31 Οκτωβρίου 2014

H Μεταμόρφωση του Κάφκα συνεχίζεται ακόμα






"Όταν ο Γκρέγκορ Σάμσα ξύπνησε ένα πρωινό από ανήσυχα όνειρα, βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σε πελώρια κατσαρίδα. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα πάνω στη σκληρή ράχη του που ‘μοιαζε με πανοπλία και είδε, όταν σήκωσε λιγάκι το κεφάλι, την τουρλωτή, καφετιά κοιλιά του, που ήταν χωρισμένη σε σκληρές, καμπυλωτές δίπλες και μόλις συγκρατούσε τα σκεπάσματα για να μην ξεγλιστρήσουν τελείως από πάνω του. Τα πολυάριθμα πόδια του, αξιοθρήνητα λεπτά σε σύγκριση με το υπόλοιπο σώμα του, ταλαντεύονταν ανήμπορα μπροστά στα μάτια του.

«Τι μου συνέβη;», αναρωτήθηκε. Όνειρο δεν ήταν (…). Η ματιά του Γκρέγκορ γύρισε στο παράθυρο και ο συννεφιασμένος ουρανός – σαν ν’ άκουγες τις στάλες της βροχής να χτυπάνε στο περβάζι του παραθύρου – τον έριξε σε βαθιά μελαγχολία. «Γιατί να μην ξανακοιμηθώ λιγάκι και να λησμονήσω όλες ετούτες τις ανοησίες;», σκέφτηκε, μα αυτό ήταν τελείως αδύνατο, γιατί είχε συνηθίσει να κοιμάται γυρισμένος στο δεξί πλευρό και, στην κατάσταση που βρισκόταν, του ήταν αδύνατο να στρίψει. Όσο κι αν πάσχιζε να γυρίσει στο δεξί του πλευρό, ξαναγυρνούσε ανάσκελα. (…)

«Θεέ μου», συλλογίστηκε, «τι εξοντωτική δουλειά πήγα και διάλεξα!» (…) Γλίστρησε πάλι κάτω, στην προηγούμενη θέση του. «Αυτό το ξύπνημα απ’ τα χαράματα», σκέφτηκε, «αποβλακώνει για τα καλά τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη από κανονικό ύπνο. Άλλοι περιοδεύοντες αντιπρόσωποι ζούνε σαν τις γυναίκες στα χαρέμια. Όταν εγώ, λόγου χάρη, γυρίζω στο ξενοδοχείο μετά το πρωινό τρέξιμο, οι κύριοι αυτοί μόλις έχουν καθίσει να πάρουν το πρωινό τους. Ας δοκίμαζα να κάνω κι εγώ το ίδιο στ’ αφεντικό μου! Θα με απέλυε αυτοστιγμεί. Ίσως αυτό να μου ‘κανε καλό, ποιος ξέρει. Αν δεν έπρεπε να συγκρατιέμαι για χάρη των γονιών μου, θα χα παραιτηθεί από καιρό, θα πήγαινα στ’ αφεντικό και θα του ‘λεγα έξω απ’ τα δόντια όσα σκέφτομαι (…) Μόλις μαζέψω τα χρήματα για να ξεπληρώσω τα χρέη των γονιών μου – άλλα πέντε με έξι χρόνια – θα το κάνω, το δίχως άλλο. Τότε θ’ απελευθερωθώ για τα καλά. Τώρα πάντως θα πρέπει να σηκωθώ, γιατί το τρένο μου φεύγει στις πέντε».


The Metamorphosis, by jezabel7


Κι έριξε μια ματιά στο ξυπνητήρι που ήταν πάνω στην κασέλα. «Μεγαλοδύναμε Θεέ!», σκέφτηκε. Ήταν εξήμισι, πλησίαζε εφτά παρά τέταρτο (…) Λες να μην χτύπησε το ξυπνητήρι; Μα τι να κάνει τώρα; Το επόμενο τρένο έφευγε στις εφτά. Αν ήθελε να προλάβει, θα ‘πρεπε να τρέξει σαν παλαβός, και τα δείγματα δεν ήταν ακόμα μαζεμένα στην τσάντα του και ο ίδιος δεν ένιωθε τόσο ζωηρός και ευδιάθετος. Κι αν ακόμα προλάβαινε το τρένο, πάλι δεν θα τη γλίτωνε την κατσάδα απ’ το αφεντικό, γιατί ο θυρωρός του μαγαζιού, που περίμενε να τον δει στο τρένο των πέντε, θα χε κιόλας γνωστοποιήσει την αργοπορία του. (…)

Να απαλλαγεί απ’ τα σκεπάσματα ήταν απλό. Φούσκωσε λιγάκι και τα σκεπάσματα έπεσαν από μόνα τους. Μα η επόμενη κίνηση ήταν δύσκολη, ιδιαίτερα δύσκολη, γιατί ο Γκρέγκορ ήταν ασυνήθιστα φαρδύς. Θα του χρειαζόταν μπράτσα και χέρια για ν’ ανασηκωθεί. Αντί γι’ αυτά όμως, είχε μόνο τούτα τα πολυάριθμα ποδαράκια, που δεν έλεγαν να σταματήσουν να σαλεύουν προς όλες τις διευθύνσεις και που του ήταν αδύνατο να τα κουμαντάρει (…) «Πριν σημάνει εφτά και τέταρτο», συλλογίστηκε, «πρέπει οπωσδήποτε να ‘χω σηκωθεί απ’ το κρεβάτι. Άλλωστε, ίσαμε τότε κάποιος θα ‘χει έρθει απ’ το μαγαζί για να ρωτήσει για μένα, αφού το μαγαζί ανοίγει πριν από τις εφτά». Και βάλθηκε να κουνάει μία από δω και μία από κει, συντονισμένα, όλο του το κορμί, με σκοπό να πεταχτεί ολόκληρος έξω απ’ το κρεβάτι."



***


Ένα απόσπασμα από την περίφημη «Μεταμόρφωση» [Franz Kafka, “Die Verwandlung”, 1915] του Φραντς Κάφκα. Το μυθιστόρημα βρίσκεται ακόμα στην αρχή… μα θα μπορούσε κάλλιστα να τελειώνει εδώ, στο απόσπασμα που παραθέσαμε. Ένας άντρας που ξυπνάει, διαπιστώνει πως έχει μεταμορφωθεί σε ένα φρικτό έντομο... μα η κυρίαρχη σκέψη και λαχτάρα του είναι να προλάβει να πάει στη δουλειά.

Οι υποχρεώσεις, τα χρέη, το ωράριο, το αφεντικό… αυτά μόνο γυροφέρνουν στο νου του.

Ναι. Με αυτό το μικρό απόσπασμα και μόνο, ο Κάφκα είχε πει τόσα και τόσα για τον άνθρωπο των σύγχρονων καιρών.


28 Οκτωβρίου 2014

"Που είσαι τώρα και σ' έχω χάσει, μικρέ μου ήρωα Γιώργο Θαλάσση"





Ήταν 1953 όταν κυκλοφόρησε για πρώτη φορά ο "Μικρός Ήρως". Ένα από τα μακροβιότερα περιοδικά στην ιστορία του ελληνικού τύπου και ένα από τα αγαπημένα αναγνώσματα χιλιάδων παιδιών στα πέτρινα εκείνα χρόνια της δεκαετίας του 50 και του 60.

Μια περίοδος στη διάρκεια της οποίας η αναφορά στην Αντίσταση ενάντια στις φασιστικές δυνάμεις των Ιταλών και των Γερμανών προσέκρουε στο ευαίσθητο θέμα της πόλωσης που σημάδεψε την ελληνική κοινωνία. Πως να αναφερθείς στην Αντίσταση, και μάλιστα σε παιδιά, χωρίς να θίξεις τον πολιτικό διχασμό που θα οδηγούσε στον Εμφύλιο; Αυτό σε μια περίοδο (στα χρόνια της δεκαετίας του 50) στη διάρκεια της οποίας βασίλευε απόλυτα το ψυχροπολεμικό κλίμα στη χώρα μας; Τότε που κυριαρχούσε η πολιτική των ανακτόρων, της μετεμφυλιακής Δεξιάς και της αντικομμουνιστικής υστερίας;

Τη λύση επιχείρησαν να δώσουν οι δημιουργοί του "Μικρού Ήρωα". Ο συγγραφέας Στέλιος Ανεμοδουράς και ο σκιτσογράφος Βύρων Απτόσογλου... Οι ήρωες τους ήταν τρία Ελληνόπουλα που μάχονταν ενάντια στον κατακτητή, χωρίς να θίγουν όμως συγκεκριμένα ζητήματα πολιτικής τοποθέτησης... Απουσίαζαν τόσο οι αναφορές στην ΕΑΜική Αριστερά, όπως και στην αντίσταση που πρόβαλαν οι μη-αριστερές δυνάμεις... Ο εχθρός ήταν ένας: o φασίστας κατακτητής. Και η αντίσταση ήταν ενιαία.





***


Κάπως έτσι ξετυλίχθηκαν οι περιπέτειες του Γιώργου Θαλάσση, της Κατερίνας και του "Σπίθα". Και διήρκεσαν 16 ολόκληρα χρόνια - όταν και η κυκλοφορία του περιοδικού διεκόπη απότομα από το καθεστώς της Χούντας. Το περιοδικό έμελλε να κυκλοφορήσει πάλι μελλοντικά... μα η διακοπή του και μόνο, την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, σημαίνει πολλά. Φαίνεται φάνηκε επικίνδυνη για ένα δικτατορικό καθεστώς η κυκλοφορία ενός περιοδικού όπως αυτό.

Ίσως πάλι να έπεσαν πάνω σε εκείνη την εικόνα της Κατερίνας (που παρουσιάζουμε εδώ), η οποία εκσφενδονίζει ένα μπουκάλι με βενζίνη ενάντια στο τανκ. Ίσως να σκέφτηκαν πως τα δικά τους τανκς έμοιαζαν πολύ με εκείνα των Γερμανών κατακτητών.





Γιατί, βλέπετε, τα άρματα του φασισμού είναι πάντα τα ίδια άρματα. Είτε είναι ιταλικά, είτε γερμανικά, είτε ελληνικά. Και αν ο "Μικρός Ήρως" δεν έθιγε συγκεκριμένες πολιτικές προτιμήσεις, ένα είναι βέβαιο: η δράση του δεν στρεφόταν μόνο ενάντια στον κατακτητή της χώρας, τα χρόνια του Πολέμου... Μα ενάντια στον τύραννο του φασισμού, γενικότερα.

Γιατί ήταν ο φασισμός και η ιδεολογία του εκείνα που ώθησαν τον Μουσολίνι και τον Χίτλερ να στραφούν τότε, τα χρόνια εκείνα, ενάντια στη χώρα μας, μα και σε τόσες άλλες. Ο φασισμός και ο εθνικισμός, η διεστραμμένη ιδέα περί ανωτερότητας ενός έθνους (οποιουδήποτε έθνους, δεν έχει σημασία) έναντι των άλλων, η παρανοϊκή αντίληψη πως υφίστανται ανώτερες "ράτσες" και κατώτερες και η εξίσου διεστραμμένη υποταγή ενός λαού σε έναν "ηγέτη"... Ο φασισμός και οι πολεμοχαρείς ορέξεις του ήταν που αφύπνισαν την σαδιστική μανία των λαών και τους μετέτρεψαν σε αδυσώπητους κατακτητές.

Να το θυμόμαστε αυτό σήμερα, όταν κάποιοι υψώνουν το χέρι τους φασιστικά, βαδίζουν στρατιωτικά, υποτάσσονται στον δικό τους "ηγέτη", επιθυμούν την κατάλυση κάθε ελευθερίας και αποκαλούν τους εαυτούς τους "πατριώτες". Και πανηγυρίζουν μεν το "ΟΧΙ", όπως όλοι, μα προσπερνούν πως χωρίς τον φασισμό - χωρίς την ιδεολογία του - δεν θα είχε υπάρξει ούτε Μουσολίνι... ούτε Χίτλερ... ούτε Κατοχή... ούτε όλη η μαυρίλα της δεκαετίας του 40.

Ο αγώνας ενάντια στον κατακτητή είναι πάντα και αγώνας ενάντια στον φασισμό - σε κάθε του μορφή και απόχρωση.






***


Κλείνω με ένα απόσπασμα από τον "Μικρό Ήρωα", από το τεύχος 103, με τίτλο "Στα Δόντια της Κόμπρας"...

"Eίσαι ένας δολοφόνος Σουλτς, ένας αρχιεγκληματίας αντάξιος του αρχηγού σου, του Χίτλερ! Είσαι ένα ανθρώπινο κτήνος που μολύνει με την παρουσία του τη γη! Έχεις δολοφονήσει με αφάνταστα μαρτύρια εκατοντάδες αθώους ανθρώπους, που το μόνο έγκλημα τους ήταν ότι ήθελαν να ζήσουν ελεύθεροι!"

"Δεν είμαι κοινός εγκληματίας!" απαντάει ο Γερμανός με φωνή που τρέμει. "Ό,τι έκανα το έκανα για την πατρίδα μου και τον αρχηγό μου!"

"Δεν πολεμά κανείς για την πατρίδα του όταν σκοτώνει αθώους ανθρώπους χωρίς λόγο! Δεν πολεμά για την πατρίδα του εκείνος που βασανίζει γυναίκες και παιδιά για να ικανοποιήσει τα σαδιστικά του ένστικτα! Πολεμούν για την πατρίδα τους μόνο εκείνοι που μάχονται τίμια και αντρίκια και ιπποτικά, κι όχι εκείνοι που εκτελούν ομαδικά έναν λαό με το εκτελεστικό απόσπασμα και με την πείνα".




26 Οκτωβρίου 2014

Πηγαίνοντας πίσω τα ρολόγια





Σπουδαίες οι μέρες που πηγαίνουμε τα ρολόγια μας μία ώρα πίσω. Θα έπρεπε να γίνονται συχνότερα. Να τα πηγαίνουμε και μία και δύο και τρεις ώρες πίσω.

Ενδεχομένως θα έπρεπε να το κάνουμε έξι μήνες τον χρόνο, σε καθημερινή βάση. Να πηγαίνουμε κάθε μέρα τα ρολόγια μας όχι μία, μα 24 ώρες πίσω. Έτσι οι έξι μήνες θα περνούσαν, μα θα ήταν σα να μην είχαν περάσει ποτέ. Θα ήμασταν ακόμα στο ίδιο σημείο.

Και αν πηγαίναμε τα ρολόγια μας ακόμα πιο πίσω, για σκεφτείτε. Μία μέρα πίσω, δύο μέρες, μια βδομάδα πίσω. Τα χρόνια θα φαίνονταν πως κυλούν αντίστροφα. Θα γυρνούσε το ημερολόγιο από την ανάποδη. Θα λέγαμε "τι θα κάνεις αύριο;" και θα εννοούσαμε "τι έκανες χθες;". Αντί να προσθέτουμε, θα αφαιρούσαμε χρόνια. Θα γινόμασταν όλο και νεότεροι ημερολογιακά και στο τέλος, θα γινόμασταν παιδιά.

Και θα ακολουθούσαμε τον κούνελο της εικόνας στο ατελείωτο και σουρεαλιστικό λαγούμι του, καταλήγοντας για άλλη μια φορά στη χώρα των θαυμάτων. Το ρολόι που κρατάει, βλέπετε, ανήκει σε αυτά που περιγράφουμε. Τα ανάποδα. Τα σουρεαλιστικά.


Εκείνα που γουστάρουμε.


~

24 Οκτωβρίου 2014

E, εσύ. Σε σένα μιλάω, ναι.






Ε, εσύ. Σε σένα μιλάω, ναι. Θα σου πω δυο λόγια που σκέφτηκα χθες βράδυ. Ή πριν κάποια χρόνια. Ή που θα σκεφτώ στο μέλλον, αιώνες μετά. Δεν έχει σημασία, ο χρόνος είναι αδιάφορος. Αυτό που έχει σημασία είναι να δώσεις βάση. Γιατί, ξέρεις, δε ξηγιέσαι καλά, φίλος. Δε ξηγιέσαι καθόλου καλά. Όχι απέναντι μου – απέναντι σε σένα τον ίδιο. Καλά θα κάνεις να μ’ ακούσεις λοιπόν.

Θυμάσαι τον εαυτό σου, ρε, σαν ήσουν παιδί; Τότε που έχτιζες πύργους από άμμο και χαλίκια; Τότε που ένα σκουπίδι, ένα καπάκι, ένα κουμπί, ένα χαρτί, ένα κομμάτι ξύλο, μπορούσε να μετατραπεί στα χέρια σου σε μαγικό παιχνίδι; Θυμάσαι πως εξορμούσες καθημερινά, σα θαλασσοπόρος, στους απέραντους ωκεανούς της φαντασίας σου; Τότε που ο κόσμος φάνταζε πελώριος, ένα σύμπαν πλουμισμένο με αστέρια – και συ ήσουν ένας κοσμοναύτης και τα αστέρια λαμπύριζαν στα μάτια σου.

Και τι έγινε μετά, με το πέρασμα των χρόνων, για πες μου. Πως κατάφερες και τετραγώνισες τον κύκλο; Πως μπόρεσες και χώρεσες τη θάλασσα σε ένα τόσο δα ενυδρείο; Πως έγινες και συ ένα ψάρι όπως όλα, κολυμπώντας σε καλά περιορισμένα όρια, όρια που έγιναν ο κόσμος σου; Πως γίνεται και έσβησες τα σκοτεινά σημεία απ’ τον χάρτη, διατηρώντας μόνο όσα σου φαίνονται οικεία; Θυμάσαι, ρε, μικρός, πως εξερευνούσες με λαχτάρα τα «στοιχειωμένα σπίτια», τις οικοδομές, τα ανήλιαγα δασάκια; Πως διψούσες για γνώση, πως κυνηγούσες περιπέτεια; Αλίμονο, τα ανεξερεύνητα δασάκια έγιναν ξύλα προς εκμετάλλευση, μια επικερδής επιχείρηση. Και το στοιχειωμένο σπίτι απέδειξες πως δεν υπάρχει. Ξαμόλησες πάνω του το τεχνικό σου φως και αποκάλυψες πως δεν υπάρχουν σκοτεινά σημεία.

Μα δε ξέρεις πως όσο περισσότερο φως ρίχνεις κάπου, τόσο φουντώνουν οι σκιές;


***

Πως περιόρισες τόσο τον ορίζοντα σου, πες μου. Ναι, ξέρω. Πρώτα ήταν ο έρωτας. Έπειτα η ανάγκη. Τα δύο ορόσημα που σε διαχώρισαν από την παιδική σου ηλικία. Και αυτά τα δύο κατέλαβαν το νου σου, όπως ο μεγαλύτερος δικτάτορας. Πλέον δεν χωρούσε τίποτ’ άλλο στο μυαλό σου. Ο έρωτας μόνο. Και η ανάγκη. Η δουλειά. Το χρήμα. Τα άλλα ανήκουν πια στο περιθώριο.

Και έχασες σταδιακά την τόλμη σου. Σου είπαν πως στον έρωτα μετρούν οι επιτυχίες μόνο, τον έβαλαν σε λίστες, τον ταξινόμησαν σε κατηγορίες, τον μετέτρεψαν σε must και lifestyle. Σου είπαν πως θα σου δώσουν συμβουλές για να «πετύχεις», και συ έφτασες να αξιολογείς τον εαυτό σου, συγκρίνοντας πάντα με τους άλλους. Ο έρωτας έγινε status, έγινε ανταγωνιστής, έγινε ποσοτική λίστα με εμπειρίες. Μα δε σου είπαν, ξέρεις, πως η εμπειρία δε μετριέται στις «επιτυχίες» μόνο – μα και στις αποτυχίες! Στις δεύτερες ακόμα πιο πολύ! Τι ξέρει κάποιος από έρωτα, αν δεν έχει αισθανθεί τη βροχή, κρύα και παρήγορη, να πέφτει πάνω του, ενώ βαδίζει μόνος μες στη νύχτα;

Σου μίλησαν για όνειρα, μα παραίνεσαν να βλέπεις την πραγματικότητα «ρεαλιστικά». Μα ο «ρεαλισμός» τους ήταν βασισμένος σ’ έναν κόσμο που οι ίδιοι έχτισαν για σένα! Και αν ο κόσμος συνεχώς αλλάζει, εκείνοι τον παρουσίασαν τάχα αμετάβλητο, τάχα αιώνιο, στη μορφή αυτή που βλέπεις. Και συ τι έκανες; Το δέχτηκες, αδιαμαρτύρητα. Μα παρέλειψαν να σου αναφέρουν πως τα όνειρα ενός είναι η πραγματικότητα κάποιου άλλου. Και τα όνειρα είναι πάντοτε ρευστά, μεταβλητά.






Έτσι ο κόσμος σου έγινε ο κόσμος όλων. Έτσι χώρεσες τη θάλασσα μες’ στο ενυδρείο. Έτσι ανέπτυξες την κοσμοθεωρία σου, με τα τετραγωνισμένα όρια της, αποδιώχνοντας κάθε σκοτεινό σημείο. Έτσι βολεύτηκες στη μικροσκοπική, μα τόσο βολική σου, ημιμάθεια. Έτσι ξεπούλησες τη φαντασία σου. Δε χρειάζεται πια να φανταζόμαστε, να χτίζουμε κάστρα με άμμο και χαλίκια. Έχουμε τις εφημερίδες να φαντάζονται για μας. Την ειδησεογραφία να μας παρουσιάζει τον κόσμο «όπως είναι». Τα κόμματα να μας πουλούν κοσμοθεωρίες. Τις μόδες να μας κάνουν να νιώθουμε ασφαλείς, τους ειδικούς να μας δίνουν συμβουλές. Μην ανησυχείς, ψαράκι, στο ενυδρείο έχει μια θέση και για σένα!

Και αν αισθάνεσαι αδύναμος, ανασφαλής... Στον έρωτα θα βρεις δύναμη, παρηγοριά! Και αν αυτός απουσιάζει… Γίνε μέλος μιας ισχυρής ομάδας, μιας κρατικής οντότητας, μιας φανατικής ιδεολογίας, ενός μεγάλου, τάχα, έθνους. Κάθε μικροσκοπικό ψαράκι αισθάνεται μεγάλο αν κολυμπάει σε μεγάλο ενυδρείο. Και αν το ενυδρείο δεν είναι απαραίτητα μεγάλο… ας το μεγενθύνουμε με τη φαντασία μας – τη λιγοστή που μας απέμεινε. Ας το μετατρέψουμε σε «τρανό και ένδοξο», μπας και αντλήσουμε οι ίδιοι κάτι από τα έργα άλλων, από τις επιτυχίες άλλων. Και αν ξεπουλήσεις την ατομικότητά σου, την διαφορετικότητά σου, αν γίνεις ένα όπως όλοι… τι σημασία έχει; Δε φοβάσαι πια!  


***


Σου είπαν ψέματα, καλό μου ψάρι. Μα ταυτόχρονα σε έκαναν να αγαπάς τα παραμύθια. Σου είπαν πως αρκεί να «θελήσεις» κάτι για να το αποκτήσεις. Κάποιος συγγραφέας έγινε διάσημος, μιλώντας για τον κόσμο που «συνωμοτεί υπέρ σου». Και εσύ το πίστεψες, γιατί ήθελες να το πιστέψεις. Και αντί να χτίζεις, με τα δικά σου χέρια, σκάλες προς τον ουρανό, προτιμάς τα κάλπικα φτερά που σου παρέχουν. Θαρρείς, τάχα, πως έτσι θα αγγίξεις τον ουρανό νωρίτερα. Και αντί να σκαρφαλώνεις – να πέφτεις – να σηκώνεσαι – να γλύφεις τις πληγές σου – και να σκαρφαλώνεις πάλι... προτιμάς απλά να «πετάς».

Ένα ψάρι που ονειρεύεται πως είναι πουλί, να τι είσαι. Μα τα ψάρια, ξέρεις, κάποτε, δισεκατομμύρια χρόνια πριν, βγήκαν από το νερό. Κάποτε έγιναν πουλιά και πέταξαν. Μα δεν συνέβη από τη μια στιγμή στην άλλη… Δες εδώ. Τα ψάρια εκείνα έβλεπαν πέρα από τον στενό ορίζοντα της μικροσκοπικής τους θάλασσας… Φαντάζονταν πάντα κάτι καλύτερο, κάτι καινούργιο, κάτι διαφορετικό. Και αν πήρε καιρό… κάποια στιγμή τα κατάφεραν. Βγήκαν στη στεριά… και πέταξαν.

Εσύ λοιπόν τι κάνεις; Nαι ρε, σε σένα μιλώ. Μα μιλάω και σε μένα. Σε όλους. Σε κανέναν. Δεν έχει σημασία... 

Ένα μονάχα έχει σημασία. Να θυμηθείς. Να θυμηθείς πως κάποτε έχτιζες πύργους από άμμο και χαλίκια.


Picture Source - Street Art Utopia

19 Οκτωβρίου 2014

Περί "ελληνισμού" ο λόγος


Ραφαήλ - Η σχολή των Αθηνών


Υπάρχει εδώ κι εκεί μια μερίδα κόσμου που θα τη δεις να εμπνέεται από αρχαιοελληνικές περικεφαλαίες, ξίφη, δόρατα, πολεμικούς θώρακες, φάλαγγες, Σπαρτιάτες πολεμιστές, «ή ταν ή επί τας», και άλλα σχετικά. Θα ακούσεις κάποιους από αυτούς να κραυγάζουν «πατριωτικά» συνθήματα και θα τους δεις να βαδίζουν σε στρατιωτικό σχηματισμό, ενώ τα ξυρισμένα τους κεφάλια, σα γυμνά κρανία, λάμπουν κάτω από τον ήλιο. Θα μιλήσουν για «ελληνισμό» - αλλά, μα την αλήθεια, πόσο λίγο κατανοούν αυτήν την έννοια.

Πόσο έχουν χάσει το νόημα αν θεωρούν πως «ελληνισμός» ήταν ποτέ οι περικεφαλαίες και οι στρατιωτικοί σχηματισμοί.

Κάθε χώρα είχε τους στρατούς της. Κάθε αυτοκρατορία τους κατακτητές της. Τα όπλα, τις περικεφαλαίες, τα πολεμικά της άρματα. Οι αρχαίοι πολιτισμοί, στην πλειοψηφία τους, μονίμως πολεμούσαν ο ένας τον άλλο. Και αν ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός σημείωσε μια λαμπρή και καθοριστική επιτυχία απέναντι στους Πέρσες, και αν ανέδειξε έναν στρατηλάτη όπως ο Αλέξανδρος, δεν ήταν αυτά εκείνα που του χάρισαν την αιωνιότητα. Όπως υπήρξε ο Αλέξανδρος, έτσι πριν από εκείνον, ήταν ένας Κύρος, ένας Ραμσής, ένας Σαργών, ή μετά θα ερχόταν ένας Αύγουστος, ένας Τζέγκις Χαν, ή ένας Ταμερλάνος… Δεν ήταν οι στρατοί εκείνοι που καθιστούσαν ξεχωριστό, σε τελική ανάλυση, τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό – όχι. Ήταν η ίδια εκείνη λέξη που τόσο χρησιμοποιείται, συχνά σε βαθμό εκφυλισμού, χωρίς να γίνεται κατανοητή.

Η λέξη «πολιτισμός».


***


Τον πολιτισμό τους ήταν που κληροδότησαν οι αρχαίοι Έλληνες στον κόσμο, τον πολιτισμό τους θα μελετούσαν για αιώνες οι υπόλοιποι λαοί – και θα αντλούσε από αυτόν η Δύση, για να αναπτυχθεί από την Αναγέννηση και έπειτα. Τον πολιτισμό τους – όχι τις περικεφαλαίες.

Η ποίηση. Οι τραγωδίες. Η γλυπτική. Η ζωγραφική. Τα αρχιτεκτονικά μνημεία. Οι γιορτές. Η φιλοσοφία – που πρώτη φορά, αμφισβήτησε τα μυθολογικά θεμέλια του κόσμου και έθεσε τις βάσεις της επιστήμης. Η φιλοσοφία που ποτέ δεν υπάκουσε σε αυθεντίες και έθετε ως μόνο και βασικό αξίωμα της εκείνο της ελευθερίας της σκέψης και της ανεμπόδιστης κριτικής, πέρα από κάθε μορφή δογματισμού.

Ο πολιτισμός και το εμπόριο ήταν εκείνα που ένωναν τους αρχαίους – όχι κουβέντες περί «εθνικής ταυτότητας» (ιδέα άγνωστη στους χωρισμένους σε πολλαπλά κράτη και συχνά εχθρευόμενους μεταξύ τους Έλληνες). Και χάρη στο εμπόριο ήρθαν αρχικά σε επαφή με τους πολιτισμούς της Μεσογείου και άντλησαν άφθονα στοιχεία, που θα καθόριζαν στην πορεία την τέχνη, τις αντιλήψεις και τα έθιμα τους. Χάρη στο εμπόριο και την επαφή με τους λαούς του κόσμου: τους Αιγύπτιους, τους Φοίνικες, τους Κρήτες, τους Θράκες, τους Λυδούς, τους Σκύθες, τους Βαβυλώνιους, ως τους Ινδούς – ο πολιτισμός δεν «γεννήθηκε» στην αρχαία Ελλάδα. Απλά σημείωσε τότε ένα πολύ σημαντικό βήμα στην παγκόσμια εξέλιξή του.

Και μεταξύ άλλων, αναπτύχθηκε στην Αθήνα η δημοκρατία. Ο δημόσιος λόγος. Η ιδέα της συμμετοχής στα κοινά. Η έννοια του πολίτη. Σύμφωνοι, υπήρχαν μεγάλοι περιορισμοί (γυναίκες, δούλοι, πρόσωπα με επιρροή εξαιτίας της οικονομικής τους δύναμης, το συμμαχικό ταμείο που απομυζούσε η Αθήνα), μα εκείνο που κληροδοτήθηκε εν τέλει ήταν το φαντασιακό της πολιτικής συμμετοχής και διαρκούς αμφισβήτησης της αυθεντίας. Η κατάσταση του πολίτη που συλλογίζεται για τον εαυτό του και γίνεται ικανός να εκφράζει την προσωπική του άποψη. Ένα φαντασιακό, μια κοινή αντίληψη, που για πρώτη φορά στον αρχαίο κόσμο αναπτύχθηκε τότε. Εκεί. Και έπειτα κληροδοτήθηκε στον δυτικό πολιτισμό – περισσότερο ως ιδέα και ιδανικό, παρά ως πράξη μέχρι σήμερα…


***


Επανέρχομαι λοιπόν στα αρχικά. Τι σχέση μπορεί να έχουν αυτά με την αντίληψη που τρέφουν περί «ελληνισμού» εκείνοι που βαδίζουν σε στρατιωτικό σχηματισμό; Εκείνοι που υψώνουν το χέρι, χαιρετώντας φασιστικά; Εκείνοι που εκμηδενίζουν κάθε ιδέα ατομικότητας και διαφορετικότητας; Εκείνοι που θα επιθυμούσαν να καταργήσουν κάθε ελευθερία, κάθε κριτική, κάθε διάθεση συμμετοχής στον πολιτικό βίο;

Κάθε τέχνη; Γιατί τέχνη και έκφραση χωρίς ελευθερία δεν υπάρχει.

Εκείνοι που αγνοούν, μεταξύ τόσων και τόσων, πως οι αρχαίοι Έλληνες δεν γνώριζαν «ηγέτη» και δεν έσκυβαν το κεφάλι για να χαιρετήσουνε κανέναν…


Φασίστες, ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός δεν σας ανήκει.




12 Οκτωβρίου 2014

Ο Δρόμος... Ένα κόμικ για τον Λουκάνικο





Πριν κάποιο καιρό έφυγε απ' τη ζωή ένας ωραίος σκυλάκος, που άκουγε στο όνομα Λουκάνικος. Ένας σκύλος γνωστός στον κόσμο της πόλης, που τον γνώρισε μέσα από τις πορείες και τις διαδηλώσεις.

Η πρόσφατη είδηση του θανάτου του με άγγιξε βαθιά. Αισθάνθηκα την ανάγκη να αποδώσω έναν μικρό φόρο τιμής στον Λουκάνικο. Αρχικά σκέφτηκα να φτιάξω ένα πορτραίτο του... Στη συνέχεια όμως η σκέψη καρποφόρησε μέσα μου και μου ήρθαν άφθονες εικόνες και λόγια κατά νου. Αποφάσισα λοιπόν να γράψω και να σχεδιάσω ένα κόμικ...

Δύο μέρες μετά, το κόμικ είναι έτοιμο... Σε μια εποχή που οι άνθρωποι τείνουν να φέρονται σαν ζώα και ενίοτε να γαβγίζουν σαν σκυλιά, αυτός ο σκύλος μας θυμίζει πως μπορούμε να είμαστε ανθρώπινοι και ελεύθεροι ταυτόχρονα. Για τον Λουκάνικο λοιπόν - και όσα συμβολίζει.

1) Κάνετε κλικ πάνω στις σελίδες, 2) δεξί κλικ 3) άνοιγμα εικόνας σε νέα καρτέλα, για να τις δείτε μεγενθυμένες και να διαβάσετε το κείμενο.

Τίτλος της ιστορίας μας; "Ο Δρόμος".


© the lethal rabbit
© the lethal rabbit


***










All artworks copyright © The Lethal Rabbit

alyxir81@gmail.com


7 Οκτωβρίου 2014

Η Μελαγχολία του Ντύρερ





Ελάχιστα έργα στην ιστορία της τέχνης μπορούν να θεωρηθούν τόσο διαχρονικά όσο η «Μελαγχολία» του Άλμπρεχτ Ντύρερ. Δημιουργημένη το 1514 σε μορφή χαρακτικού, φάνηκε να σκάβει κάτω από την ηλιόφωτη, πολύχρωμη επιφάνεια της Αναγέννησης και να αφήνει το δικό της, μυστήριο αποτύπωμα – σα σύννεφο που καλύπτει με το αραχνιασμένο πέπλο του τον ήλιο. Πεντακόσια χρόνια μετά, το έργο φαντάζει περισσότερο επίκαιρο από ποτέ... μα ταυτόχρονα, αινιγματικό όσο ελάχιστα.

Σε πρώτο πλάνο παρατηρούμε μια φιγούρα που θυμίζει άγγελο. Το βλέμμα της όμως είναι παραδομένο στις σκιές, χαμένο σε σκέψεις που φαίνεται να μην καταλήγουν πουθενά. Τα φτερά της είναι αδρανή. Πίσω της, πέρα στον ορίζοντα, ένα αστέρι πλημμυρίζει με τις ακτίνες του τον ουρανό, έτοιμο να βυθιστεί εκστατικά στα γλυκά βάθη της θάλασσας. Η φύση ζει τον αέναο οργασμό της. Μα ο άνθρωπος με τα φτερά αδιαφορεί για το θέαμα – σχεδόν φαίνεται να το κοιτάζει με απαξίωση. Σα να λέει: «τι να μου πεις και συ τώρα». 

Από τη ζώνη του κρέμονται κλειδιά και σάκοι, από εκείνους που γεμίζουμε με χρήματα. Μα βρίσκονται πεταμένοι στο έδαφος, βορά της σκόνης. Γύρω παντού παρατηρούμε όργανα σχεδίου, υπολογισμών, εργαλεία – σύμβολα της ανερχόμενης επιστήμης και τεχνολογίας. Μα ο άνθρωπος κρατάει μάταια στα χέρια του έναν διαβήτη. Η δύναμη του να ελέγχει τη φύση δεν τον καθιστά ευτυχισμένο.






Ένα κοκαλιάρικο σκυλί δείχνει να έχει παραδοθεί στον ύπνο, ή ενδεχομένως, στην περίσκεψη, αντανακλώντας εκείνη του ανθρώπου. Αρκετοί ερμηνευτές του έργου βλέπουν στη φιγούρα μια γυναίκα, όμοια με έκπτωτο άγγελο, τα φτερά του οποίου συμβολίζουν περασμένα μεγαλεία – ωστόσο θα μπορούσε να συμβολίζει τον Ντύρερ, όντας εξάλλου μακρυμάλλης ο ίδιος… Πίσω απ’ τη φιγούρα ξεχωρίζουν άφθονα συμβολικά στοιχεία. Μια κλεψύδρα που αδειάζει – ή γεμίζει, αν προτιμάτε. Ο χρόνος που περνά – τότε, τώρα και για πάντα. Μια ζυγαριά, ζυγίζοντας ποιος ξέρει τι υπολογισμούς, τι προσδοκίες, τι όνειρα. Ένα κουδούνι, στάσιμο, αδρανές. Ένας πίνακας με αριθμούς, το άθροισμα των οποίων, για κάθε σειρά ξεχωριστά, δίνει πάντα το μυστήριο νούμερο «34».

Το μωρό που παρατηρούμε με τα μικροσκοπικά φτερά συνιστά ένα συνοδευτικό πνεύμα. Τα αποκαλούσαν “geniuses” (ιδιοφυΐες). Μα η ιδιοφυΐα φαίνεται να περιπλανιέται στους ίδιους λαβύρινθους της σκέψης, να μπλέκεται σε αντίστοιχους φαντασιακούς ιστούς, να καταλήγει στα ίδια αδιέξοδα.

Στο βάθος τ’ ουρανού, ένα φτερωτό, νυχτεριδόμορφο ον που φαντάζει βγαλμένο από κάποιο σκοτεινό όνειρο (τον κόσμο του ανορθολογισμού), κραδαίνει μεγαλοπρεπώς τον τίτλο του έργου. “Melencolia I”. Ίπταται πάνω από τη θάλασσα, μπροστά από τον ήλιο.






Σύμφωνα με τους μελετητές, ο Ντύρερ υπήρξε επηρεασμένος από το έργο του Κορνηλίου Αγρίππα, φιλοσόφου και μάγου, ο οποίος διαχώριζε τη μελαγχολία σε τρία διαδοχικά στάδια: Πρώτο, εκείνο στο οποίο κυριαρχεί η φαντασία. Δεύτερο, εκείνο στο οποίο κυριαρχεί η λογική. Τρίτο, εκείνο στο οποίο κυριαρχεί η νοημοσύνη. Το πρώτο στάδιο αφορά τους καλλιτέχνες και σε αυτό αναφέρεται ο Ντύρερ – εξ’ ου και το «1» στον τίτλο του έργου. Η φαντασία, όπως πλημμυρίζει σα χείμαρρος το νου, μα αδυνατώντας να πάει πέρα από τα σύνορα του.

Και έτσι η φιγούρα παραμένει σκεπτική… Ο διαβήτης κρέμεται σαν αποτσίγαρο στο χέρι της. Και τα όργανα της τεχνολογίας που βλέπουμε ν’ απλώνονται τριγύρω… Πεντακόσια χρόνια μετά, ίσως παρατηρούσαμε άλλα σύνεργα στη θέση τους. Συσκευές με οθόνες και κουμπιά, που λειτουργούν με ρεύμα. 

Αυτά, έως ότου η νύχτα καλύψει τον ουρανό με το ανακουφιστικό της πέπλο. Ίσως η επόμενη μέρα να είναι διαφορετική. 



Carl Gustav Carus - Faust In His Study (1851)


"Αχ! Σπούδασα φιλοσοφία
και νομική και γιατρική
κι αλί μου και θεολογία
με κόπο και μ’ επιμονή.
Και να ΄μαι δω με τόσα φώτα,
εγώ ο μωρός, όσο και πρώτα!
Να’ βλεπες, φως του φεγγαριού,
τον πόνο μου στερνή φορά,
τις ώρες του μεσονυχτιού
που εδώ σε πρόσμενα συχνά:
Πως σε βιβλία, χαρτιά σωρό,
σύντροφο σ’ είχα θλιβερό!
Αχ! Να μπορούσα στις ψηλές,
μ’ εσέ ν’ ανέβαινα κορφές,
με στοιχειά στα σπήλαια να πετούσα,
στο θάμπος σου λιβάδια να γυρνώ,
κάθε γνώσης τινάζοντας καπνό,


στο δρόσος σου να ξαρρωστούσα!"


"Φάουστ" - Γκαίτε.




3 Οκτωβρίου 2014

Ο ποταμός και το κορίτσι. Μια ιστορία από τα νεανικά χρόνια του Σαίξπηρ.


John William Waterhouse, Ophelia (1894)


Μια αληθινή ιστορία θα σας πω. Λίγο μακάβρια ίσως, λίγο θλιβερή, μα σημαντική, όπως θα δείτε. Ήταν ένα κρύο πρωινό του Δεκέμβρη του 1579, στο Στάτφορντ της Αγγλίας, όταν μια νεαρή κοπέλα βγήκε να μαζέψει νερό. Τον καιρό εκείνον έπρεπε να βγεις έξω και να κουβαλήσεις το νερό σπίτι σου, από τα πηγάδια, όπου αυτά υπήρχαν, ή αν δεν υπήρχαν, από τις λίμνες και τους ποταμούς. Και αν έκανε κρύο η μεταφορά του νερού ασφαλώς γινόταν ακόμα δυσκολότερη.

Η κοπέλα κουκουλώθηκε στα ρούχα της και βγήκε έξω, ο κουβάς στο ένα της χέρι. Ο αέρας μαστίγωνε το έδαφος, τα χορτάρια παράδερναν στη δίνη του. Άρχισε να βαδίζει αργά στο λασπωμένο έδαφος, η σκέψη της στον ποταμό. Κάποιοι που την είχαν δει, λίγες μέρες πριν, ισχυρίζονται πως βίωνε μια έντονη ερωτική απογοήτευση. Άλλοι όμως λένε πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Η κοπέλα συνέχιζε τον δρόμο της, το βλέμμα της μισόκλειστο, ο ορίζοντας θολός. Παγερές σταγόνες περιέλουσαν το πρόσωπό της. Το ποτάμι ήταν κοντά.



Source


Κάποια στιγμή έφτασε στον προορισμό της. Ήταν ο ποταμός Εϊβον, απόμερος, κατάφυτος με ψηλά χορτάρια και πυκνές ιτιές. Οι σημερινοί κάτοικοι της περιοχής ισχυρίζονται πως οι όχθες του, ειδικά τις βροχερές μέρες, γίνονται ιδιαίτερα απότομες. 

Η κοπέλα έσκυψε πάνω απ’ το ποτάμι. Παρατήρησε για μια στιγμή την αντανάκλασή της, μα γρήγορα εκείνη χάθηκε με μια ριπή του ανέμου. Βύθισε τα γόνατά της στη λάσπη και έριξε μέσα τον κουβά. Τα νερά του ποταμού φάνταζαν βαθιά και σκοτεινά, σαν άναστρος ουρανός. Το κρύο πάγωνε τις αισθήσεις. Ο κουβάς ήταν ασυνήθιστα βαρύς στα χέρια της. Η αντανάκλαση της φάνηκε πάλι στο νερό, για μια στιγμή μονάχα. Το χώμα έφυγε κάτω από τα πόδια της…



Richard Westall's Ophelia, engraved by J. Parker


Λίγες ώρες μετά, οι κάτοικοι του Στάτφορντ βρήκαν το σώμα της να επιπλέει, νεκρό, στην επιφάνεια του ποταμού. Περίλυποι, το μάζεψαν και το μετέφεραν στην οικογένειά της. Αυτός ο καταραμένος ποταμός, απηνής, αχόρταγος, ακόρεστος, πως ανήλεα καταπίνει κάθε ομορφιά!

***

Ένας από τους κατοίκους του Στάτφορντ ήταν ο δεκαπεντάχρονος, τότε, Γουίλιαμ Σαίξπηρ. Έμαθε για το περιστατικό και φαίνεται η σκέψη του χάραξε μια πολύ δυνατή εικόνα στη μνήμη του. Αυτό, σε συνδυασμό ίσως με ένα άλλο, παλιότερο συμβάν, της πρώιμης παιδικής του ηλικίας – το οποίο όμως είναι θέμα για κάποια άλλη ιστορία. Δε θα ξεχνούσε τη νεαρή αυτή κοπέλα, που επέπλεε στο ποτάμι, σαν απόκοσμη βάρκα με προορισμό έναν άλλο κόσμο. Μπορεί να μην την είχε δει με τα δικά του μάτια, μα η εικόνα της παρουσιαζόταν ανάγλυφη στη φαντασία του – σαν πίνακας ζωγραφικής.


Θα μπορούσε να τελειώσει εδώ η ιστορία μας. Μα θα είχαμε ξεχάσει το πιο σημαντικό όλων.

Το όνομα της κοπέλας που πνίγηκε ήταν Κάθριν Άμλετ.



John Everett Millais - Ophelia


«Υπάρχει μια ιτιά δίπλα στο ποτάμι, που τα ωχρά της φύλλα φαίνονται στο διάφανο νερό… Εκεί αυτή έφτιαχνε πλεξίδες από αγριόχορτα, τσουκνίδες, μαργαρίτες και ορχιδέες, που οι βλάσφημοι βοσκοί αποδίδουν με ένα όνομα χυδαίο και οι συνετές παρθένες ονομάζουν Δάχτυλα του Νεκρού... Εκεί έπλεκε πλεξίδες και ανέβηκε να τις περάσει στα κλαδιά. Ένα κλαδί, που τη ζήλεψε, έσπασε, και μαζί με τ’ ανθισμένα της τρόπαια έπεσε και η ίδια στο ρυάκι... 

Τα ρούχα της απλώθηκαν και σαν νεράιδα, για λίγο, την κράτησαν στην επιφάνεια. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα τραγούδησε παλιούς σκοπούς, σα να μην καταλάβαινε τον επικείμενο χαμό της, ή σα να ήταν υδρόβιο πλάσμα και να ζούσε μέσα στο υγρό στοιχείο… Δεν μπορούσε όμως αυτό να διαρκέσει πολύ: τα ρούχα της, καθώς μούσκευαν, βάραιναν και τράβηξαν την κακόμοιρη κοπέλα από το μελωδικό της τραγούδι κάτω στον βούρκο του θανάτου…»

Σαίξπηρ – απόσπασμα από το «Άμλετ».