20 Μαΐου 2018

Ο ρυθμός της λήθης


Ταχύτητα εναντίον βραδύτητας... Ο ρυθμός της λήθης και ο ρυθμός της μνήμης, κατά Κούντερα




«Ο βαθμός της ταχύτητας είναι αντιστρόφως ανάλογος προς την ένταση της λήθης. Η εποχή μας παραδίδεται στον δαίμονα της ταχύτητας και γι’ αυτό ξεχνάει τόσο εύκολα τον εαυτό της. Εγώ λοιπόν προτιμώ να αντιστρέψω αυτό τον ισχυρισμό και να πω: η εποχή μας έχει κυριευτεί από την επιθυμία για λήθη και παραδίδεται στον δαίμονα της ταχύτητας ακριβώς για να εκπληρώσει αυτή την επιθυμία· επιταχύνει το βήμα της επειδή θέλει να καταλάβουμε ότι επιθυμεί να μην τη θυμόμαστε πια· ότι έχει βαρεθεί τον εαυτό της· έχει σιχαθεί τον εαυτό της· ότι θέλει να σβήσει τη μικρή, τρεμάμενη φλόγα της μνήμης.»



Τα λόγια ανήκουν στον Μίλαν Κούντερα και στο μυθιστόρημα-δοκίμιό του με τίτλο «Η Βραδύτητα» [“La Lenteur”, 1995]. Κεντρικός άξονας της θεματικής του βιβλίου είναι η συσχέτιση/σύγκρουση μεταξύ δύο αντιφατικών υπαρξιακών ρυθμών: της ταχύτητας από τη μία και της βραδύτητας από την άλλη. Στην αρχή του βιβλίου ο Κούντερα αντιπαραβάλλει την έκσταση που αισθάνεται ένας μοτοσικλετιστής, παραδομένος στην ταχύτητα της μηχανής του, με τους αργούς ρυθμούς ενός δρομέα ή ενός περιπλανώμενου. Η μηχανική έκσταση του πρώτου απαλείφει το παρελθόν, ζει στο Εδώ και Τώρα. Ο ρυθμός του δεύτερου όμως είναι ο ρυθμός της μνήμης: «Σε αντίθεση με τον μοτοσικλετιστή, ο δρομέας είναι πάντοτε παρών στο σώμα του· όταν τρέχει, αισθάνεται το βάρος του, την ηλικία του, έχοντας όσο ποτέ άλλοτε συνείδηση του εαυτού του και του χρόνου της ζωής του.»

Ένα παράδειγμα από την καθημερινότητά μας αρκεί για να διασαφηνίσει ακόμα περισσότερο την αντιπαραβολή ταχύτητας/βραδύτητας: Όπως αναφέρει ο συγγραφέας, αν περπατάς και αναπολείς το παρελθόν η κίνησή σου, ασυναίσθητα, επιβραδύνεται· όσο συλλογίζεσαι τα περασμένα, το βήμα σου γίνεται βραδύτερο. Χάνεσαι στις σκέψεις και τις μνήμες και βαδίζεις αργά, ονειροπόλα. Από την άλλη, αν βρίσκεσαι σε κάποια κατάσταση υπερέντασης, πιάνεις τον εαυτό σου να προχωράει όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο νευρωτικά: είτε διότι βιάζεσαι να φτάσεις κάπου (άρα σημασία έχει ο προορισμός και όχι η διαδρομή), είτε διότι επιθυμείς να απαλλαγείς από κάτι που σε τρώει· να ξεχάσεις· να μη σκέφτεσαι άλλο πια.

Ζούμε, άραγε, σε μια τέτοια εποχή; Σε μια εποχή ολοένα αυξανόμενης τεχνητής ταχύτητας – πίσω από την επιφανειακή ηδονή της οποίας βρίσκεται κάποια ασυναίσθητη επιθυμία μας να παραδοθούμε σε μια μορφή λήθης; Να πάψουμε να σκεφτόμαστε – άρα και να απαλλαγούμε από το άγχος και τους προβληματισμούς;
Στη συνέχεια του κειμένου, βασιζόμενος στην κεντρική προβληματική του Κούντερα, θα επιχειρήσω να επεκτείνω αυτές τις σκέψεις, φέρνοντας διάφορα παραδείγματα από την καθημερινότητά μας. Ξεκινάω παραθέτοντας το ολοκληρωμένο απόσπασμα του ίδιου του συγγραφέα.





Μίλαν Κούντερα: Ο ρυθμός της ταχύτητας και της βραδύτητας



«Η ταχύτητα είναι μορφή έκστασης πού την έκανε δώρο στον άνθρωπο η τεχνολογική επανάσταση. Ο άνθρωπος που σκύβει πάνω στη μοτοσυκλέτα του δεν μπορεί να συγκεντρωθεί παρά μόνο στην παρούσα στιγμή της πτήσης του· γαντζώνεται πάνω σ’ ένα κλάσμα χρόνου αποκομμένο και από το παρελθόν και από το μέλλον· αποσπάται από τη συνέχεια του χρόνου· είναι εκτός χρόνου· μ’ άλλα λόγια, βρίσκεται σε κατάσταση έκστασης· σ’ αυτή την κατάσταση, δεν ξέρει τίποτα για την ηλικία του, δεν ξέρει τίποτα για τη γυναίκα του, τίποτα για τα παιδιά του, τίποτα για τις σκοτούρες του, και ως εκ τούτου δεν φοβάται, διότι η πηγή του φόβου βρίσκεται στο μέλλον, και οποίος απελευθερώνεται από το μέλλον δεν έχει να φοβηθεί τίποτα.

Σε αντίθεση με τον μοτοσικλετιστή, ο δρομέας είναι πάντοτε παρών στο σώμα του, αφού είναι αναγκασμένος να σκέφτεται ασταμάτητα τις φουσκάλες του, το λαχάνιασμά του· όταν τρέχει, αισθάνεται το βάρος του, την ηλικία του, έχοντας όσο ποτέ άλλοτε συνείδηση του εαυτού του και του χρόνου της ζωής του. Όλα αλλάζουν όταν ο άνθρωπος εκχωρεί την ικανότητά του για ταχύτητα σε μια μηχανή: από εκείνη τη στιγμή το σώμα του βρίσκεται εκτός παιχνιδιού και παραδίδεται σε μια ταχύτητα πού είναι ασώματη, άυλη, ταχύτητα αμιγής, ταχύτητα καθαυτήν, ταχύτητα έκσταση.

Περίεργη συμμαχία: η απρόσωπη ψυχρότητα της τεχνολογίας και οι φλόγες της έκστασης. Θυμάμαι εκείνη την Αμερικανίδα πού, πριν από τριάντα χρόνια, με όψη σοβαρή και ενθουσιώδη, μου έκανε μάθημα (παγερά θεωρητικό) για τη σεξουαλική επανάσταση· η λέξη πού επανερχόταν συχνότερα στο λόγο της ήταν η λέξη οργασμός· μέτρησα: σαράντα τρεις φορές. Η λατρεία του οργασμού: προβολή της πουριτανικής χρησιμοθηρίας στη σεξουαλική ζωή· αποδοτικότητα εναντίον αργίας· αναγωγή της συνουσίας σε εμπόδιο προς υπερπήδηση προκειμένου να φτάσει κανείς σε μια εκστατική έκρηξη, τον μόνο αληθινό στόχο του έρωτα και του σύμπαντος.

Γιατί χάθηκε η ηδονή της βραδύτητας; Α, που είναι οι παλιοί αργόσχολοι; Που είναι αυτοί οι φυγόπονοι ήρωες των λαϊκών τραγουδιών, αυτοί οι πλάνητες που χαζεύουν από μύλο σε μύλο και κοιμούνται στο ύπαιθρο; Άραγε χάθηκαν μαζί με τούς χωματόδρομους, μαζί με τα λιβάδια και τα ξέφωτα, μαζί με τη φύση; Μια τσέχικη παροιμία δίνει τον ορισμό της γλυκιάς απραξίας τους με μια μεταφορά: κοιτάζουν τα παράθυρα του κάλου Θεού. Όποιος κοιτάζει τα παράθυρα του καλού Θεού δεν βαριέται· είναι ευτυχής. 

Στον κόσμο μας η αργία μεταβλήθηκε σε αεργία, που είναι τελείως άλλο πράγμα: ο άεργος είναι στερημένος, βαριέται, αναζητάει μονίμως την κίνηση που του λείπει. […]

Ο βαθμός της ταχύτητας είναι αντιστρόφως ανάλογος προς την ένταση της λήθης. Απ’ αυτή την εξίσωση μπορούμε να βγάλουμε διάφορα πορίσματα, λόγου χάρη το έξης: η εποχή μας παραδίδεται στον δαίμονα της ταχύτητας και γι’ αυτό ξεχνάει τόσο εύκολα τον εαυτό της. Εγώ λοιπόν προτιμώ να αντιστρέψω αυτό τον ισχυρισμό και να πω: η εποχή μας έχει κυριευτεί από την επιθυμία για λήθη και παραδίδεται στον δαίμονα της ταχύτητας ακριβώς για να εκπληρώσει αυτή την επιθυμία· επιταχύνει το βήμα της επειδή θέλει να καταλάβουμε ότι επιθυμεί να μην τη θυμόμαστε πια· ότι έχει βαρεθεί τον εαυτό της· έχει σιχαθεί τον εαυτό της· ότι θέλει να σβήσει τη μικρή, τρεμάμενη φλόγα της μνήμης.»



Μίλαν Κούντερα, «Η Βραδύτητα», μετάφραση: Σ.Βελεντζας.

H εποχή μας έχει κυριευτεί από την επιθυμία για λήθη και παραδίδεται στον δαίμονα της ταχύτητας ακριβώς για να εκπληρώσει αυτή την επιθυμία.


Ο τσέχος συγγραφέας Μίλαν Κούντερα
Milan Kundera


Η ταχύτητα στη σύγχρονη καθημερινότητα



Τρέχουμε γιατί επιθυμούμε να ξεχάσουμε; Είναι η ηδονή της ταχύτητας μια ηδονή που αποσκοπεί σ’ ένα αέναο παρόν, απαλείφοντας τη μνήμη, ξεριζώνοντας τη σχέση μας με το παρελθόν; Τρέχεις με σκοπό να φτάσεις κάπου – και αυτό το «κάπου» είναι άραγε το μόνο που μετράει, κόντρα στην ίδια τη διαδρομή; Αξίζει μόνο το φινάλε, όχι η πορεία προς αυτό;

Τι συμβαίνει λοιπόν στο πάρτι όταν οι καλεσμένοι έχουν φύγει και έχουν κλείσει πια τα φώτα; Όταν δεν παραδίδεσαι πια στην έκσταση του χορού ή του ποτού; Μη μου πεις – ξέρω τι θα κάνεις. Θα ανεβάσεις selfies στα κοινωνικά δίκτυα. Και έτσι ποτέ δεν είσαι μόνος – ποτέ δεν χρειάζεται να μείνεις μόνος με τις σκέψεις σου. Τα φώτα του πάρτι έχουν σβήσει – μα μένει πάντα αναμμένο το φως του υπολογιστή.

Δεν γνωρίζω πόσοι άνθρωποι περπατούν σήμερα για τη χαρά της βόλτας, δίχως προορισμό. Οι «πλάνητες» που αναφέρει νοσταλγικά ο Κούντερα. Να βγεις, να περπατήσεις, να χαζέψεις, να αφεθείς στις σκέψεις σου. Είχα διαβάσει παλιότερα ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο σε μια εφημερίδα: αναφερόταν στους σύγχρονους περιπλανώμενους, εκείνους που περπατούν για τη χαρά της περιπλάνησης – και τόνιζε πως σε αυτούς τους ανθρώπους ζυμώνεται μια νέα αντίληψη για τη ζωή και την κοινωνία – ακόμα και για την πολιτική. Κόντρα στην αντίληψη των μέσων και των σκοπών, κόντρα στον ψυχαναγκασμό του «τελικού προορισμού», κόντρα στην εργαλειακή λογική της «αποδοτικότητας» - στην οποία σημασία έχει μόνο η κατάληξη (λιγότερο ή περισσότερο οργασμική), όχι η πορεία προς αυτήν.

Αποδοτικότητα: η μηχανοποίηση του ανθρώπου και της φύσης στο όνομα των «τελικών σκοπών». Εκεί που έχει σημασία μόνο το αποτέλεσμα – και η ταχύτητα με την οποία επιτελείται. Οι τελίτσες πάνω στο νοητό χάρτη της καθημερινότητας με τα κομβικά σημεία – όχι οι γραμμές που τις ενώνουν. Περπατάς ΓΙΑ να φτάσεις κάπου: να πας σπίτι, στη δουλειά σου, να κάνεις τα ψώνια σου. Εργάζεσαι ΓΙΑ να πληρωθείς – η εργασία δεν επιτελεί κανένα άλλο νόημα για σένα, πέρα από αυτό. Βγαίνεις ΓΙΑ να διασκεδάσεις – η «διασκέδαση» είναι κάτι που βρίσκεται «έξω» από σένα και συ την κυνηγάς, σαν επίδοξος εραστής κάποιας νύμφης του δάσους, που όσο τρέχεις ξωπίσω της, τόσο εκείνη σου ξεφεύγει.



Κοσμοσυρροή σε ένα εμπορικό κέντρο
Ταχύτητες και στρες της εποχής μας

 

Κυνηγάς μονίμως κάτι «πέρα» και «έξω» από την παρούσα στιγμή. Και η διασκέδασή σου αντανακλά ακριβώς αυτή την καθημερινότητα προσφέροντάς σου το ακριβώς αντίθετο: μια αποθέωση της παρούσας στιγμής, μια εκστατική παράδοση στο εδώ και τώρα. Αυτός είναι ο ρυθμός της ταχύτητας: τρέχω ΓΙΑ να φτάσω κάπου ΑΛΛΟΥ. Και ταυτόχρονα αφήνομαι σε μια πραγματικότητα που με απαλλάσσει από τις σκέψεις, με απαλλάσσει απ’ το χθες και απ’ το αύριο. Ζω στο Τώρα, μα αυτό το Τώρα είναι ένα παρόν δίχως σκέψη, δίχως αναπόληση, δίχως προβληματισμό. Ένα μηχανικό παρόν.

Αυτός είναι ο ρυθμός της ταχύτητας: τρέχω ΓΙΑ να φτάσω κάπου ΑΛΛΟΥ. Και ταυτόχρονα αφήνομαι σε μια πραγματικότητα που με απαλλάσσει από τις σκέψεις.

Ο σύγχρονος εμπορικός κινηματογράφος αντανακλά τους ξέφρενους ρυθμούς ταχύτητας. Αρκεί να σκεφτούμε μια νεότερη χολιγουντιανή υπερπαραγωγή και πόσο πολύ βασίζεται στον εντυπωσιασμό του εφέ και της ταχύτητας: τα πλάνα διαδέχονται αστραπιαία το ένα το άλλο, το μοντάζ στοχεύει στη συρραφή ολοένα και περισσότερων εικόνων σε ολοένα και λιγότερο χρονικό διάστημα, τα πάντα μοιάζουν να έχουν μπει σ’ ένα υπερηχητικό ρόλερ κόστερ – με σκοπό την απογείωση του θεατή, την εκτόξευσή του σ’ έναν κόσμο όπου δεν θα χρειάζεται να σκέφτεται. Πόσο παράταιρα μοιάζουν εκείνα τα φιλμ που στηρίζονται περισσότερο στο διάλογο ή την ανάλυση των χαρακτήρων, κόντρα στη δράση. «Είναι βαρετό» - θα πουν αμέσως κάποιοι.

Οι κυρίαρχες τάσεις στο διαδίκτυο και τα κοινωνικά δίκτυα, όπως το Facebook ή το Instagram, ενισχύουν ακόμα περισσότερο αυτούς τους ρυθμούς. Αρκεί ν’ ανοίξουμε την κεντρική σελίδα για να κατακλυστούμε από μια υπερπληθώρα πληροφοριών, οι περισσότερες εκ των οποίων περιορίζονται σε κάποιες μεμονωμένες ατάκες ή φωτογραφίες που στοχεύουν να σου τραβήξουν την προσοχή. Ασφαλώς ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι ανίκανος να επεξεργαστεί όλα αυτά τα ερεθίσματα ταυτόχρονα – κάνεις λοιπόν scroll down, μέχρι να βρεις κάτι που να σου ερεθίσει το ενδιάφερον, να αφιερώσεις κάποια δευτερόλεπτα (όχι πολύ χρόνο, προσοχή!) για να το δεις, να πατήσεις ένα like, και μετά να συνεχίσεις. Που χρόνος για ανάγνωση ή μελέτη ή εμβάθυνση. Ακόμα και ο τρόπος που επικοινωνείς στο διαδίκτυο πρέπει να είναι συντομευμένος – που χρόνος για διάλογο ή κριτική. Ποιος κάθεται να γράφει και να αναλύει.

Που χρόνος για ανάγνωση ή μελέτη ή εμβάθυνση. Ακόμα και ο τρόπος που επικοινωνείς στο διαδίκτυο πρέπει να είναι συντομευμένος – που χρόνος για διάλογο ή κριτική.



Άγχος, στρες και τεχνολογία... τρέχοντας και δεν φτάνοντας
Κοινωνικά δίκτυα και ίντερνετ



Εν τέλει μοιάζεις με έναν καταναλωτή σ’ ένα Πελώριο Σουπερμάρκετ. Παντού γύρω σου απλώνονται μυριάδες ερεθίσματα προς κατανάλωση, μα ο χρόνος (και το χρήμα) που διαθέτεις για να τα καταναλώσεις είναι περιορισμένος. Απλώνεις εδώ κι εκεί τα χέρια σου, λοιπόν, παίρνεις λίγο απ’ το καθένα, δίνεις έμφαση στις Νέες Προσφορές και στα Περισσότερο Πετυχημένα, και αυτό ήταν – τα καταναλώνεις και αναζητάς τα επόμενα. Γρήγορα, από το ένα στο άλλο. Μα η κατανάλωση αυτού του τύπου δεν υπηρετεί παρά το εδώ και τώρα: την αποθέωση της στιγμής, τίποτα περισσότερο.

Η παράδοση στο Εδώ και Τώρα μοιάζει να επεκτείνεται ακόμα και στον τομέα των σχέσεων. Το χτίσιμο μοιάζει να έχει λιγότερη σημασία από την άμεση απόλαυση. Γιατί να οικοδομείς, πέτρα προς πέτρα, μια σχέση, τη στιγμή που μπορείς (και πρέπει) να τα κάνεις όλα όσο το δυνατόν συντομότερα; Γιατί να επιδίδεσαι σε μια αργόσυρτη προσέγγιση, τη στιγμή που όλα «πρέπει» να γίνουν όσο το δυνατόν συντομότερα – αλλιώς, πάει, «πέταξε το πουλί».

Η εποχή μας μοιάζει με πελώριο φαστφουντάδικο. Και μην έχετε καμιά αμφιβολία: αν μπορούσε να κάνει περισσότερα πράγματα με ακόμα μεγαλύτερες ταχύτητες – θα τα έκανε. Τρέχουμε, τρέχουμε, τρέχουμε – για να φτάσουμε, πού, άραγε;

Τρέξε, λοιπόν, κυρία! Τρέξε να κατέβεις τις σκάλες του μετρό – μη τυχόν και χάσεις τον συρμό των 12.15 και χρειαστεί μετά να περιμένεις πέντε ολόκληρα λεπτά για τον επόμενο. Τρέξε κι εσύ, φίλε μου στη δουλειά, τρέξε ν’ αποδώσεις όσο το δυνατόν περισσότερα, μπας και εξοικονομήσεις δεκαπέντε λεπτά στο φινάλε, σχολάσεις νωρίτερα, γυρίσεις σπίτι σου ένα τέταρτο πιο πριν – και σκοτώσεις το ίδιο τον έξτρα χρόνο που κέρδισες στο τέλος.

Η εποχή μας μοιάζει με πελώριο φαστφουντάδικο. Και μην έχετε καμιά αμφιβολία: αν μπορούσε να κάνει περισσότερα πράγματα με ακόμα μεγαλύτερες ταχύτητες – θα τα έκανε.

Δεν υποτιμώ την ηδονή της ταχύτητας. Κάποιες φορές η παράδοση στο Εδώ και Τώρα είναι το ζητούμενο – σε μια εποχή που τείνει ακόμα και το Εδώ και Τώρα να το εξαλείφει, στο όνομα ενός υποθετικού (μα πάντα απραγματοποίητου) μέλλοντος. Μα το Εδώ και Τώρα που κυριαρχεί σήμερα, εκείνο για το οποίο μίλησε ο Κούντερα, δεν είναι εκείνο της απόλαυσης, μα της λήθης. Τρέχεις ΓΙΑ ΝΑ μην σκέφτεσαι και ΕΠΕΙΔΗ δεν σκέφτεσαι. Είναι η επιθυμία για λήθη που οδηγεί στην αναζήτηση της έκστασης – δεν είναι η ίδια η έκσταση το ζητούμενο.

Διότι η σκέψη είναι κακή – αν σκέφτεσαι πιάνεις τον εαυτό σου ν’ αμφισβητεί όλα όσα κάνει, όλα εκείνα στα οποία συμμετέχει. Και ποιος θέλει κάτι τέτοιο. Η σκέψη οδηγεί στην κριτική και η κριτική στην αμφισβήτηση – ενίοτε και του ίδιου σου του εαυτού, της καθημερινότητάς του, των σκοπών του. Γιατί να μπαίνεις σε τέτοιες δύσκολες διαδικασίες, τη στιγμή που τα πάντα γύρω σου μοιάζουν μπλεγμένα σ’ έναν ιστό προκαθορισμένων αναγκών και συμβατικών υποχρεώσεων; Όταν ο κόσμος κινείται σε ρυθμούς ρόλερ-κόστερ είναι ευκολότερο να επιβιβαστείς κι εσύ μαζί του – παρά να μένεις παραπέρα και να κοιτάς, σωστά;

Tο Εδώ και Τώρα που κυριαρχεί σήμερα δεν είναι εκείνο της απόλαυσης, μα της λήθης. Τρέχεις ΓΙΑ ΝΑ μην σκέφτεσαι και ΕΠΕΙΔΗ δεν σκέφτεσαι

Και αν το ρόλερ-κόστερ πιάσει κάποια στιγμή ταχύτητες που αδυνατεί ο οργανισμός σου να χειριστεί – τότε μάλλον το πρόβλημα βρίσκεται σε σένα, ναι; Σε σένα που νοσταλγείς, παρέα με τον Μίλαν Κούντερα, τους πλάνητες των παλιών καιρών. Και επαναλαμβάνεις, ξανά, τα λόγια του: «Α, που είναι οι παλιοί αργόσχολοι; Που είναι αυτοί οι φυγόπονοι ήρωες των λαϊκών τραγουδιών, αυτοί οι πλάνητες που χαζεύουν από μύλο σε μύλο και κοιμούνται στο ύπαιθρο; Άραγε χάθηκαν μαζί με τούς χωματόδρομους, μαζί με τα λιβάδια και τα ξέφωτα, μαζί με τη φύση;»

Βέβαια, υπάρχει και η άλλη λύση. Να δοκιμάσεις να προσαρμόσεις το ρόλερ-κόστερ στους δικούς σου ρυθμούς… και όχι το αντίστροφο. Στους ρυθμούς της φύσης – όχι της υπέρβασής της. Στους ρυθμούς που αρέσκονται ν’ απολαμβάνουν το κρασί σταγόνα-σταγόνα, κόντρα στα υπερεκτιμημένα και γρήγορα φιξάκια.

Δεν είναι εύκολη μια τέτοια αναπροσαρμογή στην εποχή μας, το ξέρω. Μα – θέλω να πιστεύω – δεν είναι και ακατόρθωτη.


© Το Φονικό Κουνέλι, Μάιος ‘18


Monastiraki © Artwork: to foniko kouneli
Monastiraki © Artwork: to foniko kouneli