30 Δεκεμβρίου 2018

Επιστροφή στη Μέρα της Μαρμότας... μια φιλοσοφική-ψυχολογική μελέτη


Η Μέρα της Μαρμότας... μια μελέτη για τις φιλοσοφικές και ψυχολογικές προεκτάσεις της ταινίας, από το Φονικό Κουνέλι / Groundhog Day, a philosophical and psychological analysis



Μια φιλοσοφική και ψυχολογική μελέτη για το “Groundhog Day”… την ξακουστή Ημέρα της Μαρμότας




Σκέψου να επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά μια μέρα της ζωής σου. Από το πρωινό σου ξύπνημα ως τη στιγμή που σε παίρνει ο ύπνος τη νύχτα, η μέρα επαναλαμβάνεται στο διηνεκές, και συ έχεις τη δυνατότητα να τη ζήσεις με όποιον τρόπο επιθυμείς. Ποια μέρα θα επέλεγες; Μην απαντήσεις – ξέρω. Μάλλον κάποια μέρα που φυλάς μέσα σου με τις θερμότερες αναμνήσεις. Μια μέρα γεμάτη έρωτα, διασκέδαση, θαλπωρή, χαρά… Ωραία ως εδώ – όλοι μας έχουμε ζήσει κάποιες τέτοιες μέρες, και ποιος δεν θα επιθυμούσε να τις ζήσει πάλι απ’ την αρχή.

Έστω όμως πως ΔΕΝ είχες τη δυνατότητα να επιλέξεις· έστω πως επαναλαμβανόταν, ξανά και ξανά και ξανά, μια συνηθισμένη, αδιάφορη μέρα της καθημερινότητάς σου: από εκείνες που φεύγουν και ούτε που πήρες χαμπάρι πως πέρασαν. Μια μέρα από κείνες που οι ώρες περνούν και μοιάζουν ίδιες η μία με την άλλη. Μια εκνευριστική, βαρετή, ταλαίπωρη, υπερβολικά καθημερινή ημέρα. Μια μέρα που δεν σκέφτεσαι δεύτερη φορά. Μια μέρα που δεν θα θυμάσαι στο μέλλον, γιατί δεν έζησες κάτι της προκοπής κατά τη διάρκειά της. Σκέψου ΑΥΤΗ η μέρα να επαναλαμβανόταν στην αιωνιότητα, σε μια νευρωτική λούπα, ξανά και ξανά και ξανά, και να μην έχεις τη δυνατότητα να ξεφύγεις από δαύτην…

Θα το άντεχες;

Σήμερα θα μιλήσουμε για μια από τις αγαπημένες μου ταινίες όλων των εποχών, κεντρικό θέμα της οποίας είναι αυτή ακριβώς η αδιάκοπη επανάληψη της ίδιας μέρας: ο λόγος φυσικά για την «Μέρα της Μαρμότας» [“Groundhog Day”]. Μια ταινία που, όλως τυχαίως, πιάνω τον εαυτό μου να τη βλέπει ξανά και ξανά και ξανά – ούτε κι εγώ δεν ξέρω πόσες φορές την έχω δει ως σήμερα. Μα κάθε φορά το απολαμβάνω.

Η ταινία γυρίστηκε το 1993, σε σκηνοθεσία Harold Ramis και σενάριο των Danny Rubin και Harold Ramis. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο ο Bill Murray, σε έναν από τους ρόλους που του ταιριάζουν γάντι. Στη βάση της πρόκειται για μια ευχάριστη κωμωδία. Μα λίγες κωμωδίες έχουν γεννήσει τόσες συζητήσεις και έχουν πάρει τόσες προεκτάσεις, ξεκινώντας από τη φιλοσοφία, λοξοδρομώντας σε θρησκευτικούς παράδρομους και τερματίζοντας στην ψυχανάλυση – και πάλι πίσω απ’ την αρχή, δίχως τελειωμό.



Ο Μπιλ Μάρεϊ ξυπνάει στη Μέρα της Μαρμότας / Bill Murray waking up in Groundhog Day
Η μαρμότα... The groundhog



Λίγα λόγια για την πλοκή




Σε κάποια αμερικανική κωμόπολη γιορτάζουν, ως έθιμο, τη Μέρα της Μαρμότας. Η μαρμότα είναι ένα πλασματάκι που μοιάζει με διασταύρωση σκίουρου και τυφλοπόντικα. Αν η μαρμότα βγει απ’ τη φωλιά της, δει τη σκιά της και μπει πάλι στη φωλιά, αυτό σημαίνει πως θα έχουμε μακρύ χειμώνα. Αν όχι, σημαίνει πως θα έρθει νωρίς η άνοιξη. Αυτή η φυσική διαδικασία έχει ενδυθεί με τελετουργικό μανδύα και γιορτάζεται με μουσικές και μαζική σύναξη στην κεντρική πλατεία της πόλης.

Ο πρωταγωνιστής του έργου, Phil [Bill Murray], είναι ανταποκριτής του καιρού και καταλήγει να καλύψει το ρεπορτάζ για τη συγκεκριμένη γιορτή, πηγαίνοντας με το συνεργείο του στην πόλη, ίσα για μια μέρα. Είναι ένας κυνικός και φιλόδοξος τύπος που βρίσκει αφάνταστα βαρετά όλα αυτά τα γιορταστικά έθιμα και την ανταπόκρισή τους – ο ίδιος ονειρεύεται μεγαλεία, διασημότητες, υψηλές ανταποκρίσεις, ηρωική δημοσιογραφία… ποια Μέρα της Μαρμότας και κουραφέξαλα. Αυτά είναι για παιδιά. Η ανταπόκριση είναι μια αγγαρεία για κείνον και τίποτε περισσότερο – το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να κάνει το ρεπορτάζ του, το δυνατόν συντομότερο, και να φύγει από την αδιάφορη αυτή περιοχή. Μια βαρετή πόλη με βαρετούς ανθρώπους.

Μα ο κύκλος της μοίρας πήρε φαίνεται πολύ στα σοβαρά το κυκλικό σχήμα του… ένας αιφνιδιαστικός χιονιάς αναγκάζει τον πρωταγωνιστή μας και το συνεργείο του (την ελκυστική παραγωγό του και τον καμεραμάν) να διανυκτερεύσουν στην πόλη. Και το επόμενο πρωί ο ήρωάς μας ξυπνάει στο ξενοδοχείο του, τεντώνεται, κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο και διαπιστώνει με ανείπωτη έκπληξη πως… είναι ακόμα χθες!

Η Μέρα της Μαρμότας επαναλαμβάνεται πάλι απ’ την αρχή! Ξανά οι εορτασμοί, ξανά η κάλυψη του ρεπορτάζ, ξανά η καταναγκαστική διανυκτέρευση λόγω του χιονιά. Και μόνο αυτός συνειδητοποιεί πως η μέρα επαναλαμβάνεται… Όλοι οι υπόλοιποι δεν έχουν καταλάβει το παραμικρό.

Και έτσι αρχίζει η λούπα που συνιστά και το κεντρικό θέμα του έργου… Οι μέρες επαναλαμβάνονται, κάθε πρωί ξημερώνει ίδιο με χθες, το Αύριο δεν έρχεται ποτέ, και ο πρωταγωνιστής μας εξαναγκάζεται να εκμεταλλευτεί το γεγονός προς όφελός του. Κι εδώ ερχόμαστε στον πυρήνα της προβληματικής της ταινίας: η μέρα επαναλαμβάνεται μεν, μα ο ήρωάς μας γνωρίζει αυτό το γεγονός και ΘΥΜΑΤΑΙ όσες εμπειρίες αποκόμισε κατά τις προηγούμενες μέρες. Βρίσκεται εντός της Μέρας της Μαρμότας, μα ταυτόχρονα βρίσκεται έξω από αυτήν. Πρόκειται για κατάρα… ή για κάποιο χάρισμα;

Η αρχική απελπισία παραχωρεί τη θέση της στην ακόλουθη εκπληκτική διαπίστωση:

«εάν δεν υπάρχει Αύριο, τότε δεν υπάρχουν συνέπειες των πράξεών μας. Οτιδήποτε και αν κάνουμε σήμερα, την επόμενη μέρα το πρωί θα έχει ξεχαστεί. Μπορούμε λοιπόν να ΚΑΝΟΥΜΕ Ο,ΤΙ ΕΠΙΘΥΜΟΥΜΕ».

Κι εδώ αρχίζουν τα ωραία. 




Ο Bill Murray στη Μέρα της Μαρμότας
Σκηνή από τη Μέρα της Μαρμότας
Ο Μπιλ Μάρεϊ και η μαρμότα στο αμάξι



Κάνε ό,τι επιθυμείς – γίνε ένας μικρός θεός




Ας λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους, αγαπητοί. Εάν είχαμε τη δυνατότητα να ζούμε ξανά και ξανά την ίδια μέρα, δίχως την παραμικρή συνέπεια για τις πράξεις μας, το πιθανότερο είναι να αφηνόμασταν πλήρως στις αρχέγονές μας ενορμήσεις – όπως ακριβώς κάνει και ο πρωταγωνιστής του έργου. Τουλάχιστον οι περισσότεροι ανάμεσά μας θα κάναμε το ίδιο.

Όταν ξέρεις πως δεν κινδυνεύεις να χάσεις τη δουλειά σου (γιατί την επόμενη μέρα θα βρίσκεσαι ξανά στην ίδια θέση) μπορείς να ρίξεις ένα «δε πας στο διάολο» στα κεφάλια της επιχείρησης όπου εργάζεσαι και να τα σπάσεις όλα φεύγοντας. Το επόμενο πρωί ο χρόνος θα έχει γυρίσει πίσω 24 ώρες και θα είναι σα να μην έγινε ποτέ.

Όταν γνωρίζεις πως οι συνέπειες των ερωτικών σου περιπετειών διαρκούν μια μέρα και μόνο τότε μπορείς να τολμήσεις όλα όσα δεν τολμούσες αλλιώς: να φλερτάρεις με κάθε δυνατό τρόπο, να απατήσεις, να κάνεις σεξ όπου σταθείς κι όπου βρεθείς, να επιχειρήσεις εκείνη την ερωτική εξομολόγηση που ως τώρα δεν τολμούσες να κάνεις – ό,τι αποτέλεσμα και αν φέρει, την επόμενη θα έχει ξεχαστεί.

Όταν ξέρεις πως δεν κινδυνεύεις από προβλήματα υγείας (μια που την επόμενη μέρα ξυπνάς στο κρεβάτι σου στην ίδια ακριβώς κατάσταση με σήμερα), τότε ρισκάρεις τα πάντα. Τρως τον περίδρομο, πίνεις μέχρι σκασμού, επιχειρείς τις πιο παράτολμες πράξεις αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Ακόμα και αν σκοτωθείς – θα ξυπνήσεις πάλι στο κρεβάτι σου το επόμενο πρωί, σαν να μη συνέβη τίποτα.

Ωραία ακούγονται αυτά, ε;



O Bill Murray παραδομένος στις απολαύσεις της Ημέρας της Μαρμότας




Όταν οι πράξεις σου δεν έχουν συνέπειες, γίνεσαι ένας μικρός θεός. Μπορείς να κάνεις ό,τι επιθυμείς, να αφεθείς σε κάθε ένστικτο, ερωτικό ή επιθετικό. Ο νόμος για σένα δεν έχει πλέον νόημα, δεν φοβάσαι δικαστές και αστυνόμους, δεν σε απασχολεί η κοινή γνώμη, δεν σε προβληματίζει η ηθική, ούτε η ίδια η συνείδησή σου. Γίνεσαι ο τέλειος σταρχιδιστής.

Εξάλλου φτάνεις να γνωρίζεις τους πάντες και τα πάντα. Οι πάντες γύρω σου ζουν σε μια λούπα – εκτός από σένα, που ναι μεν είσαι μπλεγμένος μέσα της, μα για κάποιον ανεξήγητο λόγο έχεις επίγνωση αυτού του γεγονότος. Και, γνώση, αγαπητοί, σημαίνει ΔΥΝΑΜΗ. «Είμαι ένας θεός», φτάνει ν’ αναφωνεί, με στωική ηρεμία, ο Phil, κάποια στιγμή στο έργο.

Είναι όμως ευτυχισμένος;

Θα κλείσω αυτή την ενότητα όπως την ξεκίνησα: εμείς, στη θέση του, θα ήμασταν ευτυχισμένοι; Ζώντας μια ζωή παραδομένοι σε κάθε ένστικτο, κάθε ενόρμηση, πέρα από κανόνες, γνωρίζοντας τα πάντα – εκτός από τον λόγο για τον οποίο έχουμε ριχτεί σε αυτήν την κατάσταση; Μη βιαστείς, φίλε αναγνώστη, να απαντήσεις «όχι». Πολλοί ανάμεσά μας ΑΥΤΟ ακριβώς γυρεύουμε στην καθημερινότητά μας: τη μεγαλύτερη δυνατή ικανοποίηση των ενορμήσεών μας. Και θα πράτταμε τα ίδια που πράττει και ο πρωταγωνιστής του έργου. Μιλώντας με φροϋδικούς όρους, είμαστε πρωτίστως εγωιστικά όντα και στο βάθος τους οι ενορμήσεις μας δεν γνωρίζουν περιορισμούς – είναι η κοινωνία των ανθρώπων που τους επιβάλλει, τιθασεύοντας, απωθώντας ή μετουσιώνοντας τα ένστικτά μας.

Μα ο γερο-Φρόυντ έλεγε: «όπου είναι Αυτό πρέπει Εγώ να γίνει». Σύμφωνα με τον μπαμπά της ψυχανάλυσης, χρειάζεται ο αυτοπεριορισμός προκειμένου να λειτουργεί μια κοινωνία.

Έστω λοιπόν πως παραδίδεσαι στις ενστικτώδεις απολαύσεις. Δέκα μέρες, εκατό μέρες, χίλιες μέρες στη σειρά. Είναι αυτό αρκετό για να σου δώσει την ευτυχία; Ένας άνθρωπος απομονωμένος από τον περίγυρό του είναι ευτυχισμένος; Γιατί σε 24 ώρες ναι μεν μπορείς να ικανοποιήσεις τις αρχέγονές σου επιθυμίες… μα αδυνατείς να οικοδομήσεις ουσιαστικούς δεσμούς με τους ανθρώπους. Ακόμα και αν πας να χτίσεις μια σχέση, την επόμενη κιόλας μέρα θα έχει ξεχαστεί.

Μη ξεχνάς: παραμένεις ακόμα ένας φυλακισμένος στη Μέρα της Μαρμότας, όπως ακριβώς είσαι δέσμιος των ενορμήσεών σου.



Πόστερ για την Ημέρα της Μαρμότας / Groundhog Day film poster



Τα όρια της παντοδυναμίας και ο βράχος του Σίσυφου




Το “Groundhog Day” δεν ξεδιαλύνει ούτε στιγμή το μυστήριο. Πουθενά δεν αποκαλύπτει τις αιτίες της φοβερής αυτής λούπας και αφήνει σε σένα, τον δέκτη, να βγάλεις τα δικά σου συμπεράσματα. Αυτή είναι και μία από τις αρετές του έργου, κατά τη γνώμη μου – είναι ανοιχτό σε ερμηνείες, μοιάζοντας με κάποιο μοντέρνο πίνακα ζωγραφικής. Υπάρχει κάποιο βαθύτερο νόημα – ή να είναι όλα κάποιο εξωφρενικό παιχνίδι της τύχης;

Κάποια στιγμή, στη διάρκεια του έργου, ο πρωταγωνιστής μας διαπιστώνει έκπληκτος πως δεν κατορθώνει ν’ αποκτήσει εκείνο που επιθυμεί στο βάθος: την γυναίκα με την οποία είναι τσιμπημένος. Μπορεί να έχει ένα σωρό γυναίκες, μα όχι αυτήν – και όσες φορές και αν επιδιώξει να οικοδομήσει κάποια σχέση μαζί της, πάντα αποτυγχάνει στο τέλος. 24 ώρες δεν είναι αρκετές. Και η μέρα αρχίζει πάλι απ’ την αρχή κι εκείνος χρειάζεται να προσπαθήσει πάλι, ξανά, σα να μη συνέβη τίποτα την προηγούμενη.

Ακόμα λοιπόν κι ένας «θεός» γνωρίζει τους περιορισμούς του κατά τη διάρκεια της Ημέρας της Μαρμότας. Μπορείς να κάνεις τα πάντα – μα αυτό δεν σημαίνει πως θα φέρεις τα επιθυμητά αποτελέσματα σε κάθε πράξη σου. Οι αντιδράσεις των άλλων παραμένουν ένα πεδίο άγνωστο σε σένα. Και, για να θυμηθούμε τον Καμύ και τον Σίσυφο, ο βράχος που έσπρωχνες όλη μέρα στο βουνό κατρακυλάει πάλι κάτω το επόμενο πρωί. Και πρέπει να τον σπρώξεις πάλι απ’ την αρχή, με την ελπίδα πως θα τα καταφέρεις αυτή τη φορά… πρόσεχε όμως, γιατί έχεις μόνο 24 ώρες στη διάθεσή σου.

Και να λοιπόν που μια μέρα μετατρέπεται σε αιωνιότητα. Υπέροχη αιωνιότητα αν περνάς καλά – μα αβάσταχτη και τρομερή αιωνιότητα αν βλέπεις τους καρπούς των κόπων σου ν’ αποτυγχάνουν, ό,τι και αν επιχειρείς.



The myth of Sisyphus, by Nikki Bedson
The myth of Sisyphus, by Nikki Bedson



Τα όρια της παντοδυναμίας του ήρωά μας δεν φανερώνονται μόνο στην αδυναμία του να κατακτήσει τη γυναίκα που επιθυμεί – μα και στη μορφή του γέρου ζητιάνου που πεθαίνει κατά τη διάρκεια της ημέρας. Ο Phil προσπαθεί με κάθε δυνατό τρόπο να αποτρέψει τον θάνατό του, μα κάθε προσπάθεια είναι μάταιη. Στο τέλος ο γεράκος πάντα πεθαίνει.

Υπάρχει κάποιο αόρατο όριο σε αυτή την αίσθηση της παντοδυναμίας… Ακόμα κι ένας θεός δεν εξασφαλίζει στα τυφλά την αγάπη των άλλων. Ακόμα κι ένας θεός δεν εξασφαλίζει τη νίκη απέναντι στον θάνατο. Μπορεί ο ίδιος να γλιτώνει… μα οι άλλοι γύρω του συνεχίζουν να πεθαίνουν.

Και ο βράχος κατρακυλάει πάλι χάμω. Κι εσύ αναγκάζεσαι να τον σπρώξεις πάλι απ’ την αρχή. Και να που η Μέρα της Μαρμότας γίνεται βαριά και δυσβάσταχτη.

«Πρέπει να φανταστούμε πως ο Σίσυφος είναι ευτυχισμένος», έλεγε ο Καμύ, που έβλεπε σε αυτήν ακριβώς την αδιάκοπη προσπάθεια το νόημα της ζωής και του αγώνα. Στο να μην εγκαταλείπεις τον αγώνα.



Παλιό ρολόι χειρός και βιβλία / Old clock and books



Η μεταστροφή του ήρωα. Θρησκευτικές και ανθρωπιστικές ερμηνείες




Αμφιβάλλω αν υπάρχει άλλη αμερικανική κωμωδία που γέννησε τόσες συζητήσεις και προβληματισμούς σε θρησκευτικούς κύκλους. Ιουδαϊστές, Βουδιστές και Χριστιανοί (και ποιος ξέρει πόσοι άλλοι), όλοι έχουν αποπειραθεί να ερμηνεύσουν το έργο υπό το δικό τους πρίσμα και να προσεταιριστούν τις ιδέες του. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που είδαν στη «Μέρα της Μαρμότας» μια σημαντική πηγή έμπνευσης.

Μια ενδιαφέρουσα ερμηνεία είναι η αντιπαραβολή του έργου με τα “Τρία Στάδια της Ύπαρξης”, όπως τα ανέλυσε ο χριστιανός φιλόσοφος και προπάτορας του Υπαρξισμού, Σαίρεν Κίρκεγκωρ [Søren Kierkegaard]: το αισθητικό, το ηθικό και το θρησκευτικό στάδιο. Το αισθητικό στάδιο προηγείται χρονολογικά και αφορά εκείνην ακριβώς την άφεση στις ηδονές και απολαύσεις που περιγράψαμε δυο ενότητες πριν. Ακολουθεί το ηθικό στάδιο, όταν ο άνθρωπος αυτοπεριορίζεται υπακούοντας σε ηθικούς κανόνες. Μα το ανώτερο στάδιο όλων είναι το θρησκευτικό στάδιο, όταν ο άνθρωπος έχει παραδοθεί πλήρως σε μια ανώτερη κοσμική δύναμη.

Η συγκεκριμένη ερμηνεία μπορεί να εξηγήσει την ανεπάρκεια των γήινων απολαύσεων στον πρωταγωνιστή του έργου και τη μεταστροφή του χαρακτήρα του. Μα δύσκολα θα χαρακτηρίζαμε «θρησκευτικές», με την σκληροπυρηνική έννοια του όρου, τις επιλογές του πρωταγωνιστή, πόσο μάλλον τη στιγμή που το καθ’ εαυτό θρησκευτικό στοιχείο απουσιάζει από το έργο – πλην της στιγμής που ο ήρωας επιλέγει να αυτοκτονήσει πηδώντας απ’ το καμπαναριό μιας εκκλησίας!

Μία και μοναδική «μεταστροφή» φαίνεται να δεσπόζει στην ταινία, και αυτή είναι εκείνη της ανθρωπιάς. Σταδιακά ο ήρωας δεν γίνεται περισσότερο «ηθικός» ή «θρησκευόμενος»… απλά γίνεται περισσότερο ανθρώπινος. Νοιάζεται όχι μόνο για τον εαυτό του, μα και για τους συμπολίτες του. Γνωρίζει πως κάθε πράξη έχει τις συνέπειές της και πως ο ίδιος μπορεί να κάνει πέντε πράγματα για να ανακουφίσει τον πόνο γύρω του, να φέρει λίγη περισσότερη χαρά.

Έτσι λοιπόν βλέπουμε τον μικρό παντοδύναμο θεό μας σταδιακά να συνειδητοποιεί τα όρια της δύναμής του, να αναγνωρίζει την εγγενή αδυναμία του… και να μετατρέπεται σε άνθρωπο. Ας το κρατήσουμε αυτό: μετατρέπεται σε άνθρωπο μόνο όταν έχει αναγνωρίσει πως η δύναμή του έχει όρια. Πως δεν είναι παντοδύναμος.

Αξιοσημείωτες είναι και οι βουδιστικές ερμηνείες του έργου. Τι άλλο είναι η συνεχής ανάπλαση του ήρωα, ζώντας ξανά την ίδια μέρα, αν όχι μια αντιπαραβολή προς τον Κύκλο των Μετενσαρκώσεων που διανύει μια ψυχή μέχρι να βελτιωθεί, ζωή με τη ζωή, και να φτάσει τελικά στο ανώτατο στάδιο της Νιρβάνα. Έτσι θα έλεγαν οι βουδιστές φίλοι μας. Γιατί στον Κύκλο της Σαμσάρα η ύπαρξη δεν επαναλαμβάνεται ίδια, μα ανανεώνεται, ζώντας ξανά και ξανά με ποικίλους τρόπους, μέσα από πληθώρα μετενσαρκώσεων, μοιάζοντας με κάποιο κλιμακωτό σπιράλ.

Μα για τον ήρωά μας η Νιρβάνα δεν είναι άλλη από την απελευθέρωση της αιώνιας επανάληψης και απλά η… συνέχιση της ζωής του. Και σε αυτό προσθέστε και την κατάκτηση της γυναίκας που επιθυμεί. Ποιος είπε πως στον παράδεισο δεν χωρούν οι γήινες απολαύσεις;



Σαμσάρα, ο κύκλος της ζωής / Tibetan wheel of life, Samsara
Tibetan wheel of life, Samsara


Απόδραση από τη λούπα




Αρκεί να συλλογιστούμε πόσες μέρες της καθημερινότητάς μας έρχονται και φεύγουν σα να μην υπήρξαν ποτέ, ίδιες και απαράλλαχτες η μία με την άλλη, για να μας ταρακουνήσει λίγο το περιεχόμενο της ταινίας. Άραγε αυτές οι μέρες που όλοι μας βιώνουμε δεν αποτελούν, από μόνες τους, ένα είδος «ημέρας της Μαρμότας»; Πρωινό ξύπνημα, δουλειά, δρόμος, σπίτι, κάποια σκόρπια ψυχαγωγία, ύπνος. Ζεις ξανά και ξανά τα ίδια και τα ίδια – ώσπου κάτι τρομερό συμβαίνει και σε ταρακουνάει και σου φωνάζει: «ξύπνα»!...

Ο πολιτισμός μας έχει μετατρέψει τη ρουτίνα σε έμβλημά του. Την κραδαίνει σαν σημαιοφόρος και σέρνει τα βαριεστημένα πόδια του εμπρός, σε βήματα που μοιάζουν ίδια το ένα με το άλλο, έτοιμος να σκοτώσει άλλο ένα εικοσιτετράωρο της ζωής του στο όνομα της παραγωγικότητας και της εξασφάλισης χρημάτων.

Η ζωή μετατρέπεται σε λούπα. Εσύ που παραχώρησες τόση αξία στο Μετά και το Αύριο ξαφνικά βλέπεις πως αυτό το Μετά και το Αύριο… δεν έρχεται ποτέ! Ζεις σε ένα αιώνιο και δυσβάσταχτο Τώρα. 



Το ρολόι της καθημερινής ρουτίνας / Everyday routine clock
Καθημερινή ρουτίνα. Άνθρωποι σε σταθμό τρένου / Everyday routine, people at a station




Όταν ο Phil διαπιστώνει πως δεν υπάρχει διαφυγή από την Ημέρα της Μαρμότας, απελπίζεται. Τι νόημα έχουν τα όνειρα και οι φιλοδοξίες όταν πια δεν υπάρχει αύριο; Λογικό δεν είναι να παραδοθεί στις απολαύσεις της στιγμής; Είναι ο Χρόνος και ο προγραμματισμός του που καθιστούν τον άνθρωπο άνθρωπο – αλλιώς δεν θα διέφερε απ’ τα ζώα, που ζουν παραδομένα στη στιγμή. Το Χθες, το Τώρα, το Αύριο είναι που μας καθιστούν ανθρώπινους, σωστά; Η μνήμη του παρελθόντος και οι προσδοκίες για το μέλλον.

Πράγμα παράξενο όμως, ο σύγχρονος άνθρωπος δεν ζει τόσο για το Τώρα. Αλλιώς πώς θα επέτρεπε να ξεζουμίζεται έτσι κάθε μέρα της ζωής του στο όνομα ενός απροσδιόριστου Μετά; Ή στο όνομα αναμνήσεων που έχουν πια χαθεί;

Κι έτσι ερχόμαστε στο εξής παράδοξο: ο άνθρωπος τείνει να εξιδανικεύει το Άλλοτε και να ονειρεύεται το Αύριο – μα για το Εδώ και Τώρα ούτε λόγος να γίνεται. Γραμμένο το έχει! Πώς να μην απελπιστεί όταν αυτό λοιπόν επαναλαμβάνεται στο διηνεκές; Είναι ο καθρέφτης της ασημαντότητάς του εκείνος που βλέπει να επαναλαμβάνεται – ξανά και ξανά και ξανά. Καθρέφτης ενός πολιτισμού που ξέρει να προγραμματίζει, μα έχει ξεχάσει να ζει.

Που βρίσκεται η διέξοδος από την τρομερή αυτή λούπα;

Κάποια στιγμή στη διάρκεια του έργου ο ήρωάς μας αποφασίζει να εκμεταλλευτεί την ατέρμονη αυτή επανάληψη προκειμένου να οικοδομήσει κάτι. Κάτι που να έχει διάρκεια, κάτι που να φέρει κάποιο νόημα πέραν των απολαύσεων της στιγμής. Τι μπορεί να είναι αυτό όμως, τη στιγμή που την επόμενη μέρα τα πάντα ξεκινούν απ’ την αρχή ξανά; Μπορεί κάτι να διαρκέσει τη στιγμή που ο βράχος πέφτει πάλι στην αφετηρία του; Για πες μου, Σίσυφε, τι μπορείς να κάνεις;



Ρολόγια, παντού ρολόγια! / Clocks, clocks everywhere



Το βάθος που δεσπόζει στα ρηχά




Κάτι μπορώ να κάνω – απαντάει ο Σίσυφος. Ναι, ο βράχος πέφτει απ’ το βουνό και, ναι, θα χρειαστεί να προσπαθήσω απ’ την αρχή ξανά. Μα στη διάρκεια όλου αυτού του ανεβοκατεβάσματος κάτι έχει αλλάξει… κάτι έχει κατορθώσει να ξεφύγει από τη λούπα της αιώνιας επανάληψης. Θες να σου πω τι;

Εγώ… εγώ ο ίδιος!

Αλλάζω, όσο αναγνωρίζω πως είμαι ικανός να αλλάξω. Όσο συλλέγω εμπειρίες και οικοδομώ την ταυτότητά μου. Και αν δεν μπορώ να κάνω κάτι για την πραγματικότητα γύρω μου, ίσως να μπορώ τελικά να κάνω κάτι για μένα τον ίδιο. Να χτίσω κάτι από τον εαυτό μου. Να μην επιτρέψω σε αυτή την επανάληψη να συνεχίζεται στο διηνεκές – γιατί ο ίδιος θα έχω αλλάξει στο μεταξύ.

Περισσότερο και απ’ τις θρησκευτικές ερμηνείες του “Groundhog Day”, είναι στις ψυχαναλυτικές ερμηνείες του που βρίσκω το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Χαρακτηριστικό της νεύρωσης είναι η επανάληψη: βρίσκεσαι μπλεγμένος σ’ ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο, που σε βλάπτει και σε συντηρεί ταυτόχρονα, και αδυνατείς να ξεφύγεις απ’ αυτό και να οικοδομήσεις μια ουσιώδη πορεία για τον εαυτό σου. Έτσι λοιπόν η απόδραση από την Ημέρα της Μαρμότας θα μπορούσε να ιδωθεί και ως απόδραση από τη Νεύρωση.

Δεν χωράει αμφιβολία πως ο πολιτισμός που ζούμε είναι βαθιά νευρωτικός. Παραδομένος στη λούπα της ρουτίνας, υφαίνοντας αραχνοΰφαντα όνειρα που συντηρούν ένα κενό παρόν, ριγμένος στις απολαύσεις της στιγμής και ανίκανος να σκεφτεί έναν τρόπο διαφυγής.

Ο ήρωάς μας ξεφεύγει όταν κατορθώνει να προχωρήσει πέραν του αρχικού ναρκισσιστικού σταδίου, αλλά και πέραν της επακόλουθης απελπισίας. Τι και αν η μέρα επαναλαμβάνεται; Αφού δεν μπορώ να αλλάξω τα πράγματα γύρω μου, ας αλλάξω εγώ ο ίδιος… Και αν αδυνατώ να χτίσω κτίρια και ναούς, ας χτίσω τον ίδιο τον εαυτό μου. 



Bill Murray, Andy MacDowell and Snowman
Bill Murray playing piano in Groundhog Day



Είμαστε όλοι ακατέργαστες πέτρες που περιμένουν να σμιλευτούν με τον κατάλληλο τρόπο προκειμένου ν’ αναδειχτεί ο πολύτιμος λίθος που κρύβουμε μέσα μας. Αν κατά Φρόυντ δεν είμαστε κατά βάθος παρά εγωιστικά και αντικοινωνικά όντα που επιζητούν τις απολαύσεις και την αυτοσυντήρησή τους, κατά Γιούνγκ υπάρχει και μια επιπρόσθετη δημιουργική πλευρά μας – μια πλευρά εξίσου απωθημένη με τις απωθημένες επιθετικές και καταστροφικές μας ενορμήσεις. Μια πλευρά που περιμένει τις κατάλληλες συνθήκες προκειμένου ν’ αναδειχτεί και να καρποφορήσει.

Έτσι λοιπόν ο Phil οικοδομεί έναν καλύτερο εαυτό. Δεν είναι πια ένας άνθρωπος που κυνηγά τυφλά τις απολαύσεις, μα κάποιος που συνεισφέρει στο κοινωνικό σύνολο. Και αν η συνεισφορά του έχει ξεχαστεί την επόμενη μέρα, δεν έχει τόση σημασία – αρκεί που ξέρει και θυμάται ο ίδιος. Η γνώση παραμένει μέσα του.

Και οι άνθρωποι πλέον παύουν να φαντάζουν σαν παιχνίδια στα χέρια του. Και ο ίδιος δεν είναι πια ένας θεός που τους βλέπει αφ’ υψηλού. Τους προσεγγίζει. Μιλάει στη γλώσσα τους. Γίνεται καρποφόρο δέντρο και τους αφήνει να μαζέψουν τους καρπούς του.

Διαπιστώνει πως υπάρχει βάθος εκεί που άλλοτε έβλεπε μονάχα επιφάνεια. Και ο ίδιος μεταμορφώνεται σ’ έναν άνθρωπο εξίσου βαθύ με τον κόσμο γύρω του. Με αυτή τη μικρή, ασήμαντη κωμόπολη και τους ανθρώπους της – που μόνο μικροί και ασήμαντοι δεν είναι.

Ναι, ο Σίσυφος μπορεί να είναι ευτυχής όταν διαπιστώνει πως υπάρχει νόημα σε αυτό που κάνει. Και αν δεν υπάρχει – να του δώσει ο ίδιος.

Και δε βαριέσαι – ας του δώσουμε ένα παραμυθένιο φινάλε. Ναι, παίρνει και το κορίτσι στο τέλος! Τι να γίνει, αγαπητοί. Χρειάζεται και μια δόση παραμυθιού προκειμένου να οικοδομήσουμε καλύτερα αυτή τη μικρή και καθημερινή, μα τόσο μεγάλη και αιώνια, καθημερινότητά μας!



© Παρουσίαση από το Φονικό Κουνέλι, Δεκέμβρης 18. Παρακαλώ να μην αντιγραφεί και αναδημοσιευτεί το κείμενο σε άλλες ιστοσελίδες.


Μια γλυκιά μαρμότα

21 Δεκεμβρίου 2018

Ο Λουκιανός και ο Μαθητευόμενος Μάγος


Ο Λουκιανός, ο μαθητευόμενος μάγος και η σχέση του με το ποίημα του Γκαίτε και τη Φαντασία του Ντίσνεϋ / Lucian, Goethe and Disney's Fantasia




Όλοι γνωρίζουμε την ιστορία από τη «Φαντασία» [“Fantasia”, 1940] όπου ο Μίκυ Μάους υποδύεται τον μαθητευόμενο μάγο. Ο δάσκαλός του αναθέτει την καθαριότητα του εργαστηρίου και αναχωρεί για μια δουλειά. Κουρασμένος να κάνει συνέχεια καθαριότητες, ο μαθητευόμενος εκμεταλλεύεται ένα ξόρκι που έμαθε στα κρυφά από τον δάσκαλο, δίνει ζωή σε μια σκούπα και της αναθέτει να κάνει τη δουλειά γι’ αυτόν… μόνο που τα πράγματα δεν πάνε όπως τα υπολόγιζε και σύντομα το εργαστήρι πλημμυρίζει με νερό.

Λιγότεροι γνωρίζουν πως το συγκεκριμένο φιλμάκι κινουμένων σχεδίων είναι εμπνευσμένο από το ποίημα «Ο Μαθητευόμενος Μάγος» του Γκαίτε [Johann Wolfgang von Goethe, “Der Zauberlehrling”], γραμμένο το 1797. Ακόμα λιγότεροι γνωρίζουν πως οι ρίζες του ποιήματος του Γκαίτε φτάνουν ως τον 2ο αιώνα μ.Χ. και το έργο του Λουκιανού «Φιλοψευδής ή Απιστών». Ο αφηγητής της ιστορίας λέγεται Ευκράτης και στη θέση του δασκάλου μάγου είναι ένας σοφός Αιγύπτιος ιερέας της Ίσιδος, ο Παγκράτης. Και αν στο ποίημα του Γκαίτε και το καρτούν του Μίκυ πρωταγωνίστρια είναι μια σκούπα, ο Λουκιανός αναθέτει αυτόν τον ρόλο σε ένα γουδοχέρι. Μα η ιστορία παραμένει ίδια.

Σκοπός του Λουκιανού (αναμφισβήτητα ένας από τους απολαυστικότερους στην ανάγνωση αρχαίους συγγραφείς, στον οποίο σίγουρα θα επανέλθω σε άλλες αναρτήσεις) είναι να σατιρίσει την πίστη στις προλήψεις και τις δεισιδαιμονία των καιρών του. Ο «Φιλοψευδής ή Απιστών» παρουσιάζει διάφορες σχετικές αφηγήσεις, γεμάτες θαύματα, επισκέψεις στον Κάτω Κόσμο, στοιχειωμένα σπίτια κι άλλα όμορφα. Η ιστορία που έμελλε να εμπνεύσει τον «Μαθητευόμενο Μάγο» είναι μία από αυτές.

Δεν είναι τυχαίο πως τον ρόλο του μάγου στην αφήγηση κατέχει ένας αιγύπτιος ιερέας. Στα χρόνια εκείνα η Αίγυπτος εξακολουθούσε να γοητεύει (ή να τρομάζει) τους Έλληνες και τους Ρωμαίους, με τους ζωόμορφους θεούς, το πλήθος των συμβόλων και τα μυστικιστικά της βάθη.

Καιρός να παραδώσουμε την σκυτάλη στον Λουκιανό και να δούμε την αφήγηση μέσα από τα δικά του λόγια.


Λουκιανός – Φιλοψευδής ή Απιστών 34-36



«Όταν ανεβαίναμε τον Νείλο έτυχε να ταξιδεύει μαζί μας ο Παγκράτης, ένας ιερογραμματέας από τη Μέμφιδα με θαυμαστή σοφία και γνώστης της αιγυπτιακής παιδείας στο σύνολό της. Λεγόταν γι' αυτόν ότι για είκοσι τρία ολόκληρα χρόνια έζησε κάτω από τη γη μέσα σε άδυτα, εκπαιδευόμενος από την Ίσιδα στη μαγεία.

Στην αρχή δεν γνώριζα ποιος ήταν. Βλέποντάς τον όμως, κάθε φορά που πιάναμε λιμάνι, και πολλά παράδοξα πράγματα να κάνει και μάλιστα να ανεβαίνει επάνω σε κροκόδειλους και να κολυμπά μαζί με τα θηρία, ενώ εκείνα ζάρωναν μπροστά του από φόβο και κουνούσαν τις ουρές τους, κατάλαβα ότι επρόκειτο για άγιο άνθρωπο. Σταδιακά και κάνοντάς του φιλοφρονήσεις έγινα, χωρίς να το καταλάβει κανείς, φίλος και οικείος του, με αποτέλεσμα να μοιράζεται μαζί μου όλα τα απόρρητα.

Στο τέλος μ' έπεισε ν' αφήσω όλους τους δούλους μου στη Μέμφιδα και να τον ακολουθήσω μόνος μου, γιατί δεν επρόκειτο (όπως είπε) να μας λείψουν οι υπηρέτες. Και στο εξής ζούσαμε με τον ακόλουθο τρόπο. Κάθε φορά που φτάναμε σε κάποιο πανδοχείο, παίρνοντας το μοχλό της πόρτας ή τη σκούπα ή και τον κόπανο, τα έντυνε με ρούχα. Και λέγοντας μια μαγική ρήση τα έκανε να βαδίζουν και γενικά σε όλα να μοιάζουν με άνθρωπο. Κι εκείνα πήγαιναν και αντλούσαν νερό, ψώνιζαν φαγητά και τα ετοίμαζαν και γενικώς μας υπηρετούσαν και μας διακονούσαν σ' όλα με επιδεξιότητα. Κατόπιν, όταν μας είχαν εξυπηρετήσει αρκετά, έκανε ξανά σκούπα τη σκούπα ή κόπανο τον κόπανο λέγοντας μια άλλη μαγική ρήση.

Αυτό το μαγικό τέχνασμα, αν και προσπάθησα πολύ, δεν τον κατάφερα να μου το διδάξει. Ήταν επιφυλακτικός ως προς αυτό, αν και για όλα τα άλλα έδειχνε εξαιρετική προθυμία. Μια μέρα όμως άκουσα απαρατήρητος τη μαγική ρήση – ήταν τρισύλλαβη – έχοντας στήσει καρτέρι κοντά του στα σκοτεινά. Ο Παγκράτης έφυγε για την αγορά, αφού έδωσε οδηγίες στον κόπανο για όσα έπρεπε να κάνει.

Κι εγώ την επόμενη μέρα, κι ενώ εκείνος έλειπε για δουλειές στην αγορά, πήρα τον κόπανο, τον διευθέτησα, είπα τις μαγικές συλλαβές και τον πρόσταξα να μου φέρει νερό. Αφού γέμισε τον αμφορέα και μου τον έφερε, του είπα: «Σταμάτα, και μη μου φέρνεις άλλο νερό, αλλά γίνε πάλι κόπανος». Κι εκείνος δεν ήθελε πια να με υπακούει, αλλά συνέχιζε να φέρνει νερό, μέχρις ότου γέμισε νερό το σπίτι μας. Εγώ, μην ξέροντας τι να κάνω σ' αυτή την περίσταση – γιατί φοβόμουν μήπως ο Παγκράτης γυρίζοντας αγανακτήσει, πράγμα που έγινε –πήρα την αξίνα και έσπασα τον κόπανο στα δύο. Όμως και τα δυο κομμάτια, παίρνοντας αμφορείς, μου φέρνανε νερό, κι έτσι αντί για έναν, είχα τώρα δύο νεροκουβαλητές.

Στο μεταξύ ο Παγκράτης ήρθε. Μόλις κατάλαβε τι είχε συμβεί, εκείνα τα ξανάκανε ξύλα, όπως ήταν και πριν τη μαγική ρήση, ενώ ο ίδιος με άφησε κρυφά και δεν ξέρω που εξαφανίστηκε φεύγοντας.»



Η μετάφραση του αποσπάσματος είναι του Σταύρου Γκιργκένη. Για την ψηφιοποίηση του κειμένου και την εισαγωγή, Το Φονικό Κουνέλι, Δεκέμβρης 18.



Εικονογράφηση για τον Μαθητευόμενο Μάγο του Γκαίτε από τον F.Barth, 1882 περίπου / Sorcerer's Apprentice illustration by F.Barth
Εικονογράφηση για τον Μαθητευόμενο Μάγο του Γκαίτε από τον F.Barth, 1882 περίπου

15 Δεκεμβρίου 2018

Ντάγκλας Άνταμς : Η Τρομερή Επίθεση της Διαγαλαξιακής Συμμαχίας


Απόσπασμα από το Γυρίστε τον Γαλαξία με Ωτοστόπ του Douglas Adams, σε μια παρουσίαση από το φονικό κουνέλι



Μια μικρή εισαγωγή στο «Γυρίστε τον Γαλαξία με Ωτοστόπ» του Ντάγκλας Άνταμς




Υπάρχουν δύο κατηγορίες βιβλίων: εκείνα που τελειώνεις την ανάγνωσή τους και η ζωή σου είναι ίδια όπως πρώτα• και εκείνα που τελειώνεις την ανάγνωσή τους, η ζωή σου είναι ίδια όπως πρώτα… μα γνωρίζεις ταυτόχρονα και την Απάντηση στο Μεγάλο Ερώτημα της Ζωής, του Σύμπαντος και Όλων. Το «Γυρίστε τον Γαλαξία με Ωτοστόπ» του Ντάγκλας Άνταμς [Douglas Adams, “The Hitchhiker's Guide to the Galaxy”] ανήκει ασφαλώς στην δεύτερη κατηγορία – για την ακρίβεια, είναι το μοναδικό βιβλίο που υπάρχει το οποίο ανήκει στη συγκεκριμένη κατηγορία.

Κάποια στιγμή μελλοντικά ευελπιστώ να κάνω μια ενδελεχή παρουσίαση του φαινομένου Douglas Adams – για ποιον λόγο τα βιβλία του άφησαν εποχή στον χώρο της Επιστημονικής Φαντασίας και για ποιον λόγο η ανάγνωσή τους μοιάζει με κατανάλωση ενός απολαυστικού κοκτέιλ – συγκεκριμένα, του απολαυστικότερου που έχεις πιει ποτέ, μια που συνδυάζεται με μια πρώτη θέση σ’ ένα παραθαλάσσιο εστιατόριο ενός εξωτικού θέρετρου, όπου πάντα έχει ηλιοβασίλεμα και όπου μπορείς με την ησυχία σου, ρουφώντας το κοκτέιλ σου, να ατενίσεις τη Συντέλεια του Κόσμου σε όλο της το μεγαλείο. Και δες πως η έκρηξη του σύμπαντος χρωματίζει τον ουρανό με υπέροχα χρώματα, δένοντας αρμονικά με το ηλιοβασίλεμα! Σλουρπ – άλλη μια ρουφηξιά απ’ το κοκτέιλ.

Μέχρι να προβούμε σε μια αναλυτικότερη παρουσίαση του Ντάγκλας Άνταμς, ας παρουσιάσουμε προς το παρόν ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο που τον καταξίωσε: το «Γυρίστε τον Γαλαξία με Ωτοστόπ», το πρώτο μέρος μιας Τριλογίας σε Πέντε Μέρη (ναι, καλά διαβάσατε). Η πρώτη έκδοση του βιβλίου (το οποίο πλέον ανήκει στο πάνθεον της βρετανικής κωμικής λογοτεχνίας) χρονολογείται απ’ το 1979. Η μετάφραση είναι του Δ. Αρβανίτη.

Το θέμα του ακόλουθου αποσπάσματος αφορά την οργανωμένη επίθεση στη Γη ενός σμήνους εκατομμυρίων εξωγήινων διαστημοπλοίων, διψασμένων για εκδίκηση και καταστροφή. Πριν την επίθεση, ένας γήινος, ο Άρθουρ (ο πρωταγωνιστής του βιβλίου), είχε πει την ακόλουθη φράση: «φαίνεται να έχω τεράστιες δυσκολίες στον τρόπο ζωής μου», η οποία, με κάποιο τρόπο, μεταφέρθηκε μέσα από το χωροχρονικό συνεχές στα αυτιά των εξωγήινων – και στη γλώσσα των οποίων η συγκεκριμένη φράση συνιστούσε μια βαθιά προσβολή. Έτσι λοιπόν ετοιμάστηκαν να επιτεθούν στη Γη, την πηγή της φοβερής φράσης, με σκοπό να εκδικηθούν εκείνον που τόλμησε να ξεστομίσει τέτοια λόγια και να κάνουν τον πλανήτη κομμάτια.

Στα χέρια ενός κλασικού συγγραφέα Επιστημονικής Φαντασίας το συγκεκριμένο θέμα θα γινόταν αφορμή για επικές συγκρούσεις, εφάμιλλες ενός «Πολέμου των Κόσμων». Μα στα χέρια του Ντάγκλας Άνταμς τα πράγματα παίρνουν μια διαφορετική τροπή – και εδώ έγκειται η ιδιαιτερότητά του.

Αυτά με την εισαγωγή – καιρός να παραδώσουμε την σκυτάλη στον Ντάγκλας Άνταμς και να δούμε με ποιον τρόπο αντιμετωπίστηκε η φοβερή επίθεση των εξωγήινων.



Douglas Adams - Η τρομερή επίθεση της διαγαλαξιακής συμμαχίας




«Είναι φυσικά γνωστό σε όλους πως τα απρόσεκτα λόγια μπορεί να στοιχίσουν ζωές, αλλά αυτό το πρόβλημα δεν αναγνωρίζεται πάντα σ' όλη του την έκταση.

Για παράδειγμα, ακριβώς τη στιγμή που ο Άρθουρ είπε «φαίνεται να έχω τεράστιες δυσκολίες στον τρόπο ζωής μου» μια παράξενη τρύπα άνοιξε στο χωροχρονικό συνεχές και μετέφερε τα λόγια του πολύ πολύ πίσω στο χρόνο, σε μια άπειρη σχεδόν απόσταση, σ' έναν μακρινό Γαλαξία, όπου παράξενα και πολεμοχαρή πλάσματα βρίσκονταν στο χείλος μιας τρομακτικής διαστημικής μάχης.

Οι δύο αντίπαλοι αρχηγοί είχαν συναντηθεί για τελευταία φορά.

Μια φοβερή σιωπή απλώθηκε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, καθώς ο διοικητής των Βλ'χουργκ, περίλαμπρος με το μαύρο, διαμαντοστολισμένο πολεμικό του σορτς, κοίταξε ψύχραιμα τον αρχηγό των Γκ'γκούγκβοντ, ο οποίος καθόταν σταυροπόδι απέναντί του σ' ένα σύννεφο μυρωδάτου πράσινου καπνού και, μ' ένα εκατομμύριο αστραφτερά και πάνοπλα πολεμικά διαστημόπλοια έτοιμα να εξαπολύσουν ηλεκτρικό θάνατο με μια του λέξη, προκαλούσε το αχρείο υποκείμενο να πάρει πίσω αυτό που είχε πει για τη μάνα του.

Το πλάσμα κινήθηκε μέσα στον αρρωστημένο, αχνιστό ατμό, και εκείνη ακριβώς τη στιγμή οι λέξεις “Φαίνεται να έχω τεράστιες δυσκολίες στον τρόπο ζωής μου” ακούστηκαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Δυστυχώς, στη γλώσσα των Βλ'χουργκ αυτή ήταν η πιο φοβερή προσβολή που μπορούσε να φανταστεί κανείς, και η μόνη απάντηση σ' αυτή την προσβολή ήταν ανελέητος πόλεμος αιώνων.

Τελικά, μετά από μάχες μερικών χιλιάδων ετών και αφού ο Γαλαξίας τους είχε αποδεκατιστεί, οι δυο φυλές συνειδητοποίησαν πως η όλη ιστορία ήταν ένα τεράστιο λάθος κι έτσι οι αντίπαλοι στόλοι ξεκαθάρισαν τις τελευταίες τους διαφορές για να εξαπολύσουν μια συνδυασμένη επίθεση στον Γαλαξία μας – που είχε πια αναγνωριστεί ως η πηγή της προσβλητικής παρατήρησης.

Για μερικές χιλιάδες ακόμα χρόνια τα πανίσχυρα πλοία ταξίδευαν στις έρημες εκτάσεις του διαστήματος, ώσπου τελικά επιτέθηκαν με αλαλαγμούς στον πρώτο Πλανήτη που συνάντησαν – που έτυχε να είναι η Γη – όπου, εξαιτίας ενός τρομερού λάθους στις αναλογίες μεγεθών, ολόκληρο τον πολεμικό στόλο τον κατάπιε κατά λάθος ένας μικρός σκύλος.

Αυτοί που μελετούν τις πολύπλοκες αλληλεπιδράσεις αιτίας και αιτιατού στην ιστορία του Σύμπαντος λένε πως τέτοια πράγματα συμβαίνουν συνεχώς, αλλά εμείς είμαστε ανίκανοι να τα εμποδίσουμε.

«Έτσι είναι η ζωή» λένε.»


Για την παρουσίαση και ψηφιοποίηση του κειμένου, Το Φονικό Κουνέλι, Δεκέμβρης του 18



9 Δεκεμβρίου 2018

Ο Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν και ο κόσμος του Σιλμαρίλλιον



Αφιέρωμα στο Σιλμαρίλλιον του Τζ.Ρ.Ρ.Τόλκιν από το φονικό κουνέλι




«Πάντα είχα την αίσθηση πως κατέγραφα κάτι που ήδη υπήρχε «εκεί έξω», κάπου – όχι πως δημιουργούσα κάτι νέο»

J. R. R. Tolkien




Δεν χωράει αμφιβολία πως ο «Άρχοντας των Δαχτυλιδιών» [“The Lord of the Rings”] ανήκει στα σημαντικότερα μυθιστορήματα του 20ου αιώνα. Ήταν το έργο που ανέδειξε, όσο κανένα άλλο, τη λογοτεχνία του φανταστικού, ταξίδεψε γενιές αναγνωστών στον μαγικό κόσμο της Μέσης Γης και επηρέασε καταλυτικά κάθε βιβλίο του είδους που έμελλε να ακολουθήσει. Και αν το λογοτεχνικό κείμενο σημείωσε μεγάλη επιτυχία στους κύκλους των βιβλιοφάγων, η κινηματογραφική μεταφορά της τριλογίας μετέτρεψε το όνομα “J. R. R. Tolkien” σε μαζικό φαινόμενο, πέρα και έξω από τα σύνορα της λογοτεχνίας: ο κόσμος της Μέσης Γης ήταν πλέον γνωστός στους πάντες, ακόμα και σε ανθρώπους που δεν είχαν πιάσει ούτε ένα βιβλίο στα χέρια τους. Έφτασαν ως και να κυκλοφορήσουν τα βιβλία με τα εξώφυλλα των αφισών της ταινίας – μια εμπορική και κακόγουστη κίνηση, αν θέλετε τη γνώμη μου.

Ωστόσο δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε την αδιαμφισβήτητη αξία των συγκεκριμένων κινηματογραφικών μεταφορών: ο κινηματογραφικός «Άρχοντας των Δαχτυλιδιών» παραμένει μια άξια μεταφορά ενός επικού έργου και ένας φόρος τιμής στο πρωτότυπο κείμενο του Τόλκιν – σε αντίθεση με τη μετριότατη μεταφορά και παραποίηση που υπέστη το μικρό αδερφάκι του, το «Χόμπιτ».

Πέρα όμως από τις περιπέτειες του Φρόντο, του Σαμ, του Γκάνταλφ και της παρέας τους, υπάρχει ένα άλλο έργο του Τόλκιν που ο ίδιος θεωρούσε ως το σημαντικότερο όλων• ήταν το έργο ζωής του, εκείνο στο οποίο ανέτρεχε συνεχώς και αναθεωρούσε, στη διάρκεια δεκαετιών, εμπλουτίζοντάς το με νέες λεπτομέρειες και επεκτείνοντάς το σε πληροφορίες και βάθος• ήταν η πηγή από την οποία ανάβλυζε κάθε ιστορία του, ο πυρήνας όλης της μυθοπλασίας του• ήταν το βιβλίο που αναδεικνύει περισσότερο από κάθε άλλο τις επιρροές του από τη λογοτεχνία και τη μυθολογία του Μεσαίωνα• ήταν εκείνο που φανερώνει την ικανότητά του να πλάθει όχι μονάχα συμβατικές αφηγήσεις, μα ολόκληρες μυθολογίες, εφάμιλλες των μεγαλύτερων μύθων του κόσμου.

Ο λόγος για το Έπος του Σιλμαρίλλιον [J. R. R. Tolkien, “The Silmarillion”], το οποίο εκδόθηκε πρώτη φορά το 1977, λίγα χρόνια μετά το θάνατο του δημιουργού του, σε επιμέλεια του γιου του, Κρίστοφερ Τόλκιν. Ένα βιβλίο που θα ήταν μεγάλο σφάλμα να το αντιμετωπίσεις σαν μυθιστόρημα και να επιχειρήσεις να το διαβάσεις σαν τέτοιο – η μυθιστορία συνιστά μονάχα μία από τις αφηγηματικές τεχνικές του. Το βιβλίο είναι ταυτόχρονα μια Κοσμογονία, μια Μυθολογία, ένα Χρονικό, μια φιλολογική Σπουδή, σχεδόν ένα Ποίημα σε πεζή γλώσσα, εφάμιλλο των κλασικών μεσαιωνικών έργων που ενέπνευσαν τον συγγραφέα τους.

Ο μη-εξοικειωμένος αναγνώστης πιθανό να συγχυστεί με το πλήθος των ονομάτων, τη διαδοχή ιστοριών και την έλλειψη ενός κεντρικού χαρακτήρα. Μα ο αναγνώστης που γνωρίζει πως το βιβλίο συνιστά κατ’ ουσίαν ένα μυθολογικό χρονικό και λιγότερο ένα μυθιστόρημα, θα διαπιστώσει πως το Σιλμαρίλλιον στέκει επάξια πλάι στα μεγάλα ευρωπαϊκά Έπη του παρελθόντος: έργα όπως η σκανδιναβική Πεζή Έντα ή η φινλανδική Καλεβάλα.




Η σφαγή του δράκου Γκλάουρουνγκ από τον Τούριν Τουράμπαρ - εικονογράφηση του John Howe για το Σιλμαρίλλιον του Τόλκιν
Turin Turambar slays Glaurung- art by John Howe



Αν το «Χόμπιτ» μοιάζει ένα παραμύθι μπροστά στον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών», να είστε βέβαιοι πως ο δεύτερος δεν είναι παρά η μυθιστορηματική κορυφή του παγόβουνου μπροστά στο «Σιλμαρίλλιον»! Οι ιστορίες του Σιλμαρίλλιον είναι κατά πολύ βαθύτερες και σκοτεινότερες – αγγίζοντας εκείνο το όριο της αβύσσου όπου η ατομική αφήγηση παραχωρεί τη θέση της στα συλλογικά αρχέτυπα και τις λαϊκές παραδόσεις που χάνονται στα βάθη των αιώνων. Οι πρωταγωνιστές του δεν θυμίζουν σε τίποτα τους συμπαθείς εκείνους χαρακτήρες που είδαμε να στολίζουν τις αφίσες των κινηματογραφικών ταινιών. Τα Ξωτικά εδώ δεν μοιάζουν με αιθέριες, σχεδόν άυλες, υπάρξεις, μα με Τρομερούς Θεούς, από το βλέμμα των οποίων ξεπηδά φωτιά. Οι Άνθρωποι δείχνουν μπλεγμένοι σε κοσμογονικές καταστάσεις που τους υπερβαίνουν και τους καταστρέφουν, θυμίζοντας ήρωες αρχαίας τραγωδίας. Και οι δυνάμεις του Κακού συνιστούν όχι απλά μια απειλή ή κάτι «εκεί έξω», σαφώς διαχωρισμένο από το «Καλό», μα μια μόνιμη παρουσία που ενεδρεύει σε κάθε πλάσμα του κόσμου που παραδίδεται στις αδυναμίες του: στον φθόνο, τη θέληση για έλεγχο πάνω στη φύση και στο πάθος της εξουσίας.

Μεταξύ πολλών άλλων το «Σιλμαρίλλιον» περιλαμβάνει τον τραγικότερο ήρωα του Τόλκιν, τον Τούριν Τουράμπαρ, τον μεγαλύτερό του αντιήρωα, τον Φέανορ, μα και την ωραιότερη ιστορία αγάπης που αφηγήθηκε ποτέ: την ιστορία του Μπέρεν και της Λούθιεν. Δεν χωράει αμφιβολία πως συνιστά το κορυφαίο έργο του Τόλκιν και εκείνο που θα εκτιμήσουν οι αληθινοί φίλοι του – εκείνοι που ξέρουν πως ο Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν ήταν πρωτίστως ένας μελετητής του Μεσαίωνα, ένας γλωσσοπλάστης και ένας μυθοπλάστης, και όχι ένας απλός λογοτέχνης. Και νομίζω είναι προς τιμήν του “Σιλμαρίλλιον” πως είναι αδύνατο, λόγω της μορφής του, να μεταφερθεί αυτούσιο στον κινηματογράφο. Εδώ δεν έχει ποπ κορν, κύριοι.

Μην έχετε καμία αμφιβολία… μπορεί να μην είναι το πιο εύπεπτο βιβλίο στην ανάγνωση και μπορεί να μην ολοκληρώθηκε ποτέ – μα το «Σιλμαρίλλιον» συνιστά το αληθινό έργο ζωής του Τόλκιν. Και όπως έλεγε ο ίδιος, αποτελεί κάτι «παραπάνω» από μια φανταστική δημιουργία. Είναι λες και περιέγραφε γεγονότα που έχουν ήδη υπάρξει, κατά έναν τρόπο. Μια από τις επιθυμίες του συγγραφέα ήταν να αναγράφεται στον τάφο του, κάτω από το ονοματεπώνυμό “Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν”, το όνομα «Μπέρεν». Αντίστοιχα, στον τάφο της γυναίκας του, Έντιθ, ήταν κοινή επιθυμία του ζεύγους να αναγράφεται το όνομα «Λούθιεν».

Και έτσι έγινε. Ο αληθινός Μπέρεν και η αληθινή Λούθιεν, είναι πάντα εκεί, μαζί, ο ένας δίπλα στον άλλον, όσο οι εποχές των θρύλων παραχωρούν τη θέση τους στους σύγχρονους καιρούς μας…




Ο Μπέρεν και η Λούθιεν καβάλα στον Χουάν. Εικονογράφηση του Alan Lee για το Silmarillion
Beren and Luthien, art by Alan Lee



Τι είναι το «Σιλμαρίλλιον»;




Ας το επαναλάβω: Το «Σιλμαρίλλιον» δεν είναι μυθιστόρημα με τη συμβατική έννοια του όρου! Ο αναγνώστης που πιάνει το βιβλίο στα χέρια του έχοντας κατά νου να διαβάσει κάτι σχετικό ίσως να απογοητευτεί. Η αφήγηση ξεχειλίζει πρόσωπα και γεγονότα που διαδέχονται το ένα το άλλο και χρειάζεται υπομονή και συχνή αναδρομή στο Ευρετήριο Ονομάτων που υπάρχει στο τέλος του βιβλίου. Πρωτίστως, το έργο συνιστά μια Μυθολογία και ένα Χρονικό της Πρώτης Εποχής της Μέσης Γης, ξεκινώντας ήδη από τη δημιουργία του κόσμου και καταλήγοντας στο τέλος της Δεύτερης Εποχής και στα γεγονότα που έμελλε να οδηγήσουν στις περιπέτειες του «Χόμπιτ» και του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών».

Ουσιαστικά πρόκειται για ένα μακροσκελές πεζό έπος και μια καταγεγραμμένη μυθολογία, η οποία, ενίοτε, αποκτά και μυθιστορηματική μορφή. Και είναι το πλούσιο καζάνι απ’ το οποίο υπερχειλίζουν όλες οι ιστορίες του Τόλκιν και όλοι οι μεταγενέστεροι χαρακτήρες του – η βάση όλου του μυθιστορηματικού οικοδομήματός του. Αν ο «Άρχοντας των Δαχτυλιδιών» υπήρξε ο μεγάλος μυθιστορηματικός Πύργος που βλέπεις να φαίνεται στο βάθος του ορίζοντα της φανταστικής λογοτεχνίας, το «Σιλμαρίλλιον» αποτελεί τις οχυρώσεις και τις βάσεις αυτού του Πύργου.

Κανένας άλλος μεμονωμένος συγγραφέας, πριν ή μετά τον Τόλκιν, δεν εμπλούτισε τόσο πολύ τις λογοτεχνικές του επινοήσεις, σε βαθμό να φτάσει να χτίσει μια ολόκληρη μυθολογία που καλύπτει γενιές και γενιές – συνοδευόμενη από τη δημιουργία όχι κάποιων σκόρπιων φανταστικών ονομάτων, μα ολόκληρης γλώσσας. Όμως ο Τόλκιν δεν ήταν ποτέ ένας απλός συγγραφέας. Και αν υπάρχουν σήμερα κάποιοι συγγραφείς που ακολουθούν τα βήματά του (αρκετοί, θα λέγαμε), κανείς ανάμεσά τους δεν έχει το φιλολογικό εύρος του ίδιου του συγγραφέα που τους ενέπνευσε.



Ο Τόλκιν ενώ μελετάει στο γραφείο του



Η δομή του έργου




Το «Σιλμαρίλλιον» ξεκινάει με την αφήγηση «Αϊνουλιντάλη» [“Ainulindalë”] – την πρωταρχική δημιουργία του κόσμου. Ο Έρου Ιλούβαταρ, ο Ένας, δημιουργεί τον κόσμο και μαζί με αυτόν έρχονται οι Άινουρ, οι θεοί. Και η ιστορία του κόσμου ξετυλίγεται σαν μουσική συμφωνία μπροστά στα μάτια τους: μια συμφωνία στην οποία οι ίδιοι οι θεοί μοιάζουν περισσότερο θεατές παρά συμμετέχοντες, σε πολλαπλούς ρυθμούς και ποικίλες εναλλαγές, στην οποία το κεντρικό μοτίβο συνυπάρχει με το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού – το πεπρωμένο και η ελεύθερη βούληση σμίγουν σε ένα.

Και αυτό που αρχικά φανερώθηκε με νότες, φτάνοντας ως το τρομερό συμφωνικό αποκορύφωμά του, μετατρέπεται στη συνέχεια σε Πράξη – και ο κόσμος δημιουργείται απ’ το μηδέν.

Η ιστορία του κόσμου ως μουσική συμφωνία: μια από τις βαθύτερες και ποιητικότερες στιγμές του Τόλκιν, που αποκαλύπτει ήδη απ’ το ξεκίνημα πως έχουμε να κάνουμε με ένα έργο που συνιστά κάτι περισσότερο από μια «φανταστική» επινόηση. Γιατί, κατά βάθος, γνωρίζεις μέσα σου πως αυτό που διαβάζεις είναι «πραγματικό» και πως στη ροή της μουσικής ξετυλίγεται το νήμα κάθε αλήθειας…

Εν συνεχεία, η «Βαλακουέντα» [“Valaquenta”] περιγράφει τους Βάλαρ, τους θεούς, και τις συνήθειές τους. Κάθε θεότητα συνδέεται και με κάποιο φυσικό στοιχείο του κόσμου – υπάρχει λοιπόν ο θεός του ανέμου, ο θεός των υδάτων, η θεά της γης, κλπ. Ανάμεσά τους δεσπόζει και ένας θεός που θέλησε να αντισταθεί στους υπόλοιπους και να έχει ο ίδιος την απόλυτη εξουσία πάνω στον κόσμο, καταστρέφοντας μονίμως τα έργα των υπολοίπων – ο λόγος για τον Μέλκορ, τον ισχυρότερο όλων, που τα Ξωτικά έμελλε να του δώσουν το όνομα Μόργκοθ – ο μεγάλος Εχθρός.

Μα η κεντρική ιστορία αρχίζει με την «Κουέντα Σιλμαρίλλιον» [“Quenta Silmarillion”], την τρίτη και μακροσκελέστερη ενότητα του βιβλίου. Πρόκειται για μια επική ιστορία στον κεντρικό άξονα της οποίας συναντούμε τα θέματα της Πτώσης, της Εξορίας και της Εξέγερσης. Περιγράφονται τα μεγάλα γεγονότα της αρχαίας Πρώτης Εποχής, ξεκινώντας από την καταστροφή του Βάλινορ (του οίκου των θεών) και την εξορία των Ξωτικών, συνεχίζοντας με τους αιματηρούς πολέμους μεταξύ των Ξωτικών, των Ανθρώπων και του Εχθρού, και καταλήγοντας στον οριστικό χαμό των πετραδιών που αποτέλεσαν τον κινητήριο μοχλό της αφήγησης: ο λόγος για τα θρυλικά Σίλμαριλ.

Τι είναι τα Σίλμαριλ; Είναι τρία πετράδια που κατασκεύασε ο μεγαλύτερος τεχνίτης ανάμεσα στα πρώτα Υψηλά Ξωτικά, ο Φέανορ, τον καιρό που Ξωτικά και Θεοί ζούσαν αρμονικά στο Βάλινορ, πριν την καταστροφή. Τα πετράδια αυτά περιέχουν μέσα τους φως από το Αρχέγονο Φως των Δέντρων του Βάλινορ – του Χρυσού και του Ασημένιου Δέντρου, τα οποία και υπήρξαν οι πρωταρχικές πηγές φωτός του κόσμου, πριν τον ερχομό του Ηλίου και της Σελήνης. Μα όταν τα Δέντρα καταστράφηκαν, από τον ερχομό του Μόργκοθ και της αδηφάγας Αράχνης, της Ουνγκόλιαντ, που ρούφηξε όλο τον χυμό τους, το μοναδικό φως τους που επέζησε ήταν μέσα στα τρία συγκεκριμένα πετράδια: τα Σίλμαριλ, τα οποία και έκλεψε ο Μόργκοθ, παίρνοντάς τα μαζί του στο Σκοτεινό του Όχυρο, κατάμεστο με τέρατα.

Τότε είναι που ο Φέανορ δίνει τον περίφημό του Όρκο – το κλειδί όλης της αφήγησης: πως ο ίδιος και ο Οίκος του, τα παιδιά και τα παιδιά των παιδιών του, θα αναζητήσουν και θα πολεμήσουν τον Μόργκοθ ως τα πέρατα της Μέσης Γης, μέχρι να ανακαταλάβουν τα κλεμμένα Σίλμαριλ. Και όχι μόνο: θα εναντιωθούν μέχρι θανάτου σε όποιον αποπειραθεί να τα αρπάξει από αυτούς, είτε είναι Ξωτικά, είτε οι ίδιοι οι θεοί – παρά το γεγονός πως το Φως των πετραδιών έχει θεϊκή πηγή και δεν «ανήκει» σε κανέναν ουσιαστικά.

Ακολουθεί μια ιστορία με γεγονότα που κάνουν τον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» να μοιάζει με παιδικό παραμύθι. Αδελφοκτόνες μάχες, διαδοχές γενεών, παράδοξες συμμαχίες και πισώπλατες προδοσίες, στιγμές ντροπής όσο και στιγμές υψηλού ηρωισμού, όλα μαζί συνθέτουν ένα εντυπωσιακό μωσαϊκό, εφάμιλλο των κλασικών μυθολογικών και επικών αναγνωσμάτων που τόσο ενέπνευσαν τον συγγραφέα.




Η πυρά των καραβιών, εικονογράφηση του Ted Nasmith για το Silmarillion
The burning of the ships by Ted Nasmith



Οι χαρακτήρες και το ύφος του Σιλμαρίλλιον




Παρά το γεγονός πως δεν δόθηκε ποτέ ολοκληρωμένη μορφή στο έργο, οι χαρακτήρες του «Σιλμαρίλλιον» είναι πολύ πιο ενδιαφέροντες και πολυδιάστατοι συγκριτικά με τους άλλους, γνωστότερους ήρωες του συγγραφέα. Ο Μπέρεν και η Λούθιεν συνιστούν με διαφορά το κορυφαίο δίδυμο που δημιούργησε ο Τόλκιν και η ιστορία τους σβήνει με χαρακτηριστική άνεση κάθε άλλο ζεύγος της φανταστικής λογοτεχνίας του 20ου αιώνα. Η ιστορία των παιδιών του Χούριν, του Τούριν και της αδερφής του, Νίενορ, παραπέμπει με αφηγηματική μαεστρία σε αρχαιοελληνικές τραγωδίες. Ο Φέανορ και ο αδερφός του, ο Φινγκόλφιν, εξαλείφουν με μια κουβέντα τους και μόνο όλη την παρουσία των Ξωτικών στο «Χόμπιτ» και στον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» μαζί.

Δεν τίθεται θέμα: οι πρωταγωνιστές του «Σιλμαρίλλιον» είναι με διαφορά οι πιο συναρπαστικοί χαρακτήρες που δημιούργησε ο Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν. Διαβάζοντας τις ιστορίες τους καταλαβαίνεις πως δεν διαβάζεις «απλά» μια λογοτεχνική αφήγηση – μα κάτι περισσότερο. Όπως οι ήρωες των αρχέγονων λογοτεχνικών και μυθολογικών παραδόσεων κινούνται σε ένα πλαίσιο πέρα από το καλό και το κακό, πέρα από τον χρόνο, μεταξύ θεότητας και θνητότητας, μεταξύ ήρωα και δαίμονα, αντίστοιχα οι κεντρικοί χαρακτήρες του «Σιλμαρίλλιον» μοιάζουν περισσότερο με μυθικές και λιγότερο με λογοτεχνικές επινοήσεις.

Παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, εξάλλου, ο ρόλος της γυναίκας στο «Σιλμαρίλλιον». Σχεδόν ανύπαρκτη η γυναικεία παρουσία στο «Χόμπιτ», και συμπληρωματική στον «Άρχοντα», στο «Σιλμαρίλλιον» διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας, είτε μιλάμε για τη Μέλιαν τη Μάια, είτε για τη Λούθιεν, είτε για τη Νίενορ, είτε για την Έλγουινγκ, είτε, τέλος, για τη γνωστή από τον «Άρχοντα» Γκαλάντριελ.

Όσο εξελίσσεται η αφήγηση ο αρχικός βιβλικός και σχεδόν απόμακρος τόνος παραχωρεί τη θέση του σε μια ιστορία μυθιστορηματικού τύπου, που, στην περίπτωση του Μπέρεν και της Λούθιεν, μετατρέπεται σε ένα επικό ρομάντζο. Αλλού πάλι η αφήγηση γίνεται ξανά αποστασιοποιημένη, παραπέμποντας σε κάποιο μεσαιωνικό χρονικό – ή στο γεγονός πως ο ίδιος ο Τόλκιν ποτέ δεν ολοκλήρωσε το έργο, αφήνοντας στον γιο του, Κρίστοφερ, τον δύσκολο ρόλο της συρραφής και συνένωσης των σκόρπιων μερών του βιβλίου σε ένα συνεκτικό όλο.

Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι η αντιπαραβολή του ύφους της αφήγησης με τα άλλα έργα του Τόλκιν. Το βιβλικό και θρυλικό ύφος του «Σιλμαρίλλιον» φαινομενικά δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την παιδική αφήγηση του «Χόμπιτ». Μα στη διαφορά τους μπορούμε να εντοπίσουμε κάποια ίχνη από την ίδια την εξέλιξη της μυθολογίας και της λογοτεχνίας στο σύνολό της: όταν ο Θρύλος παραχωρεί τη θέση του στην Ιστορία, αναπότρεπτα μεταμορφώνεται και το ύφος της γραφής. Οι ήρωες των Πρώτων Ημερών χάνονται στα βάθη του αρχέγονου μύθου: ο λόγος για τους θεούς και τα Υψηλά Ξωτικά, που αντιστοιχούν στις εποχές των Ηρώων και των Μύθων της ανθρώπινης λαϊκής παράδοσης.

Μα στις νεότερες μέρες οι ίδιοι αυτοί ήρωες έχουν γίνει πια τραγούδια και άλλοι, διαφορετικού τύπου ήρωες, παίρνουν πια τη σκυτάλη. Είναι ανθρώπινοι και καθημερινοί – σχεδόν μοιάζουν με μας τους ίδιους. Είναι οι νεότεροι Άνθρωποι και τα Χόμπιτ. Κι αν το βιβλικό ύφος ταιριάζει στους αρχέγονους ήρωες, στα μικροσκοπικά και κάθε άλλο παρά «ηρωικά», με τη συμβατική έννοια της λέξης, Χόμπιτ ταιριάζει ένα άλλο αφηγηματικό στυλ – πιο απλό, πιο «παιδικό». Να λοιπόν γιατί το «Σιλμαρίλλιον» και το «Χόμπιτ» διαφοροποιούνται τόσο μεταξύ τους. Και να γιατί συνδέονται το ένα με το άλλο – με τον ίδιο τρόπο που συνδέονται ο Κοντορεβιθούλης και ο Παπουτσωμένος Γάτος με τον Ηρακλή, τον Γιλγαμές και τον Ζίγκφριντ.

Κάπως έτσι ο Θρύλος σμίγει με το Παραμύθι – και αμφότερα γίνονται το όχημα που σπρώχνει την Ιστορία προς τα μπρος.



Εικονογράφηση για το Χόμπιτ του Τόλκιν από τον John Howe
The Hobbit - An Unexpected Party, art by John Howe



Οι λογοτεχνικές επιρροές του Τόλκιν




Η παρούσα ενότητα θα μπορούσε να συνιστά, από μόνη της, θέμα για μια ξεχωριστή ανάρτηση, στην οποία πιθανό να επανέλθω κάποια στιγμή. Θα αναφέρω συνοπτικά, λοιπόν, κάποιες από τις βασικές επιρροές του «Σιλμαρίλλιον», με σκοπό να καταδείξω πως το συγκεκριμένο έργο συνιστά κάτι πολύ περισσότερο από μια «μυθιστορηματική επινόηση» - πρόκειται περισσότερο για μια επέκταση και μια δημιουργική σπουδή της μεγάλης μεσαιωνικής και μυθολογικής παράδοσης.

Στην καρδιά του έργου του Τόλκιν δεσπόζει το βάραθρο της σκανδιναβικής μυθολογίας, με την «Πεζή Έντα» του Σνόρι Στούρλουσον [“Prose Edda” by Snorri Sturluson] και το «Έπος των Βολσούνγκα» [“Völsunga saga”] να συνιστούν τη μυθική ραχοκοκαλιά τους. Έργα γραμμένα στη διάρκεια του 13ου αιώνα, συνοψίζοντας τις βασικές μυθικές παραδόσεις των Σκανδιναβών και περιλαμβάνοντας το πάνθεον και τους κλασικούς τους ήρωες, επηρέασαν καταλυτικά όχι μόνο τον Τόλκιν, μα κάθε πτυχή της νεότερης φανταστικής λογοτεχνίας. Διαβάστε το «Χόμπιτ» και αμέσως μετά πιάστε την «Πεζή Έντα» - θα διαπιστώσετε πως όλα σχεδόν τα ονόματα των Νάνων του Τόλκιν είναι απευθείας παρμένα μέσα από το σκανδιναβικό έργο.

Η αγγλοσαξονική μεσαιωνική παράδοση και οι ιστορίες της για πολεμιστές και δράκους έπαιξε ασφαλώς τον δικό της καταλυτικό ρόλο, με το παλαιοαγγλικό ποίημα «Μπέογουλφ» [“Beowulf”] να αποτελεί το παλαιότερο σωσμένο έργο του είδους – και το οποίο μεταξύ άλλων μελέτησε ενδελεχώς και μετέφρασε ο ίδιος ο Τόλκιν. Ακολουθεί η πλούσια παράδοση των μύθων του βασιλιά Αρθούρου και των Ιπποτών της Στρογγυλής Τραπέζης, όπως τη διέδωσαν οι πρώιμες ιστοριογραφίες και τα άφθονα ρομάντζα της βρετανικής και γαλλικής μεσαιωνικής λογοτεχνίας.




Χειρόγραφο από το μεσαιωνικό αγγλοσαξονικό ποίημα Μπέογουλφ
Beowulf manuscript



Η κέλτικη παράδοση, χαμένη στα βάθη του χρόνου, έχει αφήσει τη δική της πολύτιμη κληρονομιά, όπως διασώζεται σε ιστορίες όπως η συλλογή αφηγημάτων «Μαμπινόγκιον» [“The Mabinogion”], ενώ η φινλανδική μυθολογία διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο με το μεγάλο έπος της «Καλεβάλα». Αξίζει να αναφέρουμε πως η γλώσσα των Ξωτικών “Quenya” του Τόλκιν πηγάζει από τη φινλανδική, ενώ η γλώσσα “Sindarin” από την ουαλική.

Η παρουσία των θεοτήτων στο έργο του Τόλκιν αντιπαραβάλλει δύο αντικρουόμενες πηγές: από τη μία είναι η χριστιανική παράδοση και από την άλλη είναι οι θεότητες τόσο της σκανδιναβικής/γερμανικής μυθολογίας, όσο και της ελληνικής μυθολογίας. Δεν είναι τυχαίο που το ύφος του έργου στο ξεκίνημά του, όταν ο Έρου ο Ένας δημιουργεί τον κόσμο, μοιάζει με εκείνο της Βίβλου. Ούτε είναι τυχαίο ασφαλώς που μια θεότητα που ξεχώριζε από όλους τους άλλους σε χαρίσματα, ο Μέλκορ, έμελλε να εξοριστεί από τους υπόλοιπους θεούς και να μετατραπεί στον Μεγάλο Εχθρό της Μέσης Γης, τον Μόργκοθ – η ιστορία του θυμίζει εκείνη του Σατανά ως Έκπτωτου Αγγέλου. Θα ‘λεγε κανείς εξάλλου πως οι μάχες του Καλού ενάντια στο Κακό θυμίζουν τις χριστιανικές βιβλικές παραδόσεις.

Μα το χριστιανικό στοιχείο στον Τόλκιν γρήγορα παραχωρεί τη θέση του στο παγανιστικό στοιχείο – σε βαθμό τέτοιο που σύντομα ο ρόλος της αρχέγονης θεότητας στα βιβλία του μοιάζει διακοσμητικός, δίνοντας την αίσθηση πως έχει εντελώς αποσυρθεί από τον κόσμο. Οι Βάλαρ θυμίζουν σε πολλά τους θεούς της ελληνικής μυθολογίας, από την οποία είχε ασφαλώς επηρεαστεί ο Τόλκιν, ενώ η σημασία της Φύσης στο έργο του (όπως για παράδειγμα οι θεότητες που συνδέονται με τη φύση, ή τα Δέντρα του Βάλινορ) παραπέμπει περισσότερο στην παγανιστική μεσαιωνική παράδοση, παρά στη χριστιανική.

Σύμφωνα με τον Θωμά Μαστακούρη (από το βιβλίο του, «Οι Ρίζες και τα Φύλλα της Μέσης Γης»), οι χριστιανικές πτυχές του έργου αντανακλούν περισσότερο τις απόψεις του γιου του, Κρίστοφερ, ο οποίος πιθανολογείται πως έδωσε την τελική γραπτή μορφή στα αρχικά βιβλικά κεφάλαια του «Σιλμαρίλλιον». Αυτό που μπορούμε να πούμε με σιγουριά είναι πως ο ίδιος ο Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν, αν και υπήρξε χριστιανός, δεν ενδιαφερόταν να αφηγηθεί μια θρησκευτική ιστορία. Όντας πρωτίστως ένας μελετητής του Μεσαίωνα, γνώριζε καλά πως πίσω από το χριστιανικό περίβλημα των μεσαιωνικών μύθων κρυβόταν μια παγανιστική παράδοση αιώνων. 



Ο Σίγκουρντ σκοτώνει τον Δράκο Φάνφιρ, μεσαιωνικό γλυπτό
Sigurd Kills the Dragon Fanfir



Στο γράμμα του στον φίλο του και εκδότη Milton Waldman, εν έτει 1951, ο Τόλκιν εκφράζει τη σκέψη πως η αγγλική μυθολογία είναι κατά πολύ φτωχότερη της σκανδιναβικής, της γερμανικής, της κέλτικης, της φινλανδικής και της ελληνικής – και βασικός λόγος γι’ αυτό το φτώχεμα είναι η έντονη σύνδεση των μύθων της (συγκεκριμένα, των μύθων του κύκλου του βασιλιά Αρθούρου) με τη χριστιανική θρησκεία της εποχής, σε βάρος του καθαυτό μυθολογικού στοιχείου. Τονίζει πως στη μυθοπλασία «χρειάζεται μεν», το θρησκευτικό και το ηθικό υπόβαθρο, μα αυτό πρέπει να είναι πάντα «έμμεσο και πλάγιο», όχι σαφές και ρεαλιστικό.

Μην ξεχνάμε εξάλλου την κατηγορηματική άρνηση του Τόλκιν πως το έργο του συνιστά κάποιας μορφής «αλληγορία». Όχι – ούτε θρησκεία, ούτε αλληγορία. Οι επιρροές ασφαλώς και υπήρξαν, μα ο Τόλκιν ήταν πρωτίστως ένας μυθοπλάστης – και εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν να αφηγηθεί μύθους, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Και τι καλύτερος τρόπος, από το να βουτήξει στη βαθιά πηγή της μυθολογικής αρχαίας και μεσαιωνικής παράδοσης, όπως και έκανε. Να γιατί το «Σιλμαρίλλιον» δεν θυμίζει κανένα άλλο έργο φανταστικής λογοτεχνίας του 20ου αιώνα – γιατί στη γραφή του αντηχεί ο απόηχος της λαϊκής μυθικής παράδοσης αιώνων. Αυτό που διαβάζεις είναι μεν ένα έργο που γράφτηκε στη διάρκεια του 20ου αιώνα… μα οι ρίζες του πιάνουν πίσω – πολύ πίσω.

Πιο πίσω και από την ίδια τη δημιουργία του κόσμου, θα λέγαμε, από τον Έρου, τον Ένα, που στη γλώσσα των Ξωτικών λέγεται Ιλούβαταρ…

Περισσότερα για την ιστορία της μεσαιωνικής λογοτεχνίας μπορείτε να διαβάσετε στο πολύ μεγάλο αφιέρωμά μου πάνω στα έργα-ορόσημα της λογοτεχνίας του Μεσαίωνα:


35 Έργα Ορόσημα της Λογοτεχνίας του Μεσαίωνα, μέρος Ι 



Εικονογράφηση για την φινλανδική Καλεβάλα του Nicolai Kochergin
Kalevala - Vainamoinen plays a kantele, by Nicolai Kochergin



Τα μηνύματα του Σιλμαρίλλιον




Όντας ένα έργο μυθοπλασίας που καλύπτει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, το «Σιλμαρίλλιον» χορεύει στον ρυθμό πλήθους χαρακτήρων, πολύ διαφορετικών αναμεταξύ τους, ο καθένας προσδίδοντάς του το δικό του ξεχωριστό μέτρο και τον δικό του ιδιαίτερο τόνο. Είναι το βιβλίο που περιλαμβάνει τους περισσότερους «γκρίζους» χαρακτήρες συγκριτικά με όλα τα υπόλοιπα έργα του – οι διαχωρισμοί ανάμεσα στο «Καλό» και το «Κακό» υπάρχουν μεν, μα τα όρια ανάμεσά τους είναι πολύ περισσότερο ρευστά και ομιχλώδη. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου πως ο καταλύτης της πλοκής του έργου, ο τρανός Φέανορ, κινείται σ’ ένα ηθικό πλαίσιο πολύ πέραν του καλού και του κακού… όπως και τ’ αδέρφια του, έτοιμα να σφάξουν και να σφαγιαστούν, κινούμενα από την αλαζονεία τους. Δεν είναι τυχαίο επίσης πως χαρακτήρες όπως ο Τούριν Τουράμπαρ καταλήγουν σε αναπόφευκτες, σαν τη μοίρα, πράξεις που επιφέρουν το χαμό τους, παρά το γεγονός πως συνιστούν, αδιαμφισβήτητα, τους «ήρωες» της ιστορίας.

Να μην αναφέρουμε το πλήθος των χαρακτήρων που αναδύονται, μάχονται και τελικά βυθίζονται, σε θάλασσες αίματος ή ποταμούς δακρύων, γενιές που διαδέχονται η μία την άλλη. Πραγματικά ο «Άρχοντας των Δαχτυλιδιών» μοιάζει με παιδικό παραμύθι μπροστά στα τραγικά γεγονότα του «Σιλμαρίλλιον». Και αν στη Μουσική κρύβεται μια όψη της πραγματικότητας του Κόσμου, στην Τραγωδία κρύβεται μια άλλη (για να θυμηθούμε τον Νίτσε). Και ο Τόλκιν ήξερε πολύ καλά τι έκανε.

Με τρεις έννοιες συνδέει το Τόλκιν το έργο του (όπως αναφέρει ο ίδιος στο ίδιο γράμμα του που σας ανέφερα πριν): με την Πτώση, τη Θνητότητα και τη Μηχανή.

Η Θνητότητα και η επίγνωσή της συνδέεται με την επιθυμία για Δύναμη – και αντίστοιχα, τη θέληση για κατοχή, εξουσία, κυριαρχία… μα και την εξέγερση, το πάθος της ανεξαρτησίας, την επιθυμία να καθορίζεις ο ίδιος την τύχη σου.



Τα Παιδιά του Χούριν, εικονογράφηση του Denis Gordeev
Children of Hurin by Denis Gordeev-Pinterest source



Η Μηχανή συνιστά το όχημα μέσω του οποίου η εποχή μας μετουσιώνει τη θέλησή της για δύναμη και έλεγχο πάνω στις δυνάμεις της φύσης – μα στον κόσμο του Τόλκιν η «μηχανή» δεν είναι άλλη από τη Μαγεία και τη συνηθέστερη εκδήλωσή της, την Τέχνη. Και αν η Τέχνη των ανθρώπων μοιάζει ατελής και εμφορείται από τη θέληση για δύναμη και έλεγχο, στα χέρια των Ξωτικών συνιστά δύναμη αναδημιουργίας και ανάπλασης, όχι κυριαρχίας. Τα Ξωτικά είναι «αθάνατα» και η τέχνη τους σχετίζεται περισσότερο με το ζήτημα της αθανασίας, του χρόνου και της αλλαγής, παρά με τον φόβο του θανάτου. Οι δυνάμεις του Κακού (Μόργκοθ) όμως προσομοιάζουν περισσότερο στους ανθρώπους και τη δίψα τους για εξουσία και έλεγχο.

Η Πτώση συνιστά την αναπόφευκτη κατάληξη της υπέρβασης των ορίων – θέμα που φτάνει ως τις παραδόσεις των αρχαίων χρόνων, την ελληνική μυθολογία και την αντίληψη της «ύβρεως». Μα υπάρχουν εκείνοι οι ήρωες που μεταξύ Φθοράς και Υποταγής, ή Αγώνα και Δόξας επιλέγουν την δεύτερη οδό – και ας αναγνωρίζουν πως με τη δεύτερη επέρχεται, ως αναπόφευκτο επακόλουθο, η πτώση.

Και αν η εξέγερση συχνά καταλήγει στην τραγωδία, η ίδια αυτή άρνηση και ανυπακοή αποτελεί τον κύριο μοχλό της αφήγησης – δίχως αυτήν δεν θα υπήρχε ελευθερία, όπως δεν θα υπήρχε και μύθος. Θα ζούσαμε όλοι σ’ ένα αιώνιο Παρόν, καταμεσής του Παραδείσου, σε αρμονία με τους εαυτούς μας και τη φύση και το χρόνο – μα στην ατέρμονη αυτή Κοιλάδα του παραδείσου δεν θα υπήρχαν τα ύψη και τα βάθη, οι οροσειρές και οι χαράδρες, της Ιστορίας... 




Ο Άουλε και οι Νάνοι, πίνακας του Ted Nasmith για το Σιλμαρίλλιον του Τόλκιν
Aule and the Dwarves, art by Ted Nasmith



Κάποιες σκέψεις για την τηλεοπτική μεταφορά




Η κινηματογραφική μεταφορά του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» άφησε εποχή και δίκαια θεωρείται, πλέον, κλασική. Δεν θα λέγαμε το ίδιο όμως για την ανεκδιήγητη εμπορική φούσκα του «Χόμπιτ» - το οποίο θα μπορούσε να έχει τον εναλλακτικό τίτλο: «Πώς να Μετατρέψετε ένα Όμορφο Μικροσκοπικό Παραμύθι Σε Ανούσιο Χολιγουντιανό Blockbuster Τριών Έργων».

Και να που στα σκαριά η Amazon ετοιμάζει, λένε, μια τηλεοπτική σειρά, που θα αντλήσει (λένε) υλικό από το “Silmarillion” και θα αποτελεί κάτι σαν prequel του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών»!

Η πρώτη μου αντίδραση μόλις πληροφορήθηκα το νέο ήταν ακραιφνής ενθουσιασμός – έκανα σαν μικρό παιδί που το πληροφόρησαν πως κληρονομεί ένα πλούσιο ζαχαροπλαστείο. Όχι απλά μια ταινία, μα σειρά – ειδικά στις μέρες μας που το επίπεδο των τηλεοπτικών παραγωγών έχει φτάσει σε εξαιρετικά ύψη… και με ιστορίες από το «Σιλμαρίλλιον»; Μοιάζει με όνειρο! Εξάλλου ο μόνος άξιος τρόπος να μεταφερθεί το «Σιλμαρίλλιον» στις οθόνες θα ήταν σε μορφή τηλεοπτικής σειράς – γιατί είναι αδύνατο να χωρέσουν όλες αυτές οι ιστορίες και οι χαρακτήρες σε μια ταινία.

Η συνέχεια όμως γέννησε προβληματισμούς. Καταρχάς, όπως δείχνουν τα πράγματα, η σειρά δεν θα αφορά εξ’ ολοκλήρου το «Σιλμαρίλλιον», μα κάποιο μέρος του – πιθανό το τελευταίο κομμάτι, που αναφέρεται στα γεγονότα που οδήγησαν στον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών»… Μα έτσι χάνουμε τον συναρπαστικό κεντρικό πυρήνα του έργου, εκείνον που περιγράφεται στην “Quenta Silmarillion”. Κατά δεύτερον, δεν παύει να συνιστά μια σύγχρονη διασκευή – θα έχουν άραγε οι δημιουργοί της την ευαισθησία που είχε ο ίδιος ο Τόλκιν, όταν καταπιανόταν με το υλικό του; Θα συνειδητοποιήσουν πως έχουμε να κάνουμε με ένα έπος που αντλεί από τη μυθολογική παράδοση αιώνων και αιώνων; Ή θα καταλήξουμε σε ένα ακόμα υπερθέαμα, κατάλληλο για μαζική κατανάλωση, μα δίχως την ουσία και τις προεκτάσεις της αυθεντικής πηγής;

Η κινηματογραφική μεταφορά του «Άρχοντα» σεβάστηκε κατά πολύ το γραπτό υλικό και το συνέδεσε έντεχνα με τα περισσότερο εμπορικά στοιχεία του Hollywood, διατηρώντας τις ισορροπίες μεταξύ τους – γι’ αυτό και πέτυχε, εκεί που απέτυχε το «Χόμπιτ». Μα το Silmarillion δεν είναι Lord of the Rings… εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια κλασική αφήγηση. Ούτε οι χαρακτήρες του μοιάζουν με εκείνους των άλλων έργων του – είναι σκοτεινότεροι, βαθύτεροι και πιο τραγικοί ταυτόχρονα. Τέτοιο υλικό χρειάζεται πολύ μεγαλύτερη μαεστρία στην – όποια – μεταφορά του.



Κλείνοντας, μια μουσική αναφορά




Υπάρχουν άφθονα μουσικά ακούσματα με τα οποία θα μπορούσε να συνδέσει κάποιος ένα επικό ανάγνωσμα όπως το «Σιλμαρίλλιον». Επικά ορχηστρικά soundtrack, κέλτικη μουσική, μεσαιωνικές και αναγεννησιακές συνθέσεις, ως και βαγκνερικές όπερες. Μα ο ίδιος πάντα θα συνδέω το βιβλίο με τον ακόλουθο επικό δίσκο – το κορυφαίο ίσως άλμπουμ των Τροβαδούρων του Metal, Blind Guardian.


“We are following the will of the One, through the dark age and into the storm…”



Εξώφυλλο για το Nightfall in Middle Earth των Blind Guardian
Blind Guardian, Nightfall in Middle Earth



Β’ ΜΕΡΟΣ: Επιλογές αποσπασμάτων από το «Σιλμαρίλλιον»



Η Μουσική των Άινουρ




«Ο Έρου, ο Ένας, που στην Άρντα ονομάζεται Ιλούβαταρ, πρώτα δημιούργησε τους Άινουρ, τους Ιερούς, που ήταν παιδιά της σκέψης του, κι αυτοί ήταν μαζί του πριν γίνει οτιδήποτε άλλο. Και τους μίλησε προτείνοντάς τους θέματα μουσικά• κι αυτοί έψαλλαν ενώπιόν του κι αυτός χαιρόταν. Για πολύν καιρό όμως ο καθένας έψαλλε μόνος, ή λίγοι μαζί, ενώ οι υπόλοιποι άκουγαν• γιατί ο καθένας αντιλαμβανόταν μόνο εκείνο το μέρος του νου του Ιλούβαταρ απ' το οποίο προερχόταν, και στην κατανόηση των αδελφών τους προχωρούσαν πολύ αργά. Όμως ακούγοντας έφταναν σε βαθύτερη κατανόηση και αύξαναν σε ομόνοια και αρμονία.

Και ήρθε καιρός που ο Ιλούβαταρ κάλεσε όλους τους Άινουρ μαζί και τους φανέρωσε ένα θέμα όλο δύναμη, αποκαλύπτοντάς τους πράγματα μεγαλύτερα και ωραιότερα από ό,τι τους είχε ως τώρα αποκαλύψει• και η δόξα της αρχής του και το μεγαλείο του τέλους του άφησε έκπληκτους τους Άινουρ, έτσι ώστε υποκλίθηκαν μπροστά στον Ιλούβαταρ και σιώπησαν.

Τότε ο Ιλούβαταρ τους είπε:

«Από το θέμα που σας φανέρωσα, επιθυμώ τώρα εσείς να κάνετε όλοι μαζί αρμονικά μια Μεγάλη Μουσική. Κι επειδή σας έχω δώσει ζωή με την Άφθαρτη Φλόγα, θα δείξετε τις ικανότητές σας διανθίζοντας αυτό το θέμα, ο καθένας ελεύθερα με τις δικές του σκέψεις και επινοήσεις. Εγώ όμως θα καθίσω και θα ακούω και θα χαίρομαι, που εσείς έχετε αφυπνίσει κι έχετε κάνει τραγούδι μια τόσο μεγάλη ομορφιά».

Τότε οι φωνές των Άινουρ, σαν άρπες και λαγούτα, φλογέρες και τρομπέτες, βιόλες και αρμόνια και σαν αμέτρητες χορωδίες που ψάλλουν με λόγια, άρχισαν να διαμορφώνουν το θέμα του Ιλούβαταρ σε μεγαλειώδη μουσική κι ο ήχος της υψώθηκε σε ατελείωτες εναλλασσόμενες μελωδίες πλεγμένες αρμονικά, που πέρασαν κι απλώθηκαν σε ύψη και σε βάθη που ήχος δεν είχε ξαναπάει και οι τόποι που κατοικούσε ο Ιλούβαταρ γέμισαν και ξεχείλισαν και έτσι η μουσική και ο αντίλαλός της απλώθηκαν ως το Κενό, που δεν ήταν άδειο πια.

Ποτέ ξανά οι Άινουρ δεν έφτιαξαν μουσική σαν κι αυτήν, αν και λέγεται ότι θα γίνει ακόμη καλύτερη μπροστά στον Ιλούβαταρ από τις χορωδίες των Άινουρ και των Παιδιών του Ιλούβαταρ μετά το τέλος των ημερών. Τότε τα θέματα του Ιλούβαταρ θα παιχτούν σωστά και θα αποκτήσουν Οντότητα τη στιγμή που θα προφερθούν, γιατί τότε όλοι θα καταλάβουν απόλυτα το σκοπό του Ιλούβαταρ για το ρόλο τους και ο καθένας θα κατανοήσει τον άλλο και ο Ιλούβαταρ θα δώσει στις σκέψεις τους τη μυστική φωτιά, επειδή θα είναι πολύ ευχαριστημένος.»



Ούλμο, ο άρχοντας των υδάτων




«Ο Ούλμο είναι ο Άρχοντας των Υδάτων. Είναι μόνος. Δε μένει πουθενά για πολύν καιρό, αλλά κινείται όπως θέλει σε όλα τα βαθιά νερά της Γης ή κάτω από αυτήν. Στη δύναμη είναι δεύτερος μετά τον Μάνγουε και, πριν γίνει το Βάλινορ, ήταν ο πιο στενός του φίλος. […] Επειδή είχε όλη την Άρντα στη σκέψη του, δεν είχε ανάγκη από κάποιο τόπο για να αναπαύεται. Επί πλέον, δεν αγαπά να περπατά στη στεριά και σπάνια ντύνεται με σώμα όπως οι όμοιοί του. Αν τα Παιδιά του Έρου τον αντίκριζαν, γέμιζαν μεγάλο φόβο• γιατί η ανάδυση του Βασιλιά της Θάλασσας ήταν τρομερή, σαν ένα τεράστιο κύμα που δρασκελίζει τη στεριά, με σκοτεινό κράνος αφροστολισμένο κι αστραφτερή πανοπλία ασημένια, που κατέληγε σε πράσινες σκιές. Είναι δυνατές οι σάλπιγγες του Μάνγουε, αλλά η φωνή του Ούλμο είναι βαθιά σαν τα βάθη του ωκεανού, που μόνο αυτός έχει δει.

Παρ' όλα αυτά, ο Ούλμο αγαπά και τα Ξωτικά και τους Ανθρώπους και ποτέ δεν τους εγκατέλειψε ούτε ακόμα και τότε που οι Βάλαρ ήταν οργισμένοι μαζί τους. Μερικές φορές έρχεται απρόσμενα στις ακτές της Μέσης-γης, ή μπαίνει μέσα βαθιά στο εσωτερικό από τα θαλασσινά στόμια των ποταμών κι εκεί παίζει μουσική με τα μεγάλα του βούκινα, τα Ουλουμούρι, που είναι φτιαγμένα από άσπρο κοχύλι• και σ’ εκείνους που φτάνει αυτή η μουσική, την ακούν πάντα μέσα στην καρδιά τους και ο πόθος της θάλασσας δεν τους αφήνει ποτέ πια.

Όμως ο Ούλμο κυρίως μιλάει σ' εκείνους που κατοικούν στη Μέση-γη με φωνές που ακούγονται μόνο σαν τη μουσική του νερού. Γιατί όλες οι θάλασσες, οι λίμνες, οι ποταμοί, τα κεφαλάρια και οι πηγές βρίσκονται κάτω από την εξουσία του• ώστε τα Ξωτικά να λένε πως το πνεύμα του Ούλμο κυλάει σε όλες τις φλέβες του κόσμου.» 




Ο Τούορ και ο Ούλμο του Ted Nasmith, εικονογράφηση για το Σιλμαρίλλιον
Tuor and Ulmo by Ted Nasmith



Άνθρωποι και ξωτικά



«Οι δοσοληψίες των Άινουρ, των Ιερών, ήταν κυρίως με τα Ξωτικά, γιατί ο Ιλούβαταρ έκανε τη φύση τους να μοιάζει περισσότερο με τη φύση των Άινουρ, αν και ήταν μικρότεροι σε δύναμη και μέγεθος• ενώ στους Ανθρώπους έδωσε παράξενα δώρα.

Γιατί λέγεται ότι μετά την αναχώρηση των Βάλαρ έγινε σιωπή και για έναν αιώνα ο Ιλούβαταρ καθόταν μονάχος, βυθισμένος σε σκέψεις. Ύστερα μίλησε και είπε:

«Αγαπώ τη Γη, η οποία θα είναι παλάτι για τους Κουέντι και τους Ατάνι, τα Ξωτικά και τους Ανθρώπους! Αλλά οι Κουέντι θα είναι οι ωραιότεροι από όλα τα πλάσματα της Γης και θα έχουν, θα επινοήσουν και θα δημιουργήσουν περισσότερη ομορφιά από όλα μου τα παιδιά• και θα έχουν τη μεγαλύτερη ευδαιμονία στον κόσμο αυτό. Στους Ατάνι όμως θα δώσω ένα καινούριο δώρο».

Κι έτσι έκανε τις καρδιές των Ανθρώπων να ψάχνουν πέρα από τον κόσμο και να μη βρίσκουν ανάπαυση εντός του• να έχουν όμως τη δυνατότητα να δίνουν σχήμα στη ζωή τους – ανάμεσα στις δυνάμεις και τις ευκαιρίες του κόσμου, πέρα από τη Μουσική των Άινουρ, που αποτελεί τη μοίρα όλων των άλλων πραγμάτων• και από τη δράση τους θα ολοκληρωθούν τα πάντα σε μορφή και έργο, και ο κόσμος θα συντελεστεί ως το τελευταίο και το μικρότερο.

Ο Ιλούβαταρ όμως γνώριζε ότι οι Άνθρωποι, επειδή θα βρεθούν μέσα στην αναστάτωση των δυνάμεων του κόσμου, θα παραστρατούν συχνά και δε θα χρησιμοποιήσουν τα δώρα τους με αρμονία• και είπε:

«Κι αυτοί επίσης με τον καιρό θα ανακαλύψουν πως ό,τι κάνουν, στο τέλος επιστρέφει στη δόξα του έργου μου μόνο». […]

Μαζί μ' αυτό το δώρο της ελευθερίας είναι και το ότι τα παιδιά των Ανθρώπων ζουν μόνο ένα μικρό διάστημα στον κόσμο και δεν είναι δεμένα με αυτόν και γρήγορα φεύγουν• τα Ξωτικά δεν ξέρουν για που. Ενώ τα Ξωτικά μένουν ως το τέλος των ημερών και επομένως η αγάπη τους για τη Γη και όλο τον κόσμο είναι πιο απόλυτη και πιο οδυνηρή και, όσο τα χρόνια μακραίνουν, ακόμα πιο γεμάτη με λύπη. Γιατί τα Ξωτικά δεν πεθαίνουν ώσπου να πεθάνει ο κόσμος, εκτός και τα σκοτώσουν ή σβήσουν από λύπη (και υπόκεινται και στους δύο αυτούς φαινομενικούς θανάτους)• ούτε οι αιώνες καταβάλλουν τη δύναμή τους, εκτός κι αν κάποιο κουραστεί από δέκα χιλιάδες αιώνες• και όταν πεθάνουν, συγκεντρώνονται στα δώματα του Μάντος στο Βάλινορ, από όπου μπορούν να επιστρέψουν αργότερα.

Οι γιοι των Ανθρώπων όμως πεθαίνουν στ’ αλήθεια κι αφήνουν τον κόσμο• γι' αυτόν το λόγο ονομάζονται Φιλοξενούμενοι ή Ξένοι. Μοίρα τους είναι ο θάνατος, το δώρο του Ιλούβαταρ, που, καθώς ο Χρόνος φθίνει, ακόμα και οι Δυνάμεις θα ζηλέψουν. Ο Μέλκορ, ο Σκοτεινός, όμως, έχει ρίξει τη σκιά του επάνω του και το έχει μπερδέψει με το σκοτάδι κι έχει βγάλει κακό από το καλό και φόβο από την ελπίδα. Όμως από παλιά οι Βάλαρ δήλωσαν στα Ξωτικά ότι οι Άνθρωποι θα συμμετέχουν στη Δεύτερη Μουσική των 'Αινουρ• ενώ ο Ιλούβαταρ δεν έχει αποκαλύψει το σκοπό του για τα Ξωτικά μετά το τέλος του Κόσμου και ο Μέλκορ δεν το έχει ανακαλύψει.»



Θίνγκολ και Μέλιαν




«Η Μέλιαν ήταν Μάια, της φυλής των Βάλαρ. Κατοικούσε στους κήπους του Λόριεν, και απ' όλο το λαό του δεν υπήρχε πιο ωραία από τη Μέλιαν ούτε πιο σοφή και έμπειρη σε τραγούδια μαγευτικά. Λέγεται ότι οι Βάλαρ άφηναν τα έργα τους, τα πουλιά του Βάλινορ τις χαρές τους, οι καμπάνες της Βάλμαρ σιωπούσαν και τα συντριβάνια σταματούσαν να τρέχουν όταν, την ώρα που τα φώτα φώτιζαν όλα μαζί, τραγουδούσε η Μέλιαν στο Λόριεν. Τα αηδόνια πήγαιναν πάντα μαζί της και αυτή τα έμαθε να τραγουδούν κι αγαπούσε τις βαθιές σκιές των μεγάλων δέντρων. […]

Ο Έλγουε, ο άρχοντας των Ξωτικών Τελέρι, συχνά διέσχιζε τα μεγάλα δάση για να βρει τον Φίνγουε το φίλο του εκεί που έμεναν οι Νόλντορ• κι έτυχε μια φορά που μπήκε μονάχος στο αστροφώτιστο δάσος του Ναν 'Ελμοθ, να ακούσει ξαφνικά τραγούδι αηδονιών. Τότε μαγεύτηκε και έμεινε ακίνητος• και από μακριά, πέρα από τις φωνές των Iomelindi, άκουσε τη φωνή της Μέλιαν και γέμισε η καρδιά του από θαυμασμό και λαχτάρα.

Ξέχασε τελείως όλους τους δικούς του και όλους τους σκοπούς που είχε, και, ακολουθώντας τα πουλιά κάτω από τη σκιά των δέντρων, μπήκε βαθιά στο Ναν Έλμοθ και χάθηκε. Τέλος, έφτασε σ' ένα ξέφωτο ανοιχτό στ' άστρα, κι εκεί στεκόταν η Μέλιαν και μέσα από το σκοτάδι την κοίταξε και το φως του Άμαν φώτιζε το πρόσωπο της.

Εκείνη δεν είπε λέξη• αλλά ο Έλγουε όλος αγάπη την πλησίασε και της έπιασε το χέρι και αμέσως μαγεύτηκε, έτσι ώστε απόμειναν εκεί, ενώ τ' αστέρια που γύριζαν μέτρησαν πολλούς χρόνους από πάνω τους• και τα δέντρα του Ναν Έλμοθ ψήλωσαν κι έγιναν βαθιά πράσινα πριν εκείνοι ν' ανταλλάξουν λέξη.

Έτσι, ο λαός του Έλγουε που τον αναζήτησε δεν τον βρήκε, και ο αδερφός του, Όλγουε, ανέλαβε τη βασιλεία των Τελέρι και έφυγαν, όπως εξιστορείται παρακάτω. […] Στις μετέπειτα μέρες ο Έλγουε έγινε ξακουστός βασιλιάς και ο λαός του ήταν όλοι οι Έλνταρ του Μπελέριαντ, που ονομάστηκαν Σίνταρ, τα Γκρίζα Ξωτικά, τα Ξωτικά του Λυκόφωτος• κι αυτός ήταν ο Βασιλιάς με τον Γκρίζο Μανδύα, ο Έλου Θίνγκολ στη γλώσσα κείνου του τόπου. Και η Μέλιαν ήταν η βασίλισσά του, πιο σοφή από κάθε παιδί της Μέσης-γης• και το κρυμμένο τους παλάτι βρισκόταν στο Μένεγκροθ, τις Χίλιες Σπηλιές, στο Ντόριαθ. […]

Και από την αγάπη του Θίνγκολ και της Μέλιαν ήρθε στον κόσμο το ωραιότερο από όλα τα Παιδιά του Ιλούβαταρ που υπήρξε ή που θα υπάρξει ποτέ.» 



Εικονογράφηση του Alan Lee για την ιστορία του Μπέρεν και της Λούθιεν του Τόλκιν
Beren and Luthien story illustration by Alan Lee



Η κάθοδος της σκοτεινιάς στο Βάλινορ




«Λέγεται ότι την ώρα που ο Φέανορ και ο Φινγκόλφιν στέκονταν μπροστά στον Μάνγουε, τα φώτα ανακατεύτηκαν τη στιγμή που έλαμπαν και τα δύο Δέντρα, και η σιωπηλή πόλη της Βάλμαρ γέμισε με μια ακτινοβολία ασημένια και χρυσή. Κι εκείνη ακριβώς την ώρα ο Μέλκορ και η Ουνγκόλιαντ ήρθαν βιαστικοί πάνω απ' τους αγρούς του Βάλινορ, σαν τον ίσκιο ενός μαύρου σύννεφου απ' τον άνεμο που τρέχει πάνω σε ηλιόλουστη γη• κι έφτασαν μπροστά στο πράσινο λοφάκι του Εζέλλοχαρ. Τότε το Μη-φως της Ουνγκόλιαντ έφτασε ακόμα κι ως τις ρίζες των Δέντρων κι ο Μέλκορ πήδησε πάνω στο λόφο• και με το μαύρο του κοντάρι χτύπησε το κάθε Δέντρο στην καρδιά. Τα πλήγωσε βαθιά και ο χυμός τους πετάχτηκε λες και ήταν το αίμα τους και χύθηκε στη γη. Η Ουνγκόλιαντ όμως το ρούφηξε και ύστερα, πηγαίνοντας από Δέντρο σε Δέντρο, έβαλε το μαύρο της κεντρί στις πληγές τους, ώσπου τα στράγγισε• και το δηλητήριο του Θανάτου που βρισκόταν μέσα της, πέρασε στους ιστούς των Δέντρων και τα ξέρανε, ρίζες, κλαδιά και φύλλα• και πέθαναν.

Κι εξακολούθησε να διψά και, πηγαίνοντας στα Πηγάδια της Βάρντα, τα ήπιε ως το τέλος• η Ουνγκόλιαντ όμως έβγαζε μαύρους ατμούς καθώς έπινε και φούσκωσε κι έγινε τόσο τεράστια και απαίσια, που κι ο Μέλκορ φοβήθηκε.

Έτσι απλώθηκε η μεγάλη σκοτεινιά στο Βάλινορ. Για το τι έγινε εκείνη την ημέρα πολλά λέγονται στο Aldudenie, που συνέθεσε ο Ελεμμίρε των Βάνυαρ και είναι γνωστό σ' όλους τους Έλνταρ. Όμως κανένα τραγούδι ή ιστορία δεν μπόρεσε να χωρέσει όλη τη λύπη και τον τρόμο που έπεσε τότε. Το Φως τελείωσε• αλλά το Σκοτάδι που ακολούθησε ήταν κάτι χειρότερο από την απώλεια του φωτός. Εκείνη την ώρα βασίλεψε ένα Σκοτάδι που δεν έμοιαζε με έλλειψη, αλλά ήταν κάτι με δική του οντότητα: γιατί ήταν στ’ αλήθεια φτιαγμένο με μεγάλη κακία από το Φως και είχε τη δύναμη να τρυπάει το μάτι και να μπαίνει σε καρδιά και νου και να στραγγαλίζει την ίδια τη θέληση.

Η Βάρντα κοίταξε κάτω απ’ το Τανίκουετιλ και είδε τη Σκιά να σηκώνεται και να σχηματίζει ξαφνικά πύργους σκοτεινιάς• η Βάλμαρ βούλιαξε σε μια βαθιά νυχτοθάλασσα. Σε λίγο το Ιερό Βουνό υψωνόταν μοναχό, ένα τελευταίο νησί σ’ έναν κόσμο που είχε πνιγεί. Όλα τα τραγούδια σώπασαν. Κι έπεσε σιωπή στο Βάλινορ και δεν ακουγόταν ο παραμικρός ήχος παρά μόνο από μακριά, με τον άνεμο, ερχόταν μέσα από το πέρασμα των βουνών ο θρήνος των Τελέρι σαν το παγωμένο κρώξιμο των γλάρων.»



Άνθρωποι και ύδατα




«Με την πρώτη ανατολή του Ήλιου ξύπνησαν τα Νεότερα Παιδιά του Ιλούβαταρ στη γη του Χιλντόριεν, στις ανατολικές περιοχές της Μέσης-γης• ο πρώτος όμως Ήλιος ανέτειλε στη δύση και μόλις άνοιγαν τα μάτια τους οι Άνθρωποι, τα ‘στρεφαν προς αυτόν και τα πόδια τους, καθώς πλανιόνταν στη γη τους, πήγαιναν προς τα εκεί. Οι Έλνταρ τους ονόμασαν Ατάνι, ο Δεύτερος Λαός• αλλά τους αποκαλούσαν επίσης Χίλντορ, οι Ακόλουθοι, και πολλά άλλα ονόματα: Απανόναρ, οι Υστερογεννημένοι, Ένγκουαρ, οι Αρρωστιάρηδες και Φίριμαρ, οι Θνητοί• και τους ονόμασαν Σφετεριστές, Ξένους, Ανεξιχνίαστους, Αυτό-καταραμένους, Βαριόχειρους, Νυχτόφοβους, Παιδιά του Ήλιου. […]

Κανένας Βάλα δεν ήρθε να καθοδηγήσει τους Ανθρώπους ή να τους καλέσει να εγκατασταθούν στο Βάλινορ• και οι Άνθρωποι φοβούνται τους Βάλαρ αντί να τους αγαπούν και δεν έχουν κατανοήσει τους σκοπούς των Δυνάμεων, επειδή βρίσκονται σε αντίθεση με αυτούς και σε σύγκρουση με τον κόσμο. Ο Ούλμο, όμως [ο θεός των υδάτων], τους σκέφτηκε και βοηθούσε τις αποφάσεις και τη θέληση του Μάνγουε• και συχνά τα μηνύματα του έφταναν σ' αυτούς μέσα απ’ τα ποτάμια και τις πλημμύρες. Αλλά οι Άνθρωποι δεν είναι επιδέξιοι σ' αυτά και ήταν ακόμα λιγότερο εκείνες τις μέρες πριν έρθουν σε επαφή με τα Ξωτικά. Κι έτσι αγαπούσαν τα νερά και οι καρδιές τους γέμιζαν συγκίνηση αλλά δεν καταλάβαιναν τα μηνύματα.»



Η διάσωση του Μάεδρος




«Τότε ο Μαέδρος ο υψηλός, ο πρώτος γιος, έπεισε τους αδελφούς του να υποκριθούν ότι συνθηκολογούν με τον Μόργκοθ και να συναντηθούν με τους απεσταλμένους του στον καθορισμένο τόπο• οι Νόλντορ όμως είχαν τόση λίγη πρόθεση να φερθούν τίμια όσο κι αυτός. Γι’ αυτόν το λόγο η κάθε αποστολή ήρθε με περισσότερες δυνάμεις απ' ό,τι είχε συμφωνηθεί• ο Μόργκοθ μάλιστα έστειλε περισσότερους και είχε και Μπάλρογκ. Ο Μαέδρος λοιπόν έπεσε σε ενέδρα και ο στρατός του όλος αποδεκατίστηκε• αυτόν όμως τον έπιασαν ζωντανό κατά διαταγήν του Μόργκοθ και τον έφεραν στην Άνγκμπαντ.

Τότε τα αδέλφια του Μαέδρος οπισθοχώρησαν και οχύρωσαν ένα μεγάλο στρατόπεδο στο Χίθλουμ• ο Μόργκοθ όμως κρατούσε τον Μαέδρος όμηρο και έστειλε μήνυμα ότι δε θα τον απελευθέρωνε αν οι Νόλντορ δεν σταματούσαν τον πόλεμο να επιστρέψουν στη Δύση, ή δεν έφευγαν μακριά από το Μπελέριαντ στο Νότο του κόσμου. Αλλά οι γιοι του Φέανορ ήξεραν ότι ο Μόργκοθ θα τους πρόδιδε και δε θα απελευθέρωνε τον Μαέδρος ό,τι κι αν έκαναν• και επίσης, ήταν δεσμευμένοι από τον όρκο τους και δεν μπορούσαν για κανένα λόγο να αφήσουν τον πόλεμο εναντίον του εχθρού τους. Έτσι ο Μόργκοθ πήρε τον Μαέδρος και τον κρέμασε σ’ έναν γκρεμό των Θανγκορόντριμ• και έμεινε δεμένος σ' ένα βράχο απ' τον καρπό του χεριού του μ' ένα ατσαλένιο λουρί. […]

Τότε ο Φίνγκον ο γενναίος, ο γιος του Φινγκόλφιν, αποφάσισε να επουλώσει την έχθρα που χώριζε τους Νόλντορ• γιατί η γη στις Βόρειες Περιοχές έτρεμε από τις βροντές των υπόγειων σιδηρουργείων του Μόργκοθ. Πολύ πριν, στη μακαριότητα του Βάλινορ, ο Φίνγκον ήταν στενός φίλος του Μαέδρος• και μ' όλο που δεν ήξερε ακόμα ότι ο Μαέδρος δεν τον είχε ξεχάσει, η σκέψη της αρχαίας φιλίας τους του έκαιγε την καρδιά. Γι' αυτό αποτόλμησε κάτι που δίκαια είναι ξακουστό ανάμεσα στα κατορθώματα των πριγκίπων των Νόλντορ• μονάχος και χωρίς να συμβουλευτεί κανέναν ξεκίνησε να ψάξει τον Μαέδρος.

Έχοντας βοηθό το σκοτάδι που είχε φτιάξει ο Μόργκοθ, έφτασε απαρατήρητος στο λημέρι των εχθρών του. Σκαρφάλωσε ψηλά πάνω στις πλαγιές των Θανγκορόντριμ και κοίταξε απελπισμένος την ερήμωση της γης• αλλά δεν μπορούσε να βρει ούτε πέρασμα ούτε σχισμή, από την οποία να μπορούσε να εισδύσει στο φρούριο του Μόργκοθ. Τότε, αψηφώντας τους Ορκ, που εξακολουθούσαν να είναι μαζεμένοι από φόβο στις σκοτεινές στοές κάτω από τη γη, έβγαλε την άρπα του και τραγούδησε ένα τραγούδι του Βάλινορ που είχαν συνθέσει παλιά οι Νόλντορ, πριν γεννηθεί διχόνοια ανάμεσά τους• και η φωνή του αντήχησε στα πένθιμα κοιλώματα που ποτέ πριν δεν είχαν ακούσει τίποτ' άλλο εκτός από κραυγές φόβου και θρήνου.

Έτσι βρήκε ο Φίνγκον αυτό που ζητούσε. Γιατί ξαφνικά, από ψηλά, μακρινά και ξέθωρα, κάποιος πήρε το τραγούδι του και μια φωνή απαντώντας τον φώναζε. Ήταν ο Μαέδρος που τραγουδούσε μες στο μαρτύριό του.

Αλλά, όταν ο Φίνγκον έφτασε ως τα ριζά του γκρεμού που κρεμόταν ο συγγενής του, δεν μπορούσε να ανέβει πιο πάνω• κι έκλαψε όταν είδε τη σκληρή εφεύρεση του Μόργκοθ. Ο Μαέδρος, λοιπόν, επειδή βασανιζόταν χωρίς ελπίδα, παρακάλεσε τον Φίνγκον να τον σαϊτέψει με το τόξο του• κι ο Φίνγκον έβαλε ένα βέλος και τέντωσε το τόξο του. Και μην ελπίζοντας τίποτε καλύτερο φώναξε στον Μάνγουε, λέγοντας: «Ω, Βασιλιά, εσύ που αγαπάς όλα τα πουλιά, οδήγησε τώρα τούτην τη φτερωτή σαΐτα και δείξε λίγη λύπηση για τους Νόλντορ, στη χρεία τους!»

Η προσευχή του εισακούστηκε αμέσως. Γιατί ο Μάνγουε, που αγαπά όλα τα πουλιά που του φέρνουν πάνω στο Τανίκουετιλ τα νέα της Μέσης-γης, είχε στείλει τους Αετούς και τους είχε δώσει εντολή να εγκατασταθούν στους γκρεμούς του Βορρά και να παρακολουθούν τον Μόργκοθ• γιατί ο Μάνγουε εξακολουθούσε να λυπάται τα εξορισμένα Ξωτικά. Και οι Αετοί έφερναν νέα από τα περισσότερα που συνέβαιναν εκείνες τις μέρες στα λυπημένα αφτιά του Μάνγουε. Λοιπόν, την ώρα που ο Φίνγκον τέντωνε το τόξο του, κατέβηκε από ψηλά πετώντας στον αέρα ο Θορόντορ, ο βασιλιάς των Αετών, ο πιο μεγάλος από όλα τα πουλιά που υπήρξαν ποτέ, που τα απλωμένα φτερά του έφταναν τριάντα οργιές• και, σταματώντας το χέρι του Φίνγκον, τον σήκωσε και τον ανέβασε στο σημείο του βράχου απ' όπου κρεμόταν ο Μαέδρος.

Ο Φίνγκον δεν μπορούσε να λύσει τα δεσμά της κόλασης από τον καρπό του ούτε να τα κόψει ούτε να τα βγάλει από το βράχο. Πάλι, λοιπόν, μέσα στον πόνο του ο Μαέδρος τον παρακάλεσε να τον σκοτώσει• ο Φίνγκον όμως του έκοψε το χέρι πάνω από τον καρπό και ο Θορόντορ τους πήγε πίσω στη Μίθριμ.

Εκεί, με τον καιρό, ο Μαέδρος θεραπεύτηκε• γιατί η φωτιά της ζωής έκαιγε μέσα του και η δύναμή του προερχόταν από τον αρχαίο κόσμο, και τη διέθεταν εκείνοι που είχαν ανατραφεί στο Βάλινορ. Το σώμα του συνήλθε από το βασανιστήριο του και έγιανε, αλλά η σκιά του πόνου του βρισκόταν στην καρδιά τους και ζούσε χρησιμοποιώντας το σπαθί του με το αριστερό του χέρι πιο θανατερά απ' όσο με το δεξί του. Με αυτό το κατόρθωμα ο Φίνγκον απόκτησε μεγάλο όνομα και όλοι οι Νόλντορ τον επαινούσαν• και το μίσος ανάμεσα στους οίκους του Φινγκόλφιν και του Φέανορ καταλάγιασε.»




Ο Φινγκόλφιν ενάντια στον Μόργκοθ, πίνακας του John Howe για το Σιλμαρίλλιον του Τόλκιν
Fingolfin challenges Morgoth, by John-Howe


Η πρώτη συνάντηση του Μπέρεν και της Λούθιεν




«Τρομερό ήταν το ταξίδι του Μπέρεν προς τα νότια. Απότομοι ήταν οι γκρεμοί των Έρεντ Γκόργκοροθ και στα πόδια τους ήταν απλωμένοι ίσκιοι που υπήρχαν πριν από την εμφάνιση του Φεγγαριού. Πιο κάτω απλωνόταν η ερημιά του Ντουνγκόρθεμπ, όπου η μαγεία του Σάουρον και η δύναμη της Μέλιαν συναντιόντουσαν, και κυκλοφορούσε ο τρόμος και η παραφροσύνη. Εκεί κατοικούσαν αράχνες από την άγρια γενιά της Ουνγκόλιαντ υφαίνοντας τα αόρατα δίχτυα τους, όπου κάθε ζωντανό πλάσμα παγιδευόταν και εκεί κυκλοφορούσαν τέρατα γεννημένα στο μακρόχρονο σκοτάδι πριν τον Ήλιο, που κυνηγούσαν σιωπηλά με πολλά μάτια. Δεν υπήρχε τροφή ούτε για τα Ξωτικά ούτε για τους Ανθρώπους εκεί σ' εκείνη τη στοιχειωμένη περιοχή, μόνο θάνατος.

Εκείνο το ταξίδι δεν θεωρείται το μικρότερο από τα σπουδαία κατορθώματα του Μπέρεν, αλλά σε κανένα δεν μίλησε γι' αυτό αργότερα, μην τυχόν και ξανάρθει στο νου του κείνη η φρίκη. Κανένας δεν ξέρει πως βρήκε το δρόμο κι έφτασε, από μονοπάτια που κανένας Άνθρωπος ή Ξωτικό δεν είχε άλλοτε ποτέ τολμήσει να περάσει, στα σύνορα του Ντόριαθ. Και μπόρεσε να διασχίσει τον κυκεώνα που είχε υφάνει η Μέλιαν γύρω από το βασίλειο του Θίνγκολ, ακριβώς όπως το είχε προβλέψει• γιατί ήταν μεγάλο το πεπρωμένο του.

Αναφέρεται στην Ωδή της Λεΐθιαν ότι ο Μπέρεν μπήκε σκοντάφτοντας στο Ντόριαθ, γκρίζος και κυρτωμένος λες και τον βάραιναν πολλών χρόνων βάσανα, τόσο μεγάλο ήταν το μαρτύριο του δρόμου. Εκεί όμως που πλανιόταν το καλοκαίρι, στα δάση του Νέλντορεθ, συνάντησε τη Λούθιεν, την κόρη του Θίνγκολ και της Μέλιαν, κάποια βραδινή ώρα στο φως του φεγγαριού που μόλις έβγαινε, καθώς εκείνη χόρευε στο πάντα πράσινο γρασίδι στα ξέφωτα πλάι στον Εσγκάλντουιν. Τότε όλες οι αναμνήσεις του πόνου του τον άφησαν και μαγεύτηκε• γιατί η Λούθιεν ήταν η πιο όμορφη από όλα τα παιδιά του Ιλούβαταρ. Τα ρούχα της ήταν γαλάζια σαν τον ασυννέφιαστο ουρανό, τα μάτια της όμως ήταν γκρίζα σαν το αστροφώτιστο βράδυ• ο μανδύας της ήταν κεντημένος με χρυσαφένια λουλούδια, αλλά τα μαλλιά της ήταν σκούρα σαν τις σκιές του λυκόφωτος. Σαν το φως στις φυλλωσιές των δέντρων, σαν τη φωνή των κρυσταλλένιων νερών, σαν τ' αστέρια πάνω από τις ομίχλες του κόσμου, έτσι ήταν το μεγαλείο της ομορφιάς της• και το πρόσωπό της έλαμπε φως.

Αλλά χάθηκε από τα μάτια του• κι αυτός έχασε τη μιλιά του σαν να ήταν δεμένος με μάγια και για πολύν καιρό γύριζε χαμένος στα δάση, άγριος και προσεκτικός σαν θηρίο, αναζητώντας την. Και στην καρδιά του τη φώναζε Τινούβιελ, που πάει να πει Αηδόνι, κόρη του λυκόφωτος, στη γλώσσα των Γκρίζων Ξωτικών, γιατί δεν ήξερε κάποιο άλλο όνομα γι' αυτήν. Και την είδε μακριά σαν τα φύλλα στους φθινοπωρινούς ανέμους και το χειμώνα σαν αστέρι πάνω σε κάποιο λόφο, αλλά μια αλυσίδα έδενε τα μέλη του.

Ήρθε κάποτε κάποια ώρα κοντά στο χάραμα, τις παραμονές της άνοιξης, και η Λούθιεν χόρευε σ’ έναν πράσινο λόφο• και ξαφνικά άρχισε να τραγουδά. Δυνατό — έσκιζε την καρδιά — ήταν το τραγούδι της σαν το τραγούδι του κορυδαλλού που σηκώνεται από τις πύλες της νύχτας και ξεχύνει τη φωνή του ανάμεσα στ' αστέρια που πεθαίνουν, βλέποντας τον ήλιο πίσω από τα τείχη του κόσμου. Και το τραγούδι της Λούθιεν έλυσε τα δεσμά του χειμώνα και τα παγωμένα νερά μίλησαν και λουλούδια ξεπετάχτηκαν από την κρύα γη όπου πάτησαν τα πόδια της.

Τότε τα μάγια της σιωπής άφησαν τον Μπέρεν και της φώναξε λέγοντας «Τινούβιελ» • και τα δάση αντήχησαν το όνομα. Τότε σταμάτησε απορημένη και δεν το έβαλε στα πόδια πια και ο Μπέρεν ήρθε κοντά της. Αλλά όπως τον κοιτούσε, τη βρήκε το μοιραίο και τον αγάπησε• ξεγλίστρησε όμως από τα χέρια του και χάθηκε από τα μάτια του την ώρα που χάραζε η μέρα. Ο Μπέρεν τότε έπεσε καταγής λιπόθυμος, σαν κάποιος που έχει πεθάνει ταυτόχρονα από χαρά και λύπη. Κι έπεσε σ' έναν ύπνο λες και ήταν άβυσσος σκιάς και όταν ξύπνησε ήταν παγωμένος σαν την πέτρα και η καρδιά του γυμνή και εγκαταλειμμένη. Και ο νους του πλανιόταν και ψαχούλευε σαν κάποιος που τυφλώθηκε ξαφνικά και ψάχνει με τα χέρια ν’ αρπάξει το χαμένο φως.

Έτσι άρχισε να πληρώνει την αγωνία για τη μοίρα που του είχε οριστεί• και στη μοίρα του πιάστηκε και η Λούθιεν και, μ’ όλο που ήταν αθάνατη, μοιράστηκε τη θνητότητά του και, μ' όλο που ήταν ελεύθερη, δέθηκε με την αλυσίδα του• και η ψυχική της οδύνη ήταν η μεγαλύτερη που γνώρισε ποτέ Ξωτικό.» 



Εικονογράφηση της Λούθιεν από τον Alan Lee, από τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών
Luthien by Alan Lee, watercolor illustration



Το Πετράδι και ο Λύκος




«Τότε κυρίεψε τρόμος τον Μπέρεν και τη Λούθιεν και το ‘βαλαν στα πόδια, χωρίς προφύλαξη και μεταμφίεση, επιθυμώντας μόνο να δουν το φως γι' άλλη μια φορά. Κανείς δεν τους εμπόδισε ούτε τους καταδίωξε, αλλά στην Πύλη δεν μπόρεσαν να βγουν γιατί ο Λύκος Κάρχαροθ είχε ξυπνήσει και τώρα στεκόταν όλος θυμό στο κατώφλι της Άνγκμπαντ. Πριν τον πάρουν είδηση, τους είδε αυτός και όρμησε καταπάνω τους καθώς έτρεχαν.

Η Λούθιεν ήταν εξαντλημένη και δεν είχε ούτε το χρόνο ούτε τη δύναμη να συγκρατήσει το λύκο. Ο Μπέρεν όμως πέρασε μπροστά και με το δεξί του χέρι κράτησε ψηλά το πετράδι Σίλμαριλ. Ο Κάρχαροθ σταμάτησε και για μια στιγμή φοβήθηκε.

«Φύγε τρέχοντας!» φώναξε ο Μπέρεν• «γιατί εδώ έχει μια φωτιά που θα σε καταφάει κι εσένα και κάθε πλάσμα κακοποιό». Και έβαλε το Σίλμαριλ μπροστά στα μάτια του λύκου.

Αλλά ο Κάρχαροθ κοίταξε εκείνο το ιερό πετράδι και δεν πτοήθηκε και το αδηφάγο πνεύμα μέσα του ξύπνησε σαν φωτιά• και ανοίγοντας το στόμα πήρε ξαφνικά το χέρι μέσα στα σαγόνια του και το έκοψε από τον καρπό. Τότε αμέσως όλα του τα σωθικά άρχισαν με αγωνία να φλέγονται και το Σίλμαριλ έκαψε την καταραμένη του σάρκα. Ουρλιάζοντας το ‘βαλε στα πόδια και τα τείχη της κοιλάδας της Πύλης αντιβούιζαν από τις κραυγές του μαρτυρίου του. Τόσο φοβερός έγινε μες στην τρέλα του, που όλα τα πλάσματα του Μόργκοθ που κατοικούσαν στην κοιλάδα ή βρίσκονταν σε κάποιο δρόμο που οδηγούσε προς τα κει έφυγαν τρέχοντας μακριά• γιατί σκότωνε κάθε ζωντανό που βρισκόταν στο δρόμο του και ξεπετάχτηκε από το Βορρά στον κόσμο αφανίζοντας τα πάντα. Από όλα τα τρομερά όντα που έφτασαν ποτέ στο Μπελέριαντ πριν πέσει η 'Ανγκμπαντ, ο παραφρονημένος Κάρχαροθ ήταν το πιο φοβερός γιατί μέσα του ήταν κρυμμένη η δύναμη του Σίλμαριλ.

Ο Μπέρεν τώρα είχε πέσει λιπόθυμος στην επικίνδυνη Πύλη και ο θάνατος τον πλησίασε γιατί τα δόντια του λύκου είχαν δηλητήριο. Με τα χείλη της η Λούθιεν έβγαλε το δηλητήριο και επιστράτευσε τις εξαντλημένες δυνάμεις της για να σταματήσει την αιμορραγία της φρικτής πληγής. Αλλά πίσω της στα βάθη της 'Ανγκμπαντ σηκώθηκε μεγάλος θυμός και χλαλοή. Οι στρατιές του Μόργκοθ ξύπνησαν.

Έτσι η αποστολή για το Σίλμαριλ έμοιαζε να καταλήγει σε όλεθρο κι απελπισίας αλλά εκείνη την ώρα πάνω από το τείχος της κοιλάδας εμφανίστηκαν τρία μεγάλα πουλιά, να έρχονται προς τα βόρεια πετώντας με φτερούγες γρηγορότερες από τον άνεμο. Η περιπλάνηση και η ανάγκη του Μπέρεν είχε διαδοθεί ανάμεσα σε όλα τα πουλιά και τα ζώα και ο ίδιος ο Χούαν είχε πει σε όλα να προσέχουν μήπως χρειαστεί να τον βοηθήσουν. Ψηλά πάνω από την επικράτεια του Μόργκοθ ο Θορόντορ και οι ακόλουθοι του πετούσαν και, βλέποντας τώρα την παραφροσύνη του Λύκου και την πτώση του Μπέρεν, κατέβηκαν γρήγορα κάτω την ώρα που οι δυνάμεις της 'Ανγκμπαντ απελευθερώθηκαν από τα δίχτυα του ύπνου.

Σήκωσαν τότε τη Λούθιεν και τον Μπέρεν από τη γη και τους πήραν ψηλά στα σύννεφα.»



Αποχαιρετισμός




«Αλλά ο Χούριν δεν κοίταξε το βράχο, γιατί ήξερε τι ήταν γραμμένο εκεί• και τα μάτια του είχαν διακρίνει πως δεν ήταν μόνος. Στη σκιά του βράχου βρισκόταν μια γυναίκα γονατισμένη• κι όπως ο Χούριν στεκόταν εκεί σιωπηλός, εκείνη έριξε πίσω την κουρελιασμένη της κουκούλα και σήκωσε το κεφάλι. Γριά και γκριζομάλλα ήταν, αλλά ξαφνικά το βλέμμα της διασταυρώθηκε με το δικό του και τη γνώρισε• γιατί, μ' όλο που ήταν άγριο και γεμάτο φόβο, εξακολουθούσε να λάμπει μέσα του εκείνο το φως που, πολύ παλιά, εξαιτίας του είχε κερδίσει αυτή το όνομα της Έλεντγουεν, της πιο περήφανης και πιο όμορφης απ' όλες τις θνητές γυναίκες τις αρχαίες μέρες.

«Ήρθες επιτέλους», είπε. «Περίμενα πολύν καιρό».

«Ο δρόμος ήταν σκοτεινός. Ήρθα όπως μπορούσα», της αποκρίθηκε.

«Ήρθες όμως πολύ αργά», είπε η Μόργουεν. «Χάθηκαν».

«Το ξέρω», είπε. «Εσύ όμως δε χάθηκες».

Αλλά η Μόργουεν είπε:

«Σχεδόν. Έχω τελειώσει, θα φύγω με τον ήλιο. Τώρα έχει απομείνει λίγος χρόνος: αν ξέρεις, πες μου! Πώς τον βρήκε;»

Αλλά ο Χούριν δεν απάντησε, και κάθισαν πλάι στο βράχο και δε μίλησαν ξανά• κι όταν ο ήλιος έδυσε, η Μόργουεν αναστέναξε και του’ σφίξε το χέρι κι ύστερα έμεινε ακίνητη• κι ο Χούριν κατάλαβε πως είχε ξεψυχήσει.

Την κοίταξε στο λυκόφως και του φάνηκε πως οι ρυτίδες της λύπης και των σκληρών κακουχιών έσβησαν. «Δε νικήθηκε», είπε και της έκλεισε τα μάτια και κάθισε ακίνητος πλάι της καθώς έπεφτε η νύχτα.»



J. R. R. Tolkien, “The Silmarillion”. Πρώτη έκδοση το 1977, με επιμέλεια του γιου του, Κρίστοφερ Τόλκιν. Η μετάφραση των αποσπασμάτων είναι της Ευγενίας Χατζηθανάση-Κόλια. Οι εικονογραφήσεις είναι των Alan Lee, John Howe, Ted Nasmith, Nicolai Kochergin και Denis Gordeev.


© Παρουσίαση, το φονικό κουνέλι, Δεκέμβρης του 18. Παρακαλώ να μην αντιγραφεί και αναδημοσιευτεί το συνολικό κείμενο σε άλλες ιστοσελίδες.



Η Αδερφοκτόνος Σφαγή από το Silmarillion του J.R.R. Tolkien, σε πίνακα του Ted Nasmith
The Kinslaying at Alqualondë by Ted Nasmith