόρη της οικονόμου του:

«Αν ήταν άνθρωποι οι καρχαρίες θα φερόντουσαν καλύτερα στα μικρότερα ψάρια;»

«Α βέβαια», είπε ο κύριος Κ. «Αν ήταν άνθρωποι οι καρχαρίες, θα 'χτιζαν μέσα στη θάλασσα πελώρια κουτιά για τα μικρά ψάρια, και μέσα θα 'βαζαν κάθε είδους τρόφιμα, φυτά και ζώα. Θα φρόντιζαν να υπάρχει πάντα τρεχούμενο νερό στα κουτιά, και θα έπαιρναν όλα τα μέτρα υγιεινής. Κι όταν, ας πούμε, κανένα ψαράκι χτυπούσε στο πτερύγιό του, οι καρχαρίες θα του έβαζαν αμέσως επίδεσμο, για να μην τους ψοφήσει πριν της ώρας του. Και για να μην πλήττουν τα ψαράκια, θα γίνονταν κάθε τόσο μεγάλα νεροπανηγύρια, γιατί τα χαρούμενα ψαράκια είναι πιο νόστιμα από τα λυπημένα.

Στα μεγάλα αυτά κουτιά θα υπήρχαν, φυσικά, και σχολεία, και τα ψαράκια θα μάθαιναν πώς να κολυμπούν στο στόμα του καρχαρία. Θα χρειάζονταν όμως και λίγη γεωγραφία, π.χ. να ανακαλύπτουν τα μέρη όπου τεμπελιάζουν οι μεγάλοι καρχαρίες.

Το κυριότερο θα ήταν η ηθική διαπαιδαγώγηση των ψαριών. Θα τα δίδασκαν πως το Μέγιστο και το Άριστο για κάθε ψαράκι, είναι η αυτοθυσία, και πως όλα τους πρέπει να πιστεύουν τυφλά τους καρχαρίες – αυτοί τους υπόσχονται ένα σίγουρο μέλλον. Τα ψαράκια θα έπρεπε να συνειδητοποιήσουν ότι το μέλλον αυτό θα εξασφαλιζόταν μόνο με τη δική τους υπακοή. Τα ψαράκια θα 'πρεπε να αποβάλουν κάθε ευτελή, υλιστική, εγωιστική και μαρξιστική τάση, και να αναφέρουν επί τόπου στους καρχαρίες κάθε ψαράκι που θα τύχαινε να εκδηλώσει παρόμοιες αδυναμίες.

Αν ήταν άνθρωποι οι καρχαρίες, θα έκαναν φυσικά και πολέμους για να κατακτήσουν ξένα ψαροκούτια και ξένα ψαράκια. Στους πολέμους αυτούς θα πολεμούσαν τα ψαράκια, στο πλευρό του καρχαρία τους. Τα ψαράκια θα μάθαιναν ότι τα χωρίζουν τεράστιες διαφορές από τα ψαράκια των άλλων καρχαριών. Είναι γνωστό, θα τους έλεγαν, ότι τα ψαράκια δεν μιλούν. Σωπαίνουν όμως σε ένα σωρό γλώσσες, γι’ αυτό και είναι αδύνατο να συνεννοηθούν μεταξύ τους.

Κι όταν κάποιο ψαράκι θα σκότωνε στον πόλεμο άλλα ψαράκια, εχθρικά, που σώπαιναν σε ξένη γλώσσα, θα του καρφίτσωνε ένα μικρούτσικο παράσημο από φύκι και θα το αναγόρευαν σε ήρωα.

Αν ήταν άνθρωποι οι καρχαρίες θα είχαν βέβαια και καλές τέχνες. Θα είχαν ωραίους πίνακες που θα έδειχναν τα δόντια των καρχαριών με εξαίσια χρώματα, και τα στόματά τους θα ήταν σωστοί παραδείσιοι κήποι για εξαίσιους περιπάτους.

Στα θέατρα του βυθού ηρωικά ψαράκια θα κολυμπούσαν πασίχαρα στο λαρύγγι του καρχαρία, και θα 'παιξε τόσο ωραία μουσική, ώστε τα ψαράκια, τυλιγμένα στους ήχους της, θ’ ακολουθούσαν την ορχήστρα σαν υπνωτισμένα, σαν ονειροπαρμένα από σκέψεις υπέροχες, τραβώντας γραμμή για τ’ ανοιγμένα στόματα.

Θα είχαν όμως και θρησκεία οι καρχαρίες, αν ήταν άνθρωποι. Κι η θρησκεία τους θα δίδασκε στα ψαράκια πως η αληθινή ζωή αρχίζει μόνο στην κοιλιά του καρχαρία.

Κατά τα άλλα, το σημερινό καθεστώς θα καταργούνταν αν γίνονταν άνθρωποι οι καρχαρίες, και τα ψαράκια δεν θα ήταν όλα ίσα κι όμοια. Μερικά θα έπαιρναν αξιώματα, και θα ήταν ανώτερα από τ' άλλα ψαράκια, κι ακόμη τα λίγο μεγαλύτερα θα είχαν το δικαίωμα να τρώνε τα πιο μικρά. Αυτό θα βόλευε τους καρχαρίες γιατί έτσι θα έτρωγαν συχνότερα μεγάλα κομμάτια. Και τα μεγαλύτερα ψαράκια, αυτά που θα είχαν πιάσει τα πόστα, θα επέβαλλαν την τάξη στα υπόλοιπα ψαράκια, και θα γίνονταν στα ψαροκούτια δάσκαλοι, αξιωματικοί, μηχανικοί, και άλλα πολλά.

Με δυο λόγια, η θάλασσα θα αποκτούσε πολιτισμό μόνο αν γίνονταν άνθρωποι οι καρχαρίες.»



Εισαγωγή και επιλογή κειμένων: το φονικό κουνέλι, Μάρτιος του 18