31 Αυγούστου 2014

Απόχρωση Καλοκαιριού





Τέλη Ιουλίου. Ένας μήνας πριν.


Βαδίζω άτσαλα σε άμμο που αχνίζει, ο ήλιος ζεματάει, η ζέστη κολλάει πάνω μου σα δυσάρεστη ανάμνηση. Μια οικογένεια τουριστών, μαμά, μπαμπάς, παιδιά, προχωρούν εμπρός μου – μάλλον Γάλλοι. Προσπαθώ διακριτικά να τους ξεπεράσω, ελπίζοντας να μη πιάσουν καλύτερη θέση από μένα. Σκέφτομαι τότε πόσο χαζό ακούγεται αυτό – αν ήμουν αμάξι πιθανό να κόρναρα κιόλας, σχίζοντας στα δυο την παραλία με τους οδοντωτούς τροχούς μου, ανοίγοντας πέρασμα σαν άλλος Μωυσής προς τη Γη της Επαγγελίας – την ξαπλώστρα. «Κάντε στην άκρη να διαβώ, η ξαπλώστρα ανήκει σε μένα, είναι θέλημα Θεού!». Πόσο χαζό, αλήθεια. Χαμηλώνω τον ρυθμό μου. Ας κάτσουν όπου θέλουν.

Κοιτάζω γύρω μου. Πλήθος από ψάθινες ομπρέλες, κατηλειμμένες στην πλειοψηφία τους από λουόμενους που είχαν έρθει πιο νωρίς. Κάποιοι παίζουν ρακέτες. Άλλοι επιχειρούν τη πρώτη τους βουτιά. Ορισμένοι επιδίδονται σε ηλιοθεραπεία. Σκέφτομαι πως η σύνθετη λέξη «ηλιοθεραπεία» απουσιάζει στην αγγλική γλώσσα – αν πεις «Im going for sun therapy» σ’ έναν αγγλόφωνο, θα νομίζει πως κάτι δε πάει καλά με την υγεία σου. Πόσο μάλλον αν του αναφέρεις πως δεκάδες χιλιάδες Έλληνες τα καλοκαίρια επιδίδονται ασταμάτητα σε “sun therapy”. Ταλαίπωρος λαός, δες που τον οδήγησε η κρίση, τρέχουν για θεραπείες, θα σκεφτεί.

Η οικογένεια των Γάλλων βρήκαν ένα φιλόξενο σημείο και έστρωσαν τα πράγματα τους. Ομολογώ τους χαρακτηρίζει μια διακριτικότητα, μια φινέτσα. Επιβεβαιώνουν το στερεότυπο. Ακόμα και τα παιδιά κινούνται με ρυθμούς μετρημένους. Συμπαθείς. Οικογένεια με κύρος. Σα να τους βλέπω σχεδόν, φορώντας περούκες εποχής Λουδοβίκου XIV, τα πόδια σταυρωτά, λεπτά φλυτζάνια με περίτεχνα σχέδια στ’ ακροδάχτυλα τους, ενώ τα γοβάκια τους χτενίζουνε την άμμο. Πρέπει να κάτσω σε κάποια σκιά και γρήγορα, πριν η ζέστη με χτυπήσει ακόμα περισσότερο.


***

Eπαναλαμβανόμενος, beat ρυθμός, αντηχεί απ’ τα ηχεία του μπαρ. Προσέχω μια κοπέλα, ενώ αράζει στη ξαπλώστρα της, διαβάζοντας ένα από εκείνα τα κουτσομπολίστικα έντυπα, με τις πολλές φωτογραφίες, περιγράφοντας με κάθε λεπτομέρεια τι έκανε ο τάδε τραγουδιστής, ή με ποιόν πέρασε τις διακοπές της η δείνα ηθοποιός. Υπάρχουν ακόμα τέτοια; Θυμάμαι που ήταν της μόδας όταν ήμουν παιδί και πηγαίναμε διακοπές, θεωρώντας πως περιοδικά όπως αυτό συνιστούν «ιδανικό ανάγνωσμα για παραλίες». Μα τότε βρισκόμασταν στην χρυσή εποχή τους – στα  Nineties, την περίοδο της μεγάλης συλλογικής ψευδαίσθησης. Τότε που ο επιδεικτικός νεοπλουτισμός παντρεύτηκε τη κιτς γκλαμουριά και γέννησαν ένα μπάσταρδο που ονομάστηκε Λάιφσταϊλ.

Με έκπληξη διαπιστώνω πως μια άλλη κοπέλα, λίγο παραπέρα, ξεφυλλίζει ένα αντίστοιχο περιοδικό. Χωρίς ιδιαίτερη έρευνα, εντόπισα ήδη δύο. Φαντάσου να έψαχνα κιόλας. Αυτή η δεύτερη δεν είναι άσχημη. Καλοσχηματισμένη. Οι σκιές της ομπρέλας χαϊδεύουν εκστατικά το λουόμενο κορμί της. Δείχνει προσηλωμένη στο περιεχόμενο του έντυπου. Θα χει ασφαλώς μεγάλο ενδιαφέρον με ποια γνωστή ηθοποιό κεράτωσε ο τραγουδιστής την ερωμένη του. Τροφή για σκέψη. Πίσω ο επαναλαμβανόμενος beat ρυθμός ακούγεται μονότονος, υπνωτιστικός. Αυτός είναι ο σκοπός του. Τύμπανα σε γαλέρα, από κείνες που σέρνουνε οι σκλάβοι. Ταμ-Ταμ-Ταμ. Μπητ-Μπητ-Μπητ-Μπητ. Η κοπέλα γυρίζει τη σελίδα, το ενδιαφέρον ζωγραφισμένο στο πρόσωπο της. Ταμ-Ταμ-Ταμ. Ποια θα είναι λοιπόν η αντίδραση της κερατωμένης; Γυρίστε σελίδα για να μάθετε. Μπητ-Μπητ-Μπητ. Δε χρειάζεται να σκέφτεσαι. Μόνο να λειτουργεί η μηχανή.

Κι όμως, ένα υποσχόμενο βλέμμα μιας κοπέλας με την εμφάνιση της, θα ήταν αρκετό για να σκορπίσει αναστεναγμούς στην πλειοψηφία του αντρικού πληθυσμού. Το βάδισμα της, το σώμα της όπως ελίσσεται κάτω από τις θωπεύουσες ακτίνες του ηλίου, σαν ερωμένη που αποφεύγει με νάζι τα χάδια του εραστή της, θα λειτουργούσαν σα μαγνήτης. Το μεγαλύτερο υπνωτικό όλων. Δε χρειάζεται μυαλό – αρκεί να έχεις ωραίο κώλο και ένα άξιο ζευγάρι βυζιά. Ταμ-ταμ-ταμ. Η γαλέρα συνεχίζει τη μονότονη πορεία της. Η κοπέλα ρουφάει αχόρταγα το κενό του περιοδικού.

Δε μου αρέσει εδώ. Θέλω να πάω αλλού. Κοιτάζω λίγο παραπέρα. Κάποια λιγοστά δέντρα, μοναχικοί φρουροί κάποιας αλήθειας που ξεχάστηκε. Δεν υπάρχουν ομπρέλες, ούτε ξαπλώστρες. Χύμα. Προχωράω προς τα κει.


***

Είναι ήσυχα. Κανένας ήχος από beat. Μόνο το σιγανό κύμα, όπως ξεχύνεται στην άμμο. Λιγοστοί λουόμενοι, εδώ κι εκεί, στις σκιές των δέντρων. Δεν είναι άσχημα. Χρειάζεται απλά να βρω κάποια σκιά… να, εκεί! Είμαι τυχερός. Απλώνω με ικανοποίηση τη πετσέτα, βάζω πάνω τα πράγματα μου. Κάθομαι με ανακούφιση. Πόσο διαφορετική φαντάζει αυτή η παραλία, μα πόσο δίπλα βρίσκεται στην άλλη! Στην οικειότητα εντοπίζεις τις πιο μεγάλες διαφορές. Εξάρχεια-Κολωνάκι. Πάντα έτσι δε γινόταν; Γύρω μου ο κόσμος έχει αφεθεί στην ήρεμη θαλπωρή της μεσημεριανής ραστώνης. Κανένας ήχος. Μόνο το κύμα και τα τζιτζίκια. Η μονότονη τους χορωδία περισσότερο δημιουργική από τους ήχους του μπαρ.

Παρατηρώ με ευχαρίστηση δυο-τρία άτομα να διαβάζουν. Δυο κοπέλες, έναν άντρα, διασκορπισμένοι εδώ κι εκεί. Ναι, διαβάζουν – μα το αντικείμενο της ανάγνωσης τους είναι διαφορετικό από εκείνο της παραλίας δίπλα. Δεν είναι τυχαίο τελικά. Βγάζω τα βιβλία μου από το σακίδιο και τ’ απιθώνω δίπλα μου. Σκέφτομαι να τα τραβήξω μια φωτογραφία – τα βιβλία σε πρώτο πλάνο, η άμμος πίσω, τα δέντρα, η θάλασσα και τα ξερά βουνά στο βάθος… 

… Έναν μήνα μετά, κι ενώ οι διακοπές βρίσκονται κατά πολύ πίσω μου, κι ενώ το καλοκαίρι μας κλείνει το μάτι πονηρά, ανανεώνοντας το ραντεβού για την επόμενη χρονιά, ανεβάζω αυτή τη φωτογραφία και τη μοιράζομαι μαζί σας.



Καλώς βρεθήκαμε ξανά.