31 Δεκεμβρίου 2017

Στο νέο Λαγούμι του Κούνελου






Να που ήρθε ξανά λοιπόν εκείνη η μέρα του χρόνου που κάνουμε όλοι τον απολογισμό μας· σκεφτόμαστε τι πήγε σωστά, τι πήγε λάθος, βάζουμε τα πράγματα σε μια σειρά μες στο κεφάλι μας, κάνουμε πλάνα για το Νέο Χρόνο, ο οποίος στέκεται στο κατώφλι της πόρτας και με μωρουδίστικη φωνή μας λέει «να τα πω, φίλος;». «Να τα πεις, να τα πεις», του λέμε με χαμόγελο.

Κι αρχίζει να τα λέει και μας αρέσει το τραγούδι του και είναι σύμφωνο με τα πλάνα που καταστρώσαμε μες στο κεφάλι μας και λέμε «συνέχισε, πάρ’ το έτσι» - και η φωνή του σταδιακά αλλάζει, από μωρουδίστικη γίνεται παιδική, από παιδική βραχνιάζει, σπάει, γίνεται φωνή αγχωμένου εφήβου, μετά ενός ταλαίπωρου ενήλικα – και σκεφτόμαστε «ρε συ, αυτός τραγουδάει εντελώς φάλτσα!».

Και τελικά φτάνει να στέκεται στην πόρτα ένας Γέρος με γενειάδα – και μας ζητάει τον λογαριασμό της χρονιάς που πέρασε και μας φαίνεται πολύς. «Δε βαριέσαι – του χρόνου θα ‘ναι καλύτερα!»

Ας πιούμε, λοιπόν, στο νέο χρόνο – με την ευχή το τραγούδι του να φαλτσάρει όσο το δυνατόν λιγότερο!

Εγώ πάντως, για να το γιορτάσω, αποφάσισα, ως μια μικρή συμβολική κίνηση, να ανοίξω για τους φίλους αναγνώστες τις πόρτες του Λαγουμιού μου. Γιατί υπάρχει το διαδικτυακό λαγούμι από τη μία – εκείνο που γνωρίζετε μέσα από τα κείμενα που ανεβάζω – και υπάρχει το κυριολεκτικό λαγούμι από την άλλη. Σε αυτό το δεύτερο θα πάμε σήμερα, να ρίξετε μια ματιά, να χαζέψετε τα βιβλία και τα κάδρα και το δέντρο. Πρόκειται για μια μικρή, μα βολική φωλιά που γέμισα με όλα όσα αγαπώ – ώστε να περνούν όσο ομορφότερα γίνεται οι μοναχικές ώρες της παραμονής μου σε αυτό.

Θα σας ξεναγήσω λοιπόν στον πυρήνα αυτής της φωλιάς, που δεν είναι άλλος από το καθιστικό και τις τρεις βιβλιοθήκες της, θα σας πω δυο λόγια για ορισμένα αγαπημένα μου βιβλία, θα προϊδεάσω για κάποια μελλοντικά αφιερώματα, θα σας αποκαλύψω μια ιδιαίτερη νυχτερινή επισκέπτρια και, τέλος, θα σας προσκαλέσω για κρασί.

Να τα π(ι)ούμε; Πιες τα, χρόνε που έρχεσαι! Πιες και μέθυσε. Και χάρισε λίγη υγιή τρέλα στην καθημερινότητά μας.







Στα άδυτα



Εδώ και λίγους μήνες μετακόμισα σε αυτό το λαγούμι, κάπου στο ιστορικό αθηναϊκό κέντρο. Πρόκειται κυριολεκτικά για λαγούμι – χαμηλό, το μισό σκαμμένο στο έδαφος, το άλλο μισό στην επιφάνεια. Στην αρχή η εμπειρία ήταν παράξενη, όπως κάθε τι καινούργιο – τα πάντα χρειάζονται κάποιο χρόνο προσαρμογής.

Το σπίτι είναι παλιό – πάρα πολύ παλιό. Στην οροφή βλέπεις δοκάρια που παραπέμπουν σε καράβι. Οι τοίχοι αποκαλύπτουν την παλαιότητά τους. Η ηχομόνωση είναι κακή. Η κουζίνα και το μπάνιο είναι μαζί (λίγα πράγματα συγκρίνονται με την εμπειρία να κάνεις ντους και ταυτόχρονα να απλώνεις το χέρι για να ανακατέψεις το φαί στην κατσαρόλα!). Μα διέπεται από μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, λόγω ακριβώς της θέσης και της παλαιότητάς του – την οποία επεδίωξα να διανθίσω. Είναι γραφικό. Είναι σχετικά ζεστό. Και έχει αυτά τα πανέμορφα εσωτερικά παράθυρα.







Στην πορεία, γεμίζοντας το χώρο με όλα όσα αγαπώ, δημιούργησα εκείνη την απαραίτητη ατμόσφαιρα που μου είναι αναγκαία ώστε να απολαύσω τη διαμονή μου σ’ ένα σπίτι: ατμοσφαιρικός φωτισμός, κάδρα και αφίσες με παραπομπές σε αγαπημένα πράγματα, το ενυδρείο με τα ψάρια – και φυσικά βιβλία – όσο περισσότερα μπορούσα να μεταφέρω μαζί μου στο νέο σπίτι.

Κατόρθωσα να χωρέσω τρεις βιβλιοθήκες. Αρκετά ακόμα βιβλία είναι σκόρπια πάνω στο γραφείο και στο κομοδίνο. Τα υπόλοιπα έμειναν στο πατρικό. Η ιδιοκτήτρια είχε απορήσει, βλέποντάς με να μετακομίζω και να μεταφέρω μαζί μου σωρούς και σωρούς από κούτες με βιβλία – όχι ρούχα, όχι παπλώματα, μα βιβλία. «Τι τα κάνεις όλα αυτά; Εμένα μου αρκεί να διαβάσω ένα βιβλίο, όχι να το έχω στο χώρο μου».

Και πολύ καλά κάνεις, της είπα. Μεταξύ μας, το βρίσκω απόλυτα υγιές – να μοιράζεσαι, όχι να κατέχεις. Μα πώς να εξηγήσω τη χαρά να περιβάλλεσαι από βιβλία, όπου και αν κοιτάξεις. Είμαι σαν τον Σκρουτζ Μακ Ντακ. Εκείνος ήθελε τα λεφτά του για να κάνει βουτιές μέσα τους. Εγώ θέλω τα βιβλία για να με περιβάλλει η ατμόσφαιρά τους. Η λειτουργία τους είναι διπλή: όχι μόνο η εμπειρία της ανάγνωσης, μα και η αισθητική τους. Ένας χώρος γεμάτος βιβλία είναι ένας ζεστός χώρος – ακόμα και αν δεν έχεις θέρμανση το χειμώνα.








Μα τα βιβλία δεν ήταν αρκετά. Επιθυμούσα να γεμίσω τους τοίχους με εκείνα που αγαπώ – όσο περισσότερα χωρούσαν. Κακά τα ψέματα, φίλε αναγνώστη – βρίσκεσαι στην Κουνελοχώρα. Μια ματιά στον σχεδιασμό του Blog είναι αρκετή. Δες τις φιγούρες, δες το banner, δες πως μπλέκουν η μία με την άλλη. Πως θα μπορούσε το προσωπικό μου Λαγούμι να είναι διαφορετικό.

Έντυσα λοιπόν τους τοίχους με αγαπημένα εξώφυλλα αγαπημένων δίσκων, αφίσες από κινηματογραφικές ταινίες, παλιά γαλλικά poster, αγαπημένους μουσικούς της Jazz και παραπομπές σε λογοτεχνία και κόμικς.








Η γυναικεία παρουσία δεν θα μπορούσε να απουσιάζει – είτε μιλάμε για το μνημειώδες body-painting με τα εξώφυλλα των Pink Floyd, είτε για το pin-up της δεκαετίας του 50. Κάπως έτσι η θερμοκρασία του χώρου ανεβαίνει λίγο παραπάνω – και οι νύχτες του χειμώνα γίνονται περισσότερο υποφερτές.






Κάνοντας κλικ πάνω στις εικόνες μπορείς, αγαπητέ αναγνώστη, να δεις με περισσότερες λεπτομέρειες τις εικόνες, τα κάδρα και τις παραπομπές – και να διαπιστώσεις τυχών κοινές αγάπες. Μα τι λέω – για να βρίσκεσαι εδώ μέσα και να διαβάζεις αυτό το κείμενο, αυτή τη στιγμή, είναι δεδομένο πως υπάρχουν.




Κάποιες σειρές βιβλίων – και κάποιες ιδέες για μελλοντικά αφιερώματα




Η φάση με το Κουνέλι για μένα είναι σαν εκείνα τα κρασιά, που θέλουν το χρόνο τους για να τα απολαύσεις. Γράφω όποτε νιώθω και μόνο, δεν ακολουθώ κανόνες, προσπαθώ όσο γίνεται να μην εντάσσω τη δημιουργική αυτή ενασχόληση στους λοιπούς κανόνες που διέπουν τόσο την καθημερινότητά μας, όσο κι εκείνη άφθονων σελίδων του Διαδικτύου: ωράρια, πίεση, στερεότυπος λόγος, μαζικού περιεχομένου αναρτήσεις, εκείνη η καταραμένη αίσθηση πως χρειάζεται να γίνεσαι «αρεστός». Ποτέ δεν επεδίωξα να αναπροσαρμόσω το ύφος των γραπτών και το περιεχόμενο του Blog για να προσελκύσω περισσότερο κόσμο – γιατί αν είχα τέτοιο στόχο, το κοινό εδώ και στη Σελίδα του Facebook θα ήταν άλλο. Μα δεν με ενδιαφέρει εκείνο το «άλλο» κοινό – ξέρω καλά σε ποιους επιθυμώ να απευθύνομαι.

Γράφω όποτε μπορώ λοιπόν – και όποτε αισθάνομαι. Ναι, είναι άφθονα τα αφιερώματα που ξεκινώ και έχουν ημερομηνία λήξης που εκτείνεται στο Άπειρο – μα τι σημασία έχει. Όπως δεν έχει σημασία το γεγονός πως επιθυμώ να καταπιαστώ με ένα κάρο πράγματα, για τα οποία δεν έχω βρει ακόμα το χρόνο. Νέε χρόνε που έρχεσαι, απάλλαξέ με σε παρακαλώ από το μόνιμο άγχος πως πρέπει να τα «προλάβω» όλα! Κι εσύ, φίλε αναγνώστη – αν δεν το έκανες ακόμα, ρίξε μια ματιά στην αμέσως προηγούμενη ανάρτησή μου, με τίτλο της «Οι Κλέφτες του Χρόνου». Θα καταλάβεις ακριβώς τι εννοώ.

Ας έχει λοιπόν. Στις ακόλουθες φωτογραφίες συγκέντρωσα ορισμένες σειρές βιβλίων, για τις οποίες επιθυμώ κάποια στιγμή μελλοντικά να γράψω – και να μοιραστώ την αξία τους με τους θαμώνες της Κουνελοχώρας. Προς το παρόν, θα περιοριστώ σε κάποιες σύντομες αναφορές.

Ξεκινώντας από βιβλία κοινωνικού και ιστορικού περιεχομένου, ένας από τους στόχους μου είναι να ολοκληρώσω την περίφημη σειρά των «Εποχών» του Eric Hobsbawm – του σημαντικότερου ίσως ιστορικού του αιώνα που μας πέρασε. Ο λόγος του είναι γλαφυρός, οι αναλύσεις του διεισδυτικές και η οπτική του πέρα από τοίχους και δόγματα.






Δύο φιλόσοφοι στις θάλασσες των οποίων σεργιάνιζα από μικρός (όχι δίχως φουρτούνες) είναι ο Κορνήλιος Καστοριάδης και ο Φρίντριχ Νίτσε. Αμφότεροι περιλαμβάνονται στην ατζέντα εκείνων για τους οποίους επιθυμώ να γράψω πολλά και διάφορα. Αμφότεροι περιλαμβάνονται σε περίοπτη θέση στο κεντρικό banner της Σελίδας. Δεν είναι τυχαίο.






Χοντρό βιβλίο δε σημαίνει απαραίτητα καλύτερο βιβλίο – κάποιες φορές το μικρό περιλαμβάνει μεγαλύτερη ισχύ, ενώ όλοι γνωρίζουμε (σε βαθμό υπερβολής, θα έλεγα πλέον, όσο αφορά τα κοινωνικά δίκτυα) τη δύναμη της μεμονωμένης φράσης και του συντομευμένου κειμένου. Όπως και να ‘χει πάντως – τα ακόλουθα είναι ορισμένα από τα μεγαλύτερα σε όγκο μυθιστορήματα της συλλογής μου. Και στην περίπτωσή τους – ναι, πρόκειται για κορυφαία έργα. Διακρίνουμε τον Οδυσσέα του Τζόυς, την πεντάτομη έκδοση των Άθλιων, τις Χίλιες και Μια Νύχτες σε εφτά τόμους, τον Μόμπι-Ντικ, τον Ζοφερό Οίκο του Ντίκενς, τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών (ξέχασα να συμπεριλάβω τα Χάρι Πόττερ), το Όνομα του Ρόδου, την Αδηφαγία, τα Παιδιά του Μεσονυχτίου, τα Άπαντα του Λούις Κάρολ, το Κουρδιστό Πουλί, το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας, τον Δόκτωρ Φαούστους, την Ιστορία του Γκέντζι και τον Πόλεμο και Ειρήνη.

Κάποια τα έχω διαβάσει. Κάποια όχι.

Μένει το Αναζητώντας το Χαμένο Χρόνο, θαρρώ, για να συμπληρωθεί η λίστα των Τιτάνων του Όγκου.






Να και ορισμένοι αγαπημένοι και κλασικοί τίτλοι Επιστημονικής Φαντασίας. Ένα ακόμα θέμα με το οποίο θα ήθελα πολύ να καταπιαστώ μελλοντικά. Διακρίνουμε την τριλογία Θεμέλιο του Ισαάκ Ασίμοφ, τον Αναρχικό των Δύο Κόσμων της Λε Γκεν, τον Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο του Χάξλεϊ, τα Χρονικά του Άρη και το Φάρεναϊτ 451 του Μπράντμπερι, τον Νευρομάντη του Γκίμπσον, μια συλλογή με κλασικές ιστορίες του Γουέλς, το Ηλεκτρικό Πρόβατο, το Ubik και τον Άνθρωπο στο Ψηλό Κάστρο του Ντικ, το Childhoods End του Κλαρκ, το Παιχνίδι του Έντερ του Orson Scott Card, το Solaris του Lem, το Stranger in a Strange Land του Heinlein, το Έρεβον του Μπάτλερ, τη σειρά του Hitchhikers Guide to the Galaxy του Douglas Adams…… βαθιά ανάσα.







Να και ο Νίκος Καζαντζάκης. Έχω γράψει ήδη γι’ αυτόν αρκετά. Μα μένουν πολλά ακόμα.








Ας μετακινηθούμε και στο χώρο των κόμικς. Μακάρι μέσα στη χρονιά να μπορέσω να καταπιαστώ με τον αγαπημένο μου συγγραφέα όλων των δημιουργών της Ενάτης Τέχνης – τον Alan Moore.








Να και η σειρά που άλλαξε και αλλάζει τα φώτα της μαζικής αμερικανικής κουλτούρας εδώ και 60 σχεδόν χρόνια – και, ταυτόχρονα, αλλάζει τα μυαλά των αναγνωστών του. Ο λόγος φυσικά για το MAD.








Κλείνω με το "Ποντίκι από το οποίο άρχισαν όλα" και τα άπαντα του δημιουργού που καθιέρωσε τον σχεδιασμό του στα αμερικανικά στριπ της δεκαετίας του 30, του 40 και του 50 – τον Floyd Gottfredson.








Αυτές είναι κάποιες από τις σειρές για τις οποίες θα μιλήσουμε ξανά μελλοντικά. Και στις οποίες γυρνώ ξανά και ξανά, νιώθοντας πως ανταμώνω κάποιον παλιό φίλο.




Μια νυχτερινή επισκέπτης




Και επιστρέφουμε σε εκείνα που καθιστούν όμορφη τη μοναχική διαμονή σ’ ένα σπίτι. Βιβλία, μουσική, ταινίες, διακόσμηση του χώρου τέτοια που να ταιριάζει με τα γούστα σου… καλά όλα αυτά, μα παραμένεις εσύ και τα πράγματά σου.

Μέχρι μια μικροσκοπική χνουδωτή ύπαρξη να σου νιαουρίσει έξω από την πόρτα.

Η περιοχή ξεχειλίζει γάτες. Κάποιες τις έχω γνωρίσει – με ορισμένες έχουμε εξοικειωθεί. Αργά τα βράδια, στην ηρεμία, όταν ο δρόμος μας ανήκει, τους φωνάζω – και αν γυρίζουν εκεί κοντά με ακούν και έρχονται.






Μία ανάμεσά τους έχει μετατραπεί σε τακτικό θαμώνα του σπιτιού. Έρχεται κάποια βράδια, κάθεται μερικές ώρες, απολαμβάνει τη ζεστασιά και τα σκεπάσματα, γίνεται συνοδοιπόρος των οικιακών μου περιπλανήσεων – και μετά αποχωρεί, βγαίνει έξω, κάνει τα δικά της. 

Στην αρχή φοβόταν να περάσει στο Λαγούμι – πρόκειται για έναν άλλο κόσμο, διαφορετικό από εκείνο που είχε συνηθίσει. Μα λίγο λίγο έμαθε. Προσπαθώ να μην την περιορίσω – όποτε θέλει να βγει, της ανοίγω. Μα εκείνες οι λίγες ώρες, προς το παρόν αρκούν.








Με χαροποιεί η παρουσία της. Γιατί πάντα είναι καλύτερο να μοιράζεσαι όσα αγαπάς. Το νου σου, μικρή, να προσέχεις εκεί έξω.

Κάπου παραπέρα το βιβλίο “I Am A Cat” του Natsume Sōseki, με εκείνη τη γάτα που κουλουριάζει στο εξώφυλλο, μοιάζει να μιλάει με τον τίτλο του και μόνο.






Και λίγο παραπέρα στέκει το πορτραίτο της Φατσούλας. Η απώλεια αυτής της γατούλας, με την οποία είχα μάθει να ζω για μια δεκαετία, στάθηκε η πιο επώδυνη προσωπική εμπειρία της χρονιάς που φεύγει. Ήταν όμως και το καταλυτικό γεγονός που συνέβαλε ώστε να μετακομίσω στο νέο αυτό Λαγούμι. Έτσι πάει – κάποιες φορές η απώλεια γίνεται αφορμή να προχωρήσεις. Ο σπόρος φυτρώνει στο χώμα που δέχτηκε εκείνο που έχει φύγει. Ο θάνατος και η ζωή συνιστούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

Επισκέπτες είμαστε όλοι, Ψιψίνα. Έτσι νιώθω κι εγώ σ’ αυτό το σπίτι, που νοικιάζω, που δεν μου ανήκει περισσότερο απ’ ότι ανήκει σε σένα, που περνάς εδώ τα βράδια. Μα και να μου ανήκε – πάλι επισκέπτης θα ήμουν. Ταξιδιώτης. Αυτό είμαστε όλοι. Ταξιδεύουμε στο μεγάλο εκείνο σκάφος της ζωής – κάποιες φορές αφοσιωνόμαστε τόσο στο εσωτερικό του, στις μικρές, καθημερινές ενασχολήσεις του, που ξεχνάμε να κοιτάξουμε έξω απ’ το παράθυρο – πέρα, στην αχανή απεραντοσύνη και στα απειράριθμα αστέρια της.

Κάποιες φορές μου φάνηκε πως είδα των φως των άστρων να καθρεφτίζεται στα μάτια μιας γατούλας.







Χαρούμενη νέα χρονιά, το λοιπόν




Ήταν μια μικρή, ψηφιακή περιπλάνηση στο Λαγούμι μου και ένα μοίρασμα κάποιων αγαπημένων πραγμάτων, άψυχων και έμψυχων (αν και, αν το καλοσκεφτούμε, δεν υπάρχουν άψυχα πράγματα, όσο τα επενδύουμε με νόημα και σημασία). Προσπάθησα να είμαι καλός οικοδεσπότης. Μα είστε όλοι ευπρόσδεκτοι να περάσετε, να τα πούμε και ζωντανά και να σας κεράσω κάποιο εκλεκτό ρόφημα – διαδικτυακώς το τελευταίο δεν γίνεται (η μέρα που θα κάνουμε share όχι μόνο αναρτήσεις και φωτογραφίες, μα και αληθινά κρασιά μέσω διαδικτύου, θα είναι μια ευτυχισμένη μέρα για την ανθρωπότητα).


Εύχομαι καλή χρονιά, με υγεία, υγεία, υγεία και αγάπη. Και όμορφες στιγμές. Και να μάθουμε να δίνουμε αξία σε εκείνα που πραγματικά αξίζουν και μόνο. Τα λέμε!




3 Δεκεμβρίου 2017

Οι Κλέφτες του Χρόνου και ένα απόσπασμα από τη "Μόμο"


Ένα αφιέρωμα στη "Μόμο" του Έντε από το φονικό κουνέλι



«Υπάρχει ένα μεγάλο κι όμως πολύ καθημερινό μυστικό. Όλοι οι άνθρωποι συμμετέχουν σ’ αυτό, το ξέρουν όλοι, ελάχιστοι όμως το σκέφτονται. Οι περισσότεροι άνθρωποι το δέχονται σαν κάτι χωρίς σημασία και δε νοιάζονται καθόλου. Αυτό το μυστικό είναι ο χρόνος.

Υπάρχουν ημερολόγια και ρολόγια για να τον μετράνε, αλλά αυτό δε σημαίνει και πολλά πράματα, γιατί όπως ξέρει ο καθένας μία και μοναδική ώρα μπορεί να σου φανεί αιώνας, άλλες φορές όμως μπορεί να περάσει σα μια στιγμή. Αυτό εξαρτάται από το τι ζεις μέσα σ’ εκείνη την ώρα.

Κι αυτό γιατί ο χρόνος είναι η ζωή. Και η ζωή κατοικεί μέσα στην καρδιά.»


- Μίχαελ Έντε, “Μόμο”



Θυμάμαι όταν ήμουν μικρότερος, γύρω στα 20, ούτε που με απασχολούσε το θέμα του χρόνου – αναλωνόμουν στο καθημερινό άγχος μιας μακρόσυρτης μετεφηβείας και ούτε που μ’ ενδιέφερε αν οι μέρες (και οι βδομάδες, και οι μήνες) περνούσαν δίχως να τις έχω αξιοποιήσει εποικοδομητικά.

Μεγαλώνοντας και φτάνοντας στο σήμερα το θέμα του χρόνου με απασχολεί σε καθημερινή βάση. Πόσες ώρες διαθέτω για δουλειά, πόσες για ξεκούραση, τι χρόνος μου απομένει σε καθημερινή βάση για να κάνω εκείνα που μ’ ευχαριστούν – κι ενώ περνά ο καιρός, σαν κάποιο τρένο-βολίδα, κι αισθάνομαι την ανάγκη να πιάσω τον οδηγό και να του πω «ε, φίλε, κάνε μερικές στάσεις παραπάνω, μη τρέχεις έτσι!»

Κι εδώ ερχόμαστε στο θέμα της σημερινής παρουσίασης: Ο χρόνος! Μα όχι, το ερώτημα δεν είναι πώς να τον αξιοποιήσουμε σωστότερα – και δεν θα έπρεπε να είναι αυτό! Ούτε το ερώτημα είναι πώς να κάνουμε τον χρόνο να κυλάει πιο αργά – όχι, κύριοι, δεν έχει κανένα νόημα αυτό! Το ερώτημα είναι (ή θα έπρεπε να είναι): γιατί φτάνουμε να αγχωνόμαστε μπρος στο φυσικό φαινόμενο του χρόνου που περνάει – γιατί καταλήγουμε να υπολογίζουμε τις μέρες και το πρόγραμμά μας λες και πρόκειται για κάποια μορφή οικονομικού προϋπολογισμού;

Θα δώσω αμέσως την απάντηση: διότι ζούμε σ’ έναν κόσμο που έχει μετατρέψει το χρόνο σε μετρήσιμο μέγεθος. Μια κοινωνία που συμπιέζει την καθημερινότητά μας σ’ ένα καλούπι ρουτίνας και υπολογισμών: θα δουλέψεις τόσες ώρες, θα σου μείνουν τόσες για ξεκούραση, θα κάνεις τόσες μέρες διακοπές, θα πάρεις τόσες μέρες άδεια – και πάλι απ’ την αρχή. 11 μήνες εργασία, συχνά σε εξαντλητικά ωράρια (τα οποία φτάνουμε ν’ αποδεχόμαστε σαν φυσικά μεγέθη), κάποιες άδειες δω κι εκεί, λίγες μέρες διακοπές – ίσα για να γεμίσουν οι μπαταρίες, και μετά πάλι απ’ την αρχή.

Μετράμε ένα ένα τα λεπτά στο ξυπνητήρι το πρωί, ίσα για ν’ απολαύσουμε μερικές στιγμές παραπανίσιου ύπνου, τρέχουμε να προλάβουμε το μετρό, εκνευριζόμαστε αν έχει κίνηση, αγχωνόμαστε να βγει η δουλειά “στην ώρα της”, γυρνάμε σπίτι κουρασμένοι, σκεφτόμαστε πόσες ώρες έχουμε «ελεύθερες». Η ίδια η έννοια του «ελευθέρου χρόνου» είναι μια βαθιά προβληματική έννοια: ελεύθερος σε σχέση με τί; Ανελεύθερος σε σχέση με τί; Μπορεί ο χρόνος να χωρέσει σε καλούπια; Να φυλακιστεί; Ή μήπως φυλακίζουμε οι ίδιοι τους εαυτούς μας;


άνθρωποι σε σταθμό
Από το "Μητρόπολις" του Φριτς Λανγκ
"Metropolis" by Fritz Lang [1927]


Γι’ αυτό λοιπόν επέλεξα σήμερα να παρουσιάσω ένα ολόκληρο κεφάλαιο από τη “Μόμο” του Μίχαελ Έντε [“Momo”, Michael Ende]. Δημοσιευμένη το 1973 – μια εποχή που οι κοινωνίες δυτικού τύπου ασκούσαν βαθιά και επουσιώδη κριτική στον εαυτό τους και στην κατεύθυνση που ακολουθούν. Σήμερα όμως, καταμεσής της “οικονομικής κρίσης” (σε εισαγωγικά όχι γιατί δεν υφίσταται, μα γιατί πρόκειται για μια πολυχρησιμοποιημένη πλέον έννοια – και κάθε έννοια όταν καταλήγει να μετατρέπεται σε καθημερινό σλόγκαν μπορεί να συσκοτίσει την πραγματικότητα), καταμεσής της απόλυτης παράδοσης στις χαρές της κατανάλωσης και των “Black Fridays”, καταμεσής της εικονικής πραγματικότητας των κοινωνικών δικτύων, καταμεσής της βαθύτερής μας μοναξιάς – κάπου φτάσαμε να θεωρούμε δεδομένο τον προσανατολισμό της κοινωνίας μας.

Λες και ήταν δοσμένος έτσι μια για πάντα. Λες και αδυνατεί να πάει προς άλλη κατεύθυνση.

Και ο χρόνος; Α, ο χρόνος. Ναι, κύριοι, σα να βλέπω τον τρανό εκείνο Γέρο με τη μακριά γενειάδα, τον άλλοτε ευγενή και άλλοτε αδυσώπητο – τέτοιος που έφτασε να καταβροχθίσει τα παιδιά του. Ένας Τιτάνας που η κοινωνία μας έφτασε να τον μετατρέψει σε ρολόι τοίχου!

Μα «ο χρόνος είναι η ζωή. Και η ζωή κατοικεί μέσα στην καρδιά».

Ακολουθεί το απόσπασμα από την υπέροχη “Μόμο” του Μίχαελ Έντε, στο οποίο παρουσιάζονται οι «κλέφτες του χρόνου». Απλό, γραμμένο με σαφήνεια, μοιάζει με παραμύθι του παλιού καιρού, ξέχειλο νοήματος – όπως όλες οι ιστορίες του θαυμάσιου αυτού συγγραφέα. Το κεφάλαιο είναι από τα πρώτα του βιβλίου – επομένως μπορείτε να διαβάσετε άφοβα, δίχως φόβο spoiler για την εξέλιξή του. Η μετάφραση είναι της Κίρας Σίνου.

Στο τέλος, σαν κατακλείδα, θα επιστρέψω με κάποια τελικά σχόλια.

Και, όχι – μη φοβηθείτε πια να αφιερώσετε λίγο χρόνο για να διαβάσετε το κείμενο.



Εικονογράφηση για τη "Μόμο" του Marcel Dzama




Μίχαελ Έντε – Απόσπασμα από τη “Μόμο”.

 

«Υπάρχει ένα μεγάλο κι όμως πολύ καθημερινό μυστικό. Όλοι οι άνθρωποι συμμετέχουν σ’ αυτό, το ξέρουν όλοι, ελάχιστοι όμως το σκέφτονται. Οι περισσότεροι άνθρωποι το δέχονται σαν κάτι χωρίς σημασία και δε νοιάζονται καθόλου. Αυτό το μυστικό είναι ο χρόνος.

Υπάρχουν ημερολόγια και ρολόγια για να τον μετράνε, αλλά αυτό δε σημαίνει και πολλά πράματα, γιατί όπως ξέρει ο καθένας μία και μοναδική ώρα μπορεί να σου φανεί αιώνας, άλλες φορές όμως μπορεί να περάσει σα μια στιγμή. Αυτό εξαρτάται από το τι ζεις μέσα σ’ εκείνη την ώρα.

Κι αυτό γιατί ο χρόνος είναι η ζωή. Και η ζωή κατοικεί μέσα στην καρδιά.

Αυτό ήταν κάτι που δεν το ήξερε κανένας καλύτερα από τους γκρίζους κυρίους. Κανένας άλλος δεν ήξερε την αξία μιας ώρας, ενός λεπτού, ακόμα κι ενός μοναδικού δευτερόλεπτου όσο εκείνοι. Βέβαια τη βλέπανε μ’ ένα τρόπο δικό τους, όπως βλέπει το αίμα η βδέλλα και ενεργούσαν με το δικό τους τρόπο.

Είχαν τα σχέδιά τους για το χρόνο των ανθρώπων. Ήταν σχέδια μακρόπνοα και καταστρωμένα με μεγάλη προσοχή.

Το σπουδαιότερο γι’ αυτούς ήταν να μην προσέξει κανένας τη δραστηριότητά τους. Απαρατήρητοι είχαν μπει στη ζωή της μεγάλης πόλης και των κατοίκων της. Και βήμα βήμα, δίχως να τους πάρει είδηση κανένας, προχωρούσαν κάθε μέρα και πιο μακριά και κάνανε κτήμα τους τους ανθρώπους.

Ξέρανε τον καθένα που ήταν κατάλληλος για το σκοπό τους, πολύ πριν το υποπτευτεί καν ο ίδιος. Περίμεναν μονάχα την κατάλληλη στιγμή για να τον πιάσουν. Και βοηθούσαν και οι ίδιοι με τον τρόπο τους να έρθει αυτή η στιγμή.

Παράδειγμα ο κύριος Φούζι, ο κουρέας. Δεν ήταν βέβαια κανένας διάσημος μαιτρ της κομμωτικής τέχνης, αλλά είχε ένα καλό όνομα. Δεν ήταν ούτε πλούσιος ούτε και φτωχός. Το μαγαζί του, που βρισκόταν στο κέντρο της πόλης, ήταν μικρό κι απασχολούσε μονάχα ένα μαθητευόμενο.

Κάποια μέρα ο κύριος Φούζι στεκόταν στην πόρτα του μαγαζιού του και περίμενε πελατεία. Ο μαθητευόμενος είχε πάρει άδεια κι ο κύριος Φούζι ήταν μόνος του. Κοίταζε τη βροχή που πλατσούριζε στο δρόμο. Η μέρα ήταν μουντή και η ψυχή του κυρίου Φούζι ήταν κι αυτή βουρκωμένη.

Έτσι περνάει η ζωή μου, σκεφτόταν, με το κλαπ κλαπ του ψαλιδιού, τη φλυαρία και τον αφρό του σαπουνιού. Τι έχω δηλαδή από τη ζωή μου; Κι όταν κάποτε πεθάνω, θα είναι σαν να μην υπήρξα ποτέ.

Δε θα μπορούσε όμως κανένας να πει πως ο κύριος Φούζι είχε αντίρρηση για μια κουβεντούλα. Αγαπούσε μάλιστα πάρα πολύ ν’ αναπτύσσει στους πελάτες του με πολλές λεπτομέρειες τις απόψεις του και ν’ ακούει τι σκέφτονταν και εκείνοι γι’ αυτό το θέμα. Ούτε κι είχε τίποτα ενάντιο στο κλαπ κλαπ του ψαλιδιού και τους αφρούς του σαπουνιού. Η δουλειά του τον ευχαριστούσε και ήξερε πως την έκανε καλά. Προπαντός στο ξύρισμα με κόντρα κάτω από το πηγούνι δεν τον ξεπερνούσε κανένας. Υπάρχουν όμως στιγμές που όλα αυτά δεν έχουν καμιά σημασία. Αυτό το ξέρει ο καθένας μας.

Ολόκληρη η ζωή μου έχει πάει στράφι, σκεφτόταν ο κύριος Φούζι. Ποιος είμαι δηλαδή εδώ; Ένας μικρός κουρέας, μόνο αυτό κατόρθωσα να γίνω. Αν μπορούσα να κάνω μια σωστή ζωή θα γινόμουνα ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος.

Για το πώς όμως θα ήταν αυτή η σωστή ζωή, ο κύριος Φούζι δεν είχε και πολύ συγκεκριμένη ιδέα. Το μόνο που φανταζόταν ήταν κάτι το πολύ σπουδαίο, κάτι το πολυτελές, κάτι από κείνα που έβλεπε στα εικονογραφημένα περιοδικά.

Αλλά η ζωή μου, σκεφτόταν δύσθυμος, δε μ’ αφήνει καθόλου καιρό για κάτι τέτοια. Για να κάνεις μια σωστή ζωή πρέπει να έχεις χρόνο. Πρέπει να είσαι ελεύθερος. Εγώ όμως σ’ όλη μου τη ζωή θα μείνω αιχμάλωτος του κλαπ κλαπ του ψαλιδιού, της φλυαρίας και των αφρών του σαπουνιού.

Εκείνη τη στιγμή κατέφτασε ένα ωραίο, γκρίζο σαν τη στάχτη, αυτοκίνητο και σταμάτησε έξω ακριβώς από το κουρείο του κυρίου Φούζι... Από μέσα του βγήκε ένας γκρίζος κύριος και μπήκε στο μαγαζί. Έβαλε τη μολυβιά τσάντα στο τραπέζι μπροστά στον καθρέφτη, κρέμασε το σκληρό στρογγυλό καπέλο του στην κρεμάστρα, κάθισε στην πολυθρόνα, έβγαλε ένα σημειωματάριο από την τσέπη του κι άρχισε να το ξεφυλλίζει, φουμάροντας το σταχτί πουράκι του.

Ο κύριος Φούζι έκλεισε την εξώπορτα του μαγαζιού γιατί του φάνηκε πως ο μικρός του χώρος έγινε ξαφνικά πολύ κρύος.




Οι Γκρίζοι Κύριοι στη "Μόμο"



 –  Τι θέλει ο κύριος; ρώτησε σαστισμένος. Να σας ξυρίσω ή να σας κόψω τα μαλλιά; Και την ίδια στιγμή έβρισε τον εαυτό του για έλλειψη τακτ, γιατί ο κύριος είχε μια φαλάκρα που γυάλιζε σαν γλόμπος.

–  Ούτε το ένα ούτε και το άλλο, είπε ο γκρίζος κύριος χωρίς να χαμογελάσει, με μια περίεργα άχρωμη, θα έλεγε κανείς, σταχτιά φωνή. Έρχομαι από το Χρονοταμιευτήριο. Είμαι ο πράκτορας αριθμός ΞΥΚ/384/β. Μάθαμε πως θέλετε ν’ ανοίξετε ένα λογαριασμό στο ταμιευτήριό μας.

–  Αυτό τ’ ακούω για πρώτη φορά, εξήγησε ο κύριος Φούζι, που είχε σαστίσει ακόμα περισσότερο. Ομολογώ πως δεν ήξερα καν ότι υπάρχει ένα τέτοιο ίδρυμα.

–  Να που το μάθατε, είπε απότομα ο πράκτορας. Φυλλομέτρησε το σημειωματάριό του και συνέχισε: Δεν είστε ο κύριος Φούζι, ο κουρέας;

–  Εγώ είμαι, απάντησε ο κύριος Φούζι.

–  Ήρθα τότε εκεί που έπρεπε, είπε ο γκρίζος κύριος κι έκλεισε το σημειωματάριο του. Κάνατε αίτηση σε μας.

–  Πώς δηλαδή; ρώτησε ο κύριος Φούζι, που απορούσε όλο και περισσότερο.

–  Ξέρετε, αγαπητέ μου κύριε Φούζι, είπε ο πράκτορας, πως σπαταλάτε τη ζωή σας με το κλαπ κλαπ του ψαλιδιού σας, με τις ψιλοκουβεντούλες και με τους αφρούς του σαπουνιού; Όταν πεθάνετε κάποτε, θα είναι σαν να μην υπήρξατε ποτέ. Αν είχατε τον καιρό να κάνετε μια σωστή ζωή όπως θα τη θέλατε, θα ήσασταν ένας τελείως διαφορετικός άνθρωπος. Το μόνο που σας χρειάζεται είναι ο χρόνος. Δεν έχω δίκιο;

–  Αυτά σκεφτόμουνα ακριβώς, μουρμούρισε ο κύριος Φούζι, τουρτουρίζοντας, γιατί παρά την κλειστή πόρτα το κρύο όλο και δυνάμωνε.

–  Τα βλέπετε λοιπόν! είπε ο γκρίζος κύριος και ρούφηξε  πολύ ευχαριστημένος το πουράκι του. Πού όμως θα βρείτε αυτόν το χρόνο; Δεν έχετε παρά να τον εξοικονομήσετε! Εσείς, κύριε Φούζι, σπαταλάτε το χρόνο σας με έναν εντελώς ανεύθυνο τρόπο. Θα σας το αποδείξω μ’ ένα μικρό λογαριασμό. Ένα λεπτό έχει εξήντα δευτερόλεπτα. Και η μία ώρα έχει εξήντα λεπτά. Μπορείτε να με παρακολουθήσετε;

–  Βέβαια, είπε ο κύριος Φούζι.

Ο πράκτορας αριθ. ΞΥΚ/384/β βάλθηκε να γράφει τους αριθμούς στον καθρέφτη μ’ ένα γκρίζο μαρκαδόρο.

–  Εξήντα επί εξήντα μας κάνουν τρεις χιλιάδες εξακόσια. Επομένως η μία ώρα έχει τρεις χιλιάδες εξακόσια δευτερόλεπτα.

Μια μέρα έχει εικοσιτέσσερις ώρες, δηλαδή τρεις χιλιάδες εξακόσια δευτερόλεπτα επί είκοσι τέσσερα μας κάνει ογδόντα έξι χιλιάδες τετρακόσια δευτερόλεπτα τη μέρα. Ένας χρόνος έχει, όπως ξέρουμε, τριακόσιες εξήντα πέντε μέρες. Αυτό μας κάνει ένα εκατομμύριο πεντακόσιες τριάντα έξι χιλιάδες δευτερόλεπτα το χρόνο.

Τριακόσια δεκαπέντε εκατομμύρια τριακόσιες εξήντα χιλιάδες δευτερόλεπτα σε δέκα χρόνια. Πόσα χρόνια λέτε να ζήσετε, κύριε Φούζι;

–  Εεε, τραύλισε σαστισμένος ο κύριος Φούζι, ελπίζω να φτάσω τα εβδομήντα ή και τα ογδόντα μου, αν θέλει βέβαια ο Θεός.

–  Ωραία, συνέχισε ο γκρίζος κύριος. Για καλό και για κακό ας πούμε πως θα γίνετε εβδομήντα χρονών. Να πούμε τότε τριακόσια δεκαπέντε εκατομμύρια τριακόσιες εξήντα χιλιάδες επί επτά. Αυτό μας κάνει δυο δισεκατομμύρια διακόσια επτά εκατομμύρια πεντακόσιες είκοσι χιλιάδες δευτερόλεπτα.

Κι έγραψε τον αριθμό με μεγάλα στοιχεία πάνω στον καθρέφτη 2.207.520.000 δευτερόλεπτα. Τον υπογράμμισε μερικές φορές κι εξήγησε:

–  Κύριε Φούζι, αυτή είναι λοιπόν η περιουσία, που διαθέτετε.

Ο κύριος Φούζι ξεροκατάπιε και πέρασε το χέρι του από το μέτωπο του. Το άθροισμα του έφερνε ζάλη. Δεν το είχε φανταστεί ποτέ του πως ήταν τόσο πλούσιος.

–  Μάλιστα, είπε ο πράκτορας κουνώντας το κεφάλι και ρούφηξε πάλι το πουράκι του, ο αριθμός είναι εντυπωσιακός, συμφωνείτε; Τώρα όμως θα δούμε τι γίνεται παρακάτω. Πόσο χρονών είστε, κύριε Φούζι;

–  Σαράντα δύο, ψέλλισε εκείνος κι ένιωσε ξαφνικά ένοχος, λες και είχε κάνει κάτι κακό.

–  Πόσο κοιμάστε κατά μέσο όρο τη νύχτα; συνέχισε την ανάκριση ο γκρίζος κύριος.

–  Περίπου οκτώ ώρες, ομολόγησε ο κύριος Φούζι.

Ο πράκτορας έκανε αστραπιαίους υπολογισμούς. Ο μαρκαδόρος τσίριζε πάνω στο γυαλί του καθρέφτη, έτσι που οι τρίχες του κυρίου Φούζι σηκώθηκαν όρθιες.

–  Σαράντα δύο χρόνια - οκτώ ώρες κάθε μέρα - αυτό μας κάνει κιόλας τετρακόσια σαράντα ένα εκατομμύρια πεντακόσιες τέσσερις χιλιάδες. Αυτό το ποσό πρέπει βέβαια να υπολογίσουμε σαν χαμένο χρόνο. Πόσο χρόνο είστε αναγκασμένος να θυσιάζετε καθημερινά για την εργασία σας, κύριε Φούζι;

–  Περίπου οκτώ ώρες, παραδέχτηκε ζεματισμένος ο κύριος Φούζι.

–  Πρέπει να περάσουμε τότε το ίδιο ποσό στη χρέωση, συνέχισε αδυσώπητος ο πράκτορας. Χάνετε επίσης έναν ορισμένο χρόνο για να τρέφεστε. Πόση περίπου ώρα σας χρειάζεται για το φαγητό σας τη μέρα;

–  Δεν ξέρω ακριβώς, είπε φοβισμένος ο κύριος Φούζι. Μπορεί δυο ώρες.

–  Λίγες μου φαίνονται, είπε ο πράκτορας, αλλά ας δεχτούμε. Τότε στα σαράντα δύο χρόνια έχουμε το ποσό των εκατόν δέκα εκατομμυρίων τριακοσίων εβδομήντα έξι χιλιάδων. Πάμε παρακάτω. Μένετε μόνος σας με τη γριά μητέρα σας. Αυτό το ξέρουμε. Αφιερώνετε σ’ αυτή τη γριά κάθε μέρα από μια ολόκληρη ώρα, κάθεστε δηλαδή μαζί της και της κάνετε παρέα, μόλο που είναι μουγκή και δεν ακούει σχεδόν καθόλου. Πρόκειται λοιπόν για χαμένο χρόνο. Αυτό μας κάνει πενήντα πέντε εκατομμύρια εκατόν ογδόντα οκτώ χιλιάδες. Χώρια απ’ αυτό έχετε ένα τελείως περιττό παπαγαλάκι, που η φροντίδα του σας στοιχίζει καθημερινά ένα τέταρτο της ώρας, πράμα που σημαίνει δεκατρία εκατομμύρια επτακόσιες ενενήντα επτά χιλιάδες.

–  Μα..., πέταξε ο κύριος Φούζι παρακλητικά.

–  Μη με διακόπτετε! έκανε θυμωμένος ο πράκτορας, που έκανε όλο και πιο γρήγορα τους υπολογισμούς του. Μια και η μητέρα σας είναι ανάπηρη, είστε αναγκασμένος να κάνετε ένα μέρος από τις δουλειές του σπιτιού. Πάτε για ψώνια, γυαλίζετε τα παπούτσια σας και κάνετε κι άλλες τέτοιες βαρετές δουλειές. Πόσο χρόνο ξοδεύετε κάθε μέρα γι’ αυτές, κύριε Φούζι;

–  Ίσως μια ώρα, μα...

–  Μας κάνει άλλα πενήντα πέντε εκατομμύρια εκατόν ογδόντα οκτώ χιλιάδες που πάνε χαμένα, κύριε Φούζι. Ξέρουμε ακόμα πως πηγαίνετε μια φορά τη βδομάδα στον κινηματογράφο, πως μια φορά τη βδομάδα παίρνετε μέρος σε μια τοπική χορωδία, πως έχετε μια τακτική παρέα σε μια ταβέρνα που πάτε δυο φορές τη βδομάδα και πως τα υπόλοιπα βράδια βλέπεστε με τους φίλους σας ή διαβάζετε καμιά φορά και κάποιο βιβλίο. Με δυο λόγια σκοτώνετε το χρόνο σας με άχρηστα πράματα, κάπου τρεις ώρες τη μέρα κι αυτό μας κάνει εκατόν εξήντα πέντε εκατομμύρια πεντακόσιες εξήντα τέσσερις χιλιάδες δευτερόλεπτα. Δεν αισθάνεστε καλά, κύριε Φούζι;

–  Όχι, όχι, είπε ο κύριος Φούζι, με συγχωρείτε…

–  Τελειώνουμε είπε ο γκρίζος κύριος. Πρέπει όμως να μιλήσουμε για ένα ξεχωριστό κεφάλαιο της ζωής σας. Έχετε δηλαδή κάποιο μικρό μυστικό. Ξέρετε για ποιο λέω.

Τα δόντια του κυρίου Φούζι άρχισαν να χτυπούν. Τόσο πολύ κρύωνε.

–  Κι αυτό το ξέρετε; είπε ανήμπορος. Νόμιζα πως εκτός από μένα και τη δεσποινίδα Ντάρια...

–  Στον σύγχρονο κόσμο μας, τον έκοψε ο πράκτορας ΞΥΚ/384/β, τα μυστικά δεν κρύβονται. Μελετήστε τα πράματα για μια φορά αντικειμενικά και ρεαλιστικά. Αποκριθείτε στην ερώτησή μου. Σκοπεύετε να παντρευτείτε τη δεσποινίδα Ντάρια;

–  Όχι, είπε ο κύριος Φούζι, αυτό δε γίνεται...

–  Έχετε δίκιο, συνέχισε ο γκρίζος κύριος, γιατί η δεσποινίδα Ντάρια είναι για όλη της τη ζωή δεμένη με την αναπηρική της πολυθρόνα μια και είναι παράλυτα τα πόδια της. Κι όμως την επισκέφτεστε κάθε μέρα για να της προσφέρετε ένα λουλούδι. Για ποιο λόγο;

–  Μα χαίρεται πάντα τόσο, αποκρίθηκε ο κύριος Φούζι που κόντευε πια να βάλει τα κλάματα.

–  Ας το δούμε πιο αντικειμενικά, κύριε Φούζι, τον έκοψε ο πράκτορας, αυτός ο χρόνος είναι για σας χαμένος. Και μάλιστα έχετε χάσει κιόλας είκοσι επτά εκατομμύρια πεντακόσιες ενενήντα τέσσερις χιλιάδες δευτερόλεπτα συνολικά. Κι αν υπολογίσουμε πως έχετε τη συνήθεια προτού πάτε να κοιμηθείτε να κάθεστε ένα τέταρτο στο παράθυρο και να σκέφτεστε πώς πέρασε η μέρα, τότε έχουμε κι ένα άλλο πιστωτικό ποσό των δεκατριών εκατομμυρίων επτακοσίων ενενήντα επτά χιλιάδων. Κι ας δούμε τώρα τι σας περισσεύει, κύριε Φούτζι.

Έγραψε στον καθρέφτη το εξής άθροισμα:


Ύπνος   441.504.000 δευτερόλεπτα
Εργασία  441.504.000 δευτερόλεπτα
Τροφή  10.376.000 δευτερόλεπτα
Μητέρα    55.188.000 δευτερόλεπτα
Παπαγαλάκι   13.797.000 δευτερόλεπτα
Ψώνια κτλ.   55.188.000 δευτερόλεπτα
Φίλοι, τραγούδι, κτλ.  165.564.000 δευτερόλεπτα
Μυστικό   27.594.000 δευτερόλεπτα
Παράθυρο  13.797.000 δευτερόλεπτα
Σύνολο  1.324.512.000 δευτερόλεπτα


–  Αυτό το ποσό, είπε ο γκρίζος κύριος και χτύπησε με το μαρκαδόρο του μερικές φορές τον καθρέφτη τόσο δυνατά που ακούστηκε σαν πυροβολισμός, αυτό λοιπόν το ποσό είναι ο χρόνος, που έχετε κιόλας χάσει μέχρι τώρα. Τι λέτε γι’ αυτό κύριε Φούζι;




Η "Μόμο" του Μίχαελ Έντε



Ο κύριος Φούζι δεν είχε να πει τίποτα απολύτως. Κάθισε σε μια καρέκλα στη γωνιά και σφούγγισε με το μαντίλι του το κούτελό του, γιατί μ’ όλη την τσουχτερή παγωνιά είχε γίνει μούσκεμα στον ιδρώτα. Ο γκρίζος κύριος κούνησε πολύ σοβαρός το κεφάλι του. – Μάλιστα, το βλέπετε σωστά, είπε. Είναι κιόλας το μισό από την περιουσία σας. Για να δούμε όμως τώρα τι σας έχει μείνει ακόμα από τα σαράντα δυο σας χρόνια. Ένας χρόνος αντιστοιχεί, όπως είπαμε, σε τριάντα εκατομμύρια πεντακόσιες τριάντα έξι χιλιάδες δευτερόλεπτα. Κι αν το πολλαπλασιάσουμε με σαράντα δύο μας κάνει ένα δισεκατομμύριο τριακόσια είκοσι τέσσερα εκατομμύρια πεντακόσιες δώδεκα χιλιάδες.

Έγραψε τον αριθμό κάτω από το άθροισμα του χαμένου χρόνου:

1.324.512.000 δευτερόλεπτα –  1.324.512.000 δευτερόλεπτα

 Έβαλε το μαρκαδόρο στην τσέπη του κι έμεινε κάμποση ώρα σιωπηλός για να επιτρέψει στη θέα των πολλών μηδενικών να επηρεάσει τον κύριο Φούζι.

Και τον επηρέασε.

–  Αυτό λοιπόν, σκέφτηκε συντριμμένος ο κύριος Φούζι, είναι το ισοζύγιο ολόκληρης της ζωής μου ως τα τώρα.

Είχε τόσο πολύ εντυπωσιαστεί από το λογαριασμό, που ήταν αφάνταστα ακριβής, ώστε τα δεχόταν όλα χωρίς να φέρει αντίρρηση. Κι ο λογαριασμός συμφωνούσε πραγματικά. Αυτό ήταν ένα από τα κόλπα με τα οποία εξαπατούσαν οι γκρίζοι κύριοι τους ανθρώπους σε χιλιάδες περιπτώσεις.

–  Δε βρίσκετε λοιπόν, κύριε Φούζι, άρχισε πάλι να λέει με την ήπια φωνή του ο πράκτορας ΞΥΚ/384/β, πως δε γίνεται να συνεχίσετε έτσι; Δε θα ήταν προτιμότερο να κάνετε οικονομίες;

Ο κύριος Φούζι κούνησε βουβός το κεφάλι του. Τα χείλια του είχαν μελανιάσει.

–  Παραδείγματος χάρη, αντήχησε στ’ αυτί του η σταχτιά φωνή του πράκτορα, αν είχατε αρχίσει πριν από είκοσι χρόνια ν’ αποταμιεύετε, έστω και μια μοναδική ώρα την ημέρα, θα είχατε σήμερα λαμβάνειν είκοσι έξι εκατομμύρια διακόσιες ογδόντα χιλιάδες δευτερόλεπτα. Αν ήταν δύο οι ώρες που θ’ αποταμιεύατε το ποσό θ’ ανερχόταν φυσικά στα διπλά θα ήταν δηλαδή πενήντα δύο εκατομμύρια πεντακόσιες εξήντα χιλιάδες. Και, σας παρακαλώ κύριε Φούζι, τι σημασία έχουν αυτές οι δυο κακομοίρικες ωρίτσες μπροστά σ’ ένα τέτοιο ποσό;

–  Καμία! φώναξε ο κύριος Φούζι, είναι μια μπαγκατέλα!

–  Χαίρομαι που το καταλάβατε, συνέχισε με αδιαφορία ο πράκτορας. Κι αν υπολογίσουμε τώρα τι θα εξοικονομούσατε κάτω από τις ίδιες συνθήκες στα επόμενα είκοσι χρόνια, θα έχουμε το ωραίο ποσό των εκατόν πέντε εκατομμυρίων εκατόν είκοσι χιλιάδων δευτερόλεπτων. Ολόκληρο αυτό το κεφάλαιο θα βρισκόταν στη διάθεσή σας όταν θα συμπληρώνατε τα εξήντα δύο χρόνια σας.

–  Περίφημα! τραύλισε ο κύριος Φούζι κι άνοιξε διάπλατα τα μάτια του.

–  Περιμένετε, συνέχισε ο γκρίζος κύριος, γιατί τώρα έρχεται κάτι που είναι ακόμα καλύτερο. Εμείς, δηλαδή το Χρονοταμιευτήριο, δεν αποθηκεύουμε απλώς το χρόνο για σας, σας πληρώνουμε από πάνω και ποσοστά. Αυτό σημαίνει πως την πραγματικότητα το κεφάλαιό σας θα είναι πολύ Μεγαλύτερο.

–  Πόσο μεγαλύτερο; ρώτησε με κομμένη την ανάσα ο κύριος Φούζι.

–  Αυτό εξαρτάται μόνο από σας τον ίδιο, εξήγησε ο πράκτορας. Εξαρτάται από το πόσες ώρες μπορείτε να εξοικονομήσετε και πόσο καιρό θ’ αφήσετε τις οικονομίες σας στο ταμιευτήριο μας.

–  Να τις αφήσω; ρώτησε ο κύριος Φούζι. Τι σημαίνει αυτό;

–  Είναι πολύ απλό, εξήγησε ο γκρίζος κύριος. Αν δεν αποσύρετε τις οικονομίες σας προτού περάσουν πέντε χρόνια, τότε θα σας καταβάλουμε το διπλάσιο ποσό. Η περιουσία σας θα διπλασιάζεται κάθε πέντε χρόνια. Καταλάβατε; Σε δέκα χρόνια το αρχικό ποσό θα έχει τετραπλασιαστεί, σε δέκα πέντε θα έχει οκταπλασιαστεί και πάει λέγοντας. Αν πριν από είκοσι χρόνια, είχατε αρχίσει ν’ αποταμιεύετε έστω δυο ώρες, θα είχατε στα εξήντα δυο σας χρόνια, ύστερα δηλαδή από σαράντα χρόνια αποταμίευση τις οικονομίες σας επί διακόσιες πενήντα έξι στη διάθεσή σας. Αυτό μας κάνει είκοσι έξι δισεκατομμύρια εννιακόσια δέκα εκατομμύρια επτακόσιες είκοσι χιλιάδες δευτερόλεπτα.

Και ξανάβγαλε το σταχτή μαρκαδόρο του κι έγραψε κι αυτόν τον αριθμό πάνω στον καθρέφτη:

26.910.720.000 δευτερόλεπτα

–  Όπως βλέπετε και μόνος σας κύριε Φούζι, είπε και για πρώτη φορά χαμογέλασε αχνά, αυτό το ποσό ανέρχεται σε περισσότερο από το δεκαπλάσιο της αρχικής διάρκειας της ζωής σας. Κι αυτό αν εξοικονομήσετε δυο μονάχα ώρες τη μέρα. Σκεφτείτε το, δεν είναι συμφέρουσα η προσφορά που σας κάνω;

–  Είναι! παραδέχτηκε εξαντλημένος ο κύριος Φούζι. Είναι, χωρίς καμιά αμφιβολία! Και φάνηκα πολύ άτυχος που δεν έχω αρχίσει από καιρό να κάνω αποταμίευση. Το καταλαβαίνω τώρα μόνο και πρέπει να ομολογήσω πως με πιάνει η απελπισία!

–  Δεν υπάρχει κανένας λόγος, αποκρίθηκε γλυκά ο γκρίζος κύριος. Ποτέ δεν είναι αργά. Αν το θέλετε, μπορείτε ν’ αρχίσετε και σήμερα ακόμα. Θα δείτε πως αξίζει τον κόπο.

–  Και βέβαια θέλω! φώναξε ο κύριος Φούζι. Τι πρέπει να κάνω;

–  Ελάτε δα, αγαπητέ μου! είπε ο πράκτορας και σήκωσε ψηλά τα φρύδια του. Ξέρετε φυσικά πώς εξοικονομάει κανείς το χρόνο του! Για παράδειγμα πρέπει απλούστατα να εργάζεστε τώρα πιο γρήγορα και να παραλείπετε όλα τα περιττά. Αντί για μισή ώρα ν’ αφιερώνετε στους πελάτες σας μονάχα ένα τέταρτο. Ν’ αποφεύγετε τις κουβέντες που παίρνουν χρόνο. Να συντομέψετε την ώρα που περνάτε με τη μητέρα σας σε μισή. Το καλύτερο είναι να τη βάλετε σ’ ένα καλό και φτηνό γηροκομείο, όπου θα την φροντίζουν. Διώξτε το άχρηστο παπαγαλάκι. Να επισκέπτεστε τη δεσποινίδα Ντάρια μια φορά στις δεκαπέντε, κι αυτό εφόσον το θέλετε οπωσδήποτε. Παραλείψετε το τέταρτο της επισκόπησης της μέρας σας και προπαντός μη χάνετε τόσο συχνά την ώρα σας τραγουδώντας και διαβάζοντας με κείνους τους φίλους σας. Και σας συνιστώ να κρεμάσετε στο μαγαζί σας ένα μεγάλο ρολόι που πηγαίνει καλά για να μπορείτε να παρακολουθείτε με ακρίβεια τη δουλειά του βοηθού σας.

–  Σύμφωνοι, είπε ο κύριος Φούζι, όλα αυτά μπορώ να τα κάνω, αλλά ο χρόνος που θα μου περισσέψει μ’ αυτόν τον τρόπο, τι θα γίνει; Θα σας τον παραδίνω; Και πού; Ή μήπως πρέπει να τον κρατάω εγώ; Τι θα γίνει;

–  Όσο γι’ αυτό, είπε ο γκρίζος κύριος και χαμογέλασε αμυδρά για δεύτερη φορά, να μη σας στεναχωρεί καθόλου. Αυτό μπορείτε, με ήσυχη τη συνείδησή σας, να το αφήσετε σε μας. Να είστε σίγουρος πως δε θα χάσουμε ούτε και το ελάχιστο από το χρόνο που θα εξοικονομήσετε. Θα το δείτε και μόνος σας πως δεν πρόκειται να χαθεί τίποτα.

– Ας είναι, είπε σαν χαμένος ο κύριος Φούζι, βασίζομαι λοιπόν σε σας.

–  Μπορείτε να το κάνετε με ήσυχη τη συνείδησή σας, αγαπητέ, είπε ο πράκτορας και σηκώθηκε. Σας χαιρετώ λοιπόν σαν νέο μέλος της μεγάλης κοινότητας των αποταμιευτών του χρόνου. Τώρα είστε και σεις ένας πραγματικά σύγχρονος και προοδευτικός άνθρωπος, κύριε Φούζι. Τα συγχαρητήριά μου!

Και μ’ αυτά τα λόγια πήρε το καπέλο και την τσάντα του.

–  Μια στιγμή παρακαλώ! φώναξε ο κύριος Φούζι. Δε θα ‘πρεπε να υπάρχει κάποιο συμφωνητικό; Δε θα ‘πρεπε να υπογράψω; Δε θα μου δώσετε κανένα χαρτί;

Ο πράκτορας ΞΥΚ/384/β γύρισε στο κατώφλι και κοίταξε κάπως δυσαρεστημένος τον κύριο Φούζι.

– Γιατί; ρώτησε. Η αποταμίευση του χρόνου δεν συγκρίνεται με κανένα άλλο είδος αποταμίευσης. Είναι υπόθεση απόλυτης εμπιστοσύνης – εκατέρωθεν! Σε μας αρκεί η συγκατάθεσή σας. Είναι αμετάκλητη. Και μεις θα φροντίσουμε για τις αποταμιεύσεις σας. Και το ποσό που θ’ αποταμιεύσετε εξαρτάται από σας και μόνο. Δε σας υποχρεώνουμε σε τίποτα. Χαίρετε, κύριε Φούζι!

Και μ’ αυτά τα λόγια ο πράκτορας μπήκε στη κομψή, σταχτιά λιμουζίνα του κι έφυγε σπινάροντας.

Ο κύριος Φούζι τον παρακολουθούσε με μάτια αμήχανα Είχε αρχίσει πάλι να ζεσταίνεται σιγά σιγά, ένιωθε όμως άθλια. Οι γαλάζιες αναθυμιάσεις του μικρού πούρου του πράκτορα μείνανε για πολλή ώρα ακόμα να αιωρούνται στο δωμάτιο και δεν εννοούσαν με κανένα τρόπο να διαλυθούν.

Μόνο όταν έφυγε ο καπνός άρχισε να νιώθει καλύτερα ο κύριος Φούζι. Αλλά με τον ίδιο ρυθμό που διαλυόταν ο καπνός χλόμιαζαν και οι αριθμοί πάνω στον καθρέφτη. Κι όταν τελικά χάθηκαν εντελώς, στη μνήμη του κυρίου Φούζι έσβησε και η ανάμνηση του γκρίζου επισκέπτη. Η θύμηση έσβησε, όχι όμως και η απόφαση! Αυτήν τη θεωρούσε δικιά του. Η πρόθεση να εξοικονομάει χρόνο από τώρα και στο εξής για να μπορέσει κάποτε στο μέλλον ν’ αρχίσει μια άλλη ζωή είχε ριζωθεί βαθιά μέσα στην ψυχή του, όπως ένα αγκάθι, ένα αγκίστρι.

Τότε ήταν που φτάσανε οι πρώτοι πελάτες εκείνης της μέρας. Ο κύριος Φούζι τους εξυπηρέτησε μουτρωμένος, παράλειψε όλα τα περιττά, δε μίλησε καθόλου και τέλειωσε πραγματικά σε είκοσι μόνο λεπτά αντί για μισή ώρα.

Και με τον ίδιο ακριβώς τρόπο φερόταν από τώρα και στο εξής στον κάθε πελάτη του. Η δουλειά του δεν τον ευχαριστούσε πια καθόλου, έτσι όπως γινόταν, αλλά αυτό δεν είχε καμιά σημασία. Προσέλαβε τώρα εκτός από το μαθητευόμενό του δυο άλλους βοηθούς και παρακολουθούσε πολύ προσεκτικά να μην πάει χαμένο ούτε ένα δευτερόλεπτο· Η κάθε κίνηση ήταν υπολογισμένη πάνω σ’ ένα ακριβέστατο χρονοδιάγραμμα. Στο μαγαζί του κυρίου Φούζι κρεμόταν τώρα μια ταμπέλα με την επιγραφή:


ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΗΜΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΔΙΠΛΟΣ ΧΡΟΝΟΣ!


Στη δεσποινίδα Ντάρια έγραψε μια σύντομη και ξερή επιστολή, όπου της έλεγε πως δε θα μπορούσε να την ξαναδεί γιατί δεν είχε χρόνο. Πούλησε το παπαγαλάκι σ’ ένα μαγαζί για ζώα. Κι έβαλε τη μητέρα του σ’ ένα καλό αλλά φτηνό γηροκομείο, όπου την επισκεπτόταν μια φορά το μήνα. Και σ’ όλα τ’ άλλα ακολουθούσε τις συμβουλές του γκρίζου κυρίου, μια και τις θεωρούσε αποφάσεις δικές του.

Γινόταν όλο και πιο νευρικός κι ανήσυχος, γιατί ένα ήταν το παράξενο: απ’ όλο το χρόνο που εξοικονομούσε στην πραγματικότητα δεν του έμενε ποτέ τίποτα. Απλούστατα εξαφανιζόταν με κάποιο μυστηριώδη τρόπο και δεν υπήρχε πια. Στην αρχή οι μέρες του γίνονταν λίγο πιο σύντομες, αργότερα όμως όλο και πιο μακριές. Προτού προλάβει καν να το πάρει είδηση, είχε περάσει κιόλας μια βδομάδα, ένας χρόνος, ακόμα ένας χρόνος κι ακόμα ένας.

Μια και δε θυμόταν πια την επίσκεψη του γκρίζου κυρίου, θα έπρεπε βέβαια ν’ αναρωτηθεί στα σοβαρά τι είχε γίνει όλος αυτός ο χρόνος του. Αλλά δεν έκανε ποτέ αυτήν την ερώτηση στον εαυτό του, όπως δεν την έκαναν και οι άλλοι που αποταμίευαν χρόνο. Ήταν σαν να τον είχε πιάσει μια τυφλή μανία. Κι όταν, καμιά φορά, αντιλαμβανόταν πόσο γρήγορα κι όλο πιο γρήγορα περνούσαν οι μέρες του, έκανε τις οικονομίες του ακόμα πιο πεισματικά.

Αυτό που είχε πάθει ο κύριος Φούζι, το είχαν κιόλας πάθει πολλοί άλλοι στη μεγάλη πόλη. Και κάθε μέρα πλήθαιναν εκείνοι που είχαν αρχίσει να κάνουν αυτό που λέγανε «χρονοαποταμίευση». Κι όσο περισσότεροι γίνονταν, τόσο πλήθαιναν εκείνοι που τους ακολουθούσαν, γιατί ακόμα και σε κείνους που κατά βάθος δεν το ήθελαν καθόλου, δεν έμενε άλλη εκλογή παρά να κάνουν και κείνοι το ίδιο.

Στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση και στις εφημερίδες εξηγούσαν κι επαινούσαν κάθε μέρα τις καινούριες συσκευές που εξοικονομούσαν το χρόνο και που θα χάριζαν κάποτε στον άνθρωπο την ελευθερία να ζήσει μια «σωστή» ζωή. Στους τοίχους των σπιτιών και στις κολόνες για ρεκλάμες ήταν κολλημένες αφίσες, όπου έβλεπες τις πιο απίθανες παραστάσεις της ευτυχίας. Από κάτω έγραφε με χτυπητά γράμματα:


Ο1 ΧΡΟΝΟΑΠΟΤΑΜΙΕΥΤΕΣ ΤΗΝ ΕΧΟΥΝ ΠΑΝΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ!

ή

ΣΤΟΥΣ ΧΡΟΝΟΑΠΟΤΑΜΙΕΥΤΕΣ ΑΝΗΚΕΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ!

ή

ΚΑΝΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΣΟΥ. ΑΠΟΤΑΜΙΕΥΣΕ ΧΡΟΝΟ.



εικονογράφηση για τη "Μόμο"



Η πραγματικότητα όμως είχε μια τελείως διαφορετική όψη. Οι χρονοαποταμιευτές ήταν βέβαια πιο καλοντυμένοι από τους ανθρώπους που ζούσαν κοντά στο παλιό θέατρο. Κέρδιζαν περισσότερα και μπορούσαν να ξοδέψουν περισσότερα. Αλλά τα πρόσωπά τους ήταν σκυθρωπά, κουρασμένα ή και πικραμένα. Η κουβέντα «πήγαινε στη Μόμο» τους ήταν φυσικά άγνωστη. Δεν είχαν κανένα ν’ ακούσει αυτά που θα λέγανε και να γίνουν μ’ αυτόν τον τρόπο πιο έξυπνοι, πιο ήρεμοι ή ακόμα και πιο χαρούμενοι. Μα και να υπήρχε στο περιβάλλον τους κάποιος σαν την Μόμο, είναι πολύ αμφίβολο πως θα πήγαιναν να τον βρούνε. Μόνο τότε θα πήγαιναν αν μπορούσαν να τελειώσουν τη δουλειά τους σε πέντε λεπτά. Διαφορετικά θα το θεωρούσαν χαμένο καιρό. Πίστευαν πως έπρεπε να εκμεταλλεύονται ακόμα και τις ελεύθερες ώρες τους για να αναπαυτούν ή να διασκεδάσουν όσο πιο γρήγορα γινόταν.

Γι’ αυτό και δεν μπορούσαν να χαρούν τις γιορτές, άσχετα αν ήταν επίσημες ή γλέντια. Το ονειροπόλημα λογιζόταν γι’ αυτούς σχεδόν σαν έγκλημα. Αλλά εκείνο που δεν μπορούσαν ν’ αντέξουν ήταν η σιωπή. Γιατί όταν όλα ήταν σιωπηλά τους έπιανε ο φόβος, επειδή τότε ήταν που νιώθανε τι γινόταν στην πραγματικότητα με τη ζωή τους. Γι’ αυτό και κάνανε φασαρία, κάθε φορά που καταλάβαιναν πως θα έπεφτε η σιωπή. Μα δεν ήταν χαρούμενη η φασαρία που κάνανε, όπως γίνεται σε μια παιδική χαρά, αλλά μανιασμένη και κακόκεφη, που γέμιζε την πόλη μέρα με τη μέρα όλο και με μεγαλύτερο θόρυβο.

Δεν είχε καμιά σημασία αν έκανες ευχάριστα τη δουλειά σου κι αν αγαπούσες το επάγγελμά σου, αντίθετα αυτό μονάχα σ’ εμπόδιζε. Σημασία είχε να κάνεις όσο το δυνατόν περισσότερα σε όσο το δυνατό λιγότερο χρόνο.

Σ’ όλες τις επιχειρήσεις που απασχολούσαν προσωπικό, στα μεγάλα εργοστάσια και στα γραφεία, κρέμονταν ταμπέλες που γράφανε


Ο ΧΡΟΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥΤΙΜΟΣ – ΜΗΝ ΤΟΝ ΧΑΝΕΙΣ!

ή

Ο ΧΡΟΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΟΠΩΣ ΤΟ ΧΡΗΜΑ – ΑΠΟΤΑΜΙΕΥΣΕ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ!


Όμοιες ταμπέλες κρέμονταν επίσης πάνω από τα γραφεία των προϊστάμενων, πάνω από τις πολυθρόνες των διευθυντών, στα ιατρεία των γιατρών, στα μαγαζιά, στα εστιατόρια και στα σουπερμάρκετ, ακόμα και στα σχολεία και στα νηπιαγωγεία. Δεν υπήρχαν εξαιρέσεις.

Και τελικά ακόμα κι η ίδια η μεγάλη πόλη άρχισε σιγά σιγά ν’ αλλάζει όψη. Τα παλιά κτίρια κατεδαφίζονταν και καινούρια χτίζονταν, όπου παραλείπανε οτιδήποτε θεωρούσαν περιττό. Δεν κάνανε πια τον κόπο να χτίσουν τα σπίτια στα μέτρα των ανθρώπων που κάθονταν μέσα. Γιατί τότε θα έπρεπε να χτίζουν συνέχεια διαφορετικά σπίτια. Ήταν πολύ πιο φτηνό να χτίζουν όμοια και προπαντός εξοικονομούσαν χρόνο.

Στα βόρεια της μεγάλης πόλης απλώνονταν κιόλας τεράστια τετράγωνα καινούριων συνοικιών. Εκεί υψώνονταν σε ατέλειωτες σειρές πολυόροφες φτηνές πολυκατοικίες, που μοιάζανε μεταξύ τους όπως το ένα αυγό με το άλλο. Και καθώς όλα τα σπίτια μοιάζανε μεταξύ τους, μοιάζανε φυσικά και οι δρόμοι. Κι αυτοί οι ομοιόμορφοι δρόμοι μάκραιναν και μάκραιναν κι απλώνονταν κιόλας ολόισιοι ως τον ορίζοντα - μια πραγματική έρημος που την είχε δημιουργήσει η τέλεια τάξη! Και με τον ίδιο ακριβώς τρόπο ήταν τακτοποιημένη και η ζωή των ανθρώπων που μένανε εδώ - ολόισια ως τον ορίζοντα! Κι αυτό γιατί τα πάντα εδώ ήταν υπολογισμέ να και προγραμματισμένα, κάθε εκατοστό και κάθε δευτερόλεπτο.

Κανένας δεν έδειχνε να προσέχει πως κάνοντας οικονομία στο χρόνο έκανε οικονομία σε κάτι το εντελώς διαφορετικό. Κανένας δεν ήθελε να συνειδητοποιήσει πως η ζωή του γινόταν όλο και πιο φτωχιά, όλο και πιο μονότονη, όλο και πιο ψυχρή.

Εκείνα πού το νιώθανε ήταν τα παιδιά, γιατί κανένας δεν είχε πια καιρό γι’ αυτά.

Ο χρόνος όμως είναι η ζωή. Και η ζωή κατοικεί στην καρδιά.

Κι όσο περισσότερες οικονομίες κάνανε σ’ αυτόν οι άνθρωποι τόσο λιγότερο είχαν απ’ αυτόν.»



Φρανθίσκο Γκόγια - Ο Κρόνος καταβροχθίζει το παιδί του
Francisco de Goya - Saturno devorando a_su hijo (1819-1823)

Επίλογος. Πέρα από τη μέτρηση του χρόνου. Μέσα στην καρδιά.



Αυτό, λοιπόν, ήταν το κεφάλαιο από τη “Μόμο” του Μίχαελ Έντε. Κι αν αγχωθήκατε, έστω και λίγο, παρέα με τον κύριο Φούζι τον κουρέα· κι αν πιάσατε να υπολογίζετε τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα – τότε αυτό σημαίνει πως οι Γκρίζοι Κύριοι δεν είναι καθόλου αποκύημα της φαντασίας του συγγραφέα.

Ποιοι, λοιπόν, είναι οι Κλέφτες του Χρόνου; Και ποια στάση μπορούμε να έχουμε απέναντί τους; Η Μόμο τους αντιμετωπίζει με τον δικό της τρόπο – μα εμείς πρέπει να βρούμε κάποιον άλλο – δικό μας.

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης τόνιζε πως ο χρόνος υφίσταται πέρα από την επανάληψη και τον κλειστό κύκλο (χαρακτηριστικά της ταυτιστικής λογικής, σύμφωνα με την οποία τα πάντα γύρω μας υφίστανται σε σύνολα που μπορούν να μετρηθούν και να κατανεμηθούν ποσοτικά), ως δημιουργός χρόνος, ως χρόνος ανάδυσης σημασιών και νοήματος – μέρος της αέναης δημιουργίας του είναι. Και αυτή η ανάδυση σημασιών και νοήματος είναι μέρος του συλλογικού φαντασιακού και συμμετέχει σε μια διαρκή μεταβολή, παρέα με τις κοινωνίες του ανθρώπου και τον άνθρωπο τον ίδιο.

Να το πούμε με άλλα λόγια: οι κοινωνίες κατασκευάζουν για τον εαυτό τους το χρόνο τους. Και κοινωνίες είμαστε εμείς οι ίδιοι. Όσα φτάνουμε να θεωρούμε δεδομένα για το χρόνο στις μέρες μας – για το καθημερινό ωράριο και για το πέρασμα των εποχών, και για τις διακοπές, και για τις ηλικίες (τι σημαίνει να είσαι παιδί, τι έφηβος, τι ενήλικας, τι ηλικιωμένος), και για τον εργάσιμο και τον «ελεύθερο χρόνο», και για τα ρολόγια με το ανελέητο τικ τακ τους…. δεν σημαίνει πως ήταν δεδομένα μια για πάντα, για κάθε άνθρωπο και κάθε εποχή.

Τίποτα δεν είναι δεδομένο – μα για κάποιο λόγο, παραδομένοι στο ρυθμό μιας καθημερινότητας που δεν διαλέξαμε μα βρήκαμε έτοιμη – το ξεχνάμε.

Επανερχόμενοι στην αφήγηση του Έντε, η σχέση μας με τον χρόνο δεν μπορεί ποτέ να είναι μια διανοητική σχέση. Είναι πρωτίστως σχέση συναισθηματική και ψυχολογική.

Ο σύγχρονος Κρόνος που τρώει τα παιδιά του είναι περισσότερο κοινωνικό και λιγότερο μυθολογικό κατασκεύασμα. Απέναντι στην αδηφάγα μανία του να καταπιεί τον κόσμο και να τον περιχαρακώσει στα καλούπια της στυγνής καθημερινής λειτουργικότητάς του, χρειάζεται ν’ αντιτάξουμε έναν άλλο χρόνο – ένα χρόνο περισσότερο πρωταρχικό, αρχέγονο, βαθύτερο.

Έναν χρόνο που θα είναι ο δικός μας χρόνος – ο χρόνος που θ’ ανταποκρίνεται στους χτύπους της καρδιάς μας.



© το φονικό κουνέλι, Δεκέμβρης του 17 (μα σάμπως έχει σημασία πότε γράφτηκε το κείμενο;)



"Time, time, time, see what's become of me..."
"Time, time, time, see what's become of me..."