27 Ιουλίου 2019

In quest for a love affair... Αναζητώντας το τέλειο μέρος για διάβασμα


In quest for a love affair... Αναζητώντας το ιδανικό μέρος για διάβασμα του βιβλίου σου - μια παρουσίαση από το φονικό κουνέλι




Για εμάς, τους εραστές του διαβάσματος, η αναζήτηση ενός ιδανικού μέρους για ανάγνωση μοιάζει με την αναζήτηση κάποιας αρχέγονης βουκολικής Αρκαδίας: εκεί που σου ψιθυρίζει ο χαύνος ζέφυρος και κόβουν βόλτες ημίγυμνες νύμφες ανάμεσα στα δέντρα – του κάλλους των οποίων ίσα που κλέβεις μια ματιά, την ώρα που το βιβλίο έχει γύρει στα χέρια σου και βυθίζεσαι απαλά σ’ έναν γλυκό μεσημεριανό ύπνο.

Α, ναι – παντού μπορεί να διαβάσει κάποιος! Μα δεν είναι το ίδιο απολαυστική η ανάγνωση όπου κι αν πας! Το περιβάλλον γύρω σου μοιάζει να συμπληρώνει το βιβλίο σου, να προσδίδει μορφή στο περιεχόμενό του, σώμα στην ψυχή του. Κακά τα ψέματα: άλλο να διαβάζεις σε κάποιο πράσινο δροσερό ίσκιο με το τερέτισμα των τζιτζικιών να σου κρατάει συντροφιά• και άλλο καταμεσής ενός πολύβουου beach bar – με το απανωτό μπιτ και τις ρακέτες να ανταλλάσσουν πάσες στο κεφάλι σου (για να μην αναφέρω εκείνο το μωρό που πρέπει πάντα να τσιρίζει και εκείνον τον τύπο που φέρει πρόβα τα μούσκουλά του). Άλλο να ρουφάς εκείνη τη γουλιά από το αχνιστό σου ρόφημα σε μια ήσυχη ζεστή καφετέρια, καταμεσής μιας ηλεκτρισμένης γκρίζας μέρας – κι άλλο να διαβάζεις όπως όπως στο διάλειμμά σου στη δουλειά, με το γραφείο, τον υπολογιστή και τα ξέχειλα σημειώσεις τετράδια να σου υπενθυμίζουν διαρκώς το επαγγελματικό σου χρέος και το ρολόι που αντηχεί αγχωτικά σαν χτύπημα ενός γκονγκ.

Κάθε διαφορετική τοποθεσία προσδίδει κάτι διαφορετικό στο βιβλίο που διαβάζεις! Μπορεί να ανυψώσει την ανάγνωση και να τη μετατρέψει σε μια μοναδική εμπειρία – ή μπορεί να την καταστήσει κάτι κοινό και τυπικό. Μα για εμάς, τους εραστές των βιβλίων, η μετατροπή του αντικειμένου του έρωτά μας σε κάτι κοινό και τυπικό μοιάζει με υποβάθμιση της μοναδικότητάς του. Αλίμονο – αναγκαζόμαστε να διαβάσουμε σε μέρη τυπικά (στον ηλεκτρικό, για παράδειγμα), δέσμιοι της ανάγκης και του χρόνου που τρέχει ασταμάτητα! Μα δεν το απολαμβάνουμε το ίδιο. Ναι, ξέρω από τώρα ποιος είναι ο αντίλογος: «όταν αγαπάς κάτι σε απορροφά τόσο πολύ, που αδιαφορείς για το μέρος που βρίσκεσαι». Και, ναι, αγαπητοί μου, θα συμφωνήσω εν μέρει – μα για τον πρώτο μόνο καιρό του έρωτά σου! Ίδιο είναι μωρέ ένα παγκάκι στην Μονμάρτρη – και ίδιο στην Ομόνοια;… Όσο ερωτευμένος κι αν είσαι, ε, μια διαφορά θα την εντοπίσεις!

Μα ας έχει: ας πούμε πως όλα πηγάζουν από μέσα, από εσένα τον ίδιο. Η αναζήτησή σου απηχεί μια εσωτερική κατάσταση μόνιμης ανησυχίας, μια θέληση για περιπέτεια, έναν άσβεστο νόστο για ταξίδι. Δεν μοιράζονται όλοι το ίδιο πάθος! Κάποιοι εραστές αρκούνται στο αντικείμενο του πόθου τους και μόνο – αδιαφορώντας για το μέρος!

Μα όταν διαπιστώνεις πως το εξωτερικό περιβάλλον μπορεί να επιχρωματίσει τις φράσεις του βιβλίου σου, να τις ντύσει με νέο νόημα, να τις γδύσει από τη γκρίζα σοβαροφάνεια της εκτυπωμένης σελίδας – τότε συνειδητοποιείς πως το Μέσα και το Έξω αλληλοσυμπληρώνονται. Και πως το βιβλίο δεν είναι μόνο οι εκτυπωμένες του σελίδες• μα κι ο ήχος της πόλης που αντηχεί από μακριά• και ο αχνός από το ρόφημα στο πλάι σου• και η γάτα που γουργουρίζει στο πλευρό σου• και η κοπέλα στο απέναντι τραπέζι που ταξιδεύει σ’ έναν δικό της κόσμο• και τα δέντρα που μοιάζουν να μιλούν σε μια άγνωστη γλώσσα• και ο άνεμος που παραδέρνει τα λόγια του ποιητή πέρα από τον χρόνο.




Διάβασμα στον Εθνικό Κήπο στην Αθήνα / Reading in the National Garden of Athens
Διάβασμα στον μώλο στη Ναύπακτο
Διάβασμα σε καφετέρια στα Εξάρχεια / Coffee shop in Exarxeia, Athens
Διαβάζοντας στο τρένο κάπου στην Κίνα / Reading in a train
Διάβασμα σε μια παραλία της Ίου / Ios beach
Διάβασμα με συννεφιά στη Ναύπακτο / Reading a book in Naupaktos, Greece




Από τη μέρα που ανακάλυψα τη χαρά του να διαβάζω, μόνος, έξω, δεν έχω σταματήσει να αναζητώ την ιδανική τοποθεσία για διάβασμα. Μα δεν είναι καθόλου εύκολη και δεδομένη αυτή η τελευταία – μια μικρή αλλαγή αρκεί για να σπιλώσει την απόλαυση. Ένας αριθμός να προστεθεί ή να αφαιρεθεί απ’ την μαγική εξίσωση – και το αποτέλεσμα δεν είναι πια το ίδιο. Ένα ανεπιθύμητο χτύπημα στο κινητό• μια κακή σκέψη που ξεπρόβαλε παράταιρη στιγμή• ένας αγενής σερβιτόρος• μια φωνακλάδικη παρέα• μια λάθος μουσική• μια κλιματολογική μεταβολή• μια υπερπληθώρα ερεθισμάτων – ή το αντίθετο, μια έλλειψη ερεθισμάτων, μια αίσθηση μοναξιάς• κι εκείνο το ρημάδι το ρολόι που βαράει συνεχώς μέσα στο κεφάλι σου – και σου υπενθυμίζει τις υποχρεώσεις και τον χρόνο που τρέχει και σένα που πρέπει να πηγαίνεις και, ω, πόσο πρέπει να μαζευτούμε μια μέρα και να σπάσουμε τα σιχαμένα αυτά ρολόγια μια για πάντα!

Και πού δεν έχω δοκιμάσει να διαβάσω: σε έρημες καφετέριες και σε καφετέριες που ξεχείλιζαν• σε σταθμούς τρένων και στάσεις λεωφορείων• σε καταστρώματα πλοίων και σε αεροπλάνα• σε παραλίες και σε δάση• στο κέντρο της πόλης και στην απόμερη επαρχία. Μα, όχι, δεν αρκούν αυτά: έχω καταφύγει σε σκαμμένες στα βράχια θαλασσινές σπηλιές• και σε πεζούλι που αγνάντευε τη θέα ενός νησιού από ψηλά• σε υγρές σκιερές λόχμες• και σε τρένα που διέσχιζαν ερήμους. Έχω διαβάσει σε δωμάτια ξενοδοχείων και σε σπίτια φίλων και γνωστών. Σε καφετέριες που προσπαθούν να είναι κάτι που δεν είναι – και σε άλλες που δεν προσπαθούν και γι’ αυτό τα καταφέρνουν. Σε νυσταγμένους ηλεκτρικούς στο χάραμα. Σε σημεία τουριστικών περιοχών που δεν πατούν τουρίστες. Σε καθίσματα κινηματογράφου. Στην ουρά της τράπεζας. Έχω διαβάσει περπατώντας στον δρόμο, το βιβλίο στο χέρι, όρθιος – είμαι ακόμα εδώ.

Κάποια μέρη μου έκαναν κλικ, κάποια όχι – σε κάποια η ανάγνωση ήταν απολαυστική, σε άλλα έμοιαζε καταναγκαστική. Αχ, πόσο μοιάζουν τελικά αυτές οι απόπειρες ανάγνωσης με τον έρωτα τον ίδιο! Το ένα σου βρωμάει, το άλλο σου ξινίζει – μα, να, εδώ κι εκεί, ίσως πετύχεις κάποιες φορές εκείνο που θα ισορροπήσει το μέσα και το έξω σου: τον μεγάλο εναρμονιστή του περιεχομένου του βιβλίου σου με το εξωτερικό σου περιβάλλον!

Είναι κι αυτό τελικά θέμα χημείας.




Διαβάζοντας και κρατώντας σημειώσεις σ' ένα δάσος στο Κιργιστάν / Reading in a forest of Kyrgyzstan
Στο καφέ Βρυσάκι στο Μοναστηράκι
Ανάγνωση βιβλίου στο άλσος Συγγρού στο Μαρούσι
Διάβασμα στο Little Tree καφέ στην Ακρόπολη
Διάβασμα σε καμπίνα τρένου / Reading in a train cabin
Διάβασμα στη Χώρα της Ίου / Reading a book in Ios, Greece
Διάβασμα σε παραλία στην Αμοργό / A beach in Amorgos, Greece
Στο αναψυκτήριο του Εθνικού Κήπου




Συμπλήρωσα το κείμενο με μια σειρά από φωτογραφίες προερχόμενες από διάφορα (και εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους) μέρη που έχω κατά καιρούς διαβάσει. Θεωρώ εντελώς αυτονόητο πως το σπίτι σου εντάσσεται (και οφείλει να εντάσσεται) πάντα στις πρώτες επιλογές – αν δεν απολαμβάνεις την ανάγνωση σπίτι σου, μην περιμένεις να την απολαύσεις έξω.

Για άλλη μια φορά μπορούμε να κάνουμε μια αντιστοιχία με τον έρωτα: πρώτα ξεκινάς απ’ τον εαυτό σου – και μετά πας έξω. Μα η εξωτερική ανάγνωση συνιστά μια εμπειρία από μόνη της, γι’ αυτό και εστίασα εκεί. Μοιάζει πραγματικά με την αναζήτηση κάποιας αρχέγονης νήσου – και αν τελικά γυρέψεις πάλι την προσωπική σου Ιθάκη, αξίζει να έχεις πρώτα περιπλανηθεί ως κάποια μακρινή Ωγυγία.

Η φωτογραφία με την οποία κλείνω αυτό το κείμενο δεν είναι δική μου – η μόνη που ξετρύπωσα από το διαδίκτυο. Δεν γνωρίζω ποια είναι η πηγή της και ποιο μέρος απεικονίζει – υποθέτω κάποια καφετέρια στην Ευρώπη. Μα από πολλές απόψεις θα μπορούσα, στην όψη τουλάχιστον, να πω πως είναι η ιδανική για μένα. Η τέλεια! Αχ, και να έμπαινα μέσα σου και να απορροφούσα τη ζέστη σου και τη γλυκιά σου θαλπωρή! Αυτή η μακρινή και άγνωστη είναι το νησί μου – ο παντοτινός προορισμός μου.

Μα καθώς αγνοώ που βρίσκεται – δεν μπορώ παρά να συνεχίσω το ταξίδι. In quest for a love affair.




Η τέλεια καφετέρια για διάβασμα... κάπου στην Ευρώπη, υποθέτω (άγνωστη η πηγή) /The perfect reading spot

23 Ιουλίου 2019

Ρόμπερτ Μπερνς: Ωδή σ' ένα Ποντίκι


Ωδή σ' ένα Ποντίκι, ποίημα του Ρόμπερτ Μπερνς, παρουσίαση από το φονικό κουνέλι / To a Mouse, by Robert Burns





«Μικρό γυαλιστερό γυαλιστερό ζωάκι 
οπού φοβάσαι όλο και ζαρώνεις, 
μην τρέχεις να γλυτώσεις από μένα 
με βιάση τόση! 
Δε σε χτυπά το φτυάρι μου και δε μπορεί να σε σκοτώσει! 

Πολύ λυπάμαι πού οι άνθρωποι εχτροί 
γίναν σ’ όλα τα πλάσματα της φύσης, 
ώστε να σκέφτεσαι τόσο κακά γι’ αυτούς 
και να φοβάσαι εμένα πού ‘χω απ’ το χώμα γεννηθεί θνητός 
καθώς εσένα. 

Ξέρω, πώς κάθε τόσο, φτωχό, κλέβεις 
κανένα ψίχουλο, πρέπει να ζήσεις! 
Αν κάποιο στάχυ πού ‘πεοε μου πήρες 
σπουδαίο δεν είναι. 
Το στάχυ αυτό γούρι θα φέρει, κι’ άλλα 
στάχυα μεγάλα. 

Σου γκρέμισα το τοσοδούλι σου σπιτάκι 
τους παιχνιδότοιχούς του πήρ’ ο αέρας 
και δεν υπάρχουν χλωρά μούσκλα άλλο να χτίσεις• 
κι οι άνεμοι 
χίμηξαν κιόλας, παγεροί σε ζώνουν 
και σε δαγκώνουν. 

Είχες δει τα χωράφια γυμνά κι άδεια 
κι ένοιωθες να ‘ρχεται ο κακός χειμώνας• 
έλπιζες βολεμένο στο νοικοκυριό σου 
καλά να τον περνούσες. 
Μα τρακ! τ’ αλύπητο υνί σε μια στιγμούλα μόνη 
σε ξεσπιτώνει. 

Πόσον καιρό ροκάνιζες για να τον στήσεις 
κειό το μικρό σωρό τα καλαμοφυλλάκια. 
Τώρα σε διώξαν, και δε φτάνει ο πόνος 
μα δε θα 'χεις σπίτι 
σαν πάρει στα χωράφια και το στρώνει 
πάχνη και χιόνι. 

Μα, τυφλοπόντικα, δεν είσαι ο μόνος 
που δείχνει πώς η πρόνοια μάταιη είναι. 
Τα πι’ όμορφα σχέδια και ποντικών κι ανθρώπων 
συχνά σωροί συντρίμμια• 
κι η υπόσχεση αντί χαρές μας δίνει μόνο 
πλήξη και πόνο. 

Και πάλι, ω ποντικέ, από με πιο ευτυχισμένος είσαι! 
γιατί μονάχα τωρινά κακά σε βασανίζουν, 
ενώ εγώ, το μάτι αν στρέψω πίσω 
πληγές να στάζουν θ’ αντικρύσω. 
Κι’ αν μπρος κοιτάξω τρέμω για ό, τι 
μαντεύω να ’ρχεται κατόπι.» 


***


Scottish Highlands, πίνακας του Gustave Doré / Scottish Highlands, by Gustave Doré



“Wee, sleeket, cowran, tim’rous beastie, 
O, what a panic’s in thy breastie! 
Thou need na start awa sae hasty, 
Wi’ bickerin brattle! 
I wad be laith to rin an’ chase thee 
Wi’ murd’ring pattle! 


I’m truly sorry Man’s dominion 
Has broken Nature’s social union, 
An’ justifies that ill opinion, 
Which makes thee startle, 
At me, thy poor, earth-born companion, 
An’ fellow-mortal!


I doubt na, whyles, but thou may thieve; 
What then? poor beastie, thou maun live! 
A daimen-icker in a thrave 
’S a sma’ request: 
I’ll get a blessin wi’ the lave, 
An’ never miss ’t! 


Thy wee-bit housie, too, in ruin! 
It’s silly wa’s the win’s are strewin! 
An’ naething, now, to big a new ane, 
O’ foggage green! 
An’ bleak December’s winds ensuin, 
Baith snell an’ keen! 


Thou saw the fields laid bare an’ waste, 
An’ weary Winter comin fast, 
An’ cozie here, beneath the blast, 
Thou thought to dwell, 
Till crash! the cruel coulter past 
Out thro’ thy cell. 


That wee-bit heap o’ leaves an’ stibble 
Has cost thee monie a weary nibble! 
Now thou’s turn’d out, for a’ thy trouble, 
But house or hald, 
To thole the Winter’s sleety dribble, 
An’ cranreuch cauld! 


But Mousie, thou art no thy-lane, 
In proving foresight may be vain: 
The best laid schemes o’ Mice an’ Men 
Gang aft agley, 
An’ lea’e us nought but grief an’ pain, 
For promis’d joy! 


Still, thou art blest, compar’d wi’ me! 
The present only toucheth thee: 
But Och! I backward cast my e’e, 
On prospects drear! 
An’ forward tho’ I canna see, 
I guess an’ fear!” 


***



“Ωδή σ’ ένα Ποντίκι”, του ποιητή των highlands της Σκωτίας, Ρόμπερτ Μπερνς, [Robert Burns, “To a Mouse”]. Έτος καταγραφής, 1785. Λέγεται πως ο ποιητής κατέγραψε το τραγούδι ενώ είχε μόλις καταστρέψει, άθελά του, τη φωλιά του ποντικού – και κρατούσε ακόμα το άροτρο στο χέρι του. 


Η μετάφραση είναι της Ρίτας Μπούμη Παπά. Πίνακας: “Scottish Highlands” του Gustave Doré, 1875.





15 Ιουλίου 2019

Η Ιστορία των Cure. Κεφάλαιο 2: Τα γιορτινά χρόνια



Η Ιστορία των Cure, μέρος 2... τα γιορτινά χρόνια. Ένα αφιέρωμα από το φονικό κουνέλι / History of The Cure, part 2



Αναγέννηση




Τα πάντα έδειχναν να έχουν τελειώσει. Το συγκρότημα έφτανε στο τέλος του δημιουργικού του κύκλου, πνιγμένο σε μια μαύρη, παχύρευστη, κολλώδη θάλασσα άρνησης και πόνου, μια άβυσσο μηδενισμού. «Είχα χάσει κάθε φίλο που είχα», εξομολογήθηκε αργότερα ο Robert Smith, «κάθε έναν χωρίς καμία απολύτως εξαίρεση, κι αυτό γιατί ήμουν απίστευτα δυσάρεστος, απωθητικός και εγωκεντρικός. Τουλάχιστον είχα κατορθώσει να διοχετεύσω όλη αυτή την αρνητική ενέργεια που είχα, όλα τα αυτοκαταστροφικά στοιχεία της προσωπικότητας μου σε κάτι».

Αυτό το κάτι υπήρξε το “Pornography”. Έτος κυκλοφορίας του το 1982, μια χρονιά που φάνηκε πως οι Cure θα έφταναν στο τέλος της σύντομης, σκοτεινής, μα άκρως επιδραστικής τους πορείας – επιδραστικής για τους κύκλους του βρετανικού underground και του αναδυόμενου (από τα βαθύτερα υπόγεια του μουσικού ασυνείδητου) κινήματος του Gothic Rock. Ο Simon Gallup (μπασίστας και δεύτερος, μετά τον Σμιθ, ακρογωνιαίος λίθος της μπάντας) εγκατέλειψε το συγκρότημα μετά την κυκλοφορία του δίσκου, ενώ ο ντράμερ Lol Tolhurst άφησε τα ντραμς στην άκρη (του οποίου το ξερό, μονότονο παίξιμο είχε κατορθώσει να ταιριάξει απόλυτα με το μινιμαλιστικό ύφος της μουσικής) και έπιασε τα keyboards… Και ο Σμιθ; Ο Σμιθ ήταν μόνος του, ένιωθε μόνος του, περισσότερο από ποτέ. Ποιο το νόημα να συνεχίσει πια.

Κάπου εκεί λοιπόν, ριγμένος στο βάθος της αβύσσου, κατόρθωσε να βγάλει μια φωνή, τέτοια που αντιλάλησε ως πέρα και η κρυστάλλινη ηχώ της οποίας τρύπησε τους μαύρους τοίχους: “I must fight this sickness! Find a Cure!”. Και σαν φοίνικας το συγκρότημα έμελλε να αναγεννηθεί – και μαζί μ’ αυτό ο ίδιος ο Ρόμπερτ Σμιθ, αποδεικνύοντας πως δεν υπάρχει τέλος αν δεν το επιλέξεις… μονάχα σταθμοί που διαδέχονται ο ένας τον άλλον.

Έναν χρόνο μετά το “Pornography”, εν έτει 1983, ο Σμιθ εξέπληξε κυριολεκτικά τους πάντες – συμπεριλαμβανομένου του εαυτού του, θα λέγαμε – κυκλοφορώντας ένα κατάφωρα pop single, ένα ανεβαστικό και ελαφρού περιεχομένου τραγούδι με τίτλο “Let’s Go To Bed”. Ήταν ό,τι πιο πιασάρικο είχαν κυκλοφορήσει οι Cure από τις πρώτες μέρες του “Boys Don’t Cry”, ενώ οι χαρούμενοι τόνοι του τραγουδιού έστεκαν σε απόλυτη αντιπαράθεση με το βαθιά πεσιμιστικό, ατμοσφαιρικό και εσωτερικό ύφος που είχε πλάσει το συγκρότημα τα περασμένα χρόνια. Αξίζει να σημειώσουμε πως ο Σμιθ προσπάθησε να κυκλοφορήσει το τραγούδι όχι με το κανονικό όνομα της μπάντας, αλλά με το ψευδώνυμο Recur, γνωρίζοντας πως το κομμάτι θα ξένιζε τους πάντες και θα απομάκρυνε πλήρως ακόμα και εκείνη την πιστή μερίδα των οπαδών τους – το μόνο ίσως που τους είχε απομείνει.

Ο μάνατζέρ τους όμως επέμενε. Το τραγούδι έπρεπε να κυκλοφορήσει και η αλλαγή μουσικής κατεύθυνσης θα λειτουργούσε ως ένα ενδιαφέρον πείραμα με σκοπό να μπερδέψει τον κόσμο και να συγχύσει εκείνους ειδικά που είχαν αρχίσει να λατρεύουν τον μαύρο πεσιμισμό της μπάντας. Για όλους όσους βιάζονταν να τους τοποθετήσουν κάτω από μια μουσική ταμπέλα, η απροσδόκητη εκείνη αλλαγή θα ήταν η απόλυτη απάντηση. Ένα ακόμα “Fuck Off”, το οποίο τώρα ήταν στραμμένο όχι απέναντι στον εαυτό τους και στην πραγματικότητα που τους περιέβαλε (όπως έγινε στα περασμένα άλμπουμ της μπάντας), μα απέναντι στον ίδιο τον κόσμο που τους ακολουθούσε – ασφαλώς η πιο επίφοβη κίνηση όλων. «Τους απεχθάνομαι, πραγματικά», είχε πει τότε ο Σμιθ, ως απάντηση στα γράμματα μίσους που δεχόταν από εξαγριωμένους οπαδούς. «Είναι λες και είμαστε το αντικείμενό τους. Πως τολμώ να επεμβαίνω πάνω στην ίδια την εικόνα μας! Ποτέ δε ζήτησα τυφλή αφοσίωση. Το απεχθάνομαι καθώς προσπαθούν να με συρρικνώσουν σε μια μονοδιάσταση περσόνα, που επιτρέπεται να παίζει μονάχα ένα είδος μουσικής».




Japanese Whispers album cover, by The Cure
The Cure Lovevats' EP cover




Εδώ που τα λέμε, δεν είχαν και τίποτα να χάσουν. Το συγκρότημα βρισκόταν στα όρια της διάλυσης, ενώ είχε αγγίξει το απώτατο όριο ενός στυλ που πιθανό να μη κατόρθωνε ποτέ να ξεπεράσει. Οι επιλογές ήταν δύο: Η επανάληψη, ώσπου η μπάντα να καταντούσε φάντασμα του εαυτού της, μιμούμενη διαρκώς το ίδιο στυλ, εγκλωβισμένη σ’ ένα μοναδικό και απαράλλακτο ύφος… Ή η μεταμόρφωση. Ξέρετε, σαν την κάμπια – η οποία θα γινόταν και τραγούδι σύντομα.

Ο Σμιθ πάντως έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να φανερώσει την προσωπική του δυσαρέσκεια απέναντι στο νέο single, θάβοντάς το στις συνεντεύξεις των καιρών, λέγοντας πως δεν είναι παρά ένα «ανόητο ποπ τραγούδι, τίποτα παραπάνω». Ωστόσο η συνέχεια δε θα έβλεπε τους Cure να επιστρέφουν στα παλιά – αντίθετα, θα φανέρωνε ένα ακόμα περισσότερο πολύπλευρο πρόσωπο, λες και είχε φυτρώσει ο σπόρος ενός νέου, παράξενου φυτού και τώρα εκείνο ξεπέταγε περίεργα άνθη και άγνωστους καρπούς. Ο Ρόμπερτ Σμιθ δοκίμαζε, πειραματιζόταν• και στον πειραματισμό του ξεχώριζε κανείς τα ίχνη ενός εξερευνητή. Αναζητούσε μια νέα μουσική γλώσσα. Δεν ήξερε την κατεύθυνση που έπρεπε να πάρει… μα άπλωνε τα χέρια του προς διάφορες κατευθύνσεις.

Τα singles που κυκλοφόρησαν τον καιρό εκείνο, συγκεντρωμένα όλα στη συλλογή με τον τίτλο “Japanese Whispers”, παρουσιάζουν ουσιαστικά ένα συγκρότημα που έπαιζε, δοκιμάζοντας ήχους και πλάθοντας μουσικές, από την αρχή ξανά. Τραγούδια όπως το “The Walk” φανερώνουν ένα έντονο φλερτ με τους ήχους των συνθεσάιζερ των καιρών, ενώ το jazzy (και προσωπικά αγαπημένο) “The Lovecats” υπήρξε κάτι εντελώς καινούργιο – αυτό το χαριτωμένο παιχνίδισμα, σα πάτημα γάτας πάνω σε πιάνο, σαν άτακτο ξετύλιγμα ενός πολύχρωμου κουβαριού• σαν τη μυρωδιά της άνοιξης στο πέρας ενός βαρύ χειμώνα.

Στις στάχτες του γέρικου ψοφιμιού είχε ξεπροβάλλει πια ένα μικρό παιδί. Ήταν το νέο πρόσωπο των Cure, το οποίο θα μεγάλωνε τα χρόνια που θα ακολουθούσαν, σκορπίζοντας τη δική του, πολύχρωμη παλέτα με μπογιές στο μουσικό τοπίο των καιρών… 



Ο Ρόμπερτ Σμιθ των Cure και η Siouxsie Sioux
Blue Sunshine album cover by The Glove




Την ίδια εποχή που οι Cure – ή πιο σωστά, ο Robert Smith – άνοιγαν πανιά για νέες μουσικές θάλασσες, η συνεργασία του Σμιθ με την Siouxsie και τους Banshees γινόταν όλο και περισσότερο εντατική. Ο Σμιθ είχε μετατραπεί, λίγο πολύ, σε τακτικό, πλήρες μέλος της μπάντας, οι μουσικοί πειραματισμοί της οποίας είχαν σαφώς επίδραση πάνω στους δικούς του.

Παράλληλα, ανέπτυξε φιλία με τον μπασίστα των Banshees, Steven Severin. Μαζί αποφάσισαν να δημιουργήσουν ένα ενδιαφέρον supergroup, και το όνομα αυτού: “The Glove”.

Επηρεασμένοι από το ψυχεδελικό image και την ποπ αισθητική του “Yellow Submarine” των Beatles, 20 περίπου χρόνια μετά, και φέροντας ο καθένας τις δικές του μουσικές επιρροές, κυκλοφόρησαν το ένα και μοναδικό άλμπουμ των Glove με τίτλο “Blue Sunshine” – φέροντας ένα άκρως ψυχεδελικό εξώφυλλο και έναν τίτλο που παρέπεμπε σε μια b-movie με θέμα της μια ναρκωτική ουσία που μετέτρεπε σε μανιακούς δολοφόνους τους παραλήπτες της.

Στα φωνητικά ξεχωρίζει μια νέα τραγουδίστρια με ξωτικιά φωνή, η Jeanette Landray. Μουσικά ο δίσκος ακροβατεί μεταξύ του ψυχεδελικού ύφους του εξώφυλλου και του ακμάζοντος τα χρόνια εκείνα new wave στυλ, ενώ οι χαρακτηριστικές κιθαριστικές μελωδίες του Robert Smith και το μπάσο του Steven Severin συνιστούν τον ακρογωνιαίο λίθο του. Τα τραγούδια “Punish Me With Kisses” και “Like An Animal” κυκλοφόρησαν ως singles και ο δίσκος παραμένει ως σήμερα ένα από τα κρυμμένα διαμάντια της εναλλακτικής σκηνής της δεκαετίας του 80.

Βρισκόμαστε πια στο 1984, κι ενώ ο Σμιθ έκανε την εμφάνισή του στο περιβόητο “Top Of The Pops” τόσο με τους Cure, όσο και με τους Banshees, κατά τη διάρκεια του ίδιου προγράμματος, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να ηχογραφήσει δίσκο και με τα δύο συγκροτήματα μαζί… E, κάποια στιγμή λύγισε υπό όλο αυτό το βάρος και αποφάσισε να διακόψει τη συνεργασία του με τους Banshees – στέλνοντας μάλιστα πιστοποιητικό γιατρού στον Severin, που αποδείκνυε πως είναι αδύνατον, για λόγους υγείας, να συνεχίσει και με τα δύο συγκροτήματα. Τρία χρόνια μετά, κι ενώ οι Cure είχαν εκτοξευτεί σε επίπεδο δημοτικότητας, ο Smith δήλωνε: «Προτιμώ τους Cure από τους Banshees, και η Siouxsie προτιμά τους Banshees απ’ τους Cure. Δεν έχει δει όμως και τις δύο πλευρές όπως εγώ και δεν ξέρει τι χάνει».



Roller Coaster




Ας μην προτρέχουμε όμως. Βρισκόμαστε ακόμα στο έτος 1984. Έχοντας αφήσει τα πολλαπλά project στην άκρη, το βάρος τώρα για τον Σμιθ θα δινόταν αποκλειστικά στους Cure. Η κρίση ταυτότητάς του όμως θα γινόταν ακόμα μεγαλύτερη – και μαζί με αυτήν η κατανάλωση ψυχοτρόπων ουσιών.

Το αποτέλεσμα αυτών το βλέπουμε στο νέο άλμπουμ των Cure, την πρώτη ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά τους μετά το “Pornography”, δύο χρόνια μετά. Ο τίτλος αυτού: “The Top”, μια λέξη που φιγουράρει καταμεσής ενός πολύχρωμου εξώφυλλου, ενδεικτικού του περιεχομένου του δίσκου. Αν υπήρξε δίσκος των Cure που να καθρεφτίζει την πολυδιάστατη φύση του δημιουργού τους, το “Top” είναι αυτός ο δίσκος. Ναι, οι μαύρες μέρες του ολικού πεσιμισμού ανήκαν στο παρελθόν… ωστόσο τι είχε πάρει τη θέση τους; Ένα μανιακό ανεβοκατέβασμα σε ένα βαγονάκι ρόλερ κόστερ, δίχως αρχή και τέλος, μια ψυχεδελική πορεία εντός ενός κόσμου σε θραύσματα, κομμάτια ενός παζλ που αποζητούν να ενωθούν χωρίς να βρίσκουν ταίρι, μπλέκοντας σε έναν χαοτικό ιστό, πασαλειμμένα με κηλίδες χρώματος, μουτζούρες ενός τρελού μωρού πάνω σε λευκό χαρτί. Αυτό ήταν το νιογέννητο των Cure, το νέο παιδί του Robert Smith, που έπαιζε δίχως σκοπό και συνοχή, εκνευριζόταν, έριχνε κάτω τις μπογιές του, πασάλειβε τα πάντα γύρω του, ώσπου να αρχίσει τα ταξίδια σε εσωτερικούς κόσμους, κάπου μεταξύ πραγματικότητας και χάους.




The Cure's The Top album cover
Robert Smith in 1985




Μα σαν δίσκος… δεν ήταν καθόλου άσχημος! Αντισυμβατικός και δύσκολος στη χώνεψη… ναι. Μα καθόλου άσχημος. Θα έλεγα πως συνιστά τον περισσότερο υποτιμημένο δίσκο τους – στάθηκε θύμα του πειραματισμού και της απουσίας ταυτότητάς του.

Το “The Top” υπήρξε το πιο ψυχεδελικό και λιγότερο συνεκτικό εγχείρημα του Robert Smith. Κανένα τραγούδι δεν μοιάζει με το άλλο, άφθονοι ήχοι και στυλ αγωνίζονται να πάρουν μια θέση στην κορυφή (aka, “The Top”), μα στο τέλος, αν δεσπόζει κάτι εκεί ψηλά είναι αυτή ακριβώς η απουσία συνοχής, το χάος που αγκαλιάζει τα πάντα. Eπιθετικά ξεσπάσματα ("Give Me It"), ψυχεδελικά ταξίδια ("Wailing Wall"), παρανοϊκά σαξόφωνα, αντιπολεμικά εμβατήρια ("The Empty World"), γουρούνια σε καθρέπτες ("Piggy in the Mirror") και μυστηριώδεις κάμπιες ("The Caterpillar"), όλα παρελαύνουν σε αυτόν τον άκρως πειραματικό και ενδιαφέροντα δίσκο, ένα άλμπουμ πολύ παράξενο για να χωνέψει το κοινό, ένα κοινό που έβλεπε τον εαυτό του να πιάνεται στα δίχτυα της μουσικής και να μπερδεύεται ολοένα και περισσότερο. Μα τι συμβαίνει επιτέλους μέσα στο μυαλό του Robert Smith;

Μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πως ούτε ο ίδιος ο Σμιθ γνώριζε την απάντηση. Η περίοδος του “Top” υπήρξε η πλέον παράδοξη και εκκεντρική, οι συνεντεύξεις του Σμιθ της περιόδου ξεχειλίζουν τρέλα αντίστοιχη με εκείνη του δίσκου, ο Σμιθ μεταξύ άλλων έλεγε ψέματα, όπως για παράδειγμα ότι συνοδεύει το συγκρότημα στις περιοδείες ένα… αρνί, και άλλα τέτοια. Ήταν επίσημο λοιπόν: Οι Cure γλίτωσαν την αυτοκαταστροφή, στην οποία όδευαν δύο χρόνια πριν, για να καταλήξουν… στην ψύχωση. Είχαν τρελαθεί… και είχαν πια βρει την υγεία τους.



Mainstream Success




Και ο καιρός περνά. Και το μαλλί του Σμιθ φουντώνει πάλι. Και η αφήγησή μας θα μπορούσε να σταματήσει κάπου εδώ. Η συνέχεια, βλέπετε, ήταν τέτοια που τα λόγια είναι ίσως περιττά. Μιλάνε από μόνα τους τα hits, τα charts που ανακάλυψαν επιτέλους το συγκρότημα, οι ατελείωτες συναυλίες, οι τηλεοπτικές εκπομπές, τα επιτυχημένα βίντεοκλιπ, τα εξώφυλλα, η χαρακτηριστική φιγούρα του αναμαλλιασμένου, βαμμένου Robert Smith. Βρισκόμαστε πια στο έτος 1985 – το έτος κλειδί. Ήταν πια καιρός να γίνουν αποδεκτοί οι Cure από τα πλήθη του μουσικόφιλου κοινού.

Το σημείο τομής, ο δίσκος που εκτόξευσε το συγκρότημα από ένα διαφανές status σχετικής ανυπαρξίας σε μουσικά είδωλα των καιρών τους, ήταν το “Head On The Door” – και με αυτόν τον δίσκο γεννήθηκαν επισήμως οι νεότεροι Cure, που τόσο αγαπητοί έγιναν από πλήθη και πλήθη κόσμου. Ο Robert Smith κατόρθωσε επιτέλους να συνδυάσει τις προσωπικές του αναζητήσεις με ένα μουσικό στυλ που πήγαινε μεν πέρα από κατηγορίες, δίχως ωστόσο να καταλήγει στο (ενίοτε όμορφο μα δυσκολοχώνευτο) χάος του “The Top”.

Το κοκαλάκι της νυχτερίδας ασφαλώς, το κλειδί της επιτυχίας, υπήρξε η επαναφορά εκείνου ακριβώς του πιασάρικου, ποπ ύφους, που τόσο είχε ξενίσει τον κόσμο δύο χρόνια πριν, δοσμένου όμως με μια αισθητική που ταίριαζε περισσότερο στα προγενέστερα σκοτεινά και εσωτερικά ηχοτρόπια του Robert Smith, ανανεωμένου με μια δόση γλυκιάς μελαγχολίας και αναπόλησης – μα και μια αίσθηση ελπίδας, ένα άρωμα ανανέωσης, μια υπόσχεση έρωτα.

Αυτοί ήταν οι νεότεροι Cure. Και ο κόσμος τους αγάπησε.




The Cure In Between days
The Cure eating ice cream in London, 1986
Head on the Door, album by The Cure





Ο Simon Gallup είχε επιστρέψει στο συγκρότημα. Ο Robert Smith φάνηκε πως έβρισκε επιτέλους τον εαυτό του. Και το “Head On The Door” σημείωσε μεγάλη επιτυχία, για πρώτη φορά στα χρονικά της μπάντας, αγγίζοντας το τοπ-20 των charts σε ουκ ολίγες χώρες. Τα “In Between Days” και “Close To Me” υπήρξαν ιδιαίτερα επιτυχημένα σαν singles, ενώ η μουσική πολυμορφία του άλμπουμ ξεχωρίζει σε τραγούδια όπως το ανατολίτικο “Kyoto Song”, το ισπανικό “The Blood”, το επιθετικό “Screw” και το… απλά πανέμορφο “A Night Like This”, παντρεύοντας την ποπ με τη ροκ, το new wave με τον εξωτισμό. Και αυτά ενώ η φωνή του Robert Smith για πρώτη φορά ακούγεται έτσι ώριμη, διαυγής, ολοκληρωμένη. 

Οι σκοτεινοί τόνοι, αλλοτινό σήμα κατατεθέν της μπάντας, δεν απουσιάζουν, μα έχουν πια ενσωματωθεί σε αυτό το νέο, πολύμορφο ύφος – όπως οι τόνοι του μαύρου σ’ έναν πίνακα γεμάτο χρώματα.

Οι Cure είχαν αγγίξει το χείλος της αβύσσου και τους πρόποδες των βουνών της τρέλας, μα τώρα βίωναν την αναγέννησή τους. Το ατσούμπαλο και παλαβό μωρό είχε γίνει ένα χαμογελαστό, ντυμένο σε πολύχρωμα ρούχα, παιδί. 



The Cure and a Snowman
The Cure's Robert Smith reading a comic book / Ο Ρόμπερτ Σμιθ ενώ διαβάζει το κόμικ του




Εν έτει 1985, οι Cure έκαναν για πρώτη φορά και την εμφάνισή τους στη χώρα μας, στα πλαίσια του (θρυλικού πλέον) “Rock in Athens”, ένα φεστιβάλ οργανωμένο στα πλαίσια της γενικότερης πολιτισμικής κίνησης που επιχειρούσε η Μελίνα Μερκούρη – ναι, έκανε και κάποια καλά πράγματα η τότε κυβέρνηση, καταμεσής όλων των κακών. Πόσο θα ήθελα να είχα δώσει τότε το παρόν – μα ήμουν πολύ μικρός ακόμα και τα ακούσματά μου ίσα που περιελάμβαναν τα «Τραγούδια των Στρουμπφ». Στα πλαίσια του φεστιβάλ είχαν έρθει ονόματα όπως οι Depeche Mode, οι Clash, οι Stranglers και η Nina Hagen – όπως και να το κάνουμε, άλλο να βλέπεις τα συγκεκριμένα συγκροτήματα live στα 80’s, όταν και μεσουρανούσαν, και άλλο να τα βλέπεις 20 και βάλε χρόνια μετά.

Μεταξύ των πάνω ονομάτων, οι Cure υπήρξαν σχετικά άγνωστοι για την πλειονότητα του ελληνικού κοινού. Τους γνώριζαν μόνο οι «ψαγμένοι» μουσικά και εκείνοι που ασχολούνταν με την εναλλακτική και πανκ μουσική σκηνή. Οι πρώτες νότες του “One Hundred Years” όμως υπήρξαν αρκετές για να μυήσουν τον ανυποψίαστο κόσμο στο ατμοσφαιρικό τους σύμπαν. Το κοινό μαγεύτηκε, ενώ ερμηνείες όπως εκείνη του “A Forest” (click εδώ για να την δείτε) παραμένουν στις κορυφαίες που έδωσε ποτέ η μπάντα. Πριν το “Live In Athens” οι Cure ήταν άγνωστοι στους Έλληνες. Μετά το φεστιβάλ είχαν μετατραπεί σε ένα από τα πιο καυτά ονόματα των καιρών και οι οπαδοί τους άρχισαν να ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια. Δεν άργησε πολύ να εξαπλωθεί κυριολεκτική μανία για το συγκρότημα, η οποία και συνέπεσε με την περίοδο που οι ίδιοι έβλεπαν τη δημοτικότητά τους να μεγενθύνεται διαρκώς.

Από τότε οι Cure μετατράπηκαν σε ένα από τα αγαπημένα σχήματα του ελληνικού μουσικόφιλου κοινού.



The Cure in 1986-87
Robert Smith and Simon Gallup



Kisses In Heaven




Έχοντας μπει για τα καλά πλέον στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 80, οι ανανεωμένοι Cure επιθυμούσαν να αποτινάξουν τις σκιές του παρελθόντος και να εξελιχτούν ακόμα περισσότερο ως μουσικοί. Μια σημαντική μερίδα των οπαδών τους όμως – εκείνοι που τους είχαν ανακαλύψει πριν μετατραπούν σε όνομα των charts – εξακολουθούσαν να τους ταυτίζουν με εκείνο ακριβώς το στυλ, στη γέννηση του οποίου είχαν συμβάλλει καθοριστικά: το gothic rock, το οποίο διένυε μέρες μεγάλης ακμής, τότε, στο δεύτερο μισό των 80’s.

Το image του συγκροτήματος έπαιζε καθοριστικό ρόλο σε αυτό: Η φιγούρα του Robert Smith με τα μαύρα, ανάκατα μαλλιά (η οποία, για όσους δε γνωρίζουν, θα επηρέαζε τον Tim Burton στο χτίσιμο της όψης του «Ψαλιδοχέρη»), τα μαύρα ρούχα και το make up, φάνταζε ιδιαίτερα «γοτθική», μια αρσενική εκδοχή της Siouxsie τον καιρό που καθιέρωνε το goth look, αλλά και πολλών άλλων από το πλήθος των «γότθων» που κατέκλυζαν σα νυχτερίδες τα υπόγεια στέκια του Λονδίνου της δεκαετίας του 80. Παρουσιάζει ενδιαφέρον πως το συγκεκριμένο image o Smith το καθιέρωσε τον καιρό που οι Cure είχαν εγκαταλείψει τους αμιγώς goth ήχους. Μα, ως γνωστόν, στη show business η εικόνα είναι εκείνη που μετράει πάντα περισσότερο, εκείνη που αποτυπώνεται καλύτερα στο νου και τη συνείδηση του πλήθους.

Ίσως να είχαν κάτι τέτοιο κατά νου οι Cure λοιπόν, όταν αποφάσισαν να βγουν στο γαλλικό τηλεοπτικό πρόγραμμα “Champs Elysses”, εν έτει 1986, και να ερμηνεύσουν το “Boys Don’t Cry” ντυμένοι σε… πολύχρωμα γυναίκεια ρούχα! Βλέποντας πως πλήθος από τους οπαδούς τους εξακολουθούσαν να τους θεωρούν μια goth μπάντα, συρρέοντας μαζικά στα live ντυμένοι στα μαύρα, οι Cure σκέφτηκαν να τους δώσουν ένα μήνυμα… Ήταν ο δικός τους τρόπος να φανερώσουν πως δεν ανήκουν πουθενά… (click για το βίντεο)

«Όλος αυτός ο ρομαντισμός του θανάτου! Κι όμως, όποιος έχει βιώσει τον θάνατο από πρώτο χέρι μπορεί με σιγουριά να σας πει πως δεν υπάρχει τίποτα ρομαντικό πάνω του…», είχε πει σε μια συνέντευξή του, μετά από καιρό, ο Robert Smith, συζητώντας για το κίνημα του gothic... Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε στο μεγάλο (και κλασικό πια, όντας το παλαιότερο από τα αφιερώματα του Κουνελιού) αφιέρωμά στο Gothic (click εδώ). 




Robert Smith in Star Hits magazine, 1988
Robert Smith on the cover of a japanese magazine




Είχε πάει 1987. Μια όμορφη χρονιά, με άρωμα διάχυτο από τυρινίνη. Και οι Cure κυκλοφορούν έναν δίσκο που μοσχομύριζε άνοιξη, πριν ακόμα πιάσουν οι ζέστες – τον καιρό που ξεπετάγονται τα πρώτα άνθη καταμεσής ξεγυμνωμένων δέντρων• ή φθινόπωρο, πριν πιάσουν τα κρύα – τον καιρό που η γη αποκτά εκείνο το γλυκό χρυσοκόκκινό της χρώμα, καταμεσής του στρώματος των πεσμένων φύλλων. Ο δίσκος ήταν το “Kiss Me Kiss Me Kiss Me” (τρεις φορές, γιατί μία ποτέ δεν είναι αρκετή) και οι Cure έκαναν ένα ακόμα βήμα προς τα πάνω: Για πρώτη φορά σημείωσαν τόσο μεγάλη επιτυχία στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, και ο δίσκος έφτασε στο τοπ-40 των αμερικανικών charts, μα και στο top-10 πολλών άλλων χωρών. Ήταν επίσης το πρώτο άλμπουμ τους που έφτασε να γίνει πλατινένιο.

Όσο αφορά το περιεχόμενο; Θα μου επιτρέψετε να χρησιμοποιήσω λέξεις και φράσεις από τους τίτλους των τραγουδιών, θεωρώ πως είναι άκρως αντιπροσωπευτικοί. Φανταστείτε λοιπόν πως βρίσκεστε κάπου στο Παρίσι, σε μια πλατεία με γραφικά μαγαζιά και ερυθρόχρωμα δέντρα. Ενώ κάθεστε σε ένα τραπέζι, πίνοντας ένα δροσιστικό ρόφημα με παγωμένη ζάχαρη, φέρνετε κατά νου τα περασμένα και αναπολείτε: φιλιά που χάθηκαν, σχέσεις που διένυσαν τον κύκλο τους… και σεις απομείνατε μονάχος, άγρυπνος τις νύχτες, ριγμένος σ’ έναν λάκκο με φίδια. 

Μα ξάφνου κάνει την εμφάνισή της μια παριζιάνα. Την παρατηρείτε απέναντί σας, ενώ βαδίζει, και στα πόδια της αναστενάζει όλη η γη. Σας εξαπολύει τότε μια ματιά – μια ματιά μονάχα, μα το βλέμμα της φαντάζει σαν Παράδεισος. Μια υπόσχεση όσων είναι να ‘ρθουν.




Kiss Me Kiss Me Kiss Me album by the Cure
The Cure circa 1987




Αυτό είναι το “Kiss Me Kiss Me Kiss Me”! Μουσικά, πρόκειται για ένα από τα πλέον πολύμορφα άλμπουμ του συγκροτήματος. Θα βρείτε ξεσηκωτικά ροκ τραγούδια (“Shiver and Shake” - click), party ύμνους (“Why Can’t I Be You” - ίσως το πιο χορευτικό και ανεβαστικό τραγούδι των Cure), φανκιές (“Hot, Hot, Hot!!!”), ατμοσφαιρικά, υποχθόνια περάσματα, με ανατολίτικες αποχρώσεις (“The Snakepit”, “If Only Tonight We Could Sleep”) και κλασικούς Cure ύμνους (“All I Want”). Να μη παραλείψω να αναφέρω φυσικά το σαρωτικό χιτ “Just Like Heaven” (αναμφισβήτητα ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα τραγούδια τους), μα και το προσωπικά αγαπημένο μου, το υπέροχο “How Beautiful You Are”… του οποίου και αξίζει να παραθέσουμε τους στίχους και να μιλήσουν εκείνοι αντί για μας…




You want to know why I hate you? 

Well I'll try and explain 

You remember that day in Paris 

When we wandered through the rain 



Promised to each other 

That we'd always think the same 

And dreamed that dream 

To be two souls as one 



Stopped just as the sun set 

And waited for the night 

Outside a glittering building 

Of glittering glass and burning light 



And in the road before us 

Stood a weary grayish man 

Who held a child upon his back 

A small boy by the hand 



Three of them were dressed in rags 

And thinner than air 

And all six eyes stared fixedly on you 



The father's eyes said "Beautiful! 

How beautiful you are!" 

The boy's eyes said 

"How beautiful! she shimmers like a star!" 



The child's eyes uttered nothing 

But a mute and utter joy 

And filled my heart with shame for us 

At the way we are, at the way we are 



I turned to look at you 

To read my thoughts upon your face 

And gazed so deep into your eyes 

So beautiful and strange 



Until you spoke 

And showed me understanding is a dream 

I hate these people staring 

Make them go away from you 



The father's eyes said "Beautiful! 

How beautiful you are!" 

The boy's eyes said 

"How beautiful! she glitters like a star!" 



The child's eyes uttered nothing 

But quiet and utter joy 

And stilled my heart with sadness 

For the way we are, at the way we are 



And this is why I hate you 

And how I understand 

That no one ever knows or loves another 

Or loves another 





Οι Cure στα ομορφότερά τους…



Robert Smith playing an accordion / Ο Ρόμπερτ Σμιθ των Cure με ακορντεόν


Lullabies on Fascination Street




Ενώ τα πολύχρωμα 80’s βάδιζαν προς το τέλος τους, κι ενώ οι Cure διένυαν τις καλύτερές τους μέρες, κάτι ξύπνησε στον Robert Smith. Η ανάμνηση ενός παλιού ονείρου ίσως, ένα όνειρο που χάθηκε, σαν αντανάκλαση σε λάκκο με νερό πριν πέσει πάνω του η βροχή και σβήσει την εικόνα του. Ο καιρός περνούσε, οι θύμησες έμπλεκαν η μία με την άλλη, οι απογοητεύσεις του παρελθόντος με τις ελπίδες του μέλλοντος, όλα συστρέφονταν, το ένα γύρω από το άλλο. Έχοντας εισέλθει στην τέταρτη δεκαετία της ζωής του, ο Σμιθ έγινε ξανά εσωστρεφής. Όση επιτυχία και αν σημείωναν στα charts, οι Cure παρέμεναν το προσωπικό του όχημα, ο καμβάς πάνω στον οποίο ζωγράφιζε, σε ύφος εξπρεσιονιστικό, τα βαθύτερα συναισθήματα και τις ασυνείδητες του σκέψεις.

Το συγκρότημα αντιμετώπιζε εσωτερικά ζητήματα – οι μέρες του Lol Tolhurst ως μέλος της μπάντας έφταναν στο τέλος τους. Έπινε πολύ και απουσίαζε πλήρως από το δημιουργικό κομμάτι της μουσικής – «ήθελα να παραμείνει στη μπάντα περισσότερο νιώθοντας υποχρέωση απέναντι σε έναν παλιό φίλο», είχε πει ο Σμιθ. Μα τα υπόλοιπα μέλη δε τον άντεχαν και ο Tolhurst αποχώρησε. Το υλικό του επόμενου δίσκου θα ετοιμαζόταν εξ’ ολοκλήρου απ’ τον Σμιθ (για άλλη μια φορά), ο οποίος είχε κλειστεί (πάλι) στον εαυτό του. Η εμπορική επιτυχία όμως τον έκανε να αισθάνεται άβολα, το ίδιο και το status του σούπερσταρ. Σκεπτόταν πως τα περισσότερα συγκροτήματα στην ιστορία της μουσικής παραδίδουν τα κορυφαία άλμπουμ τους στην πρώτη δεκαετία της ύπαρξής τους και μετά παίρνουν τον κατήφορο – και έχοντας συμπληρώσει πάνω από δέκα χρόνια ύπαρξης με τους Cure, τον έπιανε κατάθλιψη, νιώθοντας πως είχε έρθει η ώρα του δικού τους κατήφορου.

Οι Cure έμελλε να ανανεώσουν το ραντεβού τους με το σκοτάδι – μόνο που τώρα η εμπειρία θα ήταν διαφορετική. Εδώ δεν έχουμε πια το καταθλιπτικό γκρίζο του “Faith” ή το καταστροφικό μαύρο του “Pornography”. Έμοιαζε περισσότερο με τον σκοτεινό ουρανό που περικλείει το φεγγάρι τα βράδια, με τα σύννεφα που ταξιδεύουν πάνω του, μαύρες ψαρόβαρκες στη θάλασσα του ουρανού, μα και με τ’ αστέρια που αχνοβολούν, η λάμψη τους ένας φάρος μες στη νύχτα.

Ήταν 1989 και οι Cure παρέδωσαν το “Disintegration” – για πολύ κόσμο το κορυφαίο έργο τους.




Disintegration album cover, by The Cure, 1989
The Cure, Disintegration era / Οι Cure την εποχή του Disintegration




Φάνταζε σαν αυτοκαταστροφική κίνηση αρχικά. Ο Σμιθ είχε αποκαλύψει τις προθέσεις του και είχε δεχτεί συμβουλές να μην ακολουθήσει αυτό τον δρόμο – ένας δίσκος γεμάτος με τόσα αργόσυρτα, μελαγχολικά τραγούδια θα απέβαινε καταστροφικός για ένα συγκρότημα που είχε κατορθώσει επιτέλους, μετά από μια δεκαετία, να σημειώσει επιτυχία και να μετατραπεί σε είδωλα των καιρών του. Έχοντας κατακτήσει τα charts και έχοντας γίνει αγαπητοί από τα πλήθη, με τραγούδια όπως το “Just Like Heaven” και το “Close To Me”, τι μπορούσε να εξυπηρετήσει ένα άλμπουμ τόσο σκοτεινό και θλιβερό; Μόνο πισωγύρισμα μπορούσε να είναι, στα χρόνια εκείνα που οι Cure βρίσκονταν στα όρια της διάλυσης. Ο δίσκος θα απέβαινε μια «εμπορική αυτοκτονία», όπως είχαν προειδοποιήσει τον Σμιθ οι υπεύθυνοι της αμερικανικής Elektra Records.

Οι πρώτες νότες του “Lullaby” σήμαναν τον τόνο. Αργός ρυθμός, μια ατμόσφαιρα που σε υπνωτίζει, σε ναρκώνει. Μια μελωδία στοιχειωμένη, μα βαθιά αισθαντική. Φωνή χαμηλή, σχεδόν ψιθυριστή, σαν από όνειρο. Η είσοδος σ’ έναν κόσμο με σκιές και σύννεφα. Μια αράχνη που υφαίνει τον ιστό της, φωτογραφίες από πρόσωπα που χάθηκαν, αναμνήσεις σε άλμπουμ με φωτογραφίες, ένα κερί που τρεμοπαίζει, μια ερωτική εξομολόγηση.

Lullabies on Fascination Street. Και οι Cure είχαν υφάνει το πέπλο των ονείρων.



Robert Smith in Lullaby video




Ο Robert Smith φανέρωνε, για άλλη μια φορά, πως αδιαφορούσε για τις τακτικές του μάρκετινγκ, και πως το νόημα της μουσικής βρίσκεται στην έκφραση, όχι στα νούμερα. Κι όμως! Το “Disintegration” έμελλε να γίνει ο πιο πετυχημένος δίσκος τους, ο πιο δημοφιλής, ο πιο αναγνωρίσιμος. Ήταν οι Cure του παρελθόντος και οι Cure του παρόντος, έχοντας αφήσει τις διαφορές τους, το αρσενικό και θηλυκό τους, το γιν και το γιανγκ τους, και έχοντας σμίξει σε μια αιώνια ερωτική στιγμή.

Οι γοτθικοί τόνοι είχαν επιστρέψει – μα ήταν το χρώμα της μελαγχολίας και της αναπόλησης, όχι του θανάτου. Κόντρα στον επιθετικό πεσιμισμό του παρελθόντος, ο Σμιθ εντάσσει τον μελαγχολικό ρομαντισμό των τελευταίων δίσκων τους, επαναφέροντας την αυθεντική, αρχέτυπη ιδέα του ρομαντισμού: εκεί που το φως και το σκοτάδι συμπλέκονται σε μια αδιάσπαστη αγκάλη. Εκεί που ο έρωτας και ο θάνατος γίνονται ένα.

Τα “Lullaby”, “Fascination Street”, “Pictures Of You” και “Last Dance”, "Disintegration", ανήκουν στα διαχρονικότερα τραγούδια του συγκροτήματος. Όσο αφορά το “Lovesong”, η επιτυχία του ήταν σαρωτική, φτάνοντας ως τη δεύτερη θέση των charts και μετατρεπόμενο σε ένα από τα πιο ομορφότερα ερωτικά τραγούδια όλων των εποχών. «Είχε έρθει επιτέλους ο καιρός που μπορούσα να γράψω ένα straight forward τραγούδι αγάπης», είχε πει ο Robert Smith – και το “Lovesong” ήταν το δώρο του απέναντι στην γυναίκα του, Mary Poole, με την οποία είχαν πρόσφατα παντρευτεί. Πόσοι και πόσοι θα έχουν αφιερώσει το συγκεκριμένο τραγούδι, εκ τότε, σε αγαπημένα πρόσωπά τους, σε έρωτες πραγματοποιημένους ή απραγματοποίητους (ένας εκ των οποίων υπήρξε, μια φορά κι έναν καιρό, και ο υπογράφων – σε μια παλιά κασέτα…)

Το “Disintegration” συνδύασε τέλεια το σκοτεινό με το πιασάρικο, γι’ αυτό και πέτυχε. Αγαπήθηκε εξ’ ίσου από τους παλιούς, όσο και από τους νεότερους οπαδούς των Cure, αμφότερους «γότθους» και «ποπάδες», και καταξιώθηκε ως ο κλασικότερός τους δίσκος. Και ο Ρόμπερτ Σμιθ ξόρκισε για άλλη μια φορά τα προσωπικά φαντάσματά του, μετατρέποντάς τα σε τέχνη.



The Cure's Robert Smith playing his guitar in 1989. Photo by Jason Scott Tilley
Picture source


To Wish Impossible Things




Κάθε τέλος συνιστά μια σύμβαση. Στην πραγματικότητα ποτέ καμία ιστορία δεν τελειώνει εντελώς – από μία μακροσκοπική οπτική τα πάντα συνεχίζονται διαρκώς. Ωστόσο οι ιστορίες που αφηγούμαστε στον κόσμο αναγκαστικά τελειώνουν – και το σημείο στο οποίο θα τελειώσουν το επιλέγουμε εμείς. Επέλεξα λοιπόν να κλείσω την αναλυτική μας παρουσίαση κάπου στις απαρχές των 00’s και να μην επεκτείνω την ιστορία παραπέρα. Οι Cure ασφαλώς συνεχίζουν ως τις μέρες μας. Οι συναυλίες τους ανήκουν στις πλουσιότερες που έχω δει να παραδίδει οποιοδήποτε συγκρότημα (δε θα ξεχάσω ποτέ το απολαυστικό, διάρκειας τριών ωρών και βάλε, live που έδωσαν το 2005 στη Μαλακάσα, αφήνοντάς μας με ανοιχτό το στόμα κυριολεκτικά – παραμένει η μεγαλύτερο σε διάρκεια συναυλία που έχω δει ποτέ) και ο νεότερος κόσμος εξακολουθεί να τους ανακαλύπτει και να μαγεύεται από την τόσο χαρακτηριστική τους μουσική.

Η πρόσφατη είσοδός τους στο Rock ‘n Roll Hall of Fame ήταν το κερασάκι στην τούρτα. Οι Cure έχουν κατοχυρώσει τη θέση τους στο πάνθεον των συγκροτημάτων μιας ολόκληρης εποχής. Ο Ρόμπερτ Σμιθ μπορεί να χαμογελά κάτω απ’ το κραγιόν του.

Μα τι λέω – Σμιθ είναι αυτός. Γίνεται να μην αποζητά διέξοδο και έκφραση με κάθε δυνατό τρόπο, όσα χρόνια και αν περάσουν, όση επιτυχία και αν έχει εξασφαλίσει; Ασφαλώς και όχι. Οι νεότεροι δίσκοι των Cure, εκείνοι που μας παρέδωσαν στα 00’s, μπορεί να μη συνιστούν τα άλμπουμ για τα οποία θα τους θυμάται μετά από χρόνια ο κόσμος – μα εκείνες οι προσωπικές πινελιές έκφρασης του δημιουργού τους βρίσκονται πάντοτε εκεί, όπως υπήρχαν από τα πρώτα κιόλας χρόνια.



Robert Smith on the cover of Rolling Stone magazine
The Cure's Wish album




Το λυκαυγές της δεκαετίας του 90 είδε, λοιπόν, τον κόσμο να αλλάζει – επιφανειακά τουλάχιστον. Μια νέα μουσικόφιλη γενιά ξεπρόβαλε στο προσκήνιο, καινούργια είδη μουσικής φάνηκαν να κατακλύζουν τα charts. H αναδυόμενη τότε Generation X επικοινωνούσε με διαφορετικό τρόπο, συγκριτικά με τους προκατόχους της… Για τον κόσμο της εποχής εκείνης το “Wish” – δίσκος που οι Cure κυκλοφόρησαν το 1992 – φάνταζε σαν μια μοναδική γέφυρα ανάμεσα στα περασμένα από τη μία και στους ήχους του παρόντος από την άλλη. Έχοντας διαδεχτεί τη σαρωτική επιτυχία του “Disintegration”, το “Wish” επέλεξε να μη βαδίσει στη σκιά του – μα να ακολουθήσει έναν δικό του δρόμο, εμπνευσμένο από το άρωμα της γενιάς των Nineties. Ήταν ο πιο “alternative rock” δίσκος που είχε κυκλοφορήσει μέχρι τότε το συγκρότημα.

Ήταν επίσης ένα εξαιρετικά πολύμορφο, μουσικά, άλμπουμ, παντρεύοντας τη μελαγχολία (“Apart”) με μια περισσότερο χύμα αισθητική (“Open”), τις επικές διαθέσεις (“From The Edge Of The Deep Green Sea” - ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια τους όλων των εποχών) με τον λυρισμό (“A Letter to Elise” – η πιο “Disintegration” στιγμή του δίσκου) και την εμπορικότητα – για το τελευταίο ο λόγος ασφαλώς για το “Friday I’m In Love”, το μεγαλύτερο απ’ τα χιτ τους και ίσως το πιο αναγνωρίσιμο τραγούδι που έγραψαν ποτέ.

Ήταν ένα πολύ όμορφο άλμπουμ που έμελλε να καταστήσει γνωστό το συγκρότημα σε ακόμα μεγαλύτερα πλήθη κόσμου. Ήταν επίσης ο τελευταίος πολύ μεγάλος δίσκος τους, κατά την άποψή μου. Η έμπνευση ασφαλώς δε θα εγκατέλειπε τον Robert Smith – μα κάθε συγκρότημα γνωρίζει μια στιγμή που φτάνει στο αποκορύφωμά του. Για τους Cure είχε πια έλθει και περάσει αυτή η ώρα.



The Cure's Robert Smith hiding his face




Δεν θα έλειπαν βέβαια στιγμές εξαιρετικής αναλαμπής τα επόμενα χρόνια. Λίγο μόλις διάστημα μετά την επιτυχία και την καταξίωση του “Wish”, οι Cure θα συμμετείχαν στο περίφημο soundtrack μίας από τις πλέον «γοτθικές» ταινίες των Nineties – ο λόγος για το «Κοράκι» και το τραγούδι “Burn”, ένα από τα πολύ αγαπημένα άσματα των οπαδών τους και αναμφίβολα μία από τις ωραιότερες στιγμές του soundtrack της ταινίας. Μπορεί, βλέπετε, ο Ρόμπερτ Σμιθ να είχε αποβάλλει από καιρό την ταμπέλα του «γότθου», τονίζοντας ξανά και ξανά πως οι Cure “δεν ανήκουν πουθενά”… μα, μεταξύ μας, η μουσική τους ταίριαζε απόλυτα σε ένα έργο όπως το «Κοράκι»… το ίδιο και η χαρακτηριστική φυσιογνωμία του ίδιου του Σμιθ, ο οποίος θα μπορούσε κάλλιστα να έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο!

Το 1996 το συγκρότημα κυκλοφόρησε το “Wild Mood Swings” – για πρώτη φορά μια μερίδα των οπαδών τους φάνηκε κάπως να προβληματίζεται. Ο δίσκος είχε τις στιγμές του, μα απουσίαζαν τα τραγούδια εκείνα που ήταν δυνατό να ξεχωρίσουν και να γίνουν διαχρονικά – μα όπως είπαμε, δε γίνεται να βρίσκεται συνέχεια κάποιος στην κορυφή, αργά η γρήγορα θα έρθει η ώρα της κοιλιάς. Μετά από τόσα εμπνευσμένα άλμπουμ στη σειρά (εδώ που τα λέμε, δεν είχαν κυκλοφορήσει κανέναν «μέτριο» δίσκο μέχρι τότε οι Cure) θα ερχόταν η στιγμή να μειωθεί κάπως η έμπνευση. Αυτό δεν σημαίνει πως ο δίσκος δεν είχε τις στιγμές του.

Λίγα χρόνια μετά, εν έτει 2000, ο Robert Smith παρέδωσε στο απαιτητικό κοινό το νεότερό του πόνημα, επονομαζόμενο “Bloodflowers” – και το κοινό έμεινε άκρως ικανοποιημένο, αναγνωρίζοντας στον δίσκο τους Cure που είχε αγαπήσει. 




Bloodflowers by The Cure




Για τον Σμιθ, με τη σειρά του, το “Bloodflowers” συνιστούσε το ιδανικό κλείσιμο μιας «τριλογίας», απαρτιζόμενη από το “Pornography”, συνεχίζοντας στο “Disintegration” και καταλήγοντας στα αιματοβαμμένα, αυτά, λουλούδια. Τρεις διαφορετικές φάσεις της ζωής του, τρεις εναλλακτικοί τρόποι να αντικρίσει και να εκφράσει κάποιος ορισμένα από τα βαθύτερα και σκοτεινότερα του συναισθήματα. Από την καταστροφικότητα του “Pornography” (όμοια με τον μηδενισμό της νεαρής ηλικίας), στη μελαγχολία του “Disintegration” (αντίστοιχη με τη νοσταλγία ενός ανθρώπου που έχει πια περάσει την εποχή της πρώτης νιότης) και από κει στο ανανεωμένο αίσθημα που αναδεικνύει το “Bloodflowers” – τα βιώματα της ζωής μπολιασμένα με μια καινούργια φωτιά που αναδεικνύεται στο εσωτερικό τους, μια φωτιά που καίει τα παλιά και συνεχώς φουντώνει, κόντρα στον άνεμο που θέλει να τη σβήσει – το αίσθημα του μεσήλικα που βρίσκεται σ’ ένα σταυροδρόμι της ζωής του.

Αυτοί ήταν λοιπόν οι Cure της νέας εποχής και τραγούδια όπως το “39”, το “Maybe Someday” και το “Where The Birds Always Sing” ανήκουν στα πλέον εμπνευσμένα του συγκροτήματος. Και ο Robert Smith θα συνέχιζε τον δρόμο του, δημιουργικός και ανήσυχος όπως πάντα.



The Journey Never Ends




Μα το προσωπικό μας ρόλερ κόστερ, με την ταμπελίτσα «Ιστορία των Cure», κάπου εδώ φτάνει προς το τέλος του – η ιστορία ασφαλώς και δεν τελειώνει εδώ. Εκείνο που τελειώνει δεν είναι παρά μόνο η αφήγησή μας – το σημείο που, εντελώς συμβατικά, επέλεξα να κλείσω το μεγάλο αυτό αφιέρωμα.

Ξεκινώντας να γράφω αυτό το κείμενο επιθυμούσα να αποδώσω έναν φόρο τιμής σε ένα από τα συγκροτήματα με τα οποία έχω συνδέσει ένα μεγάλο μέρος των νεανικών μουσικών μου βιωμάτων. Όμορφα βιώματα ή δυσάρεστα βιώματα – μα οι Cure και η μουσική τους ήταν εκεί για μένα. Ήθελα να μοιραστώ με τον κόσμο του διαδικτύου ένα κείμενο που θα συνιστά αληθινό φόρο τιμής στο συγκρότημα, μα ταυτόχρονα θα λειτουργήσει ως όχημα για να το εξερευνήσει και η μερίδα εκείνη που τους γνωρίζει λιγότερο. Ελπίζω να τα κατάφερα και να απολαύσατε το ταξίδι και την παρέα μας… Εγώ πάντως, να είστε βέβαιοι, πως απόλαυσα το ταξίδι και με το παραπάνω.

Cure είναι αυτοί. Πως θα μπορούσε να μην είναι απολαυστικό. Σα να απολαμβάνεις ένα γευστικότατο κοκτέιλ καταμεσής του καταχείμωνου. Ή μια υπέροχη ζεστή σοκολάτα στην καρδιά του πιο θερμού καλοκαιριού. Οι Cure είναι πάντα εκεί, όλες τις εποχές και όλους τους χρόνους, όσος καιρός και αν περάσει.


Για όσους το έχασαν, ιδού το πρώτο μέρος του αφιερώματος:

Η Ιστορία των Cure, κεφάλαιο 1: Τα σκοτεινά χρόνια


Ιδού και ένα προσωπικό top-20 αγαπημένων τραγουδιών των Cure - πάρα πολύ δύσκολο στη δημιουργία του ομολογώ:


A Night Like This

Lullaby

Lovecats

The Figurehead

A Forest

Fascination Street

Lovesong

From The Edge Of The Deep Green Sea

Play For Today

M

How Beautiful You Are

Why Can't I Be You

Boys Don't Cry

Charlotte Sometimes

The Blood

This Twilight Garden

100 Years

All I Want

Burn

Killing An Arab



© Ήταν ένα αφιέρωμα στους Cure γραμμένο από το φονικό κουνέλι, 2014-2019. Παρακαλώ να μην αντιγραφεί / αναδημοσιευτεί το κείμενο σε άλλες ιστοσελίδες.




The Cure
Ένα αφιέρωμα στην ιστορία των Cure από το φονικό κουνέλι