21 Ιανουαρίου 2018

Το επαναστατικό πρόταγμα του Κορνήλιου Καστοριάδη






«Επιθυμώ να μπορώ να συναντώ τον άλλον σαν ένα ον όμοιο με μένα και απόλυτα διαφορετικό, όχι σαν ένα νούμερο, ούτε σαν ένα βάτραχο σκαρφαλωμένο σ' ένα άλλο σκαλοπάτι (αδιάφορο αν κατώτερο ή ανώτερο) της ιεραρχίας των εισοδημάτων και των εξουσιών […] 

Επιθυμώ ο άλλος να είναι ελεύθερος, γιατί η ελευθερία μου αρχίζει εκεί όπου αρχίζει η ελευθερία του άλλου και γιατί, μόνος μου, δεν μπορώ να είμαι, στην καλύτερη περίπτωση, παρά «ενάρετος εν δυστυχία». Δεν υπολογίζω ότι οι άνθρωποι θα μεταμορφωθούν σε αγγέλους, ούτε πως οι ψυχές τους θα γίνουν καθάριες σαν τις βουνίσιες λίμνες – που άλλωστε ανέκαθεν μου προξενούσαν βαθιά πλήξη. Ξέρω όμως πόσο η σημερινή κουλτούρα βαθαίνει και οξύνει τη δυσκολία τους να υπάρχουν, και να συνυπάρχουν με τους άλλους, και βλέπω πως πολλαπλασιάζει άπειρο τα εμπόδια στην ελευθερία τους.»



Πριν λίγες μέρες επισκέφτηκα ένα συνέδριο με αφορμή την επανέκδοση ενός βιβλίου για τον Κορνήλιο Καστοριάδη. Έχοντας ρουφήξει κυριολεκτικά τη βιβλιογραφία του ήδη από τα 21 μου χρόνια, ήμουν περίεργος να παρακολουθήσω τη συζήτηση – και να περιηγηθώ για άλλη μια φορά μεταξύ των Συμπληγάδων της σκέψης ενός από τους σημαντικότερους στοχαστές του αιώνα που μας πέρασε.

Μα η πραγματικότητα του «συνεδρίου» με διέψευσε οικτρά: οι παρουσιαστές έδωσαν σχεδόν μονομερή  έμφαση στην πολεμική του Καστοριάδη απέναντι στα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και στα κομμουνιστικά κόμματα της εποχής του. Μιλούσαν με αυταρέσκεια για την αντισυμβατική στάση του Καστοριάδη απέναντι στην «δικτατορία του κομμουνισμού», δίνοντας την αίσθηση πως αυτή η πολεμική υπήρξε το κεντρικό σημείο της φιλοσοφίας του.

Ασφαλώς γινόταν εδώ κι εκεί μια αναφορά στο πρόταγμα της κοινωνικής και ατομικής αυτονομίας – τον πυρήνα της σκέψης του Καστοριάδη, ενώ αναφέρθηκε και η κριτική που άσκησε στις δυτικές κοινωνίες, την «τηλεοπτική χαύνωση» και τον καταναλωτισμό. Μα όλα αυτά έμοιαζαν με υποσημείωση στο κεντρικό θέμα, που δεν ήταν άλλο από την πολεμική των πρώην «κομμουνιστικών» καθεστώτων, ενώ παράλληλα επαινούσαν τον Καστοριάδη για τον «φιλελευθερισμό» του.

Είχα απομείνει άναυδος. Αυτό παρουσιάζουν ως κεντρική φιλοσοφία του Κορνήλιου Καστοριάδη; Πού είναι το ανελέητο μαστίγωμα που, επί δεκαετίες, ασκούσε όχι μόνο στα ανατολικά, μα και στα δυτικά καθεστώτα; Που είναι οι αναλύσεις του για την αυτοδιαχείριση, για τη συλλογική διεύθυνση της παραγωγής, για την κοινή θέσμιση των νόμων, για την ετερονομία, για την ψυχανάλυση και το ασυνείδητο; Που είναι οι μελέτες του για την άμεση δημοκρατία; Γιατί αναφέρθηκε τόσες φορές στο συνέδριο η λέξη «κομμουνισμός» μα ούτε μία η λέξη «καπιταλισμός»; Γιατί δεν αναφέρθηκε μια φορά ο πυρήνας της φιλοσοφίας του – οι κοινωνικές φαντασιακές σημασίες;

Κάποιες φορές η παρουσίαση της μερικής αλήθειας είναι χειρότερη από την αποσιώπηση όλης της αλήθειας. Είναι αλήθεια πως ο Καστοριάδης στράφηκε ενάντια στα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» («γραφειοκρατικό καπιταλισμό», τα αποκαλούσε). Είναι αλήθεια πως κάποια στιγμή ο ίδιος ο μαρξισμός, σαν εργαλείο μελέτης της κοινωνικής δυναμικής, δεν ήταν αρκετός γι’ αυτόν. Μα η κριτική του έγινε στο όνομα ενός πράγματος, που στο συνέδριο φαίνεται θεώρησαν περιττό να αναφέρουν: στο όνομα της επανάστασης, στο όνομα της ριζικής αλλαγής της κοινωνίας, στη μεταμόρφωσή της από μια οικονομική και πολιτική ιεραρχία διευθυντών και διευθυνομένων, σε μια κοινωνία ισόνομων και αυτόνομων ανθρώπων.

Αυτή την πλευρά του Καστοριάδη επιθυμώ να υπενθυμίσω σήμερα – την επαναστατική. Γιατί ήταν η φωτιά που έκαιγε μέσα του.

Το ακόλουθο απόσπασμα, που τιτλοφορείται «Οι Υποκειμενικές Ρίζες του Επαναστατικού Προτάγματος», προέρχεται από τα χρόνια της δεκαετίας του 60 και το περίφημο «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» [“Socialisme ou Barbarie”] - το περιοδικό που μεταξύ άλλων επηρέασε σημαντικά τη γέννηση του γαλλικού Μάη του 68. Σήμερα το βρίσκουμε στο βιβλίο του Καστοριάδη «Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας». Σε απλό, άμεσο λόγο, ο Καστοριάδης εξηγεί για ποιο λόγο επιθυμεί την κοινωνική ανατροπή και τη δημιουργία μιας άλλης κοινωνίας.

Είναι ο Καστοριάδης που γνώρισα και αποφάσισα, μικρός, να μελετήσω. Ένας στοχαστής πέρα από καλούπια – μα που έμεινε πιστός στην ιδέα της κοινωνικής ανατροπής μέχρι το τέλος, σε ανατολή ΚΑΙ δύση, κύριοι στο συνέδριο. Όσο αφορά τη λέξη «επανάσταση»; (αχ, αυτές οι λέξεις, τόσο μας εγκλωβίζουν κάποιες φορές). Θα αναφέρω απλά πως υπάρχουν οι «μεγάλες» επαναστάσεις (ξέρετε, πορείες, σημαίες, κατάληψη ανακτόρων, κλπ). Και υπάρχουν και οι μικρές επαναστάσεις – οι δεύτερες αφορούν την καθημερινότητά μας. Στο μεγάλο κοινωνικό ψηφιδωτό, θαρρώ, οι δεύτερες ενίοτε είναι εξίσου σημαντικές με τις πρώτες.


Ο λόγος στον Κορνήλιο Καστοριάδη.






Οι υποκειμενικές ρίζες του επαναστατικού προτάγματος



«Ακούμε καμιά φορά να λένε: Αυτή η ιδέα μιας άλλης κοινωνίας παρουσιάζεται μεν σαν ένα πρόταγμα, δεν είναι όμως στην πραγματικότητα παρά προβολή πόθων ανομολόγητων, αμφίεση κινήτρων που παραμένουν κρυμμένα γι' αυτούς που εμφορούνται από αυτά. Δεν χρησιμεύει παρά σαν όχημα που μεταφέρει τη θέληση εξουσίας των μεν, την άρνηση της αρχής της πραγματικότητας των δε, το φάντασμά τους ενός κόσμου χωρίς συγκρούσεις, όπου όλοι θα είναι συμφιλιωμένοι με όλους και καθένας με τον εαυτό του, μια παιδική ονειροπόληση που θα θελε να καταργήσει την τραγική πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης, μια φυγή που επιτρέπει να ζει κανείς ταυτόχρονα σε δύο κόσμους, μια φανταστική αντιστάθμιση.

Όταν η συζήτηση παίρνει μια τέτοια στροφή, πρέπει πρώτα να υπενθυμίσει κανείς ότι όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε. Κανείς δεν μπορεί να βεβαιώσει πώς ό,τι λέει δεν έχει σχέση με ασυνείδητους πόθους ή με κίνητρα που ούτε ο ίδιος ομολογεί στον εαυτό του. Κι όταν ακούμε «ψυχαναλυτές» μιας ορισμένης τάσης να χαρακτηρίζουν νευρωτικούς χοντρικά όλους τούς επαναστάτες, δεν μπορούμε παρά να χαρούμε που δεν έχουμε την «υγεία» τους των Σουπερμάρκετ. Και δεν θα ήταν πολύ δύσκολο να ξεσκεπάσουμε τον ασυνείδητο μηχανισμό του κομφορμισμού τους. Γενικότερα, αυτός που πιστεύει ότι ανακαλύπτει σαν ρίζα του επαναστατικού προτάγματος τον έναν ή τον άλλο ασυνείδητο πόθο, πρέπει ταυτόχρονα ν' αναρωτηθεί ποιο είναι το κίνητρο της δικής του κριτικής και σε ποιό βαθμό δεν αποτελεί εκλογίκευση.

Για μας πάντως, αυτή η αναστροφή πολύ λίγο ενδιαφέρον παρουσιάζει. Το ζήτημα πράγματι υπάρχει και, ακόμα και κανείς άλλος να μην το έθετε, αυτός που μιλάει για επανάσταση πρέπει να το θέσει ο ίδιος στον εαυτό του. Ας αποφασίσουν οι άλλοι σε πόσο βαθμό διαύγειας οι θέσεις τους τούς δεσμεύουν για λογαριασμό τους. Ένας επαναστάτης δεν μπορεί να θέτει όρια στη δική του επιθυμία διαύγειας. Ούτε μπορεί να αρνείται το πρόβλημα λέγοντας: αυτό που μετράει δεν είναι τα ασυνείδητα κίνητρα, αλλά η σημασία και η αντικειμενική άξια των ιδεών και των πράξεων. Η νεύρωση και η τρέλα του Ροβεσπιέρου ή του Μπωντλαίρ υπήρξαν πιο γόνιμες για την ανθρωπότητα απ' την «υγεία» του τάδε μαγαζάτορα της εποχής. Διότι η επανάσταση, έτσι που τη συλλαμβάνουμε, αρνείται ακριβώς αυτή την απλή παραδοχή του διχασμού ανάμεσα σε κίνητρο και αποτέλεσμα. Θα ήταν τότε αδύνατη στην πραγματικότητα και ασυνάρτητη στο νόημά της, εάν στηριζόταν σε ασυνείδητες προθέσεις χωρίς σχέση με το διαρθρωμένο περιεχόμενό της• το μόνο που θα μπορούσε σ' αυτή την περίπτωση να κάνει, θα ήταν μια επανέκδοση για μια ακόμη φορά της προηγούμενης Ιστορίας, αιχμάλωτη καθώς θα ήταν από κίνητρα σκοτεινά που με τον καιρό θα επέβαλλαν το δικό τους τέλος και τη δική τους λογική.

Η γέννηση καινούργιων κινήτρων και καινούργιων συμπεριφορών, που είναι απαραίτητες για να οδηγηθεί το επαναστατικό πρόταγμα στο τέρμα του, πρέπει να εξεταστούν στην κλίμακα των μαζών, γιατί μόνο αυτές μπορούν να πραγματοποιήσουν μια καινούργια κοινωνία. Όμως αυτή η έρευνα μπορεί να γίνει πιο εύκολη, αν προσπαθήσουμε πρώτα να δούμε τί μπορεί να είναι η επιθυμία και τα κίνητρα ενός επαναστάτη.

Ό,τι μπορούμε να πούμε πάνω σ' αυτό είναι, εξ’ ορισμού, κατ' εξοχήν υποκειμενικό. Είναι, επίσης εξ’ ορισμού, εκτεθειμένο σε όλες τις ερμηνείες που θα θελε κανείς. Αν μπορούσε να βοηθήσει κάποιον να δει καθαρότερα μέσα σ' ένα άλλο ανθρώπινο όν (έστω και μέσα στις αυταπάτες και στις πλάνες του) και μ' αυτό τον τρόπο μέσα στον ίδιο του τον εαυτό, δεν θα ήταν ανώφελο να ειπωθεί.

Έχω την επιθυμία, και αισθάνομαι την ανάγκη, για να ζήσω, μιας άλλης κοινωνίας από αυτή που με περιβάλλει. Όπως η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων, μπορώ να ζήσω μέσα σ' αυτήν και να τα βγάζω πέρα - εν πάση περιπτώσει ζω ήδη μέσα σ' αυτή την κοινωνία. Όσο κριτικά κι αν προσπαθώ να κοιτάξω τον εαυτό μου, ούτε η ικανότητα προσαρμογής μου, ούτε η αφομοίωση της πραγματικότητας από μέρους μου, δεν μου φαίνονται κατώτερες από τον κοινωνιολογικό μέσο όρο. Δεν ζητώ την αθανασία, την πανταχού παρουσία, την παντογνωσία. Δεν ζητώ η κοινωνία να «μου δώσει την ευτυχία» • ξέρω ότι η ευτυχία δεν είναι μια μερίδα που μοιράζεται με το δελτίο στη Δημαρχία ή στο εργατικό Συμβούλιο της γειτονιάς, και ξέρω πως, αν αυτό το πράγμα υπάρχει, μόνο εγώ μπορώ να το πραγματοποιήσω για τον εαυτό μου, στα μέτρα μου, όπως μου συνέβη και όπως, κατά πάσα πιθανότητα, θα μου συμβεί και πάλι. Αλλά μέσα στη ζωή, έτσι όπως είναι φτιαγμένη για μένα και τους άλλους, σκοντάφτω πάνω σ' ένα πλήθος από απαράδεκτα τάγματα, λέω πως δεν είναι μοιραία και πως εξαρτώνται από την οργάνωση της κοινωνίας.

Επιθυμώ πρώτα και ζητώ, η δουλειά μου να έχει νόημα, να μπορώ να εγκρίνω αυτό για το όποιο χρησιμεύει και τον τρόπο με τον όποιο γίνεται, να μου επιτρέπει να ξοδεύομαι πραγματικά και να χρησιμοποιώ τις δυνατότητές μου και ταυτόχρονα να εμπλουτίζομαι και ν' αναπτύσσομαι. Και λέω ότι αυτό το πράγμα είναι δυνατό, με μια άλλη οργάνωση της κοινωνίας, για μένα και για τους άλλους. Λέω ότι ήδη θα ήταν μια βασική αλλαγή σ' αυτή την κατεύθυνση, αν μ' άφηναν ν' αποφασίζω, μαζί με όλους τους άλλους, τί έχω να κάνω, και με τους συντρόφους μου στη δουλειά, πως να το κάνω.

Επιθυμώ να μπορώ, μαζί με όλους τους άλλους, να μαθαίνω τί γίνεται μέσα στην κοινωνία, να ελέγχω την έκταση και την ποιότητα της πληροφόρησης που μου δίνεται. Ζητώ να μπορώ να συμμετέχω άμεσα σε όλες τις κοινωνικές αποφάσεις που μπορεί να επηρεάζουν την ύπαρξή μου ή τη γενική πορεία του κόσμου όπου ζω. Δεν δέχομαι η τύχη μου ν' αποφασίζεται μέρα με τη μέρα από ανθρώπους που τα σχέδιά τους μου είναι εχθρικά ή και απλώς άγνωστα και για τους όποιους δεν είμαστε, εγώ και όλοι οι άλλοι, παρά νούμερα σ' ένα σχέδιο ή πιόνια σε μια σκακιέρα, και τελικά η ζωή μου και ο θάνατός μου να βρίσκονται στα χέρια ανθρώπων που ξέρω πως είναι αναγκαστικά τυφλοί.








Ξέρω πάρα πολύ καλά πως η πραγματοποίηση μιας άλλης κοινωνικής οργάνωσης, και η ζωή της, δεν θα είναι καθόλου απλές, πως σε κάθε βήμα τους θα συναντούν δύσκολα προβλήματα. Αλλά προτιμώ να καταπιάνομαι με πραγματικά προβλήματα, παρά με τις συνέπειες του παραληρήματος του Ντε Γκώλ, τις κομπίνες του Τζόνσον ή τις μηχανορραφίες του Κρούτσεφ. Κι αν έστω, εγώ κι οι άλλοι, συναντούσαμε την αποτυχία σ' αυτό τον δρόμο, προτιμώ την αποτυχία σε μια προσπάθεια που έχει ένα νόημα, παρά μια κατάσταση που μένει πριν ακόμα κι απ' την αποτυχία ή τη μη αποτυχία, που μένει γελοία.

Επιθυμώ να μπορώ να συναντώ τον άλλον σαν ένα ον όμοιο με μένα και απόλυτα διαφορετικό, όχι σαν ένα νούμερο, ούτε σαν ένα βάτραχο σκαρφαλωμένο σ' ένα άλλο σκαλοπάτι (αδιάφορο αν κατώτερο ή ανώτερο) της ιεραρχίας των εισοδημάτων και των εξουσιών. Επιθυμώ να μπορώ να τον βλέπω, και να μπορεί να με δει, σαν ένα άλλο ανθρώπινο ον, οι σχέσεις μας να μην αποτελούν πεδίο που να εκφράζεται η επιθετικότητα, ο συναγωνισμός μας να παραμένει μέσα στα όρια του παιχνιδιού, οι συγκρούσεις μας στο μέτρο που δεν μπορούν να λυθούν ή να ξεπεραστούν, ν' αφορούν πραγματικά προβλήματα και εκβάσεις, να σέρνουν μαζί τους όσο το δυνατό λιγότερο ασυνείδητο, να είναι φορτισμένες όσο το δυνατό λιγότερο από φανταστικά στοιχεία.

Επιθυμώ ο άλλος να είναι ελεύθερος, γιατί η ελευθερία μου αρχίζει εκεί όπου αρχίζει η ελευθερία του άλλου και γιατί, μόνος μου, δεν μπορώ να είμαι, στην καλύτερη περίπτωση, παρά «ενάρετος εν δυστυχία». Δεν υπολογίζω ότι οι άνθρωποι θα μεταμορφωθούν σε αγγέλους, ούτε πως οι ψυχές τους θα γίνουν καθάριες σαν τις βουνίσιες λίμνες – που άλλωστε ανέκαθεν μου προξενούσαν βαθιά πλήξη. Ξέρω όμως πόσο η σημερινή κουλτούρα βαθαίνει και οξύνει τη δυσκολία τους να υπάρχουν, και να συνυπάρχουν με τους άλλους, και βλέπω πως πολλαπλασιάζει άπειρο τα εμπόδια στην ελευθερία τους.

Ξέρω, βέβαια, πως αυτός ο πόθος μου δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί σήμερα • κι ούτε θα πραγματοποιηθεί ολοκληρωτικά ενόσω ζω, ακόμη κι αν η επανάσταση γινόταν αύριο. Ξέρω ότι θα ζήσουν μια μέρα άνθρωποι που γι' αυτούς ούτε η ανάμνηση των προβλημάτων που μπορεί να μας προξενούν το μεγαλύτερο άγχος δεν θα υπάρχει. Αυτή είναι η μοίρα μου που πρέπει να επωμιστώ, και που επωμίζομαι. Αλλά αυτό δεν πρέπει να με οδηγήσει ούτε στην απελπισία ούτε στον κατατονικό μηρυκασμό. Έχοντας αυτό τον πόθο, που είναι δικός μου, δεν μπορεί παρά να εργάζομαι για την πραγματοποίησή του. Και ήδη με την εκλογή που κάνω τον κυρίου ενδιαφέροντος της ζωής μου, μέσα στη δουλειά που του αφιερώνω, για μένα γεμάτη νόημα (ακόμα κι αν συναντώ, και αποδέχομαι, τη μερική αποτυχία, τις αναβολές, τις παρακαμπτήριες, τα καθήκοντα που δεν έχουν νόημα από μόνα τους), με τη συμμετοχή σε μια κοινότητα επαναστατών που επιχειρεί να ξεπεράσει τις αντικειμενοποιημένες και ξενωμένες σχέσεις της κοινωνίας όπου ζούμε – είμαι σε θέση να πραγματοποιώ μερικά αυτό τον πόθο. Αν είχα γεννηθεί σε μια κομμουνιστική κοινωνία, ίσως η ευτυχία να μου ήταν πιο εύκολη – δεν το ξέρω κι ούτε μπορώ να κάνω τίποτα σχετικά μ' αυτό. Δεν θα καθίσω μ’ αυτό το πρόσχημα να περνώ τον ελεύθερο χρόνο μου παρακολουθώντας τηλεόραση ή διαβάζοντας αστυνομικά μυθιστορήματα.






Μήπως αυτή μου η στάση σημαίνει άρνηση της αρχής της πραγματικότητας; Αλλά ποιό είναι το περιεχόμενο αυτής της αρχής; Είναι ότι πρέπει να εργαζόμαστε — η μήπως ότι πρέπει αναγκαία η εργασία να μην έχει νόημα, να γίνεται κάτω από συνθήκες εκμετάλλευσης, ν' αντιφάσκει με τους στόχους για τους όποιους υποτίθεται ότι γίνεται; Αυτή η αρχή ισχύει μ’ αυτή τη μορφή για ένα εισοδηματία; Ίσχυε μήπως, μ' αυτή τη μορφή, για τους ιθαγενείς των νησιών Τρομπριάντ ή Σαμόα; Ισχύει, ακόμα και σήμερα; για τους ψαράδες ενός φτωχού μεσογειακού χωριού; Ως ποιό σημείο η αρχή της πραγματικότητας εκφράζει τη φύση και πού αρχίζει να εκφράζει την κοινωνία; Ως ποιό σημείο εκφράζει την κοινωνία ως κοινωνία και από ποιό σημείο μια τάδε ιστορική μορφή της κοινωνίας; Γιατί όχι τη δουλοπαροικία, τις γαλέρες, τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως; Πού μια φιλοσοφία θα έπαιρνε το δικαίωμα να μου πει: σ' αυτό το συγκεκριμένο χιλιοστόμετρο των υπαρχόντων θεσμών, θα σας δείξω το σύνορο μεταξύ του φαινομένου και της ουσίας, μεταξύ των παροδικών ιστορικών μορφών και του αιωνίου είναι του κοινωνικού;

Αποδέχομαι την αρχή της πραγματικότητας, γιατί αποδέχομαι την ανάγκη της εργασίας (καθόσον άλλωστε είναι πραγματική, γιατί ολοένα γίνεται λιγότερο προφανής) και την ανάγκη μιας κοινωνικής οργάνωσης της εργασίας. Δεν αποδέχομαι όμως την επίκληση μιας ψεύτικης ψυχανάλυσης και μιας ψεύτικης μεταφυσικής, που εισάγει στη συγκεκριμένη ζήτηση των ιστορικών δυνατοτήτων αυθαίρετες βεβαιώσεις πάνω σε δυνατότητες για τις όποιες δεν ξέρει τίποτα.

Είναι τάχα η επιθυμία μου παιδική; Μα ακριβώς η παιδική κατάσταση είναι ότι η ζωή μας είναι δοσμένη, και ότι ο Νόμος μας είναι δοσμένος. Στην παιδική κατάσταση η ζωή μας δίνεται για τίποτα – και ο Νόμος μας δίνεται χωρίς δυνατότητα συζήτησης. Αυτό που θέλω είναι εντελώς το αντίθετο: να φτιάχνω εγώ τη ζωή μου και να δίνω ζωή, ει δυνατόν, εν πάση περιπτώσει να δίνω για τη ζωή μου. Ο Νόμος να μη μου δίνεται απλώς αλλά να τον δίνω κι εγώ συγχρόνως στον εαυτό μου. Αυτός που διαρκώς βρίσκεται σε παιδική κατάσταση είναι ο κομφορμιστής ή ο απολιτικός: γιατί αποδέχεται τον Νόμο ασυζητητί και δεν επιθυμεί να συμμετέχει στη διαμόρφωσή του. Εκείνος που ζει μέσα στην κοινωνία χωρίς καμία θέληση που ν' άφορα τον Νόμο, χωρίς πολιτική θέληση, απλώς αντικαθιστά τον ιδιωτικό πατέρα με τον ανώνυμο πατέρα. Η παιδική κατάσταση είναι, πρώτα, να δέχεσαι χωρίς να δίνεις και, μετά, να κάνεις ή να υπάρχεις για να δέχεσαι.

Αυτό που θέλω είναι, αρχινώντας, μια δίκαιη ανταλλαγή, και στη συνέχεια το ξεπέρασμα της ανταλλαγής. Η παιδική κατάσταση είναι η δυική σχέση, το φάντασμα της συγχώνευσης – και μ' αυτή την έννοια, η σημερινή κοινωνία παιδικοποιεί διαρκώς τους πάντες με τη συγχώνευση που πραγματοποιεί στο φαντασιακό με απραγματικές οντότητες: τους αρχηγούς, τα έθνη, τους κοσμοναύτες ή τις βεντέτες. Αυτό που θέλω είναι η κοινωνία να πάψει πια να είναι μια οικογένεια, ψεύτικη επί πλέον μέχρι γελοίου, για ν' αποκτήσει την αληθινή της διάσταση ως κοινωνίας, ως δικτύου σχέσεων μεταξύ αυτόνομων ενηλίκων.

Να ‘ναι τάχα η επιθυμία μου επιθυμία εξουσίας; Μα αυτό που θέλω είναι η κατάργηση της εξουσίας με τη σημερινή της έννοια, είναι η εξουσία όλων. Η σημερινή εξουσία σημαίνει ότι οι άλλοι είναι πράγματα, κι αυτό που θέλω είναι τελείως το αντίθετο. Αυτός που οι άλλοι του είναι πράγματα είναι ο ίδιος πράγμα, και δεν θέλω να είμαι πράγμα ούτε για μένα ούτε για τους άλλους. Δεν θέλω οι άλλοι να είναι πράγματα, δεν θα ‘ξερα τί να τους κάνω. Αν μπορώ να υπάρχω για τους άλλους, και οι άλλοι να μ' αναγνωρίζουν, δεν θέλω αυτό να γίνεται σε συνάρτηση με την κατοχή ενός πράγματος που είναι έξω από μένα - της εξουσίας• ούτε να υπάρχω γι' αυτούς μέσα στο φαντασιακό. Η αναγνώριση που απορρέει από τον άλλο δεν ισχύει για μένα παρά στον βαθμό που τον αναγνωρίζω εγώ ο ίδιος. Υπάρχει ο κίνδυνος να τα ξεχάσω όλα αυτά, αν κάποτε τα γεγονότα με οδηγούσαν κοντά στην «εξουσία»; Μού φαίνεται περισσότερο κι από απίθανο: αν συνέβαινε αυτό, δεν θα ήταν παρά μια χαμένη μάχη, και όχι το τέλος του πολέμου • και θα ‘πρεπε να ρυθμίζω τη ζωή μου πάνω στην υπόθεση ότι μπορεί μια μέρα να ξαναμωραθώ;

Κυνηγώ τάχα τη χίμαιρα να θέλω να εξαλείψω την τραγική πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης; Μου φαίνεται μάλλον πως θέλω να εξαλείψω απ' αυτήν το μελόδραμα, την ψεύτικη τραγωδία - αυτήν όπου η καταστροφή επέρχεται χωρίς αναγκαιότητα, όπου όλα θα συνέβαιναν διαφορετικά, αν μονάχα τα πρόσωπα ήξεραν ή έκαναν αυτό ή εκείνο. Το να πεθαίνουν της πείνας οι άνθρωποι στις Ινδίες, ενώ στην Αμερική και στην Ευρώπη οι κυβερνήσεις βάζουν πρόστιμα στους γεωργούς που παράγουν «υπερβολικά» - είναι μια μακάβρια φάρσα, είναι ένα γκράν γκινιόλ όπου τα πτώματα και ο πόνος είναι πραγματικά. Δεν είναι τραγωδία, δεν υπάρχει σ' αυτό τίποτα το αναπόφευκτο. Και αν η ανθρωπότητα εξαφανισθεί μια μέρα κάτω από τις υδρογονοβόμβες, αρνούμαι να το ονομάσω αυτό τραγωδία, το ονομάζω μαλακία. Θέλω την κατάργηση του Παλιάτσου και της μεταμόρφωσης των ανθρώπων σε νευρόσπαστα από άλλα νευρόσπαστα που τους «κυβερνούν». Όταν ένας νευρωτικός επαναλαμβάνει για την εικοστή φορά την ίδια συμπεριφορά αποτυχίας, αναπαράγοντας για τον εαυτό του και για τους δικούς του τον ίδιο τύπο δυστυχίας, το να τον βοηθήσεις να το ξεπεράσει αυτό, σημαίνει να εξαλείψεις από τη ζωή του τη χονδροειδή φάρσα, όχι την τραγωδία: σημαίνει να του επιτρέψεις ν' αντικρίσει επί τέλους τα πραγματικά προβλήματα της ζωής του και ο,τι τραγικό μπορεί να περιέχουν, που η νεύρωσή του είχε για λειτουργία εν μέρει να εκφράζει αλλά κυρίως να καλύπτει.

Όταν, μετά από ένα μεγάλο ταξίδι στη Δύση, ένας μαθητής του Βούδα ήλθε να τον πληροφορήσει πως θαυμαστά πράγματα, όργανα, φάρμακα, μέθοδοι σκέψης, θεσμοί, είχαν μεταμορφώσει τη ζωή των ανθρώπων από την εποχή που ο Δάσκαλος αποσύρθηκε στα υψηλά οροπέδια, αυτόν τον σταμάτησε μετά τις πρώτες λέξεις. Εξαφάνισαν μήπως τη θλίψη, την αρρώστια, τα γηρατειά και τον θάνατο; ρώτησε. Όχι, απάντησε ο μαθητής. Έ λοιπόν, τότε θα μπορούσαν να καθίσουν ήσυχα στ' αυγά τους, σκέφτηκε ο Δάσκαλος. Και ξαναβυθίστηκε στην περισυλλογή του, χωρίς καν να κάνει τον κόπο να δείξει στον μαθητή του ότι είχε πάψει να τον ακούει.»



Το απόσπασμα προέρχεται από το «Μαρξισμός και Επαναστατική Θεωρία» του Κορνήλιου Καστοριάδη, που συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο «Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας» [“L'institution imaginaire de la société”], εκδόσεις Ράππα.



14 Ιανουαρίου 2018

Ο Αναστρέψιμος Άνθρωπος... μια ιστορία του Alan Moore






Σκέψου ο χρόνος να κυλούσε αντίστροφα. Ο πρώτος μήνας του χρόνου δεν θα ήταν ο Γενάρης, μα ο Δεκέμβρης. Θα ετοιμαζόμασταν για δουλειά τις νύχτες και θα ξεκουραζόμασταν τα πρωινά. Πρώτα θα βγαίναμε στη σύνταξη, μετά θα εργαζόμασταν, μετά θα σπουδάζαμε και μετά θα πηγαίναμε σχολείο. Πρώτα θα αποχωριζόμασταν με τα αγαπημένα μας πρόσωπα και μετά θα ζούσαμε μαζί τους – μέχρι που θα ερχόταν η στιγμή να γνωριστούμε. Και μετά από αυτό; Θα ήμασταν μόνοι μας – ξανά, όπως μετά τον αποχωρισμό εξάλλου.

Και με το πέρασμα των χρόνων θα γινόμασταν όλο και μικρότεροι, όλο και πιο αδύναμοι, όλο και περισσότερο εξαρτημένοι από τους δικούς μας – μέχρι που θα καταλήγαμε βρέφη, η άβυσσος της πηγής που μας γέννησε να χάσκει μπροστά μας και να μας καλεί μέσα της – και μεις να φοβόμαστε και να ουρλιάζουμε και να σκεφτόμαστε «όχι, δεν θέλω να φύγω!»

Σχεδόν αισθάνεσαι πως ο χρόνος προς τα μπρος και ο χρόνος προς τα πίσω… είναι ο ίδιος χρόνος.

Κάποιες φορές οι ωραιότερες ιδέες είναι και οι πιο απλές. Σήμερα λοιπόν θα σας παρουσιάσω μία από τις αγαπημένες μου ιστορίες κόμικς όλων των εποχών, το θέμα της οποίας είναι αυτό ακριβώς: ένας άνθρωπος που ζει αντίστροφα τον χρόνο. Ο λόγος για την ιστορία “The Reversible Man” του Alan Moore – δημοσιευμένη πρώτη φορά στο περιοδικό “2000 A.D.”, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 80, σε εικονογράφηση Mike White.

Οι φίλοι των κόμικς δεν χρειάζονται ασφαλώς συστάσεις για τον Alan Moore – απλά, ο σημαντικότερος συγγραφέας των τελευταίων 30-40 χρόνων – και ένας από τους αγαπημένους μου, ανεξαρτήτως μέσου. Κάποια στιγμή μελλοντικά επιθυμώ να αναφερθώ εκτενώς στο έργο του (και σε ορόσημα των graphic novels όμως το “Watchmen”, το “V For Vendetta”, το “From Hell”, το “Batman, the Killing Joke”, το “Promethea”, το “Swamp Thing” και πολλά ακόμα). Προς το παρόν θα σας παρουσιάσω την ιδιαίτερη αυτή ιστορία, την οποία ο ίδιος ο Μουρ συγκαταλέγει ανάμεσα στις αγαπημένες του.

«Η βασική ιδέα είναι πάρα πολύ απλή – παίρνεις απλά την φυσιολογική ζωή κάποιου και την παίζεις αντίστροφα», είχε πει σε μια συνέντευξη ο Μουρ. «Μα ο συναισθηματικός αντίκτυπος αυτής της ιστορίας είναι φοβερός! Ήταν από εκείνες τις ιστορίες για τις οποίες έμαθα πως όλες οι γραμματείς που δούλευαν στην IPC – και διάβαζαν το “2000 A.D.” στη διάρκεια του διαλείμματος – τη μέρα που κυκλοφόρησε, έκλαιγαν κανονικά! Φαίνεται είχε κάτι που τις άγγιξε πολύ. Τα συνηθισμένα γεγονότα μιας ανθρώπινης ζωής, που τόσο οικεία μας είναι και δεν πολυσκεφτόμαστε τη συναισθηματική τους αξία, μοιάζουν τόσο διαφορετικά όταν τα βλέπεις να κυλούν αντίστροφα.»

Καθώς η ιστορία δεν κυκλοφορεί μεταφρασμένη στα ελληνικά, όσο γνωρίζω, έκανα ο ίδιος τη μετάφραση – και σας την παρουσιάζω. Και όχι, αγαπητέ αναγνώστη, δεν είναι τυχαίο πως το πρώτο θέμα που παρουσιάζω στο Λαγούμι μου για το νέο έτος σχετίζεται με το χρόνο – όπως με το χρόνο σχετιζόταν και η τελευταία παρουσίαση βιβλίου της χρονιάς που μας πέρασε.

Για να διαβάσετε την ιστορία, χρειάζεται να κάνετε δεξί κλικ πάνω στην κάθε σελίδα και να την ανοίξετε σε ξεχωριστό παράθυρο. Από κει μπορείτε να προσαρμόσετε το μέγεθος της σελίδας στην οθόνη σας με τα πλήκτρα ctrl και + (για να τη μεγεθύνετε) και ctrl και – (για να τη μικρύνετε). Εναλλακτικά, τη διαβάζετε με κάποιο πρόγραμμα προβολής εικόνων στον υπολογιστή σας.









© Για τη μετάφραση και την παρουσίαση, το Φονικό Κουνέλι, Γενάρης του 18