29 Οκτωβρίου 2017

35 Έργα Ορόσημα της Λογοτεχνίας του Μεσαίωνα. Μέρος Ι


Λογοτεχνία του Μεσαίωνα αφίσα φονικό κουνέλι



Με χαρά παρουσιάζω το μεγαλύτερο από τα λογοτεχνικά αφιερώματα που έχω καταπιαστεί ως σήμερα. Σήμερα εξάλλου εγκαινιάζω μια σειρά κειμένων πάνω στην ιστορία της λογοτεχνίας, η οποία ευελπιστώ να εξελιχθεί προς ποικίλες κατευθύνσεις στο μέλλον και της οποίας δεν βλέπουμε παρά την αρχή…

Ξεκινώντας, λοιπόν, επέλεξα τη μακροχρόνια και «σκοτεινή» περίοδο του Μεσαίωνα. Μια εποχή, αν μη τι άλλο, παρεξηγημένη, δίνοντας την αίσθηση πως οι τέχνες και το πνεύμα ήταν καταχωνιασμένες σε κάποιο σκοτεινό κελάρι για αιώνες, μέχρι που μια χούφτα άνθρωποι άνοιξαν την πόρτα και λούστηκε το κελάρι με το άπλετο φως της Αναγέννησης… Ασφαλώς στην ιστορία τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά – η Αναγέννηση υπήρξε μια ανάσα φρεσκάδας (σαν κάποιος να φύσηξε τη σκόνη από ένα παλιό βιβλίο), μα ο Μεσαίωνας έθεσε τις βάσεις και προετοίμασε, με αργούς ρυθμούς, την πολιτισμική έκρηξη που θα ακολουθούσε. Παρέδωσε τη δική του τέχνη και τη δική του λογοτεχνία – κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητες, όπως θα δούμε στο παρόν αφιέρωμα.

Θα περιπλανηθούμε όχι μόνο στα βάθη του χρόνου, μα και στα πλάτη του κόσμου. Από τις ισλανδικές Sagas, στα γαλλικά ρομάντζα, από τα γερμανικά ηρωικά ποιήματα στα ακριτικά τραγούδια, από τους κέλτικους μύθους στις αραβικές αλληγορίες, από τα ταξίδια των εξερευνητών ως τα βάθη της Άπω Ανατολής… Θα μιλήσουμε όχι μόνο για τον Δάντη, τον Βοκάκιο και τον Κρετιέν, μα και για κορυφαία πνεύματα της μεσαιωνικής Μέσης Ανατολής όπως ο Φερντοσί, ο Ομάρ Καγιάμ και ο Φαρίντ Ουντίν Αττάρ, ή για πρωτοπόρες γυναίκες όπως η Κριστίν ντε Πιζάν, η Μαρία της Γαλλίας και η Μουρασάκι Σικίμπου.

Θα ταξιδέψουμε στην αυλή του βασιλιά Αρθούρου, θα εντοπίσουμε τις λογοτεχνικές πηγές που ενέπνευσαν συγγραφείς όπως ο Τζ. Ρ.Ρ. Τόλκιν, θα ακολουθήσουμε τον Μάρκο Πόλο στα ταξίδια του, θα τραγουδήσουμε το αιματοβαμμένο άσμα των Νιμπελούνγκεν, θα χαζέψουμε τις ιαπωνικές κερασιές και θα αφεθούμε, για άλλη μια φορά, στα παραμύθια της Χαλιμάς.

Είναι ένα κείμενο που έγραψα σε δόσεις, εντός ενός μεγάλου χρονικού διαστήματος. Μα το ταξίδι άξιζε τον κόπο – μένει τώρα να μοιραστώ αυτό το ταξίδι μου μαζί σας.

Προσπάθησα να διατηρήσω μια σχετική χρονολογική σειρά στη διαδοχή των έργων. Το παρόν μέρος λοιπόν καλύπτει χονδρικά την περίοδο από το 700 ως το 1200. Το δεύτερο μέρος θα συνεχίσει από εκεί που άφησε το πρώτο, φτάνοντας ως τα χρόνια της Αναγέννησης. Διαβάζοντάς τα θα διαπιστώσουμε πως η «σκοτεινή» αυτή περίοδος άφησε πολλά λαμπρά διαμάντια πίσω της… Ας ξεκινήσουμε λοιπόν.









1 # Μπέογουλφ [Beowulf]. Μεταξύ 700–1000 (ημερομηνία που καταγράφτηκε το ποίημα), μεταξύ 975–1010 (ημερομηνία του χειρόγραφου)



Anton Pieck - Illustration of Beowulf from Heroes Of Mankind, 1941



«Ο βασιλιάς ο ίδιος,
που η αξία του γνωστή ήταν κι αποδεδειγμένη,
κι ο δράκοντας,
που φύλαγε το θησαυρό για χρόνια,
μαζί θα τον αφήνανε τον κόσμο αυτό,
οι δυο τους»



Πολλοί ανάμεσά μας μεγαλώσαμε διαβάζοντας τις επικές ιστορίες του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν για τους ήρωες της Μέσης Γης – μα λίγοι γνωρίζαμε από πού έλκουν τις ρίζες τους οι θαυμαστές αυτές ιστορίες για τους δράκους και τους ξακουστούς πολεμιστές. Εδώ, κύριοι, βρισκόμαστε στις απαρχές όχι μόνο της φανταστικής, μα της αγγλικής λογοτεχνίας στο σύνολό της.

Το «Μπέογουλφ» είναι ένα αγγλοσαξονικό επικό ποίημα και οι ρίζες του ανάγονται στα γερμανικά φύλα που κατέκλυσαν την Ευρώπη στη διάρκεια του πρώιμου Μεσαίωνα. Ουσιαστικά αποτελεί το μοναδικό πλήρες κείμενο της αγγλοσαξονικής περιόδου – της εποχής, δηλαδή, πριν τη νορμανδική κατάκτηση της Βρετανίας. Η σύνθεση του έργου έγινε στα Παλαιοαγγλικά κατά τις πρώτες δεκαετίες του 8ου αιώνα μ.Χ.. Άγνωστος ο ποιητής – οι μελετητές υποθέτουν πως ήταν κάποιος κληρικός. Ωστόσο πριν από τη γραπτή του σύνθεση, πριν ακόμα ο χριστιανισμός εξαπλωθεί στην Αγγλία, το ποίημα μεταδιδόταν σε προφορική μορφή από τους βάρδους – οι χριστιανικές αναφορές προστέθηκαν αργότερα.

Εξελίσσεται όχι στη Βρετανία, μα στη Δανία και τη Νότια Σουηδία σε κάποιο ομιχλώδη χρόνο, προγενέστερο της συγγραφής τουλάχιστον κατά δύο αιώνες – και διαβάζοντάς το νιώθεις να τυλίγει και σένα η ομίχλη του χρόνου και του μύθου. “Εδώ αρχίζουν όλα”, σου ψιθυρίζει μια φωνή που μοιάζει να ‘ρχεται από κάποιο σκοτεινό βάλτο, πέρα μακριά στις παρυφές του δάσους. Και κάπου εκεί συναντάς την αρχέτυπη μορφή του Μπέογουλφ, του ήρωα που σκότωσε τα ανθρωποφάγα τέρατα Γρέντελ και τη θηριώδη μάνα του, καθώς και τον δράκοντα, φύλακα του θησαυρού και εξολοθρευτή του ανθρώπινου γένους.

Και τότε συνειδητοποιείς πως όλες αυτές οι ιστορίες για τους πολεμιστές και τους δράκους που διάβαζες μικρός (ή έβλεπες στον κινηματογράφο) δεν είναι παρά η επέκταση του θρύλου εκείνης της εποχής – σαν μια μελανοκηλίδα που πέφτει στο νερό και μεμιάς εξαπλώνεται προς χίλιες κατευθύνσεις. Μία από αυτές τις αρχέγονες μελανοκηλίδες είναι ο Μπέογουλφ.

Το κείμενο στην αυθεντική του γλώσσα είναι σχεδόν αδύνατο να γίνει κατανοητό από τους μη γνώστες της Παλαιοαγγλικής (καιρός να πετάξεις το Proficiency, εδώ δεν θα σου χρειαστεί). Τα παλαιοαγγλικά δεν έχουν καμία σχέση με τα νεότερα αγγλικά που καθιερώθηκαν τους επόμενους αιώνες. Μεγαλύτερη ομοιότητα έχουν τα αρχαία με τα σύγχρονα ελληνικά, παρά τα παλαιοαγγλικά με τα νεότερα αγγλικά – εξ’ ού και η δυσκολία μετάφρασης του έργου.

Θεματικά και υφολογικά θα βρεις αρκετά κοινά με τα ομηρικά έπη, αν και η Οδύσσεια και η Ιλιάδα ήταν άγνωστες τον καιρό εκείνο στη Δύση – η επιρροή όμως υπήρξε έμμεση, μέσω της Αινειάδας του Βιργιλίου, που ήταν διαδεδομένη και αγαπητή μεταξύ των (λίγων) μορφωμένων της εποχής.

Το ποίημα περιλαμβάνει μια μίξη προ-χριστιανικών με χριστιανικά στοιχεία: ο ηρωισμός, η συντροφικότητα, η ευγένεια και η αυτοθυσία από τη μία, ο αρχέγονος αγώνας ενάντια στο κακό από την άλλη (στη διάρκεια του χριστιανικού Μεσαίωνα ο δράκος συμβόλιζε το Σατανά – θυμίζουμε και το θρύλο του Αγίου Γεωργίου). Θα συναντήσεις παραπομπές στην πολεμική γερμανική κοινωνία των παγανιστικών χρόνων, μα και ηθοπλαστικές αναφορές που φαίνεται να έχουν προστεθεί αργότερα, όταν είχε καθιερωθεί πια ο χριστιανισμός. Κάποιες φορές είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις ποιες πλευρές του έργου ανήκουν στην προχριστιανική και ποιες στην χριστιανική εποχή. Ένα είναι βέβαιο όμως – και θα το επαναλάβουμε: εδώ αρχίζουν όλα.

Και φυσικά δεν είναι τυχαίο πως από τους σημαντικότερους μελετητές του Μπέογουλφ υπήρξε ο ίδιος ο Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν.


«Ο Κύριος των πάντων
αφήνει κάποτε ψυχή ανθρώπου ν’ απολαύσει
κάθε χαρά πάνω στη γη. Του δίνει εξουσία
κι έναν λαό να κυβερνά, περιοχές του κόσμου
κι απέραντο βασίλειο, όμως αυτός δεν ‘ σκέφθη,
μέσα στην αφροσύνη του, ότι το τέλος θα ‘ρθει.
Γιορτή ‘ναι ατελείωτη, νομίζει, η ζωή του.
Οι αρρώστιες και τα γηρατειά καθόλου δεν ‘ μποδίζουν,
και δεν υπάρχουν βάσανα να σκιάζουν το μυαλό του,
διόλου η έχθρα κίνδυνο γι’ αυτόν πια δεν σημαίνει,
κι όλος ο κόσμος προσκυνά στη θέλησή του μόνο.
Δεν ξέρει τα χειρότερα.»


«Μέσα στο έδαφος αφήσαν το χρυσάφι,
Όπου ακόμα βρίσκεται, ανώφελο στον κόσμο,
Όπως υπήρξε και παλιά»

[μετάφραση: Π. Καραγιώργου]







2 # Σαχναμέ, το Βιβλίο των Βασιλέων [Shahnameh, شاهنامه]. Φερντοσί, μεταξύ 977 και 1010.







«Ω, γιέ μου, τα χείλη σου μυρίζουν ακόμα γάλα,
και η καρδιά σου θα ‘πρεπε ν’ αποζητά τις απολαύσεις.
Μα οι μέρες είναι άσχημες,
Και η Περσία αποβλέπει σε σένα στον κίνδυνό της.»



Αυτό, κύριοι, είναι το εθνικό έπος της Περσίας (Ιράν), γραμμένο από τον ποιητή Φερντοσί (Ferdowsi). Και όχι μόνο – Το Σαχναμέ, παρέα με την αρχαία ινδική Μαχαμπαράτα, συνιστούν τα μεγαλύτερη σε έκταση έπη στην ιστορία της λογοτεχνίας. Διαβάζοντας το Σαχναμέ βλέπεις να ξετυλίγεται μπροστά σου, σαν φλεγόμενο όραμα, στίχο προς στίχο, όλη η ιστορία της Περσίας, ξεκινώντας από τους μυθικούς χρόνους, αναπαράγοντας θρύλους και λαϊκές δοξασίες και καταλήγοντας στα ιστορικά χρόνια.

Το έπος χωρίζεται σε τρία μέρη: τη μυθική, την ηρωική, και την ιστορική εποχή. Ξεκινώντας από τη δημιουργία του κόσμου, τον μυθικό βασιλιά και πρωτόπλαστο Κεγιουμάρς και τον εγγονό του, Χουσάνγκ, που ανακάλυψε τη φωτιά, περνώντας μέσα από μάχες ενάντια σε υπερφυσικά στοιχεία και δαίμονες, βλέποντας να οικοδομείται, πέτρα προς πέτρα, ο ανθρώπινος πολιτισμός – και φτάνοντας ως τον τελευταίο σάχη των Σασσανιδών, Ισδιγέρδη Γ’ και την ισλαμική κατάκτηση, το Σαχναμέ καλύπτει την περίοδο πενήντα βασιλέων, οι οποίοι χωρίζονται σε τέσσερις δυναστείες: Πισταντί, Καγιανί, Ασκανί και Σασανί (οι γνωστοί μας Σασσανίδες).

Το έργο τελειώνει με την ισλαμική κατάκτηση, για την οποία λέγεται πως ο ποιητής είχε δυσχερή γνώμη, παρά το γεγονός πως ήταν μουσουλμάνος ο ίδιος – γι’ αυτό και θέλησε να καταγράψει το έπος, ώστε να διατηρήσει αλώβητη τη μνήμη της προ-αραβικής Περσίας στους αιώνες. Συνειδητά απέφυγε τη χρήση λέξεων αραβικής προέλευσης, ενώ δεν συμπεριέλαβε στοιχεία από την αραβική κοσμολογία. Η τελική ήττα των Σασσανιδών βασιλέων και η κατάκτηση από τους Άραβες θυμίζουν κύκνειο άσμα – το τέλος ενός ένδοξου κόσμου.

Διαφαίνονται οι αντιλήψεις του Ζωροαστρισμού, η έμφαση στην ελεύθερη θέληση, μα και οι αντιφατικές πτυχές των χαρακτήρων, που δεν είναι αποκλειστικά καλοί ή κακοί, μα διέπονται από σφάλματα και προτερήματα ταυτόχρονα – ιδιαίτερα στο ύστερο μέρος, όταν το έργο προσεγγίζει τους ιστορικούς χρόνους και ο Φερντοσί είχε περισσότερες πηγές στη διάθεσή του. Έτσι λοιπόν οι περισσότερο αρχετυπικοί ήρωες του μυθικού πρώτου μέρους παραχωρούν σταδιακά τη θέση τους στους πολυδιάστατους χαρακτήρες του ύστερου μέρους, καθώς και σε μια πλειάδα «ρεαλιστικών» στοιχείων όσο αφορά την απεικόνιση της ζωής της καθημερινότητας.

Η απεικόνιση των βασιλιάδων δεν σημαίνει και εξιδανίκευσή τους – συχνά γίνεται το αντίθετο. Ο ποιητής καταπιάνεται περισσότερο με κάποιους, όπως ο Καβούς, έναν από τους χειρότερους βασιλιάδες, θέλοντας να δείξει τις επιπτώσεις της εξουσίας όταν επαφίεται σε αδίστακτους ή ανίκανους άρχοντες. Ένα από τα κεντρικά θέματα του έργου είναι η συχνή κατωτερότητα των αρχόντων συγκριτικά με τους ήρωες και τους ανθρώπους που βρίσκονται σε θέση υποταγής. Ηθική και εξουσία συχνά συνιστούν δύο κόσμους σε διάσταση, ενώ ως μεγαλύτερα ανθρώπινα ελαττώματα θεωρούνται η απληστία και η υπέρμετρη φιλοδοξία.

Όπως σημειώνει ο μεταφραστής Dick Davis στην εισαγωγή του βιβλίου στα αγγλικά [εκδόσεις Penguin], το έργο θέτει στο επίκεντρό του καίρια ηθικά ερωτήματα. Σημασία δεν έχει το ερώτημα «πως κερδίζω;», μα «πώς να φερθώ σωστά;» Παρουσιάζει εξάλλου ενδιαφέρον και η θετική απεικόνιση των γήινων απολαύσεων και του έρωτα, όπως βλέπουμε στην ιστορία ενός από τους καλύτερους βασιλείς του έργου, του Μπαχράμ-Γκουρ – τα ιδανικά αυτά έρχονται σε αντιδιαστολή με την ηθική λιτότητας που πρεσβεύει το Ισλάμ και οι κατακτητές του.

Αξία αναφοράς η σχεδόν ολική απουσία των Αχαιμενιδών (στους οποίους ανήκε ο Κύρος, ο Δαρείος και ο Ξέρξης), όπως και των Πάρθων (οι Σασσανίδες τους είχαν σχεδόν σβήσει από τα ιστορικά αρχεία τον καιρό που γράφτηκε το έργο), καθώς και η εμφάνιση του Αλεξάνδρου (με τον οποίο γίνεται η μεταβίβαση από την ηρωική στην ιστορική εποχή). Ο Αλέξανδρος του Σαχναμέ παρουσιάζεται κατά το ήμισυ ως ένας αδίστακτος κατακτητής και κατά το ήμισυ ως ένας πεφωτισμένος αναζητητής της φώτισης – το όνομά του είναι Σικαντέρ [Sekandar].




3 # Η Ιστορία του Γκέντζι [源氏物語, Genji Monogatari]. Μουρασάκι Σικίμπου, αρχές 11ου αιώνα







«Είμαι σαν το φεγγάρι που περπατάει στον ουρανό, χωρίς να ξέρει τις απειλές που μπορεί να κρύβουν οι άκαρδοι λόφοι· παρ΄ όλο που κινείται εκεί ψηλά, το φως του σβήνει ξαφνικά.»



Η σημασία της Μουρασάκι Σικίμπου [紫式部, Murasaki Shikibu] στο ιαπωνικό λογοτεχνικό στερέωμα είναι εφάμιλλη ενός Ομήρου, ή ενός Σαίξπηρ, για τη Δύση. Έχει διασκευαστεί σε ταινίες, όπερες, θέατρα, χορούς και manga, έχει μελετηθεί όσο ελάχιστα λογοτεχνικά έργα και συνιστά κομβικό μέρος της ιαπωνικής πολιτισμικής κληρονομιάς. Μένει να δούμε και μια ελληνική μετάφραση του πελώριου αυτού έργου – προς το παρόν όμως μπορούμε να απολαύσουμε την εξαιρετική απόδοση των αγγλικών εκδόσεων Penguin.

Η “Ιστορία του Γκέντζι” γράφτηκε πριν 1000 χρόνια σε μια άγνωστη γλώσσα και σ’ έναν μακρινό πολιτισμό (έναν πολιτισμό που συχνά τα μόνα διαχωριστικά ανάμεσα στους θαμώνες του είναι λεπτές κουρτίνες και ξύλα από μπαμπού). Μα η αμεσότητά της είναι σπάνια για την εποχή που γράφτηκε, και τα μηνύματά της είναι ικανά να μιλήσουν σε κάθε σύγχρονο αναγνώστη. Σχεδόν μπορείς ν’ αγγίξεις τους χαρακτήρες, ν’ ακούσεις τη φωνή τους, να συμμετάσχεις στους διαλόγους τους, τόσο αληθινοί μοιάζουν να καθρεφτίζονται στις σελίδες του βιβλίου – οι οποίες μοιάζουν με τα νερά μιας λίμνης, όπου βλέπεις με έκπληξη την αντανάκλασή σου. Μοιάζει με παράθυρο σε μια άλλη πραγματικότητα, που σαν μπουμπούκι ανοίγει τα πέταλά της στα χέρια σου. «Το λουλούδι που σε έκανε να απορήσεις είναι το γιουγκάο, που γίνεται αγνώριστο όταν φοράει την πρωινή δροσιά.»

Πολύ συνοπτικά, η ιστορία εξελίσσεται στην αυτοκρατορική αυλή του μεσαιωνικού Κιότο και ήρωάς της είναι ο Γκέντζι, γιος του Αυτοκράτορα – μα όχι πρωτότοκος. Ο Αυτοκράτορας αδυνατεί μπρος στους νόμους του βασιλείου να απονείμει τον τίτλο του διαδόχου στον Γκέντζι, κι έτσι ο Γκέντζι υιοθετεί ένα ψευδώνυμο και ζει μαζί με τους κοινούς πολίτες, διατηρώντας ωστόσο τις επαφές του με τον κόσμο της αριστοκρατίας – κάτι που καθιστά τον Γκέντζι έναν χαρακτήρα που έχει πρόσβαση και στους δύο κόσμους, τόσο των ευγενών όσο και των «απλών» ανθρώπων.



Toyokuni Utagawa Hiroshige - Tale of Genji__1853



Ένα μεγάλο μέρος του έργου καταπιάνεται με τους έρωτες του Γκέντζι – και τον εσωτερικό κόσμο των γυναικών με τις οποίες έρχεται σε επαφή. Η ιστορία μεταπηδά από το ιλαρό στο τραγικό, από ερωτικές φαρσοπεριπέτειες σε στιγμές πανανθρώπινου πόνου και οικουμενικού μεγαλείου. Εξάλλου όσο μεγαλώνει ηλικιακά, τόσο ο Γκέντζι αποκτά όλο και μεγαλύτερη πολιτική σπουδαιότητα – κι εκεί που η πολιτική μπλέκεται με τον έρωτα, τα αποτελέσματα δεν μπορεί παρά να είναι κατακλυσμιαία.

Μεταξύ πολλών άλλων, είναι ένα έργο που δεν φοβάται να σκοτώσει πολλούς από τους βασικούς χαρακτήρες του, πολύ πριν ακόμα φτάσει στο τέλος του – κάτι που μας θυμίζει τα μεγάλα έπη της αρχαιότητας.

Άπλετες και οι αναφορές στο κάρμα, στη μετενσάρκωση. «Της ορκίστηκε πως θα την αγαπούσε σε τούτη και σε όλες τις μελλοντικές ζωές.» «Γνώρισα τόση λύπη σε τούτο τον κόσμο, ώστε ελάχιστες ελπίδες έχω για τους μελλοντικούς.»
«Τώρα που γνωρίζω πόσο επώδυνο είναι να ζω τόσο πολύ, ντρέπομαι να φανταστώ τι γνώμη θα είχε για μένα το Πεύκο.»

Εν τέλει, ο κόσμος του Γκέντζι μοιάζει με το τίναγμα των φτερών μιας πεταλούδας. Μια πραγματικότητα που η ερωτική πράξη αποδίδεται με τη λέξη Yume: «όνειρο». Ένας κόσμος όπου οι εραστές επικοινωνούσαν ο ένας με τον άλλο ανταλλάσσοντας λεκτικές στιχομυθίες, όπου το φλερτ ήταν συνώνυμο με την ποίηση – την υψηλότερη από τις τέχνες στην Ιαπωνία των καιρών. Ένας κόσμος στον οποίο οι γυναίκες είχαν δύο εναλλακτικές επιλογές: τον έρωτα ή τη μοναστική ζωή. Ένας κόσμος όπου το να αντικρίσεις την όψη μιας γυναίκας πίσω απ’ τα παραπετάσματα σήμαινε να την κατέχεις.

[τα αποσπάσματα σε μετάφραση Α. Σωτηρίου]



Torii Kotondo - Hair Combing - 1933



4 # Το Βιβλίο του Μαξιλαριού  [枕草子, Makura no Sōshi, “The Pillow Book”]. Σέι Σοναγκόν, ολοκληρώθηκε το έτος 1002 μ.Χ.







«Όταν κάποιος με τον οποίο συνδέεσαι ερωτικά επιμένει ν’ αναφέρει μια γυναίκα που γνώρισε στο παρελθόν, κι ας έχουν χωρίσει εδώ και πολύ καιρό, πάντα εκνευρίζεσαι»



Μένουμε στην Ιαπωνία. Το «Βιβλίο του Μαξιλαριού» (ή Προσκεφάλου) της Σέι Σοναγκόν, σύγχρονης της Μουρασάκι, συνιστά μια καταγραφή σκέψεων και απόψεων της συγγραφέως πάνω σε ζητήματα της τότε καθημερινότητας. Σαν τους αραχνοΰφαντους εκείνους στοχασμούς που χοροπηδά η σκέψη σου τις νύχτες, όταν ξαπλώνεις και βρίσκεσαι αγκαλιά με το μαξιλάρι σου, όμοια και το βιβλίο της Σέι Σοναγκόν μοιάζει να πετά ανάλαφρα από στοχασμό σε στοχασμό – κι εσύ συνοδεύεις τη συγγραφέα στον περίπατο της σκέψης της, πιάνοντάς την αγκαζέ και κρατώντας τ’ ομπρελίνο της…

Μέχρι να σε πάρει ο ύπνος δίπλα σ’ εκείνη τη λίμνη με τα νούφαρα. Είσαι, άραγε, εκείνη η πεταλούδα που τινάζει τα φτερά της, ή απλώς την ονειρεύεσαι;

Σε μια εποχή που οι γυναίκες της αυλής ήταν περιορισμένες πίσω από τους λεπτούς τοίχους της καθημερινής ευπρέπειας και των κοινωνικών συμβάσεων, το βιβλίο μοιάζει βαθιά προοδευτικό και μας εκπλήσσει με την αμεσότητά του. Να μην αναφέρουμε φυσικά πως πίσω από τη σπιρτάδα και την ευφυΐα πολλών από τα μέρη του έργου δεσπόζει μια γυναικεία μορφή, σε μια εποχή που στη Δύση είναι αμφίβολο αν υπήρξε μια χούφτα γυναικών ικανών να συνθέσουν λογοτεχνία – μα και αντρών, αν το καλοσκεφτούμε.

Τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται η συγγραφέας δεν είναι φιλοσοφικά ή θρησκευτικά, μα οι λεπτές εκείνες αποχρώσεις της καθημερινότητας που χρωματίζουν τη ζωή. Ο προσωπικός, εξάλλου, χαρακτήρας του βιβλίου πάνω στις συνήθειες της αυλής, τον έρωτα και τα κουτσομπολιά της κοινωνικής ζωής, το κάνουν να μοιάζει περισσότερο με προσωπικό ημερολόγιο – μια προσωπική καταγραφή που σπάνιζε σε άλλα μέρη του κόσμου.

Επί της ουσίας, η Σοναγκόν προόριζε το βιβλίο για προσωπική της ευχαρίστηση και εκτόνωση – όχι για κοινό ανάγνωσμα. Ήταν ένας τρόπος προσωπικής έκφρασης σε μια κοινωνία που δεν άφηνε πολλά περιθώρια για κάτι τέτοιο. Αυτό διαχωρίζει το ημερολόγιό της από άλλα αντίστοιχα αναγνώσματα της εποχής: η βαθιά υποκειμενικότητά του που, ωστόσο, σε πολλά πράγματα μοιάζει διαχρονική 1000 χρόνια μετά. Κάπως έτσι παραδίδεσαι λοιπόν στη φωνή της συγγραφέως – και στο απαλό σου μαξιλάρι, λίγο πριν τραβήξεις πάλι για τον κόσμο των ονείρων.







5 # Το Τραγούδι του Ρολάνδου [La Chanson de Roland, The Song of Roland]. Ημερομηνία καταγραφής μεταξύ 1040 και 1115.







«Λέει ο Ρολάντ: “Γιατί είσαι τόσο οργισμένος μαζί μου;”
Κι ο άλλος απαντάει: “Σύντροφε, εσύ φταις,
γιατί η παλικαριά με σύνεση δεν είναι τρέλα·
καλύτερο είναι το μέτρο απ’ την αποκοτιά.
Οι Φράγκοι είναι νεκροί απ’ την επιπολαιότητά σου.
Ποτέ πια δεν θα υπηρετήσουμε ξανά τον Κάρολο.
Η παλικαριά σου, Ρολάντ, μας βγήκε σε κακό!»



Αν το «Μπέογουλφ» συνιστά τη ρίζα της αγγλοσαξονικής λογοτεχνίας, το «Τραγούδι του Ρολάνδου» είναι η ραχοκοκαλιά της γαλλικής λογοτεχνίας. Ιστορικό υπόβαθρο του βιβλίου είναι η εκστρατεία του Καρλομάγνου ενάντια στους Σαρακηνούς της Ισπανίας – τους «άπιστους», όπως χαρακτηρίζονται στο έργο. Από τη μία ο στρατός των Φράγκων, από την άλλη ο στρατός των Σαρακηνών και των Βάσκων (οι τελευταίοι είχαν λόγους να προτιμούν τους Άραβες στα ισπανικά εδάφη, συγκριτικά με τους Φράγκους). Το αποτέλεσμα είναι η πανωλεθρία του φραγκικού στρατού και η υποχώρηση του Καρλομάγνου – κάτι που προσπάθησαν ν’ αποκρύψουν τα λατινικά χρονικά της εποχής.

Ωστόσο, καταμεσής της ήττας, στο μεταίχμιο μεταξύ θρύλου και πραγματικότητας, ξεχωρίζει η ηρωική μορφή του Ρολάνδου, πρωτοπαλίκαρου του Καρλομάγνου, που έπεσε ηρωικά στο πεδίο της μάχης – κι έγινε εκ τοτε ένας από τους μεγαλύτερους λαϊκούς ήρωες του αναδυόμενου ευρωπαϊκού μεσαιωνικού πολιτισμού.

Αφύσικη, σχεδόν τερατώδης η ρώμη του Ρολάνδου, που με ένα χτύπημα του σπαθιού του μπορεί να κόψει στα δυο έναν άνθρωπο με το υπερφυσικών δυνάμεων ξίφος του, τον Durendal – ένα σπαθί που συνιστά έμψυχο ον και όχι αντικείμενο. Σχεδόν άτρωτος, δίχως να σκοτώνεται ενώ βροχή από βέλη τρυπούν τον θώρακά του, παραπέμπει σε άλλους ήρωες της γερμανικής μυθολογίας, όπως ο Ζίγκφριντ που λούστηκε στο αίμα του δράκου, ο Μπέογουλφ – και, φυσικά, ο Αχιλλέας. Όσο αφορά το περίφημο κέρας του, ικανό ν’ ακουστεί σε αποστάσεις αδιανόητες, απετέλεσε με τη σειρά του μέρος του μύθου.

Αντίστοιχα με έργα όπως το “Μπέογουλφ” και το “Τραγούδι των Νιμπελούνγκεν”, τα πρώιμα παγανιστικά στοιχεία του μύθου (όπως το ξίφος με τις μαγικές ιδιότητες) έχουν διαποτιστεί με το μεταγενέστερο χριστιανικό στοιχείο. Παγανισμός και χριστιανισμός σμίγουν, σε μια Ευρώπη που μόλις είχε αρχίσει να σχηματίζει το πρόσωπό της.






Όπως συμβαίνει εξάλλου στα γερμανικά έπη, η δόξα της μάχης καταλήγει σ’ ένα λουτρό αίματος και στην αναπόφευκτη τραγωδία – μια τραγωδία σημαδεμένη απ’ το άγγιγμα της πανταχού παρούσας μοίρας, το χέρι της οποίας δεσπόζει πάνω απ’ τις ατομικές κινήσεις των ηρώων του έργου. Στα προ-χριστιανικά χρόνια (και τα ήθη των γερμανικών φύλων) παραπέμπει και το θέμα του ένδοξου θανάτου, καταμεσής της μάχης, όπως και η αξία που αποδίδεται στη δόξα.

Ο χαρακτήρας του Ρολάνδου παρουσιάζεται εριστικός, οξύθυμος και αλαζόνας, μα στον προ-χριστιανικό κόσμο τέτοιες πτυχές θεωρούνταν αρετές. Η ορμητική φύση του Ρολάνδου, τυφλωμένη απ’ το πολεμικό μένος, παραπέμπει στη λατρεία του Odin/Wotan και των παράφορων ακόλουθών του, των Berserkir. Τελικά ο Ρολάνδος σώζεται γιατί βάζει κατά μέρος την ύβρη και αφήνεται στο έλεος του Θεού.

Στον αντίποδα του Ρολάνδου ο ορθολογιστής και συνετός Όλιβερ – εκφραστής ενός ηπιότερου πνεύματος, κόντρα στη γερμανική παραφορά, εγγύτερα στο αρχαιοελληνικό «μέτρο».

Ξεχωρίζει επίσης η πανταχού παρούσα μορφή του προδότη Γκανελόν, ο οποίος καλείται να διαλέξει ανάμεσα στην υπεράσπιση της σπιλωμένης του τιμής και την προδοσία – ή στην υποχώρηση. Διαλέγει το πρώτο, φανερώνοντας πως ο ρόλος του κάθε άλλο παρά μονοδιάστατος είναι.

Όσο αφορά τους «άπιστους» του Ισλάμ; Ο πόλεμος μεταξύ Φράγκων και Αράβων μοιάζει με πόλεμο ανάμεσα σε Χριστό και Σατανά, βαθιά στερεότυπος και χρωματισμένος από τους τόνους του μαύρου και του άσπρου (αλλά, αν το καλοσκεφτούμε, ποιος πόλεμος δεν είναι έτσι – αν οι συμμετέχοντες έβλεπαν την πραγματικότητα πολυδιάστατα δεν θα υπήρχαν πόλεμοι). Αξίζει πάντως να σημειωθεί πως ο πόλεμος του Καρλομάγνου στο έπος δεν είναι «ιερός», δεν έχει θρησκευτικό περιεχόμενο, μα εδαφικό. Ωστόσο, όπως σημειώνει ο σχολιαστής και μεταφραστής του έργου στα ελληνικά, Δημήτρης Πεταλάς, «η απεικόνιση του Άραβα στο τραγούδι του Roland δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά στυγνή και ανενδοίαστη προπαγάνδα εν όψει της Α’ Σταυροφορίας.»




6 # Το Έπος του Διγενή Ακρίτα. Γύρω στα μέσα του 11ου αιώνα. Πρώτη δημοσίευση: 1875.



Έργο του Δημήτρη Σκουρτέλη



«Εὐθὺς ἐκαβαλίκευσαν, 'ς τὸν κάμπον κατεβαίνουν.
Ὡς δράκοντες ἐσύριζαν καὶ ὡς λέοντες ἐβρυχοῦντα
καὶ ὡς ἀετοί ἐπέτουντα, καὶ ἐσμίξασιν οἱ δύο·
καὶ τότε νὰ ἰδῆς πόλεμον καλῶν παλληκαρίων.
Καὶ ἀπὸ τῆς μάχης τῆς πολλῆς κροῦσιν δι|ασυντόμως·
καὶ απὸ τὸν κτύπον τὸν πολὺν καὶ ἀπὸ τὸ δὸς καὶ λάβε
οἱ κάμποι φόβον εἴχασιν καὶ τὰ βουνιὰ ἀηδονοῦσαν,
τὰ δένδρη ἐξεριζώνουντα καὶ ὁ ἥλιος ἐσκοτίσθη.»

[από το χειρόγραφο του Εσκοριάλ]



Μέσα από τις αυτοκρατορίες αναδύονται ιστορικά οι λαοί, μέσα από τους λαούς τα τραγούδια, μέσα από τα τραγούδια οι ήρωες. Την ίδια περίοδο που στη δυτική Ευρώπη γεννιόταν ο θρύλος του Ρολάνδου, στην Ισπανία του Σιντ και στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη του Ζίγκφριντ ή του Σίγκουρντ, η δική μας «Ρωμανία» ανέδειξε τη μορφή του Διγενή Ακρίτα. Τα κοινά είναι πολλά: η ρώμη, η παλικαριά, οι υπερφυσικές δυνάμεις, η μάχη ενάντια σε τέρατα, ληστές και αμαζόνες… Όμοια με τους δυτικούς ήρωες, ο φρουρός των συνόρων (των άκρων της βυζαντινής αυτοκρατορίας, εξ’ ού και το «Ακρίτας») αντεπεξέρχεται στη μάχη του με πλήθη εχθρών, σκοτώνει το δράκο, δέχεται τιμές από αυτοκράτορες και βασιλείς, παραδίδεται στον πειρασμό των γυναικών και, εν τέλει, αφήνεται στον έναν και μοναδικό, του οποίου η δύναμη μπόρεσε τελικά να ξεπεράσει τη δική του… τον χάροντα.

Αντίστοιχα εξάλλου με τα δυτικά έπη, το έπος του Διγενή Ακρίτα αφενός είναι γραμμένο στη λαϊκή, δημοτική τοπική γλώσσα, και αφετέρου έλκει την καταγωγή του από την ηρωική προφορική παράδοση – στην περίπτωσή μας, εκείνη των περίφημων ακριτικών δημοτικών τραγουδιών. Υπάρχει μια διχογνωμία για το αν τα ακριτικά τραγούδια, τα ξέχειλα μνήμες απ’ το βυζαντινό παρελθόν, προϋπήρξαν και έθεσαν τις βάσεις του έπους, ή αν είναι μεταγενέστερες δημιουργίες – μα όπως συνέβη με τα υπόλοιπα γραπτά μεσαιωνικά ηρωικά έργα, ο άγνωστος ποιητής του “Διγενή” πιθανό να άντλησε την έμπνευσή του από το μάγμα των ιστοριών και των θρύλων των συνόρων του Πόντου και της Καππαδοκίας – ιστορίες που γίνονταν τραγούδια και διαδίδονταν από στόμα σε στόμα, από δεκαετία σε δεκαετία.

Η ιστορική σημασία του έπους για τη νεοελληνική λογοτεχνία είναι πελώρια. Ουσιαστικά πρόκειται για το παλαιότερο έργο της ελληνικής δημοτικής γλώσσας, το σημαντικότερο λογοτεχνικό κειμήλιο της μεσαιωνικής ρωμιοσύνης (αξίζει να θυμίσουμε πως οι Έλληνες του Μεσαίωνα αποκαλούσαν τους εαυτούς τους «Ρωμιούς», δηλαδή κατοίκους της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας – της βυζαντινής, όπως μετονομάστηκε αργότερα από τους ιστορικούς).

Όσο αφορά την ονομασία “Διγενής”; Αυτή οφείλεται στην διπλή καταγωγή του ήρωα: Βυζαντινός από το μέρος της μητέρας του, Ειρήνης, Άραβας από το μέρος του πατέρα του, Μουσούρ. Να λοιπόν που ο φρουρός των συνόρων κατάγεται πέρα από σύνορα και όρια. Είναι Έλληνας, Ρωμιός, είναι όμως και Βυζαντινός και Σαρακηνός μαζί στις ρίζες του. Ίσως εδώ να οφείλεται και η πελώρια δύναμή του.

Ο πίνακας στην εικόνα είναι του Δημήτρη Σκουρτέλη.







7 # Τα Ρουμπαγιάτ του Ομάρ Καγιάμ [Rubáiyát of Omar Khayyam]. 1048-1131






«Στέκει η καρδιά μου κι απορεί. Δεν ξέρει που να γύρει
προς την Ταβέρνα ή στο Τζαμί; Κοράνι ή ποτήρι;

μα είναι θαρρώ καλύτερα να κάθεται κανένας
γερός στο καπηλειό παρά τρελός στο μοναστήρι.»



Ρουμπαγιάτ σημαίνει τετράστιχα. Τα Ρουμπαγιάτ του Ομάρ Καγιάμ είναι οι μεταφράσεις του Βρετανού ποιητή Edward Fitzgerald, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, του ποιητικού έργου του Πέρση Ομάρ Καγιάμ – το ολοκληρωμένο όνομα του οποίου είναι (βαθιά ανάσα) Γκιιάτ αντ-Ντιν Αμπούλ-Φατχ Ουμάρ ιμπν Ιμπραχίμ αλ-Χαγιάμ Νισαπουρί. Με τις μεταφράσεις αυτές το έργο του Ομάρ Καγιάμ (ο οποίος υπήρξε μεταξύ άλλων σημαντικός φιλόσοφος, μαθηματικός και αστρονόμος) καθιερώθηκε στη Δύση ως ένα από τα μεγαλύτερα ποιητικά έργα του μεσανατολικού Μεσαίωνα. Η επιρροή του σε καλλιτεχνικές σχολές όπως οι Προ-Ραφαηλίτες ήταν πελώρια και παραμένει ένα απ’ τα μεγαλύτερα έργα που μας χάρισε η μεσανατολική λογοτεχνική παράδοση.

Παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον το επικούρειο πνεύμα που διέπει το έργο – κόντρα στις βαθιές θρησκευτικές αντιλήψεις των ασκητικών μουσουλμάνων Σούφι της εποχής. Το κρασί και οι επίγειες απολαύσεις μοιάζουν να έχουν μεγαλύτερη σημασία από την προσευχή και τη νηστεία. Το έργο του Ομάρ Καγιάμ φαίνεται ριζοσπαστικό στο αντιθρησκευτικό πνεύμα που το διαπνέει. Έχουν υπάρξει πολλές συζητήσεις και αντιγνωμίες μεταξύ των κριτικών πάνω στο αν οι αντιλήψεις που περνούν στο έργο είναι αποκύημα μιας κυριολεκτικής επικούρειας συνείδησης ή αν παραπέμπουν περισσότερο σε μια εσωτερική αλληγορία. Μα ίσως αυτά να μην έχουν και τόση σημασία – όχι μπροστά σε στίχους σαν αυτούς, ικανούς να μεθύσουν την ψυχή σου:

«Για να γνωρίσω το μυστήριο της ζωής
κούπας τα χείλη άγγιξα, πήλινης, φτωχιάς.
Χείλος στο χείλος μού ψιθύρισε : όσο ζεις
πίνε· τί σαν πεθάνεις δεν ξαναγυρνάς.»

«Κάμε όπως κάμνουν οι σοφοί και μη πολυπλανάσαι
παράτησε τις προσευχές και τις νηστείες σπάσε
και πρόσεχε, Ομάρ Καγιάμ, έργα σωστά να κάμεις.
μέθα, και πήγαινε μακριά, καλός μονάχα να’ σαι.»

[μετάφραση: Παύλος Γνευτός]



Edmund Dulac - The Rubaiyat by Omar Khayyam



8 # Ιστορία των Βασιλέων της Βρετανίας [Historia Regum Britanniae, The History of the Kings of Britain]. Geoffrey of Monmouth. Γραμμένο γύρω στο 1136







“Set et inclitus ille rex Arturus letaliter vulneratus est
qui illuc ad sananda vulnera sua in insulam Avallonis evectus,
Constantino cognato suo,
et filio Cadoris ducis Cornubie diadema Britannie concessit.”



Γραμμένο στα λατινικά από τον Ουαλό επίσκοπο και χρονικογράφο Τζόφρεϊ του Μονμάουθ [Geoffrey of Monmouth], η “Ιστορία των Βασιλέων της Βρετανίας” ανήκει στα σημαντικότερα έργα του Μεσαίωνα όχι για το ιστορικό, όσο για το μυθοπλαστικό του στοιχείο. Η μεταγενέστερη βρετανική λογοτεχνία δεν θα ήταν ίδια χωρίς αυτήν – κι εδώ που τα λέμε, ίσως αυτό είναι σημαντικότερο, από το να είχαμε μια έγκυρη μεν, μα ξερή ιστορική καταγραφή. Η τέχνη δεν ακολουθεί πάντα τους δρόμους της επιστήμης, και ενίοτε η απόλαυση ενός έργου δεν ταυτίζεται με την αληθοφάνειά του – μα με την επίδραση που ασκεί στη φαντασία μας.

Παρουσιάζοντας τους Βρετανούς να έλκουν την καταγωγή τους από το μυθικό Αινεία της Τροίας και τον εγγονό του, Βρούτο (όπως τόσοι λαοί, εξάλλου, που φαντασιώνονται πως κατάγονται από θαυμαστούς ήρωες και ημίθεους, ανυψώνοντας έτσι το εθνικό τους γόητρο και αναπληρώνοντας τη μετριότητα της καθημερινότητάς τους), αποκαλύπτοντας την ανάδειξη της Βρετανίας από την ομιχλώδη εποχή της αρχαίας Αλβιόνας και των μοναδικών κατοίκων της – των γιγάντων – στην εποχή των ανθρώπων, περιλαμβάνοντας την πρώιμη ιστορία του περίφημου βασιλιά Ληρ (την οποία ο Σαίξπηρ θα εξύψωνε σ’ ένα από τα σημαντικότερά του έργα), διασχίζοντας βασιλικές διαδοχές και εμφυλίους πολέμους, ακολουθώντας τον Ιούλιο Καίσαρα στην κατάκτησή του και φτάνοντας ως το μύθο του Βασιλιά Αρθούρου… πρόκειται για ένα συναρπαστικό έργο φανταστικής λογοτεχνίας που κάλυψε τη μορφή του με τη μάσκα της ιστοριογραφίας.

Η επιρροή της «Ιστορίας των Βασιλέων της Αγγλίας» στα χρόνια του Μεσαίωνα ήταν πελώρια. Μεταγενέστεροι λογοτέχνες και ποιητές έπιναν κρασί στ’ όνομά του βιβλίου και τροβαδούροι τραγουδούσαν τα κατορθώματα των ηρώων του. Οι ρίζες του μύθου του Αρθούρου, του Μέρλιν και των Ιπποτών της Στρογγυλής Τραπέζης (χαμένες ούτως ή άλλως σε μια μακραίωνη παράδοση) βρήκαν πρώτη φορά σε αυτό το έργο πρόσφορο έδαφος για ν’ αναπτυχθούν και ν’ απλώσουν τα κλαδιά τους – και νά που το δέντρο τους έγινε δάσος κι εξαπλώθηκε ως τις μέρες μας. Η συνέχεια έμελλε να είναι ακόμα πιο συναρπαστική.



9 # Αλεξιάς [The Alexiad]. Άννα Κομνηνή, γραμμένη γύρω στο 1148.







«Ακάθεκτος κυλάει ο χρόνος και στην αέναη κίνησή του παρασύρει και παραλλάζει τα πάντα και τα καταποντίζει στο βυθό της αφάνειας. Πότε πράγματα ασήμαντα και πότε μεγάλα και αξιομνημόνευτα και, όπως λέει ο τραγικός ποιητής, φέρνει στο φως τα άδηλα και κρύβει τα φανερά. Αλλά ο λόγος της ιστορίας γίνεται φράγμα πανίσχυρο για το ρεύμα του χρόνου και σταματάει κατά κάποιον τρόπο την ακάθεκτη ροή του κι απ' όσα συμβαίνουν στο κύλισμά του, συγκρατεί και περισφίγγει όλα όσα επιπλέουν και δεν τ' αφήνει να ξεγλιστρήσουν σε λήθης βυθούς. Αυτή τη διαπίστωση έχω κάμει εγώ, η Άννα, κόρη των βασιλέων Αλεξίου και Ειρήνης, πορφυρογέννητη και πορφυροθρεμμένη, όχι άμοιρη γραμμάτων, αλλά με σοβαρότατη σπουδή των ελληνικών»

[μετάφραση: Αλόη Σιδέρη]



Ελάχιστα ιστορικά έργα στη διάρκεια του Μεσαίωνα αποτύπωσαν με τόση διαύγεια το πνεύμα των καιρών τους, όσο η «Αλεξιάδα» της Άννας Κομνηνής, κόρης του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Αλέξιου Α’ Κομνηνού. Έχοντας ως πρότυπα τον Θουκυδίδη και τον Πολύβιο, αντλώντας τις πηγές της τόσο από προσωπικά βιώματα, δημόσια έγγραφα και αλληλογραφία, όσο και από ιστορικούς όπως οι Μιχαήλ Ψελλός, Μιχαήλ Ατταλειάτης και Νικηφόρος Βρυέννιος, η Άννα Κομνηνή έγραφε με σκοπό να διασώσει όχι μόνο το έργο του πατέρα της, μα και να αναδείξει το πνεύμα της βυζαντινής αυτοκρατορίας σε μια απ’ τις λαμπρότερές της περιόδους.

Δίχως να συνιστά το μόνο αξιόλογο ιστορικό έργο της περιόδου, η «Αλεξιάδα» ξεχωρίζει για την ολοζώντανη γραφή και το πνευματικό της εύρος. Η Άννα Κομνηνή σαφώς μεροληπτεί υπέρ του πατέρα της και αυτοκράτορα, και παραβάλει τον σύζυγό της με τον ομηρικό Αχιλλέα (η «Αλεξιάδα» του τίτλου παραπέμπει στην Ιλιάδα), μα αυτό προσδίδει μια ιδιαίτερη υποκειμενικότητα στο έργο, μια προσωπική ματιά στον κόσμο της, καθιστώντας το σημαντικό λογοτεχνικό κειμήλιο – αντίστοιχο με τις μεγάλες προσωπικές βιογραφίες. Περισσότερο από ιστορία, η «Αλεξιάδα» συνιστά την προσωπική καταγραφή μιας εξαιρετικά μορφωμένης γυναίκας που παρουσίασε όχι μόνο τα γεγονότα, μα και τις σκέψεις της πάνω σε αυτά. Κάθε ιστορία, εξάλλου, ενέχει, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, την προσωπική ματιά και ερμηνεία του συγγραφέα – ακόμα και όταν η ματιά αυτή αποσιωπάται στο όνομα μιας υποτιθέμενης αντικειμενικότητας.

Στα 15 βιβλία του έργου παρελαύνουν μπρος στα μάτια μας οι ενδοοικογενειακές διαμάχες για τη διαδοχή του θρόνου, η αντιμετώπιση των Νορμανδών και των Σκύθων, οι μάχες ενάντια στους Σελτζούκους Τούρκους, καθώς και η επαφή με τους ηγέτες της Πρώτης Σταυροφορίας, κατά την άφιξή τους στην Κωνσταντινούπολη. Παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον η απεικόνιση των δυτικών σταυροφόρων και η αντιπαραβολή τους με την ανατολική ματιά, που ενσάρκωνε η Άννα Κομνηνή. Για πρώτη φορά ίσως βλέπουμε ν’ απεικονίζονται δύο κόσμοι, εκείνος της ευρωπαϊκής δύσης κι εκείνος της βυζαντινής ανατολής. Δύο κόσμοι με κοινές ρίζες, που αποξενώθηκαν σταδιακά στη διάρκεια των αιώνων – μεταμορφώνοντας τον πολιτισμικό χάρτη της Ευρώπης, ως τις μέρες μας ακόμα.




10 # Το Συνέδριο των Πουλιών [The Conference of the Birds]. Farid ud-Din Attar, 1177



The Concourse of Birds by Habiballah of Sava - λεπτομέρεια



Στο “Συνέδριο των Πουλιών” του Πέρση ποιητή και θεωρητικού του σουφισμού Φαρίντ Ουντίν Αττάρ [Farid ud-Din Attar], μαζεύεται κάθε λογής πουλί – από την πέρδικα στο αηδόνι, από τον παπαγάλο στο σπουργίτι, από το γεράκι στην πάπια. Κάθε πουλί αντιπροσωπεύει κι ένα διαφορετικό ανθρώπινο κακό, κάθε πουλί βρίσκεται ένα βήμα πριν την απόκτηση της φώτισης. Μεταξύ των πουλιών μόνο ο τσαλαπετεινός γνωρίζει ποιος είναι ο δρόμος για την απόκτηση της σοφίας – και ο δρόμος αυτός περνά μέσα από τον Σίμουργκ, ένα πουλί που αντιστοιχεί στον θρυλικό φοίνικα.

«Ένα από τα φτερά του Σίμουργκ έπεσε στην Κίνα και η φήμη του απλώθηκε σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Ο καθένας έφτιαξε μιαν εικόνα αυτού του φτερού κι από αυτό διαμόρφωσε το δικό του σύστημα ιδεών κι έτσι έπεσε σε ταραχή…»

Το πλήθος των πουλιών προθυμοποιείται ν’ αναλάβει το ατέλειωτο ταξίδι για την αναζήτηση του Σίμουργκ, και να διαπιστώσει αν ο θρύλος είναι αληθινός ή όχι. Το κάστρο του Σίμουργκ βρίσκεται στο Καφ, το κυκλικό βουνό που ζώνει τη ζωή. Το ταξίδι είναι σπαρμένο και παραβολές και διδακτικές ιστορίες. Στη διάρκειά του τα πουλιά χρειάζεται να διασχίσουν τις Εφτά Κοιλάδες της Ύπαρξης – εφτά πτυχές του προσώπου του Θεού: την κοιλάδα της Αναζήτησης, της Αγάπης, της Κατανόησης, της Απόσπασης, της Ενότητας, του Ιλίγγου, και του Θανάτου. Οι κίνδυνοι είναι μεγάλοι – κάποια πουλιά εγκαταλείπουν την αναζήτηση, άλλα εξοντώνονται. Στο τέλος μόνο τριάντα ανάμεσά τους κατορθώνουν να φτάσουν στον επιθυμητό προορισμό… και να διαπιστώσουν την πραγματικότητα του Σίμουργκ.

Και να ‘σε και συ, παρέα με τα πουλιά, αναζητώντας… κάτι. Ίσως να μην ξέρεις και ο ίδιος τι. Ακολουθείς λοιπόν τα ίχνη του ποιητή μέσα στην άμμο, μια άμμο χιλίων χρόνων, μια άμμο που φυσά στη μακρινή ανατολή και λαμπυρίζει υπό το φως των άστρων. Κάπου εκεί, στα βάθη της αστροφώτιστης ερήμου, στην καρδιά της όασης, στην κορυφή του βουνού, στην αντανάκλαση της λίμνης… βρίσκεται το αρχέγονο μήνυμα.

Και αν τελικά η λίμνη που τόσο καιρό αναζητάς δεν βρίσκεται παρά μέσα σε σένα τον ίδιο;


«Ένας άνθρωπος ζήτησε ταπεινά άδεια να πει μια προσευχή πάνω στο χαλί του προφήτη, μα εκείνος αρνήθηκε και είπε: “Το χώμα και η άμμος καίνε. Ακούμπησε το πρόσωπό σου στην άμμο που καίει και στο χώμα του δρόμου, διότι όλοι όσοι είναι πληγωμένοι από την αγάπη πρέπει να έχουν το αποτύπωμα στο πρόσωπό τους και η ουλή πρέπει να φαίνεται. Άφησε να φαίνεται η ουλή της καρδιάς, διότι από τις ουλές τους γνωρίζονται οι άνθρωποι που είναι στο δρόμο της αγάπης.»

[μετάφραση: Ευάγγελος Γραμμένος]



11 # Λάνσελοτ, ο Ιππότης στο Κάρο [Lancelot, le Chevalier de la Charrette / Lancelot, the Knight of the Cart]. Chrétien de Troyes. Μεταξύ 1175 και 1181.



John William Waterhouse - La Belle Dame sans Merci (1893)



«Ο Λάνσελοτ έκανε μια βαθιά υπόκλιση και τη λάτρεψε, διότι σε κανένα ιερό κειμήλιο δεν είχε τόση πίστη, όσο σε εκείνη που αγαπούσε».



Ελάχιστες γραπτές φράσεις εμπεριέχουν τόση δύναμη μέσα τους – ικανές να σε εκσφενδονίσουν αλύπητα σ’ ένα τοίχο με την ορμή μιας παράφορης αποκάλυψης. Και η σκηνή από την οποία προέρχεται αυτή η φράση πηγάζει από το διήγημα «Λάνσελοτ, ο Ιππότης στο Κάρο» του Κρετιέν ντε Τρουά – του μεγαλύτερου από τους Γάλλους τροβαδούρους του Μεσαίωνα.

Ας μη επιχειρούμε συγκρίσεις με το σήμερα (που ο έρωτας συχνά μετατρέπεται σε ένα άχαρο φαστφουντάδικο, όπως τα πάντα γύρω μας). Σκεφτείτε απλά τί δύναμη μπορεί να είχαν αυτά τα λόγια την εποχή που γράφτηκαν. Όχι βασιλιάδες... όχι αφέντες σε ουρανό και γη... μόνο έρωτας.

Ίσως ο ίδιος ο Κρετιέν να μη συνειδητοποιούσε τη φλόγα που τρεμόπαιζε στα χέρια του. Μια δάδα που σκορπά το φως της στα απώτερα σπήλαια του χρόνου, ικανή να φλογοβολήσει τα ίδια τα έγκατα της γης.

Βρισκόμαστε πλέον στην καρδιά του ιπποτικού Μεσαίωνα και οι μύθοι της αυλής του βασιλιά Αρθούρου κατέκλυζαν τη φαντασία των ιπποτών και τα τραγούδια των βάρδων. Αν ο Τζέφρεϊ του Μονμάουθ εγκαινίασε τη μυθιστορία του Αρθούρου, ο Κρετιέν ήταν εκείνος που τη διαπότισε με το ρομαντικό της περιεχόμενο: πρώτος αυτός μίλησε για τον απαγορευμένο έρωτα του Λάνσελοτ για τη Γκουίνεβιρ – πιθανό να ήταν εξάλλου κι εκείνος που τραγούδησε πρώτη φορά για τον έρωτα του Τριστάνου με την Ιζόλδη (για τον οποίο θα μιλήσουμε περισσότερο στη συνέχεια).

Ο «Ιππότης στο Κάρο» υπήρξε ένα έργο σκανδαλιστικό για τον καιρό που γράφτηκε. Στο επίκεντρό του δεν εδράζεται κάποια απαγγελία ηρωικών κατορθωμάτων, ούτε μια θρησκευτική αλληγορία. Δύο αιώνες μετά συγγραφείς όπως ο Δάντης και ο Τσώσερ θα επαινούσαν τις αρετές του αγνού έρωτα και της πίστης. Μα ο έρωτας του Λάνσελοτ και της Γκουίνεβιρ είναι ένας έρωτας που σπάει τα δεσμά του κατεστημένου (πολιτικού και θρησκευτικού) – είναι ένας έρωτας ανήθικος.

Μελετητές του έργου του Κρετιέν αναφέρουν πως ο ίδιος δεν αισθανόταν άνετα με τη θεματολογία του παρόντος ρομάντσου. Το θέμα του μάλιστα ζητήθηκε ως παραγγελία από τη Μαρία της Καμπανίας, κόρη του Ερρίκου του πρώτου της Καμπανίας και σύζυγο του αυτοκράτορα Βαλδουίνου του πρώτου. Στη Μαρία της Καμπανίας αφιερώνει ο Κρετιέν το παρόν ρομάντσο, με την ελπίδα να της αρέσει, τονίζοντας πως το θέμα του δόθηκε από την ίδια – ο ίδιος απλά το εξιστόρησε.

Ήταν μια γυναίκα, λοιπόν, που συνέβαλε καταλυτικά στην εξιστόρηση του έρωτα που έσπασε τα δεσμά της ηθικής της εποχής του – και χαράχτηκε για πάντα στην αιωνιότητα.


Για τη ζωγραφική των Προραφαηλιτών ζωγράφων (που τόσο επηρεάστηκαν από τα μεσαιωνικά ρομάντζα) παραπέμπω στο αφιέρωμά μου πάνω στα Έργα Ορόσημα της ιστορίας της Ζωγραφικής. (<κλικ)



12 # Υβαίν, ο Ιππότης με το Λιοντάρι [Yvain ou le Chevalier au Lion / Yvain, the Knight of the Lion]. Chrétien de Troyes. Μεταξύ 1175 και 1181.



Accolade by Edmund Blair Leighton - 1901



«Δάνεισέ μου τ’ αυτιά και την καρδιά σου, διότι λόγια που δεν γίνονται κατανοητά απ’ την καρδιά χάνονται για πάντα. Υπάρχουν εκείνοι που ακούν κάτι δίχως να το καταλαβαίνουν, ωστόσο το επαινούν· έχουν μόνο την ικανότητα της ακοής, καθώς η καρδιά δεν το κατανοεί. Τα λόγια φτάνουν στ’ αυτιά σαν βουερός άνεμος, μα δεν μένουν εκεί· αντίθετα, φεύγουν γρήγορα αν η καρδιά δεν βρίσκεται σε αρκετή ετοιμότητα για να κατανοήσει το αληθινό τους νόημα.»



Ένας ιππότης που αγωνίζεται να σώσει την τιμή του στα μάτια μιας γυναίκας, συνοδευόμενος από ένα πιστό λιοντάρι, καταμεσής ενός κόσμου που μοιάζει να πάλλεται σ’ ένα αιώνιο καρδιοχτύπι. Αυτός είναι ο κόσμος του Σερ Υβαίν – ένας κόσμος με γίγαντες και δράκους, άξιες δεσποσύνες και θρυλικούς ιππότες. Ένας κόσμος όπου ο θάνατος μοιάζει μικρός μπροστά στη δόξα – και η δόξα φαντάζει ανούσια μπροστά στο βλέμμα μιας γυναίκας. Αυτός είναι ο κόσμος για τον οποίο τραγούδησε ο Κρετιέν ντε Τρουά, ο μεγαλύτερος από τους Γάλλους τροβαδούρους.

Αυτός, εξάλλου, είναι ο κόσμος του Μεσαίωνα όπως θα ήθελε ν’ απαθανατίσει τον εαυτό του σε κάποιο αιώνιο του πορτραίτο – διατηρώντας εκείνα τα χρώματα που τον κολακεύουν, αφαιρώντας τις προβληματικές σκιές και μιλώντας μαζί σου όχι πια στην αληθινή γλώσσα των καιρών (τη λατινική ή την τοπική εθνική γλώσσα), μα στη μία και μοναδική γλώσσα που θα ήθελε να γίνεται κατανοητός ανά τους αιώνες: εκείνη της καρδιάς. Τότε μόνο μεταμορφώνεται από τον Μεσαίωνα της ιστορίας, στον Μεσαίωνα των θρύλων.

«Και ψιθύρισε σιγανά, κάτω απ’ την ανάσα του: “Λαίδη μου, κρατάτε το κλειδί και την κλειδαριά την ίδια μέσα στην οποία περικλείεται η ευτυχία μου, μα δεν το γνωρίζετε.»




Le Chevalier au Lion - Γαλλικό μεσαιωνικό χειρόγραφο



Ο Κρετιέν έγραψε τον «Ιππότη με το Λιοντάρι» ταυτόχρονα με τον «Ιππότη στο Κάρο» που αναφέραμε πριν – μάλιστα οι δύο ιστορίες συναντούν η μία την άλλη στη διάρκεια της πλοκής, μια τεχνική που σμίγει τις χωριστές περιπέτειες των ιπποτών του κύκλου του βασιλιά Αρθούρου και τους προσδίδει μια αίσθηση ενότητας.

Πέραν της αφηγηματικής τεχνικής, η συγκεκριμένη ιστορία του Κρετιέν ξεχωρίζει και για μερικούς ακόμα λόγους: για την επιρροή της σε μεταγενέστερα έργα του Μεσαίωνα, για τον κυρίαρχο ρόλο μιας μελαχρινής ηρωίδας (κάτι σπάνιο, μια που στα έργα εκείνου του καιρού οι όμορφες δεσποσύνες ήταν συνήθως ξανθιές!), μα και για την απεικόνιση μιας ακόμα σπανιότερης (για τα δεδομένα των καιρών) σκηνής «κοινωνικού ρεαλισμού»: κάποια στιγμή, κατά τη διάρκεια της αφήγησης, ο Υβαίν καταφτάνει σ’ ένα κάστρο όπου κρατούνταν αιχμάλωτες εκατοντάδες γυναίκες, εξαναγκασμένες να δουλεύουν ως υφάντριες για χάρη δυο δαιμόνων. Τα παράπονα μιας απ’ τις αιχμάλωτες μοιάζουν να έχουν έρθει από μια άλλη, πιο σύγχρονη σε μας εποχή – και μας εκπλήσσουν με τον στυγνό ρεαλισμό τους, που δείχνει να σπάει τα διαχωριστικά ανάμεσα στις εποχές και ανάμεσα στο θρύλο και την πραγματικότητα:

«Παραμιλώ σαν παιδί όταν μιλώ για ελευθερία, διότι δεν θα μπορέσουμε ποτέ να δραπετεύσουμε από αυτό το μέρος· θα υφαίνουμε όλη μας τη ζωή μετάξια, ποτέ ωστόσο δεν θα είμαστε καλύτερα ντυμένες από τώρα […] Θα παραμένουμε φτωχές και γυμνές για πάντα, όσο σκληρά κι αν προσπαθούμε, και ποτέ δεν θα έχουμε κάτι καλύτερο να φάμε […] Και αν η εργασία μας αξίζει 20 σελίνια τη βδομάδα, ίσα που βγάζουμε τόσα όσα χρειάζεται για να επιβιώσουμε. Και να είσαι βέβαιος πως δεν υπάρχει ούτε μία ανάμεσά μας, η δουλειά της οποίας να μην αποφέρει 20 σελίνια και παραπάνω, αρκετά για να κάνουν ένα δούκα πλούσιο! Κι ωστόσο εμείς ζούμε εδώ στη φτώχεια, ενώ εκείνος για τον οποίο εργαζόμαστε πλουτίζει απ’ τη δουλειά μας.»



13 # Πάρσιφαλ, ή το Έπος του Γκράαλ [Perceval ou le Conte du Graal / Perceval, the Story of the Grail]. Chrétien de Troyes. Μεταξύ 1135 and 1190.






«Άχ, η άμοιρη, τι έπαθα! Παιδί μου, πίστευα ότι σ’ είχα κρατήσει μακριά από την ιπποσύνη και ότι ποτέ δεν θ’ άκουγες να μιλάνε γι’ αυτή! Ποτέ δεν υπήρξε πιο άξιος απ’ τον πατέρα σου ιππότης. Κι ούτε άλλος κανείς που να τον φοβούνταν τόσο στα νησιά της θάλασσας. Παιδί μου, μπορείς να ‘σε περήφανος και να μην ντρέπεσαι για τη γενιά του, ούτε για την δική μου γενιά, γιατί κι εγώ κόρη ιππότη είμαι, απ’ τους καλύτερους στα μέρη μας. Μα όλοι οι καλοί γκρεμίζονται. Σ’ όλους τους τόπους βλέπεις τη συμφορά να πέφτει πάνω στους ενάρετους ανθρώπους, ακόμα και στους πιο τιμημένους και γενναίους! Οι κακοί, οι δειλοί, οι ντροπιασμένοι δεν ξεπέφτουν, γιατί είναι κιόλας πολύ χαμηλά!»

[μετάφραση: Ε. Κορομηλά]



Κάπως έτσι αντήχησαν τα λόγια της μητέρας του νεαρού Πάρσιφαλ, προειδοποιώντας το γιό της να αποφύγει τη γοητεία της ιπποσύνης και να ακολουθήσει τον ασφαλέστερο δρόμο του χωρικού. Μα ο Πάρσιφαλ, θαμπωμένος απ’ τα κάλλη της αυλής του βασιλιά Αρθούρου, την παράκουσε. Το αποτέλεσμα είναι ένας από τους διαχρονικότερους μύθους του Μεσαίωνα και το κύκνειο άσμα του Κρετιέν ντε Τρουά, του μεγαλύτερου τροβαδούρου της εποχής του.

Η ιστορία του Πάρσιφαλ είναι μια ιστορία ωρίμανσης – τον βλέπουμε αρχικά νεαρό, ατίθασο και επιπόλαιο και ζούμε τη σταδιακή εξέλιξή του μέσα από τους άθλους και την αναζήτηση του αιώνιου Γκράαλ – του ιερού δισκοπότηρου, που για πρώτη φορά κάνει την εμφάνισή του στην ιστορία της λογοτεχνίας. Μα ο συγγραφέας πουθενά δεν εξηγεί τι είναι τελικά το Γκράαλ – η ιστορία έμεινε ανολοκλήρωτη απ’ τον ίδιο, μέχρι που την έπιασαν ξανά οι συνεχιστές του. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι πως κατέχει μαγικές ιαματικές ιδιότητες. Πέραν αυτού ένας πέπλος από συμβολισμούς φαίνεται να περιβάλλει το μυστηριώδες αυτό αντικείμενο, καθώς και την αναζήτησή του. Περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο μύθο του Μεσαίωνα, η Αναζήτηση του Γκράαλ μοιάζει με κάθοδο στα απώτερα βάθη της ίδιας της ψυχής. Οι συμβολισμοί της (για παράδειγμα, εκείνος της αιμορραγούσας λόγχης) δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου, ανοιχτοί σε ερμηνείες, λιγότερο ή περισσότερο θεολογικές, ενώ το νόημά τους μοιάζει με σπήλαιο ανεξερεύνητου βάθους.

Μα ο ήρωας δεν δίστασε, εν τέλει, να κάνει το βήμα και να προχωρήσει, παρά τις ενστάσεις της μητέρας του. Γιατί κάποιες φορές πρέπει να βγαίνεις απ' το προστατευτικό σου πλαίσιο - αυτό είναι και το νόημα της ενηλικίωσης. Να προχωράς μπροστά, να τολμάς, ν’ ανοίγεις δρόμο. Να κάνεις τη βουτιά στο άγνωστο. Και αν μαγικό αντικείμενο που αποζητάς δείχνει πάντα να ξεμακρύνεται από σένα, όσο και αν το κυνηγάς… δεν σου μένει παρά να συνεχίσεις. Ποιος ξέρει – ίσως κάποια στιγμή κατορθώσεις και το αποκτήσεις.


Ίσως να σκεφτείς πως ο δρόμος από μόνος του άξιζε το τίμημα. Κάποιες φορές ο δρόμος είναι το μόνο που υπάρχει.



[πρώτη φορά έμαθα για το Δισκοπότηρο μικρός, βλέποντας τον αγαπημένο μου “Ιντιάνα Τζόουνς”. Χαίρομαι που σε μια παρουσίαση σαν αυτή βρήκα την αφορμή να αναφερθώ σε αυτόν!]


14 # Το Τραγούδι του Σιντ μου [Cantar de Mio Cid]. Μεταξύ 1140 and 1207.







Οι Μαυριτανοί τον αποκαλούσαν “El Cid”, δηλαδή «ο Άρχοντας». Οι χριστιανοί “El Campeador”, που σημαίνει Εκείνος που Ξεχωρίζει στο Πεδίο της Μάχης. Το τραγούδι που ύμνησε τη ζωή και τα κατορθώματά του διαδόθηκε σαν άσβεστος πυρσός από γενιά σε γενιά δια μέσω των αιώνων, και καθιερώθηκε ως το μεγαλύτερο επικό ποίημα της ισπανικής μεσαιωνικής λογοτεχνίας.

Το Άσμα του Σιντ θέτει στο επίκεντρό του την αποκατάσταση της χαμένης τιμής – θυμίζουμε πως η τιμή για τον ιππότη του Μεσαίωνα ήταν συχνά σημαντικότερη από την ίδια τη ζωή του. O ήρωας εδώ δεν είναι άτρωτος, ούτε κατέχει υπερφυσικές δυνατότητες, συγκριτικά με έναν Ρολάνδο, ή με έναν Μπέογουλφ. Κόντρα στην παράδοση των γερμανικών και γαλλικών μεσαιωνικών θρύλων, η μεταφυσική εδώ παίζει ανύπαρκτο ρόλο. Δεν θα συναντήσεις δαιμονικά τέρατα ή ήρωες που μοιάζουν να έχουν δεχτεί το φιλί της μαγείας. Ο Σιντ είναι περισσότερο ανθρώπινος, οι αδυναμίες του πιο εμφανείς (δεν είναι μια και δυο φορές που τον βλέπουμε να πέφτει από το άλογό του, για παράδειγμα) και το σκηνικό στο οποίο εξελίσσεται η ιστορία φαντάζει περισσότερο ρεαλιστικό.

Μα ίσως εκείνο ακριβώς το ρεαλιστικό στοιχείο να τον καθιστά περισσότερο οικείο στα μάτια μας. Δεν τον θαυμάζουμε σαν κάποιο απόμακρο ημίθεο, μα σαν έναν άνθρωπο που δίνει μάχες και αγωνίζεται σκληρά για να πετύχει τους σκοπούς του. Αν οι ήρωες της βορειοευρωπαϊκής μυθολογίας μας θαμπώνουν με τα τείχη που μοιάζουν να υψώνουν, σαν άλλοι μυθικοί κύκλωπες, ο Καστιλιανός ιππότης Σιντ μας κερδίζει με τα τείχη που δείχνει να γκρεμίζει – τα τείχη της απόστασης που χωρίζουν το εφικτό απ’ το απραγματοποίητο. Τα κατορθώματά του νιώθεις πως είναι και δικά σου, ο αγώνας σας για την αποκατάσταση της τιμής και της αλήθειας γίνεται κοινός – γιατί εδώ έχεις να κάνεις μ’ έναν αληθινό άνθρωπο, όχι με μια εξιδανίκευση.

Προσόν, εξάλλου, του ισπανικού έπους συγκριτικά με εκείνα των γερμανικών λαών, είναι η ανεκτική στάση απέναντι στους Άραβες, οι οποίοι δεν δαιμονοποιούνται ως αλλόθρησκοι (όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στο «Τραγούδι του Ρόλαντ»), μα παρουσιάζονται με όλα τα φυσικά τους ανθρώπινα χαρακτηριστικά και τους ιστορικούς γεωπολιτικούς τους ρόλους, άλλοτε ως εχθροί, άλλοτε ως φίλοι. Ο ίδιος ο Σιντ, εξάλλου, διατηρεί καλές σχέσεις μαζί τους και υπάρχουν στιγμές που βρίσκεται στην υπηρεσία τους. Η ανοχή στη διαφορετικότητα αντανακλά έναν διαφορετικό πολιτισμό συγκριτικά με εκείνον της μεσαιωνικής βόρειας Ευρώπης – τα χρόνια των αδίστακτων κονκισταδόρων ήταν ακόμα μακριά και, προς το παρόν, χριστιανοί και Άραβες συνυπάρχουν δημιουργώντας ένα από τα πιο γοητευτικά αμαλγάματα που άφησε πίσω της η μεσαιωνική εποχή: εκείνο του πολιτισμού της Ισπανίας.



15 # Τριστάνος και Ιζόλδη [Tristan and Iseult]. Απόδοση: Joseph Bédier. Ιστορία που διαδόθηκε στη διάρκεια του 12ου αιώνα και καταγράφτηκε από τον Μπεντιέ το 1900.


 Edmund Blair Leighton - Tristan and Isolde - The End of the Song - 1902



«Οι αγαπημένοι δε μπορούσαν ούτε να ζουν, ούτε να πεθαίνουν ο ένας χωρίς τον άλλο. Χωρισμένοι, ζούσαν και τη ζωή, και το θάνατο ταυτόχρονα.»



Κανένας άλλος θρύλος του Μεσαίωνα δεν άγγιξε τα απώτατα βάθη του απύθμενου πηγαδιού του έρωτα, όσο εκείνος του Τριστάνου και της Ιζόλδης. Καμιά άλλη ερωτική ιπποτική ιστορία δεν συγκίνησε τόσο πολύ και δεν τραγουδήθηκε τόσο πολύ δια μέσου των αιώνων. Η μύηση στην ιστορία των δύο εραστών σημαίνει μύηση στον αρχέγονο θεό του έρωτα – πέρα από σύνορα, πέρα από θρησκείες, πέρα από τον ίδιο το χρόνο.

Προσοχή, όμως, γιατί ο θεός του έρωτα συχνά απαιτεί θυσίες. Ο βωμός του δεν είναι σπαρμένος μονάχα με πέταλα από τριαντάφυλλα, μα και κοφτερά αγκάθια, και καλά κρυμμένες τσουκνίδες. Όπως εξάλλου σημειώνει ο ίδιος ο συγγραφέας του έργου στον επίλογό του, «μακάρι εδώ να βρουν παρηγοριά [όλοι οι αγαπημένοι] ενάντια στην αστάθεια, ενάντια στην αδικία, ενάντια στο πείσμα, ενάντια στον πόνο και σε όλα τα κακά της αγάπης!» [μετάφραση: Ν.Μακρή]

Το στοιχείο της μοίρας, πως ως Ανάγκη υψώνει από νωρίς το αδιαπέραστο τείχος της πάνω από θεούς κι ανθρώπους, διαποτίζει το έργο απ’ άκρη σ’ άκρη. Ο Τριστάνος αντανακλά τον κλασικό μυθικό ήρωα του βορειοευρωπαϊκού πνεύματος – ένας Αχιλλέας της μεσαιωνικής εποχής – και η ξανθιά Ιζόλδη αποτελεί το αρχέτυπο της αιώνιας πριγκίπισσας του παραμυθιού. Μα, δες πως τα ‘φερε η μοίρα, και η Ιζόλδη – γυναίκα του βασιλιά Μάρκου, αφέντη και θείου του Τριστάνου – μοιράζεται ένα μαγικό ερωτικό φίλτρο με τον Τριστάνο, που προοριζόταν για τον βασιλιά Μάρκο. Το αποτέλεσμα είναι ο Τριστάνος και η Ιζόλδη να ερωτευτούν παράφορα ο ένας τον άλλον, κόντρα στον βασιλικό γάμο, κόντρα στα ήθη, θέτοντας σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή τους.

Κάπως έτσι ξεκίνησε η παράδοση του παράνομου έρωτα που έμελλε αργότερα να δούμε και στην ιστορία του Λάνσελοτ με την Γκουίνεβιρ. Οι ρίζες του μύθου των δύο εραστών χάνονται στα βάθη των αιώνων και των παραδόσεων της κέλτικης και νορμανδικής Ευρώπης – μέχρι την έλευση του 19ου αιώνα, όταν ο μελετητής του Μεσαίωνα Ζοζέφ Μπεντιέ, διατηρώντας απόλυτα το ύφος και το πνεύμα του μεσαιωνικού ιπποτικού μυθιστορήματος, έδωσε ξανά πνοή στο έργο. Την ίδια εποχή, ο Ρίχαρντ Βάγκνερ θα παρέδιδε τη δική του περίφημη μουσική εκδοχή.

Και οι εραστές σμίγουν για άλλη μια φορά. Και η ιστορία ξετυλίγει σταδιακά το νήμα της… Θα βρεις εδώ μάχες με δράκους (η αρχέτυπη μεσαιωνική μάχη του ιππότη ενάντια στο δράκο), θα συναντήσεις προδοσίες, θα καλπάσεις στο ασταθές άλογο του έρωτα μέχρι την τελική του πτώση – και θα ακούσεις για μια φορά ακόμα το τραγούδι του Τριστάνου, όταν τα βράδια έμπαινε κρυφά στον κήπο της Ιζόλδης και σφύριζε στον ήχο του αηδονιού, προκειμένου να τον αναγνωρίσει η παράνομη αγαπημένη του. Ήταν το ερωτικό του κάλεσμα – μα κάποια στιγμή όλα τα πράγματα τελειώνουν.

«Αχ!» έκανε η Ιζόλδη, «είναι ο Τριστάνος! Έτσι μιμούνταν το αηδόνι στο δάσος του Μουρουά για να υποβάλει προς χάρη μου τα πουλιά που κελαηδούσαν. Φεύγει, και νά ο τελευταίος του χαιρετισμός. Πως λυπάται! Έτσι τραγουδάει το αηδόνι όταν φεύγει στο τέλος του καλοκαιριού, με μεγάλη λύπη. Φίλε, ποτέ πια δεν θακούσω τη φωνή σου!»...




16 # Τα Τραγούδια της Μαρίας της Γαλλίας [Lais of Marie de France]. Ύστερος 12ος αιώνας.







«Άρχοντά μου», είπε η λαίδη, «δεν είμαι σίγουρη τι να κάνω. Χρειάζομαι χρόνο να το σκεφτώ. Είσαι βασιλιάς και ανήκεις σε μεγάλο αριστοκρατικό γένος· δεν είμαι πλούσια όσο χρειάζεται για να γίνω το αντικείμενο του έρωτα ή του πάθους σου. Εάν έπαιρνες εκείνο που ήθελες από μένα, γνωρίζω καλά και δεν έχω καμία αμφιβολία πως σύντομα θα με παρατούσες. Εάν τελικά σε αγαπούσα και έκανα το θέλημά σου, ο έρωτάς μας δεν θα μοιραζόταν στα ίσα. Καθώς είσαι ένας παντοδύναμος βασιλιάς και ο σύζυγός μου είναι υποτακτικός σου, θα περίμενες, όπως το βλέπω, να είσαι άρχοντας και κυρίαρχος και στον έρωτα επίσης. Μα ο έρωτας δεν είναι έντιμος, παρά μόνο αν βασίζεται στην ισότητα.»



Σκέψου να είσαι γυναίκα και να μιλάς από τη μία για παράνομο έρωτα, από την άλλη για ισότητα. Και αυτά κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα – στην καρδιά του Μεσαίωνα. Η Μαρία της Γαλλίας – για την οποία ο λόγος – υπήρξε το θηλυκό αντίστοιχο του Κρετιέν: μια βάρδος του γραπτού λόγου, τα Τραγούδια της οποίας καταξιώθηκαν ως ένα από τα τολμηρότερα έργα που άφησε πίσω της η εποχή των τροβαδούρων.

Κι όμως – κανείς δεν είναι βέβαιος για την ταυτότητά της. Μόνο στην εισαγωγή του “Guigemar”, ενός από τα 12 ξακουστά ποιήματά της, αναφέρεται στην ταυτότητά της – μα η αναφορά μοιάζει να καλύπτεται κάτω από ένα αραχνοΰφαντο πέπλο μυστηρίου: «Ακούστε, άρχοντες, τα λόγια της Μαρίας, η οποία στον καιρό της δεν παραμελεί τις υποχρεώσεις της»…

Όλες οι ενδείξεις όμως συνηγορούν πως αυτά τα τραγούδια γράφτηκαν από μια γυναίκα μοναδικών χαρισμάτων και υψηλού μορφωτικού επιπέδου. Πλάι στις ιστορίες για ιππότες, δεσποσύνες και μυθικούς άρχοντες μπορεί κανείς να εντοπίσει εδώ ένα κάποιο άρωμα γυναίκας – μιας γυναίκας που πιθανό ένιωθε εξόριστη όχι μόνο απ’ τον τόπο της (αν και γαλλίδα, η Μαρία έζησε στην Αγγλία), μα και από την εποχή της. Οι ηρωίδες συχνά αποτελούν το επίκεντρο των ιστοριών και ο έρωτας – κόντρα στις συμβάσεις και τους περιορισμούς του γάμου – αποτελεί την κινητήρια δύναμη που οδηγεί τους πρωταγωνιστές στη σωτηρία – ή το χαμό τους. Ο γάμος (συχνά με κάποιον άρχοντα για τον οποίο η γυναίκα δεν είχε καμία επιλογή) αντιμετωπίζεται περισσότερο ως μορφή καταπίεσης παρά ως ευτυχή κατάληξη, ενώ οι αναφορές στη φροντίδα των μωρών εμβαθύνουν ακόμα περισσότερο στη γυναικεία οπτική γωνία.

Αυτή λοιπόν είναι η Μαρία – η πρώτη γυναίκα των καιρών της που έγραψε πετυχημένα στη δημοτική γλώσσα. Τολμηρή και αποφασισμένη να κάνει τη διαφορά, πέρα από κοινωνικές και θρησκευτικές συμβάσεις – πέρα από το χρόνο. Σε μια από τις ιστορίες της η σύζυγος προσποιείται πως ανοίγει το παράθυρο τα βράδια για ν’ ακούσει το τραγούδι του αηδονιού – ενώ στην πραγματικότητα επιθυμεί ν’ αντικρίσει, εξ’ αποστάσεως έστω, τον αγαπημένο της. «Απολάμβαναν να κοιτάζουν ένας τον άλλο, καθώς τους απαγορευόταν να κάνουν οτιδήποτε άλλο.» Μα όταν ο σύζυγος μαθαίνει πως η γυναίκα του ξυπνά από το τραγούδι του αηδονιού, διατάζει να το σκοτώσουν και το πετά, ψόφιο, στα πόδια της. «Τώρα μπορείς να κοιμάσαι ήσυχη, δεν θα σ’ ενοχλήσει πια», της λέει. Η γυναίκα, μην έχοντας άλλο τρόπο να ενημερώσει τον αγαπημένο της πως αδυνατεί πια να τον βλέπει, μαζεύει περίλυπη το νεκρό πουλί, το τυλίγει με αγάπη σ’ ένα ύφασμα και καλεί έναν υπηρέτη να το παραδώσει στον αγαπημένο της.

Όταν εκείνος λαμβάνει το πουλί συνειδητοποιεί πως ήταν το μήνυμα αποχαιρετισμού της. Το τοποθετεί προσεκτικά σ’ ένα χρυσό κουτί και έκτοτε το κουβαλάει μαζί του, όπου κι αν πηγαίνει.



17 # Το Τραγούδι των Νιμπελούνγκεν [Nibelungenlied - 1180 to 1210]


Franz Stassen - Illustration for Der Ring Des Nibelungen c.1913



«Τα τραγούδια του ηχούν απαίσια και το δοξάρι του είναι κατακόκκινο απ’ το αίμα. Οι σκοποί του ξαπλώνουν νεκρούς τόσο πολλούς ήρωες!»




Πολεμόχαρο, βάρβαρο, ματοβαμμένο, αδυσώπητο – μα και παθιασμένο, ηρωικό, μεγαλεπήβολο, τραγικό, παραμυθένιο… Όλα αυτά είναι το Τραγούδι των Νιμπελούνγκεν, το διαμάντι της μεσαιωνικής ηρωικής ποίησης, η λογοτεχνική ρίζα των γερμανικών λαών και – αναμφίβολα – το διασημότερο από τα μεσαιωνικά δυτικά έπη. Ένα έργο που αναδεικνύει – περισσότερο ίσως από οποιοδήποτε άλλο – το αληθινό πνεύμα του Μεσαίωνα. Κι αν έπρεπε να αποδώσουμε το έργο με μια συμβολική εικόνα, αυτή θα ήταν: ένα ξίφος πασπαλισμένο στο αίμα· ένα γυμνό κρανίο· το σεντούκι ενός θησαυρού· κι ένα ρόδο αφημένο στο πλάι, τα πέταλά του σκόρπια, σύμβολο αιώνιας αγάπης και αφοσίωσης.

Αλήθεια, ποιος δεν έχει ακούσει για την ιστορία του Ζίγκφριντ, του ήρωα που λούστηκε στο αίμα του δράκου κι έγινε άτρωτος – πλην ενός μοναδικού σημείου, σαν άλλος Αχιλλέας; Ποιος δεν γνωρίζει το θρύλο για τον θησαυρό που φύλαξε ο νάνος Άλμπεριχ, διεκδικήθηκε με μανία από πλήθη ανταγωνιστών, κι έφτασε τελικά να βυθιστεί για πάντα στην καρδιά του Ρήνου; Ή για τη δυναμική Μπρύνχιλντ (Βρουνχίλδη), την αμαζόνα που δέθηκε στα δεσμά του γάμου, έχασε τη δύναμή της και πεθύμησε το θάνατο του ήρωα;

Μα ο μύθος δεν έχει ξετυλίξει παρά το μισό του ακόμα νήμα – θα μπορούσαμε να πούμε για την προδοσία των αδίστακτων αρχόντων των Νιμπελούνγκεν· για τον στρατηγικό γάμο της αποφασισμένης για εκδίκηση Κρίμχιλντ με τον υπ’ αριθμό ένα εχθρό του αδερφού και βασιλιά της, τον Αττίλα των Ούννων· για το λουτρό αίματος που υπήρξε η τελική μάχη του έργου – το κύκνειο άσμα ενός ποιήματος που ξεκινά σαν παραμύθι και τελειώνει σαν τραγωδία· σκληρή, ηρωική και βάρβαρη, όπως η εποχή που τη γέννησε.




ΠΑΝΩ: Emil_Lauffer - Kriemhilds Complaint - 1879, ΚΑΤΩ: Julius Schnorr von Carolsfeld - King Etzel kills the Burgundians, 1828-67



Η θρύλος των Νιμπελούνγκεν μαρτυρά τις ρίζες μιας άλλης εποχής – ρίζες που τρέφουν ακόμα το συλλογικό ασυνείδητο. Πουθενά αλλού δεν καταδεικνύεται με τόση σαφήνεια το αρχέγονο πνεύμα των εθνοτήτων που κατέκλυσαν την Ευρώπη στους πρώτους εκείνους αιώνες του Μεσαίωνα – πριν ακόμα καθιερωθεί ο χριστιανισμός, βουτώντας στα σκοτεινά νερά απ’ όπου πηγάζουν όλοι εκείνοι οι μεσαιωνικοί θρύλοι για δράκους και μαγεία, αρπαγή, πίστη κι εκδίκηση. Και αν ο Ζίγκφριντ φαντάζει σαν ο αρχετυπικός ήρωας των μύθων, μια φιγούρα που ακροβατεί ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους, οι υπόλοιποι χαρακτήρες του έργου είναι ανθρώπινοι – υπερβολικά ανθρώπινοι. Κατακλύζονται από πάθη, φθόνο, δίψα για κατάκτηση και εκδικητικό μένος. Ακόμα και οι καλύτεροι χαρακτήρες μοιάζουν να παρασύρονται από ταπεινά κίνητρα – ενώ οι κακοί του έργου φανερώνουν στιγμές σπάνιου ηρωισμού.

Έτσι λοιπόν εκείνο που ξεκινά σαν παραμύθι, καταλήγει σε μια τραγωδία ανθρώπινων (ή μήπως, υπεράνθρωπων;) διαστάσεων. Ο Μύθος (που τόσο επηρέασε τη σύγχρονη φανταστική λογοτεχνία και τέχνη) μετεξελίσσεται σε Ιστορία: η πολιτική σύμπραξη της Κρίμχιλντ με τους Ούννους, ο πόλεμος ενάντια στους Βουργουνδούς, οι βίαιες περιγραφές μαχών, οι σφαγές των αθώων, το μακελειό του τέλους… όλα μοιάζουν να αφηγούνται σκηνές που επέζησαν στη συλλογική μνήμη στη διάρκεια των επιδρομών των γερμανικών φύλων – αιώνες κατά τη διάρκεια των οποίων ισοπεδώθηκε η Ευρώπη που ήξερε ο κόσμος και χαρακτηρίστηκαν εκ των υστέρων ως «Τα Σκοτεινά Χρόνια» [The Dark Ages].

Μα ως γνωστόν κάθε καταστροφή εμπεριέχει μέσα της τους σπόρους του καινούργιου…

Μπορώ να πω πολλά ακόμα γι’ αυτό το έργο και την επιρροή που άσκησε – μα ίσως να τα φυλάξω για κάποια άλλη φορά.






ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…



Κάπου εδώ τελειώνει το πρώτο μέρος του ταξιδιού μας… Το Λαγούμι κλείνει τις πύλες του (βαριές, σαν πύλες κάποιου μεσαιωνικού κάστρου) και θηκαρώνει το σπαθί του. Καιρός να βγάλουμε την πανοπλία και να βάλουμε τον σελιδοδείκτη στο βιβλίο με τα ξόρκια. Δεν τελειώσαμε όμως – ακολουθούν 18 ακόμα έργα, φτάνοντας ως το τέλος του Μεσαίωνα και τις απαρχές εκείνης της ανθηρής περιόδου που ονομάστηκε Αναγέννηση.

Μέχρι να τα πούμε πάλι, στη συνέχεια του αφιερώματος, κάποια στιγμή στο μέλλον – ή στο παρελθόν, αν προτιμάτε.


© Παρουσίαση-κείμενο-επιλογές έργων: το φονικό κουνέλι. Αθήνα, Οκτώβρης 2017.