23 Φεβρουαρίου 2014

Βελανίδια και Ιστορία



Σήμερα θα είμαι λιτός και περιεκτικός. Γιατί κάποιες ατάκες έχουν γίνει τόσο κλισέ, που χρειάζεται επιτέλους να πάμε παραπέρα.

Προς αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας λοιπόν.




14 Φεβρουαρίου 2014

Ρομαντικό

~




Ο Αλφόνσο κρατούσε απαλά το χέρι της Κλημεντίνης. Πάνω και ολόγυρα τους απλωνόταν το σπινθηροβόλο ψηφιδωτό του νυχτερινού ουρανού. Τα αστέρια τρεμόπαιζαν όπως οι καρδιές τους.

Ήταν η πρώτη τους έξοδος και όλα είχαν πάει μοναδικά - ήταν σαν ένα όνειρο, υφασμένο σε αραχνοΰφαντο ιστό, από κείνα που φοβάσαι να αγγίξεις μήπως σπάσουν. Η Κλημεντίνη αισθανόταν φόβο στην αρχή... Ποιος ξέρει τι στάση θα είχε απέναντι της ο Αλφόνσο, τον οποίο καιρό τώρα παρατηρούσε από απόσταση, μα ποτέ δεν είχε το θάρρος να του εκδηλώσει τα συναισθήματα της... Θα κατόρθωνε άραγε να του κάνει θετική εντύπωση η ίδια? Αχ, πως πετάριζε το φυλλοκάρδι της, πως λαχταρούσε τη ζεστή του αγκαλιά!

Ο Αλφόνσο, με τη σειρά του, την προσέγγιζε διστακτικά στην αρχή. Ένα βλέμμα της μόνο, ένα βύθισμα στην γλυκιά άβυσσο των ματιών της, ήταν αρκετό για να σβήσει από τη σκέψη του όλες τις υπόλοιπες γυναίκες που είχε γνωρίσει μέχρι τότε. Έπιανε τον εαυτό του να διστάζει, ενώ ο παλμός της καρδιάς του χτυπούσε εντατικά. Μα βρήκε το θάρρος επιτέλους και της πρότεινε να βγούνε - δεν το είχε μετανιώσει. Η Κλημεντίνη δεν έμοιαζε με καμία άλλη κοπέλα από όλες όσες είχε έρθει σε επαφή. Ήταν ένα ανθόσπαρτο όνειρο που ξεπετούσε βλαστούς ανομολόγητης ευτυχίας.

Το αεράκι φυσούσε απαλά πάνω στα μαλλιά τους. Η Κλημεντίνη ένιωθε το δυνατό, στιβαρό κράτημα του χεριού του Αλφόνσο στο δικό της και έτρεμε ελαφρά, συνεπαρμένη από τη μαγεία της στιγμής. Ο Αλφόνσο την κοιτούσε με μάτια που έλαμπαν, αντανακλώντας το φως των άστρων.

"Κοιτάζοντας τα αστέρια παίρνεις μια ιδέα της αιωνιότητας", είπε ο Αλφόνσο χαμηλά. Η φωνή του αντηχούσε σαν γλυκό κελάρυσμα κάποιας μυστικής πηγής. Βύθισε τα μάτια του σε εκείνα της Κλημεντίνης και συνέχισε: "Μα κοιτάζοντας εσένα, τη στιγμή αυτή, συνειδητοποιώ πως η αιωνιότητα βρίσκεται, όχι μίλια μακριά, μα δίπλα μου".

Η Κλημεντίνη αναστέναξε. Πλησίασε το πρόσωπο της σε εκείνο του Αλφόνσο. Με τρεμάμενα χέρια άγγιξε τα μαλλιά του. Τα χείλια τους σχεδόν ενώθηκαν... επιτέλους...

...Τότε ήταν που ξέφυγε του Αλφόνσο μια δυνατή, μακρόσυρτη, εκκωφαντική κλανιά, σπάζοντας τη σιγαλιά της νύχτας.


5 Φεβρουαρίου 2014

Οι 25 (και μία) Καλύτερες Ταινίες του Άλφρεντ Χίτσκοκ, Μέρος ΙΙ






Η υπομονή είναι αρετή, μα στην περίπτωση του Blogger μάλλον είναι βίτσιο. Περίμενα μία, περίμενα δύο, περίμενα τρεις μέρες, μπας και αξιωθεί να εμφανίσει στη ροή των Blogs το νεότερο, τελευταίο μέρος του μεγάλου αφιερώματος μας στον Χίτσκοκ, μα δεν το έκανε.

Δυστυχώς το εδώ σύστημα δεν αντιλαμβάνεται τις μεγάλης έκτασης αναρτήσεις, με πλούσιο φωτογραφικό υλικό και όλα - και έτσι αναγκάζομαι να καταφεύγω σε μικρά, εμβόλιμα κείμενα, όπως το τωρινό, ίσα για να ενημερώσω τον κόσμο των blogs πως, ξέρετε, έχω γράψει ένα μεγάλο αφιέρωμα, μου πήρε μέρες και μέρες και μέρες, είναι το μεγαλύτερο του είδους που θα βρείτε σε ελληνικά site στο διαδίκτυο... μα το Blogger δεν το έχει πάρει χαμπάρι.

Φυσικά η εναλλακτική λύση, να έγραφα μικρότερης έκτασης αφιερώματα, δε νοείται καν - σιγά μη περιορίσω την ποιότητα των κειμένων, μόνο και μόνο για να φαίνονται στη ροή των blogs! Ούτε γίνεται να τα χωρίζω σε 100 συνέχειες, απλά για να βγαίνουν μικρότερα.

Και σε τελική ανάλυση, πως θα ήταν δυνατό να γραφτεί ένα αφιέρωμα της προκοπής σε κάποιον μεγάλο δημιουργό ή είδος τέχνης, χωρίς να κατέχει ένα ορισμένο μέγεθος. Ένας Άλφρεντ Χίτσκοκ δε χωράει σε τρεις παραγράφους κύριοι!

Δε φαντάζεστε πόσο απόλαυσα την έρευνα στον μοναδικό κόσμο του Χίτσκοκ, μήνες πριν καταθέσω το αφιέρωμα που τώρα εσείς βλέπετε! Ακόμα μεγαλύτερη είναι η χαρά να το μοιράζομαι. Ιδού λοιπόν, το τρίτο και τελευταίο μέρος: Φτάσαμε αισίως στο Top-10 των κορυφαίων ταινιών του!

Δεν έχετε παρά να κάνετε κλικ στο ακόλουθο λινκ, ή να μεταβείτε στην ανάρτηση που προηγείται της συγκεκριμένης.


Άλφρεντ Χίτσκοκ - Μέρος ΙΙΙ: Οι 10 Κορυφαίες Ταινίες


Περισσότερα στο πάνω λινκ. Εξοπλιστείτε με την κατάλληλη διάθεση, χαμηλώστε τα φώτα, βάλτε να παίζει κάποια ατμοσφαιρική μουσική, και περάστε!





2 Φεβρουαρίου 2014

Οι 25 (και μία) Καλύτερες Ταινίες του Άλφρεντ Χίτσκοκ, Μέρος ΙΙ





Η δεκαετία του 30 όδευε προς το ζοφερό της φινάλε, ο κόσμος έβλεπε τα σύννεφα του πολέμου να τον εγκολπώνουν σε έναν ασφυκτικό κλοιό, και στη διάπυρη Βρετανία ένας σκηνοθέτης ετοιμαζόταν να κάνει το άλμα στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Είχε ένα χαρακτηριστικό τρόπο βαδίσματος και μία ακόμα πιο χαρακτηριστική προφορά – μιλούσε αργά, τονίζοντας κάθε του έκφραση, ζωγραφίζοντας τη με αποχρώσεις νοήματος.

Στην πατρίδα του είχε γίνει διάσημος. Ξεκινώντας από τα μισά της δεκαετίας του 20 είχε παραδώσει ορισμένες από τις σημαντικότερες βρετανικές κινηματογραφικές ταινίες, εξελίσσοντας τη τέχνη του φιλμ, χτίζοντας σταδιακά ένα χαρακτηριστικό ύφος, που με το πέρασμα των χρόνων θα γινόταν κλασικό. Στην Αμερική, τη πατρίδα του χρυσοποίκιλτου Hollywood, τη χώρα που έχτιζε κινηματογραφικούς μύθους πάνω στα θεμέλια της γενικευμένης οικονομικής κρίσης των καιρών, ο κύριος αυτός είχε κάνει ιδιαίτερη αίσθηση. Τον ήθελαν δικό τους. «Τρεις μοναδικούς και πολύτιμους θεσμούς έχουν οι Βρετανοί, τους οποίους εμείς εδώ στην Αμερική δεν έχουμε. Τη Μάγκνα Κάρτα, τη Γέφυρα του Λονδίνου και τον Άλφρεντ Χίτσκοκ, τον κορυφαίο σκηνοθέτη μελοδραματικών φιλμ στον κόσμο», είχαν πει – με λιγότερη ή περισσότερη δόση υπερβολής.

Εν έτει 1939, ο Χίτσκοκ πήρε τις αποσκευές του και μετέβη στις ΗΠΑ, έχοντας υπογράψει συμβόλαιο με τον διάσημο παραγωγό David O. Selznick, υπεύθυνο για εκείνη τη σαρωτική επιτυχία που ονομάστηκε «Όσα Παίρνει ο Άνεμος».  Ένα νέο κεφάλαιο ξεκινούσε, μια καινούργια σελίδα γύριζε στο μεγάλο βιβλίο του κινηματογράφου – όχι χωρίς τα σκαμπανεβάσματα της, μα για κάθε βήμα πίσω, θα ακολουθούσαν δύο βήματα μπροστά. Στις ΗΠΑ ο κύριος Χίτσκοκ θα παρέδιδε τις σημαντικότερες ταινίες του, για ένα διάστημα που θα ξεπερνούσε τα τριάντα χρόνια. Τα 40’s υπήρξαν η εποχή κατά την οποία καθιέρωσε το χαρακτηριστικό του ύφος. Τα 50’s παρέδωσαν στο φως της μέρας (ή πιο σωστά, στο μισοσκόταδο της κινηματογραφικής αίθουσας) τα κλασικότερα του φιλμ, ενώ παράλληλα συμμετείχε στη δική του τηλεοπτική σειρά. Στα 60’s ήταν πια ένας σούπερσταρ, εφάμιλλης ή και μεγαλύτερης αξίας από το πλήθος των λαμπερών ηθοποιών που παρήλασαν από τα έργα του.





Ο κινηματογράφος, όπως τον γνωρίζουμε, δεν θα ήταν ίδιος αν δεν είχε αφήσει τη σφραγίδα του, επί πέντε σχεδόν δεκαετίες, ο κύριος Χίτσκοκ. Πραγματικά αν δει κάποιος τα έργα του με χρονολογική σειρά αντιλαμβάνεται πλήρως την εξέλιξη της ίδιας της τέχνης του Φιλμ: από τον βωβό κινηματογράφο (και τις επιρροές των μεγάλων σχολών της Ρωσίας και της Γερμανίας), στον πρώιμο ομιλώντα (το “Blackmail” του Χίτσκοκ υπήρξε η πρώτη βρετανική ομιλούσα ταινία), από το αστυνομικό και πρώιμο φιλμ νουάρ της δεκαετίας του 30 στα πολεμικού τύπου φιλμ της δεκαετίας του 40, από τις υπέρλαμπρες χολλυγουντιανές υπερπαραγωγές σε έργα πειραματικού τύπου, όπου εγκαινίασε νέες πρωτοποριακές τεχνικές και στυλ γυρίσματος, από τα κλασικά θρίλερ σασπένς στις μαύρες κωμωδίες και από περιπέτειες καταδίωξης στις ταινίες τρόμου, έχοντας πλέον εισέλθει στη δεκαετία του 60. Ο Χιτς ήταν σε όλα εκεί.


Από το επεισόδιο "Bart of Darkness", ένας φόρος τιμής των Simpsons στο "Rear Window" του Hitchcock


Και αυτός είναι ο δικός μας μικρός φόρος τιμής! Η σημερινή ανάρτηση συνιστά το τρίτο μέρος του μεγάλου αφιερώματος μας στον Άλφρεντ Χίτσκοκ, τρίτο και φαρμακερό! Έφτασε η ώρα επιτέλους για το μεγάλο φινάλε, τη λύση του δράματος! Τώρα θα αποκαλυφτεί ποιος είναι ο υπ’ αριθμόν ένα ένοχος, και η αποκάλυψη πιθανό να σκορπίσει κύματα εκπλήξεων! Σήμερα φτάνουμε στο τέλος της μεγάλης κατάταξης των ταινιών του – στην κορυφαία δεκάδα – την κορύφωση της Τριλογίας. Όσοι όμως θέλετε να έχετε μια ολοκληρωμένη γεύση (και δεν προλάβατε τα προηγούμενα μέρη του αφιερώματος), μπορείτε να κάνετε κλικ στα ακόλουθα λινκ:





Κι ενώ η βροχή χτυπά συνθηματικά στο περβάζι, η ομίχλη έχει τυλίξει για άλλη μια φορά τους δρόμους και τα βήματα εκείνου του αγνώστου αντηχούν υπόκωφα στο πεζοδρόμιο, ήρθε η ώρα να παραδώσουμε στο φως της μέρας το Φινάλε…



Η Κορυφαία Δεκάδα


10 – Notorious (1946)





Από όλα τα ρομαντικά ζευγάρια στα έργα του Χίτσκοκ, εκείνο του “Notorious” υπήρξε ίσως το πιο διάσημο: Cary Grant και Ingrid Bergman, σε έναν από τους χαρακτηριστικότερους ρόλους της ζωής τους και σε μια ταινία ιδιαίτερα προχωρημένη για την εποχή της.

Μεταξύ άλλων, εδώ έχουμε μία εκ των τολμηρότερων σεκάνς… φιλιού στα δύσκολα εκείνα χρόνια της δεκαετίας του 40, μια εποχή κατά την οποία είχε επιβληθεί στις ΗΠΑ ο καταραμένος εκείνος Κώδικας Λογοκρισίας. Ο συγκεκριμένος Κώδικας απέτρεπε την οποιαδήποτε προβολή ερωτικού περιεχομένου – μη τυχόν και θιχτούν τα «χρηστά ήθη» και αποδοθεί στην κάμερα κάποια παραπανίσια δόση ερωτισμού. Εδώ που τα λέμε, εν έτει 2014, και ακόμα στην Αμερική φυτοζωούν κατάλοιπα του Κώδικα: πόσες και πόσες φορές δεν έχουμε δει σε σύγχρονες ταινίες ή σειρές να αποδίδεται με πάσα λεπτομέρεια η βία και ο θάνατος, αλλά η φυσική πράξη του έρωτα να θεωρείται «ανήθικη» και η προβολή της να αποτρέπεται. Αλλά δε χρειάζεται να το πάμε μακριά – αρκεί να θυμηθούμε τα δελτία ειδήσεων.





Το “Notorious” περιλαμβάνει μια σκηνή φιλιού, η οποία δε θα έκανε καμία αίσθηση σήμερα, τότε όμως είχε ταρακουνήσει μερίδα κόσμου. Οι πρωταγωνιστές φιλιόντουσαν για διάρκεια που ξεπερνούσε τα δύο λεπτά, ενώ ο Κώδικας απαγόρευε ρητά οποιαδήποτε απεικόνιση φιλιού που να ξεπερνάει τα… τρία δευτερόλεπτα! Τι έκανε λοιπόν ο Χίτσκοκ προκειμένου να άρει το εμπόδιο? Απλά, τράβηξε το φιλί με άφθονα διαλείμματα κατά τη διάρκεια του… Βλέπουμε λοιπόν τους πρωταγωνιστές να φιλιούνται, μετά να σταματούν για ένα δευτερόλεπτο, μετά να αρχίζουν πάλι να φιλιούνται, και αυτό για τη διάρκεια 2μισι λεπτών – αυτό ήταν κάτι που δεν είχε συνηθίσει το Hollywood!

 Προσοχή όμως, ας μη δοθεί λανθασμένη εντύπωση. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα γλυκανάλατο ρομαντικό φιλμ, μα με μία εκ των κυνικότερων ταινιών του σκηνοθέτη, μια οξυδερκή, ρεαλιστική ματιά στις ανθρώπινες σχέσεις και τα πάθη που τις αναμοχλεύουν. Ο T.R. Devlin (Cary Grant) εργάζεται εκ μέρους της αμερικανικής υπηρεσίας και δε διστάζει να χρησιμοποιήσει την φιλενάδα του, Alicia (Ingrid Bergman), ως σεξουαλικό δόλωμα προκειμένου να αποσπάσει η χώρα του μυστικά από τους Ναζί. Βλέπουμε τη Bergman να υιοθετεί καταναγκαστικά τον ρόλο της κατασκόπου και ερωμένης, παρατηρούμε πως ξετυλίγεται μέσα της η σύγκρουση ανάμεσα στους αντιφατικούς ρόλους που καλείται να υποδυθεί, ως αντικείμενο ερωτικού πάθους και πιόνι κρατικών συμφερόντων από τη μία, και στον αυθεντικό έρωτα της απέναντι στον T.R. Devlin από την άλλη.

Ακόμα μεγαλύτερη αίσθηση προκάλεσε η απεικόνιση του Ναζί πράκτορα στον οποίο δίνεται η Alicia ως γυναίκα, προκειμένου να του αποσπάσει μυστικά. Ο Claude Rains που υποδύεται τον συγκεκριμένο ρόλο, ανήκει στους δημοφιλέστερους και πλέον «γκρίζους» Κακούς του Χίτσκοκ, και αναμφισβήτητα στους περισσότερο συμπαθείς του. Σύμφωνοι, είναι ένας Ναζί, αλλά ο έρωτας του για την Alicia είναι γνήσιος – σε αντίθεση με εκείνον του Cary Grant, πίσω από τον οποίο ελλοχεύει το συμφέρον.






Ανάμεσα σε άλλα ξεχωρίζει η σκιερή και επιβλητική φιγούρα της μητέρας του, μια γυναίκα που γνωρίζει πώς να τον κάνει να αισθάνεται μικρός και τιποτένιος, η πρώτη από τις χαρακτηριστικές τρομακτικές μητρικές φιγούρες του Χίτσκοκ. Πολλά έχουν ειπωθεί για τη σχέση του Χιτς με τη δική του μητέρα (η οποία είχε πεθάνει λίγα χρόνια πριν) και αναμφισβήτητα το συγκεκριμένο μοτίβο (που βλέπουμε να επαναλαμβάνεται σε ορισμένα από τα χαρακτηριστικότερα του φιλμ) δεν είναι τυχαίο.

Το σασπένς του έργου, η εξέλιξη της πλοκής, η αγωνία για την τύχη των πρωταγωνιστών, η αληθοφάνεια και ο ρεαλισμός των χαρακτήρων του, οι εξαιρετικές ερμηνείες, τα ιδιαίτερα σκηνοθετικά πλάνα και η πολύ όμορφη εικόνα δικαίως συγκαταλέγουν το φιλμ στα κορυφαία του σκηνοθέτη.



9 – The Lady Vanishes (1938)





Το τελευταίο μεγάλο από τα βρετανικά φιλμ του σκηνοθέτη και ένα από τα πλέον απολαυστικά του – αν το “Notorious” έχει γεύση ενός καλοψημένου, πιπεράτου γεύματος, τότε το “The Lady Vanishes” αναμφισβήτητα συνιστά το λαχταριστό επιδόρπιο, ένα δροσερό παγωτό με άφθονο σιρόπι.

Πολύ απλά, πρόκειται για μία από τις πλέον εύθυμες ταινίες του Χίτσκοκ, εκείνες που συνδυάζουν το μυστήριο με το χιούμορ και την οποία θα λατρέψουν οι φαν των αστυνομικών φιλμ μυστηρίου και της Αγκάθα Κρίστι (κάτι που είχα πει και για το “Dial M For Murder”, στο προηγούμενο μέρος της παρουσίασης – η διαφορά όμως είναι πως το “The Lady Vanishes” είναι πολύ πιο ανάλαφρο, με την καλή έννοια). Η πλοκή εξελίσσεται σχεδόν εξ’ ολοκλήρου σ’ ένα τρένο, το οποίο ταξιδεύει κάπου στην κεντρική Ευρώπη με προορισμό την Αγγλία. 




Σε κάποια φάση κατά την διάρκεια της διαδρομής, η νεαρή τουρίστρια πρωταγωνίστρια διαπιστώνει πως η ηλικιωμένη συνεπιβάτης της, μια συμπαθητική και ολίγον γραφική ηλικιωμένη που ονομάζεται Miss Froy, εξαφανίζεται. Σα να μην αρκούσε η παράξενη αυτή εξαφάνιση, το μυστήριο ενισχύεται από το γεγονός πως κανένας από τους επιβάτες του τρένου δε φαίνεται να αναγνωρίζει την ύπαρξη της συγκεκριμένης ηλικιωμένης – δεν υπάρχει καμία Miss Froy, και ποτέ δεν υπήρξε κάποια Miss Froy. H πρωταγωνίστρια μας μάλλον θα την έπλασε με τη φαντασία της, ή ενδεχομένως να τη μπέρδεψε με κάποια άλλη, υπό την επήρεια ενός χτυπήματος στο κεφάλι που δέχτηκε λίγο πριν την ανάβαση της στο τρένο...

Αυτό είναι το υπόβαθρο της συγκεκριμένης, άκρως εθιστικής ιστορίας μυστηρίου του Χίτσκοκ, η οποία βλέπεται μονορούφι ως το τέλος! Όπως συμβαίνει με αρκετά από τα έργα του σκηνοθέτη, η Κυρία Εξαφανίζεται βασίζεται σε ένα βιβλίο, με το οποίο όμως υπάρχουν ουκ ολίγες διαφορές. Το έργο σημείωσε σαρωτική επιτυχία στη Βρετανία (η μεγαλύτερη του Χίτσκοκ ως τότε και το πιο επιτυχημένο βρετανικό φιλμ), βραβεύτηκε ως έργο της χρονιάς από τους New York Times, ενώ ο Χίτσκοκ με τη σειρά του απέσπασε το βραβείο του κορυφαίου σκηνοθέτη – το απίστευτο είναι πως η συγκεκριμένη υπήρξε και η μοναδική φορά που πήρε ο ίδιος βραβείο σκηνοθεσίας, καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του! Μα τι μυαλά έχουν εκεί στις επιτροπές.

Ήταν επίσης η ταινία που άνοιξε τις πύλες της Αμερικής.




Ανάμεσα σε άλλα ξεχωρίζει το κωμικό ντουέτο των Charters και Caldicott, που έκαναν τότε την πρώτη τους εμφάνιση και θα σημείωναν μεγάλη επιτυχία ως ντουέτο τα χρόνια που θα ακολουθούσαν. Προσωπικά όμως ξεχωρίζω την πραγματικά πανέμορφη, γραφική ατμόσφαιρα που μεταδίδει η διαδρομή με το παλιό εκείνο τρένο της δεκαετίας του 30, καταμεσής των φυσικών ευρωπαϊκών τοπίων. Αναδύεται πάντα ένας ρομαντισμός στο ταξίδι με παλιά τρένα, την αριστοκρατική ξύλινη διακόσμηση, το τσαφ-τσουφ και τις σφυρίχτρες τους, και όταν αυτό συνδυάζεται με μια πανέξυπνη ταινία μυστηρίου και άφθονο χιούμορ, το αποτέλεσμα δε μπορεί παρά να είναι απολαυστικό.

Μιλώντας για τρένα



8 – Strangers on a Train (1951)





Ο «Άγνωστος του Εξπρές» είναι η ταινία με τα διπλά μοτίβα. Ήδη από το ξεκίνημα παρουσιάζονται δύο ταξί, δύο ζευγάρια πόδια ενώ βαδίζουν στον σταθμό, δύο τρένα που διασχίζουν γραμμές που τέμνονται. Βλέπουμε τον Hitchcock να επιβιβάζεται στο τρένο κουβαλώντας ένα double bass (κοντραμπάσο). Δύο άντρες, άγνωστοι μεταξύ τους, γνωρίζονται στο βαγόνι του τρένου και ξεκινάει μια ενδιαφέρουσα στιχομυθία ανάμεσα τους – σαν ανταλλαγή πασών σε κάποιο άθλημα. Κατά διαβολική σύμπτωση, ο ένας από τους δύο είναι πρωταθλητής του τένις.

Στη ταινία κάνουν την εμφάνιση τους δύο νεαρές γυναίκες με γυαλιά, δύο μεσήλικες γυναίκες σ’ ένα πάρτι, δύο ντετέκτιβ, δύο αγοράκια σε μια παιδική χαρά, δύο γέροι σ’ ένα καρουζέλ και άλλα παρόμοια. Επίσης θα χρειαστεί να δείτε το έργο δυο φορές, μία κανονικά και μία ανάποδα, με το κεφάλι κάτω και τα πόδια στον αέρα. Δοκιμάστε το δεύτερο, θα συνιστά μια εντελώς καινούργια εμπειρία, σα να βλέπετε το έργο για πρώτη φορά!

Ο πρωταγωνιστής, που λέτε, γνωρίζει έναν κομψό τύπο στο τρένο, ο οποίος αποκαλύπτεται στην πορεία πως διακατέχεται από ορισμένα θεματάκια. Τόσο ο πρωταγωνιστής (τον λέμε Guy) όσο και ο κομψός τύπος (τον λέμε Bruno) περιστοιχίζονται από άτομα που τους δυσκολεύουν τη ζωή. Ο μεν Guy από την γυναίκα του, την οποία και θέλει να χωρίσει. Ο δε Bruno από τους γονείς του, ιδιαίτερα τον πατέρα του, τον οποίο πολύ θα ήθελε να ξεφορτωνόταν. Προτείνει λοιπόν ο Bruno στον Guy να κάνουν κάτι απλό οι δυο τους, κάτι συνηθισμένο: να δολοφονήσουν ο ένας το επαχθές πρόσωπο του άλλου! Όντας άγνωστοι μεταξύ τους, δε θα τεθεί ζήτημα κινήτρου και θα έχουν έτσι τα χέρια τους καθαρά από το πρόσωπο της δικαιοσύνης, καθώς δε θα είναι οι ίδιοι οι δολοφόνοι – δεν ήταν παρά ένας «άγνωστος» εκείνος που διέπραξε τον φόνο.





Ο Guy συνειδητοποιεί πως έχουμε να κάνουμε με έναν ψυχοπαθή και, προκειμένου να τον ξεφορτωθεί μια ώρα αρχύτερα, λέει πάνω στην πλάκα: «αμέ, ας το κάνουμε». Ο Bruno όμως το παίρνει στα σοβαρά και… προχωράει στην εφαρμογή του σχεδίου του…

Δύο άντρες, δύο κίνητρα, δύο πιθανοί φόνοι. Ο ένας αντιπροσωπεύει τη φωτεινή, ο άλλος τη σκοτεινή πλευρά. Στις μεταξύ τους όμως επαφές φαντάζει λες και το φως μπλέκεται με το σκοτάδι, το μαύρο ξεχύνει τις κηλίδες του στο άσπρο και τα αντίθετα φανερώνεται να συμπληρώνουν το ένα το άλλο, σαν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Κυριαρχεί μια διαλεκτική, ένα παιχνίδι μπρος-πίσω, μέχρι που συνειδητοποιείς πως ο Bruno δε συνιστά παρά τη σκοτεινή, απωθημένη πλευρά του Guy – την υλική έκφανση των πλέον απόκρυφων και φρικιαστικών πτυχών που πιθανό όλοι να κουβαλάμε μέσα μας. Ακόμα τρομερότερο είναι πως αυτός, ο Bruno, ο ψυχοπαθής δολοφόνος με το ψύχραιμο βλέμμα, τη μετρημένη φωνή και τους κομψούς τρόπους, είναι περισσότερο ενδιαφέρον σαν χαρακτήρας από τον καλό, μα άχρωμο Guy. Για την ακρίβεια πρόκειται για έναν από τους συναρπαστικότερους «κακούς» του Χίτσκοκ.






Ακόμα και σε επίπεδο εικόνας ξεχωρίζει η αντίθεση του μαύρου με το άσπρο, μα και η μεταξύ τους συμπληρωματικότητα – ένας λόγος  που η συγκεκριμένη ταινία δε θα μπορούσε παρά να είχε γυριστεί ασπρόμαυρη.  Το έργο περιλαμβάνει ορισμένες από τις διασημότερες σκηνές του Χιτς, ανάμεσα στις οποίες μια υποβλητική σκηνή φόνου, ιδωμένη μέσα από τα γυαλιά του θύματος, το πιο αγωνιώδες ματς τένις που έχετε δει ποτέ, καθώς και μια ριψοκίνδυνη (και για τους ίδιους τους συντελεστές ενώ τη γύριζαν, πράγμα που παραδέχτηκε ο ίδιος ο Χίτσκοκ) τελική σκηνή σ’ ένα καρουζέλ. Γενικά το Λούνα Παρκ σαν σκηνικό διαδραματίζει εξέχοντα ρόλο, όντας το επίκεντρο του φονικού, προσδίδοντας  στο έργο έναν παράδοξο, σχεδόν διεστραμμένο τόνο – αντίστοιχο με την ψυχρή ηρεμία του Bruno, ο οποίος θεωρεί απόλυτα φυσιολογικό το σχέδιο περί ανταλλαγής των φόνων, και απορεί που ο Guy διστάζει να προχωρήσει σε αυτό.

Να τονίσουμε, τέλος, το ομοφυλόφιλικό υπόβαθρο (σε έμμεσο, υπόγειο επίπεδο) που διέπει την επαφή των δύο αντρών, καθώς και ότι στο καστ συμμετέχει και η κόρη του Χίτσκοκ, Πατρίτσια. Tέλος, να συμπληρώσουμε πως το σενάριο (για άλλη μια φορά) είναι βασισμένο σε βιβλίο, μα οι διαφορές ανάμεσα τους είναι άφθονες, ενώ η προσθήκη των συμπληρωματικών-αντιθετικών ζευγαριών, ένα από τα σήματα κατατεθέν του έργου, υπήρξε έμπνευση του σκηνοθέτη.


το cameo του Χίτσκοκ, ενώ κρατάει ένα κοντραμπάσο


7 – The 39 Steps (1935)






Άλλη μία μεταφορά από βιβλίο, για την ακρίβεια μία από τις τέσσερις (!) που είχαν πραγματοποιηθεί, η εκδοχή του Χίτσκοκ παραμένει η διασημότερη. Το συγκεκριμένο έργο συγκαταλέγεται από τους κριτικούς στα σημαντικότερα βρετανικά φιλμ όλων των εποχών. Ένας άλλος τύπος, ωραίος τύπος, ο οποίος υπογράφει ως «το φονικό κουνέλι», το έχει μάλιστα χαρακτηρίσει ως «το σημαντικότερο βρετανικό φιλμ του Άλφρεντ Χίτσκοκ, εκείνο που καθιέρωσε το μοτίβο που θα κυριαρχούσε στις επόμενες δεκαετίες, ένας κινηματογραφικός ογκόλιθος στη βάση του οποίου ανορθώθηκε το σύνολο του χιτσκοκικού εποικοδομήματος».

Βρίσκω απόλυτα σωστή τη πάνω άποψη και προσυπογράφω. Και αν εσείς διακρίνετε κάποιο ίχνος διπλής προσωπικότητας εδώ ή διχασμού, να ξέρετε πως δεν ευθύνομαι εγώ, μα τα έργα του Χίτσκοκ.





Τι είναι λοιπόν αυτά τα «39 Βήματα»? Το συγκεκριμένο ερώτημα διέπει την ταινία σχεδόν ως το τέλος της και συνιστά καταλύτη της εξέλιξης της. Ένα κατασκοπικού τύπου θρίλερ, ή μια ταινία καταδίωξης, στην οποία καθιερώνεται το κλασικό (τα επόμενα χρόνια) θέμα του «κυνηγημένου αθώου»: Ο πρωταγωνιστής ενοχοποιείται για ένα έγκλημα που δεν έχει διαπράξει, η αστυνομία βρίσκεται στο κατόπι του (και παρουσιάζεται η ίδια με ζοφερά χρώματα, σαν άλλος εχθρός) και ο ίδιος προσπαθεί να αναζητήσει την άκρη του νήματος, να ξεδιαλύνει ένα μυστήριο πολιτικών προεκτάσεων, σε μια εποχή που η Ευρώπη βάδιζε αργά – μα σταθερά – στην λαίλαπα του πολέμου.

Το θέμα του «κυνηγημένου θύματος» είχε τεθεί από τον Χιτς για πρώτη φορά λίγα χρόνια πριν, στην πρώτη μεγάλη του ταινία, το “The Lodger” του 1927… Στα «39 Βήματα» όμως πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα (ή αν προτιμάτε, 39 βήματα παραπέρα!) και προσδίδει στο έργο πολιτικές και κατασκοπικές προεκτάσεις. Αυτό ενώ παρακολουθούμε την πορεία του ήρωα, ο οποίος σχεδόν απ’ το ξεκίνημα του φιλμ προσπαθεί να γλιτώσει απ’ τα αρπακτικά νύχια του νόμου, ενώ παράλληλα ταξιδεύει στον βορρά, αναζητώντας τη λύση του αινίγματος...





Πραγματικά η μόνη λέξη με την οποία θα μπορούσα να συνοψίσω το φιλμ είναι «κλασικό». Δεκαετίες και δεκαετίες μετά ο κόσμος του κινηματογράφου θα αντλούσε από στοιχεία που καθιερώθηκαν εδώ. Οι διάλογοι είναι πανέξυπνοι, η υπόθεση το ίδιο, η εξέλιξη της πλοκής κρύβει ενδιαφέρουσες εκπλήξεις, και η ταινία παρακολουθείται αδιάκοπα από την πρώτη ως τη τελευταία στιγμή της. Μεταξύ άλλων το έργο περιλαμβάνει άφθονο χιούμορ, ενώ μια σκηνή κατά τη διάρκεια ενός συμποσίου, κατά την οποία ο ήρωας περνιέται κατά λάθος για εξέχουσα πολιτική μορφή και καλείται να δώσει έναν λόγο, ανήκει στις απολαυστικότερες όλων των ταινιών του Χίτσκοκ.




6 – Rope (1948)





Ιδιοφυές. Η πρώτη λέξη που μου έρχεται στο νου όταν γίνεται λόγος για το συγκεκριμένο έργο. Η «Θηλιά» συνιστά ίσως το τολμηρότερο πείραμα του Χίτσκοκ, μεγαλύτερο ακόμα και από εκείνο του “Lifeboat” ή του “Dial M For Murder” (για τα οποία μιλήσαμε στο πρώτο μέρος της κατάταξης μας). Η ταινία αποπνέει σκηνοθετική μεγαλοφυΐα όσο ελάχιστα φιλμ στην ιστορία του κινηματογράφου, δείχνει όμως ταυτόχρονα πως ο Χίτσκοκ είχε τα κότσια να δοκιμάσει πρωτοποριακές τεχνικές και να πειραματιστεί, κατά τη διάρκεια μιας εποχής που δέσποζαν οι χολλυγουντιανές υπερπαραγωγές. Πραγματικά το “Rope” είναι πολύ μπροστά για την εποχή του, αλλά και για τα τωρινά δεδομένα ακόμα: αρκεί να συνειδητοποιήσουμε πως εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με εναλλακτικό, underground κινηματογράφο, μα με έργο που προβαλόταν στις mainstream αμερικανικές αίθουσες.

Και αυτό ενώ ο «Χιτς» είχε μόλις αποκοπεί από τον «πολύ» David O. Selznick, τον παραγωγό των επιτυχιών, και είχε αποφασίσει να δημιουργήσει τη δική του, αυτόνομη εταιρία παραγωγής ταινιών.






Πέτυχε λοιπόν το πείραμα? Ναι και όχι. Σε επίπεδο εμπορικό τα πράγματα δεν πήγαν καλά. Το πλήθος δεν ήταν συνηθισμένο σε τέτοιου είδους ταινίες – κάτι που πιστεύω θα ίσχυε αν προβαλλόταν η συγκεκριμένη ταινία και στις μέρες μας. Ωστόσο σε επίπεδο σκηνοθετικής δημιουργίας η ταινία συνιστά έργο τέχνης, κυριολεκτικά. 

Ουσιαστικά εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα έργο που εξελίσσεται σε διάρκεια πραγματικού χρόνου. Σου δίνεται η αίσθηση πως απουσιάζει πλήρως η διαδοχή των πλάνων, και αυτό που βλέπεις είναι μία και μοναδική σκηνή, από την αρχή ως το τέλος, που εξελίσσεται μπροστά στα μάτια σου σα να βλέπεις μια θεατρική παράσταση χωρίς διαλείμματα και χωρίς εναλλαγή σκηνών. Η κάμερα κινείται αριστοτεχνικά μέσα στον χώρο και φαίνεται να μην υπάρχουν cuts, δίνοντας την αίσθηση μιας μοναδικής συνέχειας – λες και βρίσκεσαι ο ίδιος μέσα στον χώρο, κρυμμένος κάπου, και παρακολουθείς με κομμένη την ανάσα, προσεκτικά, δίχως να πάρουν χαμπάρι πως τους κατασκοπεύεις.






Η ιστορία είναι επιβλητική μέσα στην απλότητα της. Δύο άντρες φονεύουν (με τη χρήση μιας θηλιάς) έναν γνωστό τους, έχοντας τον προσκαλέσει σπίτι τους. Στη συνέχεια τον τοποθετούν σε μια κάσα, και πάνω στην κάσα έχουν τη διεστραμμένη ιδέα να τοποθετήσουν κηροπήγια, ποτήρια και άλλα πράγματα, μετατρέποντας τη σε τραπέζι. Σα να μην έφτανε αυτό, αποφασίζουν να προσκαλέσουν τους ανυποψίαστους φίλους τους (και φίλους του θύματος) σπίτι για ένα κοσμικό πάρτι! Καταφτάνουν λοιπόν οι ανυποψίαστοι επισκέπτες, ένας ένας, αγνοώντας πλήρως πως κάτω από τα ίδια τους τα μάτια, στο ίδιο το σαλόνι που πίνουν, συζητούν και παίζουν μουσική, βρίσκεται κρυμμένο ένα πτώμα! Όλα αυτά για την σαδιστική ευχαρίστηση που προκαλεί στον άνθρωπο-εγκέφαλο του εγκλήματος η ιδέα να χειρίζεται τους ανθρώπους και τις εντυπώσεις τους…

Μεταξύ άλλων τίθεται ένα ενδιαφέρον ζήτημα ηθικής, επηρεασμένο από τη νιτσεϊκή φιλοσοφία (ή μια συγκεκριμένη , ελαφρώς στρεβλωμένη, ανάγνωση της), σχετικά με την δικαίωση ή όχι πράξεων από ανθρώπους «πέρα από το καλό το κακό», οι οποίοι «δεν ανήκουν στο κοπάδι» και ως τέτοιοι, μπορούν να θέτουν τη δική τους, ατομική ηθική πάνω από εκείνη της μάζας.

Είναι έκδηλο εξάλλου το ομοφυλοφιλικό υπόβαθρο, μεταξύ των δύο φονιάδων – κάτι που θα επαναλάμβανε ο σκηνοθέτης, αν και σε χαμηλότερους τόνους, στο “Strangers on a Train” – οι δύο πρωταγωνιστές του έργου υπήρξαν όντως ομοφυλόφιλοι στην πραγματική ζωή. Μία ακόμα τολμηρή κίνηση εκ μέρους του Χίτσκοκ, σε μια εποχή που θέματα όπως αυτό απαγορευόταν δια ροπάλου να προβληθούν στην οθόνη. Η παρουσία του James Stewart εξισορροπεί την κατάσταση, δρώντας ως ο καταλύτης του δράματος, εκείνος που εξιχνιάζει το έγκλημα.






Η ταινία πηγάζει από αντίστοιχο θεατρικό με το ίδιο όνομα (του 1929), ενώ η ιδέα είχε ξεπηδήσει από ένα αληθινό περιστατικό, τον φόνο ενός 14χρονου από δύο φοιτητές, εν έτει 1924.

Να συμπληρώσω, τέλος, πως το σκηνικό με τους ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης να διαφαίνονται έξω από τα επιβλητικά παράθυρα και να καλύπτονται σταδιακά στις αποχρώσεις του δειλινού, ανήκει στα εντυπωσιακότερα που έχτισε ο Χίτσκοκ, στημένο εξ’ ολοκλήρου για χάρη της ταινίας, και είναι ένα από τα ομορφότερα που έχω δει ποτέ μου. Πραγματικά θα επιθυμούσα πολύ να βρίσκομαι σε αυτό το ρετιρέ, ατενίζοντας αυτή την υπέροχη θέα, ενώ έξω απλώνεται η νύχτα και λαμποκοπούν τα κτίρια, διώχνοντας πέρα τις σκιές…



5 – Vertigo (1958)





Vertigo” είναι η ονομασία που δίνεται σε εκείνο το αίσθημα της ζαλάδας που πιάνει κάποιον όταν βρίσκεται σε ορισμένο ύψος και αισθάνεται πως κινδυνεύει να πέσει – το λέμε και «υψοφοβία». Η συγκεκριμένη ταινία έχει στο επίκεντρο της ιστορίας της τα ύψη, ένα γραφικό κωδωνοστάσιο ενός καθεδρικού ναού, μια ιστορία μυστηρίου με σχεδόν μεταφυσικές αποχρώσεις, έναν έρωτα, ένα φονικό, καθώς και τις συνεχείς μεταμορφώσεις μιας γυναίκας. Όλα ενδεδυμένα σε ονειρικές σχεδόν αποχρώσεις, λες και αυτό που βλέπεις δε συνιστά παρά τον προθάλαμο μιας ονειροφαντασίας, ή μιας παλιάς, ξεθωριασμένης ανάμνησης, μπλεγμένης σε κάποια επαναλαμβανόμενη καμπή του χρόνου.






Δίνεται η αίσθηση πως εκείνο που βλέπεις δεν είναι πραγματικό. Μια γυναίκα που υφαίνει ένα πέπλο μυστηρίου με κάθε κίνηση της, της οποίας η ταυτότητα παραπέμπει σε κάποια άλλη γυναίκα, νεκρής εδώ και εκατό χρόνια. Η ιδέες της ταυτότητας και της μεταμόρφωσης διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στο έργο. Πως ορίζουμε τους εαυτούς μας, πέρα και έξω από τα βλέμματα των Άλλων? Μήπως η εικόνα μας δε συνιστά τίποτα περισσότερο παρά το καθρέφτισμα της εικόνας που οι άλλοι έχουν για μας? Από αυτή την άποψη, κάποιος Άλλος με καταλυτική επιρροή πάνω μας θα μπορούσε να μας πλάσει, να μας δημιουργήσει εξ’ ολοκλήρου σύμφωνα με το πρότυπο που έχει ο ίδιος κατά νου.

Τι θα έμενε όμως τότε από την ουσία του εαυτού μας? Υπάρχει τελικά κάποια ουσία ή συνιστούμε ένα συνονθύλευμα από εντυπώσεις τρίτων, μια αντανάκλαση του κοινωνικού μας περίγυρου?





Καθώς μάλιστα εμπλέκεται ο έρωτας μέσα στην ιστορία, πόσο μπορούμε να μιλάμε για γνήσιο έρωτα όταν φτάνουμε να πλάθουμε την αγαπημένη κατά το πρότυπο που έχουμε μέσα στο μυαλό μας, χτίζοντας τη λίγο λίγο, δημιουργώντας τη εκ νέου σχεδόν? Αγαπάμε το πρόσωπο που είναι εκείνη πραγματικά, ή απλά την εικόνα που έχουμε μέσα στο κεφάλι μας γι’ αυτήν?

Καθ’ όλη τη διάρκεια της σκηνοθετικής διαδρομής του, ο Χίτσκοκ «έχτιζε» την «ιδανική ξανθιά». Τη Απόλυτη, Ιδεατή Γυναίκα, στα πρότυπα των ανομολόγητων φαντασιώσεων του, και αντίστοιχα, η Kim Novak στο “Vertigo” συνιστά μια γυναίκα αμφίβολης, ρευστής ταυτότητας, η οποία χτίζεται λίγο λίγο. Ποια είναι πραγματικά? Υπάρχει ουσία πίσω απ’ τα φαινόμενα? Περιεχόμενο κάτω απ’ την εικόνα? Ή μήπως στο τέλος έχουμε να κάνουμε απλά με μια διαδοχή εικόνων, σαν το ξεφύλλισμα σελίδων σε ένα περιοδικό, σελίδες με εικόνες φωτομοντέλων, όμορφων μα επιφανειακών.






Εστίασα στο ψυχολογικό υπόβαθρο του “Vertigo” καθώς το βρίσκω συναρπαστικό, και συνιστά μια διάσταση του έργου την οποία πολλής κόσμος αγνοεί. Πέραν αυτού η συγκεκριμένη ταινία κατέχει μοναδική θέση απ’ όλα τα φιλμ του Χίτσκοκ: Είχε σχεδόν περιθωριοποιηθεί στα χρόνια που προβλήθηκε, πλήθος κόσμου την αγνοούσε, οι κριτικοί την είχαν θάψει, στην πορεία όμως έφτασε να αναγνωρίζεται ως ένα από τα αριστουργήματα του σκηνοθέτη – για αρκετό κόσμο μάλιστα, το “Vertigoείναι η κορυφαία ταινία του Άλφρεντ Χίτσκοκ. Τέτοια μεταβολή συναισθημάτων και αντιστροφή αξιολόγησης δεν έχει ξαναγίνει. Δεν είναι μάλιστα λίγοι εκείνοι που συγκαταλέγουν το “Vertigo” στα κορυφαία φιλμ όλων των εποχών.

Μπορώ να καταλάβω πάντως γιατί το έργο δεν είχε προκαλέσει εντυπώσεις τον καιρό που προβλήθηκε. Πρόκειται για μια παράδοξη ιστορία μυστηρίου με χαμηλούς τόνους, γοτθικές αποχρώσεις και έντονο ψυχολογικό υπόβαθρο, ένα έργο που θέτει το ζήτημα της Ταυτότητας στο επίκεντρο του, και σίγουρα ξένισε τον κόσμο που περίμενε δράση, φόνους και ατελείωτο σασπένς. Στη συγκεκριμένη μερίδα κόσμου ο κύριος Χίτσκοκ θα απαντούσε την επόμενη χρονιά, δίνοντας τους εκείνο ακριβώς που επιθυμούσαν – και πολύ περισσότερα.

Περνάμε λοιπόν στο…



4 – North By Northwest (1959)





Αυτή ήταν η απάντηση του Χίτσκοκ! Αν το “Vertigo” υπήρξε αργό και ατμοσφαιρικό, το “North By Northwest” ξεχείλιζε από έναν φρενήρη πραγματικά ρυθμό, όμοιο του οποίου δεν είχε δει ως τότε ο κόσμος.

Ήδη οι εντυπωσιακοί τίτλοι αρχής σε βάζουν στο νόημα! «Θέλετε δράση? Θέλετε σασπένς? Ε, πάρτε τα λοιπόν!», φαίνεται να σκέφτηκε ο «Χιτς», και το αποτέλεσμα ήταν μια σαρωτική επιτυχία, ένα από τα δημοφιλέστερα φιλμ του Χίτσκοκ και ένα από τα μεγαλύτερα blockbuster της δεκαετίας του 50.

Το έργο συνιστά ένα αδιάκοπο κυνηγητό, από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή. Μιλώντας για «κυνηγητό», σωστά μαντέψατε, το κλασικό μοτίβο του «αθώου θύματος που διώκεται από το νόμο» επανέρχεται για άλλη μια φορά στο προσκήνιο. Ο Cary Grant σε έναν από τους κορυφαίους ρόλους της ζωής του, υποδύεται τον ανυποψίαστο διαφημιστή που μπλέκεται άθελα του σε μια πλεκτάνη μυστηρίου, γνωρίζει μια μοιραία ξανθιά (με αμφίβολες προθέσεις), συμμετέχει σε μια εντυπωσιακή καταδίωξη με αεροπλάνο, και καταλήγει να παλεύει πάνω στο εντυπωσιακό μνημείο του όρους Rushmore, κάτω από τα πέτρινα βλέμματα των Αμερικανών προέδρων – «στη Σκιά των Τεσσάρων Γιγάντων», όπως είναι και ο ελληνικός τίτλος της ταινίας (ομολογώ μία από τις πετυχημένες παραλλαγές ξένου τίτλου ταινίας στα ελληνικά, συνήθως οι περισσότερες είναι για γέλια).







Η ταινία αποτυπώνει πλήρως το πνεύμα της εποχής της. Το παιχνίδι των κατασκόπων παραπέμπει στην ψυχροπολεμική ατμόσφαιρα της εποχής, ενώ τα αστικά σκηνικά, οι επιβλητικοί ουρανοξύστες και τα μοντέρνα σπίτια με την περίτεχνη, σχεδόν φουτουριστική αισθητική παραπέμπουν στις κυρίαρχες τάσεις των καιρών. Καταλυτική στάθηκε η επίδραση του έργου σε όλα τα μεταγενέστερα φιλμ περιπέτειας και κατασκοπίας. Δεν είναι τυχαία η αναφορά στην ταινία ως «το πρώτο φιλμ του Τζέημς Μποντ» (πριν ακόμα γυριστούν τα φιλμ του Τζέημς Μποντ), ενώ μεταγενέστεροι, περίφημοι ήρωες της μεγάλης οθόνης, όπως ο Ιντιάνα Τζόουνς, επηρεάστηκαν καταλυτικά από το πρότυπο που έθεσε ο Cary Grant, ο οποίος αντιμετωπίζει ένα κάρο κινδύνους, τρέχει αριστερά και δεξιά, έρχεται σε επαφή με όμορφες (μα επικίνδυνες) γυναίκες, σκαρφαλώνει σε μνημεία, παλεύει με κακούς και πετάει έξυπνες ατάκες εδώ κι εκεί – μπλεγμένες με άφθονες δόσεις χιούμορ.






Συνοπτικά, δεν έχουμε να κάνουμε με την «εγκεφαλικότερη» ταινία του Χίτσκοκ, ούτε την πιο «ψαγμένη». Το έργο προσφέρεται για άφθονα ποπ κορν και δεν είναι τυχαίο που καθήλωσε τις μάζες. Ωστόσο πρόκειται για μια απολαυστική εμπειρία, από το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό – κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο που απολαμβάνουμε να βλέπουμε μια ταινία του Ίντυ. Πραγματικά μεγάλος μαέστρος ο Άλφρεντ. Μπορούσε να παραδώσει από το πλέον πειραματικό φιλμ στο απόλυτο blockbuster, και γυρίζοντας τα να επηρεάσει τη μισή ιστορία του κινηματογράφου. Η επίδραση του “North By Northwest” στα μεταγενέστερα έργα δράσης είναι καταλυτική, και η γνήσια διασκέδαση που παρέχει η ταινία την καθιστά αντίστοιχη ενός λαχταριστού μπολ με παγωτό, σιρόπι και άφθονη τρούφα.

Στα θετικά και εκείνη η σκηνή ενός ζουμερού φιλιού ανάμεσα στους πρωταγωνιστές, σ’ ένα βαγόνι τρένου, το οποίο διαδέχεται η είσοδος του τρένου σ’ ένα τούνελ. Και όποιος κατάλαβε κατάλαβε.







3 – Shadow of a Doubt (1943)





Συνοπτικά, μιλάμε για το πρώτο μεγάλο αριστούργημα του Χίτσκοκ, μια ταινία που άφησε κριτικούς και θεατές με ανοιχτό το στόμα την εποχή που προβλήθηκε και εξακολουθεί να προκαλεί ανατριχίλες. Είναι επίσης η αγαπημένη ταινία του ίδιου του σκηνοθέτη, σύμφωνα με τα λεγόμενα του. Πραγματικά αγαπώ αυτό το έργο, γι’ αυτό και του έδωσα την τρίτη θέση στην κατάταξη, πάνω από «φαβορί» όπως το “Vertigo” και το “North By Northwest”.  

Η μισή απόλαυση της ταινίας πηγάζει από το περιβάλλον στο οποίο εξελίσσεται. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με κυνηγητά σε εντυπωσιακά μνημεία και υπαίθρους, ούτε με γοτθικές επαύλεις, ή άντρα φονικών πρακτόρων. Όχι. Το επίκεντρο της ιστορίας συνιστά ένα φιλήσυχο, γραφικό μεσοαστικό προάστιο, πλουμισμένο με όμορφα σπίτια και ανθισμένες αυλές. Ξέρετε, από εκείνα τα μέρη στα οποία «ποτέ δε γίνεται τίποτα». Και αν το σκηνικό σας φέρνει κατά νου μεταγενέστερα φιλμ τρόμου, εκείνα που βλέπουμε μια όμορφη, μικρή κωμόπολη να βρίσκεται ξαφνικά στο επίκεντρο των πλέον φρικτών εγκλημάτων (για παράδειγμα ταινίες όπως το “Halloween”), τώρα γνωρίζετε από πού ξεκίνησαν όλα. Για άλλη μια φορά.





Η διαφορά όμως είναι πως δε θα βρείτε μανιακούς δολοφόνους και ποτάμια αίματος στο “Shadow of a Doubt”. Όπως λέει ο τίτλος, τα πάντα κινούνται σε επίπεδο μιας σκιερής υποψίας, ενός «ίσως». Δεσπόζει μια ρευστή αβεβαιότητα, μια ανησυχία που γίνεται εντονότερη όσο εξελίσσεται η ταινία. Στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκεται η επίσκεψη στο φιλήσυχο (μα βαρετό) σπίτι της νεαρής πρωταγωνίστριας (Teresa Wright) του πολύ αγαπημένου, συνονόματου θείου της (Joseph Cotton). Η ίδια και η οικογένεια της τον υποδέχονται με ανοιχτές αγκάλες. Πρόκειται για έναν άντρα έξυπνο, γοητευτικό, ιδανικό πρωταγωνιστή για μια ρομαντική ταινία της εποχής. 

Τα φαινόμενα ωστόσο απατούν, κάτι που θα έπρεπε να είχαμε εμπεδώσει ως τώρα βλέποντας τα φιλμ του Χίτσκοκ. Ποια είναι η πραγματικότητα του “Uncle Charlie”? Γιατί η παράξενη σε σημεία συμπεριφορά του, γιατί αποφεύγει τους ντετέκτιβ, και για ποιο λόγο έχει αυτές τις ιδιόμορφες αντιλήψεις γύρω από τη ζωή και τους ανθρώπους? Έχουμε να κάνουμε με άλλη μία (κλασική στα έργα του Χίτσκοκ) περίπτωση ενός «κυνηγημένου αθώου»? Τελικά που τελειώνει το «καλό» και που αρχίζει το «κακό» σε αυτό το φιλμ? – μήπως το γκρίζο σημείο ανάμεσα τους εξαπλώνεται σε όρια που αγγίζουν το σύνολο της ψυχογράφησης του κεντρικού χαρακτήρα?





Η εξέλιξη του έργου, οι ερμηνείες των χαρακτήρων και ο αμοραλισμός  τους αγγίζουν τα τρίσβαθα του ασυνείδητου, μετατρέποντας το έργο σε μια αριστοτεχνική απεικόνιση ορισμένων από τις σκοτεινότερες όψεις της ανθρώπινης ψυχής. Αυτά, σε συνδυασμό με το γραφικό σκηνικό των προαστίων και την επίφοβη εκείνη αίσθηση της φωτιάς που σιγοκαίει κάτω από ήρεμα νερά, παρέχοντας έτσι μια πλασματική αίσθηση ασφάλειας, εκτοξεύουν το φιλμ στην κορυφή.

Και μια που αναφερόμαστε σε γκρίζους χαρακτήρες και πλασματική αίσθηση ασφάλειας, πάμε στο νούμερο δύο της κατάταξης μας, και σε μια ταινία που δεν χρειάζεται συστάσεις…


2 – Psycho (1960)





Αν ο Χίτσκοκ είχε καθιερωθεί ως ένας από τους δημοφιλέστερους σκηνοθέτες των καιρών του πριν το «Ψυχώ», με τη συγκεκριμένη ταινία μετετράπη σε σούπερσταρ. Το συγκεκριμένο έργο δεν υπήρξε απλά μια τρομακτική επιτυχία και ένα από τα δημοφιλέστερα φιλμ όλων των εποχών. Όχι. Το «Ψυχώ» ήταν φαινόμενο, ένα πολιτισμικό ορόσημο της δεκαετίας του 60. ΄Εγινε μόδα, έγινε trend, έγινε αντικείμενο σάτιρας, απομιμήθηκε, άγγιξε τα όρια του μύθου, ενσωματώθηκε στη μαζική κουλτούρα και στις συνειδήσεις του κόσμου, τόσο της γενιάς του 60 όσο και εκείνων που ακολούθησαν.

Αρκεί να σκεφτούμε την περίφημη σκηνή του ντους, με την χαρακτηριστική της μουσική – λίγα, πολύ λίγα πολιτισμικά παράγωγα του 20ου αιώνα διαδόθηκαν σε βαθμό τέτοιο που να είναι αναγνωρίσιμα από τους πάντες: κάποια τραγούδια των Beatles ή των Rolling Stones… Ο Τζον Τραβόλτα στο “Saturday Night Fever”… Οι φιγούρες του “Star Wars”… το “Singing in the Rain”… Ο Elvis με την κιθάρα του… Η Marilyn Monroe κρατώντας την αεράτη φούστα της… Η σκηνή από το ντους στο «Ψυχώ» βρίσκεται σίγουρα ανάμεσα τους.






Κι όμως, τον καιρό εκείνο που ο Χίτσκοκ γύριζε το «Ψυχώ» λίγοι πίστευαν στην επιτυχία του έργου! Καταρχάς επρόκειτο για ένα φιλμ σχετικά περιορισμένου κόστους, γυρισμένο εξ’ ολοκλήρου σε άσπρο/μαύρο, σε μια εποχή που οι ασπρόμαυρες ταινίες θεωρούνταν υπερβολικά «καλλιτεχνικές» και αντι-εμπορικές. Ο έγχρωμος κινηματογράφος είχε καθιερωθεί κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 50 και βρισκόμασταν πλέον στην εποχή των υπερπαραγωγών και των φιλμ που προβάλλονταν σε μαζικές αίθουσες cinemascope και 3d. Ο ίδιος ο «Χιτς» είχε σημειώσει καταιγιστική επιτυχία έναν μόλις χρόνο πριν, με το “North By Northwest”, ένα φιλμ που πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις εκείνες που θεωρούσαν πως οφείλει να έχει ένα πετυχημένο έργο των καιρών του. Γιατί λοιπόν η επιλογή του ασπρόμαυρου από τον σκηνοθέτη?

Σα να μην έφτανε αυτό, το θέμα της ταινίας ξένιζε. Εδώ δεν είχαμε να κάνουμε με ένα θρίλερ καταδίωξης, ούτε με μια περιπέτεια αγωνιώδους σασπένς, ούτε καν με ένα ψυχολογικό φιλμ, σαν εκείνα που είχαν καθιερώσει τον σκηνοθέτη. Με το «Ψυχώ» ο Χίτσκοκ έμπαινε βαθιά στα μονοπάτια των ταινιών τρόμου, εισάγοντας για πρώτη φορά στο mainstream στοιχεία splatter, εμπνευσμένος από τα b-movies των καιρών. Στο τελευταίο έπαιξε καταλυτικό ρόλο ένας ακόμα παράγοντας. Ήδη στα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 50, ο Χίτσκοκ είχε αρχίσει να γίνεται ιδιαίτερα δημοφιλής σε ένα διαφορετικό κοινό: εκείνο της αναδυόμενης νεολαίας των καιρών. Η σειρά “Alfred Hitchcock Presents” είχε μεγάλη πέραση στους νέους και ο «Χιτς» είχε αποκτήσει ένα διαφορετικό κοινό, με νέα γούστα και απαιτήσεις.






Εξάλλου μπαίναμε στα Sixties. Στην εποχή της γενικευμένης αμφισβήτησης. Οι νέοι θα διαπίστωναν σύντομα πως οι ίδιοι συνιστούν φορείς πολιτισμικής αλλαγής, καταλύτες των εξελίξεων. Τα γούστα τους ήταν διαφορετικά από εκείνα των γονιών τους – ήθελαν οι ίδιοι να είναι διαφορετικοί, προκειμένου να ξεχωρίσουν. Το «Ψυχώ» υπήρξε ένα τολμηρό πείραμα του Χίτσκοκ, ένα πείραμα που στόχευε στη νεολαία.

Η επιτυχία του πειράματος ήταν σαρωτική.

Η πρωτοποριακή και βαθιά αμφιλεγόμενη για την εποχή της εξέλιξη της ιστορίας υπήρξε ένας από τους καταλύτες της επιτυχίας της – και ακόμα ένα μεγάλο ρίσκο του σκηνοθέτη. Το να ξεπαστρεύεις την πρωταγωνίστρια σου στα μισά μόλις του έργου είναι κάτι απρόσμενο, σοκαριστικό, κάτι που ακόμα και σήμερα σπάνια βλέπουμε. Ο Χίτσκοκ όμως το επιχείρησε και άφησε ιστορία. Είναι λογικό που τόσος κόσμος θεωρούσε αρχικά πως η ταινία θα πατώσει – ο Χίτσκοκ είχε πραγματικά ξεπεράσει κάθε όριο!






Έχει μείνει ξακουστό ένα «διαφημιστικό τρυκ» την εποχή εκείνη που προβαλλόταν το έργο, έμπνευση του σκηνοθέτη. Δέσποζε, που λέτε, με μεγάλα γράμματα στις αίθουσες προβολής της ταινίας η επισήμανση «ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΑΥΣΤΗΡΑ Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΩΡΑ ΕΝΑΡΞΗΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ!». Ή θα έμπαινε κάποιος από το ξεκίνημα της ταινίας – ή δε θα έμπαινε καθόλου.  Ο κόσμος συνέρρεε μαζικά, προκειμένου να πάρει μια θέση και όσοι δεν προλάβαιναν απορούσαν: μα τι συμβαίνει εκεί μέσα?

Τόση ώρα αναφέρομαι στον πολιτισμικό αντίκτυπο και τις καινοτομίες του «Ψυχώ», δεν έχω όμως μιλήσει καθόλου για το περιεχόμενο του έργου! Ίσως όμως δε χρειάζεται. Προτιμώ να σιωπήσω, κατ’ αντιστοιχία με το διαφημιστικό κόλπο! Θα αναφέρω απλά πως επανέρχονται εδώ άφθονα από τα κλασικά μοτίβα του Χίτσκοκ – ο φετιχισμός της ξανθιάς, το μυστήριο και η διαλεύκανση του, η φοβερή μητρική φιγούρα, η οφθαλμολαγνεία και ο γκρίζοι χαρακτήρες, πέρα από το καλό και το κακό. Η ερμηνεία του Anthony Perkins είναι απλά συγκλονιστική.






Σε επίπεδο μαζικού αντίκτυπου, το «Ψυχώ» υπήρξε αναμφίβολα η κορυφαία ταινία του Χίτσκοκ. Ωστόσο για την πρώτη θέση της κατάταξης επέλεξα το έργο εκείνο που θεωρώ πως αντικατοπτρίζει όσο κανένα άλλο το σκηνοθετικό μεγαλείο του δημιουργού του… Και το έργο αυτό είναι…



1 – Rear Window (1954)





Χρειάζεται να δει κάποιος αυτό το φιλμ, δυο και τρεις φορές, να παρατηρήσει όλες τις μικροσκοπικές του λεπτομέρειες, να συνειδητοποιήσει την εκτελεστική τους τελειότητα, για να εμπεδώσει πλήρως γιατί έργα σαν αυτό μετατρέπουν τον κινηματογράφο σε Τέχνη.

Το “Rear Window” είναι ένα σκηνοθετικό αριστοτέχνημα. Για την δημιουργία του ο Χίτσκοκ επιμελήθηκε της κατασκευής ενός εκπληκτικού σκηνικού, μιας αστικής γειτονιάς στο κέντρο κάποιας πόλης. Βλέπουμε τα διαμερίσματα του κτιρίου απέναντι, μέσα από τον φακό του πρωταγωνιστή της ιστορίας (James Stewart), ο οποίος έχει καθηλωθεί στο κρεβάτι του εξαιτίας ενός ατυχήματος που τον αναγκάζει να έχει παροδικά τo πόδι του σε γύψο και να κινείται με αναπηρικό καροτσάκι. Μην έχοντας τι να κάνει για να περάσει η ώρα του, καταφεύγει σε μια ανελέητη παρακολούθηση των γειτόνων του στο κτίριο απέναντι, μέσα από τα κιάλια του – και μεις με τη σειρά μας, βλέπουμε ό,τι βλέπει, μέσα από τον φακό της κάμερας.





Η κάμερα μετακινείται από διαμέρισμα σε διαμέρισμα, και μεις παρατηρούμε από τα τζάμια και τις ανοιχτές μπαλκονόπορτες τους γείτονες, κάθε έναν ξεχωριστά, να επιδίδονται στις καθημερινές τους ασχολίες. Κάθε γείτονας κρύβει μια δική του ιστορία: ένα μεσήλικο ζευγάρι αρέσκεται να κοιμάται στο μπαλκόνι τα βράδια. Κατεβάζουν με ένα καλάθι το σκυλάκι τους από το μπαλκόνι, για να κάνει τη βόλτα του. Σε έναν άλλο όροφο μια καυτή τύπισσα γυμνάζεται και ξεντύνεται με τα παράθυρα ανοιχτά, και μεις επιδιδόμαστε (παρέα με τον ήρωα της ταινίας) σε ένα ατελείωτο οφθαλμόλουτρο. 

Μια γυναίκα σε ένα άλλο διαμέρισμα διάγει μια μοναχική ζωή, και μεις την παρατηρούμε ενώ προσπαθεί να ξεφύγει από τη μοναξιά της, ερχόμενη σε επαφή με ανθρώπους που την κακομεταχειρίζονται. Σ’ έναν άλλο όροφο ζει ένας μουσικός, απογοητευμένος ο ίδιος. Κάπου αλλού εισήλθαν δυο νεόνυμφοι.






Τέλος, σ’ ένα από τα διαμερίσματα ζει ένα ζευγάρι παντρεμένων, το οποίο δε φαίνεται να έχει τις καλύτερες σχέσεις. Κι ενώ ο ήρωας μας με τον φακό τους παρακολουθεί να τσακώνονται σε καθημερινή βάση, ένα βράδυ διαπιστώνει πως η γυναίκα έχει εξαφανιστεί. Τις επόμενες μέρες δε φαίνεται να είναι πουθενά μέσα στο διαμέρισμα – να έφυγε άραγε για κάποιο ταξίδι? Οι υποψίες (και ο φόβος του) ενισχύονται όταν παρατηρεί τον σύζυγο της να μεταφέρει… ένα κιβώτιο, δεμένο με σκοινιά. Έχει γούστο?  Ο σύζυγος δολοφόνησε τη γυναίκα του, την έκλεισε σ’ ένα κουτί και αποφάσισε να την ξεφορτωθεί? Μήπως όμως όλα αυτά δεν είναι παρά η νοσηρή εντύπωση μου? Ένα παιχνίδι εντυπώσεων?

Τέτοια σκέφτεται ο πρωταγωνιστής μας, πίσω από τα κιάλια του, και έτσι ξετυλίγεται το νήμα της μοναδικής αυτής ταινίας. Πλάι στον James Stewart (ο οποίος πρωταγωνιστεί σε τρεις από τις δέκα κορυφαίες ταινίες του Χίτσκοκ, στην αποψινή δεκάδα μας και υπήρξε ο πλέον «γήινος» από τους ήρωες του) η εκθαμβωτική Grace Kelly – η πιο ερωτεύσιμη από όλες τις ξανθιές του Hitchcock, και η απόλυτη (και για τον ίδιο τον σκηνοθέτη) πρωταγωνίστρια του. Αν η Grace δεν είχε εγκαταλείψει την ηθοποιία δύο χρόνια μετά για τις πολυτέλειες της αριστοκρατικής ζωής (έχοντας γίνει πλέον η πριγκίπισσα του Monaco), να είστε βέβαιοι πως θα την βλέπαμε σε πολλά ακόμα από τα έργα του Χίτσκοκ.






Το κεντρικό επαναλαμβανόμενο θέμα είναι εκείνο της οφθαλμολαγνείας (κάτι που έχουμε δει ξανά σε έργα του Χίτσκοκ, όχι όμως σε τέτοια έκταση), καθώς και της κρυφής διείσδυσης της προσωπικής ζωής των άλλων στον δικό σου χώρο – δεκαετίες πριν τα reality παιχνίδια. Ο πρωταγωνιστής μας φαίνεται να έλκεται περισσότερο από το κρυφό θέαμα της ξανθιάς γειτόνισσας του, παρακολουθώντας τη μέσα από τα κιάλια, παρά από την ολοζώντανη, με σάρκα και οστά, παρουσία της Grace Kelly στο πλευρό του. Ωστόσο το ίδιο συμβαίνει και με μας τους ίδιους, που ως θεατές «παίρνουμε μάτι» όλα όσα συμβαίνουν στα διαμερίσματα, ρουφώντας αχόρταγα τις ιστορίες των γειτόνων, διεισδύοντας στη ζωή και τα μυστικά τους. Η πραγματικότητα καταλήγει να διαμεσολαβείται από ένα κρυφό Μάτι, και γινόμαστε όλοι κατάσκοποι, ο ένας του άλλου.

Αυτά καταμεσής μιας πόλης, όπου τα διαμερίσματα δεσπόζουν σα μισάνοιχτα σπιρτόκουτα, κατάμεστα με ζωές ανθρώπων, τις ελπίδες, τους φόβους, τις χαρές, τα όνειρα και τις απογοητεύσεις τους. Παρακολουθούμε αδιάκοπα ο ένας τον άλλο, μα ζούμε αποξενωμένοι, χωρισμένοι μεταξύ μας. Η ιστορία της μοναχικής γειτόνισσας, η οποία ζει πνίγοντας τη μοναξιά της στο ποτό και τα φάρμακα, η παρακολούθηση της μέσα από τον φακό, είναι συγκλονιστική.





Η ταινία ωστόσο διακατέχεται από μια θερμή ατμόσφαιρα, ενώ η διάθεση είναι ιδιαίτερα ανεβαστική. Το πανέμορφο σκηνικό, το χιούμορ, η λαμπερή παρουσία των πρωταγωνιστών, μα και μια δόση τζαζ, δημιουργούν ένα υπέροχο αποτέλεσμα. Δεν αναφέρω τυχαία τη τζαζ – παίζει τον δικό της, καθοριστικό ρόλο στην κατάληξη μίας από τις μικρότερες ιστορίες που ξεφυτρώνουν, σαν παρακλάδια, στον κεντρικό κορμό του έργου. 

Ανατρεπτική εξάλλου είναι η κατάληξη της ιστορίας της καυτής γυμνάστριας… ανατρεπτική και βαθιά ειρωνική, γεννώντας σου χαμόγελα και κάνοντας σε να προβληματιστείς πάνω στην τύχη και τις ανθρώπινες σχέσεις. Και εδώ αναφέρομαι στις μικρές ιστορίες, όχι στον κεντρικό κορμό του έργου, εκείνον του υποτιθέμενου φόνου και του μοναδικού σασπένς που ξετυλίγεται έπειτα – στο οποίο για άλλη μια φορά ο κύριος Χίτσκοκ επιδίδεται με μαεστρία.





Αυτή είναι και η ομορφιά του φιλμ: Είναι αληθινό, είναι ανθρώπινο, σχεδόν φαντάζει σαν ένα πλήθος από μικρά διηγήματα που εξελίσσονται όλα παράλληλα, στο ίδιο μέρος, και καλύπτονται όλα μαζί ταυτόχρονα σε ένα βιβλίο. Η αληθοφάνεια και η βαθιά ανθρώπινη διάσταση του έργου το καθιστούν μοναδικό.

Το Rear Window είναι πραγματικά ένα παράθυρο στον κόσμο των ανθρώπων, με τα σκοτεινά και φωτεινά σημεία του, τις άσχημες και όμορφες πτυχές του.


********



Εδώ λοιπόν τελειώνει το τριπλό υπερ-αφιέρωμα μας στον Άλφρεντ Χίτσκοκ - ένα από τα μεγαλύτερα που έχουν γραφτεί ως τώρα στην Κουνελοχώρα, και θαρρώ το μεγαλύτερο που θα βρείτε για τον σκηνοθέτη από ελληνικά site στο διαδίκτυο! Ελπίζω να απολαύσατε τη διαδρομή, όσο εμείς! Να έχετε μια όμορφη νύχτα!