27 Μαΐου 2013

Χάρης και Ειρήνη. Μια Ιστορία του Πολυτεχνείου. Ένα Αφιέρωμα στον Μίκη.

~






Βράδυ



Βράδυ Παρασκευής, 16 Νοέμβρη. Ο Χάρης είχε μαζευτεί σε μια σκοτεινή γωνιά του κτιρίου, στο πάτωμα κουλουριασμένος, φοβισμένος. "Όλα θα τελειώσουν σύντομα, σύντομα όλα θα τελειώσουν...", σιγοψιθύριζε, ξανά και ξανά, προσπαθώντας να καθησυχάσει τον εαυτό του. Έπαιρνε βαθιές ανάσες. Φοιτητές περνούσαν μπροστά του, βιαστικοί, ανάστατοι, έτρεχαν εδώ κι εκεί, σκορπούσαν προς διάφορες κατευθύνσεις. Οι περισσότεροι κατευθύνονταν έξω. Στις πύλες της κόλασης. Φευγάτοι σαν σκιές, απομεινάρια μιας άλλης εποχής. Τα μάτια τους όμως έλαμπαν, φωτιές μες στο σκοτάδι. Πυγολαμπίδες. Ο Χάρης τους κοιτούσε, εκείνοι όμως δεν του έδιναν καμία σημασία, μονάχα προσπερνούσαν.

Έξω από το κτίριο, προς όλες τις κατευθύνσεις, αντηχούσαν εκκωφαντικές οι φωνές και τα συνθήματα. Όσο κυλούσε το βράδυ γίνονταν όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο επιβλητικά. Τρυπούσαν την ησυχία της βραδινής ώρας, λες και ήθελαν να ανατρέψουν την καθιερωμένη σειρά των πραγμάτων, να διαπεράσουν το σκοτάδι, να κάνουν τη νύχτα μέρα. "Απόψε-Θα Γίνει-Τα-Υ-Λάνδη!". "Έξι Χρόνια Α-Ρκε-Τά-Δεν Θα-Γί-Νου-Νε Επτά!". "Νάτο-Σία-Προδοσία!". "Λαέ-Πολέμα-Σου Πίνουνε Το Αίμα!". "Δε Σε Θέλει Ο Λαός-Πάρ'Τον Πίθηκο Και Μπρος!". "Ελλάς-Ελλήνων-Φυλα-Κι-Σμένων!". "Πότε-Θα Κάνει-Ξά-Στε-Ριά!". "Εργάτες-Αγρότες-Φοί-Τη-Τες!".

"ΨΩΜΙ-ΠΑΙΔΕΙΑ-ΕΛΕΥ-ΘΕ-ΡΙΑ!"









Ο Χάρης πεινούσε. Το στομάχι του γουργούριζε. Εδώ και τρεις μέρες λειτουργούσε βέβαια το εστιατόριο στους χώρους του Πολυτεχνείου, ο ίδιος όμως είχε φάει ελάχιστα. Ίσως του έκανε καλό, ποιός ξέρει. Να έχανε κανένα κιλό επιτέλους. Ο Χάρης, βλέπετε, ήταν αρκετά παχουλός. Μικρό οι συμμαθητές του τον αποκαλούσαν ογκόλιθο. Τον έβαζαν πάντα να παίζει τερματοφύλακας, αφενός γιατί δεν μπορούσε να τρέξει όπως οι υπόλοιποι, αφετέρου γιατί ήταν ευκολότερο να προσκρούσει πάνω του η μπάλα του αντιπάλου και να την αποκρούσει, από τον όγκο του και μόνο. Η αλήθεια να λέγεται, είχε αποτρέψει πολλά γκολ με την κοιλιά του.

Του έλειπε το σπίτι του. Πόσο θα ανησυχούσαν οι γονείς του, τρεις μέρες και εκείνος να μην έχει δώσει κάποιο σημάδι ζωής! Να μην γνωρίζουν καν που βρίσκεται. Που να ήξεραν πως είναι κι αυτός ένας από τους τόσους που εισχώρησαν στο Πολυτεχνείο την Τετάρτη το μεσημέρι, καταμεσής του κύματος ενθουσιασμού που τους κατέλαβε. "Όλοι στο Πολυτεχνείο!". "Κατάληψη, πάμε!". "Θα γίνει επανάσταση!". Αυθόρμητα, ξεχύθηκαν κατά ομάδες, εκατοντάδες κι εκατοντάδες φοιτητές, από διάφορες σχολές και κατευθύνσεις, η φωτιά της εξέγερσης να τους διαπερνά. Υπήρξε ένας απ' αυτούς. Δεν υπήρχε πλάνο, δεν υπήρχε πρόγραμμα ή καθοδήγηση από κάποιο κόμμα - οι παρατάξεις ήρθαν μετά. Δεν ήξερε καν πως είχε γίνει η αρχή, σχεδόν δε θυμόταν πως είχε βρεθεί ανάμεσα τους.










Ειρήνη



Θυμήθηκε τον φίλο του, τον Κώστα, πως τον είχε πιάσει από το μπράτσο, πως του έλεγε χαρούμενος: "Έλα Χάρη, πάμε στο Πολυτεχνείο!". Ήξερε τότε πως το επιθυμούσε και κείνος. Ο ενθουσιασμός πετάριζε στα βλέμματα όλων τους. Τα πουλιά είχαν ανοίξει το κλουβί. Για πρώτη φορά μετά από χρόνια έβλεπε να ξετυλίγεται γύρω του κάτι γνήσια ομαδικό, για πρώτη φορά αντίκριζε τέτοιο πλήθος κόσμου μαζεμένο στο ίδιο μέρος. Ήταν παράνομο, βλέπετε, να συνασπίζονται ομάδες πολλών ατόμων σε εξωτερικούς χώρους, και ο Χάρης είχε να δει κάτι αντίστοιχο από τα 13 του.

Και φυσικά ήταν και η Ειρήνη. Ο Χάρης την έφερε ξανά στο νου του και ένιωσε ένα θερμό κύμα να διαπερνά τη σκέψη και το σώμα του. Η Ειρήνη! Να είχε κάνει όλα αυτά μόνο για κείνην άραγε? Για να δει η ίδια πως είναι κι αυτός ανάμεσα τους? Πως είναι κι αυτός ένας από τους φοιτητές που αντιστέκονται? Θε μου, σκέφτηκε ο Χάρης, ενώ τα συνθήματα απ' έξω διαπερνούσαν τα αυτιά του. Θε μου, ας έχει καλή κατάληξη όλο αυτό... Mια μέρα θα τα σκέφτομαι και θα γελάω.

Η Ειρήνη ήταν μία από τις ομορφότερες κοπέλες που είχε αντικρίσει ποτέ του. Την παρατηρούσε συχνά στις παραδόσεις των μαθημάτων, χάζευε τα ατίθασα σγουρά μαλλιά της, μαλλιά στο χρώμα της φωτιάς. Τα μάτια της ήταν τα πιο υπέροχα μάτια που είχε δει ποτέ του σε άνθρωπο. Βαθιά σαν θάλασσες, κάπως έτσι φάνταζαν πίσω από τα χαρακτηριστικά γυαλιά που φορούσε. Πόσο της πήγαιναν εκείνα τα γυαλιά! Όσο αφορά το χαμόγελο της, εκείνο ήταν ικανό να αναστήσει και νεκρούς, έτσι σκεφτόταν. Έπιανε επίσης τον εαυτό του να σκέφτεται με ένοχη απόλαυση το βαθύ της ντεκολτέ και τα υπέροχα της πόδια. Καναδυο φορές είχε τύχει να μιλήσουν οι δυο τους ανάμεσα στα μαθήματα, για λίγο έστω, και άρχιζε να χάνει τα λόγια του και να λέει ασυναρτησίες - ή τουλάχιστον εκείνο νόμιζε μετά, ντροπιασμένος για την μόνιμη αμηχανία του. Πάντα εκ των υστέρων του έρχονταν ορισμένες έξυπνες ατάκες, που θα μπορούσε να είχε πει μπροστά της, μπας και την εντυπωσιάσει. Πάντα εκ των υστέρων.

Ήταν σφοδρά ερωτευμένος μαζί της. Κανείς δεν το ξερε, μα είχε χαράξει το όνομα της σε άφθονους κορμούς δέντρων, σε πάρκα και γύρω από τον χώρο της σχολής. Από κάτω έγραφε και από έναν στίχο από κάποιο τραγούδι, διαφορετικό κάθε φορά. Το όνομα του δεν το έγραφε πουθενά. Μόνο το δικό της. Ειρήνη, Ειρήνη, Ειρήνη, Ειρήνη...








Και ήταν και κείνη ανάμεσα τους, το μεσημέρι εκείνο της Τετάρτης, τότε που είχαν πει όλοι μαζί: "πάμε στο Πολυτεχνείο, όλοι στο Πολυτεχνείο!". Και είδε την Ειρήνη, παρέα με τις φίλες της μέσα στο πλήθος των φοιτητών, να εξορμούν χαρούμενες προς την Πατησίων. Και ο Χάρης ήξερε πως έπρεπε να βρίσκεται κι αυτός ανάμεσα τους. Έπρεπε να είναι κι αυτός εκεί. Κοντά της.

Μεταξύ μας, ο Χάρης δεν θεωρούσε ρεαλιστικά εφικτό το ενδεχόμενο να κέρδιζε μια κοπέλα σαν αυτή. Το φανταζόταν, μα δεν έκανε κάτι ουσιαστικά γι' αυτό. Δεν ήταν παρά ένας χοντρός, ατσούμπαλος τύπος, σε τελική ανάλυση. Του οποίου η μοναδική του ως τώρα ερωτική εμπειρία με γυναίκα ήταν ένα φιλί στο στόμα που του είχε δώσει κάποτε, σ' ένα εφηβικό πάρτυ, μια χλωμή κοπέλα με μεγάλα δόντια. Ένα πεταχτό, γρήγορο φιλί, στα πλαίσια ενός χαζού παιχνιδιού. Ωστόσο την Τετάρτη τον είχε καταλάβει ο ενθουσιασμός και πήγε κι αυτός μαζί με τους υπόλοιπους φοιτητές στο Πολυτεχνείο. Ενθουσιασμός, καθώς και εκείνη η μυστήρια αίσθηση πως "τώρα γράφεται ιστορία".









Κρότοι Στο Σκοτάδι



Δύο μέρες μετά, και ο Χάρης στεκόταν κουλουριασμένος στο σκοτάδι, ενώ γύρω του αντηχούσαν οι φωνές του κόσμου. Ολομόναχος, αν και περιβαλλόταν από πλήθος. Οι δύο-τρεις γνωστοί του, και ο φίλος του ο Κώστας, άφαντοι. Η Ειρήνη.... που να βρίσκεται η Ειρήνη. Όχι πως έχει μεγάλη σημασία. Πιθανό σε λίγες ώρες να είναι όλοι τους νεκροί.

Είχε φτάσει στα χέρια του μια χθεσινή εφημερίδα, στην οποία ο υπουργός Παιδείας, ο Σιφναίος, έκανε τις ακόλουθες δηλώσεις: "Από τις χθες ομάδες συγκεντρωθείσαι εις τους χώρους του Ε.Μ. Πολυτεχνείου και προ αυτού, αποτελούμενοι κατά το πλείστον από φοιτητάς συρρεύσαντες εκ διαφόρων Σχολών, παρέχουν ομολογουμένως άκοσμον θέαμα, θορυβούσαι και παρεμποδίζουσαι την κυκλοφορίαν πεζών και τροχοφόρων. Η Κυβέρνησις, αφετέρου, ουδεμίαν έχει ψευδαίσθησιν ως προς τον πράγματι επιδιωκόμενον υπό των θορυβούντων σκοπών, γνωρίζει δε εξ ίσου καλώς ότι ούτοι, ανερχόμενοι εις ολίγας εκατοντάδας, δεν εκπροσωπούν αληθώς τον φοιτητικόν κόσμον... Άλλωστε από της χθες, και αφ' ης εξεδηλώθησαν τα επεισόδια εν τω Πολυτεχνείω, η τηρούσα την τάξιν δύναμις απέφευγεν οιανδήποτε ανάμειξιν, παρά τα προκλήσεις, εκρατήθη δε επιδεικτικώς εις σεβαστήν απόστασιν από τους χώρους, μεριμνώσα απλώς δια την πρόληψιν πάσης τυχόν εκτροπής εις βάρος των φιλήσυχων πολιτών..."

Ολίγες εκατοντάδες λοιπόν? Και το πλήθος του κόσμου που είχε συρρεύσει μαζικά, από χθες και συνέχιζε να έρχεται? Όχι μόνο φοιτητές, μα και εργάτες, οικοδόμοι, αγρότες, μαθητές, δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες και άφθονοι πολίτες, που μαζεύονταν έξω και γύρω από το Πολυτεχνείο, ώρα με την ώρα, κατά χιλιάδες, ενώνοντας τη φωνή τους με εκείνη των φοιτητών... Ο Χάρης δεν μπορούσε να τους δει, μπορούσε όμως να τους ακούσει. Κάθε λεπτό και η φωνή του κόσμου αντηχούσε όλο και δυνατότερα. Ποιός ξέρει, ίσως η εξέγερση να έχει απλωθεί σε όλη την Αθήνα, σκέφτηκε. Σε όλη την Ελλάδα! Ίσως τα ειδησεογραφικά πρακτορεία όλου του κόσμου να μιλάνε τώρα για μας! Λες να δω τον εαυτό μου πρωτοσέλιδο σε κάποια εφημερίδα?









Από έξω αντήχησε ένας κρότος. Για μια στιγμή ησυχία, ανάσες κρατημένες, και μετά τα συνθήματα ακούστηκαν ξανά, δυνατότερα από ποτέ. Ένιωσε τον χτύπο της καρδιάς του. Τουμ τουμ, τουμ τουμ. Σαν ταμπούρλο που καλεί στην μάχη τους πολεμιστές. Γύρω του φοιτητές έτρεχαν προς διάφορες κατευθύνσεις. Ίσως κάποιους τους γνώριζε, μα μέσα στο σκοτάδι δε διέκρινε τα χαρακτηριστικά τους. Κάποιοι κρατούσαν πανό, άλλοι είχαν βγάλει τα πουκάμισα και τα είχαν τυλίξει γύρω από το πρόσωπο τους. Φώναζαν, μα δεν άκουγε τι έλεγαν. Μόνος έστεκε εκεί, στην γωνία. Σε λίγη ώρα ίσως όλα να έχουν τελειώσει.

Ο νους του ταξίδεψε ξανά. Από μικρός κατέφευγε συχνά στο καταφύγιο της φαντασίας του, όταν η πραγματικότητα γύρω του τον απογοήτευε. Τον γοήτευαν τα βιβλία με εξωτικές περιπέτειες, είχε μια βιβλιοθήκη γεμάτη απ' αυτά. Τα μοιραζόταν με την μικρή του αδερφή, την Χριστίνα. 10 χρονών, η καλύτερη του φίλη. Η μόνη που τον καταλάβαινε. Αδερφούλα μου, θα σε ξαναδώ άραγε? Ο νους του πήγε πίσω μια βδομάδα πριν...









Οικογενειακό Γεύμα




Κυριακή, μια ηλιόλουστη μέρα. Ήταν η ώρα για το μεσημεριανό γεύμα. Η μητέρα του είχε αρχίσει να σερβίρει και είχαν κάτσει στο τραπέζι. Ο Χάρης, η Χριστίνα, η μητέρα, ο πατέρας τους. Από το ραδιόφωνο ακούγονταν κάποιες απαλές, ταξιδιάρικες μελωδίες.

"Ναιιι, κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο!", έκανε ενθουσιασμένη η Χριστίνα μόλις έβγαλε η μητέρα το ταψί από τον φούρνο.

Ο Χάρης την τσίμπησε με την άκρη του πιρουνιού του. "Εγώ θα πάρω το μπούτι", της είπε χαμογελαστός.

"Μωρέ, τι μας λες? Δικό μου είναι το μπούτι, δε γίνεται να μας παίρνεις τα καλύτερα συνέχεια εσύ!", είπε η Χριστίνα και τον κάρφωσε με το ζωηρό, πανέξυπνο βλέμμα της. "Μαμά, πες κάτι!"








Η μητέρα είχε εκείνο το χαρακτηριστικό της, μελαγχολικό χαμόγελο, ζωγραφισμένο πάνω της. "Χάρη, ο πατέρας σου θα ήθελε κάτι να σου πει", έκανε, κοιτάζοντας με νόημα.

Ο Χάρης κοκάλωσε. Το χαμόγελο πάγωσε στα χείλη του. Κοίταξε τον πατέρα του, απέναντι. Καθόταν με το σώμα του σε ορθή γωνία, χωρίς να καμπουριάζει. Έτρωγε με σιγανές, κοφτές, καλά μελετημένες μπουκιές, απέφευγε συνειδητά να κάνει θόρυβο. Κάθε φορά που ο πατέρας του "ήθελε κάτι να του πει" ο Χάρης ήξερε πως επρόκειτο για κάτι αρνητικό. Σπάνια συζητούσαν μεταξύ τους, και τις λίγες φορές που γινόταν αυτό, ήταν για να του κάνει κάποια παρατήρηση. Και ήταν το κύρος του πατέρα του τέτοιο, που ο Χάρης αδυνατούσε να του πάει κόντρα, μονάχα σκυφτός δεχόταν πάντα κάθε του υπόδειξη.

Συχνά τον επέπληττε για το βάρος του. Του έλεγε πως οφείλει να τρώει λιγότερο, να αποκτήσει περισσότερο κόσμια συμπεριφορά στο τραπέζι, να σέβεται τους παρευρισκομένους και να μην πέφτει με τα μούτρα στο πιάτο. Μάλλον θα του υποδείκνυε κάτι αντίστοιχο τώρα. Ο Χάρης ήξερε πως είναι χοντρός. Μα δεν μπορούσε να το ελέγξει. Ήταν έτσι από μικρός. Κάποιος του είχε πει πως φταίνε οι ορμόνες. Δεν έτρωγε πολύ σε γενικές γραμμές, ή δεν έτρωγε περισσότερο σε σχέση με τον κόσμο γύρω του. Ωστόσο οι άλλοι ήταν αδύνατοι, και εκείνος ήταν χοντρός. Το βαρύ πυροβολικό, όπως τον έλεγαν. Ο ογκόλιθος. Τι μπορούσε να κάνει γι' αυτό? Κάποιες δίαιτες που είχε αποπειραθεί να κάνει παλιά απέτυχαν. Του ήταν επώδυνο να ακούει τον ίδιο του τον πατέρα να τον κατηγορεί για το βάρος του, λες και ήταν κάτι που επέλεξε ο ίδιος να του συμβεί.








Ο πατέρας του έκοψε το κομματάκι από το κρέας, σε τέλεια ποσότητα, τόση όση χρειάζεται για να γίνει σωστή η κατάποση, όπως έλεγε κατά καιρούς. Το φαγητό πρέπει να μασιέται σε σωστές ποσότητες και για τον σωστό χρόνο, αλλιώς μπορεί να προκύψουν στομαχικές διαταραχές, τόνιζε. Άνοιξε ελαφρώς το στόμα, έβαλε μέσα το άψογα κομμένο κομμάτι από κρέας, και το μάσησε καλά καλά. Πρόσεχε να διατηρεί κλειστή τη στοματική του κοιλότητα όση ώρα μασούσε - δεν ήταν πρέπον να τρώει με το στόμα ανοιχτό. Όση ώρα μασουλούσε το κρέας επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Η οικογένεια περίμεναν όλοι να τελειώσει τη μπουκιά του. Ο Χάρης ένιωθε λες και ένα γκρίζο σύννεφο έχει καλύψει τον ήλιο. Το ραδιόφωνο έπαιζε ένα παλιό τραγούδι που μιλούσε για ένα "καράβι με πανιά, λευκά σαν την αγάπη μου". Η Χριστίνα περίμενε και κείνη, σιωπηλή, κατανοώντας πως θα ακολουθήσει κάτι δυσάρεστο.

Ο πατέρας κατάπιε τη μπουκιά. Με τέλεια αξιοπρέπεια άπλωσε το χέρι, τίναξε τα δάχτυλα, και έπιασε την χαρτοπετσέτα από το πλάι. Την έφερε με μετρημένες κινήσεις κοντά στα χείλια του και σκουπίστηκε διακριτικά. Αφού σκουπίστηκε καλά καλά, δίπλωσε την χαρτοπετσέτα στα τέσσερα και την άφησε πάνω στο τραπέζι. Έπιασε το ποτήρι με το κρασί, το έφερε κοντά του, το εισέπνευσε, και ήπιε μια γουλιά. Σιωπή παντού γύρω. Ο Χάρης ένιωσε τα χέρια του να ιδρώνουν. Μίλα, πανάθεμα σε!








Ο πατέρας μίλησε: "Χάρη, πρέπει να συζητήσουμε για το μέλλον σου. Είμαι πολύ προβληματισμένος για σένα και φοβούμαι πως δεν αντιμετωπίζεις την κατάσταση με την πρέπουσα σοβαρότητα."

Όχι... Όχι αυτό, σκέφτηκε αποκαρδιωμένος ο Χάρης. Οτιδήποτε, μα όχι αυτό...

"Καθυστερείς να τελειώσεις τις σπουδές σου και νομίζω συχνάζεις με κακές παρέες. Προχθές είδα στο δωμάτιο σου πως κάνεις συλλογή από βιβλία και δίσκους που θα προτιμούσα να μην υπάρχουν σε αυτό το σπίτι. Δεν συνάδουν με τις αρχές μας σαν οικογένεια και στις μέρες μας μπορεί να μας οδηγήσουν όλους σε μπελάδες. Ανησυχώ για σένα. Κάποιες ώρες σκέφτομαι πως έχεις παραμελήσει τις υποχρεώσεις σου και έχεις αφεθεί σε λανθασμένα μονοπάτια. Και αυτό δεν μπορεί να συνεχίσει άλλο".

Η μητέρα του είχε το βλέμμα χαμηλωμένο. Έτρωγε σιωπηλή. Η Χριστίνα έκανε το ίδιο. Ο Χάρης δεν είχε φάει μπουκιά. Κοιτούσε κάτω, ντροπιασμένος. Ένιωθε τον θυμό να τον κατακλύζει, ταυτόχρονα όμως δεν τολμούσε να πάει κόντρα στον πατέρα του - τόσο τον φοβόταν. Μα να ψάχνει στο ίδιο του το δωμάτιο? "Πατέρα, μου επιτρέπεις να αποσυρθώ?", ρώτησε, μην αντέχοντας άλλο την ανάκριση.

Ο πατέρας του τον κάρφωσε με το βλέμμα του. "Θα κάτσεις εδώ νεαρέ και θα με ακούσεις μέχρι τέλους. Κατάλαβες?". Τα μάτια του πέταξαν σπίθες. Ο Χάρης κοκάλωσε.

"Εγώ μεγάλωσα σε οικογένεια με αρχές", είπε ο πατέρας, ενώ έκοβε ένα ακόμα κομμάτι από το κρέας. Τσικ, τσικ, έκανε το πιρούνι, κριιιτς, για λίγο έξυσε το πιάτο. Άνοιξε το στόμα, μασούλησε το κρέας. Το κατάπιε. Ξερόβηξε σιγανά. Μίλησε πάλι. "Είχαμε μάθει να σεβόμαστε τους ανωτέρους μας, σε σπίτι, σπουδές, εργασία, και ασπαζόμασταν τις συμβουλές τους. Γιατί ξέραμε πως είναι πάντα για το καλό μας. Αγαπούσαμε την τάξη, το ήθος, τους ευπρεπείς τρόπους. Τιμούσαμε την παράδοση, τη συνέχιση της οικογένειας και του γένους. Είχαμε αξίες."

"Και γω έχω αξι-", διέκοψε ο Χάρης, μα ο πατέρας του τον πρόλαβε.

"ΣΚΑΣΜΟΣ!", βροντοφώναξε, χτυπώντας με θόρυβο το ποτήρι στο τραπέζι.

Κοκάλωσαν οι πάντες. "Ορίστε τρόποι, να μιλάει ο πατέρας του και συ να τον διακόπτεις! Δε ντρέπεσαι!". Ο πατέρας είχε κοκκινήσει. Ανάσαινε βαριά. Μια φλέβα ξεπετάχτηκε στον λαιμό του. Η μητέρα τον έπιασε από το μπράτσο. "Το παιδί δεν εννοούσε...". Εκείνος την έκανε απότομα πέρα. "Ξέρω πολύ καλά τι εννοούσε! Ορίστε που κατάντησε ο ανεπρόκοπος γιός σου! Ένας χοντρομπαλάς χαραμοφάης! Ένας αντάρτης!".

Ο Χάρης ένιωθε το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια του. Έτρεμε. Δεν τολμούσε να σηκώσει το βλέμμα του. Πόσο θα ήθελε να βρίσκεται αλλού αυτή τη στιγμή, κάπου μακριά, πολύ μακριά!








"Με την μητέρα σου συζητήσαμε το θέμα τις προάλλες. Αποφασίσαμε, με το πέρας των τωρινών σπουδών σου, να σε γράψουμε σε μια στρατιωτική σχολή. Είναι από τις καλύτερες της χώρας και θα σε χαλυβδώσει. Γιατί σου λείπει το ήθος νεαρέ. Σου λείπουν οι σωστές αξίες και δεν έχεις προσανατολισμό στη ζωή σου. Η σχολή θα λειτουργήσει σαν το σφυρί και το αμόνι στη φωτιά, θα κατορθώσει να σε κάνει σιδερένιο, ατόφιο, να αποβάλλει από πάνω σου όλην αυτήν την μαλθακότητα, όλο το περίσσιο λίπος. Το λίπος στο κορμί και το λίπος στο μυαλό σου."

Ο Χάρης έβραζε. Έτρεμε.

"Και μετά τη σχολή σου έχουμε μια καλή θέση στο γραφείο, σε διοικητικό απόσπασμα μάλιστα. Θα γίνεις και συ ένα αξιοσέβαστο μέλος και θα τιμήσεις το όνομα της οικογενείας μας, όπως δεν έκανες μέχρι σήμερα. Τέλος, θα χρειαστεί να πετάξεις ένα μέρος από τους δίσκους και τα βιβλία σου. Η σκέψη και μόνο πως θα μπορούσαμε να στιγματιστούμε σαν οικογένεια, αν μαθευτεί παραέξω πως κάνεις συλλογή από τέτοια πράγματα, η σκέψη και μόνο με εξοργίζει. Όχι, δεν ανέχομαι ο γιός μου να είναι ένας αλήτης. Γιατί στην κοινωνία υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων. Εκείνοι που σέβονται τα πεπραγμένα και λένε ευχαριστώ. Και οι υπόλοιποι. Οι αλήτες. Τα σιχάματα. Εκείνοι που διαμαρτύρονται. Εκείνοι που λένε σε όλα όχι. Και ο γιός μου, ο γιος μου.... δεν ανέχομαι να είναι ανάμεσα τους!".

Ο Χάρης δεν άκουσε περισσότερα. Πετάχτηκε από την καρέκλα, ξεχύθηκε προς το δωμάτιο του, προσπαθώντας να συγκρατήσει την οργή που τον κατέκλυζε. Οργή και απελπισία. Ο πατέρας του από μέσα φώναζε, μα δεν μπορούσε να διακρίνει τα λόγια του. Δεν ήθελε να ακούσει άλλο. Όχι άλλο, φτάνει... Η φωνή της μητέρας του κάτι προσπαθούσε να πει, σε καθησυχαστικό, θλιμμένο τόνο, μα ο Χάρης δεν άκουγε. Δεν άκουγε τίποτα πια, μόνο ένα αδιάκοπο βουητό. Έναν ασταμάτητο θόρυβο, σαν ήχο από κανόνια. Κανόνια στην καρδιά του, πολυβόλα στην ψυχή του. Μπαμ, μπουμ! Κανόνια και κρότοι, απανωτές εκρήξεις. Μπαμ, μπουμ!








Εξέγερση




Και τότε ακούστηκε ο δυνατότερος κρότος απ' όλους. ΜΠΑΑΑΑΑΜ! Ο Χάρης τινάχτηκε. Γύρω του σκοτάδι και φωτιές, καπνοί παντού, έξω θόρυβος, φωνές, ποδοβολητά. Ο καπνός μπήκε στα πνευμόνια του, άρχισε να βήχει. Τα μάτια του έτσουξαν φριχτά. Η ώρα ήταν περασμένες 2, ξημερώματα Σαββάτου. 17 Νοέμβρη. Ο Χάρης σηκώθηκε από τη γωνία, ιδρωμένος, ενώ η καρδιά του χτυπούσε ασταμάτητα. Κάποιοι φοιτητές πέρασαν από μπροστά του, με τις μπλούζες τυλιγμένες γύρω από τα πρόσωπα τους.

"Τα τανκς έριξαν την πύλη, τα τανκς έριξαν την πύλη!", φώναζαν.

Μέσα στον πανικό, ο Χάρης βγήκε έξω, στην αυλή. Η μυρωδιά από τα δακρυγόνα τον διαπέρασε, άρχισε να βήχει και να δακρύζει ασταμάτητα. Ένιωθε πως θα πνιγεί. Ω θεε μου, είναι ανυπόφορο! Δεν ήξερε που να πάει, πανικόβλητος κοιτούσε γύρω του, στο πλήθος, ψάχνοντας κάποια σημεία αναφοράς. Καπνοί παντού. Κόσμος έτρεχε. Η πύλη του Πολυτεχνείου είχε γκρεμιστεί και διέκρινε με τρόμο τις ερπύστριες του τεθωρακισμένου. Ακούστηκαν πυροβολισμοί. Από τα μπαλκόνια στις πολυκατοικίες γύρω οι πολίτες είχαν βγάλει λάστιχα και έριχναν νερό στο πλήθος των φοιτητών, για να μη πνιγούν απ' τους καπνούς.

Ο Χάρης, πανικόβλητος, ένιωσε ένα χέρι στο πλευρό του. "Να, πάρε αυτό!", και ένας φοιτητής του έδωσε μια βρεγμένη πετσέτα. "Τύλιξε τη γύρω απ' το πρόσωπο σου!", είπε και έφυγε, χάθηκε μέσα στους καπνούς, μια άγνωστη φιγούρα. Να λοιπόν που δεν ήταν μόνος του.










Τύλιξε την πετσέτα πάνω του και μεμιάς ένιωσε μια κάποια ανακούφιση. Δεν ήξερε τι να κάνει, δεν ήξερε που να πάει. Κοιτούσε με αγωνία. Γύρω του πλήθος κόσμου εξαπέλυε συνθήματα, όλο και πιο δυνατά, ενώ άλλοι είχαν έρθει τα χέρια με αστυνομικούς που είχαν περάσει μέσα στο Πολυτεχνείο και βαρούσαν στο ψαχνό. "Οι λοκατζήδες μπήκαν μέσα, προσοχή παιδιά!", φώναζαν κάποιοι. Κρότοι γύρω τους, εκρήξεις. Οδοφράγματα. Κάποιοι έκλαιγαν. "Όλα τέλειωσαν, όλα χάθηκαν!", άκουσε τη σπαρακτική φωνή μιας φοιτήτριας που περνούσε δίπλα του. Σύντομα χάθηκε και κείνη, σα να την κατάπιε το σκοτάδι. Την θέση της πήραν άλλοι, κι άλλοι, κόσμος πήγαινε κι ερχόταν, ανώνυμος κόσμος με την αγωνία ζωγραφισμένη στα πρόσωπα του. Ο Χάρης ένιωθε πως έβλεπε τον εαυτό του σε πολλαπλές παραλλαγές.

Και ο ραδιοφωνικός σταθμός του Πολυτεχνείου να αντηχεί απ' τα μεγάφωνα: "Φαντάροι είμαστε αδέρφια σας! Είμαστε άοπλοι, το μόνο όπλο μας είναι η αγάπη για την λευτεριά! Έλληνες, Έλληνες, συμπαρασταθείτε..."

Ο Χάρης δέχτηκε ένα χτύπημα στην πλάτη. Έπεσε βαριά κάτω στο έδαφος, φτύνοντας αίμα. Ο πόνος ήταν οξύς, αβάσταχτος. Σκέφτηκε την μικρή του αδερφή, σκέφτηκε την Χριστίνα. Που είσαι αδερφούλα? Πως βρέθηκα εδώ, στο χώμα κάτω? Πως ξεκίνησαν όλα αυτά? Θα πεθάνω, σε λίγο θα πεθάνω, σκέφτηκε, ο τρόμος να τον έχει καταλάβει. Ήταν αδύνατο να ξεφύγει. Πονούσε, ήταν χοντρός, ήταν δειλός, ήταν αδύνατο ακόμα και να τρέξει, δεν είχε κανέναν γύρω του. Μόνο εκείνη την πετσέτα που του έδωσε εκείνος ο άγνωστος. Την τύλιξε με κόπο γύρω από το κεφάλι του και σηκώθηκε ξανά στα γόνατα του. Γύρω του επικρατούσε ένα κανονικό πεδίο μάχης. Κάποιοι φώναζαν σπαρακτικά πως είχαν τραυματιστεί και είχαν ανάγκη από βοήθεια. Διέκρινε άτομα που μετέφεραν μπουκάλες οξυγόνου. Όλα θα τελείωναν σε λίγο, το μαρτύριο θα λάμβανε τέλος...









Και τότε ακούστηκαν οι καμπάνες.

Τότε αντήχησε μια γνώριμη μελωδία απ' τα παλιά. Ξεχύθηκε απ' τα μεγάφωνα και απλώθηκε παντού, κάλυψε τον νυχτερινό ουρανό σαν κύμα. Ήταν από εκείνες τις απαγορευμένες. Εκείνες που αγαπούσε να ακούει στα κρυφά, τα βράδια που έμενε μόνος στο δωμάτιο του, τα βράδια που έπλαθε ποιήματα...

Με τόσα φύλλα σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα
Με τόσα φλάμπουρα λάμπει, λάμπει ο ουρανός
Και τούτοι μεσ' τα σίδερα, και κείνοι μεσ' το χώμα...

Ήταν οι στίχοι από την Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου. Ήταν το τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη. Και ο κόσμος γύρω από τον Χάρη τέντωσε τ' αυτιά του. Κόσμος που πάσχιζε να σταθεί στα πόδια του, να αντέξει τα χτυπήματα των στρατιωτικών, να μη πνιγεί από τα δακρυγόνα. Ναι, ήταν οι καμπάνες. Ήταν οι δικές τους καμπάνες.

Σώπα όπου να ναι θα σημάνουν οι καμπάνες...

Ένας-ένας, οι φοιτητές άρχισαν να υψώνουν τις γροθιές τους. Καταμεσής των κραυγών, κάποιοι άρχισαν να τραγουδούν.

Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας...!

Όλο και περισσότεροι τραγουδούσαν. Και με ανανεωμένο το ηθικό ανόρθωσαν τα λαβωμένα σώματα τους, έτοιμοι για έναν ακόμα γύρο. Η μάχη δεν είχε τελειώσει ακόμα.

Και τότε ο Χάρης είδε την Ειρήνη. Πίσω στο πλήθος, μέσα στους καπνούς. Ήταν εκεί, καταμεσής ενός μπλόκου φοιτητών, πλάι στον μισοκατεδαφισμένο τοίχο. Οι μισοί είχαν βγάλει τα πουκάμισα τους και τα ανέμιζαν σαν φλάμπουρα. Κάποιοι προσπαθούσαν να φύγουν, να σωθούν. ΄Άλλοι πάλευαν με τις δυνάμεις καταστολής. Και ανάμεσα τους η Ειρήνη, η όμορφη Ειρήνη, εκείνης που είχε χαράξει στα δέντρα τ' όνομα της...

Μόνο που τώρα το πρόσωπο της είχε μελανιές από χτυπήματα. Τα μαλλιά της ανάστατα, τα ρούχα της μέσα στη σκόνη. Το ένα της μάτι ήταν κλειστό. Και τα γυαλιά της, είχε χάσει τα γυαλιά της. Και ένας λοκατζής να την ξυλοφορτώνει με μια αλυσίδα, μεγάλη σαν σανίδα.

Κάτω απ' το χώμα μες στα σταυρωμένα χέρια τους
Κρατάνε της καμπάνας το σκοινί
Προσμένουνε την ώρα, προσμένουν να σημάνουν την ανάσταση...

Ο Χάρης συνάντησε το βλέμμα της. Τα μάτια της αστραποβόλησαν. Μπόρεσε να διακρίνει τη λάμψη τους μέσα στο σκοτάδι. "Αλήτες, που θέλετε και δημοκρατία!", άκουσε κάποιους ένστολους γύρω του, ενώ έδερναν τους φοιτητές. Οι αλήτες. Τα σιχάματα. Οι χαραμοφάηδες. Οι ασεβείς... Το χέρι του πατέρα του, ενώ κόβει το κρέας, με σιγανές, μετρημένες κινήσεις. "Πρέπει να νοιαστείς για το μέλλον σου". Το χαμηλωμένο βλέμμα της μητέρας του. Η σιωπή. Η συγκατάβαση. Το ραδιόφωνο που παίζει ένα τραγούδι, ένα τραγούδι που μιλά για θάλασσες. "Στην κοινωνία υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων. Εκείνοι που σέβονται τα πεπραγμένα και λένε ευχαριστώ... και οι υπόλοιποι...". Τα ποιήματα που έγραφε τα βράδια, ακούγοντας μουσική που δεν έπρεπε να ακούει. Τα ποιήματα που έγραφε έχοντας την Ειρήνη στο μυαλό του. Την όμορφη Ειρήνη.

Ο πατέρας του φέρνει το κρέας στο στόμα του, το μασουλάει. Ο άντρας των ΛΟΚ υψώνει την αλυσίδα. Η Ειρήνη κλείνει σφιχτά τα μάτια.

Τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας
Δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει... 
Δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει...
Δεν μπορεί κανείς....









"ΠΙΣΩ ΚΑΘΑΡΜΑΤΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!!!!!!!!!", αντήχησε σαν κεραυνός η φωνή του Χάρη. Ξεχύθηκε μπρος σαν από κανόνι, σαν φωτοβολίδα, σκίζοντας το πουκάμισο του, η κοιλιά του γυμνή να χοροπηδάει πάνω κάτω. Δεν σκεφτόταν τίποτα, δεν τον ένοιαζε τίποτα, τυφλή μανία τον είχε καταλάβει. Έτρεξε ημίγυμνος κατά πάνω στους λοκατζήδες που είχαν περικυκλώσει την Ειρήνη. Τα χέρια του απλωμένα σαν δαγκάνες, έτοιμα να γραπώσουν και να κατασπαράξουν όποιον ερχόταν αντιμέτωπος τους. Βγήκε στη μάχη σαν λιοντάρι που βρυχάται.

Έριξε όλον τον όγκο του σώματος του πάνω στους ξαφνιασμένους λοκατζήδες και μαζί έπεσαν στο έδαφος. Τους γρονθοκόπησε, δέχτηκε τα χτυπήματα τους, μα συνέχιζε χωρίς σταματημό. Η Ειρήνη έκανε παραπέρα. Ο Χάρης, σαν λυσσασμένο, λαβωμένο θηρίο, ύψωσε το πρόσωπο του, πασαλειμμένο απ' το αίμα και το χώμα, και την κοίταξε. Για μια στιγμή μονάχα.

Η Ειρήνη τον κάρφωσε με το βλέμμα της, και στα μάτια της είδε κάτι που δεν είχε δει ποτέ του μέχρι τώρα. Κάτι υπέροχο, κάτι μοναδικό, κάτι αδύνατο να εκφραστεί με λέξεις. Κάτι που θα ήταν ικανό να τον ωθήσει να γράψει εκατοντάδες, χιλιάδες ποιήματα, όταν θα τελείωνε αυτή η ιστορία και θα επέστρεφε σπίτι του. Ποιήματα για μια ζωή. Χαμογέλασε ευτυχισμένος.

Και οι καπνοί πύκνωσαν πάλι γύρω απ' το Πολυτεχνείο.









Μια παρένθεση, μια αφορμή: Αφιέρωμα στον Μίκη Θεοδωράκη



Για δες, βγήκε μεγάλη πάλι η ιστορία μου. Δεν το περίμενα.

Είναι περίεργο τι μπορεί να σου προκαλέσει ένα τραγούδι, ή μια σειρά τραγουδιών. Συναισθήματα, σκέψεις... συχνά μπορεί να πλάσει ιστορίες ολόκληρες. Το κείμενο αυτό το έγραψα επηρεασμένος από την ραδιοφωνική παρουσίαση μου στο έργο του Μίκη Θεοδωράκη. Μία παρουσίαση σε δύο μέρη. Την Πέμπτη ακούσαμε το πρώτο μέρος, μία εκπομπή που μου πήρε πάρα πολύ χρόνο να ετοιμάσω και είχε μεγάλη απήχηση στον κόσμο... Οι τέσσερις της ώρες όμως δεν επαρκούσαν, παρά για να καλύψω τα μισά από εκείνα που επιθυμούσα. Κι εδώ που τα λέμε, ένας Μίκης δεν χωράει σε μια εκπομπή μόνο.








Αυτήν την Πέμπτη λοιπόν, 30 του μήνα, θα ακολουθήσει το δεύτερο μέρος... Στο οποίο θα συζητήσουμε για την μουσική διαδρομή του Μίκη από τα χρόνια της Χούντας και μετά... Τα τραγούδια που απαγορεύτηκαν, τα τραγούδια που άκουγε ο κόσμος στα κρυφά... Τέτοια άκουγα και γω αυτές τις μέρες, ξανά και ξανά, και κάπου εκεί, στην καταχνιά της φαντασίας μου, σαν μέσα από τους καπνούς που έζωναν τους χώρους του Πολυτεχνείου, ξεπρόβαλε η φιγούρα του Χάρη.

Ήταν λες και τον έβλεπα μπροστά μου. Με τα παχουλά του μάγουλα και το ονειροπαρμένο βλέμμα του.

Γιατί αυτή είναι η δύναμη της μουσικής που ξεπερνάει τα όρια της καλλιτεχνικής έκφρασης και μετατρέπεται σε τεκμήριο συλλογικής μνήμης.... Γιατί ποιός είπε πως η πάνω ιστορία είναι απαραίτητα "φανταστική"? Ποιός μπορεί να πει με σιγουριά πως ο Χάρης, η Ειρήνη, και οι υπόλοιποι χαρακτήρες δεν υπήρξαν? Ίσως να είχαν διαφορετικά ονόματα... μα ήταν εκεί.

Σας περιμένω να τα πούμε ξανά λοιπόν, αυτήν την Πέμπτη, από τις 22.00 ως αργά, από την συχνότητα των CReatures και την μοναδική μας εκπομπή... Να είστε όλοι εκεί!


Link σταθμού


Ιδού και η ηχογραφημένη εκπομπή αυτής της Πέμπτης, σε δύο μέρη, για όσους την έχασαν. Μια εκπομπή στην οποία καλύψαμε ένα σημαντικό μέρος της μουσικής και βιογραφικής διαδρομής του Μίκη, ως το 1966. Ήταν εκεί ο Μπιθικώτσης, ο Ελύτης, ο Ρίτσος, ο Σεφέρης, οι παλιές ελληνικές ταινίες, η Μαίρη Λίντα, η Φαραντούρη, μα και η Edith Piaf, οι Beatles και η συμφωνική μουσική... Αυτά συζητώντας παράλληλα για τα δραματικά ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν την συλλογική μνήμη, από τον Εμφύλιο και την Μακρόνησο στους Αγώνες της δεκαετίας του '60. Θα ανεβάσω και το δεύτερο μέρος με το καλό, όταν ολοκληρωθεί.


Μίκης Θεοδωράκης - Μέρος 1α

Μίκης Θεοδωράκης - Μέρος 1b


Για μισό λεπτό όμως. Πως τελειώνει η ιστορία μας? Τι έγινε μετά? Δεν σας είπα, και είναι λογικό να απορείτε...


Πάμε να δούμε το φινάλε λοιπόν.









Επίλογος



Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε.


Η Ειρήνη ποτέ δεν θα ξεχνούσε τις αγωνιώδεις εκείνες στιγμές, το βράδυ που φαινόταν όλα να τελειώνουν. Θυμόταν τον αρχικό ενθουσιασμό, τις φίλες της με τις οποίες είχαν πάει παρέα στο Πολυτεχνείο, θυμόταν τα τραγούδια, τα συνθήματα... Μα και την πύλη που έσπαγε, τα τανκς, τα οδοφράγματα, εκείνον τον κομπογιαννίτη γιατρό που είχε μπει και ήταν απεσταλμένος της χούντας, τους άλλους, τους αληθινούς, που έρχονταν από μόνοι τους και παρείχαν πρώτες βοήθειες... Θυμόταν πως φυγαδεύτηκε στο τέλος, πως βρήκε καταφύγιο σε ένα φιλικό διαμέρισμα στην Πατησίων, στο οποίο είχαν μαζευτεί γύρω στους τριάντα φοιτητές, πως είχαν βγάλει μαζί εκεί την νύχτα, μέσα στο σκοτάδι, στη σιωπή, με τις καρδιές τους να χτυπάνε ρυθμικά...

Θυμόταν τους γονείς της, πως την είχαν σφίξει με δάκρυα στην αγκαλιά τους, όταν την είδαν ξανά μετά από μέρες. "Είχαμε κατέβει και μεις, ήμασταν με το πλήθος έξω από το Πολυτεχνείο, τραγουδούσαμε μαζί σας", της φανέρωσαν συγκινημένοι.

Κάποιοι θα έλεγαν, πολλά χρόνια μετά, πως το Πολυτεχνείο ήταν μια εξέγερση που απέτυχε. Πως δεν είναι βέβαιο αν υπήρξαν θύματα, και πόσα ήταν αυτά. Πως τα γεγονότα διαστρεβλώθηκαν, εξυπηρετώντας διάφορα συμφέροντα.









Η Ειρήνη όμως ήταν εκεί. Και αν η ίδια δεν είδε με τα μάτια της κάποιον νεκρό, είδε όμως αίμα, πολύ αίμα. Είδε ανθρώπους πεσμένους κάτω. Είδε άλλους που αναζητούσαν απεγνωσμένοι πρώτες βοήθειες. Είδε δεκάδες τραυματίες. Έζησε τον φόβο, τον τρόμο και την αγωνία αποτυπωμένη στα μάτια του κόσμου, όταν εισέβαλε ο στρατός. Είδε με τα μάτια της τους χιλιάδες κόσμου που είχαν μαζευτεί και διαδήλωναν, μέρα με τη μέρα, έξω από τους χώρους της σχολής. Έχει τόση σημασία πόσοι ήταν οι νεκροί, αν ήταν τρεις, πέντε, ή πενήντα? Λες και η βία της καταστολής, από μόνη της, δεν είναι αρκετή.

Δεν ήταν το Πολυτεχνείο εκείνο που έριξε την Χούντα. Έπεσε η ίδια από την εγγενή πολιτική βλακεία της, λίγους μήνες μετά. Αν όμως απέτυχε η εξέγερση του Πολυτεχνείου σε επίπεδο πρακτικό, η Ειρήνη διερωτάται τι θα είχε συμβεί αν κανείς δεν είχε κάνει τίποτα. Αν είχαν μείνει όλοι σπίτια τους. Αν κανένας δεν είχε υψώσει τη φωνή του. Τότε θα μιλούσαμε για μια αποτυχία συνειδήσεων, μια πλήρη αμαύρωση του ήθους και του πνεύματος ενός ολόκληρου λαού. Έναν λαό που μια χούφτα ανθρώπων, μια μειοψηφία ουσιαστικά, τον έβγαλε ασπροπρόσωπο. Αυτή η αποτυχία, η ηθική, μερικές φορές είναι η χειρότερη.










Τέτοια σκέφτεται η Ειρήνη. Και είναι ικανοποιημένη, τώρα, χρόνια μετά, που σε αντίθεση με ορισμένους, δεν εκμεταλλεύτηκε την παρουσία της στο Πολυτεχνείο. Δεν επεδίωξε να κάνει καριέρα απ' αυτό. Δεν προσπάθησε να μετατρέψει το γεγονός σε αφορμή για εορτασμούς και επετείους... Οι μνήμες της ήταν αρκετές, και οι μνήμες ήταν επώδυνες. Δεν έχει ξεχάσει όμως την συντροφικότητα εκείνων των ημερών. Τους φοιτητές που συμπαραστέκονταν ο ένας στον άλλον, τους εργάτες και τους πολίτες που πρόσφεραν με όποιον τρόπο μπορούσαν την βοήθεια τους.

Θυμάται ακόμα ένα παλικάρι. Τον θυμάται πολύ καλά, λες και τον βλέπει μπροστά της...

Ήταν εκείνο το παχουλό παιδί... Εκείνο το παιδί με την απαλή φωνή. Είχαν μιλήσει καναδυο φορές, πριν το Πολυτεχνείο, και θυμόταν το ζεστό χαμόγελο του, τα γλυκά του μάτια. Έδειχνε κάπως ατσούμπαλος και ντροπαλός... Της μιλούσε και χαμήλωνε το πρόσωπο του. Μέχρι εκείνο το βράδυ. Μέχρι το βράδυ που μπήκε μέσα το άρμα, τότε που έπεσε η πύλη. Είχε κάνει πάλι την εμφάνιση του, ξαφνικά, μπροστά της, μέσα απ' τους καπνούς. Την είχε καρφώσει με το βλέμμα του, και το βλέμμα του πέταγε σπίθες... Όρμησε πάνω στους λοκατζήδες, σαν μπουλντόζα, με τις δαγκάνες απλωμένες... Η φωνή του ήταν βροντερή, διαπερνούσε την σιωπή, τρόμαζε κάθε βολεμένο. Της έδωσε έτσι την δυνατότητα να διαφύγει, να ανοίξει ένα πέρασμα από το πλήθος του κόσμου και, μαζί με άλλους φοιτητές, να καταφύγουν στους δρόμους της νύχτας.

Ποτέ δεν άκουσε ξανά γι' αυτόν τον φοιτητή. Θυμόταν όμως το όνομα του.

Ήταν μια ηλιόλουστη, ανοιξιάτικη μέρα. Η Ειρήνη είναι πια μητέρα, με οικογένεια και παιδιά, και τα παιδιά της είναι φοιτητές με τη σειρά τους. Κάνει τη βόλτα της σ' ένα πάρκο, κοντά στα παλιά της τα λημέρια. Στ' ακουστικά που φοράει αντηχούν όμορφες μελωδίες, τα τραγούδια του Μίκη και του Μάνου.

Μετά από ώρα καταφτάνει σ' ένα γερό, ρωμαλέο, ανθόσπαρτο δέντρο. Τα πουλιά είχαν κάνει άφθονες φωλιές μέσα στα κλαδιά του, το δέντρο αντηχούσε από τα τραγούδια τους. Η Ειρήνη στέκεται, το κοιτάζει ώρα. Ακούει τη μουσική, θυμάται τα παλιά. Αισθάνεται συγκινημένη.

Κάποια στιγμή λοιπόν βγάζει ένα λεπτό μαχαίρι. Πλησιάζει τον κορμό... Και χαράζει πάνω του ένα όνομα. Ήταν το όνομα εκείνου του παιδιού. Του παιδιού με την απαλή φωνή και τα ζεστά, όμορφα μάτια. Τα μάτια που πετούσαν σπίθες.

Χάρης

Το δέντρο σα να στέναξε από ικανοποίηση. Ίσως πάλι ήταν η ιδέα της. Η Ειρήνη άνοιξε την τσάντα, έβαλε μέσα πάλι το μαχαίρι, την έκλεισε. Κοίταξε μια τελευταία φορά το δέντρο και, χαρούμενη, πήρε τον δρόμο του γυρισμού.

Στο ίδιο δέντρο, στην πίσω πλευρά του, 40 χρόνια πριν, ο Χάρης είχε χαράξει το όνομα της.









21 Μαΐου 2013

Αφιέρωμα στον Μίκη

~







Αν κάποιος μου έλεγε να περιγράψω την τωρινή γενιά μας με όσο το δυνατόν λιγότερες και πιο χαρακτηριστικές λέξεις ή φράσεις, θα επέλεγα τα εξής: Γενιά της οικονομικής κρίσης. Των χαμηλών μισθών και της ανεργίας. Γενιά μπλεγμένη στο παγκόσμιο δίχτυ του αδηφάγου, σαν την αράχνη στον ιστό, ανταγωνισμού για κοινωνική ανέλιξη. Του διαδικτύου. Των κινητών. Των τηλεοπτικών παραθύρων. Του chat, των κοινωνικών δικτύων, του downloading, του youtube. Γενιά του like. Γενιά κολλημένη στην οθόνη του υπολογιστή. Γενιά των τροφικών αλυσίδων τύπου Starbucks, Goodys και λοιπών. Γενιά του Mall. Των νυχτερινών εξόδων σε κλαμπ και σινεμά - όσο το επιτρέπει η οικονομική κατάσταση του καθένα. Γενιά του Πάμε για Καφέ. Των ασταθών σχέσεων και του one-night stand - ή, συχνότερα, του wannabe one-night stand. Της ατελείωτης εξάρτησης από τους γονείς. Του άγχους με μαθήματα, εξετάσεις, σχολές και εργασίες. Γενιά της ημιμάθειας.

Σας ακούγονται γνώριμα λίγο πολύ τα πάνω ε? Λοιπόν, ας θυμηθούμε τώρα κάποιες λέξεις ή φράσεις-κλειδιά από μια ή δύο παλιότερες γενιές...

Γενιά του πολέμου. Της κατοχής, της φτώχειας, της αντίστασης, της εξορίας. Γενιά του Εμφυλίου, των διωγμών, της φακέλωσης των πολιτικών φρονημάτων. Γενιά που πήρε τα βουνά, που την έστειλαν μακριά. Ικαρία, Μακρόνησος. Βασανιστήρια, κακουχίες, υπογραφές μεταμέλειας. Γενιά των βασιλοφρόνων, της Φρειδερίκης, του Παπάγου, του Καραμανλή. Του Μπελογιάννη, του Πλουμπίδη. Γενιά του παλιού αθηναικού κέντρου, με τις άφθονες μονοκατοικίες και τα γραφικά στενά. Των συνοικεσίων, των ερωτικών γραμμάτων απ' την εξορία, της προίκας, του γάμου από νωρίς. Γενιά των αναμεταδόσεων του ραδιοφώνου, όταν ακόμα δεν υπήρχε η τηλεόραση, ή έκανε τα πρώτα βήματα της. Των φανταχτερών εξόδων των πλουσίων σε κέντρα διασκέδασης, όπερες και εστιατόρια, των αντίστοιχων εξόδων της πλειοψηφίας σε γειτονιές, κακόφημα σπίτια, ταβέρνες και ανθόσπαρτες μάντρες παλιού σινεμά.








Και ενώ τα χρόνια πορεύονται χωρίς σταματημό, συναντούμε τη γενιά του Ανένδοτου Αγώνα... Του "1-1-4".... Του λαικού τραγουδιού, του Νέου Κύματος. Του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, του Χορν και της Λαμπέτη. Του βιαστικού εξαστισμού, του γεμίσματος του αθηναικού κέντρου από πολυκατοικίες, άναρχα πεταμένες δω και κει, λες και τις έριξαν τυχαία στα ψηλά από τσουβάλι. Λίγα χρόνια μετά και παρακολουθούμε την έλευση των τεθωρακισμένων. Η Ελλάδα στον γύψο. Για άλλη μια φορά η εξορία, τα βασανιστήρια, και επιπλέον η σιωπή - σιωπή εκκωφαντική στην ησυχία της, αποκρουστική στις συνέπειές της. Γενιά του Πολυτεχνείου και της Μεταπολίτευσης.

Κάπου εκεί ερχόμαστε στην δεκαετία του '80, και εδώ μπορούμε να βάλουμε μια άνω τελεία. Γιατί ήδη δύο γενιές είχαν παρέλθει και ο κόσμος είχε αλλάξει: πλέον μπαίναμε στην σύγχρονη εποχή. Πλέον ακούμε ιστορίες απ' τα παλιά και μας φαίνονται σχεδόν αδιανόητες, σαν σενάρια από ταινίες. Ιστορίες από κείνες που ποτέ δεν μάθαμε στο σχολείο. Βρίσκονται όμως εκεί: στα βιβλία, στις παλιές ταινίες, στα σκονισμένα περιοδικά και τις ξέθωρες φωτογραφίες. Πάνω απ' όλα βρίσκονται στα μάτια και στις αναμνήσεις των ανθρώπων μας, των γονιών μας, των παππούδων μας.

Κοινό ανάμεσα στις παλιές γενιές και στην νεότερη: Η Ελλάδα που τρώει τα παιδιά της. Μα η δίψα επίσης, η δίψα για ζωή, για τέχνη, για ελευθερία, φωλιασμένη στα όνειρα κάποιων, τότε και τώρα.









Και φυσικά στην μουσική και τα τραγούδια. Τραγούδια που συντρόφευαν τους ανθρώπους που μας έφεραν στον κόσμο, όταν ήταν οι ίδιοι νέοι, και τους γονείς των ανθρώπων αυτών. Τραγούδια που κουβαλάνε μέσα τους την ιστορία όλου του τόπου. Σαν το παλιό ρεμπέτικο. Τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι.

Και φυσικά τα τραγούδια του Μίκη. Κανένα άλλο πολιτισμικό κειμήλιο της χώρας μας δεν ενσωματώνει με τόση απόλυτη πληρότητα το πνεύμα και τους αγώνες μιας εποχής, που φαντάζει τόσο μακρινή, μα ήταν τρομακτικά κοντά μας. Οι γενιές που περιέγραψα πάνω, τόσο εκείνη της Κατοχής και της Αντίστασης, όσο και εκείνη του Πολυτεχνείου, αμφότερες αγάπησαν την μουσική του Μίκη, ταυτίστηκαν με τα τραγούδια του, πήραν δύναμη, κουράγιο κι έμπνευση. Τραγούδησαν τους στίχους της μελοποιημένης ποίησης, αφέθηκαν στο άρωμα του ρομαντισμού των ερωτικών του, βγήκαν στον αγώνα αντλώντας δύναμη από τα πολιτικά του τραγούδια.

Και αν ορισμένα από τα τραγούδια του έφτασαν να μετατραπούν σε τελετουργικά κειμήλια, σαν μουσειακά εκθέματα, κατάλληλα για εκτέλεση στις χορωδίες των σχολείων, μπροστά σε μαθητές που δεν καταλαβαίνουν και δεν τους αφήνουν να καταλάβουν περί τίνος πρόκειται... Και αν σήμερα ο κάθε βολεμένος ακούει την μουσική του Μίκη πουλώντας πνεύμα και πολιτισμό σε κοσμικές, γυαλιστερές αίθουσες συμφωνικών συναυλιών... Να ξέρετε, τα τραγούδια αυτά κάποτε τα τραγουδούσαν στα κρυφά, παράνομα, ή σε δρόμους, με την γροθιά σφιγμένη και το βλέμμα φωτεινό... Μέσα τους ολοζώντανος ο παλμός της ιστορίας, σαν καρδιά που φλέγεται και βροντοχτυπά...








Χάραξαν μια εποχή, σημάδεψαν την ματοβαμμένη ιστορία του τόπου. Και ο ίδιος ο Μίκης, σαν φιγούρα, έζησε μες στην καταιγίδα των καιρών, πήγε κόντρα στο ρεύμα, από τα χρόνια της Αντίστασης σ' εκείνα του Πολυτεχνείου. Η συνέχεια μπορεί να υπήρξε αμφιλεγόμενη, είναι όμως γεγονός πως η ζωή και το έργο του καθρεπτίζουν όσο τίποτ' άλλο την σύγχρονη ιστορία της όμορφης, μα συγχυσμένης και ταλαίπωρης μας χώρας. Και είναι εκεί που συναντιέται ο Μίκης με τους δικούς μας ανθρώπους, τους γονείς μας, τους παππούδες μας. Χέρι-χέρι, βαδίζουνε μαζί.

Σε αυτόν λοιπόν, τον Μίκη Θεοδωράκη, θα κάνουμε ένα μεγάλο, πλούσιο μουσικό (και όχι μόνο) αφιέρωμα, αυτήν την Πέμπτη 23 του μήνα, ξεκινώντας στις 22.00 ως συνήθως και φτάνοντας μέχρι αργά τη νύχτα... άγνωστο πότε θα τελειώσουμε. Από την συχνότητα των CReatures, σε μία από τις τελευταίες μου εκπομπές για φέτος. Θα θυμηθούμε όλες τις αγαπημένες στιγμές και τα τραγούδια που άφησαν εποχή, ξεκινώντας από τις απαρχές της δεκαετίας του '60, φτάνοντας ως εκείνην του '80. Θα συζητήσουμε για την βιογραφική διαδρομή του Μίκη, μέσα από τις Συμπληγάδες αυτού του τόπου, για τα βιώματα του ήδη από την εποχή της γερμανικής κατοχής και πριν. Θα ακούσουμε την μελοποιημένη ποίηση του Ρίτσου, του Ελύτη, του Σεφέρη, του Νίκου Γκάτσου, του Πάμπλο Νερούδα. Θα κάνουμε επίσης λόγο για την λιγότερο γνωστή όψη της μουσικής του, μα εξίσου καθοριστική για τον ίδιο, εκείνην της συμφωνικής μουσικής, και θα πάρουμε μια δόση από την επαφή του με τον κινηματογράφο και το θέατρο.

Θα συζητήσουμε επίσης για τους καλλιτέχνες και τον ρόλο τους, το περιεχόμενο της σύγχρονης τέχνης και την σχέση που μπορεί να έχει με την πολιτική, την καταλυτική επιρροή των κοινωνικών συνθηκών και του ρόλου των ΜΜΕ, και φυσικά θα προβούμε σε αναλογίες του Τότε με το Τώρα.








Πάνω απ' όλα όμως θα δώσουμε έμφαση στην πλευρά του που έχουμε αγαπήσει. Να σας εκμυστηρευτώ κάτι τώρα. Από πέρυσι που ξεκίνησα να κάνω εκπομπές στο CR Radio ως τώρα, δύο φορές μόνο έπιασα τον εαυτό μου να δακρύζει, προετοιμάζοντας την εκπομπή και ακούγοντας τις μουσικές. Η μία ήταν πριν 2 περίπου μήνες, όταν έκανα το αφιέρωμα μου στο Ρεμπέτικο (το οποίο μπορείτε να το βρείτε εδώ). Η άλλη ήταν τώρα.

Αυτήν την Πέμπτη σας περιμένω λοιπόν! Είναι πιθανό εξάλλου να βρίσκονται μαζί μου στον σταθμό τα παιδιά που ήμασταν μαζί και στο ρεμπέτικο αφιέρωμα, για όποιον τυχόν το είχε ακούσει, και να πίνουμε για άλλη μια φορά κρασιά... Όπως καταλαβαίνετε θα είναι μια ενδιαφέρουσα βραδιά!


Link σταθμού


Το λινκ του σταθμού το έχω ούτως ή άλλως στο πλάι, στην στήλη του blog, κάθε Πέμπτη (ή σχεδόν κάθε Πέμπτη!) στις 22.00 τα λέμε από εκεί... για λίγες ακόμα εβδομάδες! Από του χρόνου το ραδιοφωνάκι μας θα επανέλθει, με νέο, ολόδικο του site και ανανεωμένο look... Θα προσπαθήσω επίσης να ηχογραφήσω την εκπομπή και να την ανεβάσω με edit, στην παρούσα ανάρτηση, αλλά ας μη γίνει δικαιολογία αυτή για να μη συντονιστείτε! :P

Edit:

Ιδού λοιπόν η ηχογραφημένη εκπομπή αυτής της Πέμπτης, σε δύο μέρη, για όσους την έχασαν! Μια εκπομπή στην οποία καλύψαμε ένα σημαντικό μέρος της μουσικής και βιογραφικής διαδρομής του Μίκη, ως το 1966. Ήταν εκεί ο Μπιθικώτσης, ο Ελύτης, ο Ρίτσος, ο Σεφέρης, οι παλιές ελληνικές ταινίες, η Μαίρη Λίντα, η Φαραντούρη, μα και η Edith Piaf, οι Beatles και η συμφωνική μουσική... Αυτά συζητώντας παράλληλα για τα δραματικά ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν την συλλογική μνήμη, από τον Εμφύλιο και την Μακρόνησο στους Αγώνες της δεκαετίας του '60. Θα ανεβάσω και το δεύτερο μέρος με το καλό, όταν ολοκληρωθεί.


Μίκης Θεοδωράκης - Μέρος 1α

Μίκης Θεοδωράκης - Μέρος 1b



Ελάτε λοιπόν να θυμηθούμε τα παλιά, και ας μην τα ζήσαμε ποτέ...







~

7 Μαΐου 2013

Κρύες Νύχτες, Ζεστά Ποτά

~





Ξεκινάω να γράφω. Δεν γνωρίζω τι. Ξέρω μόνο τρία πράγματα: Πρώτον, η ανάρτηση θα βγει μεγάλη σε μέγεθος, πολύ μεγάλη. Σαν διήγημα ίσως. Δεύτερον, θα την κρατήσω αρκετό καιρό πρωτοσέλιδη στο blog. Τρίτον, θα περιλαμβάνει νυχτερινούς δρόμους, ξοδεμένα ποτά, μια γυναίκα σ' ένα μπαρ, εξομολογήσεις, ίσως και ένα σαξόφωνο να σκορπίζει νότες εδώ κι εκεί.

Νομίζω θα είναι ένα αρκετά περίεργο κείμενο.

Ακούω ένα πιάνο να παίζει. Παιχνιδιάρικος ρυθμός. Αυτοσχεδιασμός. Το ακούω ενώ γράφω στον υπολογιστή. Αυτοσχεδιάζω μαζί του, πετάω λέξεις, γράμματα, πατάω κουμπιά στην τύχη, δοκιμάζω να φνρθδφθεςρωνξριργρφφγββ. Μδδεη ψε μφες σμοες. Σχεδόν μοιάζει με κανονική πρόταση το προηγούμενο. Σου δίνεται η αίσθηση πως "θέλει κάτι να πει ο ποιητής". Υπάρχει ένα πλάνο πίσω απ' όλα, τα πάντα είναι προμελετημένα, οργανωμένα, στη σειρά.

Κι όμως, δεν είναι παρά γράμματα που πέταξα τυχαία στην οθόνη. Χωρίς κρυφό νόημα. Χωρίς βαθύτερη ουσία. Σημαίνοντα χωρίς το σημαινόμενο. Κενά σύμβολα. Μια κλειδαριά δίχως κλειδί. Μια πόρτα ζωγραφισμένη σ' έναν τοίχο.

Όλα τυχαία.






Πολύχρωμα Φτερά


Με ενοχλεί η φαντασία μου. Με ενοχλεί γιατί σε αυτήν την πόρτα, την εικονική, αυτήν που είναι ζωγραφισμένη στον τοίχο πάνω, μου φανερώνει μια διέξοδο. Μπορώ απλά να την ανοίξω και να περάσω στον μυστικό της κόσμο. "Όλα είναι δυνατά", αυτό μου λέει η φαντασία μου και με εκνευρίζει, με αυτήν την παιδική της αίσθηση παντοδυναμίας. "Μπορείς να σχεδιάσεις μια πόρτα σ' έναν τοίχο, να φτιάξεις ένα πέρασμα, εκεί που δεν υπήρχε τίποτα πριν", αυτό ψιθυρίζει η πλανεύτρα σκέψη μέσα μου, και γω θέλω να αφεθώ στο κάλεσμα της. Να γίνω ξανά παιδί.

"Ονειρεύτηκα πως ήμουν μια πεταλούδα και πετούσα εδώ κι εκεί, από λουλούδι σε λουλούδι. Είχα συνείδηση πεταλούδας, είχα ξεχάσει εντελώς την ανθρώπινη μου φύση. Ξαφνικά ξύπνησα και ήμουν πάλι εγώ", μας αφηγείται εκείνος ο κινέζος, στα χρόνια τα παλιά. Κάνω search να θυμηθώ το όνομα του: Τσουάνγκ Τσου, μάλιστα. Και συνεχίζει: "Άραγε όμως είμαι άνθρωπος που ονειρεύτηκε πως ήταν πεταλούδα, ή μήπως τώρα είμαι μια πεταλούδα που ονειρεύεται πως είναι άνθρωπος?"

Κατέχουμε όλοι μας ένα μικροσκοπικό κομματάκι εδάφους πάνω στο οποίο πατούμε. Ένα βάθος πεδίου και έναν μικρό, τόσο δα ορίζοντα, για μας και μόνο. Κι όμως, θαρρούμε πως κατέχουμε τον κόσμο όλο. Η φαντασία μας, το αδάμαστο εκείνο ζώο, δεν γνωρίζει σύνορα, δεν αποδέχεται αρχές, είναι από τη φύση της αναρχική. Όμως οι κοινωνίες του κόσμου όλου επιθυμούν να την καθυποτάξουν, να παραμορφώσουν το άγριο θηρίο σε ένα άκακο, αξιολύπητο ζώο σε κλουβί. Δεν έχουμε παρά να κοιτάξουμε γύρω μας για να διαπιστώσουμε αν και πόσο τα έχουν καταφέρει.

Οι πεταλούδες, σε τελική ανάλυση, δεν είναι παρά εκείνα τα χαριτωμένα πετούμενα, κατάλληλα για παιδικές ζωγραφιές και διακόσμηση σε άλμπουμ συλλεκτών. Ξεχνάμε τον συμβολισμό της μεταμόρφωσης, του γίγνεσθαι. Ίσως θέλουμε να διατηρήσουμε τον χρόνο παγωμένο, εκεί, πάνω στο μικροσκοπικό κομμάτι γης που πατούμε.

Η πεταλούδα ονειρεύτηκε πως ήταν άνθρωπος. Ξύπνησε, κοιτάχτηκε στον καθρέπτη, και διαπίστωσε με τρόμο πως είχε γίνει κάμπια. Για μια στιγμή μονάχα.

Γράφω, μα γύρω μου νυχτώνει. Μέσα μου απλώνεται η ομίχλη. Είμαι εδώ, στην οθόνη μου μπροστά, μα βρίσκομαι ήδη αλλού - άνοιξα την πόρτα της φαντασίας μου. Και συ που με διαβάζεις... δεν έχεις παρά να με ακολουθήσεις. Βρίσκεσαι εδώ μαζί μου. Μα και στην δική σου οθόνη μπροστά, μακριά μου όσο η μέρα με τη νύχτα... Δεν υπάρχει εδώ, δεν υπάρχει εκεί, υπάρχει μόνο το Μέρος στο οποίο μαζευόμαστε, όταν αφηνόμαστε σε μια αφήγηση που μας ξεπερνάει.

Είμαστε όλοι μέρος της Αφήγησης.






Η Πόλη


Περπατάω. Είμαι στην πόλη και είναι νύχτα. Δεν έχει σημασία ποιά πόλη, η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, το Λονδίνο, η Βιέννη ή η Νέα Υόρκη. Η πόλη της νύχτας δεν έχει όνομα, δεν υπάγεται σε κάποιο μέρος, είναι απλά η πόλη. Φωλιάζει μέσα μου και μέσα σου, στο συλλογικό μας ασυνείδητο. Δεν έχεις παρά να σχηματίσεις εικόνες με την σκέψη σου και θα την δεις να παίρνει σάρκα και οστά μπροστά στα μάτια σου: Ψηλά, γκριζαρισμένα κτίρια... Μια πεταμένη εφημερίδα στη γωνιά του δρόμου... Φως από κάποιο παράθυρο πέρα ψηλά, μια ασαφής φιγούρα που ετοιμάζεται να πάει για ύπνο - ή ενδεχομένως να σε κοιτάζει στα κρυφά.

Μισοσκισμένες αφίσες, ξεθωριασμένα σλόγκαν, ρουφώντας αδίστακτα την υγρασία των τοίχων. Σκόρπια αποτσίγαρα σβησμένα εδώ κι εκεί, καπνοί που ξοδεύτηκαν χωρίς σκοπό, στρατιώτες που έπεσαν για έναν πόλεμο που χάθηκε. Τα βήματα σου ενώ αντηχούν στο πεζοδρόμιο, απολιθώματα ενός παράταιρου παρόντος, ηχώ που διαπερνά την ησυχία, σαν όνειρο που εισβάλλει στην απανεμιά του ύπνου.

Οι εικόνες σχηματίζονται μέσα σου. Βλέπεις τα κτίρια, ακούς τα βήματα μου στον δρόμο. Ή μήπως είναι τα δικά σου βήματα? Με ακολουθείς, βαδίζουμε μαζί και ας μην γνωριζόμαστε ενδεχομένως. Συνέχισε να περπατάς μαζί μου.






Πλάι στο πεζοδρόμιο ξαπλωμένοι δύο άστεγοι. Άντρας και γυναίκα, χωμένοι βαθιά μες στις κουβέρτες τους, ο ένας δίπλα στον άλλον. Ίσως για να νιώσουν ζεστασιά. Σαν τους πρωτόγονους που μαζεύονταν γύρω από τη φωτιά στο βάθος της σπηλιάς, καταμεσής της ζούγκλας. Της ζούγκλας που μας περιβάλλει. Ποιά είναι τα θηρία λοιπόν? Ρίχνω ένα φευγαλέο βλέμμα μόνο και συνεχίζω να βαδίζω. Δεν είναι όμορφο αν τους κοιτάς για ώρα. Δαγκωματιά του εσώτερου, που έλεγε και ο Τζόυς. Η ενοχή του καλοθρεμμένου αστού. Εκείνου που όλα συνεχώς του φταίνε, όμως στο τέλος έχει σπίτι να γυρίσει. Δεν φταίω εγώ, η κοινωνία φταίει, το σύστημα, σκέφτεσαι, και συνεχίζεις τον δρόμο σου.

Δίπλα ο ένας στον άλλον. Για να ζεσταθούν.

Το ξαφνικό θέαμα μιας νεκρής από αμάξι γάτας στον δρόμο σε σοκάρει. Αισθάνεσαι οργή για τον οδηγό που την χτύπησε και την παράτησε εκεί, πλάι στα σκουπίδια. Πόσο θα ήθελες να έβρισκες το αμάξι του και να άδειαζες μέσα του όλο το περιεχόμενο των κάδων της πόλης! Γάτα. Εφτάψυχη. Μυστήριο ζώο, μάτια που αναβλύζουν φως. Αυτόφωτη. Λυγερόκορμη, μπορεί να ελίσσεται μέσα από τις καταστάσεις. Θέλει να γίνεται πάντα το δικό της. Εκτός αν σε αγαπήσει πραγματικά - στην περίπτωση αυτή μπορεί να κάνει αρκετές παραχωρήσεις για σένα. Τις λάτρευαν ως θεές στην Αίγυπτο. Μια ρόδα όμως ήταν αρκετή. Διαπιστώνεις τότε πως ένιωσες μεγαλύτερο οίκτο και συμπόνοια για την γάτα, παρά για τους άστεγους που αντίκρισες πριν λίγο.






Απέραντα Σκιρτόκουτα 



Θαμμένα στο ημίφως κτίρια υψώνονται σαν ερωτηματικά δίχως απάντηση. Εκατοντάδες, χιλιάδες άνθρωποι ζουν μέσα τους. Μικροσκοπικά διαμερίσματα, πυργάκια με τις σημαίες τους να ανεμίζουν εδώ κι εκεί. Τόσο δα. Πως γίνεται να περιλαμβάνουν τόσες ζωές, σκέψεις, βιώματα, συναισθήματα, αυταπάτες, όνειρα κι ελπίδες? Διαμερίσματα σαν σπιρτόκουτα, κι όμως χωράνε μια απεραντοσύνη.

Τι ζωές να κάνουν άραγε οι κάτοικοι τους? Μπορώ να φανταστώ και ευχαρίστως να μοιραστώ τις σκέψεις μου μαζί σου. Και αν θες μπορείς να μου πεις τις δικές σου σκέψεις με τη σειρά σου. Εδώ είναι blog, δεν είναι βιβλίο. Μπορείς αν θες να σχολιάσεις στο τέλος του κειμένου!

Σε ένα από τα διαμερίσματα, που λες, μένει ένας τύπος, μόνος του. Τριανταπεντάρης. Τη μισή μέρα την περνά σ' ένα γραφείο, σε κάποια εταιρία, κάνει μια δουλειά δίχως νόημα. "Πάλι καλά", όμως, σκέφτεται. "Θα μπορούσα να είμαι άνεργος". Μαζεύει χρήματα, λίγα λίγα στην άκρη, για να αγοράσει ένα καινούργιο αυτοκίνητο. Ίσως πάει κάποιες μέρες διακοπές το καλοκαίρι. Έχει εντοπίσει ορισμένους εξαιρετικούς προορισμούς. Παραλίες, ξενύχτια με το κοκτέιλ στο χέρι, αξιοθέατα και καλοπέραση. Τι είναι η ζωή αν όχι αυτές οι λιγοστές, ξεχωριστές στιγμές της?

Τέτοια σκέφτεται σε καθημερινή βάση. Και όταν επιστρέφει σπίτι, κατάκοπος από την δουλειά, περνάει λίγη ώρα χαζεύοντας στον υπολογιστή και μετά ξεραίνεται στον ύπνο. Κάθε μέρα. Συνέχεια. Υπομονή, θα έρθει το καλοκαίρι και οι λίγες εκείνες μέρες των διακοπών.

Και μετά θα ακολουθήσει μια ακόμα χρονιά, στα ίδια και τα ίδια. Μέχρι το επόμενο καλοκαίρι.






Στο διπλανό διαμέρισμα ζει παροδικά ένας νέος φοιτητής. Η ιστορία του έχει πλάκα. Κάθεται με τις ώρες, κάθε μέρα μπροστά στον υπολογιστή, βλέποντας τσόντες. Έχει ένα φετίχ με τις χοντρές. Δεν θα επέλεγε ποτέ να κάνει σχέση με μια χοντρή, έτσι λέει, ωστόσο του αρέσει να τις βλέπει σε ταινίες σκληρού πορνό, ενώ επιδεικνύουν τα κολοσσιαία τους προσόντα.

Τον χρόνο που δεν βλέπει τσόντες, ασχολείται με ένα προσωπικό blog που έχει στο διαδίκτυο, στο οποίο γράφει πολύ βαθιά και συγκινητικά ποιήματα, για τον έρωτα, την ελευθερία, και άλλα σχετικά. Ο ηλεκτρονικός υπολογιστής και το ίντερνετ είναι η μεγαλύτερη εφεύρεση της χιλιετίας, τέτοιες σκέψεις περνάνε από το μυαλό του. Από τη μία τον βοηθάει να εκφορτίζει τις ξέφρενες σεξουαλικές του ενορμήσεις, από την άλλη μοιράζεται με τον κόσμο τις ευαίσθητες, ποιητικές του τάσεις. Τις προάλλες είχε γράψει ένα υπέροχο ποίημα, στο οποίο μιλούσε για κάτι χρυσάνθεμα στον κάμπο. Αφού το δημοσίευσε, ικανοποιημένος, έβαλε να δει μια πρόσφατη τσόντα που κατέβασε, με τίτλο "Υπέρβαροι Αναστεναγμοί". Ενώ την έπαιζε, φανταζόταν πως βρισκόταν σ' ένα σαφάρι και άκουγε τους βρυχηθμούς των ελεφάντων.

Υπάρχουν όμως και εκείνες οι στιγμές. Όταν αισθάνεται να τον καταλαμβάνει μια βαθιά μελαγχολία, αν και αδυνατεί να την εντάξει σε ένα συγκεκριμένο νοηματικό πλαίσιο. Ίσως του λείπει ο έρωτας, έτσι σκέφτεται. Κάτι αληθινό, για μια φορά. Κοιτάζει από το παράθυρο τα βράδια και υποθέτει πως "κάπου εκεί έξω, ίσως υπάρχει εκείνη που πάντα ήθελα να βρω. Γλυκιά, έξυπνη, με χιούμορ και κατανόηση". Και μεγάλα, στητά βυζιά. Και εδώ φαίνεται πως δεν τον έχουν επηρεάσει οι προτιμήσεις του στις τσόντες, καθώς εκεί σπάνια συναντάς χοντρές με στητά βυζιά.

Η ειρωνεία είναι πως στον κάτω όροφο ακριβώς μένει μια κοπέλα, δύο χρόνια μικρότερη του, η οποία σκέφτεται ανάλογα πράγματα τα βράδια που μελαγχολεί. Πως της λείπει ο αληθινός έρωτας, πως ο καιρός περνάει και δεν βρίσκει κανέναν άντρα της προκοπής, πως όλοι είναι ίδιοι, και άλλα σχετικά. "Κάπου εκεί έξω, κάποτε, ίσως γνωρίσω αυτόν που αναζητώ", τέτοιες σκέψεις πεταρίζουν σαν πουλιά μέσα της.

Θα σας εκμυστηρευτώ κάτι τώρα: Αν τα δύο αυτά παιδιά γνώριζαν ο ένας τον άλλον, μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως θα ερωτεύονταν σφοδρά. Γιατί πραγματικά ο ένας για την άλλο ήταν αυτό ακριβώς που αναζητούσε, το χαμένο κομμάτι του παζλ.

Κι όμως, οι δυο τους δεν θα γνωριστούν ποτέ, και ας τους χωρίζει ένας όροφος μόνο. Και αυτό είναι το αστείο της ιστορίας! Ο φοιτητής κάποια στιγμή θα αλλάξει πόλη, και αφού περάσουν χρόνια μοναξιάς, θα τα φτιάξει κάποια στιγμή με μια κοπέλα. Θα διαπιστώσει πως η εξυπνάδα, η γλυκύτητα, η κατανόηση, το χιούμορ και τα μεγάλα, στητά βυζιά δύσκολα συνδυάζονται.

Ευτυχώς που υπάρχουν και οι τσόντες με τις χοντρές.

Η κοπέλα θα κάνει πολλές σχέσεις με πολλούς, η μία περισσότερο απογοητευτική από την άλλη - αν και στο ξεκίνημα κάθε σχέσης θα πείθει τον εαυτό της πως βρήκε τον ιδανικό. Κάποια μέρα θα χτυπήσει το βιολογικό της ρολόι, θα παντρευτεί και θα κάνει οικογένεια. Όχι γιατί βρήκε τον ιδανικό άντρα. Απλά γιατί χτύπησε το βιολογικό της ρολόι.






Σ' ένα άλλο διαμέρισμα ζει ένα ζευγάρι. Τα έχουν πέντε χρόνια και πήγαιναν όλα μέλι γάλα. Μέχρι που αποφάσισαν να συγκατοικήσουν. Τρεις μήνες ήταν αρκετοί για να πέσουν και οι δύο από τα σύννεφα. Οι καυγάδες έγιναν καθημερινότητα. Ένα σκυλάκι, που φροντίζουν από κοινού και οι δυο, συνιστά τον βασικό συνδετικό τους κρίκο σε αυτήν την φάση, το κύριο στοιχείο που συντηρεί τη σχέση τους. "Μα αν χωρίσουμε ποιός θα φροντίζει το σκυλάκι?". Και έτσι παραμένουν σε σχέση, με τα χίλια ζόρια. Φανταστείτε, αντί για σκυλάκι, να είχαν παιδί.

Κάνουν πάντως καλό σεξ, ακόμα και τώρα. Εκείνος την πηδάει και φαντασιώνεται πως πηδάει διάφορες γνωστές του, εδώ κι εκεί, με τις οποίες χρόνια τώρα έχει περιοριστεί σε μια "φιλική" απλά επαφή. Εκείνη κλείνει τα μάτια και σκέφτεται πως πάνω της είναι κάποιος άλλος, κάποιος άγνωστος, κάποιος που την ποθεί και την αγαπάει πραγματικά, περισσότερο από καθετί στον κόσμο.

Σκόρπια διαμερίσματα που ξεχειλίζουν ιστορίες. Αυτές είναι μόνο τρεις. Θα μπορούσα να σας πω δεκάδες. Και η νυχτόβια πεταλούδα συνεχίζει τις πτήσεις της, ανάμεσα σε γειτονιές και κτίρια.







Διάλειμμα



Thelonious Monk. Ωραίος τύπος. Από τους σημαντικότερους jazzmen, άνοιξε δρόμους εκεί πίσω, στην δεκαετία του 50. Συχνά χόρευε, ενώ έπαιζε πιάνο παράλληλα. Το όνομα του παραπέμπει σε καλόγερο, η μουσική του όμως θα κόλαζε ασύστολα καλόγριες, πλουμίζοντας το νου τους με απαγορευμένες εικόνες, διαπερνώντας τα οχυρά της φαντασίας τους με το υγρό πυρ του έρωτα.

Παίζει το κομμάτι "Misterioso", ενώ πληκτρολογώ αυτές τις λέξεις, ξεχειλίζουν οι παιχνιδιάρικες νότες του πιάνου. Σαν την πεταλούδα φίλη μας. Τι σημασία έχει αν τη νύχτα μοιάζει περισσότερο με νυχτερίδα? Τα φαινόμενα κάποιες φορές ίσως απατούν.







Στέγνωσε ο λαιμός μου. Σηκώνομαι από την θέση μου, αφήνω τον υπολογιστή, κατευθύνομαι στην κουζίνα. Ο πραγματικός εαυτός μου πίνει ένα ποτήρι νερό. Ο εικονικός καταφτάνει σ' ένα μπαρ... Ή μήπως συμβαίνει το αντίστροφο? Μήπως βρίσκομαι σ' ένα μπαρ, με το laptop αγκαλιά, γράφοντας αυτό το κείμενο, ενώ φαντάζομαι τον εαυτό μου να είναι σπίτι? Αναθεματισμένη πεταλούδα.

Βλέπω λοιπόν μπροστά μου το μπαράκι. Θα έρθεις μαζί μου? Αν ναι, δεν έχεις παρά να συνεχίσεις την ανάγνωση. Αν όχι, άφησε το. Γύρισε στις ασχολίες σου. Ένα κλικ αρκεί, και ο κόσμος μου θα αντικατασταθεί από πλήθος εικονικών φωνών, σχόλια σε κοινωνικά δίκτυα, likes και friend requests, ειδησεογραφικά site και τραγούδια στο youtube. Ένα κλικ και έχεις φύγει. Σαν ένα έσχατο "χωρίζουμε", γραμμένο στην άψυχη οθόνη ενός κινητού τηλεφώνου. Μια αποστασιοποιημένη λέξη ή φράση και τερματίζει μια επαφή χρόνων.

Πολλές σχέσεις έχουν σχήμα ρόμβου. Πέφτεις μέσα από το στενό στόμιο στην κορυφή, και η επαφή σας αρχίζει να πλαταίνει, να επεκτείνεται. Κάπου εκεί στη μέση έχει φτάσει στο πλατύτερο, το καλύτερο σημείο της. Και μετά, ενώ πας προς τα κάτω, αρχίζει να στενεύει πάλι. Ο χώρος όλο και περιορίζεται. Στο τέλος μία λέξη είναι αρκετή για να τα τερματίσει όλα. Για να βάλει την τελεία.

Κι όμως, ίσως γυρίσεις πάλι στα γνωστά λημέρια. Ρόμβοι ο ένας δίπλα στον άλλον. Γιατί μερικές φορές ακόμα και η τελεία δεν αρκεί. Χρειάζεται να μπει και η παύλα.







Το Μπαρ. Η Κοπέλα.



Εγώ πάντως συνεχίζω. Ένα ζεστό, κίτρινο φως, διαφαίνεται από το παράθυρο του μπαρ. Πάντα αγαπούσα τα κίτρινα φώτα, μου ξυπνάνε γλυκές αναμνήσεις, μου αποπνέουν ζεστασιά. Τα λευκά είναι εκείνα που σιχαίνομαι, φώτα χλωμά, νεκρικά, άρρωστα. Φώτα ιατρείων  - ή εκείνων των λαμπτήρων γύρω από τους οποίους μαζεύονται τα έντομα. Εκείνους που τα σκοτώνουν. Μπζιτ, μπζιτ, και η πτήση του μεμιάς τελειώνει. Το φως στην άκρη του τούνελ. Το ζουζούνι τρέχει ενθουσιασμένο καταπάνω του, αγνοώντας πως εκεί βρίσκεται το τέλος. Μπζιτ.

Μερικές φορές το σκοτάδι είναι καλύτερο.

Ανοίγω την πόρτα. Με κατακλύζει ο ήχος από το σαξόφωνο - πρέπει να υπάρχει ένα σαξόφωνο, το ξέρεις πως πρέπει. Στο είχα πει εξάλλου πως θα υπάρξει. Ξύλινα τραπέζια, χαμηλωμένο φως, ζεστασιά - το ιδανικό νυχτερινό μπαρ. Στη γωνία κάπου κάθεται ένας τύπος, πλάτη γυρισμένη, πίνει το ποτό του. Ο κλασικός τύπος που πίνει το ποτό του με την πλάτη γυρισμένη, ξέρεις. Ο ίδιος που βλέπουμε παντού, σε βιβλία και ταινίες, και ποτέ δεν μαθαίνουμε ποιός είναι. Ο άγνωστος ήρωας των μπαρ. Είναι πάντα εκεί. Θα ήθελες μια φορά να τον πλησιάσεις, να τον κεράσεις, να του πεις μια καλησπέρα επιτέλους. Να σκορπίσεις την ανωνυμία του στους πέντε ανέμους, να γίνει μια φορά κι αυτός μέρος του πρωτοσέλιδου και όχι τα άρθρα εκείνα που πάντα προσπερνάς. Γιατί πρέπει πάντα να υπάρχουν και εκείνα τα άρθρα, ως γνωστόν, κάθε φορά που φυλλομετράς ένα έντυπο.

Η ματιά είναι επιλεκτική. Βλέπουμε εκείνα που θέλουμε να δούμε από πριν. Τα υπόλοιπα είναι απλά θόρυβος, χιόνια στην οθόνη μιας παλιάς τηλεόρασης, μηνύματα χωρίς αποδέκτη. Η γνώση είναι επιλεκτική. Γνωρίζουμε εκείνο που θέλουμε να μάθουμε.






Αράζω στο μπαρ. Βγάζω το καπέλο - γιατί, πρέπει να φοράω ένα καπέλο, το ξέρεις πως πρέπει -, το αφήνω δίπλα μου. Με πλησιάζει η κοπέλα που δουλεύει στο μπαρ. Χαμογελάει. Λευκή ημισέληνος το στόμα της, σκορπίζει λάμψη στο ημίφως. Ή μήπως είναι το ζεστό της βλέμμα? Ο βασικός τρόπος να διαπιστώσεις αν κάποιος χαμογελάει επιτηδευμένα ή όχι, είναι να κοιτάξεις τα μάτια του. Όταν τα μάτια μισοκλείνουν, το χαμόγελο είναι πηγαίο, αυθεντικό. Όταν τα μάτια παραμένουν στο κανονικό τους σχήμα, το χαμόγελο είναι ψεύτικο.

"Τι θα πάρεις?", με ρωτάει.

"Φέρε κάτι καλό", απαντώ. "Το αφήνω σε σένα".

Υπάρχουν οι γυναίκες που τους αρέσει όταν τις αφήνεις να παίρνουν πρωτοβουλίες σε τέτοια, μικροσκοπικά, φαινομενικά ασήμαντα θέματα. Υπάρχουν και κείνες που σκέφτονται αλλιώς. Αν πάτε σε μια καφετέρια μαζί, θέλουν να τις κατευθύνεις αποφασιστικά στο τραπέζι της επιλογής σου. Αν τις ρωτήσεις που προτιμούν οι ίδιες να καθίσουν, θα σκεφτούν πως δεν παίρνεις πολλές πρωτοβουλίες και τα περιμένεις όλα από κείνες.

Μπζιτ, έκανε το μυγάκι, καθώς έπεφτε στο φως. Ή μήπως είναι εκείνη η πεταλούδα? Ελπίζω να μην συμβαίνει το δεύτερο. Μερικές φορές το σκοτάδι είναι καλύτερο. Η αλήθεια δεν είναι πάντα επώδυνη. Ενίοτε είναι απλά βλακώδης. Όμως ακόμα και η μεγαλύτερη βλακεία μπορεί να υποδυθεί έναν μανδύα καθωσπρεπισμού και άποψης - όλα για το φαίνεσθαι.

Η κοπέλα στο μπαρ στρέφει την πλάτη της σε μένα, για να ετοιμάσει το ποτό. Το βλέμμα μου μεμιάς πάει στον κώλο της. Στρογγυλός, καλοσχηματισμένος. Αναδεικνύεται σωστά από το παντελόνι. Οι ωραιότερες οροσειρές του κόσμου και το στενό φαράγγι ανάμεσα τους. Το βουνό που θες να κατακτήσεις, να μπήξεις τη σημαία σου. Νιώθω μια σχετική έξαψη μέσα μου. Μαθημένο από νεαρή ηλικία αντανακλαστικό, να παρατηρείς τον κώλο μιας γυναίκας όταν εκείνη στρέφει την πλάτη της σε σένα. Ενώ περπατάει μπροστά σου, στον δρόμο. Ενώ σκύβει στην αγορά, για να αρπάξει εκείνο το ζουμερό φρούτο από τον πάγκο. "Να σας βοηθήσω μαντάμ?", "Ω, σας ευχαριστώ πολύ, ω". "Δεν κάνει τίποτα". Και με τα στιβαρά σου χέρια αγκιστρώνεις με αποφασιστικότητα το φρούτο, το ζουμερό της φρούτο.

Το γνωρίζουν οι περισσότερες, ήδη από μικρές. Πως τις κοιτάζεις. Μαθαίνουν έτσι. Πως τις φυλλομετράς με το βλέμμα σου. Ένα δευτερόλεπτο αρκεί, μια ματιά σου μόνο. Καταλαβαίνουν. Γνωρίζουν πως εκπέμπουν ερωτισμό, ακόμα και αν το αρνούνται. Περπατάνε μπροστά σου στον δρόμο, νιώθουν την παρουσία σου. Εσύ τις προσπερνάς σε κάποια φάση, ένας ακόμα κώλος στην ανωνυμία των κώλων της μεγάλης πόλης. "Θέλω να με αγαπάς γι' αυτό που είμαι! Για τα συναισθήματα μου, για τις σκέψεις μου, για τις ιδέες μου!". Σ' αγαπάω. Μα το πρώτο πράγμα που κοίταξα σε σένα μόλις έστρεψες την πλάτη σου, ήταν τα οπίσθια σου. Στη βάση των οποίων ανορθώθηκαν μετά, σαν κτίριο σε οικοδομή, οι ιδέες και οι απόψεις.






H κοπέλα αφήνει το ποτό στον πάγκο. Πίνω, μου αρέσει. Την κοιτάζω, χαμογελάει. "Λοιπόν? Τι έχεις να μου πεις?", με ρωτάει.

"Ωραίο είναι το ποτό, μπράβο".

"Το ξέρω πως είναι ωραίο, δεν εννοώ αυτό όμως. Τι έχεις να μου πεις? Θες να μου μιλήσεις, σωστά?", αποκρίνεται, ενώ το χαμόγελο πεταρίζει στο βλέμμα της. Έξυπνα μάτια, μάτια γυναίκας που γνωρίζει.

Όντως θέλω να της μιλήσω. Στο κάτω κάτω, βρισκόμαστε σε μια εικονική πραγματικότητα. Μόνο σε γραπτά και σε ταινίες πηγαίνεις μόνος σ' ένα μπαρ, αργά τη νύχτα, και πιάνεις γνωριμίες με μια όμορφη barwoman. Κι αυτά ενώ το σαξόφωνο συνεχίζει να αντηχεί μες στο ημίφως, νότες θαμμένες στους καπνούς. Θέλω να της μιλήσω, να της ανοίξω την ψυχή μου. Θέλω να ρουφήξει όσα έχω να της πω. Και μετά θέλω να μου το ανταποδώσει. Να μου ανοίξει την πόρτα για την καρδιά της και την πόρτα για το σώμα της. Πάνω στον πάγκο, δίπλα στα ποτά. Να πηδηχτούμε ως την ανατολή του ήλιου. Xωρίς χθες, δίχως αύριο, καμία συνέπεια, κανένα παρεπόμενο. Να πηδηχτείς με έναν τύπο που μόλις γνώρισες, γιατί έτσι. Κανείς δεν θα σκεφτεί κάτι αρνητικό για σένα, κανείς δεν θα σε κρίνει. Γιατί υπάρχεις μόνο ως χαρακτήρας ενός κειμένου. Υπάρχεις μόνο μέσα από τα μάτια μου. Για μια νύχτα μόνο θα γίνεις η αχόρταγη για σεξ πουτάνα που πάντα ήθελες να είσαι.






"Τι θέλεις να σου πω?", ρωτάω, πίνοντας μια γουλιά ακόμα. Υπέροχο ποτό.

"Χμ. Κάτι χαρούμενο, για αλλαγή. Κάτι που συνέβη πρόσφατα και σου σκόρπισε χαμόγελα".

Με αιφνιδίασε η απάντηση της. Δεν έχω προετοιμάσει τίποτα χαρούμενο να πω. Και τη στιγμή αυτή που γράφω, δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι τέτοιο. Κάτι χαρούμενο? Δεν ταιριάζει και με την ατμόσφαιρα εξάλλου. Εδώ είναι το σημείο που πιάνουμε τις μοιραίες συζητήσεις και τις βαθιές φιλοσοφίες, δεν είναι ώρα για χαζοχαρούμενες κουβέντες. Τι χαρούμενο θα μπορούσα να αναφέρω? Τι μου σκόρπισε πολλά χαμόγελα πρόσφατα?

Α ναι. Κάτι θυμήθηκα.



Ο Miles γυρίζει τον Γαλαξία με Ωτοστόπ



"Διαβάζω το "The Hitchiker's Guide to The Galaxy", του Douglas Adams. Ίσως το θρυλικότερο βιβλίο-παρωδία Επιστημονικής Φαντασίας που έχει γραφτεί ποτέ, ένα ξεκαρδιστικό και πανέξυπνο συνάμα έργο και σίγουρα ένα από τα πιο ξεκαρδιστικά βιβλία έχω διαβάσει μέχρι σήμερα. Σκέψου πως ξεκινάει με την συντέλεια του κόσμου και την ανατίναξη της Γης στον αέρα, και παίρνεις μια ιδέα για το πόσο ανατρεπτικό μπορεί να είναι.

Ένα βιβλίο το οποίο ανάμεσα σε άλλα αποκαλύπτει πως οι άνθρωποι δεν είναι παρά τα πειραματόζωα των ινδικών χοιριδίων - και όχι το αντίστροφο, όπως μας έκαναν τόσους αιώνες να νομίζουμε, συμπεριλαμβάνει στους βασικούς του χαρακτήρες ένα ρομπότ που πάσχει από μανιοκατάθλιψη (το θρυλικό "Paranoid Android", για το οποίο έγραψαν και το γνωστό τους τραγούδι οι Radiohead), τονίζει πως κάπου εκεί έξω υπάρχει ένας πλανήτης που κατοικείται μόνο από στυλό, ενώ φανερώνει την ίδια την απάντηση στο Μεγάλο Ερώτημα, σχετικά με το νόημα της ζωής και όλα αυτά. Και η απάντηση αυτή είναι ο αριθμός σαράντα δύο."

Έχω πιάσει τον εαυτό μου να χαζογελάω μόνος μου. Η κοπέλα γνέφει με επιδοκιμασία. "Ναι, πασίγνωστο βιβλίο, μου κάνει εντύπωση που δεν το είχες ξεκινήσει τόσο καιρό - αλλά ποτέ δεν είναι αργά!"

Πίνω μια γουλιά ακόμα από το ποτό. Πίσω μου τώρα αντηχεί μια τρομπέτα. Θυμίζει Miles Davis, εκείνα τα παλιά του. Μήπως απλά παίζει το τραγούδι στον υπολογιστή μου, ενώ γράφω αυτό το κείμενο? Το κομμάτι λέγεται "Dear Old Stockholm". Και ενώ αφήνομαι στους φευγάτους, ταξιδιάρικους ρυθμούς του, οι καπνοί γύρω φουντώνουν, ενώ τα φώτα αχνοφέγγουν, λες και στενάζουν από ικανοποίηση.

Η νύχτα συνεχίζει ακάθεκτη να υφαίνει το μυστήριο πέπλο της.








Λέξεις Κλουβιά



"Τώρα μπορώ να σου μιλήσω για εκείνα που ήθελα εξαρχής?", ρωτάω την τύπισσα.

Συνειδητοποιώ εκείνη τη στιγμή πως δεν γνωρίζω το όνομα της. Τι σημασία έχει όμως. Τα ονόματα συχνά παραπλανούν. Mας παγιδεύουν στο αποκρυσταλλωμένο νόημα τους. Κάποιες φορές οι σημασίες γυρεύουν να δραπετεύσουν, σαν τα πουλιά μες στο κλουβί, οι λέξεις όμως τις κρατάνε περιορισμένες, πίσω από τα κάγκελα. Ψάχνουμε την κατάλληλη λέξη για να εκφράσουμε κάτι και καταλήγουμε σε έναν αναγκαίο συμβιβασμό με κάποιο όνομα που δεν σημαίνει εκείνο ακριβώς που εννοούμε, είναι όμως ό,τι πλησιέστερο έχει δώσει η γλώσσα μας σε αυτό ως τώρα. Ενίοτε η ίδια η λέξη μας αποπροσανατολίζει, η σημασία της δραπετεύει και αποκτά δική της ύπαρξη, αυτόνομη, και μεις τρέχουμε ξωπίσω της, προσπαθώντας να την πιάσουμε, να γίνουμε κύριος, κάτοχος της.

Σαν τις πεταλούδες. Να τες πάλι. Όλο και εμφανίζονται, αν και δεν είχα τέτοια πρόθεση αρχικά. Λοιπόν, άλλοτε οι λέξεις πετάνε σαν πεταλούδες και μεις τρέχουμε ξωπίσω τους. Άλλοτε σέρνονται βαριά στο έδαφος, σαν κάμπιες, και μας ποδοπατάνε. Μας κατευθύνουν στα δικά τους νοήματα και έχουμε την ψευδαίσθηση πως ασκούμε κάποια μορφή ελέγχου πάνω τους.

"Παντού, όπου οι αρχαίοι άνθρωποι έβαζαν μια λέξη, πίστευαν πως είχαν κάνει μια ανακάλυψη. Πόσο διαφορετικά είναι όμως τα πράγματα! Έθιγαν ένα πρόβλημα, και ενώ φαντάζονταν πως το είχαν λύσει, είχαν δημιουργήσει ένα εμπόδιο στην λύση του. Τώρα, σε κάθε γνώση είναι υποχρεωμένος να σκοντάφτει κανείς σε σκληρές σαν πέτρα και διαιωνισμένες λέξεις, και θα σπάσει πρώτα ένα πόδι, παρά μια λέξη" (Φρίντριχ Νίτσε, από την "Χαραυγή").

Ο κόσμος μας είναι η γλώσσα μας. H νοημοσύνη και η φαντασία, oι απαρχές και τα όρια μας. Σε κάνει να αναρωτιέσαι: τι κόσμος είναι εκείνος του διαδικτύου και των συντομευμένων εκφράσεων του? Lol, rofl, brb, bb, wtf, tldr, +1, +2, emoticon smile, emoticon sad, thumbs up, thumbs down, like, ksereis pos dn s eipa afto pou nomizeis ego su eipa pos sagapo k to ennoo.

Μια γουλιά ακόμα απ' το ποτό. Ωραίο είναι. Υπάρχουν ποτά που μεθάς με μια γουλιά? Υπάρχουν λέξεις που μένουν μέσα σου για πάντα?






Η κοπέλα με κοιτάζει. "Ξέρεις τι σημαίνει η φράση Σ' αγαπώ?", με ρωτάει.

Τι παράξενη ερώτηση. Εδώ που τα λέμε, τα πάντα είναι παράξενα απόψε. Τίποτα δεν θα πρεπε να μου κάνει εντύπωση. Κάνω νόημα στην κοπέλα πως αγνοώ τη σημασία της, είμαι περίεργος να δω τι έχει να μου πει.

"Λες σε κάποιον "σ' αγαπώ", αλλά αυτό που εννοείς κατά βάθος είναι "αγάπησε με".

Στο βάθος αντηχεί το πιάνο. Ρυθμοί cool jazz. Είδος που αναπτύχθηκε πρώτη φορά στα τέλη της δεκαετίας του '40. Ασπρόμαυρες ταινίες μυστηρίου, φιλμ νουάρ. Καιρό έχω να δω κάτι αντίστοιχο. Σκέφτομαι πως μου έχουν λείψει τα έργα του Χίτσκοκ. Έχω πει από καιρό πως θέλω να δω τα άπαντα του, αλλά το αναβάλλω συνεχώς. Υποθέτω θα το κάνω, κάποια στιγμή κι αυτό.

"Μερικές φορές μπορεί και να ισχύει αυτό που λες", απαντάω στην κοπέλα, μετά από κάποια σκέψη. "Δε νομίζω όμως πως συμβαίνει πάντα. Κάποιες φορές η λέξη απλά σημαίνει αυτό που δείχνει να σημαίνει, τίποτα περισσότερο. Σ' αγαπώ. Νιώθω για σένα αγάπη και σου το εκφράζω, έτσι απλά"... Ομολογουμένως με προβλημάτισε αυτό που είπε, για ένα-δυο λεπτά το σκέφτηκα. Μετά όμως συλλογίστηκα πως κάποια άτομα τα αγαπούμε χωρίς να γυρεύουμε τίποτα ως ανταπόδοση, απλά και μόνο γιατί υπάρχουν στη ζωή μας.

Θα νιώθαμε αγάπη όμως για τα συγκεκριμένα άτομα αν δεν μας την ανταπέδιδαν ήδη, με τον τρόπο τους?... Θα αγαπούσαμε το ίδιο αν δεν εισπράτταμε πίσω το αίσθημα?

Πανάθεμα σε, προβληματίστηκα τώρα. Πίνω άλλη μια γουλιά και διαπιστώνω πως το ποτήρι αδειάζει. Η μουσική πίσω έπαψε για λίγο να αντηχεί. Ακούω τις φωνές των μουσικών να συζητάνε μεταξύ για το κομμάτι που θα παίξουν μετά και συνειδητοποιώ πως υπάρχει κανονική live μπάντα στο μπαρ. Τζαμάρισμα. Ομαδικό όργιο δίχως σεξ. Ο τύπος με την γυρισμένη πλάτη στη γωνία στέκεται ακόμα εκεί, στο τραπέζι, με το βλέμμα του χαμηλωμένο. Για κάποιον λόγο δεν επιθυμώ να με κοιτάξει. Μείνε στις σκιές. Ίσως χαθεί αν πέσει πάνω του το φως.

"Η ερωτική αγάπη τις περισσότερες φορές δεν είναι παρά κατοχή", ακούω την κοπέλα να λέει. "Αναγκαία και επιθυμητή κατοχή βέβαια, ωστόσο αφαίρεσε το στοιχείο της εγωιστικής αυτο-ικανοποίησης από μέσα της και χάνεται ένα μεγάλο μέρος του αρχικού ενθουσιασμού. Στην πορεία είναι πιθανό να ενισχυθούν τα συναισθήματα αμοιβαιότητας, ανιδιοτέλειας και αυταπάρνησης, ωστόσο κάτι τέτοια χτίζονται - δεν υπάρχουν εξαρχής".

"Μάλιστα. Γιατί μου τα λες αυτά?", ρωτάω. Με ξενέρωσε. Γίνεται απλά να πάμε να γαμηθούμε ξέρω γω? Στο κάτω κάτω, όλα αυτά δεν είναι παρά μια φαντασίωση.






Αντρίκειες Κουβέντες: Πολιτική



Με κάρφωσε με το βλέμμα της. "Μίλησε μου. Πες μου κάτι για σένα. Θέλω αντρίκειες κουβέντες! Θέλω να μου μιλήσεις λες και μιλάς στον κολλητό σου. Τι συζητάτε εσείς οι άντρες? Πολιτική... μπάλα... αμάξια και γυναίκες, σωστά? Μίλα μου λοιπόν γι' αυτά!"

"Δε θεωρώ τον εαυτό μου τυπικό παράδειγμα του μέσου άντρα...", αποκρίνομαι. Ίσως ακούγομαι υπερφίαλος με σχόλια σαν αυτό. Ωστόσο, στην εποχή της γενικευμένης κατάθλιψης, κι ενώ η χαμηλή αυτοεκτίμηση έχει γίνει σημαία της ανώνυμης πλειοψηφίας, ε, ας υπάρχουμε κάποιοι που τη βρίσκουμε με ορισμένες μας πτυχές και με εκείνα τα στοιχεία που μας κάνουν διαφορετικούς από το σύνολο. Υπάρχουν, τι να κάνουμε. Είναι γεγονός εξάλλου πως αυστηρότερος κριτής του εαυτού μου δεν υφίσταται άλλος, πέρα από μένα τον ίδιο...

Ας μιλήσω για πολιτική λοιπόν.

"Πολιτική. Το κακοποιημένο μπάσταρδο της συλλογικής επιθυμίας να διαχειριστούμε τη ζωή μας. Η πνευματώδης, γοητευτική εταίρα που όλοι θέλουν να γευτούν. Η τίγρης που έγινε νούμερο σε τσίρκο. Το χιλιοπαιγμένο εκείνο τραγούδι που κάθε μπάντα διασκευάζει. Η καρτ ποστάλ με θέα εξωτικούς προορισμούς, στον πάγκο του μανάβικου, δίπλα στο ληγμένο γάλα. Ή στο ράφι κάποιου σούπερ μάρκετ, πλάι στην πινακίδα "καλύτερες προσφορές στην καλύτερη τιμή".

Η πολιτική έχει λάβει μια εντελώς διαστρεβλωμένη σημασία, ταυτιζόμενη με τα κόμματα και τους ανθρώπους που έκαναν επάγγελμα κάτι που άλλοτε, για μικρό διάστημα έστω, είχε φτάσει να ταυτίζεται με τον λαό. Η έννοια του πολίτη έχει παραχωρήσει τη θέση της σε εκείνη του αγανακτισμένου. Συμμετέχω στα κοινά σημαίνει γκρινιάζω για τους πάντες και τα πάντα. Ο μέσος Έλληνας δε σκέφτεται με το μυαλό, μα με το δάχτυλο, που σαν εξαρτημένο αντανακλαστικό τεντώνεται και δείχνει αριστερά και δεξιά, επιρρίπτοντας παντού ευθύνες - εκτός από τον εαυτό του. Η πολιτική του σκέψη φτάνει ως το επίπεδο της κούφιας επιχειρηματολογίας, γύρω από το αν ο τάδε πολιτικός αρχηγός είναι ικανότερος από τον άλλον. Όσο οι αριστεροί αποπειρώνται να εξοβελίσουν ο ένας τον άλλον από το πολιτικό παιχνίδι και να αναδείξουν τους εαυτούς τους ως τους ηγέτες της Μεγάλης Επανάστασης, όσο τα γκρίζα κι άχρωμα ιδεολογικά "κεντρώα" κόμματα παραχωρούν ψυχή και σώμα στον ιερό βωμό του χρήματος και της στεγνής κεφαλαιοκρατικής διαχείρισης, όσο η κρίση ενισχύεται, άλλο τόσο φουντώνει ο πιθηκισμός του νεοφασισμού.

Είμαι διχασμένος. Η ρομαντική πλευρά μου πάντα ονειρευόταν τη στιγμή εκείνη που οι λαοί του κόσμου θα ξυπνούσαν και θα έπαιρναν την κατάσταση στα χέρια τους. Η κυνική πλευρά μου αντικρίζει την γενικευμένη ηλιθιότητα του κόσμου γύρω και εγκαταλείπει κάθε προσπάθεια. Σε τελική ανάλυση, το δέντρο μπορεί να απλώσει δεκάδες, εκατοντάδες κλαδιά, όλα όμως ξεκίνησαν από λίγους μόνο σπόρους. Λίγοι είναι εκείνοι που κάνουν την διαφορά, ωστόσο είμαι αισιόδοξος πως οι λίγοι θα συνεχίζουν να υπάρχουν. Ποιός ξέρει, ίσως κάποτε πληθύνουν. Τα πάντα πηγάζουν από την παιδεία".

Σιωπή. Την κοιτάζω. Το πιάνο πίσω ξεκίνησε πάλι και παίζει έναν ζωηρό ρυθμό. Παιχνιδιάρικα πλήκτρα, λευκά και μαύρα άλογα που καλπάζουν στην ακροθαλασσιά. "Σε κάλυψαν τα λόγια μου?", ρωτάω. Μικρή σιωπή. Ομολογώ έχω αγωνία για την απάντηση της. Για κάποιον άγνωστο λόγο, θέλω την έγκριση της, τον θαυμασμό της. Να μου πει πόσο όμορφα τα λέω.

"Και με το παραπάνω", απαντάει. Το χαμόγελο της επιβεβαιώνει πως κατάλαβε την σκέψη μου.






Γυναίκες



"Δεν ασχολείσαι λοιπόν με εκείνα τα κλασικά θέματα που απασχολούν τους άντρες στην πλειοψηφία τους? Αμάξια, ποδόσφαιρο, γυναίκες και όλα αυτά?"

"Με μπάλα και σπορ ασχολούμαι λίγο, ανά διαστήματα. Για να χαλαρώσω όμως, όχι για να φανατιστώ. Τι με νοιάζει εμένα αν ο τάδε επιχειρηματικός όμιλος (το λένε και: "ομάδα") πήρε το πρωτάθλημα και κέρδισαν μερικά επιπλέον εκατομμύρια οι παίχτες του. Τι σημασία έχει για την ζωή μου. Με αμάξια πάλι, ομολογώ, δεν ξέρω τι μου γίνεται".

"Ε, τότε με τους κολλητούς σου θα συζητάτε με τις ώρες για γυναίκες!", μου λέει, ένα χαμόγελο ικανοποίησης ζωγραφισμένο πάνω της. Πανάθεμα την, είναι όμορφη. Τα μάτια της, το πρόσωπο της. Και το βλέμμα της αποπνέει εξυπνάδα. Τώρα που το σκέφτομαι, δε θα μπορούσε παρά μια πραγματικά υπέροχη γυναίκα να συμμετέχει σε αυτήν την γραπτή φαντασίωση μου. Η τέλεια γυναίκα. Εκείνη που θα περπατήσεις μαζί της στην ακροθαλασσιά, και το θέαμα των γυμνών ποδιών της και του ελαφρά ανασηκωμένου φουστανιού της, ενώ βυθίζει γελώντας τις πατούσες της στην άμμο, το θέαμα αυτό είναι το ωραιότερο που έχεις δει ποτέ.

Ξέρετε ποιά γυναίκα είναι η καλύτερη, η πιο υπέροχη απ' όλες? Εκείνη που συνδυάζει τρεις ικανές αρετές, και μια αναγκαία τελική συνθήκη. Οι τρεις αρετές είναι: σεξουαλικότητα/ομορφιά, εξυπνάδα και όμορφο, βαθιά όμορφο κι ευγενικό χαρακτήρα.

Η τελική αναγκαία συνθήκη είναι να είναι διατεθειμένη να μοιραστεί αυτές τις αρετές της μαζί σου.






Μία γάτα περπατάει στο πιάνο. Λαμπερό τρίχωμα, αθόρυβο βάδισμα, μάτια που αντανακλούν τη λάμψη απ' τα ποτά. Πριν η γάτα στον δρόμο, τώρα αυτή. Δεν είναι τυχαίο. Το γατάκι πηδάει στην σκηνή, παίζει κυνηγώντας την ουρά του, οι μουσικοί γελούν, μια εύθυμη νότα πετάγεται απ' το μπάσο. Η γατούλα αράζει στο πλάι, σε κοιτάζει με νόημα. Προκλητικά. Ανοιγοκλείνει τα μάτια της, τεντώνεται. Αν ήμουν γάτος δεν θα μπορούσα να αντισταθώ. Θέλει όμως να κοιτάζεις αυτήν και καμία άλλη. Η γάτα μεγάλωσε πια, ωρίμασε. Αράζει στον πάγκο πάνω, με τα γατάκια της τριγύρω, ενώ αναπολεί τα περασμένα. Σκέφτεται πως ήταν μια τρελόγατα. Γλείφεται με ικανοποίηση.

"Μπορώ να σου πω διάφορα σχετικά με γυναίκες. Αλλά δεν ξέρω αν θέλω να μοιραστώ αυτές τις σκέψεις μου μαζί σου".

"Γιατί? Εγώ θέλω να μου τα πεις όλα...", λέει η Γάτα πίσω από το μπαρ, με την απαλή, παιχνιδιάρικη φωνή της.

Τι να πω για τις γυναίκες που να μην έχω ήδη πει κατά καιρούς. Τα όμορφα προτιμώ να τα κρατώ για τον εαυτό μου. Ούτε θέλω να γκρινιάξω για όσα τυχόν με πλήγωσαν.

Κάτι σκέφτηκα.






Ξεθωριασμένες αναμνήσεις



"Είχα γνωρίσει πριν πολλά χρόνια, φοιτητής, μια κοπέλα σ' ένα πάρτυ. Όμορφο κορίτσι, η πιο εντυπωσιακή παρουσία εκεί μέσα. Είχαμε πιάσει την κουβέντα. Μου έλεγε πως έχει θέμα με το βάρος της, προσπαθεί να ελέγχει όσο μπορεί την διατροφή της και της είχε γίνει εμμονή. Θεωρούσε τον εαυτό της παχουλό. Την κοιτούσα. Κορμάρα, από πάνω μέχρι κάτω. Από τις κοπέλες της βραδιάς η ομορφότερη. Απορούσα. Μα πως είναι δυνατόν να σκέφτεται τέτοια πράγματα?

Μου άρεσε. Σε κάποια φάση της λέω "προσωπικά εγώ πάντως θεωρώ πως είσαι μια χαρά, αν θες να ξέρεις". Το είπα με καλή διάθεση, ίσως λίγο ντροπαλά. Η ίδια όμως αντέδρασε ψυχρά. Σα να έβαλε ένα αόρατο "τικ" σε κάποια υποσημείωση στην άκρη της σκέψης της. Στην πορεία της νύχτας δε θυμάμαι να μιλήσαμε άλλο. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί μπορεί να ενοχλήθηκε. Είπα μήπως κάτι που δεν έπρεπε?

Τώρα, χρόνια μετά, σκέφτομαι το περιστατικό και αναθεωρώ: Έπρεπε να σε είχα πει σκατόχοντρη, γαμημένο φαλαινοθηρικό της κακιάς ώρας. Ποιός ξέρει, μπορεί και να σε πηδούσα το ίδιο βράδυ κιόλας.

"Αυτό", είπα, λίγο αγανακτισμένος. "Βάλε μου ένα ποτό ακόμα".






Η τύπισσα άδειασε με ζέση στο ποτήρι μου. Tι ώρα να έχει πάει άραγε. Τα παράθυρα του μπαρ έχουν τα παντζούρια κατεβασμένα. Θα μπορούσε να έχει ξημερώσει. Ποιός ξέρει, ίσως να έχουν περάσει μέρες και μέρες. Τι σημασία έχει ο χρόνος εδώ μέσα. Η μεγαλύτερη ψευδαίσθηση απ' όλες. Ένα κείμενο που είναι γραμμένο σε σκόρπια διαστήματα, το οποίο αναφέρεται σ' ένα φανταστικό μέρος, συμπεριλαμβάνοντας φανταστικά πρόσωπα, εξιστορώντας ορισμένα αληθινά περιστατικά και σκέψεις, ενώ εσύ διαβάζεις κάποια άσχετη στιγμή και γίνεται έτσι τμήμα του δικού σου, προσωπικού χρόνου.

Η μεγαλύτερη ψευδαίσθηση απ' όλες.

Η πεταλούδα γυρνάει εδώ κι εκεί. Η γάτα κάνει το νυχτερινό της μπάνιο, γλύφει με ικανοποίηση την γούνα της.

Σκεφτείτε οι άνθρωποι να κάναμε μπάνιο όπως οι γάτες. Γλείφοντας τον εαυτό μας. Καλύτερα να γλείφεις τον εαυτό σου, τώρα που το σκέφτομαι, παρά να γλείφεις τον προιστάμενο για να πετύχεις την εύνοια του, ή έναν καθηγητή για να σε περάσει στο μάθημα. Σαν κοινωνία γλείφουμε πολύ, μα δεν γλείφουμε σωστά.

Θα χε πλάκα να μυρίζαμε ο ένας τον άλλο εξάλλου, όπως τα σκυλιά. "Καλησπέρα σας δεσποινίδα Ειρήνη". "Ω, καλησπέρα σας κύριε Γιώργο! Τι ωραία μέρα σήμερα". "Πράγματι, ο ήλιος λάμπει". Και αυτά ενώ έχουν σκύψει και μυρίζουν ο ένας τον άλλον στα πισινά του.

Η μπάντα παίζει ακόμα. Θα ήθελα για αλλαγή να δω λίγο κόσμο μες στο μπαρ. Κάποιο live. Tom Waits πάνω στη σκηνή, ο κόσμος κάτω να γελά με τα ευφυολογήματα του, να ταξιδεύει με τις μελωδίες του. Και γω να αράζω και να τον απολαμβάνω. Και συ το ίδιο μαζί μου.








The Night Goes On - and so does the Booze



Κοιτάζω την κοπέλα. Όσο αδειάζεις το ποτό σου στο ποτήρι μου, τόσο επιθυμώ να αδειάσω την ψυχή μου στην δική σου.

"Θες να μου πεις κάτι για σένα, έτσι για αλλαγή?", τη ρωτάω. "Τις απόψεις σου, τα βιώματα σου. Τι σου αρέσει, τι σε ενοχλεί. Τι σε εξιτάρει. Κάτι. Θέλω να μάθω για σένα. Θέλω να σε γνωρίσω... Θέλω να μάθω ποιά είσαι σε τελική ανάλυση."

Χαμογελάει. "Είναι δική σου η βραδιά απόψε φίλε, δικό σου το ποτό, δικά σου τα λόγια. Και το ξέρεις. Ο ρόλος μου τώρα είναι απλά να σε ακούσω. Να σε συμπληρώσω. Αυτό επιθυμείς. Άφησε τα λόγια σου ελεύθερα. Είσαι ο χείμαρρος και εγώ σαν τον κόλπο σε υποδέχομαι. Πες ό,τι σου κατέβει και απόλαυσε το..."

Λένε πως οι άντρες είμαστε καράβια που μας σέρνουν τα θηλυκά ξωπίσω τους. Στην πραγματικότητα όμως κανένα καράβι δεν επιθυμεί να σέρνεται. Να ξαποστάσει σ' έναν όρμο γυρεύει, σε κάποιο λιμανάκι. Για λίγο έστω. Να ανεφοδιαστεί με τις απαραίτητες προμήθειες, και μετά να συνεχίσει τον δρόμο του. Την δική του πορεία, στο άγνωστο το πέλαγος.

Και ίσως κάποτε φτάσει στην δική του την Ιθάκη.






"Το περασμένο καλοκαίρι, στο camping, γνώρισα δυο αδερφές", είπα. "Φοιτήτριες. Η μικρότερη έδειχνε ιδιαίτερα ντροπαλή και μαζεμένη. Έμοιαζε άβγαλτη κοπέλα. Ως συνήθως, τα φαινόμενα απατούν. Η μεγαλύτερη ήταν πιο άνετη, αν και επέλεγε προσεκτικά τα λόγια της.

Ένα βράδυ με την μεγαλύτερη μιλούσαμε αρκετή ώρα, για πολλά και διάφορα θέματα. Σε κάποια φάση την ρωτάω αν βρίσκεται σε σχέση. Μου λέει ναι, χωρίς να μιλήσει περισσότερο για το θέμα. Είπαμε κάτι άσχετο μετά. Σκέφτηκα τότε πως αν δεν την ρωτούσα ο ίδιος στα ίσια, πιθανό να μη μου έλεγε τίποτα.

Υπάρχουν ορισμένες κοπέλες που ακόμα και αν τις προσεγγίζεις, δεν θα σου αποκαλύψουν πως βρίσκονται σε σχέση. Και εδώ δεν αναφέρομαι σε προσεγγίσεις της μιας νύχτας. Μπορεί να έχετε καιρό επαφή και να μην έχεις ιδέα. Ίσως επιλέξουν να σου ανοιχτούν για ένα κάρο θέματα, προσωπικά δικά τους, ίσως και να σου μιλήσουν για περασμένες σχέσεις τους. Ωστόσο το απλό γεγονός πως επί του παρόντος είναι δεσμευμένες δεν θα σου το φανερώσουν - εκτός αν τις ρωτήσεις ο ίδιος στα ίσια.

Αντίθετα, θα σου μεταδώσουν την αίσθηση πως είναι ελεύθερες. Και εσύ πιθανό να το προχωρήσεις παραπέρα, γιατί αυτήν την εικόνα έχεις. Και ίσως μόνο, την τελευταία πια στιγμή, όταν το πράγμα έχει αρχίσει να ξεφεύγει, όταν έχεις πια κάνει την κίνηση σου, να σου πουν "ξέρεις, είμαι σε σχέση". Μόνο όταν έχεις εκδηλωθεί.

Ένα αόρατο "τικ" σε κάποια υποσημείωση στην άκρη της σκέψης της. Για άλλη μια φορά.

Η μικρότερη από τις δύο αδερφές, η ντροπαλή, έκανε το ίδιο ακριβώς. Με ένα φιλαράκι μου, εκεί, στο camping. Του φανέρωσε πως ήταν και αυτή δεσμευμένη, όπως ακριβώς η αδερφή της έκανε σε μένα. Η διαφορά μεταξύ τους ήταν πως φανέρωσε την πραγματικότητα στον φίλο, αφού πηδήχτηκαν οι δυο τους ένα βράδυ".






Αντηχεί ένας γνώριμος ήχος στα ηχεία του υπολογιστή. "Freddie Freeloader", έτος 1959, από το θρυλικό "Kind Of Blue", το σημαντικότερο ίσως άλμπουμ στην ιστορία της τζαζ μουσικής. Κάποια στιγμή χρειάζεται να τερματίσω αυτό το κείμενο. Ήδη έχει βγει πολύ μεγάλο. Έχουμε μια τάση να τραβάμε κάτι όταν το απολαμβάνουμε. Χάνουμε την αίσθηση του μέτρου. Μέτρο, μέτριο. Ο Αριστοτέλης όμως θεωρούσε πως συνιστά μεγάλη κατάκτηση.

Η κοπέλα στο μπαρ με κοιτάζει σιωπηλή. Τα μάτια της ωκεανός. Δυσκολεύομαι να καταλάβω αν επιδοκιμάζει τα λεγόμενα μου ή όχι. Σε κάποια φάση γνέφει, σα να απαντάει σε ένα κρυφό ερώτημα μέσα της. "Συμβαίνει αυτό που λες, ορισμένες φορές", μου λέει. Και συνεχίζει:

"Συνήθως, αν θέλουμε ο άλλος να γνωρίζει πως είμαστε δεσμευμένες, έχουμε τον τρόπο μας να του το φανερώσουμε από νωρίς, χωρίς να φαίνεται ξεκάρφωτο. Για παράδειγμα, να αναφέρουμε τάχα τυχαία πως μας έστειλε ένα μήνυμα το αγόρι μας στο κινητό, ή πως βγήκαμε μαζί του... Είναι ένας καλός τρόπος να το καταστήσουμε γνωστό στον άλλον. Δεν είμαστε και υποχρεωμένες βέβαια, να το δηλώνουμε αριστερά και δεξιά. Ωστόσο είναι ένας απλός τρόπος για να αποφευχθούν τυχόν δύσκολες καταστάσεις, ειδικά αν διαπιστώνεις προσέγγιση από την πλευρά του άλλου, και αυτός ο άλλος έχει αναπτύξει μια κάποια μορφή σταθερής επαφής μαζί σου - δεν αναφέρομαι σε γνωριμίες της μιας νύχτας. Και, μεταξύ μας, οι γυναίκες μπορούμε να καταλάβουμε αν και πότε μας προσεγγίζετε... Πάντως κι εσείς μπορεί να βρίσκεστε σε σχέση και να μη λέτε τίποτα στις κοπέλες που γνωρίζετε. Μπορώ να πω πως η συγκεκριμένη είναι κατεξοχήν συμπεριφορά πολλών αντρών, ξέρεις..."

Όπως και να χει. Κάπως έτσι φτάνεις να μεταδίδεις παραπλανητικά δεδομένα στον άλλο. Είναι σα να κοροιδεύεις και την σχέση σου, και το άτομο που σε προσεγγίζει. Το οποίο αν γνώριζε εξαρχής, θα είχε μια εντελώς διαφορετική στάση απέναντι σου. Στο τέλος πιθανό να χάσεις και τους δύο.

Η πεταλούδα τινάζει τα φτερά της.

Και συνεχίζουμε. Η βραδιά/ανάρτηση δεν έχει τελειωμό. Κόσμος πάει κι έρχεται στο μπαρ. Αντικρίζεις ένα χλωμό πρόσωπο απ'τα παλιά, είχατε πάει κάποτε για έναν καφέ, πολλά χρόνια πριν. Έχεις ξεχάσει το όνομα της. Σκόρπιοι καφέδες. Ξοδεμένοι. Με πόσες και πόσες παρέες δεν έχουμε μοιραστεί το ίδιο τραπέζι μέχρι τώρα. Ίδιο τραπέζι, ίδιο αμάξι, ίσως ίδιο κρεββάτι.

Οι παρέες, οι φιλίες και οι σχέσεις είναι σαν τα μπαρ. Πολλοί έρχονται, αράζουν, περνάνε την ώρα τους. Όταν όμως πέφτει η μουσική, λίγοι είναι που μένουν. Στο τέλος πιθανό να μείνεις μόνος, τελευταίος να χαμηλώσεις τα παντζούρια, να κλείσεις τη μουσική.








A Happy Ending



Η νυχτερινή μας διαδρομή βαίνει προς το τέλος της. Θα ήταν ωραίο να έκανα κάτι για να δέσω όλα όσα είπα μέχρι τώρα, να προσδώσω μια αίσθηση συνέχειας και συνοχής σε ένα κείμενο που δεν είχε τέτοιο σκοπό. Τυχαίες λέξεις, δφερωξρνω, εριγξε34, φμριγ0μψω, σκέψεις που πετάχτηκαν αυθόρμητα, χωρίς κάποιο προδιαγεγραμμένο σχέδιο. Μόνο μια πολύ αμυδρή αρχική ιδέα. Ήξερα πως θα γράψω ένα μεγάλο, ένα πολύ μεγάλο κείμενο. Στο οποίο θα μιλήσω για νυχτερινές περιπλανήσεις, για κάποιο μπαρ και σχέσεις, υπό τους ήχους του σαξοφώνου. Ωστόσο, εκ των υστέρων, γυρεύουμε πάντα να αποδώσουμε ένα νόημα στο όλο, να ενώσουμε τα μεμονωμένα, σκορπισμένα τμήματα του σε κάτι ενιαίο.

Νομίζω σκέφτηκα κάτι.






Εκεί στο μπαρ διαπιστώνεις πως αντικρίζεις κάποια γνώριμα σου πρόσωπα. Δεν έχετε μιλήσει ποτέ, ενδεχομένως να μην μπορείς καν να θυμηθείς τα χαρακτηριστικά τους. Έχεις ακούσει γι' αυτούς όμως, ξέρεις δυο πράγματα για τις ιστορίες τους, γι' αυτό και σου φαίνονται οικείοι. Κάπου εκεί αράζουν λοιπόν, σε χωριστά τραπέζια, ένας φοιτητής και μια κοπέλα, που μένουν στο ίδιο κτίριο μα δεν έχουν γνωριστεί ποτέ. Λίγο πέρα ήρθε κι έκατσε ένα ζευγάρι, παρέα με τον σκύλο τους. Επιτρέπεται ο σκύλος στο μπαρ, γιατί όχι - είναι εξάλλου ο βασικός συνδετικός τους κρίκος, σε μια σχέση που έχει πια φθαρεί. Απέναντι τους, δίπλα στην σκηνή, ένας τριανταπεντάρης που αποφάσισε, για μια βραδιά μονάχα, να κάνει κάτι διαφορετικό, να αφήσει την καθημερινή μιζέρια και να καταφύγει σε ένα μπαράκι της γειτονιάς, να απολαύσει τη μουσική και την συντροφιά του κόσμου.

Στην σκηνή έχει βγει η Billie Holliday και τραγουδάει. Μα πως είναι δυνατόν, αναρωτιέσαι, τόσα και τόσα χρόνια μετά? Τι γυρεύει εδώ, σ'αυτό το μέρος? Αλλά μετά συνειδητοποιείς πως δεν θα πρεπε να σου κάνει τίποτα εντύπωση. Ταιριάζει κι αυτή εδώ, όπως όλα τα άλλα. Το ξέρεις πως ταιριάζει.








Ο τριανταπεντάρης, που λέτε, συνειδητοποιεί πόσο πολύ του αρέσει η μουσική. Την επόμενη κιόλας μέρα αποφασίζει να βάλει στην άκρη κάποια από τα χρήματα που φύλαγε για το αυτοκίνητο και να αγοράσει μια τρομπέτα. Θυμήθηκε εκείνους τους παλιούς του φίλους - δεν ήταν σε μια μπάντα? Γιατί να μην δοκιμάσει ο ίδιος να ασχοληθεί, έστω περιστασιακά, με την μουσική? Ίσως να έβρισκε τους φίλους του, ξανά, μετά από τόσα χρόνια. Ποτέ δεν είναι αργά.

Ο φοιτητής γνωρίζει την φοιτήτρια - γιατί όχι. "Σε έχω δει νομίζω, μένεις στο κάτω διαμέρισμα από μένα, σωστά?...". Και εκείνη του γνέφει με χαρά - τι σύμπτωση, να μένουν τόσο καιρό στην ίδια πολυκατοικία και να γνωριστούν τελικά σε αυτό το μπαρ. Όσο αφορά το ζευγάρι με τον σκύλο... Ο σκύλος, που λέτε, έπιασε φιλίες με την γάτα που άραζε πάνω στο πιάνο. Η γάτα θα αποδεικνυόταν πως ανήκει σε έναν από τους παίχτες της μπάντας. Η γυναίκα θα τον γνώριζε και δύο χρόνια μετά θα τον παντρευόταν. Θα χώριζε τον τύπο που είναι τώρα μαζί, ωστόσο θα έμεναν φίλοι - πέντε χρόνια σχέσης δεν είναι λίγα βλέπετε, και ας αδυνατούσαν να συνυπάρξουν στο ίδιο σπίτι. Όσο αφορά τον τύπο, αυτός θα αποφάσιζε πως έχει καλύτερα πράγματα να κάνει στη ζωή του, από το να κλαίγεται για μια χαμένη σχέση. Θα ξεκινούσε ένα μεταπτυχιακό που πάντα επιθυμούσε, και η ζωή στην πορεία θα τον έφερνε σε νέα, ενδιαφέροντα μονοπάτια. Νέες γνωριμίες, νέες απασχολήσεις, νέοι δρόμοι.

Οι άστεγοι που είδες πριν - είναι κι αυτοί εκεί, στο μπαρ, σε μια γωνιά. Μόνο που τώρα δεν κρυώνουν. Τους ζεσταίνει το ποτό που τους κέρασε εκείνος ο ανώνυμος τύπος με την γυρισμένη πλάτη, που εδώ και ώρα παρατηρούσες. Εξακολουθείς να μη τον βλέπεις, νομίζεις όμως πως ακούς το γέλιο του να αντηχεί, ενώ τσουγκρίζει το ποτήρι του μαζί τους.

Και όσο οι πεταλούδες τινάζουν τα φτερά τους, δροσοσταλίδες φαντασίας ξεπετάγονται και βάφουν με πλήθος από χρώματα το ασπρόμαυρο της νύχτας.

Αχτίδες φωτός εισβάλλουν από τις χαραμάδες. Μια νέα μέρα έφτασε.

Λίγο πριν φύγω η κοπέλα στο μπαρ με σταματά. Τα ωραιότερα μάτια. Πόσο θα ήθελα να βυθίζομαι για πάντα μέσα τους. "Για μισό λεπτό, κάτσε λίγο!", μου λέει. "Αποφάσισες, έτσι ξαφνικά και αψυχολόγητα, να δώσεις ένα χαρούμενο τέλος σε όλους και σε όλα, αγνοώντας πλήρως πόσο εκτός τόπου και χρόνου είναι, πόσο μη-ρεαλιστικό και αφελές, και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, σηκώνεσαι και φεύγεις! Ποιό είναι το νόημα σε όλα αυτά?"






Σκέφτομαι. Ποιό ήταν, άραγε? Όπως τόνισα, έγραφα χωρίς πλάνο. Χωρίς σχέδιο, χωρίς σκοπό. Ήθελα να γράψω μια πολύ μεγάλη, νυχτερινή ανάρτηση. Δεν ήξερα αν θα υπάρχει μια κατάληξη και ποιά θα ήταν αυτή. Σε κάποια φάση σκέφτηκα πως θα ήταν ωραίο να υπήρχε μία. Και, γιατί όχι, ας έχει χαρούμενο τέλος. Γιατί όχι. Ας γίνουμε μια φορά οι μάγοι που από μικρά παιδιά επιθυμούσαμε. Τότε που ζωγραφίζαμε πεταλούδες με πολύχρωμα φτερά. Ας δώσουμε ένα χαρούμενο τέλος στο κείμενο. Μερικές φορές δεν χρειάζονται ηθικά διδάγματα, ο τόπος γέμισε με τραγικές φιγούρες και σκατόψυχα φινάλε. Ένα happy ending είναι αρκετό. Ένα γαμημένο happy ending.

Το εξηγώ στην κοπέλα.

Χαμογελάει. "Εντάξει, ας τα δεχτώ όλα αυτά.Αλλά και πάλι. No sex? Για σένα? Έπλασες τέτοια φαντασίωση, με μπαρ, σαξόφωνα και πανέμορφες, μοιραίες barwomen, και δεν θα έχεις, εσύ ο ίδιος, στο φινάλε την κορύφωση? Απλά θα φύγεις?"

Είναι η σειρά μου να χαμογελάσω.

"Αν ήθελα να κάνω σεξ με τον εαυτό μου θα βάραγα απλά μια μαλακία. Χαιρετώ!"

Ανοίγω την πόρτα, βγαίνω έξω. Πόσο διαφορετικά φαντάζουν όλα. Κάνω ένα βήμα στον δρόμο... και παρατηρώ τον υπολογιστή μπροστά μου... τα χέρια μου στο πληκτρολόγιο... Μερικά βιβλία παρατημένα εδώ κι εκεί. Μια λάμπα. Ρούχα πεταμένα εδώ κι εκεί στο δωμάτιο, ως συνήθως. Και ο Tom Waits, που ακούγεται από τα ηχεία. Πείνασα. Θα χτυπήσω μια κατεψυγμένη πίτσα και θα βάλω να δω τίποτα. Μάλλον κάποιο επεισόδιο του Supernatural.

Ήταν ομολογουμένως μια ωραία φαντασίωση.


Κάπως έτσι λοιπόν λέω να βάλω τέλος σε ένα από τα πιο περίεργα κείμενα που έχω γράψει ποτέ σε αυτό το blog.