29 Απριλίου 2018

Άνθρωποι και Χρήματα. Του Τομ Ρόμπινς



Ο Τομ Ρόμπινς για τη σχέση των ανθρώπων με το χρήμα, από τον Χορό των Εφτά Πέπλων




«Τα λεφτά είναι κάτι το ανεξήγητο. Από την εποχή της επινόησής τους σχεδόν, είχαν μπερδέψει και σαστίσει αυτούς που τα χρησιμοποιούσαν και παρ' όλο που οι σύγχρονοι άνθρωποι τα είχαν συνηθίσει, παρ' όλο που ασχολούνταν μ' αυτά σε καθημερινή, αν όχι ωριαία, βάση, και παρ' όλο που τα χρήματα επηρεάζουν την κάθε σκέψη τους με τον ίδιο τρόπο που η μαγιά επηρεάζει το ψωμί, δεν είχαν καταφέρει ακόμη να τα καταλάβουν περισσότερο απ' όσο τα καταλάβαιναν όταν πρωτοεμφανίστηκαν. Οι άνθρωποι βλέπουν απορημένοι τα λεφτά να κυριαρχούν πάνω τους και να θολώνουν τον τρόπο που εκείνοι βλέπουν τον κόσμο σαν... ναι, το μαντέψατε, σαν ένα πέπλο.

Όταν πέσει το πέμπτο πέπλο, και μαζί του η ψευδαίσθηση της οικονομικής αξίας, οι άνθρωποι μπορεί να αρχίσουν να αναγνωρίζουν πάλι τον εαυτό τους, μπορεί να ξαναβρούν τις παλιές αξίες και να ξαναδούν ένα τοπίο που έχει χαθεί εδώ και πολύ καιρό.

Στο μεταξύ, μπορούμε να πούμε με κάποια εγκυρότητα ότι, παρ' όλη τη φασαρία και τις φοβίες που δημιουργεί το χρήμα, στην πραγματικότητα σχεδόν δεν υπάρχει. Δεν είναι παρά ένα αφηρημένο επινόημα, ένα σύμβολο, μια πράξη πίστης, ένα γραμμάτιο που στηρίζεται μόνο στο λόγο ενός τραπεζίτη. Ουσιαστικά, τα λεφτά είναι ένα υποκατάστατο. Το αστείο σ’ αυτή την περίπτωση είναι πως τα λεφτά είναι ένα υποκατάστατο για πράγματα που συχνά δεν υπάρχουν.

Τόσο τα χρήματα όσο και η τέχνη, πασπαλισμένα όπως είναι με το ρομαντισμό και την ποίηση της εποχής μας, είναι μια μαγεία. Ή μάλλον, τα λεφτά είναι ταχυδακτυλουργία, ενώ η τέχνη είναι μαγεία. Τα λεφτά είναι θεατριλίκι, είναι εξαπάτηση, είναι ένα έξυπνο κόλπο. Η τέχνη είναι ένα πλέγμα δυνάμεων και επιδράσεων που ασκούνται πάνω στις αισθήσεις μέσα από ορισμένους πρακτικούς αλλά και μονίμως ανεξήγητους δεσμούς. Βέβαια, η γραμμή που ενώνει αυτά τα δύο μπορεί να είναι λεπτή σαν δίφραγκο. Επιπλέον, οι μάγοι του καπιταλισμού ενισχύουν τη δύναμη που ασκούν πάνω στο ακροατήριό τους χρησιμοποιώντας καλλιτεχνικές εικόνες. […]

Είναι όμως φανερό πως ούτε τα λεφτά ούτε η αγάπη για τα λεφτά είναι η ρίζα των ανθρώπινων κακών. Οι ρίζες του κακού είναι πιο βαθιές. Άλλωστε, τα λεφτά δεν είναι «ρίζες», τα λεφτά είναι «φύλλα». Για την ακρίβεια, είναι δισεκατομμύρια φύλλα. Ένα πυκνό, θαμνώδες, πράσινο φύλλωμα που αποκρύπτει τα άστρα της πραγματικότητας με τον πλαστό του θόλο. Ποιος λέει ότι τα λεφτά δεν φυτρώνουν στα δέντρα;

Η εμφάνιση του χρήματος, με τις δελεαστικές, αν και αόριστες, υποσχέσεις του προσέθεσε μια νέα ζωντάνια στο σπορ της ζωής. Η ζωντάνια όμως γρήγορα μετατράπηκε σε σύγχυση όταν οι παίχτες, αποβλακωμένοι από αστάθμητους και ανεξήγητους παράγοντες, άρχισαν να μπερδεύουν τις μάρκες του παιχνιδιού με το ίδιο το παιχνίδι.

Έτσι, το πέμπτο πέπλο θα πέσει σίγουρα, ακόμη και για κείνους από μας που δεν μπορούν να δουν το χορό της Σαλώμης. Θα πέσει τη στιγμή του θανάτου μας. Καθώς θα κειτόμαστε ανήμποροι και ανεπηρέαστοι πια από όλα εκείνα τα μπιχλιμπίδια που μας αποσπούσαν την προσοχή, και ενώ ο ηλεκτρισμός θα την κοπανάει από τα κυκλώματα του εγκεφάλου μας σαν απατεώνας που την κοπανάει από τη γειτονιά του κορόιδου, πολλοί από μας θα συνειδητοποιήσουμε ότι όλα όσα κάναμε στη ζωή μας, τα κάναμε για τα λεφτά. Εκείνη τη στιγμή, λίγο προτού σβήσουν τα αστέρια (και ανάλογα με το τι άλλο έχουμε μάθει στη ζωή μας) θα μας κυριέψει μια αφόρητη λύπη και πικρία για ό,τι κάναμε – ή, αλλιώς, μπορεί να ρίξουμε ένα γερό, βουβό γέλιο σε βάρος μας.»



Ήταν ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο του Τομ Ρόμπινς «Ο Χορός των Εφτά Πέπλων» [Tom Robbins, “Skinny Legs and All”, 1990]. Μετάφραση: Γ. Μπαρουξης.



Εικονογράφηση του θεού Πάνα

22 Απριλίου 2018

Ο μικρός καθημερινός φασισμός





Εκατό μικροί φασισμοί άραγε συνθέτουν ένα μεγάλο φασισμό;

Ας διευκρινίσω όμως τι εννοώ με τα επίθετα «μικρός» και «μεγάλος». Ο «μικρός, καθημερινός φασισμός», όπως τον φαντάζομαι, είναι όλες εκείνες οι καθημερινές πράξεις ή συνήθειες που μας φέρνουν εγγύτερα σε μια κατάσταση απανθρωποίησης. Εκείνα τα μικρά πράγματα που προσθέτουν κι από ένα τούβλο στον Μεγάλο Τοίχο της ανθρώπινης αποξένωσης – ένας τοίχος όμοιος με το “The Wall” των Pink Floyd, που μεταδίδει μεν μια αίσθηση ασφάλειας (είναι ασφαλής η ζωή μέσα στο τείχος σου), μα ταυτόχρονα απομακρύνει τους έγκλειστους θαμώνες του από κάθε δυνατότητα ουσιώδους επαφής και επικοινωνίας, ο ένας με τον άλλον.

Η επικοινωνία, όπως την εννοώ εδώ, δεν είναι εκείνη η επαφή που προϋποθέτει κοινή γλώσσα. Μπορείς να επικοινωνείς μια χαρά με ανθρώπους με τους οποίους δεν μοιράζεστε ούτε μια κοινή λέξη στο λεξιλόγιό σας – όπως μπορείς να επικοινωνείς σε βάθος με τα ζώα. Οι λέξεις συχνά είναι διεφθαρμένες περισσότερο και από πολιτικούς. Λες μια λέξη και εννοείς άλλη, η οποία με τη σειρά της εκλαμβάνεται αλλιώς, από κάποιον που θέλει να πει κάτι άλλο. Οι ωραιότερες λέξεις του κόσμου (αγάπη, ελευθερία, δημοκρατία, αλήθεια, δίκαιο, και μερικές ακόμα) έχουν διαφθαρεί και μπολιαστεί με μια κρούστα ψεύδους και παραπληροφόρησης. Η κατανόηση μιας γλώσσας και η κατανόηση του νοήματος των λέξεων είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Συχνά δεν καταλαβαίνεις ο ίδιος τον εαυτό σου. Ναι, ο Μύθος της Βαβέλ ήταν λάθος – δεν είναι η έλλειψη κοινής γλώσσας εκείνη που αποξενώνει τους ανθρώπους, ούτε η παρουσία της εκείνη που τους φέρνει πάντα πιο κοντά.

Τι μας αποξενώνει λοιπόν; Και γιατί η αποξένωση συνθέτει, ένα προς ένα, τα τούβλα εκείνου που αποκαλώ «ο μικρός καθημερινός φασισμός»;

Θα μιλήσω αρχικά με κάποια δυσάρεστα παραδείγματα από την πολύ πρόσφατη καθημερινότητά μου. Το ένα αφορά ένα περιστατικό που είδα στον ηλεκτρικό και το ονομάζω «ο τραμπούκος και ο γέρος». Το άλλο συνέβη έξω από το σπίτι μου και συμμετείχα άμεσα ο ίδιος. Θα παραθέσω τα συγκεκριμένα περιστατικά (τα οποία νιώθω μεγάλη ανάγκη να μοιραστώ εδώ με τον κόσμο) και στη συνέχεια θα προσπαθήσω να επεκταθώ σε γενικότερα φαινόμενα που συναντούμε – ενώ είμαι σίγουρος πως ο κάθε αναγνώστης θα μπορεί να φέρει στο μυαλό του αντίστοιχες καταστάσεις που έχει δει ή ζήσει ο ίδιος (θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον όποιοι αναγνώστες έχετε να μοιραστείτε παραπλήσιες εμπειρίες «μικρού, καθημερινού φασισμού», να τις μοιραστείτε εδώ στα σχόλια – κι εγώ μπορώ ακόμα και να τις προσθέσω στο κεντρικό κείμενο, σαν επίμετρο).

Ας ξεκινήσω λοιπόν με τα πρόσφατα παραδείγματα που έζησα.






Περίπτωση ένα: Ο τραμπούκος και ο γέρος



Ήμουν στον ηλεκτρικό, μεσημέρι. Όχι πολύς κόσμος. Ένας μεγαλόσωμος τύπος, μεταξύ τριάντα και σαράντα χρόνων, καθόταν απέναντί μου. Φορούσε ένα ξεβαμμένο στρατιωτικό τζάκετ. Ο τύπος (έτσι θα τον αποκαλώ στο εξής, «ο τύπος») είχε αγοράσει ένα τραπέζι από κάποιο κατάστημα και το τραπέζι βρισκόταν στο κουτί του – ένα μεγάλο ορθογώνιο κουτί, που στεκόταν όρθιο στη γωνία του βαγονιού, δίπλα στην πόρτα. Ο τύπος καθόταν λίγο παραπέρα, σε μια από τις θέσεις – είχε αφήσει δηλαδή το κουτί, όρθιο, εκτός επίβλεψης.

Ένας ηλικιωμένος κύριος, μεταξύ 70 και 80 χρόνων, μικρόσωμος, αδύνατος, με αραιά μαλλιά, στεκόταν μπροστά στην πόρτα (και στο κουτί) περιμένοντας να φτάσει στη στάση του και να βγει. Μόλις όμως το τρένο έφτασε στην στάση έκανε ένα ελαφρώς απότομο φρενάρισμα – και το κουτί έφυγε από τη θέση του και – παφ! – έπεσε πάνω στα πόδια του ηλικιωμένου.

«Ααα! Ποιος μαλάκας το άφησε…!», έκανε ο γέρος.
Ο τύπος σηκώθηκε, σήκωσε το κουτί από το πάτωμα που είχε πέσει και… άρχισε να βρίζει τον ηλικιωμένο. «Ποιον είπες μαλάκα ρε!». Ο γέρος, σχεδόν σε απολογητικό τόνο, απάντησε: «Με πόνεσες!» Μα ο τύπος, μ’ ένα χαμόγελο στο στόμα του, άρχισε να τον φοβερίζει. «Άντε τράβα, θείο, μη βρεις το μπελά σου! Το καλό που σου θέλω, θείο, ακούς; Φύγε!»

Ο ηλικιωμένος βγήκε έξω. Μα ο τύπος συνέχισε να του φωνάζει, απ’ τα παράθυρα, υψώνοντας το κωλοδάχτυλο και γελώντας χαιρέκακα: «Θα σε γαμήσω, μαλάκα! Θα σε γαμήσω!» Ταυτόχρονα κοιτούσε αριστερά και δεξιά του, τους υπόλοιπους επιβάτες του τρένου, που παρακολουθούσαν τη σκηνή, το χαμόγελο στα χείλη του, λέγοντας συνέχεια «ρε τον μαλάκα», γυρεύοντας ίσως κάποια λεκτική υποστήριξη, κάποιο χαμόγελο τύπου «τι κωλόγεροι υπάρχουν στον κόσμο» ή κάτι σχετικό, ως επιβεβαίωση των απειλών του.

Μα δεν εισέπραξε κάποιο. Ο κόσμος δεν του έδωσε σημασία. Μόνο εγώ τον αγριοκοίταγα κάτω απ’ τα γυαλιά μου. Χτυπάς τον γέρο, τον βρίζεις και από πάνω, επειδή «τόλμησε» να ενοχληθεί που μια κούτα που είχες παρατήσει έπεσε πάνω του.

Μα κάτι έλειπε για να σφραγίσει το περιστατικό. Το κερασάκι στην τούρτα. Να που ήρθε όμως, λίγα δευτερόλεπτα μετά, κι ενώ το τρένο είχε ξεκινήσει πάλι. Περάσαμε μπροστά από μια εκκλησία και ο τύπος – ο ίδιος τύπος που λίγες στιγμές πριν απειλούσε τον γέρο πως «θα τον γαμήσει» – έκανε ευλαβικά… τον σταυρό του.

Ε, φυσικά. Ο σταυρός. Αυτό έλειπε για να δέσει το γλυκό. Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών.



Περίπτωση δύο: Η παρέα και η γάτα






Το περιστατικό που θα σας περιγράψω τώρα σπίλωσε τουλάχιστον για ένα εικοσιτετράωρο την ψυχολογία μου. Το σκεφτόμουν συνέχεια, δεν με έπαιρνε ο ύπνος, ένιωθα την ανάγκη να το συζητήσω – και τώρα να το μοιραστώ. Με ενόχλησε βαθιά και, ως ένα βαθμό, με προβλημάτισε με τις προεκτάσεις που θα μπορούσε να είχε πάρει.

Ήταν δύο περίπου τη νύχτα και ακούω έξω ακριβώς από το σπίτι μου, δίπλα στο παράθυρο (το παράθυρο βρίσκεται λίγο χαμηλότερα από το ύψος του δρόμου) την εύθυμη φωνή ενός νεαρού και τον ήχο ενός υγρού που πέφτει. «Δείτε, κατουράω τη γάτα», τον άκουσα να λέει.

Τινάχτηκα από τη θέση μου, το αίμα να μου ανεβαίνει στο κεφάλι. Η συγκεκριμένη γάτα είναι μία από εκείνες που ταΐζω σε καθημερινή βάση – και η οποία συχνά στέκεται και νιαουρίζει έξω από την πόρτα μου, ώστε να της ανοίξω. Έχει γούστο, σκέφτομαι, και ανοίγω απότομα την πόρτα.

Ένας τύπος γύρω στα 25 στεκόταν έξω ακριβώς από το σπίτι, το πουλί του στο χέρι, και κατουρούσε. Το έδαφος είχε γεμίσει ούρα, που είχαν φτάσει σχεδόν στην εξώπορτα. Η γάτα είχε γίνει καπνός.

«ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΚΕΙ ΡΕ!», φωνάζω.

Ο τύπος δεν περίμενε προφανώς να ανοίξει ο ένοικος την πόρτα και να τον πιάσει στα πράσα. Σήκωσε μεμιάς το παντελόνι του και κίνησε να φύγει. Μαζί του ήταν ακόμα ένας ή δύο φίλοι του και δυο κοπέλες. Λίγο παραπέρα είχε παρκάρει το αμάξι του και κίνησε προς τα κει.

Είχα κοκκινίσει απ’ το θυμό μου. Φώναζα. Παραφερόμουν. «Καλά ρε, κατουράς πάνω στα σπίτια των ανθρώπων!», φώναζα. «Πάνω στη γάτα! ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΡΕ!»

«Εντάξει, μη δίνεις τόση σημασία» μου είπε ο φίλος του, που θα τον αποκαλώ στο εξής «ο δικηγόρος», μια που είχε την τάση να τον υπερασπίζεται. «Είναι μεθυσμένος», είπε προς δικαιολογία του.

Όρμησα στο σπίτι, βγήκα έξω με μια κάμερα στο χέρι, και άρχισα να τραβάω τη σκηνή και τα πρόσωπα. «Παίρνω τώρα τον αριθμό του αυτοκινήτου σου!», φώναξα, ενώ τα μάτια μου πετούσαν σπίθες. Ήμουν εξοργισμένος. Μα ο πρωταγωνιστής μας, ψύχραιμος, δίχως να δείχνει στο ελάχιστο μεθυσμένος, μου είπε τα εξής:

«Χάνεις τον καιρό σου με αυτό που κάνεις. Πάρε όσες πινακίδες θες. Δεν μπλέκω εγώ. Είμαστε δίπλα με τους μπάτσους, βλέπεις. Είμαι στα Ο.Υ.Κ. Εμείς σας προστατεύουμε. Μη το κάνεις αυτό, γιατί θα βρεις τον μπελά σου».

«Απλά άστο», να μου λέει παράλληλα ο φίλος του ο «δικηγόρος», παρακινώντας με σε ψύχραιμο ύφος.

Στο μεταξύ είχαν πλησιάσει στη σκηνή οι δυο κοπέλες και ένας τύπος – αγνοώ αν ήταν ή δεν ήταν στην ίδια παρέα. Με είδαν που τραβούσα πρόσωπα με την κάμερα και θύμωσαν: «σβήσε τώρα αυτά που έγραψες στην κάμερα, αυτά είναι προσωπικά δεδομένα!» μου κάνουν. Άγγιξα φευγαλέα τον ώμο της κοπέλας κι εκείνη άρχισε να ωρύεται: «ΑΓΓΙΖΕΙΣ ΓΥΝΑΙΚΑ; ΑΓΓΙΖΕΙΣ ΓΥΝΑΙΚΑ;!»

(μα την αλήθεια, το σουρεαλιστικό περιστατικό που σου περιγράφω, φίλε αναγνώστη, συνέβη όπως ακριβώς το διαβάζεις)

Α, δεν πάει καλά ο κόσμος, σκεφτόμουν. Μα ήμουν μόνος σε όλο αυτό. Η γειτονιά κοιμόταν.

«Ναι, σε άγγιξα, μα ήταν λες και αγγίζω γλίτσα», είπα στην κοπέλα – που δεν απάντησε. Στράφηκα στους άλλους. «Θα καθαρίσετε προτού φύγετε!», έκανα.

Ο τύπος που κατούρησε αρνήθηκε. «Δεν κάνω τίποτα». Οι κοπέλες είχαν ήδη απομακρυνθεί. Μόνος του, ο «δικηγόρος» προσφέρθηκε να καθαρίσει. «Θα το κάνω», είπε.

«Μισό λεπτό, λοιπόν», του λέω, «να φέρω έναν κουβά… και να ενημερώσω την ιδιοκτήτρια του σπιτιού». Με το που ανέφερα την ιδιοκτήτρια και κίνησα προς το σπίτι της οι τύποι έφυγαν στο λεπτό.

Και αυτό ήταν.


Street art by Banksy

***


Δεν γνωρίζω τι είναι εκείνο που με εξόργισε περισσότερο σε αυτή την ιστορία. Ο τύπος που αδιάφορος για την καημένη τη γάτα, κατουρούσε γύρω της; Η υστερική που φώναζε πως «την άγγιξα»; (λυπάμαι τους άντρες που πραγματικά αγγίζουν γυναίκες σαν αυτή). Οι έμμεσες απειλές τους, όταν με είδαν να τραβάω με την κάμερα, ώστε να σβήσω αυτά που τράβηξα; Ή το γεγονός πως ο πρωταγωνιστής της πράξης μου είπε απαθώς πως «δεν έχει να φοβηθεί τίποτα απ’ τους μπάτσους, γιατί είναι το ίδιο μαγαζί»;…

Μήπως ήταν οι αντιδράσεις που, εκ των υστέρων (γιατί πάντα έτσι γίνεται) σκέφτομαι πως θα μπορούσα να είχα; Λιγότερο οργισμένες, περισσότερο υπολογιστικές ενδεχομένως. (edit: όχι - μια χαρά ήταν οι αντιδράσεις μου... ο τύπος κατουρούσε πάνω στη γάτα! όσο το σκέφτομαι, τόσο θυμώνω ξανά απ' την αρχή). Όσο αφορά τα στοιχεία που είναι καταχωρημένα (κάποια εξ’ αυτών) στην προσωπική μου κάμερα; Εκ των υστέρων έμαθα πως ο χώρος, όντας κοντινός σε μουσείο, βιντεοσκοπείται ούτως ή άλλως…

Τι ήθελα να πετύχω; Σε αρχική βάση, σίγουρα να σταματήσω τα χειρότερα – φοβήθηκα για τη γάτα και ήθελα να αποτρέψω οποιαδήποτε ζημιά σε βάρος της. Εν συνεχεία ήθελα να ορθώσω μια κάποια αντίδραση στην πράξη τους, έστω σπασμωδική και συναισθηματική. Ήμουν διατεθειμένος να τρέξω στην αστυνομία; Μεταξύ μας, δύσκολα θα έφτανα ως εκεί, από τη στιγμή που δεν έπαθε κανένας τίποτα. Σκέφτομαι επίσης πως θα μπορούσαν να είχαν πάρει χειρότερη τροπή τα πράγματα.

Και αν το αντιμετώπιζα περισσότερο "χαλαρά"; Σε τελική ανάλυση, "χαβαλέ" έκαναν τα παιδιά. Σύμφωνοι... Θα επιστρέψω όμως εκεί που άρχισα. Στη γάτα. Αφήνω στην άκρη τους τραμπούκους και τις απειλές και τους μπάτσους και τις κάμερες και τις υστερικές γυναίκες – μα η γάτα τι φταίει ρε παιδιά. Γιατί να μπλέκει σε αυτόν τον παράλογο κόσμο των ανθρώπων;



Ο φασισμός της καθημερινότητας



Τι είναι ο μικρός, καθημερινός φασισμός; Σε αρχική βάση είναι όλα όσα υψώνουν τείχη ανάμεσά μας. Σε δεύτερη βάση, είναι τα συρματοπλέγματα ανάμεσα στα τείχη. Η αδυναμία της επικοινωνίας· η ωμή σύγκρουση του δυνατού με τον ασθενέστερο· οι τακτικές εκφοβισμού· η επιβολή δια της εξουσίας· η στέρηση του λόγου· ο διαχωρισμός των ανθρώπων σε φατρίες και ομάδες· ο πόλεμος όλων εναντίον όλων.

Ο αρχέγονος νόμος της ζούγκλας που διασπά κάθε κοινωνικό συμβόλαιο, κάθε προσπάθεια ομαδικής συμβίωσης.

Μήπως να αναφέραμε μερικά παραδείγματα ακόμα; Νομίζω κάθε αναγνώστης θα μπορούσε να σκεφτεί κάποια δικά του βιώματα – θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον αν τα μοιραζόταν, εδώ, μαζί μας, δημιουργώντας από κοινού ένα ψηφιδωτό «μικρών καθημερινών φασισμών». Θα αναφερθώ παρακάτω σε ορισμένες γενικές περιπτώσεις, από τις οποίες ο καθένας θα μπορούσε να συνθέσει συγκεκριμένα – πολύ συγκεκριμένα – παραδείγματα.







Τα παιδιά που δέχονται bullying στο σχολείο και αντιδρούν υποτακτικά, με φόβο – αντλώντας το λανθασμένο συμπέρασμα πως η φυγή είναι ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης… ενώ υπάρχει και η πάλη.

Ο εργοδότης που θεωρεί πως η εταιρία είναι τσιφλίκι του και οι εργαζόμενοι δουλοπάροικοί του – ορίζοντας μόνος του νόμους και κανόνες, αψηφώντας στοιχειώδη εργασιακά δικαιώματα και νομικές υποχρεώσεις – και, αντίστοιχα, οι εργαζόμενοι που αντιδρούν σπασμωδικά, μεμονωμένα, φοβισμένα, δίχως να σμίγουν τις φωνές τους, δίχως να λειτουργούν συλλογικά, ξεχνώντας πως οι ίδιοι συνιστούν την πηγή κάθε πλούτου.

 Οι εταιρίες που κρύβουν την ολική αδιαφορία τους για το ανθρώπινο προσωπικό τους πίσω από έναν πέπλο ανωνυμίας, απρόσωπης ιεραρχίας και αριθμών σε μία λίστα – και αντίστοιχα οι εργαζόμενοι που είναι διατεθειμένοι να αποδεχτούν τα έσχατα μέτρα υποβιβασμού τους για ένα κομμάτι ψωμί.

Οι τακτικές εκφοβισμού της αστυνομίας.

Το κύμα άγχους και τρόμου που αναπαράγεται, σε καθημερινή βάση, από κάθε τηλεοπτικό κανάλι και ένα σημαντικό μέρος του Τύπου (έντυπου και διαδικτυακού) της χώρας. Γιατί τι είναι ο φόβος, αν όχι μέσο ψυχολογικής βίας – άρα και καταστολής.

Η συμπεριφορά κάποιων ανθρώπων στην ουρά στις υπηρεσίες ή στα μέσα συγκοινωνίας· των ανεύθυνων οδηγών στους δρόμους· όσων ρυπαίνουν με σκουπίδια ή βρωμιές τη γειτονιά, τα κτίρια και τη φύση· όλων αυτών που λένε «η πάρτη μου και χέστηκα για όλους τους άλλους». Μια νοοτροπία ιδιαίτερα αγαπητή στον μέσο Έλληνα, θαρρώ.

Η αδιαφορία των περαστικών, όταν μπροστά στα μάτια τους μια ομάδα ντόπιων ξυλοφορτώνουν έναν μετανάστη, έναν νεαρό με μακρύ μαλλί, ή το μέλος κάποιας μειονότητας.

Ο αδιάκοπος αυνανισμός του κινητού, της selfie, της ατάκας στο Facebook, των check-in, της κατανάλωσης και – κυρίως – της επίδειξής της. Και μη με ρωτήσετε ποια η σχέση αυτών με τα παραπάνω… ασφαλώς και έχουν σχέση και το ξέρετε καλά. Γιατί ο «μικρός, καθημερινός φασισμός» δεν αφορά μόνο τον περιορισμό δικαιωμάτων, το κλείσιμο φωνών και τον εκφοβισμό… μα σχετίζεται με κάθε μορφή απώλειας της επικοινωνίας και οχύρωσης των ανθρώπων πίσω από τείχη. Και τι είναι η εικονική πραγματικότητα της επίδειξης και των κυρίαρχων συμπεριφορών στο διαδίκτυο, αν όχι ένας ακόμα τοίχος που υψώνεται και παρεμποδίζει την ουσιώδη επαφή ανάμεσά μας;



Graffiti by Mr. Thomas in Ferentino, Italy

 
Όπως εξάλλου έχω αναφέρει ο ίδιος, κατά καιρούς, στη σελίδα μου στο Facebook… μην πατάτε μόνο like. Μιλήστε. Επικοινωνήστε. Στείλτε ένα ρημάδι μήνυμα. Μην κρύβεστε πίσω από μάσκες… Ελάτε σε επαφή. Γνωριστείτε από κοντά. Και αν δεν ταιριάζετε… δεν χάσατε και κάτι. Τουλάχιστον το επιδιώξατε. Μα πρέπει να γίνει κάπου η αρχή – και δεν θα γίνει όταν κρύβεστε μονίμως πίσω από μια οθόνη. Χαίρομαι που κάποιοι ιδιαίτερα αγαπητοί μου φίλοι προήλθαν από αυτόν ακριβώς τον «ανώνυμο» αρχικά, χώρο του διαδικτύου και από τα κοινωνικά δίκτυα. Μα θλίβομαι όταν βλέπω πως τόσος κόσμος αγνοεί την αληθινή δυναμική τους και περιορίζεται σε αυτό το ατέρμονο παιχνίδι της επίδειξης και του στείρου μιμητισμού.

Αν έπρεπε να φανταστώ μια συμβολική εικόνα για το «φασισμό της καθημερινότητας», εκείνη θα ήταν η εξής: πελώριες γυάλες, η μία δίπλα στην άλλη, ασφυκτικά κλειστές και αυστηρά διαχωρισμένες μεταξύ τους. Κάθε γυάλα περιλαμβάνει έναν άνθρωπο και το μικρόκοσμό του. Οι γυάλες είναι βουτηγμένες όλες σ’ ένα παχύρρευστο χυλό «πληροφορίας» - και αυτός ο χυλός συνιστά τον κοινωνικό τους χώρο. Ο χυλός εδράζεται σ’ ένα καζάνι που βράζει – το καζάνι λέγεται κράτος και οικονομία.

Και αυτά τα καζάνια, το ένα παραταγμένο δίπλα στο άλλο, αυστηρά διαχωρισμένα μεταξύ τους… είναι τα έθνη του κόσμου.

Και η φωτιά που σιγοβράζουν… εκείνη που, κατά τη γνώμη μου, συνιστά τη ρίζα κάθε «μικρού φασισμού της καθημερινότητας» (από τον νταή που βρίζει τον ηλικιωμένο στο τρένο, στον μπάτσο που κατουράει τις γάτες, στον εργοδότη που αδιαφορεί για το προσωπικό του, στον οδηγό που αδιαφορεί για τους κανόνες ασφαλείας, στον τύπο που πετάει σκουπίδια, στον αδιάφορο περαστικό των δρόμων, στον παθητικό δέκτη των Μέσων Ενημέρωσης, στον αιώνιο καταναλωτή…)

Η φωτιά αυτή που σιγοβράζουν τα καζάνια θα μπορούσε να ονομάζεται και «ο καθένας για την ομάδα ή την πάρτη του και χεστήκαμε για όλους τους υπόλοιπους».

Θέλω να πιστεύω πως αυτή δεν είναι η κυρίαρχη τάση των καιρών μας.



Πρόσθετη ενότητα: Σχόλια και σκέψεις από τους αναγνώστες




Η παρούσα ενότητα, επιπρόσθετη στο αρχικό κείμενο, είναι το σημείο που περνάω τη σκυτάλη στους φίλους αναγνώστες του Κουνελιού. Είναι η δική τους φωνή, οι δικές τους σκέψεις, και ίσως κάποια δικά τους βιώματα, όπως τα μετέδωσαν οι ίδιοι μέσω της σελίδας στο Facebook. Κάποια από τα σχόλιά τους έχουν τόσο ενδιαφέρον, που θεώρησα σκόπιμο να τα μεταφέρω εδώ, ώστε να μη χαθούν στο σωρό του Facebook, καταμεσής των selfies και των check-in – και να προσθέσουν στον γενικότερο προβληματισμό. Θα επανέρχομαι σε αυτή την ενότητα, ανανεώνοντάς τη, με περισσότερα σχόλια αναγνωστών.

Όσο και αν η πληθώρα αυτή αρνητικών εικόνων μπορεί να φαντάζει σε κάποιους ως «πεσιμιστική» ή αποθαρρυντική, ο ίδιος δεν θεωρώ πως είναι έτσι απαραίτητα. Σκοπός μου δεν είναι να αποθαρρύνω τον κόσμο ή να μεταδώσω μια αίσθηση ηττοπάθειας. Θα έλεγα αντίθετα πως όσο παρατηρούμε τη σκληρή πλευρά της πραγματικότητας, δίχως ηδονοβλεπτικά συμπλέγματα, δίχως σύνδρομα παθητικής κατανάλωσης, σαν εκείνα που καλλιεργούν τα Μέσα, μα με κριτική διάθεση… τότε ίσως και να γίνει κάτι. Το πρώτο βήμα είναι να συνειδητοποιήσουμε πως υπάρχει αυτή η πλευρά. Το δεύτερο είναι να καταλάβουμε πως αντιμετωπίζεται όχι με στείρα αγανάκτηση – μα με κριτικό πνεύμα. Και το τρίτο είναι να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε – και να πράττουμε.

Και πάντα η πρώτη πράξη είναι να μη σιωπούμε. Να μιλάμε, όπως μπορούμε, όπου μπορούμε. Κάθε φασισμός, μικρός ή μεγάλος, φοβάται τη φωνή του κόσμου – αυτό είναι γνωστό.

Δεν είμαστε μόνοι σε αυτό – το πιστεύω.






Ας πάμε λοιπόν στα σχόλια των αναγνωστών. Βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρον το σχόλιο της Νάντιας, η οποία αναφέρει:

“Ναι, πολλοί έχουμε παρόμοιες εμπειρίες, μικρές φασιστικές ιστορίες καθημερινής τρέλας. Πολλοί γίναμε "μάρτυρες" βίας προς μετανάστες και όχι μόνο στα Μ.Μ.Μ. Πολλοί έχουμε δει κακοποίηση ζώων ή και έχουμε... κακοποιηθεί... τουλάχιστον λεκτικά πολλές φορές. Θα μείνω στον προβληματισμό, μου επιτρέπεις. Είναι φορές που νιώθω ότι πνίγω με τόσο κόπο τον λυγμό μου για το ανθρώπινο είδος που αν δεν βρω τρόπο να τον εκφράσω θα εκραγώ παθαίνοντας κρίση πανικού. Και έχω πάθει πολλές φορές. Είτε γιατί κάποιον ξυλοκόπησαν μπροστά μου, είτε γιατί, αφού με όμορφο τρόπο προσπάθησα να πείσω τα νεαρά τσογλάνια να μην αναστατώνουν τη γειτονιά τα ξημερώματα κάθε ημέρας τρομάζοντας ή ενοχλώντας τον όποιο ύπνο των γειτόνων, έφαγα τα χαστούκια μου και είδα αστράκια. Δεν έχει σημασία.

Οι κρίσεις λοιπόν με οδήγησαν στην αναζήτηση της βίας προς τον εαυτό μας. Και νομίζω ότι η πρώτη μικρή φασιστική συμπεριφορά είναι από εμάς προς τον εαυτό μας. Και δεν το λέω εγωιστικά. Κατά την ταπεινή μου γνώμη όλα ξεκινούν από την έλλειψη σεβασμού κάτ αρχήν προς τον εαυτό μας. Αν κάθε άνθρωπος σεβόταν την ύπαρξη του στον χώρο και τον χρόνο, όπως όλα τα πλάσματα της φύσης, θα σεβόταν και θα υπολόγιζε και ότι ζει και υπάρχει γύρω του. Ο πρωταρχικός μικρός φασισμός είναι προς τον εαυτό μας γιατί εκπαιδευόμαστε να του συμπεριφερόμαστε έτσι, στον εξελιγμένο "πολιτισμένο" κόσμο μας. Θα μπορούσα να γράψω πολλά γι αυτό αλλά το θέτω ως προβληματισμό. Πόσο λιγότερο φασιστική θα είναι η καθημερινότητα όλων αν η συμπεριφορά μας είναι με σεβασμό και αγάπη, που σημαίνει αυτοσεβασμό, αυτοεκτίμηση και εσωτερική ανάπτυξη; Μπορεί να είναι ουτοπία αυτό που σκέφτομαι. Και βέβαια θυμώνω, εναντιώνομαι, φωνάζω, βγαίνω από τα ρούχα μου αλλά με κάποιο τρόπο γυρίζει μπούμερανγκ. Θέλω μόνο να αγαπώ.”

 Η Στέλλα προσθέτει:

“Όλα αυτά τα περιστατικά που ανέφερες επιβεβαιώνουν για ακόμα μια φορά πόσο υστερούμε στο θέμα της παιδείας. Τι να πρωτοθυμηθώ και να αναφέρω; Δυο παιδιά, ένα καλοκαίρι στην γειτονιά μου που βρήκαν εξαιρετικά αστείο το γεγονός να καταστρέψουν ξένη περιουσία σπάζοντας την τζαμαρία ενός μαγαζιού; Μια κοπέλα στη στάση του λεωφορείου να δέχεται σεξουαλική παρενόχληση από έναν μεθυσμένο χωρίς να αντιδράει κι έπειτα αυτός να κατεβάζει το παντελόνι και να κατουράει μπροστά μας; Μια παρέα ''έξυπνων'' να δένει και να πετάει ένα κουτάβι σε γκρεμό; Μια κοπέλα στο αστικό να ουρλιάζει και να στολίζει μια ηλικιωμένη με κινητικό πρόβλημα επειδή ''τόλμησε'' να καθίσει σε μια θέση; Και η λίστα συνεχίζεται και ανανεώνεται καθημερινά... Συμπεριφορές που εκτός από αναισθησία δείχνουν και προσωπική ανασφάλεια. Το ξέσπασμα σε κάθε μορφή έγινε πια επιτακτική ανάγκη μας για να νιώσουμε εμείς ανώτεροι, πιο μάγκες και να καλύψουμε το πρόβλημά μας. Ας γκρεμίσουμε τον τοίχο που χτίσαμε γύρω μας βελτιώνοντας πρώτα απ' όλα τον εαυτό μας, το ''μέσα μας'' για να μάθουμε να σεβόμαστε και τους συνανθρώπους μας.»

Ανάλογο το συμπέρασμα της Emily, η οποία αναφέρει:

«Ο αυτοσεβασμός και η αυτοεκτίμηση είναι σημάδια μιας πολιτισμένης και υγιούς κοινωνίας. Αν ο καθείς δουλέψει με τον εαυτό του, μόνο τότε μπορούμε να μιλήσουμε για ένα καλύτερο κόσμο για ένα καλύτερο αύριο!»

Αναμφισβήτητα, η στάση μας απέναντι στον εαυτό μας είναι η απαρχή – δίχως αυτοσεβασμό πως γίνεται να σεβόμαστε τους άλλους. Στο μεταξύ η Κατερίνα έθιξε μια ακόμα ενδιαφέρουσα πτυχή – εκείνη των προτύπων που επιβάλλει μια κοινωνία από τότε που είμαστε μικροί:

«Νομίζω πως από μωρά υφιστάμενα διάφορους φασισμούς!!Πρέπει-η απόλυτα φασιστική λέξη-να υπηρετούμε πρότυπα εξυπνάδας ομορφιάς μόδας!!Μεγαλώνοντας μαθαίνουμε να κρύβουμε τις ευαισθησίες μας για να προστατευτούμε και να γίνουμε αποδεκτοί!!Κατά τη γνώμη μου λοιπόν είμαστε όλοι τόσο ανελεύθεροι και όλο και λιγότερο ευτυχισμένοι!!»

Θα έλεγα πως τα «πρέπει» σε μια κοινωνία καλύπτουν άφθονους τομείς – από το lifestyle στις επαγγελματικές συνήθειες. Μια κοινωνία όμως που δεν καλλιεργεί την αποδοχή της διαφορετικότητας (στον τρόπο ζωής, στις επιλογές, στην αισθητική, σε όλα) πόσο να απέχει από το φασισμό;

Χαρακτηριστικό και το σχόλιο της Ειρήνης:

«Δυστυχώς η παιδεία έχει κατέβει (και όταν αναφέρομαι σε παιδεία ακόμα και κάποιος «αγράμματος βοσκός» πχ έχει μεγαλύτερη παιδεία από μερικά μορφωμένα ίσως ανθρωποειδή) και φυσικά τα ψυχολογικά-κόμπλεξ έχουν μια ανεξήγητη έξαρση!»

Παραθέτω και το σχόλιο του φίλου Γιάννη:

«Θα αναδιατύπωνα το ''Εκατό μικροί φασισμοί άραγε συνθέτουν έναν μεγάλο φασισμό;'' αλλάζοντας το ρήμα ''συνθέτουν'' με το ''διαμορφώνουν κατάλληλα μυαλά στο να δεχτούν τον φασισμό και σαν κοινωνική οργάνωση''.

Θα αναφερθώ σε ένα περιστατικό που συνέβη πριν 1 χρόνο. Ο λίντερ της ομάδας (γιατρός) κατά της διάρκεια μιας επέμβασης κυριευμένος από άγχος (που δεν απέρρεε από τη δυσκολία του περιστατικού – όπου μερικώς δικαιολογείται – αλλά από ανασφάλεια και ανικανότητα) και μην μπορώντας να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις της κατάστασης έπρεπε να βρει κάποιον αποδιοπομπαίο τράγο. Αυτός βέβαια ήταν κάποιος δεν θα του πει ένα ''ευχαριστώ'' στο τέλος, κάποιος που μετά θα πρέπει να πάρει το παιδί του από το σχολείο και να το κοιτάξει στα μάτια λέγοντάς του πως πρέπει να σέβεται τον συνάνθρωπό του ενώ αυτόν όχι απλά δεν τον σεβάστηκαν αλλά τον εξευτέλισαν.

Έτσι η κάθε μας μέρα πρέπει να γίνει ένα προσωπικό στοίχημα. Θέλει νεύρο και δύναμη όμως, και ελπίζω να μας έχει μείνει λίγο.»



Street art by Etam Cru


Ευχαριστώ βαθιά το φίλο Δημήτρη, για το ακόλουθο σχόλιο που μου άφησε - καταμεσής δυσκολιών, από εκείνες που ορθώνει το ("δημοκρατικότατο", όσο αφορά την επιλογή των ποστ που προβάλλει, για την οποία μοναδικό κριτήριο είναι ο βαθμός δημοφιλίας) Facebook:

«Το κείμενο σου είναι ένας μικρός θησαυρός που πρέπει να διδάσκεται σε παιδιά όσο είναι ακόμα στην ηλικία διαμόρφωσης προσωπικότητας. Δεν μπορώ να προσθέσω κάτι σε ένα τόσο σταράτο κείμενο. Θα σχολιάσω απλώς ότι ο φασισμός της καθημερινότητας έχει γερές ρίζες. Δεν μπορεί να ξεριζωθεί, μπορεί όμως με υπομονή να ελαττωθεί.

Από την αποχαύνωση των σέλφι και την λαχτάρα για αυτοπροβολή, μέχρι τα περιστατικά σε σχολεία και την κακομεταχείριση αθώων ψυχών, ζώα τα λένε κάποιοι υποτιμητικά -μακάρι να μπορούσαν λίγο να τους μοιάσουν- υπεύθυνοι είμαστε εμείς. Και αυτοί που τα κάνουν, και εγώ κούνελε, και εσύ ίσως, που ενώ πιθανότατα δείχνουμε σημάδια αντίστασης ίσως θα μπορούσαμε και καλύτερα. Θα έλεγα πως ζούμε στην βορειότερη χώρα της Αφρικής, ή την δυτικότερη της Ασίας, αλλά ποιος θα καταλάβαινε (άσε που θα αποτελούσε προσβολή ειδικά για την Αφρική).

Όλα ξεκινάνε από εμάς, τα κατάλοιπα και τα κόμπλεξ της ψωροκώσταινας, που έχουν μπολιαστεί από γενιά σε γενιά με τρόπο ευλαβικό, αρνούνται οποιαδήποτε αλλαγή προς τον ορθολογισμό και τον αντιμετωπίζουν σαν κάτι σατανικό. Δέσμιοι ιδεολογιών που προκαλούν θυμό και κατάθλιψη. Συγνώμη αν χάνω τον ειρμό μου αλλά μόλις διάβασα και το άρθρο σου και δεν ήταν ότι πιο ευχάριστο. Προφανώς δεν έπεσα από τα σύννεφα. Συνεχίζω πάντως λέγοντας πως όσο μερίδιο ευθύνης και να έχουμε, είναι καθήκον μας να μεταλαμπαδεύουμε τις αξίες του αυτοσεβασμού. της αγάπης , της λογικής , της ανθρωπιάς ντε, όπως και όποτε μπορούμε. Είτε σε κύκλους μας , είτε στα παιδιά μας αργότερα. Ο άνθρωπος είναι ένα πλάσμα που μπορεί και πρέπει να κάνει τόσο καλό γύρω του.. και όμως. Συγνώμη για τη μακρηγορία μου και ευχαριστώ ξανά για την ευκαιρία που μου έδωσες να διαβάσω το κείμενό σου. (Δυστυχώς υπάρχει και ο φεισμπουκικος φασισμός που εμφανίζει τα ποστ όπως να ναι, χωρίς σειρά)»


Συνεχίζοντας με τα σχόλια των αναγνωστών… Ευχαριστώ τη Μαγδαλίνα για το ακόλουθο σχόλιο:

«Νομίζω πως η αντίδραση κατά τη διάρκεια του περιστατικού είναι αυτό που πάνω απ’ όλα μετράει. Να μη γυρίζουμε την πλάτη, να μη μένουμε σιωπηλοί.»

Όπως και τη Νέλλυ, που θίγει εύστοχα το θέμα της συλλογικότητας – ή της απουσίας της.

«Παρατηρώ στην καθημερινότητα μας πια πως έχει χαθεί κάθε μορφή και κάθε έννοια συλλογικότητας και πως ο καθένας κοιτάζει σ αυτό που θα πεις ή θα προτείνεις τι έχει να κερδίσει και τι παγίδα πιθανόν βρίσκεται πίσω απ αυτό που προτείνεις και οι περισσότεροι αποθηκεύουν τέτοια ποσότητα άχρηστων πληροφοριών που τους διαφεύγει η πραγματική ζωή και η ανθρώπινη επικοινωνία.»

Η Θωμαΐς είχε αυτό να πει:

«Καθημερινός φασισμός είναι η φάλαινα που ψοφάει από τριάντα κιλά πλαστικό σε ακτή του τουριστικότερου νησιού της χώρας. Φασισμός είναι να νιώθεις αναίτια ανώτερος σε αξία από οτιδήποτε άλλο περπατά ,πετά δίπλα σου ,κολυμπά ή φυτρώνει στη γη.»

Η Αναστασία μίλησε για τη φύση του ανθρώπου:

«Σε ένα πιο ευρύ πλαίσιο, η διχόνοια και ο αλληλοσπαραγμός (και όχι μόνο) είναι στην φύση του ανθρώπου από τις απαρχές του είδους του. Ο σάπιενς κανιβάλισε τον Νεάντερταλ και η Ιστορία δεν έχει να δείξει κάτι διαφορετικό παρά παραλλαγές του ιδίου μοτίβου. Φασίστες εναντίον προσφύγων, Δεξιοί ενάντια Αριστερών Αμερικανοί εναντίον Ρώσων, Κινέζοι ενάντια Γιαπωνέζων, σφαγές επί Χίτλερ, σφαγές επί Στάλιν,(και σε μικροκλίματα γείτονας εναντίον γείτονα, παιδί εναντίον παιδιού, άνθρωπος εναντίον ανθρώπου). Ακόμα και ο γεράκος που λες, μπορεί άνετα να τραμπουκίσει ένα παιδάκι αν βρεθεί σε θέση ισχύος. Η φύση του ανθρώπου είναι φρικαλέα και ειδεχθή (παρ’ όλα τα επιτεύγματα της Τέχνης και της Επιστήμης) και το βλέπεις ολοκάθαρα όταν συναλλάσσεσαι με κάποιον που βρίσκεται σε θέση ισχύος. Έτσι ήταν και έτσι θα είναι. (φυσικά, τα άνωθεν είναι προσωπική άποψη και δεν έχουν σκοπό να πείσουν κανέναν :) )»

Θέλω να πιστεύω πως τα πράγματα δεν είναι τόσο ζοφερά, όσο μας παρουσιάζει η Αναστασία – πως το “homo homini lupus” του Hobbes δεν συνιστά το μοναδικό «νόμο» της ανθρώπινης κατάστασης. Ακόμα και αν ισχύουν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο ποσοστό, οι αρπακτικές και πολεμόχαρες τάσεις που περιγράφονται, δίχως κοινωνικότητα και συνεργασία το ανθρώπινο είδος δεν θα είχε επιβιώσει ούτε 100 χρόνια στον πλανήτη. Και μερικές φορές αυτή ακριβώς η διάθεση συνεργασίας και αλληλεγγύης ήταν που επέτρεψε σε ομάδες και κοινωνίες και ιδέες να αναπτυχθούν.

Ιδιαίτερα περιγραφικό ήταν το σχόλιο του φίλου Θανάση, από το οποίο παραθέτω το τελικό συμπέρασμα:

«Οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες λένε πως διέπονται από δημοκρατικά ιδεώδη, νομοθεσίες που τις στηρίζουν, ποικιλομορφία στις διατάξεις τους κ.ο.κ. Αρχίδια φίλε μου... Οχλαγωγικά καθεστώτα είναι που στηρίζονται σε αυτά τα σάπια εκπαιδευτικά τους συστήματα. Ειδικότερα στην περίπτωση της Ελλάδας η κατάσταση είναι πασιφανής. Το σύστημα για να συντηρηθεί στηρίζεται στον όχλο. Καταστρέφεις την παιδεία σου και δημιουργείς τον όχλο που χρειάζεσαι. Λένε πως έχουμε αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Ποια είναι όμως η αμοιβαία προϋπόθεση ένα δημοκρατικό καθεστώς; Ο μορφωμένος πολίτης, ο άνθρωπος με κρίση. Στη χώρα αυτή η κριτική ικανότητα σπανίζει όπως ο χρυσός. Κι έτσι είναι οι περισσότεροι, χωρίς ιδιαίτερη κριτική ικανότητα. Θύματα της κοινωνίας μα η κοινωνία είμαστε εμείς. Κούνελε, μην απελπίζεσαι και μη δυσανασχετείς! Δε μπορούνε όλοι να ακολουθήσουν αυτά τα θέματα. Ένα 5 με 10% του πληθυσμού κι αν, θα μπορούσε να τολμήσει να σκεφτεί κριτικά, μα πόσοι θα περνούσαν από τη σκέψη στη δράση; Δύσκολο να πει κανείς. Το κακό είναι πως δεν υπάρχει φορέας, κουλτούρα ή ό,τι άλλο που να δίνει το κοινωνικό όραμα στο οποίο αυτοί, οι σκεπτόμενοι, να μπορούν να στεγαστούν, να βρούνε ομοίους τους, να ανταλλάξουν απόψεις, να πάρουν δύναμη και να προσπαθήσουν να αλλάξουν τα πράματα. Δεν υπάρχει αυτό»

Πολύ ενδιαφέρον εξάλλου είχε και το ακόλουθο σχόλιο του Θανάση, έπειτα από ένα διάλογο με τη φίλη Pippi – περί αυταρχισμού, φασισμού και πολιτικών χώρων.

«Αυταρχικοί και φασίστες μπορούν να προέρχονται από κάθε πολιτικό χώρο, δεν αντιλέγω. Το θέμα είναι πως πολλές φορές αθέλητά μας ίσως να γινόμαστε κι εμείς τέτοιοι, αν όχι φασίστες με την ακριβή έννοια του όρου, αυταρχικοί σίγουρα. Είναι παρόμοια κατάσταση με αυτή του ρατσισμού, ρατσιστές λίγο πολύ είμαστε όλοι γιατί ο ρατσισμός πηγάζει από τον φόβο για τον άγνωστό. Το θέμα είναι να έχει κανείς την νηφαλιότητα και την τόλμη να κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέφτη και να πει μήπως είμαι ένας από τους πολλούς τελικά κι εγώ; Εκεί ξεκινούν όλα...»

Θα προσυπογράψω το τελευταίο σχόλιο του Θανάση. Ο φασισμός, με την πολιτική και κυριολεκτική έννοια του όρου, αφορά την ακροδεξιά - και μόνο. Ωστόσο οι "φασίζουσες συμπεριφορές" (που συνιστούν και την ουσία του παρόντος κειμένου μου) και ο αυταρχισμός μπορεί να αφορά όλο το πολιτικό φάσμα, όλους τους ανθρώπους, εμάς τους ίδιους. Εκείνο που χρειάζεται είναι μόνιμη επαγρύπνηση και διάθεση αυτοκριτικής.



ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ


@ Το Φονικό Κουνέλι, Απρίλης του 18


Street Art, Exarxeia, by INO

15 Απριλίου 2018

Η ρωγμή στον τοίχο της εξουσίας... Το «Λάθος» του Αντώνη Σαμαράκη



Ένα αφιέρωμα στο Λάθος του Αντώνη Σαμαράκη



«Το μυστικό, το κλειδί της επιτυχίας και της εσωτερικής γαλήνης, και για το Καθεστώς και για το άτομο, είναι η απλούστευση. Όσο λιγότερο λειτουργεί η σκέψη σας, τόσο και πιο πολύ είσαστε ευτυχείς και αποδοτικοί για το Καθεστώς. Ο υπ' αριθμόν 1 κίνδυνος είναι το να σκέφτεστε. Όχι πολλές διακρίσεις, όχι διάλογο με τον εαυτό σας. Η μία και μόνη διάκριση που επιτρέπεται στον ανακριτή της Ειδικής Υπηρεσίας, είναι η έξης: με το Καθεστώς — όχι με το Καθεστώς». - Αντώνη Σαμαράκη, "Το Λάθος"



Δεν θα ξεχάσω εκείνη τη βροχερή μέρα του Γενάρη, πριν δέκα περίπου χρόνια. Ήμουν νεοσύλλεκτος φαντάρος στην Άρτα και ο καιρός είχε σταθεί εμπόδιο στην εκπαίδευσή μας. Καθόμασταν μέσα λοιπόν και μια αξιωματικός είχε αναλάβει τον άκρως εποικοδομητικό ρόλο να μας διαβάσει κάποιες «οδηγίες» σχετικές με την ορθή στρατιωτική διαγωγή. Τα λόγια της έχουν αποτυπωθεί στη σκέψη μου: «ο στρατιώτης όταν δέχεται μια εντολή δεν πρέπει να σκέφτεται ή να την επεξεργάζεται κατ’ οποιονδήποτε τρόπο στο νου του, μα να την εκτελεί».

Θυμάμαι εξάλλου το μηχανισμό της ιδανικής Γραφειοκρατίας, όπως τον περιέγραψε ο περίφημος κοινωνιολόγος Max Weber, η ουσία του οποίου είναι να εκτελείς κατά γράμμα και δίχως καμία απολύτως παρέκκλιση τις οδηγίες, αφήνοντας τον όποιο προβληματισμό και τις συναισθηματικές αποκλίσεις στην άκρη. Όσο περισσότερο ψυχρά και κατά γράμμα εκτελείς τις οδηγίες, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η συνολική απόδοση του οργανισμού. Αρκεί να σκεφτούμε κάθε μεγάλο σύγχρονο οργανισμό (για παράδειγμα, κάποια μεγάλη αλυσίδα καταστημάτων) και τον τρόπο που λειτουργεί – εκεί όπου σημασία δεν έχουν οι άνθρωποι και η διαφορετικότητά τους, μα οι θέσεις και τα καθήκοντα της κάθε μιας. Οι άνθρωποι πάνε κι έρχονται, οι θέσεις όμως μένουν.

Είχε δίκιο ο Κορνήλιος Καστοριάδης όταν έθετε τη διάκριση ανάμεσα σε «διευθύνοντες και εκτελεστές» (και όχι μόνο ανάμεσα σε καπιταλιστές και εργάτες) στο επίκεντρο της πολιτικής προβληματικής του. Από τη μία βρίσκονται εκείνοι που παρέχουν τις οδηγίες… και από την άλλη εκείνοι που οφείλουν να τις εκτελέσουν κατά γράμμα. O κυρίαρχος κοινωνικός μηχανισμός είναι ένα καλούπι στο οποίο οφείλουμε να μπούμε και να πάρουμε το σχήμα του, ανεξαρτήτως αν μας ταιριάζει ή όχι. Ή όπως έλεγε ο ψυχαναλυτής Έριχ Φρομ: “Κάποτε ο κίνδυνος ήταν μήπως οι άνθρωποι μετατρεπόμασταν σε σκλάβους… τώρα όμως ο κίνδυνος είναι μήπως μετατραπούμε σε ρομπότ”.

Ένας τοίχος: σκληρός σαν πέτρα, ψηλός σαν φρούριο. Κι εσύ τον σκαρφαλώνεις και αλίμονο αν πέσεις!

Κι όμως… δες αυτά τα λουλούδια που φυτρώνουν στις χαραγματιές του τοίχου. Κι εκείνη τη ρωγμή… δες, ο τοίχος έχει μια ρωγμή! Κι άλλη, κι άλλη… Και οι πέτρες κινούνται. Δες, ο τοίχος δεν είναι τόσο σκληρός και σταθερός όσο ήθελαν να σε κάνουν να πιστέψεις! Χάσκει μια τρύπα στην τετράγωνη μαθηματική λογική του «τέλειου συστήματος»!

Ή όπως έλεγε ο Αντώνης Σαμαράκης: «Στο Σχέδιο υπάρχει ένα Λάθος. Στο Καθεστώς υπάρχει ένα Λάθος»…

Γι’ αυτό ακριβώς «το Λάθος», το κλασικό πλέον βιβλίο του Αντώνη Σαμαράκη, θα μιλήσουμε στο σημερινό μας αφιέρωμα.



Αντώνης Σαμαράκης
Γκράφιτι του Ganzeer
Graffiti by Ganzeer


Ο όρκος της Ειδικής Υπηρεσίας



«Στη συνείδησή μου, έχουνε χαραχτεί για πάντα όσα μας είπε ο προϊστάμενος την ώρα — ορόσημο στη ζωή μου — πού οι οχτώ δόκιμοι ανακριτές της σειράς μου δώσαμε τον όρκο :


“Οφείλετε να γνωρίζετε πως για την Ειδική Υπηρεσία και για κείνους που την υπηρετούν ισχύει μία εντελώς αλλιώτικη φιλοσοφία. Οι άνθρωποι, σύμφωνα με την εν λόγω φιλοσοφία, δε χωρίζονται σε καλούς και κακούς, τίμιους και μη, και τόσες άλλες ανεδαφικές και άχρηστες διακρίσεις, υπόλοιπα του παρελθόντος. Ο ανακριτής της Ειδικής Υπηρεσίας παραδέχεται μία και μόνη διάκριση : με το Καθεστώς — όχι με το Καθεστώς.

Η απλούστευση αυτή είναι πολύτιμη και για την Ειδική Υπηρεσία και για τον καθέναν από σας χωριστά. Το μυστικό, το κλειδί της επιτυχίας και της εσωτερικής γαλήνης, και για το Καθεστώς και για το άτομο, είναι η απλούστευση. Όσο λιγότερο λειτουργεί η σκέψη σας, τόσο και πιο πολύ είσαστε ευτυχείς και αποδοτικοί για το Καθεστώς. Ο υπ' αριθμόν 1 κίνδυνος είναι το να σκέφτεστε. Όχι πολλές διακρίσεις, όχι διάλογο με τον εαυτό σας. Η μία και μόνη διάκριση, επαναλαμβάνω και υπογραμμίζω, που επιτρέπεται στον ανακριτή της Ειδικής Υπηρεσίας, είναι η έξης: με το Καθεστώς — όχι με το Καθεστώς».



Αφανέρωτος ολοκληρωτισμός



Το «Λάθος» του Αντώνη Σαμαράκη κυκλοφόρησε πρώτη φορά τον Νοέμβριο του 1965. Ήταν μια ιδιαίτερα δημιουργική περίοδος για τα ελληνικά λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά δεδομένα – η εποχή του «Ζ» και του Λαμπράκη, η εποχή του Θεοδωράκη και του Νέου Κύματος, μεταξύ άλλων. Βρισκόμαστε εξάλλου δύο μόλις χρόνια πριν τη Χούντα – και το μυθιστόρημα του Σαμαράκη αποκτά τρομακτικά προφητικό χαρακτήρα.

Στο επίκεντρο του μυθιστορήματος βρίσκεται ένα σκληροπυρηνικό «Καθεστώς». Ο Σαμαράκης δεν διευκρινίζει καμία απολύτως λεπτομέρεια σχετικά με τη φύση και τις προεκτάσεις αυτού του Καθεστώτος. Το μόνο που γνωρίζουμε (και το μόνο που αρκεί) είναι πως το συγκεκριμένο Καθεστώς κυριαρχεί επί της κοινωνίας, κυνηγάει αμείλικτα τους εχθρούς του, σκορπάει παντού πράκτορες και ασφαλίτες και διαχωρίζει τον κόσμο σε «φίλους και εχθρούς».

Προσοχή όμως: δεν αρκεί καν να τηρείς κάποια φιλήσυχη στάση, τύπου ουδετερότητας. Πρέπει έμπρακτα να δείχνεις τη φιλία και την αφοσίωσή σου. Αλλιώς εύκολα μπορεί να ενταχθείς και ο ίδιος στους «υπόπτους».

Το Καθεστώς δεν επιζητά μόνο σιωπηλούς αποδέκτες, μα και ενεργούς υποστηρικτές. Είναι εκείνοι που θα επανδρώσουν την κρατική μηχανή, τους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς, τα σχολεία, τα πανεπιστήμια, τις υπηρεσίες, τον στρατό. Είναι τα καλολαδωμένα γρανάζια του μηχανισμού και οι μοχλοί που τον θέτουν σε κίνηση.

Πρόκειται αναμφισβήτητα για ένα σκηνικό εφάμιλλο ενός «1984» - μα σε αντίθεση με το κλασικό μυθιστόρημα του Όργουελ, ο Σαμαράκης δεν εμβαθύνει στους σκοτεινούς μηχανισμούς και την ιδεολογία του Καθεστώτος. Προτιμά να δείξει στιγμές από την καθημερινή ζωή της εποχής – την πόλη, την παραλία, την κίνηση στους δρόμους, τα λούνα παρκ, τις καφετέριες, τη διασκέδαση του κόσμου. Πρόκειται για μια πραγματικότητα όμοια με τη δική μας, σαν αντανάκλαση ενός καθρέπτη, που μοιάζει να ρέει στους ρυθμούς της κανονικότητας.

Αν το «Λάθος» ήταν ένα μυθιστόρημα που αρκείται στην εξωτερική εμφάνιση και στην περιγραφή των συμπεριφορών των χαρακτήρων του (σαν άλλος μπιχεβιοριστής ψυχολόγος), θα μιλούσαμε για μια ρεαλιστική, σχεδόν, αποτύπωση μιας καθημερινής μέρας τριών αντρών που οι συνθήκες τους έφεραν σε επαφή. Τίποτα το ασυνήθιστο, ως εδώ.

Μα ο πλούτος του «Λάθους» έγκειται όχι στην εμφάνιση, μα στις υπόγειες διεργασίες που λαμβάνουν τόπο κάτω απ’ τα φαινόμενα. Σαν το νερό που σκάβει και διαβρώνει τον βράχο, σταδιακά και σε μικρές δόσεις, σαν τον κορμό του δέντρου που αφαιρεί, μία μία, τις κρούστες του, σαν τις σταγόνες που πέφτουν, λίγο λίγο, σε κάποια χημική ουσία – μέχρι που στο τέλος ο βράχος χάνεται, το δέντρο πέφτει, και η χημική ουσία εκρήγνυται σε ένα ντελίριο θορύβου και φωτιάς.

Πίσω απ’ τα φαινόμενα, λοιπόν, δεν υπάρχει η ομαλή κοινωνική κανονικότητα, μα ένα καθ’ όλα ολοκληρωτικό καθεστώς. Πίσω απ’ τις φιλικές συμπεριφορές, την άνετη εμφάνιση και τους αστεϊσμούς δεν υπάρχουν τρεις άντρες που περνούν τη μέρα τους, μα δύο πράκτορες της Ειδικής Ασφάλειας… και ένας ύποπτος καταζητούμενος για πράξεις ανατροπής του καθεστώτος.




Αντώνης Σαμαράκης, ολοκληρωτισμός και μυστικές υπηρεσίες
Μυστικές υπηρεσίες δεκαετία 60-70
Παραλία δεκαετία 60



Όποιος δεν είναι μαζί μου, είναι εναντίον μου



«— Δεν αρκεί να είσαστε ένας “φιλήσυχος πολίτης” […] Το γνωρίζουμε, αυτό όμως δεν αποδεικνύει τίποτα! Και βασικά, δεν αποδεικνύει πως είσαστε αθώος. Για την Ειδική Υπηρεσία, οι άνθρωποι χωρίζονται σε δύο αποκλειστικά κατηγορίες : όσοι είναι με το Καθεστώς — όσοι δεν είναι με το Καθεστώς. Δε χρειάζεται να είναι κανείς δεδηλωμένος εχθρός του Καθεστώτος, φτάνει να μην είναι με το Καθεστώς, και τότε, αυτομάτως, φυσιολογικά, είναι εχθρός του. Η φιλοσοφία της Ειδικής Υπηρεσίας είναι απλή και αμείλικτη : “Ο μη ων μετ' εμού κατ’ εμού εστί”.

Είδε τα μάτια του προϊσταμένου καρφωμένα πάνω του.

— “Ο μη ων μετ' εμού κατ’ εμού εστί”, ξαναείπε ο προϊστάμενος. Το ξέρετε αυτό; Γνωρίζετε ποιός το είπε;

— Ναι, ο Χίτλερ.

Γέλασε δυνατά ο προϊστάμενος.

— Όχι, δεν το είπε ο Χίτλερ. Το είπε ο Χριστός• Μην ανοίγετε τα μάτια σας και με κοιτάτε έτσι! Το είπε ο Χριστός.»




Οι υπόγειες διεργασίες της αλλαγής




Είναι όντως ένοχος ο ύποπτος ή πρόκειται απλά για έναν φιλήσυχο πολίτη, όπως ισχυρίζεται ο ίδιος; Ο Σαμαράκης αποκαλύπτει σταδιακά την πραγματικότητα, ξεδιπλώνοντας αριστοτεχνικά μία μία τις πτυχές της, που σαν άλλες Μπάμπουσκες – οι γνωστές ρωσικές κούκλες – βλέπεις να ξεπηδούν η μία μέσα από την άλλη. Πέρα από βιβλίο αμείλικτης κοινωνικής κριτικής, το «Λάθος» συνιστά ένα εξαιρετικό αστυνομικό μυθιστόρημα (δεν είναι τυχαίο πόσο άρεσε το έργο στην Αγκάθα Κρίστι).

Η υποχθόνια ξεδίπλωση της πραγματικότητας εδράζεται στον πυρήνα όχι μόνο της γραφής του έργου, μα και στην ίδια τη φιλοσοφία (και τις πρακτικές) των πρωταγωνιστών του. Πίσω από τη φαινομενικά άνετη και φιλική συμπεριφορά των πρακτόρων απέναντι στον ύποπτο βρίσκεται η εφαρμογή ενός τέλειου «Σχεδίου», μαθηματικά υπολογισμένο από τις διάνοιες του Καθεστώτος, σκοπός του οποίου είναι η σταδιακή διάβρωση του υπόπτου, ένα συγκρουσιακό παιχνίδι με την ψυχολογία του, η πρόκληση σταδιακά αυξανόμενου άγχους και πίεσης πάνω του (πάντα εσωτερικό, πάντα ψυχολογικό, ποτέ άμεσο), τέτοιο που θα οδηγήσει στην τελική «έκρηξη» - και την αποκάλυψη της αλήθειας εκ μέρους του, δίχως οι πράκτορες να έχουν ασκήσει την παραμικρή βία.

Εδώ ακριβώς έγκειται και η μαεστρία του Σαμαράκη: ο λόγος του είναι απλός, οι περιγραφές άμεσες, οι σκηνές του έργου μοιάζουν καθ’ όλα φυσιολογικές… Μα είναι στις εσωτερικές διεργασίες, τις σκέψεις και τα συναισθήματα των πρωταγωνιστών του το πεδίο που γίνεται η αληθινή μάχη. Το «Λάθος», λοιπόν, συνιστά πρωτίστως ένα ψυχολογικό μυθιστόρημα, ενδεδυμένο με το μανδύα κάποιου ντετέκτιβ. Ένα έργο που ψιθυρίζει στο αυτί σου (ίσα που ακούς τη φωνή, μια που δρα υπόγεια, σαν τους μηχανισμούς του): πρόσεχε, γιατί τα φαινόμενα απατούν. Ή μήπως όχι;




Γκράφιτι εναντίον της χούντας στην Αργεντινή
Γκράφιτι εναντίον της χούντας στην Αργεντινή 2
Buenos Aires graffiti of the Argentina dictatorship. Link



Όσο αφορά το φινάλε; Δεν θα το αποκαλύψω, αγαπητέ αναγνώστη, καθώς σκοπός της παρουσίασής μου είναι να σε ωθήσω να διαβάσεις το βιβλίο και να το ανακαλύψεις μόνος σου. Θα επαναλάβω μόνο τα λόγια της εισαγωγής: πως κάθε «τέλειο» σύστημα εμφανίζει ρωγμές στον τοίχο του. Το ίδιο ισχύει με κάθε απόπειρα να βάλουμε τα πράγματα σε μια ιδανική σειρά μες στο κεφάλι μας, και, κατ’ επέκταση, στον κόσμο έξω. Κάθε συντηρητικός θα ήθελε ο κόσμος να πάψει να κυλάει, κάθε υπέρμαχος του ολοκληρωτισμού θα επιθυμούσε η κοινωνία να λειτουργεί σαν μια τέλεια μηχανή. Μα ο κόσμος κυλάει και διαφοροποιείται είτε μας αρέσει είτε όχι – συχνά προς άγνωστες και απρόβλεπτες κατευθύνσεις. Και η τέλεια μηχανή αργά ή γρήγορα θα εμφανίσει τα σημάδια της σκουριάς. Δεν υπάρχει «τέλος της Ιστορίας», ούτε «τελικά κοινωνικά στάδια», όσο και αν πολλοί θα επιθυμούσαν κάτι τέτοιο.

Είτε μας αρέσει, είτε όχι, ο τέλειος μηχανισμός είναι ένα σύστημα κλειστό στον εαυτό του, που αναπαράγει διαρκώς το ίδιο και το ίδιο. Πατάς μια φορά ένα κουμπί και αυτό ήταν – τα πάντα λειτουργούν όπως τα όρισες εξ’ αρχής. Το όνειρο κάθε δικτάτορα, με άλλα λόγια. Μα στην κοινωνική και ιστορική πραγματικότητα δεν υπάρχει επανάληψη ή τέλος – όπως στη φύση δεν υπάρχουν οι τέλειες μαθηματικές αναλογίες.

Κλείνω με ένα αγαπημένο μου απόσπασμα του Νίτσε, από το «Ανθρώπινο, πάρα πολύ Ανθρώπινο» (σε μετάφραση Ζ. Σαρίκα):

«Το αργό βέλος της ομορφιάς. – Το ευγενέστερο είδος ομορφιάς δεν είναι εκείνο που μας πάει μακριά ξαφνικά, που κάνει μια βίαιη και μεθυστική επίθεση πάνω μας (μια τέτοια ομορφιά μπορεί να προκαλέσει αηδία), αλλά εκείνο που εισέρχεται αργά σε μας, που το κουβαλούμε μαζί μας μακριά δίχως να το παρατηρήσουμε και το συναντάμε πάλι στα όνειρα, και που τελικά, αφού έχει μείνει για πολύ καιρό με διακριτικότητα στην καρδιά μας, μας κυριεύει εντελώς, γεμίζοντας τα μάτια μας με δάκρυα και την καρδιά μας με λαχτάρα».



Επίμετρο – Είπαν για το «Λάθος»



Το «Λάθος» σημείωσε μεγάλη διεθνή επιτυχία τον καιρό που κυκλοφόρησε, βραβεύτηκε και έγινε ταινία. Ακολουθούν κάποιες από τις διθυραμβικές κριτικές που απέσπασε τον καιρό που κυκλοφόρησε. Τι ειρωνεία – δύο μόλις χρόνια μετά έμελλε να ακούσουμε στη χώρα τα τανκ να βρυχώνται και τους εγχώριους δικτάτορες να ξερνούν δημόσια την παράνοια του μυαλού τους. Τουλάχιστον η ανώνυμη Εξουσία του «Λάθους» έχει κάποιο «σχέδιο», έχει μια κάποια ομάδα εγκεφάλων. Ακόμα και αν το σχέδιό της έχει ρωγμές στον τοίχο, τουλάχιστον κάνει υπολογισμούς. Η δική μας Χούντα των συνταγματαρχών και λοιπών δικτατορίσκων ήταν απλά ανεγκέφαλη.

Κι όμως… η ίδια αυτή ανεγκέφαλη και ηλίθια Χούντα έμεινε στην εξουσία για 7 ολόκληρα χρόνια. Δεν τολμώ να σκεφτώ τι θα συνέβαινε αν στη θέση της υπήρχε μια δικτατορία σαν εκείνη που περιγράφεται στο «Λάθος»… λες τελικά να έσπαγε, υπό το βάρος των ίδιων των τέλειων υπολογισμών της, όπως έσπασε η δική μας Χούντα υπό το βάρος της βλακείας της;…

Νομίζω – και μένοντας στο κεντρικό μήνυμα του Αντώνη Σαμαράκη – πως η απάντηση είναι θετική.



Τανκ της χούντας μπροστά στη Βουλή




Graham Greene: «Αληθινό αριστούργημα. Με ιδιοφυία, δύναμη φαντασίας, και εντελώς έξοχη τεχνική, δίνει την ψυχολογική πάλη ανάμεσα σε δύο πράκτορες της Μυστικής Υπηρεσίας Ασφαλείας ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος και στον ύποπτο που έχει συλληφθεί».

Arthur Koestler:
«Μου δίνει βαθιά ικανοποίηση ότι εγώ παρουσιάζω τον Σαμαράκη στο αγγλόφωνο κοινό• To λάθος έχει γρανάζια μέσα σε γρανάζια που σε φέρνουν σ' έναν Καφκικό εφιάλτη, και η λύτρωση έρχεται με το αριστουργηματικό τέλος».

Arthur Miller: «Συγκλονιστικό. To μόνο πού εύχομαι είναι να διαβάσουν To Λάθος όσοι καπηλεύονται τη δημοκρατία και να δουν τί είναι αυτά πού σήμερα υποστηρίζουν. Ζούμε όλοι σε μία εποχή όπου οι λέξεις δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα — έτσι πού να μην έχουν πια κανένα νόημα».

Agatha Cristie: «Θαυμάσιο. Έχει τεράστιο ψυχολογικό ενδιαφέρον. Συγχαρητήρια στoν Σαμαράκη. Ολοένα και λιγότεροι είναι οι συγγραφείς πού έχουν γνήσια πρωτοτυπία και δύναμη φαντασίας. To λάθος το χάρηκα».

Luis Buñuel: «Αφάνταστα μου άρεσε Το λάθος. Η δομή του είναι συγχρόνως και μυθιστορηματική και κινηματογραφική, αληθινά εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. To λάθος είναι ιδεώδες για τον κινηματογράφο».

The New York Times, Νέα Υόρκη: «Ένα σκληρό χτύπημα κατά του ολοκληρωτισμού. To Λάθος συγκλονίζει άλλα συγχρόνως δίνει κουράγιο. Η τέχνη του Σαμαράκη ποτέ δεν ξεπέφτει σε αυτοεπίδειξη αλλά προχωρεί ανεπαίσθητα και χωρίς να πιέζει τον αναγνώστη». Raymond A. Sokolov

Le Monde, Παρίσι: «O Σαμαράκης επέτυχε κατά τρόπο υποδειγματικό. O αναγνώστης, παρασυρμένος από τη δεξιοτεχνία της αφήγησης, νομίζει ότι προχωρεί σε στέρεο έδαφος. Νά όμως πού έρχεται το μεγάλο απρόοπτο, που δε θα το αποκαλύψουμε γιατί το βάθος του Λάθους το συναγωνίζεται η έκπληξη. Εδώ έχουμε να κάνουμε με την πραγματικότητα την ίδια, δε χωράει συζήτηση». Gabriele Rolin

Der Tagesspiegel, Βερολίνο: «Έξοχο. Μια φωνή από την Ελλάδα εναντίον του ολοκληρωτισμού». Helmut Salzinger

New Statesman, Λονδίνο:
«Μία εξαιρετικής τέχνης και ευφυΐας διερεύνηση της ψυχολογίας του διώκτη και του διωκομένου, και η κατάφαση της ελευθερίας που και οι δύο έχουν χάσει. 'Ιδιοφυία, ευστοχία ύφους, εναλλαγή τραγικού και κωμικού, και αλλεπάλληλες εκπλήξεις». Clive Jordan

The Associated Press, Νέα Υόρκη: «Συγκλονιστικό ψυχολογικό suspense. Έξοχο. Πολύ δυνατό. Ένα τοπίο Όργουελ. Δημοφιλές στις Η.Π.Α.». Miles A. Smith

Les Nouvelles Litteraires, Παρίσι: «Αριστούργημα. Συγκλονιστικό. Θαυμαστά ζωντανό. Σε αναστατώνει. To ύφος του Σ. είναι ο δικός του τρόπος που βλέπει αλλά συγχρόνως και ο τρόπος πού εκφράζεται». Boileau – Narcejac

Epoca, Μιλάνο: «Προφητικό. Εντελώς πρωτότυπο. Ξεπερνάει όλες τις ως τώρα λογοτεχνικές φόρμες. To λάθος επιβεβαιώνει πώς η Ιδέα της ανθρωπιάς δεν πεθαίνει μαζί με τους ανθρώπους». Luigi Baldacci





© Παρουσίαση: Το Φονικό Κουνέλι, Απρίλης του 18


Ο συγγραφέας Αντώνης Σαμαράκης χαμογελαστός

9 Απριλίου 2018

O Υποχόνδριος. Ένα λογοτεχνικό απόσπασμα και κάποιες σκέψεις





«Πράγμα πολύ παράξενο, μα δεν μπορώ να διαβάσω μια φαρμακευτική ρεκλάμα χωρίς να συμπεράνω πως πάσχω από την εν λόγω ασθένεια και μάλιστα κάτω απ’ τη χειρότερή της μορφή. Η διάγνωση μου φαίνεται, κάθε φορά, να ταιριάζει ακριβώς με όλα τα συμπτώματα που αισθάνομαι.

Θυμάμαι κάποια μέρα που είχα πάει στο Βρετανικό Μουσείο για να διαβάσω τις λεπτομέρειες μιας ελαφριάς αδιαθεσίας που με βασάνιζε... κάποιο συνάχι, υποθέτω. Μου έφεραν τον τόμο και διάβασα όλα το άρθρο που είχα έρθει για να συμβουλευτώ. Έπειτα, έτσι για να περάσω την ώρα μου, άρχισα να το ξεφυλλίζω και να ρίχνω ματιές στη μια αρρώστια μετά την άλλη. Δεν ξέρω πια από που άρχισα, — ήταν κάποια τρομερή και καταστροφική μάστιγα,— μα προτού διαβάσω τα μισά απ’ τα «προειδοποιητικά συμπτώματα», ήμουνα πεπεισμένος πως την είχα αρπάξει.

Στην αρχή έμεινα παγωμένος από φρίκη. Έπειτα, στην εγκατάλειψη της απελπισίας, ξανάρχισα να γυρίζω τα φύλλα. Έφτασα στον τύφο, διάβασα τα συμπτώματα, ανακάλυψα πως είχα τύφο και πως έπασχα από καιρό χωρίς να το έχω καταλάβει, αναρωτήθηκα τί άλλο μπορούσα να έχω, έφτασα στη χολέρα, — και διαπίστωσα, όπως το περίμενα, πως έπασχα κι απ' αυτήν. Η περίπτωσή μου άρχιζε να γίνεται πολύ ενδιαφέρουσα. Αποφάσισα να ξεκαθαρίσω τα πράγματα και ξανάρχισα απ' την αρχή, κατ' αλφαβητική σειρά, διάβασα το άρθρο για την αλωπεκίαση κι έμαθα πως την είχα κι αυτήν και πως η κρισιμότερη περίοδος θ' άρχιζε σε δεκαπέντε μέρες. Τη χολέρα, την είχα, με σοβαρές περιπλοκές• κι όσο για τη διφθερίτιδα, θα ‘πρεπε να την σέρνω μαζί μου εκ γενετής. Εξέτασα προσεχτικά τα γράμματα του αλφαβήτου απ' την αρχή ως το τέλος και, τελειώνοντας, η μόνη αρρώστια που δεν είχα ήταν η «υδράρθρωση της καμαριέρας».

Στην αρχή, ένιωσα προσβλημένος. Γιατί να μην πάσχω κι απ' αυτή την «υδράρθρωση της καμαριέρας»; Γιατί αυτή η αδικία; Όμως, σιγά-σιγά, κατάφερα να πνίξω την αγανάκτησή μου. Σκέφτηκα πως είχα ήδη όλες τις άλλες ασθένειες που γνώριζε η φαρμακολογία και, προσπαθώντας να είμαι λιγότερο εγωιστής, έπαψα να συλλογίζομαι την «υδράρθρωση της καμαριέρας». Είχα τη σοβαρότερη μορφή της αρθρίτιδας και η ψώρα, που την είχα κολλήσει από τότε που ήμουνα έφηβος, δε θ’ άρχιζε να εκδηλωθεί. Καθώς η ψώρα ήταν η τελευταία ασθένεια του βιβλίου, έβγαλα το συμπέρασμα πως δεν είχα τίποτ' άλλο.






Έμεινα για λίγο σκεφτικός. Τί ενδιαφέρουσα περίπτωση που ήμουνα, από ιατρικής απόψεως! Τι απόκτημα για το πανεπιστήμιο! Αν είχαν εμένα, οι φοιτητές, δε θα χρειάζονταν να τριγυρνάνε στα νοσοκομεία! Μόνος μου ήμουνα ένα ολόκληρο νοσοκομείο! Θα τους αρκούσε να μου κάνουν μια γενική εξέταση κι έπειτα θα ‘παιρναν οπωσδήποτε το πτυχίο τους!

Στη συνέχεια, αναρωτήθηκα πόσο καιρός μου απόμενε να ζήσω. Προσπαθούσα να εξεταστώ μόνος μου. Έπιασα το σφυγμό μου. Στην αρχή δεν κατάφερα να τον βρω. Έπειτα, ξαφνικά, πήρε μπροστά. Έβαλα το ρολόι μου και χρονομέτρησα τους παλμούς του. Βρήκα εκατόν σαράντα εφτά το λεπτό. Έπειτα, προσπάθησα να κάνω το ίδιο και με τους παλμούς της καρδιάς μου. Αδύνατο να διακρίνω τούς χτύπους της. Είχε σταματήσει. Φυσικά, κάπου θα ήταν και θα χτυπούσε, μα δεν ήμουνα σίγουρος. Άρχισα να ψάχνω όλο το μπροστινό μέρος του κορμιού μου, απ' τη μέση ως το κεφάλι, προχώρησα λίγο προς τα πλάγια κι έφτασα σχεδόν ως την πλάτη. Η καρδιά μου δε βρισκόταν πουθενά. Προσπάθησα να δω τη γλώσσα μου. Την έβγαλα όσο περισσότερο μπορούσα, κι έκλεισα το ένα μου μάτι για να μπορέσω να τη δω με το άλλο. Είδα μόνο την άκρη της, και το μόνο που κέρδισα ήταν να πειστώ ακόμη περισσότερο πως είχα σκαρλατίνα.

Μπαίνοντας σ' αυτό το αναγνωστήριο, ήμουνα ένας άνθρωπος ευτυχισμένος και γεμάτος υγεία. Βγήκα διπλωμένος στα δυο και σε αξιοθρήνητη κατάσταση.

Πήγα κατευθείαν στο γιατρό μου. Είναι ένας παλιός μου φίλος που μου πιάνει το σφυγμό, κοιτάζει τη γλώσσα μου και μου μιλάει για τον καιρό, όλα δωρεάν, φυσικά, κάθε φορά που φαντάζομαι πως είμαι άρρωστος. Σκέφτηκα πως η επίσκεψή μου αυτή θα του ερχόταν σαν αληθινό δώρο. «Αυτό που χρειάζεται ένας γιατρός», είπα μέσα μου, «είναι η πρακτική, θα του προσφέρω τον εαυτό μου. Κι από μένα θα μάθει όσα δε θα του πρόσφεραν όλοι οι ασθενείς του μαζί».

Χτύπησα περήφανος την πόρτα του και κείνος, βλέποντας με, μου είπε:

— Λοιπόν, τί έχεις;

Του απάντησα:

— Δε θα σ' αφήσω να χάσεις τον καιρό σου, αγαπητέ μου, αρχίζοντάς να σου απαριθμώ τα όσα έχω. Η ζωή είναι μικρή και κινδυνεύεις να μην προλάβεις να τ’ ακούσεις όλα. Γι’ αυτό θα σου πω τι δεν έχω. Δεν έχω την «υδράρθρωση της καμαριέρας». Το γιατί δεν την έχω, δεν μπορώ να στο εξηγήσω.  Όλα τ’ άλλα, εκτός απ' αυτό βρίσκονται πάνω μου και μέσα μου.

Και του διηγήθηκα με κάθε λεπτομέρεια πώς είχα φτάσει σ’ αυτό το συμπέρασμα.

Μου είπε να βγάλω τη γλώσσα μου, της έριξα μια ματιά, έπιασε το σφυγμό μου, κι έπειτα με χτύπησε στο στήθος τη στιγμή που δεν τον περίμενα καθόλου, — αυτό το ονομάζω μπαμπεσιά— κι αμέσως μετά κόλλησε σ' αυτό το αυτί του. Τέλος, κάθισε στην πολυθρόνα του, έγραψε μια συνταγή και μου την έδωσε. Την έβαλα στην τσέπη μου κι έφυγα.

Δεν την άνοιξα. Πήγα ίσια στο φαρμακοποιό και του την έδωσα. Τη διάβασε, και μου την επέστρεψε λέγοντας, πως δεν είχε όσα έγραφε. Τον ρώτησα:

— Είστε ή δεν είστε φαρμακοποιός; Μου απάντησε:

— Πραγματικά, είμαι, θα μπορούσα να σας ικανοποιήσω αν είχα κατάστημα γενικού εμπορίου, αλλά σαν φαρμακοποιός, μου είναι αδύνατο να σας εξυπηρετήσω.

Τότε, διάβασα και γω τη συνταγή:

“Ένα κιλό μπιφτέκια, και ένα μπουκάλι μπύρα κάθε έξη ώρες.
“Ένας περίπατος δεκαπέντε χιλιομέτρων κάθε πρωί.
“Ένας γερός ύπνος την ήμερα, από τις έντεκα το βράδυ.

Και μη γεμίζεις το κεφάλι σου με πράγματα που δεν καταλαβαίνεις.»

Ακολούθησα τις οδηγίες του, με το ευτυχές αποτέλεσμα — κατά τη γνώμη μου, πάντα — να σώσω τη ζωή μου, που κρατάει ακόμη.»





Ο υποχόνδριος και η ιατρικοποίηση. Κάποιες σκέψεις



Το απόσπασμα που διαβάσατε δεν είναι άλλο από την εισαγωγή του απολαυστικού μυθιστορήματος “Three Men In A Boat” [Τρεις σε μια Βάρκα] του Βρετανού Jerome K. Jerome. Ο υποχόνδριος της αφήγησής μας δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον συγγραφέα, όπως παρατηρεί τα υποτιθέμενα «συμπτώματά» του και αισθάνεται πως πλησιάζει το τέλος του κόσμου!

Για όσους δεν γνωρίζουν, το “Three Men In A Boat” χρονολογείται από το 1889. Κι αν το περιεχόμενο της αφήγησης δεν μαρτυρά καμία απολύτως ένδειξη της παλαιότητάς του, ο λόγος έγκειται στο βαθιά διαχρονικό του χιούμορ – τέτοιο που έχει καταστήσει το βιβλίο ως ένα από τα ορόσημα της χιουμοριστικής λογοτεχνίας. Δεν είναι τυχαίο που σημείωσε πελώρια επιτυχία κατά τη δημοσίευσή του, όπως δεν είναι τυχαίο που φιγουράρει και σήμερα σε περίοπτη θέση ποικίλων δημοσιεύσεων σε λίστες με τα αγαπημένα βρετανικά μυθιστορήματα όλων των εποχών – παρά το γεγονός πως το βιβλίο δεν είναι εξ’ ολοκλήρου κωμικό ανάγνωσμα, ούτε ήταν η πρόθεση του συγγραφέα να δημιουργήσει κάτι κατεξοχήν χιουμοριστικό (περισσότερο ο συγγραφέας επιδίωκε να γράψει έναν τουριστικό οδηγό για τα διάφορα αξιοθέατα γύρω από τον Τάμεση!). Παρά τα σοβαρά περάσματά του όμως, ήταν το χιούμορ του εκείνο που ξεχώρισε και κατέστησε το βιβλίο αγαπητό στα πλήθη. Όσοι έχουν διαβάσει άλλα έργα του συγγραφέα με το πανομοιότυπο όνομα και επίθετο (Τζερόμ Τζερόμ, σα να λέμε Γιάννης Γιάννης) ξέρουν πως το χιούμορ συνιστά ακρογωνιαίο λίθο της γραφής του – και δεν είναι εύκολο να γελάσεις διαβάζοντας ένα βιβλίο, όπως πιθανό γνωρίζετε.

Παρά το γεγονός πως το κύριο θέμα του βιβλίου είναι το ταξίδι δύο εβδομάδων του συγγραφέα (παρέα με δυο φίλους του κι έναν σκύλο) στον Τάμεση, για σήμερα επέλεξα να μοιραστώ μαζί σας μόνο την εισαγωγή – περισσότερο για να πάρουμε μια γεύση της χιουμοριστικής του διάθεσης, όσο και γιατί βρίσκω πως το θέμα της είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον για ανάπτυξη. Αλήθεια, ποιος κατορθώνει να μην είναι έστω και λίγο υποχόνδριος ειδικά στην εποχή μας! Μπορεί να αισθάνεσαι τέλεια, να απολαμβάνεις κάθε λεπτό της καθημερινότητάς σου… μα μια μικρή ενόχληση, ή κάποια αρνητική σκέψη ίσως σε ωθήσουν να διερευνήσεις τις πιθανές πηγές τους. Και αλίμονο αν δεν γνωρίζεις που χρειάζεται να ψάξεις! Ανοίγεις ένα παράθυρο στον κόσμο και μεμιάς ξεχύνονται μέσα κύματα πανικού! Ένα λάθος κλικ στο διαδίκτυο, μια λάθος επιλογή στην εγκυκλοπαίδεια με τα ιατρικά ζητήματα, η παρακολούθηση μιας αμφιβόλου επιστημονικής εγκυρότητας τηλεοπτικής εκπομπής, ή μια κακή συμβουλή από κάποιον «φίλο που ξέρει»… και αυτό ήταν, νιώθεις άρρωστος, νιώθεις κομμάτια, νιώθεις τελειωμένος!



A hypochondriac surrounded by doleful spectres. Coloured etching by T. Rowlandson after J. Dunthorne, 1788.


Προσοχή, δεν αναφέρομαι μόνο σε σωματικά/οργανικά προβλήματα, με τα οποία συνήθως ταυτίζουμε τους υποχόνδριους… μα και σε προβλήματα ψυχολογικού ή ψυχοσωματικού τύπου. Μπορεί να πετάξεις ένα εξάνθημα και αμέσως πανικοβάλλεσαι πως κόλλησες κάτι που δεν έπρεπε. Μπορεί όμως και να περνάς μια στενάχωρη φάση και να σκέφτεσαι πως έχεις «κατάθλιψη». Μπορεί να έχεις ταχυπαλμία και να σε πιάνει κρίση πανικού. Μπορούμε εξάλλου να επεκτείνουμε αυτές τις σκέψεις και στο επίπεδο της «ομαλότητας». Κάποιος μπορεί να νιώθει πως είναι «προβληματικός» ακόμα και αν κάνει σκέψεις που «δεν έπρεπε να κάνει» ή αν παρατηρεί μέσα του πτυχές που συγκρούονται με την πρέπουσα ηθική ή τις κατηγορικές κοινωνικές προσταγές. Εν τέλει εκείνο που αναζητεί απεγνωσμένα είναι η αίσθηση της σιγουριάς που μόνο ένας «ειδικός» μπορεί να του διασφαλίσει. «Έχω πρόβλημα, γιατρέ; Και αν ναι, σε τι βαθμό;»

Το χειρότερο είναι πως – ενίοτε – ακόμα και η επίσκεψη στον γιατρό (σε συγκεκριμένους γιατρούς) μπορεί να σε κάνει να αισθάνεσαι έτσι: άρρωστος, αδύναμος, προβληματικός.

Ασφαλώς υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες όντως υπάρχει πρόβλημα, όπως ασφαλώς υπάρχει και ασθένεια. Μα η ευκολία με την οποία η εποχή μας βιάζεται να κολλήσει ταμπέλες κι ετικέτες, αριστερά και δεξιά, σε ωθεί στον ακόλουθο προβληματισμό: είναι λύση η επικόλληση άλλης μιας ταμπέλας, «θεραπευτικού» τύπου αυτή τη φορά, τέτοια που να κάνει τον άνθρωπο να αισθάνεσαι συνέχεια πως χρίζει θεραπείας;

Αναφέρομαι στο φαινόμενο της «ιατρικοποίησης»  (ή, μεταβαίνοντας στο ψυχολογικό επίπεδο, της «ψυχιατρικοποίησης») που τόσο χαρακτηρίζει τους καιρούς μας. H τάση να μετατρέπονται τα πάντα σε δυνάμει ιατρικά – ή ψυχιατρικά – φαινόμενα. Κάποτε πίσω από κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά δέσποζε η θρησκεία και η κυρίαρχη ηθική – και ασφαλώς το κλειδί της σωτηρίας βρισκόταν στους παπάδες. Τη θέση τους τώρα έχουν πάρει οι γιατροί. Υγεία, υγεία, υγεία, ακούμε να λένε παντού, λέμε κι εμείς το ίδιο – και ασφαλώς η υγεία συνιστά το βάθρο της ζωής μας. Είναι όμως «υγιεινό» να ασχολούμαστε διαρκώς με την υγεία, σε βαθμό εμμονής; Είναι η μόνιμη ανησυχία ένδειξη υγιούς ζωής; Ποιος ορίζει αυτή την τέλεια «ομαλότητα» λοιπόν, αν όχι εσύ ο ίδιος, και ποια είναι τα κριτήριά της;






 Νομίζω πως ο καλύτερος γιατρός ξέρει πως η υγεία συνιστά όχι μόνο οργανικό, μα και ψυχολογικό ζήτημα. Και πως κάθε άνθρωπος διαφέρει από τον άλλο – δεν είναι νούμερα σε μια λίστα ή κατηγορίες σε κάποιο επιστημονικό εγχειρίδιο. Σαν τον γιατρό του αποσπάσματος του Τζερόμ, αναγνωρίζει πως, ενίοτε, η ίδια η ζωή περιέχει μέσα της τις απαντήσεις της:

«Ένα κιλό μπιφτέκια, και ένα μπουκάλι μπύρα κάθε έξη ώρες.
“Ένας περίπατος δεκαπέντε χιλιομέτρων κάθε πρωί.
“Ένας γερός ύπνος την ήμερα, από τις έντεκα το βράδυ.

Και μη γεμίζεις το κεφάλι σου με πράγματα που δεν καταλαβαίνεις.»

Ναι, η υγεία είναι σπουδαίο πράγμα – δίχως αυτή δεν γίνεται τίποτα και το γνωρίζουμε καλά. Μα άλλο πράγμα η υγεία, και άλλο η εμμονή. Αν η ασθένεια συνεπάγεται τη βιολογική εξάρτηση και την αντίστοιχη αδυναμία που επιφέρει, αντίστοιχη εξάρτηση μπορεί να δημιουργήσουν οι ταμπέλες, οι ετικέτες και τα παιχνίδια του μυαλού.

Ίσως αυτή να είναι η μεγαλύτερη αρρώστια μας: η τάση να γεμίζουμε το κεφάλι μας με πράγματα που δεν εξυπηρετούν τίποτα άλλο, πέρα από το να μας κάνουν δυστυχισμένους. Και αυτή η τάση σήμερα είναι ασφαλώς μεγαλύτερη, απ’ ότι ήταν την εποχή του Τζέρομ.

Κλείνω με μια χιουμοριστική νότα (γιατί ο καλύτερος τρόπος να αντιμετωπίζουμε τέτοιες καταστάσεις είναι το χιούμορ, και ο Τζερόμ το ήξερε καλά): Το ακόλουθο εξώφυλλο «περιοδικού» που βλέπετε ανήκει στα «περιοδικά των μοντέρνων καιρών» που είχα δημιουργήσει προ λίγων χρόνων για το Blog, στο πλαίσιο αυτού εδώ του σατιρικού αφιερώματος. Ο τίτλος του περιοδικού είναι «ΜΙΚΡΟΒΙΟ». Όχι, δεν θα το βρείτε στα περίπτερα! Μα αμφιβάλλει κάποιος πως θα σημείωνε πελώρια επιτυχία αν κυκλοφορούσε σήμερα;

Σας αφήνω τώρα, γιατί ένιωσα μια ενόχληση στο στομάχι και θέλω να ερευνήσω τι έχω πάθει. Ελπίζω να μην είναι κάτι σοβαρό.



© το φονικό κουνέλι

Το λογοτεχνικό απόσπασμα από το βιβλίο του Τζερόμ Τζερόμ "Τρεις σε μία Βάρκα". Για το συνοδευτικό κείμενο και τον σχεδιασμό του περιοδικού, το Φονικό Κουνέλι, 2014-2018.