"Όταν ο Γκρέγκορ Σάμσα ξύπνησε ένα πρωινό από ανήσυχα όνειρα, βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σε πελώρια κατσαρίδα. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα πάνω στη σκληρή ράχη του που ‘μοιαζε με πανοπλία και είδε, όταν σήκωσε λιγάκι το κεφάλι, την τουρλωτή, καφετιά κοιλιά του, που ήταν χωρισμένη σε σκληρές, καμπυλωτές δίπλες και μόλις συγκρατούσε τα σκεπάσματα για να μην ξεγλιστρήσουν τελείως από πάνω του. Τα πολυάριθμα πόδια του, αξιοθρήνητα λεπτά σε σύγκριση με το υπόλοιπο σώμα του, ταλαντεύονταν ανήμπορα μπροστά στα μάτια του.
«Τι μου συνέβη;», αναρωτήθηκε. Όνειρο δεν ήταν (…). Η ματιά του Γκρέγκορ γύρισε στο παράθυρο και ο συννεφιασμένος ουρανός – σαν ν’ άκουγες τις στάλες της βροχής να χτυπάνε στο περβάζι του παραθύρου – τον έριξε σε βαθιά μελαγχολία. «Γιατί να μην ξανακοιμηθώ λιγάκι και να λησμονήσω όλες ετούτες τις ανοησίες;», σκέφτηκε, μα αυτό ήταν τελείως αδύνατο, γιατί είχε συνηθίσει να κοιμάται γυρισμένος στο δεξί πλευρό και, στην κατάσταση που βρισκόταν, του ήταν αδύνατο να στρίψει. Όσο κι αν πάσχιζε να γυρίσει στο δεξί του πλευρό, ξαναγυρνούσε ανάσκελα. (…)
«Θεέ μου», συλλογίστηκε, «τι εξοντωτική δουλειά πήγα και διάλεξα!» (…) Γλίστρησε πάλι κάτω, στην προηγούμενη θέση του. «Αυτό το ξύπνημα απ’ τα χαράματα», σκέφτηκε, «αποβλακώνει για τα καλά τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη από κανονικό ύπνο. Άλλοι περιοδεύοντες αντιπρόσωποι ζούνε σαν τις γυναίκες στα χαρέμια. Όταν εγώ, λόγου χάρη, γυρίζω στο ξενοδοχείο μετά το πρωινό τρέξιμο, οι κύριοι αυτοί μόλις έχουν καθίσει να πάρουν το πρωινό τους. Ας δοκίμαζα να κάνω κι εγώ το ίδιο στ’ αφεντικό μου! Θα με απέλυε αυτοστιγμεί. Ίσως αυτό να μου ‘κανε καλό, ποιος ξέρει. Αν δεν έπρεπε να συγκρατιέμαι για χάρη των γονιών μου, θα χα παραιτηθεί από καιρό, θα πήγαινα στ’ αφεντικό και θα του ‘λεγα έξω απ’ τα δόντια όσα σκέφτομαι (…) Μόλις μαζέψω τα χρήματα για να ξεπληρώσω τα χρέη των γονιών μου – άλλα πέντε με έξι χρόνια – θα το κάνω, το δίχως άλλο. Τότε θ’ απελευθερωθώ για τα καλά. Τώρα πάντως θα πρέπει να σηκωθώ, γιατί το τρένο μου φεύγει στις πέντε».
The Metamorphosis, by jezabel7 |
Κι έριξε μια ματιά στο ξυπνητήρι που ήταν πάνω στην κασέλα. «Μεγαλοδύναμε Θεέ!», σκέφτηκε. Ήταν εξήμισι, πλησίαζε εφτά παρά τέταρτο (…) Λες να μην χτύπησε το ξυπνητήρι; Μα τι να κάνει τώρα; Το επόμενο τρένο έφευγε στις εφτά. Αν ήθελε να προλάβει, θα ‘πρεπε να τρέξει σαν παλαβός, και τα δείγματα δεν ήταν ακόμα μαζεμένα στην τσάντα του και ο ίδιος δεν ένιωθε τόσο ζωηρός και ευδιάθετος. Κι αν ακόμα προλάβαινε το τρένο, πάλι δεν θα τη γλίτωνε την κατσάδα απ’ το αφεντικό, γιατί ο θυρωρός του μαγαζιού, που περίμενε να τον δει στο τρένο των πέντε, θα χε κιόλας γνωστοποιήσει την αργοπορία του. (…)
Να απαλλαγεί απ’ τα σκεπάσματα ήταν απλό. Φούσκωσε λιγάκι και τα σκεπάσματα έπεσαν από μόνα τους. Μα η επόμενη κίνηση ήταν δύσκολη, ιδιαίτερα δύσκολη, γιατί ο Γκρέγκορ ήταν ασυνήθιστα φαρδύς. Θα του χρειαζόταν μπράτσα και χέρια για ν’ ανασηκωθεί. Αντί γι’ αυτά όμως, είχε μόνο τούτα τα πολυάριθμα ποδαράκια, που δεν έλεγαν να σταματήσουν να σαλεύουν προς όλες τις διευθύνσεις και που του ήταν αδύνατο να τα κουμαντάρει (…) «Πριν σημάνει εφτά και τέταρτο», συλλογίστηκε, «πρέπει οπωσδήποτε να ‘χω σηκωθεί απ’ το κρεβάτι. Άλλωστε, ίσαμε τότε κάποιος θα ‘χει έρθει απ’ το μαγαζί για να ρωτήσει για μένα, αφού το μαγαζί ανοίγει πριν από τις εφτά». Και βάλθηκε να κουνάει μία από δω και μία από κει, συντονισμένα, όλο του το κορμί, με σκοπό να πεταχτεί ολόκληρος έξω απ’ το κρεβάτι."
***
Ένα απόσπασμα από την περίφημη «Μεταμόρφωση» [Franz Kafka, “Die Verwandlung”, 1915] του Φραντς Κάφκα. Το μυθιστόρημα βρίσκεται ακόμα στην αρχή… μα θα μπορούσε κάλλιστα να τελειώνει εδώ, στο απόσπασμα που παραθέσαμε. Ένας άντρας που ξυπνάει, διαπιστώνει πως έχει μεταμορφωθεί σε ένα φρικτό έντομο... μα η κυρίαρχη σκέψη και λαχτάρα του είναι να προλάβει να πάει στη δουλειά.
Οι υποχρεώσεις, τα χρέη, το ωράριο, το αφεντικό… αυτά μόνο γυροφέρνουν στο νου του.
Ναι. Με αυτό το μικρό απόσπασμα και μόνο, ο Κάφκα είχε πει τόσα και τόσα για τον άνθρωπο των σύγχρονων καιρών.