29 Απριλίου 2016

O Παντοτινός Τελευταίος Πειρασμός.....





«Άγιες Γραφές, γέροντα, είναι τα φύλλα της καρδιάς μου. Όλα τ’ άλλα φύλλα εγώ τα ξέσκισα»



Σύμφωνα με το συγγραφέα του, Νίκο Καζαντζάκη, ο «Τελευταίος Πειρασμός» συνιστά ένα προσωπικό φόρο τιμής σε μια απ’ τις μορφές που στάθηκαν καθοριστικές στη διαμόρφωση της σκέψης του: εκείνη του Χριστού. Μια αφιέρωση, μια κατάθεση ψυχής. Μα στον κόσμο του Νίκου Καζαντζάκη, ακόμα και η σφοδρότερη ομολογία πίστης μοιάζει περισσότερο με το ουρλιαχτό του λύκου παρά με βέλασμα του προβάτου στο μαντρί. Αυτό είναι ένα βιβλίο γραμμένο με αίμα αντί για πνεύμα. Ένα έργο που τινάσσει τη σκόνη απ’ τα Ευαγγέλια και τη φυσά στα εφησυχασμένα πρόσωπα των κοιμισμένων. Ξεχάστε την κατήχηση – αυτό εδώ είναι ένα έργο που ανασαίνει, που αποπνέει ελευθερία.

Πρόκειται φαινομενικά για τη γνωστή ιστορία των τελευταίων χρόνων του Ιησού – από τον καιρό που άρχισε τη διδασκαλία του, μέχρι τη σταύρωση. Μα αυτός δεν είναι ο Ιησούς που διαβάσαμε στα σχολικά «Θρησκευτικά», ούτε εκείνος που βλέπουμε στις τηλεοράσεις. Αυτός δεν είναι ο ανθρωπόμορφος Θεός που χάραξε, καλώς ή κακώς, την ιστορία δυο χιλιάδων χρόνων. Όχι, κύριοι... Ο Ιησούς του Νίκου Καζαντζάκη είναι ένας άνθρωπος, σαν όλους μας. Ένας άνθρωπος που του έλαχε ένα βαρύ φορτίο – και παλεύει να το φέρει εις πέρας. Είναι ένας άνθρωπος που αγωνιά, που φοβάται, που αγαπά και οργίζεται, που ιδρώνει και ποθεί και εκστασιάζεται. Ένας άνθρωπος που δεν είναι βέβαιος αν κάνει το σωστό – μα ακολουθεί, με γενναιότητα, το δρόμο του, ως το πικρό φινάλε. Αυτό το τελευταίο είναι που, εν τέλει, τον ανυψώνει, τον καθιστά ξεχωριστό...

Ο Καζαντζάκης τολμάει να δει τον Ιησού σαν ιστορικό πρόσωπο – όχι σαν είδωλο, όχι σα μύθο. Εξιστορεί τον ανεκπλήρωτό του έρωτα για τη Μαγδαληνή – το πάθος που σιγόβραζε μέσα του, τον αγώνα του ν’ αντισταθεί, τη βαθιά αγάπη που έτρεφε για κείνη από την παιδική του κιόλας ηλικία. Αφηγείται πως αποπειράθηκε να πάει κόντρα στο θεϊκό κάλεσμα, να ζήσει μια απλή ζωή, πλάι στους απλούς ανθρώπους – και φανερώνει πόσο όμορφη είναι αυτή η ζωή, πόση λαχτάρα φέρει μέσα της. Παρουσιάζει τους μαθητές του δίχως εξιδανικεύσεις. Δεν ήταν άγιοι, μα ωφελιμιστές και συμφεροντολόγοι, ονειροπόλοι και δειλοί συνάμα – με λίγα λόγια, ήταν ανθρώποι, σαν όλους μας. Και ανάμεσα στους μαθητές του είναι ο Ιούδας εκείνος που δένεται περισσότερο με τη μοίρα του Ιησού. Και ο Ιούδας δεν είναι πλέον ο «προδότης» που μας έμαθε η παράδοση – μα ο στενότερός του συνεργάτης. Εκείνος που θυμίζει στον Ιησού το αιώνιο χρέος του. Ο πιο θαρραλέος απ’ τους συντρόφους του.






Δεν γνωρίζω αν αυτό το βιβλίο θα μπορούσε θα πλάσει περισσότερους πιστούς – ο λόγος του είναι πολύ αληθινός για κάτι τέτοιο, το περιεχόμενό του πολύ ρεαλιστικό. Δεν είναι υλικό κατάλληλο για κατήχηση ή παρηγοριά. Μα αν απομονώσουμε όλο το περιεχόμενο αυτής της ταλαίπωρης θρησκείας που ονομάστηκε «χριστιανισμός» σε μία μόνο λέξη... Αν πετάξουμε όλα τα υπόλοιπα – αμαρτίες και ψυχές και παραδείσους και κολάσεις και θαύματα και καταδίκες – και μείνουμε σε αυτή τη μία λέξη και μόνο... τότε το βιβλίο αυτό ακτινοβολεί όσο ελάχιστα. Η λέξη είναι: Ανθρωπιά.

Το έργο εντάχθηκε στη λίστα των «Απαγορευμένων» της Καθολικής Εκκκλησίας, ο Καζαντζάκης αφορίστηκε απ’ τους δικούς μας, ενώ λυσσαλέα υποδοχή γνώρισε εξάλλου και η – πιστή στο πνεύμα του βιβλίου – κινηματογραφική μεταφορά του Μάρτιν Σκορτσέζε. Αξίζει να αναφέρουμε πως το βιβλίο εκδόθηκε πρώτα μεταφρασμένο στη Σουηδία και τη Νορβηγία, και μετά στη χώρα μας. Και σήμερα ακόμα θεωρείται «αμφιλεγόμενο». Και όλα αυτά για ένα βιβλίο που τολμάει να λέει τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη και να παρουσιάζει τον Ιησού ως ένα... ον με αδυναμίες. Λες και θα είχε ποτέ ενδιαφέρον να διαβάζαμε για ένα «τέλειο ον»... Θεοί και Ηγέτες και Ήρωες και Αψεγάδιαστοι και Άγιοι... νισάφι πια. Είμαστε άνθρωποι, κύριοι. Ανθρώπινη η σάρκα μας, ανθρώπινες οι επιθυμίες μας, ανθρώπινα τα πάθη μας. Και είμαστε φύση, φύση υπέροχη, φύση αβυσσαλέα. Και αυτό το γνώριζε καλά ο Καζαντζάκης.

Και αυτός είναι ο πιο μεγάλος – και ο ωραιότερος – Πειρασμός αυτού του υπέροχου βιβλίου. Και γι’ αυτό ταυτιζόμαστε μαζί του. Κι ένας άθεος ακόμα – μπορεί να αγαπήσει βαθιά τον Ιησού αυτού εδώ του έργου.

«Είμαι βαθύτατα θρησκευτική φύση, μα χωρίς να μπορώ να μείνω σε μάντρα· κάπου κάπου μπαίνω, μα για να φάω κανένα αρνί. Ή καλύτερα, για ν’ αρπάξω κανένα αρνί και να το μάθω να γίνει λύκος [...] Με θαρρούν λόγιο, διανοούμενο, γραφιά· και δεν είμαι τίποτα από αυτά· τα δάχτυλά μου, όταν γράφω, δεν μελανόνουνται· αιματόνουνται. Θαρρώ δεν είμαι παρά τούτο: μια απροσκύνητη ψυχή που δεν καταδέχεται να πιπιλίζει καραμέλες» - Νίκος Καζαντζάκης





Η μοναξιά του σχοινοβάτη



«Δεξά γκρεμός, ζερβά γκρεμός, πίσω γκρεμός, και μονάχα μπροστά ένα τεντωμένο σκοινί απάνω στο χάος!»



Ο Καζαντζάκης ανήκει στην κατηγορία εκείνη των στοχαστών που ήταν... υπερβολικά ελεύθεροι για το μέσο κοινό. Και η ελευθερία θέλει τόλμη και δεν καταδέχεται να περιορίζεται σε καλούπια – ιδεολογικά, πνευματικά, δημιουργικά. Και το τίμημα της ελευθερίας, ασφαλώς, είναι η μοναξιά. Κάπως έτσι έγινε και ο σημαντικότερος Έλληνας λογοτέχνης του 20ου αιώνα έφθασε να αφοριστεί από την Εκκλησία της πατρίδας του (και όχι μόνο) και έργα του όπως ο «Καπετάν Μιχάλης», ο «Χριστός Ξανασταυρώνεται» και – φυσικά – ο «Τελευταίος Πειρασμός» να θεωρούνται «αμφιλεγόμενα». Και όλα αυτά γιατί επιζητούσε να σκέπτεται ελεύθερα και να αναζητεί τον προσωπικό πνευματικό του δρόμο. Δεν ήθελε να αντλήσει κάποιον έτοιμο, βλέπετε, απ’ τα διάφορα «πακέτα» που κυκλοφορούν και δίνονται σε τιμές προσφοράς (ήδη απ’ τα πρώιμα παιδικά χρόνια): Εκκλησία, Ιδεολογία, Κόμματα, κλπ. Επιθυμούσε να χτίσει το δικό του οικοδόμημα – εκείνο που θα έδινε φτερά στην ψυχή του...

Έτσι λοιπόν συνέθεσε πλήθος, φαινομενικά ετερόκλητων υλικών, καθ’ όλη τη διάρκεια των πνευματικών αναζητήσεών του. Έτσι προέκυψε το βάθος των έργων του, το πολυδιάστατο των επιρροών του, και η μοναδική του ικανότητα να μιλάει σε πλήθος κόσμου, πλήθος καρδιές, πέρα από στεγανά και όρια, πέρα από λαούς και σύνορα... δεν είναι μόνο η συναρπαστική αφήγηση και ο πανέμορφός του λόγος η αιτία που διαβάζεται, σήμερα, σε όλες τις χώρες του κόσμου. Είναι και το πνευματικό του εύρος – το σθένος που αναδύεται απ’ τον πύρινό του λόγο, η φωτιά που αναβλύζει απ’ την αφήγησή του, το πολυδιάστατο της σκέψης του.






Στο τελευταίο απ’ τα έργα του, την «Αναφορά στον Γκρέκο», που συνιστά και την προσωπική του αυτοβιογραφία, ο Καζαντζάκης εξιστορεί τους βασικούς πνευματικούς πυλώνες που χάραξαν το δρόμο του: Χριστός, Βούδας, Νίτσε, Λένιν, Οδυσσέας. Μόνο στη σύνθεσή τους μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα το πολύμορφο της σκέψης του Νίκου Καζαντζάκη. Στη σύνθεση – και στην ανάμειξη αυτών με το χώμα και τον αέρα της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Κρήτης. Το χώμα, τον αέρα... και τον αγώνα για τη λευτεριά.

Ο Χριστός κατέχει σαφώς σημαντικό μερίδιο στην πνευματική του εξέλιξη. Μα περισσότερο απ’ τον χριστιανισμό σαν δόγμα ή κατάθεση πίστης, ο Καζαντζάκης ενδιαφερόταν για την ίδια τη μορφή του Ιησού· την πραότητά του, τη διδασκαλία του, το δισυπόστατο της μορφής του όπως μας τον παρέδωσε η θρησκεία – μισός θεός, μισός άνθρωπος. Μικρός διάβαζε συναξάρια και βίους αγίων. Μελετώντας τις Γραφές προσπαθούσε να κοσκινίσει την ουσία και να την ξεχωρίσει από εκείνο που ήταν περιττό. Στο παιδικό μυαλό του, μάλιστα, έφτανε να ταυτίζει τον Ιησού με τον πολέμαρχο παππού του:

«Είχα πολλές φορές ακούσει για επανάστασες της Κρήτης και για πολέμους, μου ‘χαν πει πως ο πατέρας του κυρού μου ήταν μεγάλος πολέμαρχος και, σιγά σιγά, όσο κοίταζα το Χριστό, βεβαιωνούμουν πως αυτός ήταν ο παππούς μου. Μάζευα λοιπόν τους φίλους μου ομπρός από το κόνισμα: “Νά ο παππούς μου, τους έλεγα, κρατάει τη σημαία, πάει στον πόλεμο, και νά κάτω πεσμένοι ανάσκελα οι Τούρκοι». (από την “Αναφορά στον Γκρέκο”)

Από μικρός αντίκριζε στη μορφή του Ιησού έναν επαναστάτη. Έναν εξεγερμένο. Είναι λογικό λοιπόν να μεταδώσει κάτι από αυτό το πνεύμα της εξέγερσης στο λογοτεχνικό του έργο. Ο Ιησούς του «Τελευταίου Πειρασμού» μοιάζει με τους επαναστάτες κάθε εποχής, ως προς το ότι είναι ένας άνθρωπος που εξεγείρεται: απέναντι στις συμβάσεις των καιρών του, απέναντι στους παγιωμένους νόμους, απέναντι στα συναισθήματά του, απέναντι στον ίδιο το Θεό. Και είναι ένας άνθρωπος σε σύγκρουση με τον ίδιο του τον εαυτό. Στην αρχή του βιβλίου τον βλέπουμε να κατασκευάζει σταυρούς, πάνω στους οποίους σταυρώνονται οι προφήτες – γιατί έτσι επιθυμούσε να πάει κόντρα στο θέλημά του Θεού, να αντισταθεί στο κάλεσμα της ίδιας του της μοίρας. Αργότερα τον βλέπουμε να κηρύττει με πάθος τον αγώνα του ενάντια στους κοινωνικούς διαχωρισμούς, κόντρα στα σύνορα που χωρίζουν τους λαούς: ο Θεός του δεν είναι Θεός του Ισραήλ, μα του κόσμου όλου. Και το όνομά του είναι Αγάπη.

Ένας επαναστάτης όπως ο Ιησούς του Καζαντζάκη δεν θα μπορούσε να περιγραφτεί με τον συμβατικό τρόπο των παραδοσιακών θεολογικών κειμένων. Σε αυτά τα κείμενα ο Ιησούς είναι ήδη μια Αυθεντία – ένα πρόσωπο ιερό. Ένας ποιμένας κατάλληλος να οδηγεί το πλήθος των προβάτων στο μαντρί – τους πιστούς κάθε εποχής και τόπου. Μα ο Καζαντζάκης θέλησε να πάει πίσω, ως τις ρίζες – να ανακαλύψει τον αληθινό Ιησού Χριστό. Όχι το Εικόνισμα, όχι το Είδωλο, όχι το Θεάνθρωπο, όχι τον Ηγέτη μιας Θρησκείας... μα τον άνθρωπο απ’ τον οποίο ξεκίνησαν όλα. Τον άνθρωπο – όχι το θεό. Γιατί ήταν ο άνθρωπος εκείνος που τον συνάρπαζε – ήταν ο άνθρωπος εκείνος με τον οποίο μπορούσε να ταυτιστεί. Ήταν του ανθρώπου τη λαχτάρα που ένιωθε, του ανθρώπου τον καημό που βιωνε.

Ήταν ο άνθρωπος που πατούσε με τα πόδια του στη γη και αγκάλιαζε με τα μάτια του τ’ αστέρια και τον ουρανό... ο άνθρωπος που ισορροπεί πάνω στην άβυσσο, μεταξύ φθοράς και αθανασίας, εκείνος που τον συνάρπαζε.

Από γράμμα του Καζαντζάκη προς την Τέα Ανεμογιάννη, του 1952 [πηγή: “Ο Ασυμβίβαστος”, Ελένης Καζαντζάκη - από το Επίμετρο στον “Τελευταίο Πειρασμό” του δρος. Πατρόκλου Σταύρου, εκδ. Καζαντζάκη]: “Με μεγάλη συγκίνηση διάβασα το τελευταίο Σας γράμμα και χάρηκα που ο “Τελευταίος Πειρασμός” Σας άρεσε. Κι εγώ, όταν τον έγραφα, ένιωθα μεγάλη ταραχή και τρυφερότητα και συχνά τα μάτια μου βούρκωναν. Είχα εδώ στην Ολλανδία ενδιαφέρουσες συζητήσεις με πάστορες για τη θεολογική μορφή του έργου, μερικοί σκανταλίστηκαν που ο Χριστός είχε πειρασμούς· μα εγώ, γράφοντας το βιβλίο αυτό, ένιωσα ό,τι ένιωθε ο Χριστός, γίνουμουν Χριστός, κι ήξερα θετικά πως μεγάλοι και πολύ χαριτωμένοι και συχνά νόμιμοι πειρασμοί έρχουνταν και του εμπόδιζαν το δρόμο προς το Γολγοθά. Μα πού να τα ξέρουν όλα αυτά οι θεολόγοι....”






Ο Χριστιανισμός θεοποίησε τον Ιησού και, θεοποιώντάς τον, τον μετέτρεψε σε είδωλο, κατάλληλο για προσκύνημα. Μα ο Καζαντζάκης εξανθρώπισε τον Ιησού απ’ την αρχή ξανά. Εκεί που δυο χιλιάδες χρόνια οργανωμένης θρησκείας είχαν κατορθώσει να τον εκτοξεύσουν στους πέρα ουρανούς και τ’ άστρα, ο Καζαντζάκης τον επανέφερε ξανά, με τα δυο του πόδια, πάνω στη γη. Και ο αναγνώστης που διαβάζει τον «Τελευταίο Πειρασμό» μπορεί να ταυτιστεί έτσι με το χαρακτήρα του – και να αφουγκραστεί τα συναισθήματά του. Αυτός δεν είναι ένας Ιησούς που θα αποστρέψεις τα μάτια από πάνω του και θα πέσεις ευλαβικά να τον λατρέψεις – έχοντας πάθη και αδυναμίες όπως όλοι. Μα είναι ένας Ιησούς που μπορείς να καταλάβεις. Που θα πονέσεις μαζί του και θ’ αναστενάξεις μαζί του. Που μπορείς, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, ν’ αγαπήσεις. Σάμπως αυτό δεν προσπαθεί να διδάξει και αυτή η έρμη η θρησκεία;

Ο Χριστιανισμός, ως οργανωμένη θρησκεία, βασανιζόταν πάντα από μια σχιζοειδή, θα λέγαμε, αντίφαση, η οποία εδράζεται στον ίδιο τον πυρήνα του: ο Θεός απ’ τη μία είναι Παντοδύναμος και απ’ την άλλη μας αγαπάει όλους. Μα λίγη στοιχειώδη γνώση ψυχολογίας είναι αρκετή για να μας γνωστοποιήσει πως Εξουσία (ως κυριαρχία) και Αγάπη είναι πράγματα ασυμβίβαστα. Δεν αγαπάς πραγματικά εκείνον που σ’ εξουσιάζει – εκείνον μπροστά στον οποίο αισθάνεσαι μηδαμινός και αδύναμος. Άλλο Δύναμη. Άλλο Αγάπη. Κάτι που, μεταξύ άλλων, το γνώριζε καλά ένας ακόμα σπουδαίος ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής, που διάβασε με το δικό του τρόπο το χριστιανισμό: o Ντοστογέφσκι. Εκτός αν λέγοντας «απεριόριστη δύναμη» εννοούμε την «απεριόριστη δύναμη της αγάπης» κι όχι εξουσία ή καταδίκη – μα τότε καταρρέει ολόκληρο το οικοδόμημα της οργανωμένης θρησκείας.

Ο Χριστός του Νίκου Καζαντζάκη είναι ένας χαρακτήρας που εμπνέει αγάπη, όχι εξουσία – και είναι ένας άνθρωπος με θάρρος, που τολμά να βαδίσει προς το σκληρό του πεπρωμένο, μα ταυτόχρονα διστάζει, πισωπατά, ονειροπολεί, εύχεται να ήταν τα πράγματα αλλιώς. Εδώ έγκειται και ο «τελευταίος πειρασμός» του έργου. Πρόκειται για τον πυρήνα της αφήγησης – και το συναρπαστικότερο σημείο της. Εκεί που η πάλη του θεού με τον άνθρωπο φτάνει στο αποκορύφωμά της. Κι εμείς οι αναγνώστες κρατάμε την ανάσα μας – ξέρουμε ποιος θα νικήσει. Και νιώθουμε ένα γλυκόπικρο αίσθημα γι’ αυτό...



Η απαγόρευση του έργου







Εν έτει 1954 ο «Τελευταίος Πειρασμός» συμπεριλαμβάνεται στον Κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων του Πάπα της Ρώμης. Ο Καζαντζάκης αντιδρά σε γράμμα του [πηγή: “Τετρακόσια Γράμματα”, από το Επίμετρο στον “Τελευταίο Πειρασμό” του δρος. Πατρόκλου Σταύρου, εκδ. Καζαντζάκη]: “Ενθουσιασμένος ο Γερμανός εκδότης μου, μου τηλεγράφησε προχτές πως έβαλε ο Πάπας στον Index τον Τελευταίο Πειρασμό. Τι υποκρισία, τι σαπίλα πρέπει να ‘χει ο κόσμος ετούτος για να μην μπορεί ν’ ανεχτεί ένα βιβλίο με τόση φλόγα κι αγνότητα! Τί ξεπεσμένη κι η πνευματική κι ηθική Ελλάδα για να με θεωρούν [.....] ανήθικο και προδότη! Γρήγορα περιμένω κι η Ορθόδοξη Εκκλησία να με αφορίσει· χαρά και περηφάνια κι ελευτερία μεγάλη. Χαίρουμαι να βλέπω να πολιορκούν και να τοξεύουν τον ίσκιο μου”.

Λίγο καιρό μετά, όταν επιβεβαίωσε τις προβλέψεις του για την Ορθόδοξη Εκκλησία, ο Καζαντζάκης έγραψε: “Για τους δικούς μας Μητροπολιτάδες και Δεσποτάδες, προσθέτω τούτο: Μου δώσατε μιαν κατάρα, άγιοι Πατέρες, σας δίνω εγώ μιαν ευχή: Σας εύχομαι νά ‘ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο είναι η δική μου, και να ‘στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ”.

Χαρά και περηφάνια και ελευθερία μεγάλη, πράγματι. Γιατί ίδιο κατάλογο των Απαγορευμένων, κατά καιρούς, έχουν συμπεριληφθεί συγγραφείς όπως ο Φράνσις Μπέικον, ο Δαρβίνος, ο Έρασμος, ο Κοπέρνικος, ο Γαλιλαίος, ο Αλέξανδρος Δουμάς, ο Βίκτωρ Ουγκώ, ο Μπαλζάκ, ο Καντ, ο Μαρξ, ο Μακιαβέλλι, ο Ρουσσώ, ο Βολταίρος, ο Σπινόζα, η Σιμόν ντε Μποβουάρ, ο Ζαν-Πολ Σαρτρ, ο Ανατόλ Φρανς, ο Γκράχαμ Γκρην – και άλλοι. 

Πλέον βρισκόταν και ο Νίκος Καζαντζάκης ανάμεσά τους – καλύτερη επιβεβαίωση της πνευματικής του υπεροχής δεν θα μπορούσε να υπάρξει.






Ζωντανεύοντας το μύθο. Η φωνή του συγγραφέα



Πίσω και απ’ το ιερότερο κείμενο, και απ’ την αγιότερη των Γραφών, υποβόσκει πάντα η φωνή του συγγραφέα. Και αν δεν υπάρχει ένας μόνο συγγραφέας, μα μια ολόκληρη παράδοση ξωπίσω του, αυτό δεν αναιρεί πως κάθε πνευματικό έργο είναι, ως ένα βαθμό, ριζωμένο στην ιδιαίτερη εποχή και στις συνθήκες του τόπου που το γέννησε.

Στον «Τελευταίο Πειρασμό» ξεχωρίζει η σύγκρουση ανάμεσα στην πραγματικότητα απ’ τη μία, και τη μυθοπλασία απ’ την άλλη. Μια σύγκρουση που μετατρέπεται σε σύνθεση στα χέρια του μαθητή Ματθαίου, που επιχείρησε να καταγράψει το βίο του δασκάλου του, διαστρεβλώνοντας πλήρως τα ιστορικά δεδομένα της ζωής του (βλέπε το απόσπασμα προς το τέλος του κειμένου). Μια σύνθεση της αλήθειας με το μύθο, που γίνεται δόγμα και πίστη και θρησκεία από τον Παύλο – όταν πια ο Χριστός έχει φύγει και ο Χριστιανισμός γεννιέται.

Πού τελειώνει η πραγματικότητα λοιπόν και πού αρχίζει ο μύθος, όσο αφορά την ιστορία του Χριστού; Και αν ο Ιησούς του Νίκου Καζαντζάκη συνιστά μυθιστορηματικό πρόσωπο, γιατί να μη πούμε το ίδιο και για τον Ιησού των Γραφών και των Ευαγγελίων; Γιατί να μη πούμε το ίδιο για κάθε θρησκευτικό κείμενο, από καταβολής ύπαρξης; Πού τελειώνει η αλήθεια και πού ξεκινά η φωνή του συγγραφέα;

Μήπως τελικά – όπως αναρωτιέται ο ίδιος ο μυθιστορηματικός Ιησούς – υπάρχουν πολλαπλά επίπεδα αλήθειας; Και μια αλήθεια που δεν ισχύει σε ένα χαμηλότερο επίπεδο, μπορεί άραγε να ισχύει σε ένα άλλο;





Γη και Ελευθερία



Ο «Τελευταίος Πειρασμός» παραμένει, πρωτίστως, έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Και ως τέτοιο διέπεται από εκείνες τις αξίες που υπηρέτησε καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου του – μια βαθιά αγάπη για τις χαρές της γης, της αντρείας και της ελευθερίας.

Γίνεται φανερό από νωρίς στη πως το κεντρικό θέμα του βιβλίου περιστρέφεται γύρω από τα δίπολα: θεός και άνθρωπος· γη και ουρανός· επίγεια ζωή και αθανασία. Όλα όσα πρέπει να απαρνηθεί ο Ιησούς είναι όλα εκείνα που χαρίζουν στη ζωή την ομορφιά της: τη γυναίκα· τον έρωτα· την οικογένεια· τις απλές χαρές της φύσης και του σώματος. Γιατί έτσι μόνο θα φτάσει στο στόχο του – έτσι μόνο θα καρπίσει ο σπόρος προς τις επόμενες γενιές. Μετά από δυο χιλιάδες χρόνια Χριστιανισμού, και βλέποντας την πρακτική εφαρμογή του, δεν μπορούμε παρά να αναρωτηθούμε: άραγε, άξιζε τον κόπο μια θυσία σαν αυτή;

Ο Καζαντζάκης μπορεί να έγραψε το έργο του με βαθύτατο θρησκευτικό αίσθημα – μα ο λόγος του δεν είναι αγιασμένο νερό, από εκείνα που πίνεις και σου χαρίζουν γλυκό ύπνο. Είναι φλόγα, είναι γη που τρέμει κάτω απ’ τα πόδια σου, είναι σύγκρουση των στοιχείων της φωτιάς, της γης και του αέρα. Γιατί εντός του συγγραφέα, ως πνευματικός καταλύτης, δεν δρούσε μόνο ένας Χριστός· δρούσε κι ένας Βούδας· δρούσε κι ένας Νίτσε – που έλεγε στον κόσμο να «μην εγκαταλείπει την πίστη του στη γη!». Δρούσαν τόσες και τόσες πνευματικές επιρροές, μια σύνθεση των οποίων βλέπουμε στα διλήμματα που θέτει το βιβλίο.



Vermeer - Ο Χριστός στο Σπίτι της Μάρθας και της Μαρίας (1655)


Η Ανάσταση προϋπήρξε του Χριστού, κύριοι. Ήταν η ανάσταση της φύσης, η αναγέννηση της άνοιξης μετά το παγωμένο καταχείμωνο... Η νίκη του ήλιου στο σκοτάδι, που τόσοι μύθοι περιέγραψαν, τόσες θρησκείες. Όπως εξάλλου λέει ο Ιησούς του μυθιστορήματος, απευθυνόμενος στο νοτισμένο χώμα της γης κάτω στα πόδια του (βλέπε το απόσπασμα στο ακόλουθο, δεύτερο μέρος του αφιερώματος): «Μάνα, γιατί να μην είσαι εσύ ο Θεός μου;»

Ίσως γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο να φαντάζει «αμφιλεγόμενο» το έργο σε ορισμένους· ίσως γι’ αυτό να ενόχλησε μια μερίδα του – υψηλά ιστάμενου – θεολογικού ιερατείου. Είναι υπερβολικά μεγάλο το πνευματικό εύρος του βιβλίου και δεν καταδέχεται να περιοριστεί σε καλούπια. Και αν ανοίγει πλήθος ερωτημάτων, δεν παρέχει εύκολες απαντήσεις – σε αντίθεση με τη συνηθισμένη πρακτική των θεολογικών κειμένων, που δίνουν εύκολες απαντήσεις σε όλα – και όσα δεν απαντούν είναι εκείνα που «μόνο ο Θεός ξέρει».

Μα νομίζω μίλησα αρκετά. Ας πάρει πλέον τη σκυτάλη ο ίδιος ο Νίκος Καζαντζάκης, για το Δεύτερο Μέρος του αφιερώματος. Κάθε ένα από τα ακόλουθα αποσπάσματα συνιστά και μια μικρή ενότητα από μόνο του – μπορεί να διαβαστεί ξεχωριστά. Σε αυτά τα μικρά κεφάλαια φανερώνεται η ιδιαιτερότητα του λόγου του Καζαντζάκη και η – πανταχού παρούσα – αγάπη του για την αλήθεια και την ελευθερία.

Γιατί ο «Τελευταίος Πειρασμός» δεν ήταν ποτέ ένα θεολογικό έργο – ας το αφορίζουν λοιπόν οι παπάδες όσο θέλουν. Είναι, πρωτίστως, ένα έργο του πνεύματος. Του οικουμενικού, πανανθρώπινου πνεύματος, που πάντα θα σταυρώνεται – και πάντα θα βρίσκει τον τρόπο ν’ ανασταίνεται και να ξεπηδά από τη γη ξανά, όπως το φυτό από τον σπόρο του... 








ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ – Αποσπάσματα από το βιβλίο



Η Γριά



«- Γιά πού με τό καλό, παλικάρι μου; ρώτησε τον Ιησού η γριά.
- Γιά την έρημο.
- Γιά πού; μίλα καλά!
- Για την έρημο.
Η γριά σούφρωσε το φαφούτικο στόμα, τό μάτι της αγρίεψε.
- Γιά το μοναστήρι; έκραξε με άναπάντεχο θυμό· γιατί; Τί γυρεύεις εκεί μέσα; Δεν τη λυπάσαι τη νιότη σου;
Ο νέος σώπαινε· η γριά κούνησε τό μαδημένο της κεφάλι· σούριζε σαν το φίδι:
- Για να βρείς το Θεό; ρώτησε σαρκάζοντας.
Ανάρια πολυ ακούστηκε η φωνή του νέου:
-Ναι.

Η γρια έδωκε μιαν κλοτσιά στο σκυλί που μπερδεύουνταν στα καλαμοπόδαρά της, ζύγωσε το νέο.

- Έ, δυστυχισμένε, φώναξε, μα ο Θεός δέ βρίσκεται στα μοναστήρια, βρίσκεται στα σπίτια τών άνθρώπων!· όπου άντρας και γυναίκα, εκεί κι ο Θεός, όπου παιδιά κι έγνοιες καί μαγερέματα και καβγάδες και φιλιωμοί, εκεί κι ο Θεός. Μην ακους τί λέν οί μουνουχοι· τα δέ φτάνει η άλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια. Αυτός που σου λέω εγώ, ο σπιτίσιος, όχι ο μοναστηρίσιος, είναι ο άληθινός Θεός· αυτόν να προσκυνάς, ο άλλος, γιά τους μουνούχους και τους τεμπέληδες!»



 Ιησούς και Μαγδαληνή







«- Μή με κοιτάς έτσι, με τα λιγουρεμένα προβατίσια μάτια σου, μη ζυγώνεις, κιοτή! Δε σε θέλω, σε σιχαίνουμαι, μή με αγγίζεις· για να ξεχάσω ένα άντρα, να λυτρωθώ, παραδόθηκα σε όλους τους άντρες!

Ό γιος τής Μαρίας εσκυψε τό κεφάλι:

-'Εγώ φταίω, ξανάπε πνιχτά και φούχτωσε τό λουρί που ήταν ζωσμένος, τό πιτσιλισμένο ακόμα με τα αίματα· εγώ φταίω· συχώρεσέ με, αδερφή· μα θα ξεχρεώσω.

Άγριο γέλιο ξέσκισε πάλι το λαιμό της Μαγδαληνής:

-«'Εγώ φταίω ... εγώ φταίω, άδερφή ... εγώ θα σε σώσω...» μπεμπερίζεις μισοκακόμοιρα και δε σηκώνεις άντρίστικα το κεφάλι να μολοήσεις την άλήθεια! Λαχταράς τό κορμί μου καί δέν τολμάς να το πείς και τα βάζεις με την ψυχή μου· και θές, λέει, να τη σώσεις! Ποιαν ψυχή, νεραϊδιάρη; Tης γυναίκας η ψυχη είναι η σάρκα· καί το ξέρεις, το ξέρεις, μα δεν κοτάς παλικαρίσια να πάρεις την ψυχη αυτή στα χέρια σου, να τη φιλήσεις! Να τη φιλήσεις και να τη σώσεις! Σε λυποuμαι και σε σιχαίνουμαι!»



Δουλεύοντας για ένα σκοπό



«Ο 'Ιούδας σβάρνισε γύρα του, έσκυψε, άρπαξε τώρα τό Φίλιππο από τό μπράτσο:

- Έχε γειά, Φίλιππε, είπε· τιποτένιος ήσουν ως τώρα, ζούσες δε ζουσες, η γής δε χαμπάριζε· έτσι ήμουν κι έγώ, τιποτένιος, ως τη μέρα που μπήκα στο αδερφάτο. Από τότε έγινα άλλος άνθρωπος, έγινα άνθρωπος. Δεν είμαι πιά ο 'Ιούδας ο κοκκινογένης, ο σιδεράς, που δουλεύει σαν το ζό κι ένα σκοπό έχει, πως να θρέψει τις ποδάρες έτουτες και την κοιλιά και την κακομούτσουνη κεφάλα· δουλεύω γιά ένα μεγάλο σκοπό· ακούς; για ένα μεγάλο σκοπό· κι όποιος δουλεύει, κι ο πιό ταπεινός, για ένα μεγάλο σκοπό, γίνεται μεγάλος.»



Τα μερμήγκια



[Στο επαύριο μιας θεομηνίας, μιας κατακλυσμιαίας βροχής που κατέστρεψε τα σπαρτά των ανθρώπων στους αγρούς... Κι ενώ οι άνθρωποι κλαίνε και οδύρονται και σκέφτονται πώς ο Θεός τους παράτησε στην τύχη τους, ο Ιησούς παρατηρεί κάτω απ’ τα πόδια του μια μερμηγκοφωλιά...]


«Οι πατούσες των ποδιών του γαργαλίστηκαν, λόξεψε τα ματιά και βλέπει [τότε ο Ιησούς] ν' άραδίζουν κάτω από τις καμάρες των ποδιών του γνοιασμένα, βιαστικά, χοντρά ξανθόμαυρα μερμήγκια· και κουβαλούσαν, συδυό συντρία, από ένα σπυρί σιτάρι στις φαρδιές τους δαγκάνες. Τά 'χαν κλέψει από τον κάμπο, από το στόμα των ανθρώπων, και τά κουβαλούσαν στη μερμηγκοφωλιά τους δοξολογώντας το Θεό, το Μέγα Μέρμηγκα, που γνοιάζεται για τον εκλεχτό λαό του, τά μερμήγκια, και στέλνει τους κατακλυσμους στον κάμπο, ίσια ίσια όταν πρέπει, όταν είναι σωριασμένα τά σιτάρια στ' αλώνια.»



Πατέρας μου ο Φόβος






[Ο Ιησούς συνομιλεί με το ραβίνο Συμεών. Ξάφνου ξεσπάει σαν καταιγίδα – κι εμείς βλέπουμε να ραγίζει το κέλυφος του «εκλεκτού του Θεού» και να αναδύεται από μέσα του ο άνθρωπος, ο αληθινός άνθρωπος – με τις αδυναμίες και τα πάθη του]


«- Από μικρός κρύβω μέσα μου, βαθιά, όχι μονάχα τό δαίμονα τής πορνείας, παρα και το δαίμονα της αλαζονείας, γερο-ραβίνο! Μικρός ακόμα, δεν μπορούσα ακόμα στέρεα να περπατήσω, πήγαινα τοίχο τοίχο και κρατιόμουν να μην πέσω, και φώναζα μέσα μου, ο αδιάντροπος:

«Θεέ μου, και κάμε με Θεό! Θεέ μου, και κάμε με Θεό! Θεέ μου, και κάμε με Θεό!» και προχωρούσα τοίχο τοίχο καί πήγαινα. Καi μιά μέρα κρατούσα ένα μεγάλο σταφύλι στην αγκαλιά μου, καί μιά τσιγγάνα πέρασε· ζύγωσε, κουκούβισε κάτω και μου πήρε τό χέρι: «Δώσ' μου τό σταφύλι», μου 'καμε, «να σου πώ τη μοίρα σου.» Της έδωκα τό σταφύλι, κι αυτή έσκυψε, κοίταξε την απαλάμη μου: «Ω! Ω!», φώναξε, «βλέπω σταυρούς, σταυρούς κι άστέρια.» Γέλασε: «Θά γίνεις εσύ βασιλιας των Ιουδαίων!» είπε κι έφυγε. Κι εγώ το πίστεψα, κορδώθηκα, κι από τότε πιά, μπαρμπα-Συμεών, από τότε πια τό μυαλό μου σάλεψε. Δεν το μολόησα ανθρώπου ως τώρα, εσένα το πρωτολέω, μπαρμπα-Συμεών· από τότε πιά το μυαλό μου σάλεψε.

Σώπασε πάλι και σε λίγο:
- Εγώ 'μαι ο Εωσφόρος, φώναξε, εγώ! εγώ!

Ο ραβίνος ξεσφήνωσε τό κεφάλι του άπό τά γόνατά του, δίπλωσε στό στόμα του νέου:
- Σώπα! πρόσταξε.

- Δε σωπαίνω, έκαμε ο νέος ξαναμμένος, τώρα πια πάει, δε σωπαίνω! Είμαι ψεύτης, υποκριτής, φοβητσιάρης ποτέ δε λέω την αλήθεια, δεν έχω το κουράγιο· βλέπω μιά γυναίκα να περνάει και κοκκινίζω, σκύβω το κεφάλι, μα τα μάτια μου γεμίζουν πορνεία· δεν απλώνω το χέρι ν' άρπάξω, να δείρω, να σκοτώσω, όχι γιατί δε θέλω, παρά γιατί φοβούμαι· θέλω νά σηκώσω κεφάλι στη μάνα μου, στον εκατόνταρχο, στό Θεό, και φοβούμαι. Φοβούμαι· φοβούμαι· αν ανοίξεις το σπλάχνο μου, θα δείς να κάθεται μέσα, λαγός να τρέμει, ο Φόβος· ο Φόβος, τίποτα άλλο· αυτος είναι εμένα ο πατέρας μου, η μάνα μου κι ο Θεός.»



Δύο δρόμοι




Mantegna - Ο Θρήνος για τον Ιησού (1480)

[Η Μαρία, η μητέρα του Ιησού, στενάχωρη για το δρόμο που ακολούθησε ο γιος της. Δίπλα της ο Ιωάννης ακούει. Το ακόλουθο απόσπασμα ενδεχομένως συμπυκνώνει όλο το περιεχόμενο του βιβλίου σε τρεις φράσεις]


«-Δε θέλω εγώ το γιό μου άγιο, μουρμούρισε· άνθρωπο τον θέλω, σαν και τους άλλους, να παντρευτεί, να μου κάνει αγγόνια· αυτός είναι ο δρόμος του Θεού.

- Αυτός είναι ο δρόμος του ανθρώπου, έκαμε σιγά ο Ιωάννης, σα να ντρέπουνταν πού 'φερνε αντίρρηση· ο άλλος, αυτός που άκολουθάει ο γιός σου, είναι ο δρόμος του Θεού, κυρά μου.»



Λαός Μεσσίας



[Κι αν η σωτηρία δεν εξαρτάται από κάποιο μεμονωμένο «σωτήρα», ή κάποιο πανταχού παρόν αγαθό πνεύμα; Αν η σωτηρία δεν αφορά τον άλλο κόσμο, αλλά αυτόν εδώ, τη γη που πατάμε, τον αέρα που ανασαίνουμε όσο είμαστε ζωντανοί; Αν για να σωθούμε αρκεί να εξεγερθούμε; Στο ακόλουθο απόσπασμα ο Ιούδας εκφράζει όχι τον πνευματικό, μα τον υλικό δρόμο προς την ελευθερία: εκείνον της μαζικής εξέγερσης... Όταν Μεσσίας είναι ο ίδιος ο λαός... Διακρίνουμε άραγε, μέσα στα λόγια του Ιούδα, το βαθύ πάθος του ιδίου του Καζαντζάκη για τη λευτεριά;]


«Καλά το λέει», μονομιλούσε ο Ιούδας, «καλά το λέει, έχει δίκιο ο γιός της Μαρίας, το ίδιο μας φώναζε κι ο γεροραβίνος· από μας κρέμεται ή λύτρωση· αν σταυρώνουμε τα χέρια, ποτέ η γης του Ισραήλ δε θα δεί λύτρωση· αν πιάσουμε όλοι τ' άρματα, θα δούμε ελευτερία...»

Μονολογούσε ο Ιούδας και πήγαινε· άξαφνα στάθηκε, ανάστατος:

«Ποιός νά 'ναι ο Μεσίας;» μουρμούρισε· «ποιός; Γιά μπάς κι είναι αλάκερος ο λαός;»

Ο ιδρώτας άρχισε να τρέχει σπειρωτός από το ξαναμμένο κούτελο του 'Ιούδα· 
«μπας κι είναι αλάκερος δ λαός;» Πρώτη φορά του 'ρχουνταν ο λογισμός έτουτος, ταράχτηκε. «Μπας κι είναι ο Μεσίας αλάκερος ο λαός;» έλεγε και ξανάλεγε μέσα στο νου του· «μα τότε τί ανάγκη τους εχουμε όλους ετούτους τους προφήτες και τους ψευτοπροφήτες και τους πασπατεύουμε με άγωνία νά δουμε- είναι, δεν είναι ο Μεσίας; Μωρέ, Μεσίας είναι ο λαός, εγώ, εσύ, όλοι μας, φτάνει να πιάσουμε τ' άρματα!»



Αλλαγή μέσα ή έξω;



[Τελικά χρειάζεται να αλλάξουμε τον κόσμο έξω από μας, για να αλλάξουμε μέσα μας οι ίδιοι; Ή αλλάζοντας πρώτα τον εαυτό μας, αλλάζουμε τον κόσμο; Άραγε μπορούμε να συνδυάσουμε τις διαφορετικές αυτές κοσμοθεωρίες;]


«- Πρώτα να διώξουμε τους Ρωμαίους, είπε ο Ιούδας αγριεμένος, πρώτα να λευτερώσουμε τα κορμιά· ύστερα τις ψυχές· καθένα με τη σειρά
του· μην αρχίζουμε να χτίζουμε από τη στέγη· πρώτα το θεμέλιο.

- Το θεμέλιο είναι η ψυχή, Ιούδα, είπε ο Ιησούς.

- Το θεμέλιο είναι το κορμί, αυτό λέω εγώ!

-Αν δεν άλλάξει η ψυχή μέσα μας, Ιούδα, ποτέ δε θ' άλλάξει απόξω μας ο κόσμος· μέσα είναι ο εχτρός, μέσα είναι οι Ρωμαίοι, από μέσα αρχίζει η σωτηρία!»



Ο Καιρός



Willem Dafoe - Martin Scorsese, από τα γυρίσματα της ταινίας

Ο Αντρέας δεν μπόρεσε να κρατήσει τον πόνο του, ζύγωσε τον Ιησού:

- Ραβή, είπε, έπιασαν το Βαφτιστή, τον σκότωσαν!

- Δεν πειράζει, αποκρίθηκε ήσυχα ο Jησούς, πρόφτασε κι εκαμε το χρέος του· και στα δικά μας, Αντρέα.

Είδε τα μάτια του παλιού μαθητή του Προδρόμου να βουρκώνουν:

- Μην πικραίνεσαι, Αντρέα, τού 'πε καί του χάδεψε τον ώμο, δεν πέθανε· πεθαίνουν μονάχα όσοι δεν πρόλαβαν να γίνουν αθάνατοι· αυτός πρόλαβε· ο Θεός τού 'δωκε καιρό.

Κι ως τό 'πε, ο νους του φωτίστηκε· αλήθεια, όλα στόν κόσμο ετούτο κρέμουνται από τον καιρό· αυτός ωριμάζει τα πάντα· αν έχεις καιρό, προλαβαίνεις να δουλέψεις μέσα σου την άνθρώπινη λάσπη και να την κάμεις πνέμα· και τότε θάνατο δέ φοβάσαι· αν δεν έχεις καιρό, χάνεσαι... «Θεέ μου», παρακαλέστηκε μέσα του ο Ιησούς, «Θεέ μου, δώσ' μου καιρό... Τούτο μονάχα πια σου ζητώ· δώσ' μου καιρό...»



Αναζητώντας το Θεό – μια παραβολή


«Γέροντα, άποκρίθηκε ο Ιησούς, μια φορά στην ανατολική καστρόπορτα μιας τρανής πολιτείας ήταν ενας μαρμαρένιος θρόνος· στο θρόνο αυτόν κάθισαν χίλιοι βασιλιάδες τυφλοί στο δεξό μάτι- χίλιοι βασιλιάδες τυφλοί στο ζερβό μάτι· χίλιοι βασιλιάδες που έβλεπαν και με τα δυό τους μάτια - κι όλοι φώναζαν το Θεό να προβάλει να τόν δούνε· μα όλοι κατέβηκαν στο μνήμα, χωρίς να τον δουν. Κι ήρθε, σαν έφυγαν οι βασιλιάδες, ένας φτωχός άνθρωπος, ξυπόλητος και πεινασμένος, και κάθισε:

«Θεέ μου», μουρμούρισε, «τα μάτια του ανθρώπου δεν αντέχουν ν' άντικρίσουν τον ήλιο, τυφλώνεται· πώς να μπορέσουν το λοιπόν ν' άντικρίσουν εσένα, Παντοδύναμε; Λυπήσου, Κύριε, γλύκανε τη δύναμή σου, χαμήλωσε τη λάμψη σου, για να μπορέσω κι εγώ ό φτωχός κι άνάπηρος να σε δώ!» Και τότε, άκουσε
γέροντα! γίνηκε ό Θεός ενα κομμάτι ψωμί, μια κούπα δροσερό νερό, ενα ρούχο ζεστό, μια καλύβα· και μια γυναίκα μπροστά από την καλύβα που βύζαινε ένα μωρό. Κι ο φτωχός άπλωσε τις αγκάλες, χαμογέλασε ευτυχισμένος: «Ευχαριστώ σε, Κύριε», μουρμούρισε· «ταπεινώθηκες για το χατίρι μου, γίνηκες ψωμί, νερό, ρούχο ζεστό, γυναίκα και γιός μου, για να σε δω· και σέ είδα· σκύβω και προσκυνώ το πολυπρόσωπό σου πρόσωπο, το αγαπημένο!»



Μια στιγμή. Μια αιωνιότητα






«Μια φορά είχε πεί η Μαγδαληνή στον Ιησού: «Γιατί μου μιλάς για μέλλουσες ζωές, ραβή μου; Δεν είμαστε εμείς άντρες, νά 'χουμε ανάγκη από άλλες, αtώνιες
ζωές· είμαστε γυναίκες, και μιά στιγμη με τον άντρα που αγαπούμε είναι αtώνια Παράδεισο· μιά στιγμη μακριά από τον άντρα που αγαπούμε, αtώνια Κόλαση· ζούμε, εμείς οι γυναίκες, εδώ στη γης ετούτη την αιωνιότητα!»



Μάνα Γη



«Ανάμεσα από τα σκοτεινά φύλλα της λεμονιάς ελαμπαν τα λεμόνια κατάχρυσα απάνω από το κεφάλι του Ιησού· ακούμπησε τίς απαλάμες στο νοτισμένο χώμα, ένιωσε τη δροσεράδα καί την ανοιξιάτικη ζεστασιά του, γοργοβλεφάρισε γύρα του, κανένας δεν τόν εβλεπε, έσκυψε, φίλησε τη γης.

- Μάνα, της είπε σιγά, κράτα με καλά, κι εγώ καλα σε κρατώ· Μάνα, γιατί να μην είσαι εσύ ο Θεός μου;»



Πατρίδα μας ο κόσμος



«- Τό ‘ξερα, είπε ο Ιησούς, πως σας στέλνω σαν αρνιά μέσα στους λύκους· θά σας βρίσουν, θα σας πετροβολήσουν, θα σας πούνε ανήθικους, γιατί πολεμάτε την ανηθικότητα, θα σας συκοφαντήσουν πως θέτε να καταλύσετε την πίστη, την οικογένεια και την πατρίδα, γιατί η πίστη μας είναι πιο αγνή και το σπίτι μας πιό φαρδύ και πατρίδα μας ο κόσμος! Ζωστείτε σφιχτά, σύντροφοι, αποχαιρετήστε το ψωμί, τη χαρά και την ασφάλεια· κινούμε για πόλεμο!»



Ποιος θα πάρει το καλύτερο κομμάτι απ’ την πίτα;



Caravaggio - Supper at Emnaus (1601)

[Κάθε ένας απ’ τους μαθητές του Ιησού στο μυθιστόρημα έχει τη δική του προσωπικότητα. Μα όλοι ονειρεύονται, ο καθένας με τον τρόπο του, τα μεγαλεία που τους περιμένουν στο μέλλον... Εξουσία, δύναμη, κύρος – και το πανταχού παρόν βόλεμα, παρόν τότε όπως και τώρα. «Ανθρώπινο, πάρα πολύ ανθρώπινο», που θα έλεγε κι ο Νίτσε...]


«Κι αλήθεια, δαιμόνια σκοτεινά είχαν μπεί μέσα τους, τώρα πού έρχουνταν, στο δρόμο· είχαν άρχίσει, μαθές, οί νεκροί ν' ανασταίνουνται, ζύγωνε η μέρα του Κυρίου, θ' ανέβαινε ο ραβής στο θρόνο, εφτανε το λοιπόν ή ώρα να μοιραστουν τ' αξιώματα· και τότε, στη μοιρασιά, οι Μαθητές άρχισαν να μαλώνουν.

- Εγώ θα καθίσω δεξά του, έλεγε ο ένας, εμένα αγαπάει πιο πολύ.
- Όχι, εμένα! - Εμένα! - Εμένα! πετάχτηκαν όλοι και φώναζαν.
- Εγώ τον πρωτόπα ραβή! είπε ο Αντρέας.
- Σε μένα έρχεται στα ονείρατά μου πιο συχνά, αντιμίλησε ο Πέτρος.
- Εμένα με λέει αγαπημένε... έκαμε ο Ιωάννης.
- Κι εμένα! - Κι εμένα! - Κι εμένα! ακούστηκαν πάλι φωνές.

Τα αίματα του Πέτρου άναψαν.

- Τραβάτε πέρα όλοι! φώναξε· σε μένα δεν είπε προχτές: «Πέτρο, είσαι η πέτρα, κι απάνω σου θα χτίσω τη νέα Ιερουσαλήμ»;
- Δεν είπε τη νέα Ιερουσαλήμ! τά 'χω εδώ γραμμένα τα λόγια του! είπε ο Ματθαίος και χτύπησε το τεφτέρι στον κόρφο του.
- Τί μου 'πε, τό λοιπόν, καλαμαρά; έγώ αυτό άκουσα! έκαμε ο Πέτρος θυμωμένος.
- Είπε: «Συ είσαι ο Πέτρος, κι απάνω στήν πέτρα αυτή θα οίκοδομήσω τήν Εκκλησία μου». Την Εκκλησία μου, όχι την Ιερουσαλήμ· διαφορά μεγάλη.
- Κι ακόμα τί άλλο μου 'ταξε; φώναξε ο Πέτρος, γιατί σταμάτησες; δε σε συφέρει να πας παραπέρα; Για τα κλειδιά... λέγε λοιπόν!

Ο Ματθαίος, ανόρεξα, πήρε το τεφτέρι, το άνοιξε, διάβασε:
- «Και θα σου δώσω τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών...»
- Παρακάτω! Παρακάτω! φώναζε ο Πέτρος θριαμβευτικά.
Ο Ματθαίος κατάπιε το σάλιο του, έσκυψε πάλι απάνω στο τεφτέρι:
- «Κι ό, τι δέσεις στη γης θά 'ναι δεμένο στον ούρανό, κι ό,τι λύσεις στη γης θά 'ναι λυμένο στον ουρανό...», ορίστε, αυτό 'ναι όλο!

- Και λίγο σου φαίνεται; έκαμε ο Πέτρος και κορφοκοίταξε τούς μαθητές και φούσκωνε σαν κόκορας, λίγο σου φαίνεται; 'Εγώ, το άκούσατε όλοι σας, κρατώ τά κλειδιά· εγώ ανοίγω και κλείνω την Παράδεισο· αν θέλω σας μπάζω μέσα, αν θέλω δέ σας μπάζω!

Τότε πιά οι Μαθητές φρένιασαν· καί θά πιάνουνταν σίγουρα στα χέρια, αν δεν είχαν πιά ζυγώσει στη Βηθανία· ντράπηκαν τους χωριάτες και κατάπιαν το θυμό τους, μα τά πρόσωπά τους ακόμα ήταν ολοσκότεινα.»



Αληθινά ψέματα







«-Ματθαίο, είπε ο Ίησους, φέρε έδώ τα τεφτέρια σου· τί γράφεις;

Ο Ματθαίος σηκώθηκε χαρούμενος, απλοχέρισε τα γραφτά του:
- Ραβή μου, είπε, εδώ στορώ, για τους μελλούμενους ανθρώπους, τη ζωη και τα έργα σου.

Ο Ιησούς διπλογονάτισε κάτω από το λυχνάρι, άρχισε ν' άναγνώθει. Από τά πρώτα λόγια, τινάχτηκε· γύριζε ορμητικά τά φύλλα, διάβαζε αρπαχτά, το πρόσωπό του κοκκίνιζε κι άγρίευε· τον κοίταζε ο Ματθαίος και λάγασε στη γωνιά με τρόμο και περίμενε. Ξεφύλλιζε, ξεφύλλιζε δ Ίησους, δε βάσταξε πιά, σηκώθηκε όρθιος, πέταξε το Ευαγγέλιο του Ματθαίου χάμω με αγανάχτηση.

- Τί 'ναι αυτά; φώναξε· ψέματα! ψέματα! ψέματα! Δεν εχει ανάγκη ο Μεσίας από θάματα, αυτός είναι το θάμα, άλλο δέ χρειάζεται! Γεννήθηκα στη Ναζαρέτ, όχι στη Βηθλεέμ, ποτέ μου δεν πάτησα το πόδι στη Βηθλεέμ, δε θυμούμαι Μάγους, δεν πήγα ποτέ μου στην Αίγυπτο, κι αυτό πού γράφεις πως μου 'πε το περιστέρι την ώρα που βαφτίζουμουν: «Ετούτος είναι ο γιός μου ο άγαπητός», ποιός σου το φανέρωσε; Εγώ δεν άκουσα καθαρά· εσύ, που δεν ήσουν εκεί, πού το βρήκες;

-Μου το φανέρωσε ο Άγγελος, αποκρίθηκε ο Ματθαίος τρέμοντας.
- Ο Άγγελος; Ποιός Άγγελος;
- Αυτός που έρχεται κάθε βράδυ που πιάνω το καλέμι, σκύβει στο αυτί μου και μου υπαγορεύει και γράφω.

-Ένας Άγγελος; έκαμε ο Ιησούς ταραγμένος, ένας Άγγελος σου υπαγορεύει και γράφεις;

Ο Ματθαίος πήρε κουράγιο:

- Ναί, έvας "Αγγελος, κάποτε τόν βλέπω κιόλα, πάντα τον άκούω· τά χείλια του αγγίζουν το αυτί μου το δεξό και γρικώ τις φτέρουγές του που με τυλίγουν· σάν το μωρό είμαι φασκιωμένος στη φτέρουγα του Αγγέλου και γράφω· δέ γράφω, αντιγράφω ό, τι μου λέει. 'Αμ' τί; από δικού μου εγώ θά τά 'γραφα όλα έτουτα τα θαμάσματα;

- Ένας.., Άγγελος; μουρμούρισε πάλι ο Ιησούς και βυθίστηκε σε συλλογή. Βηθλεέμ, Μάγοι, Αίγυπτος, εσύ 'σαι ο γιός μου ο αγαπητός ... αν όλα αυτά είναι η αληθινή αλήθεια; Αν ετούτο είναι το πιό αψηλό πάτωμα της αλήθειας, όπου ο Θεός μονάχα κατοικεί; "Αν ό,τι εμείς λέμε άλήθεια, ο Θεός το λέει ψέμα;

Σώπασε· έσκυψε, μάζεψε από χάμω μέ προσοχή τα γραφτά πού 'χε πετάξει καί τά 'δωκε στό Ματθαίο· κι αυτός τα τύλιξε πάλι στο κεντημένο κεφαλοπάνι και τα 'κρυψε κατάσαρκα στον κόρφο του.

- Γράφε, ό, τι σου υπαγορεύει ο Άγγελος, είπε ο Ιησούς, εγώ πιά... μα δεν απόσωσε το λόγο του.»



“Πνέμα που δεν είναι λέφτερο, δεν είναι πλέον πνέμα”







«O Ιάκωβος είχε κιόλα φιλιώσει με το θάνατο του ραβή κι έκλωθε στο νου του τί θά 'καναν όταν θά 'μεναν στη γης χωρίς τό δάσκαλο:

- Δεν μπορούμε ν' αντισταθούμε στό θέλημα του Θεού, είπε, και στό θέλημα του δασκάλου· χρέος δικό σου, ραβή, καθώς τό λεν κι οι προφήτες, να πεθάνεις, χρέος δικό μας να ζήσουμε· να μη χαθούν τά λόγια που είπες, να τά στερεώσουμε σε καινούριες Άγιες Γραφές, να βάλουμε νόμους, να χτίσουμε δικές μας συναγωγές, να διαλέξουμε δικούς μας αρχιερείς, Γραμματείς και Φαρισαίους.

Ο Ιησούς τρόμαξε:

- Έτσι σταυρώνεις το πνέμα, Ιάκωβε, φώναξε· όχι, όχι, δε θέλω!

- Έτσι μονάχα τό πνέμα δε θά μπορεί να γίνει αέρας και να φύγει! αντιμίλησε ο Ιάκωβος.

- Μα δε θά 'ναι πιά λεύτερο, δε θά 'ναι πνέμα!

- Δεν πειράζει· θά μοιάζει σαν πνέμα· αυτό, για τη δουλειά μας, φτάνει, ραβή.

Κρύος ίδρώτας περέχυσε τον Ιησού [...] Απελπισμένος, άπλωσε τα χέρια του, σα να ζητούσε βοήθεια:

- Θα σας πέψω τον Παράκλητο, είπε, το πνέμα της αλήθειας· αυτό θα σας οδηγάει.

Ο Ιάκωβος κούνησε το σκληρό πεισματάρικο κεφάλι:

- Κι αυτό, το πνέμα της αλήθειας που λες, κι αυτό θα σταυρωθεί· όσο θα υπάρχουν, ραβή μου, άνθρωποι, το πνέμα θα σταυρώνεται, να το ξέρεις. Μα δεν πειράζει· πάντα κάτι απομένει, κι αυτό, σου λέω, μας φτάνει.

- Δε με φτάνει εμένα! φώναξε ο Ιησούς απελπισμένος.

Ταράχτηκε ο Ιάκωβος ν’ ακούσει την πονεμένη κραυγή, ζύγωσε, έπιασε το χέρι του δασκάλου:

- Δε σε φτάνει, ραβή μου, είπε, και γι’ αυτό σταυρώνεσαι· συχώρεσέ με που σου αντιμίλησα.

Απίθωσε ο Ιησούς το χέρι του απάνω στο πεισματάρικο κεφάλι:

- Αν έτσι το θέλει ο Θεός, αιώνια το πνέμα να σταυρώνεται απάνω στη γης, ας είναι βλογημένος ο σταυρός· ας τον σηκώνουμε στους ώμους μας με αγάπη, με υπομονή, μ’ εμπιστοσύνη· θα γίνει αυτός μια μέρα, απάνω στους ώμους μας, φτερούγες.»



Αφιέρωση: στο Δάσκαλό μου της Έκτης Δημοτικού, κύριο Χρήστο, αφιερώνω αυτό το κείμενό μου. Γιατί ήταν εκείνος που μου έμαθε, πρώτος, πριν 23 χρόνια, το Νίκο Καζαντζάκη. Όπως μου έμαθε πως αληθινή παιδεία δεν είναι οι βαθμοί, οι εξετάσεις και τα χαρτιά. Πρόκειται για κάτι άλλο, κάτι περισσότερο ουσιώδες. Να είστε καλά, κύριε Χρήστο, όπου και αν βρίσκεστε. Σας ευχαριστώ για όλα.