24 Ιανουαρίου 2017

Με τη ματιά του Πωλ Όστερ





Είναι μεγάλο το μέρος του καλλιτεχνικού και πνευματικού κόσμου που έχει ταχθεί ανοιχτά ενάντια στην εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ – μεταξύ των οποίων και ο Πωλ Όστερ, ο οποίος δήλωσε πρόσφατα στη “Guardian” πως: «το μήνυμα του Ντόναλντ Τραμπ “Να ξανακάνουμε την Αμερική μεγάλη” σημαίνει στην πραγματικότητα να την ξανακάνουμε λευκή», και ότι: «Ποτέ άλλοτε δεν είχα νιώσει τόση απελπισία για το ποιοι είμαστε και πού πάμε. Φαίνεται ότι ήμασταν πάντα ένας διχασμένος λαός, από τη μια αυτοί που βάζουν πάνω από όλα τον εαυτό τους, από την άλλη όσοι νιώθουν ότι έχουν ευθύνη για τον άλλο».

Στο μεταξύ ας θυμηθούμε τις απαρχές του Πωλ Όστερ, με το έργο που τον καθιέρωσε… ο λόγος για την «Τριλογία της Νέας Υόρκης» και την πρώτη από τις ιστορίες της, τιτλοφορούμενη «Γυάλινη Πόλη» - βρισκόμαστε στο έτος 1985 και στην καρδιά της μεγαλύτερης πόλης του κόσμου – στον πυρήνα των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής:

«Οι ζητιάνοι και οι καλλιτέχνες αποτελούν μονάχα ένα μικρό κομμάτι του περιπλανώμενου πληθυσμού. Αυτοί είναι η αριστοκρατία, η ελίτ των αποτυχημένων. Πολλοί περισσότεροι είναι αυτοί που δεν έχουν να κάνουν τίποτα, που δεν έχουν να πάνε πουθενά. Πολλοί από αυτούς είναι πότες, εντούτοις ο όρος αυτός δεν δικαιολογεί την καταστροφή που ενσαρκώνουν. Απελπισμένα κουφάρια, ρακένδυτοι, με τα πρόσωπά τους γεμάτα μώλωπες και καταματωμένα, σέρνουν τα πόδια τους στους δρόμους λες κι είναι δεμένοι με αλυσίδες. Κοιμούνται στα κατώφλια, παραπατάνε σαν τρελοί ανάμεσα στα αυτοκίνητα, πέφτουν ξεροί στα πεζοδρόμια• λες και βρίσκονται παντού τη στιγμή που τους αναζητάς. Μερικοί απ' αυτούς θα πεθάνουν από την πείνα, άλλοι θα πεθάνουν απ' το κρύο, ενώ άλλοι θα πάνε ξυλοκοπημένοι, θα καούν ή θα βασανιστούν.

Για κάθε χαμένη ψυχή σε τούτη την ξεχωριστή κόλαση, υπάρχουν πολλές άλλες κλειδωμένες μέσα στην τρέλα, ανίκανες να βγουν στον κόσμο που στέκεται στα κατώφλια των κορμιών τους. Έστω κι αν δείχνουν ότι βρίσκονται εκεί, δεν μπορούν να θεωρηθούν παρούσες. Ο άντρας, για παράδειγμα που πάει παντού με ένα ζευγάρι μπαγκέτες, χτυπώντας μ' αυτές το λιθόστρωτο σ' έναν αδιάφορο, δίχως νόημα ρυθμό, σκύβοντας άγαρμπα καθώς προχωρεί κατά μήκος του δρόμου, κοπανώντας ξανά και ξανά το τσιμέντο ίσως νομίζει ότι κάνει ένα σημαντικό έργο. Αν αυτός δεν έκανε ό,τι κάνει, τότε η πόλη θα κατέρρεε. Ίσως η σελήνη έβγαινε από την τροχιά της και ερχόταν να συντριβεί πάνω στη γη.

Υπάρχουν αυτοί που μονολογούν, που μουρμουρίζουν, που κραυγάζουν, που καταριούνται, που στενάζουν, που διηγούνται στον εαυτό τους ιστορίες σαν να τις λένε σε κάποιον άλλον. Ο άντρας που είδα σήμερα να κάθεται σαν σωρός από σκουπίδια απέναντι στον σταθμό Γκραντ Σέντραλ, με τα πλήθη του κόσμου να τον προσπερνούν βιαστικά, να λέει με δυνατή, πανικόβλητη φωνή: “Το τρίτο σύνταγμα Πεζοναυτών... τρώω μέλισσες... οι μέλισσες βγαίνουν από το στόμα μου...” Ή η γυναίκα που φωνάζει σε έναν αόρατο σύντροφο: “Και τι έγινε που δεν το θέλω; Και τι έγινε που δεν το θέλω, γαμώτο;”

Υπάρχουν οι γυναίκες με τις τσάντες για ψώνια και οι άντρες με τα χαρτόκουτά τους, που σέρνουν τα υπάρχοντά τους απ' το ένα μέρος στ' άλλο, βρισκόμενοι διαρκώς σε κίνηση, λες κι έχει καμιά σημασία που βρίσκονται. Ένας άντρας είναι τυλιγμένος με την αμερικανική σημαία. Μια γυναίκα φορά μια μάσκα του Χάλογουιν. Υπάρχει ένας άντρας με φθαρμένο πανωφόρι και παπούτσια τυλιγμένα με κουρέλια, που κουβαλάει ένα λευκό πουκάμισο τέλεια σιδερωμένο και κρεμασμένο σε μια κρεμάστρα, τυλιγμένο ακόμη με την πλαστική σακούλα του καθαριστηρίου. Ένας άντρας με κοστούμι επιχειρηματία και ξυπόλυτος φορά ένα κράνος ποδοσφαίρου στο κεφάλι του. Υπάρχει μια γυναίκα που τα ρούχα της είναι καλυμμένα από την κορυφή ως τα νύχια με κονκάρδες της εκστρατείας για την εκλογή Προέδρου. Ένας άντρας περπατά με το πρόσωπο κρυμμένο στα χέρια του, κλαίει υστερικά και λέει ξανά και ξανά: “Όχι, όχι, όχι. Εκείνος πέθανε. Εκείνος δεν πέθανε. Όχι, όχι, όχι. Εκείνος πέθανε. Εκείνος δεν πέθανε”.»


[«Γυάλινη Πόλη» από την Τριλογία της Νέας Υόρκης, πρώτη έκδοση 1985, το απόσπασμα σε μετάφραση Σ.Αργυροπούλου]

~

22 Ιανουαρίου 2017

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας #7: "We' re All Mad Here"






Το Λαγούμι της Λογοτεχνίας ανοίγει ξανά μετά από καιρό τις δρύινές του πόρτες. Και, για δες, η κατάσταση στο εσωτερικό του είναι χαοτική: σωροί από βιβλία, μπερδεμένες σημειώσεις, πεταμένα χαρτιά, διάδρομοι που ξεκινούν από παντού για να καταλήξουν κάπου και πόρτες που ανοίγουν κάπου για να καταλήξουν πουθενά.

Μα δεν παύει να είναι ένας κόσμος γνώριμος και οικείος σε σένα. Είναι το καταφύγιό σου, σε τελική ανάλυση. Όσο χαώδες και αν είναι, δείχνει πάντα γαλήνιο και περιποιημένο συγκριτικά με το χάος του εξωτερικού κόσμου…


Αυτού του τρελού κόσμου που τυχαίνει και βρισκόμαστε…



Είμαστε όλοι τρελοί εδώ






«"Μπορείς να μου πεις, σε παρακαλώ, ποιόν δρόμο θα έπρεπε να πάρω από εδώ;"

"Aυτό εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, προς τα που θέλεις να πας", είπε η Γάτα.

"Δε με νοιάζει τόσο -", έκανε η Αλίκη.

"Τότε δεν έχει καμία σημασία ποιόν δρόμο να πάρεις", είπε η Γάτα. […]

"Mα δε θέλω να πάω ανάμεσα σε τρελούς!"

"Α, δε μπορείς να κάνεις τίποτα γι' αυτό", έκανε η Γάτα. "Είμαστε όλοι τρελοί εδώ. Εγώ είμαι τρελή. Εσύ είσαι τρελή".

"Που το ξέρεις ότι είμαι τρελή;", ρώτησε η Αλίκη.

"Για να ξεκινήσουμε", είπε η Γάτα. "Ένας σκύλος δεν είναι τρελός. Το δέχεσαι αυτό;"

"Yποθέτω", αποκρίθηκε η Αλίκη.

"Ε λοιπόν", συνέχισε η Γάτα, "ένας σκύλος γρυλίζει όταν θυμώνει και κουνάει την ουρά του όταν είναι ικανοποιημένος. Εγώ από την άλλη γρυλίζω όταν είμαι ικανοποιημένη και κουνάω την ουρά μου όταν θυμώνω. Επομένως, είμαι τρελή".


***


Από την «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» ["Alice's Adventures In Wonderland"] του Lewis Carroll. Ένα βιβλίο για ενήλικες μεταμφιεσμένο σε βιβλίο για παιδιά. Η εικονογράφηση στην εικόνα του John Tenniel, από την πρώτη έκδοση του βιβλίου, το 1865.



Who watches the Watchmen?






Η πόλη σε χάος. Δρόμοι ξέχειλοι με διαδηλωτές, καπνοί πνίγουν τις φωνές τους. Γιατί αυτές οι διαδηλώσεις; Γιατί ο κόσμος αντιδρά; Θα έπρεπε να είναι ικανοποιημένοι. Τα καλύτερα βρίσκονται μπροστά μας. Λίγη υπομονή χρειάζεται μονάχα. Εξάλλου, κανείς δεν είναι τέλειος.

Δες τους. Άκου πως φωνάζουν. Θα λεγε κανείς πως μας μισούν. Ποιους, εμάς... που τόσα έχουμε προσφέρει για το καλό αυτού του τόπου. Αγνώμονες μάζες... Αν δε καταλαβαίνουν με το καλό, θα τους δείξουμε την άλλη πλευρά του φεγγαριού... Δες τους. Δες τους πως σκορπίζουν μπροστά στα χημικά μας. Έτσι, φύγετε, τρέξτε σαν τις κότες!

....Ο δρόμος άδειασε. Ένα ψοφίμι από τσιμέντο που ζέχνει καπνό. Τα καταφέραμε και πάλι. Οι μάζες δε γνωρίζουν πως ό,τι κάνουμε, το κάνουμε για το καλό τους. Ο κόσμος δεν ξέρει. Εμείς όμως ξέρουμε τι είναι καλό γι' αυτόν. Είμαστε οι προστάτες του, σε τελική ανάλυση.

Δρόμος που αναβρύζει αντίλαλους φωνών. Σε άδεια πεζοδρόμια και μυστικές γωνίες. Στοιχειωμένο πεδίο μάχης. Πολεμήσαμε τον κόσμο. Το κάναμε για το καλό του. Τον προστατεύουμε.

Σιωπή, διαπεραστική σαν ουρλιαχτό.

Ένα ερώτημα ξεπετάγεται στη στιγμή. Ενοχλητικό... Τους προστατεύουμε, ναι...

Μα από ποιόν;


***


Αφήγησή μου βασισμένη στο "Watchmen" του Alan Moore και στο απόσπασμα που βλέπετε στην εικόνα.



Ο φόβος της ελευθερίας






«Δεν υπάρχει έγνοια πιο βασανιστική και πιο συνεχής για τον άνθρωπο, όταν μείνει ελεύθερος, από το να βρει το γρηγορότερο κάποιον να προσκυνήσει.

Αλλά ο άνθρωπος γυρεύει να προσκυνήσει κάποιον που είναι κιόλας αναμφισβήτητος, τόσο αναμφισβήτητος που όλοι οι άνθρωποι θα συμφωνήσουν αμέσως να τον προσκυνήσουν όλοι μαζί. Γιατί η έγνοια που βασανίζει αυτά τα αξιολύπητα πλάσματα δεν είναι μονάχα να βρουν κάτι που να το προσκυνήσω εγώ ή κάποιος άλλος, αλλά να βρουν κάτι που θα το πιστέψουν όλοι και που θα το προσκυνήσουν, αλλά που θα το προσκυνήσουν οπωσδήποτε ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ.

Αυτή λοιπόν, η ανάγκη της γενικής λατρείας, είναι το κυριότερο μαρτύριο του κάθε ανθρώπου χωριστά, όπως και ολόκληρης της ανθρωπότητας από την αρχή του κόσμου. Εξαιτίας της γενικής λατρείας εξολόθρευαν ο ένας τον άλλον με το σπαθί. Δημιούργησαν θεούς και φώναζαν ο ένας στον άλλον: "Παρατήστε τους θεούς σας και ελάτε να προσκυνήσετε τους δικούς μας, ειδεμή θα πεθάνετε και σεις και οι θεοί σας!" Κι αυτό θα γίνεται μέχρι τη συντέλεια του κόσμου, ακόμα και τότε, όταν θα έχουν εξαφανιστεί οι θεοί στον κόσμο: και τότε ακόμα θα πέσουν γονατιστοί μπροστά σε είδωλα. [...]

Σου λέω πως ο άνθρωπος δεν έχει πιο βασανιστική έγνοια, όταν βρεθεί ελεύθερος, από το να βρει εκείνον, στον οποίο θα παραδώσει πιο γρήγορα το δώρο της ελευθερίας, που μ' αυτό γεννιέται αυτό το δύστυχο πλάσμα...»


***


Ένα μικρό απόσπασμα από τον ξακουστό μονόλογο του Μέγα Ιεροεξεταστή , όπως αποτυπώθηκε στους "Αδερφούς Καραμαζόφ" του Φίοντορ Ντοστογιέφσκι [μετάφραση, Κ. Σίνου]. Στην εικόνα το πορτραίτο του πάπα Ιννοκέντιου του 10ου, από τον Ντιέγκο Βελάσκεθ.



Περί Ηρώων – του Νίκου Τσιφόρου






«Η βιολογία λέει ότι ο άντρας είναι από τη φύση του «πολεμιστής, εραστής και κυνηγός». Στα πολύ παλιά χρόνια και οι τρεις αυτές ιδιότητες δεν γινόντουσαν με το μυαλό, αλλά με τα αντίστοιχα όργανα του σώματος και της ψυχής. Ο αληθινός άντρας ήταν εκείνος που μπορούσε να αντιμετωπίζει τον εχθρό, γερός πολεμιστής που μπορούσε να προμηθεύεται την τροφή τη δική του και των εξαρτωμένων του, γερός κυνηγός που μπορούσε ν’ ανταποκρίνεται στον έρωτα σαν γερός εραστής.

Σήμερα ακόμα, τα κοριτσάκια ανάμεσα στα 13 και στα 18 χρόνια τους, κατά κανόνα, έλκονται από τον «ωραίον και δυνατόν» άντρα, κι όχι από τον διανοητικό, αλλά αδύνατον σε σωματική ανάπτυξη άρρενα. Οι αθλητές, οι πρωταγωνιστές, οι επιφανειακές διασημότητες, τραβάνε το ένστικτο που ξυπνάει κι ακόμα και οι ώριμες γυναίκες, με λιγότερη πνευματική ανάπτυξη, προτιμάνε έναν γερό κι όμορφο άντρα από έναν δυνατό στο μυαλό.

Το ίδιο γίνεται και με τους λαούς, στο σύνολο, που σαν ομαδική ψυχολογία, είναι «ψυχολογία ενστίκτου», όπως λέει ο Ντε Μπον. Θεοποιούνε τους δυνατούς, τους ηρωικούς, τους πολεμιστές τους, αυτοί είναι που «τους χτυπάνε στο μάτι κατευθείαν», τον Κανάρη που ανατινάζει με το μπουρλότο του την Τουρκική ναυαρχίδα, τον κάνει θεό, τον Φούλτωνα που την ίδια εποχή ανακαλύπτει με το μυαλό το καράβι με τον ατμό ούτε τον καλοξέρει ο απλοϊκός άνθρωπος.

Έτσι, ήρωας είναι ο μεγαλοπρεπής, ο ρωμαλέος κι ο ωραίος και δεν είναι ο πνευματικός που στην πραγματικότητα αυτός εξυψώνει και εξελίσσει την ανθρωπότητα.

Στην πραγματικότητα όμως και με την εξέλιξη, την κοινωνία την παίρνουνε στα χέρια τους οι άνθρωποι με το μυαλό, σε καλή ή κακή χρήση. Ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος ήτανε ένας βασιλιάς-ήρωας και τον καμαρώνανε όλοι για τα μεγάλα του κατορθώματα, ο αδερφός του Ιωάννης ο Ακτήμων ήτανε ένας βασιλιάς-μυαλό, που έφτιασε τη Μάγκνα Κάρτα κι’ έδωσε δικαιώματα στους δούλους, μέχρι τότε καλλιεργητές, όμως δεν τον χωνέψανε γιατί η λάμψη του ηλίθιου ήρωα αδερφού του σκότισε τη δική του, σοφή ενέργεια. Οι λαοί προτιμάνε να θεοποιούνε τους κούφιους ήρωες και να αδικούνε, μέσα στην αφάνεια ή την λησμονιά, τους ευεργέτες τους. Οι λαοί θαμπώνονται από τα φανταχτερά λιλιά και αγνοούνε το σκούρο φόρεμα ενός σοβαρού και ωφέλιμου πολιτικού. Σήμερα ακόμα, οι μεγάλοι, οι ηγεμόνες, οι παπάδες, οι ξέρω γω τι, το γνωρίζουνε τούτο το μυστικό και παρουσιάζονται στο λαό χρυσοφορεμένοι και μεγαλοπρεπείς για να κάνουν εντύπωση. [...]

Οι ήρωες είναι ένα είδος προγόνων που κάνανε μεγάλα κατορθώματα. Τούτα τα κατορθώματα περάσανε από στόμα σε στόμα, μείνανε, γίνανε παραμύθια, στο τέλος καταντήσανε να φτιάξουνε τον ήρωα-πρόγονο, ένα είδος μικρού θεού και να τον αφήσουνε στην ανθρώπινη μνήμη μ’ αυτή τη μορφή. Από κει και πέρα ο ήρωας καταντάει να είναι το «θύμα» του ίδιου του λαού του κι επειδή πολλές φορές τυχαίνει να είναι ένας ασυλλόγιστος παλικαράς, που κάνει τρέλες, ή ένα «τυχαίο κατόρθωμα», έφτασε να χαρακτηρίζεται σαν κοινό κορόιδο, που παραδίνει την πράξη του στον κοινό θαυμασμό και στην εκμετάλλευση των επιτηδείων, γιατί στο τέλος αυτουνού του δίνουνε ένα παράσημο και μια σύνταξη πείνας, την πράξη όμως «κοινής ωφελείας» που έκανε, την εκμεταλλεύονται προς όφελος τους οι έξυπνοι και τον ρίχνουνε κανονικά, σε σημείο που να υπάρχουνε ήρωες καρπαζωνόμενοι και στο τέλος καταντάει να μη ξέρεις αν ο ήρωας είναι ήρωας.

Όσοι ήρωες ξεπεράσανε τούτον τον σκόπελο και μπήκανε στην αθανασία, σημαίνει ότι «υπήρχε κοινό συμφέρον να τον ξεπεράσουνε και δεν ήτανε κατόρθωμα δικό τους, αλλά κατόρθωμα εκείνων που τους δώσανε το χέρι σε τούτο το ξεπέρασμα». Ένα σωρό παραμύθια πλέκονται γύρω από τον δράστη μιας ηρωικής πράξης, που οι έξυπνοι την στρέφουνε απάνω τους, την οικειοποιούνται και σύμφωνα με το συμφέρον τους την παραδίνουνε να γίνει παραμύθι, θρύλος, παράδοση...»


***


Nίκου Τσιφόρου, από την "Ελληνική Μυθολογία".



Η εξουσία του ψέματος






Σε έναν κόσμο που είναι τόσο μακρινός όσο τα όρια της φαντασίας μας (άρα η απόστασή του είναι διαφορετική για τον καθένα), ένα αγόρι συναντάει έναν επικίνδυνο, μαύρο λύκο. Το αγόρι ονομάζεται Ατρέγιου. Ο λύκος ονομάζεται Γκμορκ. Κι εγώ, δίχως άλλη χρονοτριβή, παραδίδω τη σκυτάλη στο συγγραφέα του βιβλίου:


«Γκμορκ», τραύλισε ο Ατρέγιου και δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα χείλη του που 'τρεμαν, «μπορείς να μου φανερώσεις τον δρόμο που τραβάει για τον Κόσμο των Ανθρώπων;»

Στα μάτια του Γκμορκ άναψε μια μικρή, πράσινη σπίθα.΄Ηταν σα να γελούσε μέσα του.

«Για σένα και τους δικούς σου ο δρόμος που σε βγάζει εκεί είναι πολύ απλός. Υπάρχει όμως μία και μόνη δυσκολία: δε θα μπορέσετε να γυρίσετε πίσω ποτέ. Πρέπει να μείνετε εκεί για πάντα. Το θες αυτό;»

«Τι πρέπει να κάνω;», ρώτησε αποφασιστικά ο Ατρέγιου.

«Αυτό που 'κάναν εδώ όλοι οι άλλοι πριν από σένα, γιόκα μου. Πρέπει να πηδήξεις στο Τίποτα. [...] Και όταν μπεις πια στον Κόσμο των Ανθρώπων, δε 'θα σαι αυτό που είσαι εδώ. Αυτό ακριβώς είναι το μυστικό που δεν μπορεί να ξέρει κανένας σας στην χώρα της Ονειροφαντασίας».

Ο Ατρέγιου έμεινε ακίνητος, με κρεμασμένα χέρια.

«Και τι θα είμαι εκεί;», ρώτησε. «Πες μου το μυστικό». […]

Έπειτα από μια στιγμή σιωπής, ο Γκμορκ εξακολούθησε:

«Με ρωτάς τι θα είσαι εκεί; Και τι είσαι εδώ; Τι είσαστε λοιπόν όλοι εσείς οι κάτοικοι της Ονειροφαντασίας; Όνειρα είστε, γεννήματα της ποιητικής φαντασίας, πρόσωπα της ιστορίας χωρίς τέλος! Μήπως περνάς τον εαυτό σου για πραγματικό, γιόκα μου; Καλά, στον δικό σου τον κόσμο είσαι. Όταν όμως περάσεις μέσα από το Τίποτα δε θα 'σαι πια. Τότε θα 'χεις γίνει αγνώριστος, θα βρίσκεσαι σ' έναν άλλο κόσμο. Αυταπάτες και τύφλωση κουβαλάτε στον Κόσμο των Ανθρώπων. Για μάντεψε, γιόκα μου, τι γίνονται όλοι οι κάτοικοι της Στοιχειωμένης Πόλης, που πήδησαν στο Τίποτα;»

«Δεν ξέρω», ψιθύρισε ο Ατρέγιου.

«Γίνονται φαντασιώσεις στα κεφάλια των ανθρώπων: Παραστάσεις του φόβου, εκεί που στην αλήθεια δεν υπάρχει τίποτα να φοβηθούν. Επιθυμίες για πράγματα που τους αρρωσταίνουν. Ιδέες της απελπισίας, εκεί που δεν υπάρχει λόγος ν' απελπίζονται».

«Έτσι γινόμαστε όλοι;», ρώτησε τρομαγμένος ο Ατρέγιου.

«Όχι», απάντησε ο Γκμορκ. «Υπάρχουν ειδών ειδών φαντασιώσεις και αυταπάτες. Ανάλογα με το τι είστε εδώ, ωραίοι ή άσχημοι, έξυπνοι ή κουτοί, γίνεστε ένα ψέμα ωραίο ή άσχημο, έξυπνο ή κουτό». […]

Ο Γκμορκ εξακολούθησε:

«Γι' αυτό οι άνθρωποι μισούν και φοβούνται την Ονειροφαντασία και ό,τι προέρχεται απ' αυτή. Και θέλουν να την καταστρέψουν, χωρίς να ξέρουν πως έτσι ίσα ίσα πληθαίνουν τον χείμαρρο της ψευτιάς, που αδιάκοπα πλημμυρίζει τον κόσμο τους, αυτόν τον χείμαρρο που 'χει γίνει απ' τα αγνώριστα πλάσματα της Ονειροφαντασίας, που ζουν εκεί μια ψεύτικη ζωή ζωντανών πτωμάτων και φαρμακώνουν τις ανθρώπινες ψυχές με μια μυρωδιά σαπίλας που αναδίνουν. [...]

Και εσείς πια με τη σειρά σας, θα τους εξουσιάζετε. Και τίποτα δε δίνει μεγαλύτερη εξουσία πάνω στους ανθρώπους, από το ψέμα. Γιατί οι άνθρωποι, γιε μου, ζουν όλο με φαντασιώσεις. Κι αυτές μπορεί να τις κατευθύνει κανείς. Αυτή η δύναμη είναι η μόνη που λογαριάζεται. Γι' αυτό κι εγώ στεκόμουν στο πλευρό της εξουσίας και την υπηρετούσα, για να μπορώ να 'χω το μερίδιό μου».

«Εγώ δε θέλω να παίρνω μέρος στην εξουσία», φώναξε ο Ατρέγιου.

«Σώπα, σώπα, ανόητο παιδί», γρύλισε ο Λύκος. «Μόλις έρθει η σειρά σου να πηδήξεις μες στο Τίποτα θα γίνεις κι εσύ ένας άβουλος κι αγνώριστος υπηρέτης της εξουσίας. Ποιος ξέρει σε τι θα την ωφελήσεις! Ίσως με τη βοήθειά σου θα καταφέρουν να παρακινήσουν τους ανθρώπους ν' αγοράσουν πράγματα που δεν τους είναι χρήσιμα, ή να μισούν κάτι που δεν το ξέρουν. Να πιστεύουν σ' ότι τους μεταβάλλει σε πειθήνια όργανα, ή ν' αμφιβάλλουν για κάτι που θα μπορούσε να τους σώσει. Με σας, μικροί υπήκοοι της Ονειροφαντασίας, γίνονται στον Κόσμο των Ανθρώπων μεγάλες δουλειές, ξεσπούν πόλεμοι, ή θεμελιώνονται αυτοκρατορίες...»


***


Ήταν ένα απόσπασμα από την "Ιστορία Χωρίς Τέλος" του Γερμανού συγγραφέα Μίχαελ Έντε [“Die unendliche Geschichte” - “The Neverending Story”, σε μετάφραση Ρ. Καρθαίου, Λ. Λάμπρου]. Πρώτη δημοσίευση το 1979. Ένα βιβλίο στο οποίο θα επανέλθω σίγουρα κάποια στιγμή, μέσα από τα λαγούμια της Κουνελοχώρας.



Υποκατάστατο μιας παλιάς συνήθειας






«H πρώτη σκέψη της ημέρας.

Ο καλύτερος τρόπος για να αρχίσεις καλά τη μέρα σου, είναι να σκεφτείς, αμέσως μόλις ξυπνήσεις, αν μπορείς να δώσεις χαρά σ' έναν τουλάχιστον άνθρωπο αυτή τη μέρα.

Αν αυτή η πρακτική μπορούσε να γίνει υποκατάστατο της θρησκευτικής συνήθειας της προσευχής, οι συνάνθρωποι μας θα είχαν όφελος απ' αυτή την αλλαγή».


***


Φρήντριχ Νίτσε, Από το "Ανθρώπινο, Πάρα Πολύ Ανθρώπινο" (μετάφραση Ζ.Σαρίκα). Πρώτη έκδοση το1878.



Μια θεραπευτική διέξοδος. Το βυζί και το γάλα



«Πεινάς για να μάθεις,
πεινάς για να μεγαλώσεις,
πεινάς για να γνωρίσεις,
πεινάς για να πετάξεις...
Μπορεί σήμερα
εγώ να είμαι το βυζί
που σου δίνει γάλα,
που καταλαγιάζει την πείνα σου...
Μην ξεχνάς, όμως:
δεν είναι το βυζί
που σε τρέφει.
Είναι το γάλα!»


Χόρχε Μπουκάι. Αργεντινός συγγραφέας και ψυχοθεραπευτής.



Τα προηγούμενα μέρη από το «Λαγούμι της Λογοτεχνίας» (κάνετε κλικ πάνω στους συνδέσμους)


















15 Ιανουαρίου 2017

«Ο Σπιούνος» του Μπέρτολτ Μπρεχτ





Το φαινόμενο της ιστορικής ανάδυσης του φασισμού στην Ευρώπη του Μεσοπολέμου αποτελεί διαχρονικό θέμα αναλύσεων και μελέτης. Το προεξέχον ερώτημα που ξεπροβάλλει πάντα στον πυρήνα κάθε συζήτησης είναι το εξής: πως είναι δυνατόν καθεστώτα τόσο σκληροπυρηνικά να αναδείχτηκαν εντός ανεπτυγμένων κοινωνιών, που κάθε άλλο παρά οπισθοδρομικές υπήρξαν; Πως είναι δυνατόν ο φασισμός να άγγιξε τόσο τις μάζες του κόσμου, ώστε να στηρίξουν ένα καθεστώς που βασίζεται στην ολική έλλειψη ατομικής ελευθερίας και στην απόλυτη υποταγή στη βούληση κάποιου παρανοϊκού ηγέτη;

Για το θέμα έχουν γραφτεί και γράφονται πολλά. Ασφαλώς τα κοινωνικά και οικονομικά αίτια της ανάδυσης του φασισμού βρίσκονται στην εμπροσθοφυλακή κάθε συζήτησης: το γεγονός πως ο φασισμός αναδείχτηκε (και αναδεικνύεται πάντα) εντός κοινωνιών που μαστίζονται από οικονομική κρίση και οι οποίες, στην αρπακτικότητά του, οραματίζονται μια μορφή διεξόδου και ανάκτησης της χαμένης δύναμής τους.

Μα ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι κοινωνικο-ψυχολογικές μελέτες: πως ο φασισμός (και το φύλλο συκής του, ο σύγχρονος εθνικισμός) μετατρέπει τον κάθε μικρό, καθημερινό ανθρωπάκο σε δυνάμει δικτάτορα, φουσκώνοντας το κεφάλι του με ρητορείες εθνικής δύναμης και μεγαλείου• πως οι μάζες καταλήγουν να προβάλλουν στις μειονότητες τους ενδόμυχούς τους φόβους και να τις μετατρέπουν σε αποδιοπομπαίους τράγους• πως μέσα από μηχανισμούς ψυχολογικής ταύτισης και ψευδαισθήσεις μαγικής παντοδυναμίας το κύμα του φασισμού καταλήγει να πνίγει κάθε ίχνος λογικής.

Έχουμε μιλήσει μέσα από το Blog για τις αναλύσεις του Βίλχελμ Ράιχ [μπορείτε να διαβάσετε την μελέτη για το φασισμό και τον Βίλχελμ Ράιχ εδώ]. Σήμερα θα πάμε ένα βήμα παραπέρα και θα εξετάσουμε το φαινόμενο του ΦΟΒΟΥ, ως ένα από τα ψυχολογικά γνωρίσματα που βρίσκονται στον πυρήνα κάθε ολοκληρωτισμού. Γιατί αν ο φασισμός στηρίζεται από τη μία στους μηχανισμούς ταύτισης και τις ψευδαισθήσεις μεγαλείου, αυτά δεν επαρκούν για να εξηγήσουν πως κατέληξε να γίνει αποδεκτός από εκείνες τις κατηγορίες του πληθυσμού που, ενδόμυχα, διαφωνούσαν μαζί του. Δεν χρειάζεται να πάμε μακριά: αρκεί να σκεφτούμε τη δική μας Δικτατορία του 67-74. Να θυμηθούμε πως, μέχρι να φτάσουμε στα γεγονότα της Νομικής και του Πολυτεχνείου, είχαν προηγηθεί 6 χρόνια σιωπής και αποδοχής του καθεστώτος, από μια ισχυρή πλειοψηφία του πληθυσμού. Ήταν όλοι τους υποστηρικτές της Χούντας; Όχι βέβαια. Μα από την άλλη, πόσοι τόλμησαν να αντισταθούν; Και πόσοι ήταν εκείνοι που αποδέχτηκαν σιωπηλοί την πραγματικότητα;

Καμία δικτατορία και κανένας φασισμός δεν θα επιζούσε ούτε για μια βδομάδα αν δεν γινόταν αποδεκτός από τη σιωπηλή εκείνη κατηγορία του πληθυσμού, που το μόνο που γυρεύουν είναι «η ησυχία τους». Εκείνοι που «διαφωνούν μεν», αλλά… «τι μπορείς να κάνεις».






Ένας από τους λόγους για τους οποίους ένα μέρος του πληθυσμού καταλήγει να αποδέχεται καθεστώτα με τα οποία διαφωνεί είναι ο φόβος. Ο φόβος πως η αντίσταση θα θέσει σε κίνδυνο τη ζωή του. Και γι’ αυτόν ακριβώς το φόβο θα σας μιλήσω σήμερα, όχι μέσα από κάποια κοινωνική ανάλυση, μα μέσα από ένα θεατρικό έργο. Ο λόγος για τη περίφημη σειρά μονόπρακτων του Μπέρτολτ Μπρεχτ με τίτλο «Τρόμος και Αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ». Πρόκειται για το πρώτο από τα αντιναζιστικά έργα του Γερμανού συγγραφέα, γραμμένο στη διάρκεια της δεκαετίας του 30 – πριν τον Πόλεμο, κι ενώ η Γερμανία παραδινόταν μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο, όλο και βαθύτερα στη σκιά του ναζισμού.


Καμία δικτατορία και κανένας φασισμός δεν θα επιζούσε ούτε για μια βδομάδα αν δεν γινόταν αποδεκτός από τη σιωπηλή εκείνη κατηγορία του πληθυσμού, που το μόνο που γυρεύουν είναι «η ησυχία τους». 


Εκείνο που είναι τρομερό με το παρόν έργο του Μπρεχτ είναι η αμεσότητά του: σχεδόν νιώθεις πως παρακολουθείς ένα φωτογραφικό ρεπορτάζ της σταδιακής καταβαράθρωσης του γερμανικού πληθυσμού και της παράδοσής του, ολοένα και περισσότερο, στις πλεκτάνες του ναζισμού. Το έργο δεν παρουσιάζει ηγέτες ή στρατηλάτες – μα τον απλό λαό, εκείνον που αποδέχτηκε το ναζισμό είτε μέσω της ενθουσιώδους υποστήριξης – είτε μέσω της σιωπής του.

Το μονόπρακτο που θα σας παρουσιάσω εξ’ ολοκλήρου ονομάζεται «Ο Σπιούνος». Θέμα του, μια μέση αστική οικογένεια, από εκείνες που δεν ταυτίζονταν απόλυτα με το ναζιστικό καθεστώς – μα ούτε μπορούσαν να του αντισταθούν. Οι γονείς, λοιπόν, έχουν αφήσει το μικρό τους γιο να ενταχθεί στη Χιτλερική Νεολαία – όχι επειδή συμφωνούσαν, μα γιατί «αυτό έκαναν όλοι» και γιατί δεν ήθελαν να φανούν αντιφρονούντες. Σταδιακά όμως φτάνουν να φοβούνται πως ο γιος τους – το ίδιο τους το παιδί – μπορεί να τους καταδώσει, απλά και μόνο γιατί έχουν εκφράσει κάποιες αμφιβολίες για το κοινωνικό καθεστώς.

Περισσότερα λόγια από την πλευρά μου νομίζω πως είναι περιττά. Η ρεαλιστική αποτύπωση της πραγματικότητας, εκ μέρους του Μπρεχτ, είναι ανατριχιαστική. Ας παραδώσουμε λοιπόν τη σκυτάλη στο συγγραφέα – και ας μεταφερθούμε, νοερά, στα χρόνια της δεκαετίας του 30. Με την ευχή να μη ζήσουν ξανά οι κοινωνίες μας στιγμές από αυτή.


Στο χέρι μας είναι.



Play by Ursinus College, 2014


Μπέρτολτ Μπρεχτ – «Ο Σπιούνος»

Από τη σειρά μονόπρακτων «Τρόμος και Αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ» [Bertolt Brecht - Furcht und Elend des Dritten Reiches], σε μετάφραση Α.Βερυκοκάκη [από τις εκδόσεις Κάλβος]



Να και οι καθηγητές,
απ’ τ’ αυτί οι μαθητές
τους αρπάζουν και τους στήνουν
προσοχή.

Κάθε μαθητής κατάσκοπος.
Η μόρφωση η γνώση είναι άσκοπος.
Μα ποιος γνωρίζει τίποτα στη σημερινή εποχή;

Ύστερα, να τα νιάτα τα χρυσά
που με το δήμιο τα 'χουνε καλά.
Τον παίρνουν και τον φέρνουν σπίτι.
Καρφώνουν τον πατέρα τους με μια
καταγγελία
και τον κατηγορούν για έσχατη
προδοσία
δεμένος βγαίνει ο πατέρας απ' το σπίτι.



(Κολωνία, 1935. Βροχερό κυριακάτικο απόγευμα. Ο άντρας, η γυναίκα και το αγόρι μετά το γεύμα. Μπαίνει η υπηρέτρια.)



ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Ο κύριος και η κυρία Κλίμπτς ρωτούν αν οι κύριοι είναι σπίτι.

Ο ΑΝΤΡΑΣ (απότομα) : Όχι.

(Η υπηρέτρια βγαίνει.)

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Έπρεπε να πας στο τηλέφωνο. Αφού ξέρουν πως δεν μπορεί να 'χουμε βγει ακόμα.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Γιατί δεν μπορεί να 'χουμε βγει;

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Επειδή βρέχει.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Αυτός δεν είναι λόγος.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Και που θα μπορούσαμε να 'χουμε πάει; Θ' αναρωτηθούν αμέσως.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Υπάρχουν ένα σωρό μέρη.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Τότε γιατί δε βγαίνουμε;

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Για να πάμε που;

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Τουλάχιστον αν δεν έβρεχε.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Και που θα πηγαίναμε αν δεν έβρεχε;

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Τουλάχιστον άλλοτε μπορούσε κανείς να βρεθεί με κάποιον.

(Παύση.)

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν ήταν σωστό που δεν πήγες στο τηλέφωνο. Τώρα ξέρουν πως δεν τους θέλουμε εδώ.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Το ξέρουν δεν το ξέρουν!

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Είναι άσχημο που τους αποφεύγουμε τώρα που τους αποφεύγουν όλοι.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Δεν τους αποφεύγουμε.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Τότε γιατί να μην έρθουν να μας δουν;

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Γιατί αυτόν τον Κλίμπτς τον βαριέμαι φοβερά.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Άλλοτε δεν τον βαριόσουνα.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Άλλοτε! Μου δίνουν στα νεύρα τα «άλλοτέ» σου!

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Πάντως, άλλοτε δεν θα τον απέφευγες επειδή εκκρεμεί εναντίον του μια δίκη του σχολικού επιθεωρητή.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Δηλαδή θες να πεις πως φοβάμαι;

(Παύση.)

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τότε τηλεφώνησε και πες του: πως μόλις γυρίσαμε, εξ’ αιτίας της βροχής.

(Η γυναίκα μένει καθισμένη.)

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Να πούμε στους Λέμκε, αν θέλουν να 'ρθουν;

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Για να μας κάνουνε πάλι παρατήρηση ότι δεν αγαπάμε αρκετά την αεράμυνα;

Η ΓΥΝΑΙΚΑ (στο αγόρι) : Κλάους-Χάινριχ, άφησε ήσυχο το ραδιόφωνο!






(Το αγόρι αρχίζει να ξεφυλλίζει τις εφημερίδες.)

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Καταστροφή αυτή η βροχή σήμερα. Όμως σε μια χώρα που η βροχή είναι καταστροφή, δεν μπορεί κανείς να ζήσει.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Νομίζεις πως είναι πολύ λογικό να λες δυνατά τέτοιες σκέψεις;

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού μου θα λέω ότι θέλω. Δεν πρόκειται μέσα στο ίδιο μου το σπίτι ν' αφήσω να...

(Τον διακόπτει η είσοδος της υπηρέτριας, που φέρνει το σερβίτσιο του καφέ. Όσο είναι στο δωμάτιο, δεν μιλάει κανείς.)

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Είναι ανάγκη να ‘χουμε για υπηρέτρια την κόρη του θυρωρού;

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Αυτό το συζητήσαμε αρκετά νομίζω. Το τελευταίο πράγμα που είπες ήταν πως αυτό είχε και τα υπέρ του.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Και τι δεν έχω πει εγώ! Πες μονάχα κάτι τέτοιο στη μητέρα σου και γινόμαστε αμέσως σαλάτα.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Όταν μιλάω με τη μητέρα μου...

(Μπαίνει η υπηρέτρια με τον καφέ.)

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Άσε, Έρνα, εσύ μπορείς να φύγεις, το κάνω γω αυτό.

Η ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Ευχαριστώ πολύ, κυρία.

(Βγαίνει.)

ΤΟ ΑΓΟΡΙ: (σηκώνοντας το κεφάλι από την εφημερίδα): Τα κάνουν αυτά οι όλοι οι παπάδες, μπαμπά;

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ποια;

ΤΟ ΑΓΟΡΙ: Αυτά που γράφει εδώ.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τι διαβάζεις εσύ;

(Του αρπάζει από τα χέρια την εφημερίδα.)

ΤΟ ΑΓΟΡΙ: Μα ο Ομαδάρχης μας μας είπε πως μπορούμε όλοι να διαβάζουμε όλα όσα γράφει αυτή η εφημερίδα.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Δε μ' ενδιαφέρει τι είπε ο ομαδάρχης σας. Τι επιτρέπεται να διαβάζεις και τι όχι, τ’ άποφασίζω εγώ.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Να, πάρε δέκα πφέννιγκ, Κλάους-Χάινριχ, και πήγαινε απέναντι κι αγόρασε ό,τι θέλεις.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ: Μα βρέχει.

(Τριγυρίζει αναποφάσιστος κοντά στο παράθυρο.)

Ο ΑΝΤΡΑΣ: "Αν δεν σταματήσουνε τα άρθρα αυτά για τις δίκες των παπάδων θα την σταματήσω αυτή την εφημερίδα.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Και ποιαν θα παίρνεις; Αυτά τα γράφουν όλες.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Αν όλες οι εφημερίδες γράφουν τέτοιες αηδίες, θα σταματήσω να διαβάζω εφημερίδα. Έτσι κι αλλιώς, δε θα μαθαίνω λιγότερα για το τι γίνεται στον κόσμο.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν είναι και τόσο κακό να ξεκαθαρίζουν αυτά.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ξεκαθαρίζουν! Αυτά είναι μόνο πολιτική.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Πάντως εμάς δε μας ενδιαφέρει, αφού είμαστε προτεστάντες.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Το λαό όμως τον ενδιαφέρει, να μη μπορεί να σκεφτεί το δωμάτιο ενός παπά, χωρίς να σκέφτεται κι αυτά τα αίσχη.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Τι να κάνουνε αφού αυτά συμβαίνουν;

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τι να κάνουνε; Να κοιτάζουν τα δικά τους. Και στο δικό τους «φαιό σπίτι» δεν θα πρέπει να είναι όλα εντελώς καθαρά, όπως ακούω.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Μα αυτό είναι μια απόδειξη της εξυγιάνσεως του λαού μας, Καρλ!

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Εξυγίανση. Ωραία εξυγίανση. Αν η υγεία είναι έτσι, τότε εγώ προτιμώ την αρρώστια.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Είσαι πολύ νευρικός σήμερα. Έγινε τίποτα στο σχολείο;

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τι να 'γινε στο σχολείο; Και σε παρακαλώ σταμάτα να μου λες πως είμαι νευρικός, μου χτυπάει στα νεύρα.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν θα 'πρεπε να τσακωνόμαστε συνέχεια, Καρλ. Άλλοτε...

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Αυτό μου 'λειπε τώρα! Άλλοτε! Ούτε άλλοτε ήθελα, ούτε σήμερα θέλω να δηλητηριάζεται η φαντασία του παιδιού μου!

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Μα που είναι το παιδί;

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Που θες να ξέρω;

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Τον είδες να φεύγει;

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Όχι.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν καταλαβαίνω Που μπορεί να ‘χει πάει.
(Φωνάζει:) Κλάους-Χάινριχ!



Phil Willmott production, Union Theatre, 2016, credit: Scott Rylander


(Τρέχει έξω από το δωμάτιο. Την ακούμε να φωνάζει. Ξαναγυρίζει.)

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Έφυγε στ’ αλήθεια.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Γιατί να μη φύγει;

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Μα χαλάει ο κόσμος απ' τη βροχή!

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Γιατί νευριάζεις τόσο πολύ επειδή το παιδί βγήκε έξω;

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Για τι πράγμα μιλούσαμε;

Ο ΑΝΤΡΑΣ Τι σχέση έχει αυτό;

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν συγκρατιέσαι καθόλου τον τελευταίο καιρό.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Αυτό δεν είν' αλήθεια, αλλά ακόμα κι αν ήτανε, τι σχέση έχει με τ' ότι Έφυγε ο μικρός;

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Μα ξέρεις ότι βάζουν αυτί.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ε, και;

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Ε, και; Κι αν το συζητήσει; Ξέρεις τι μαθαίνουν τώρα στη Χιτλερική Νεολαία. Τους λένε στα ίσια να τα μαρτυράνε όλα. Είναι περίεργο που έφυγε τόσο αθόρυβα.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ανοησίες.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν είδες πότε έφυγε;

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τριγύριζε αρκετή ώρα στο παράθυρο.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Ήθελα να 'ξερα τι πρόλαβε ν’ ακούσει.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μα ξέρει τι συμβαίνει στους ανθρώπους που τους καταγγέλλουν.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Και το παιδί που μας έλεγαν οι Σμούλκες; Φαίνεται πως ο πατέρας του είναι ακόμα στο στρατόπεδο. Αν ξέραμε πόσο έμεινε στο δωμάτιο.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ολ' αυτά είναι κουταμάρες.

(Τρέχει στα άλλα δωμάτια φωνάζοντας το αγόρι.)

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν μπορώ να καταλάβω πως φεύγει χωρίς να πει λέξη. Δεν είναι τέτοιο παιδί.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μήπως πήγε σε κανένα συμμαθητή του;

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Μόνο στο Μούμμερμαν μπορεί να χει πάει. Θα τηλεφωνήσω.

(τηλεφωνεί.)

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Νομίζω πως άδικα αναστατωθήκαμε.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ (στο τηλέφωνο): Εδώ η σύζυγος του καθηγητού Φούρκε. Καλημέρα, κυρία Μούμμερμαν. Μήπως είναι 'κει ο Κλάους-Χάινριχ; —Όχι; —Δεν καταλαβαίνω. Που μπορεί να πήγε αυτό το παιδί. —Πέστε μου, κυρία Μούμμερμαν, την Κυριακή είναι ανοιχτά τα γραφεία της Χιτλερικής Νεολαίας; —Ναι; —Ευχαριστώ πολύ, τότε θα ρωτήσω κι εκεί.

(Κλείνει το τηλέφωνο. Κι οι δυο τους κάθονται σιωπηλοί.)

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μα τι μπορεί ν' άκουσε;

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Μίλησες για την εφημερίδα. Και δεν έπρεπε να πεις εκείνο για το «φαιό σπίτι». Έχει τόσο εθνικιστικά αισθήματα.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Και τι είπα δηλαδή για το «φαιό σπίτι»;

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν μπορεί να μη θυμάσαι! Πως εκεί δεν είναι όλα τόσο καθαρά.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μα αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί κατηγορία. Δεν είναι όλα καθαρά, η μάλλον όπως είπα, δεν είναι όλα εντελώς καθαρά, πράγμα που διαφέρει, και μάλιστα ουσιαστικά, αυτό είναι μάλλον μια χιουμοριστική παρατήρηση λαϊκού τύπου, δηλαδή στην καθομιλουμένη, αυτό δε σημαίνει τίποτα παραπάνω από το ότι εκεί μερικά πράγματα δεν φαίνονται να είναι πάντα και υπό όλες τις συνθήκες ακριβώς όπως τα θέλει ο Φύρερ. Πάντως εξέφρασα με απόλυτη επίγνωση τον υποθετικό χαρακτήρα, λέγοντας, όπως θυμάμαι πολύ καλά, «δεν πρέπει» — το πρέπει εδώ με την υποθετική του έννοια — να είναι όλα εντελώς καθαρά.

Δεν θα πρέπει να είναι! Όχι: δεν είναι! Δεν μπορώ να πω πως υπάρχει κάτι το όχι καθαρό, δεν υπάρχει καμιά απόδειξη. Όπου υπάρχουν άνθρωποι, υπάρχουν ατέλειες. Δεν εννοούσα τίποτε περισσότερο. Και πέρα απ' αυτό, σε κάποια περίπτωση, ο ίδιος ο Φύρερ εξαπέλυσε μια πολύ πιο αυστηρή κριτική προς την ίδια κατεύθυνση.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν σε καταλαβαίνω. Σ' εμένα δεν είναι ανάγκη να μιλάς έτσι.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Δεν είναι ανάγκη, θέλω να σου μιλάω έτσι. Δεν είμαι σίγουρος για το πόσο εσύ η ίδια φλυαρείς γι’ αυτά που ίσως λέγονται κάποτε μέσα σ' αυτούς τους τοίχους, σε μια στιγμή εκνευρισμού. Κατάλαβέ με, δεν προσπαθώ να σου προσάψω οποιεσδήποτε επιπολαιότητες εις βάρος του συζύγου σου, ακριβώς όπως δεν πιστεύω στιγμή ότι ο μικρός θα κάνει κάτι εναντίον του πατέρα του. Αλλά ανάμεσα στο κακό και στην επίγνωσή του, υπάρχει δυστυχώς τεράστια διαφορά.






Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Για σταμάτα τώρα! Καλύτερα θα 'κανες να πρόσεχες τη γλώσσα σου. Όλη αυτή την ώρα σπάω το κεφάλι μου, αν είπες πριν ή μετά από κείνο για το φαιό σπίτι, ότι δεν μπορεί να ζήσει κανείς στη Χιτλερική Γερμανία.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Αυτό δεν το είπα καθόλου.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Εσύ κάνεις σαν να 'μουνα εγώ η αστυνομία! Εγώ απλώς βασανίζω το μυαλό μου τι μπορεί ν' άκουσε ο μικρός.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Η λέξη Χιτλερική Γερμανία δεν υπάρχει καν στο λεξιλόγιό μου.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Κι αυτό για το θυρωρό, κι ότι όλες οι εφημερίδες είναι γεμάτες ψέματα, κι αυτό που είπες μετά για την αεράμυνα, το παιδί δεν ακούει απολύτως τίποτα θετικό. Αυτό δεν είναι καθόλου καλό για μια νεανική  ψυχή, την καταστρέφει, κι ο Φύρερ λέει πως το μέλλον της Γερμανίας είναι η νεολαία της. Στ’ αλήθεια δεν είναι τέτοιο παιδί να πάει εκεί να καταδώσει κάποιον. Δεν αισθάνομαι καλά.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Είναι όμως εκδικητικός.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Και γιατί θα 'θελε να εκδικηθεί;

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ο Θεός ξέρει, όλο και κάτι θα ‘χει. Ίσως επειδή του πήρα το βάτραχό του.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Μα αυτό έγινε εδώ και μια βδομάδα.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Όμως αυτά τα θυμούνται τα παιδιά.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Κι εσύ γιατί να του τον πάρεις;

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Γατί δεν του έπιανε μύγες. Τον άφηνε να πεθάνει της πείνας.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Μα είναι αλήθεια πως έχει πολλά μαθήματα.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ο βάτραχος όμως δεν έφταιγε τίποτα γι’ αυτό.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Μα δεν μίλησε καθόλου γι’ αυτό, και μόλις του 'δωσα δέκα πφέννιγκ. Του παρέχουμε ό,τι ζητήσει.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ναι, αυτό είναι δωροδοκία.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Τι εννοείς;

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Θα πούνε αμέσως ότι δοκιμάζαμε να τον δωροδοκούμε για να κρατάει τη γλώσσα του.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δηλαδή, τι νομίζεις ότι μπορούν να σου κάνουν;

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Οτιδήποτε. Εδώ δεν υπάρχουν όρια! Θεέ μου! Και να 'σαι και δάσκαλος! Εκπαιδευτής της νεολαίας: Τη φοβάμαι!

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Μα ένα παιδί δεν μπορεί να 'ναι αξιόπιστος μάρτυρας. Ένα παιδί δεν ξέρει τι λέει.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Αυτό το λες εσύ. Μα από πότε χρειάζονται μάρτυρες για οτιδήποτε;






Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν μπορούμε να σκεφτούμε τι εννοούσες με τις παρατηρήσεις σου; Θέλω να πω ότι μπορεί απλώς να σε παρεξήγησε.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τι είπα; Δεν μπορώ να θυμηθώ. Για όλα φταίει αυτή η άτιμη η βροχή. Γίνεσαι κακοδιάθετος. Τελικά είμαι ο τελευταίος, που θα 'λεγα κάτι εναντίον της ψυχικής ανατάσεως που ζει σήμερα ο γερμανικός λαός. Εγώ τα είχα προβλέψει όλ' αυτά από το τέλος του 1932.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Καρλ, δεν έχουμε τώρα καιρό να μιλάμε γι' αυτά. Πρέπει τα να ξεκαθαρίσουμε όλα με ακρίβεια, και αμέσως μάλιστα. Δεν πρέπει να χάνουμε καιρό.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Δεν μπορώ να το πιστέψω αυτό από τον Κλάους-Χάινριχ.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Λοιπόν πρώτα αυτό για το «φαιό σπίτι» και τα αίσχη.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μα δεν είπα λέξη για αίσχη.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Είπες πως η εφημερίδα είναι γεμάτη αίσχη και θα την σταματήσεις.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ναι, η εφημερίδα! Όχι όμως το φαιό σπίτι!

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν μπορεί να πες πως αποδοκιμάζεις αυτά τα αίσχη των παπάδων; Κι ότι το θεωρείς πολύ πιθανό ότι αυτοί οι άνθρωποι που είναι κατηγορούμενοι σήμερα, έβγαλαν τα απαίσια παραμύθια για το φαιό σπίτι κι ότι εκεί δεν είναι όλα καθαρά; Κι ότι καλύτερα θα 'καναν να κοίταζαν τα δικά τους; Κι ότι είπες στο παιδί, ν' αφήσει το ραδιόφωνο και να πάρει καλύτερα την εφημερίδα, γιατί έχεις τη γνώμη ότι η νεολαία του Τρίτου Ράιχ πρέπει να παρατηρεί μ' ανοιχτά μάτια τι γίνεται γύρω της.

ΑΝΤΡΑΣ: Όλ' αυτά δεν βοηθάνε σε τίποτα.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Καρλ, δεν πρέπει τώρα να σκύψεις το κεφάλι. Πρέπει να 'σαι δυνατός, όπως λέει κι ο Φύρερ...

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μα δεν μπορώ να παρουσιαστώ στο δικαστήριο και σα μάρτυρας κατηγορίας να καταθέσει η ίδια η σάρκα από τη σάρκα μου.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν πρέπει να το παίρνεις έτσι.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Οι σχέσεις με τους Κλίμπτς ήταν μεγάλη επιπολαιότητα.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Μα αυτονών δεν τους έκαναν τίποτα.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ναι αλλά οι έρευνες συνεχίζονται.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Αν απελπίζονταν όλοι που γίνονται γι' αυτούς έρευνες.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ο θυρωρός, λες να ‘χει τίποτα εναντίον μας;

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Εννοείς αν τον ρωτήσουν; Του κάναμε δώρο ένα κουτί πούρα για τα γενέθλιά του, και το δώρο του της Πρωτοχρονιάς ήταν αρκετό.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Οι Γκάουφς από δίπλα του 'δωσαν δεκαπέντε μάρκα.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι, μα αυτοί διάβαζαν ως το 32 το «Εμπρός», και το Μάη του 33 είχαν βάλει σημαία μαύρη-άσπη-κόκκινη!

(Χτυπάει το τηλέφωνο.)

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Το τηλέφωνο!

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Να πάω;

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Δεν ξέρω.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Ποιος μπορεί να 'ναι;

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Περίμενε. Αν χτυπήσει ξανά πηγαίνεις.

(Περιμένουν. Το τηλέφωνο σταματάει.)






Ο ΑΝΤΡΑΣ: Δεν είναι πια ζωή αυτή.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Καρλ!

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Έναν Ιούδα μου γέννησες. Κάθεται στο τραπέζι, τρώει το φαί που του δίνουμε και στηνει αυτί και θυμάται όλα όσα λένε οι γονείς του, ο χαφιές.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν πρέπει να μιλάς έτσι!

(Παύση.)

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Νομίζεις πως θα πρέπει να κάνουμε τίποτα
προετοιμασίες;

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Λες να τους φέρει μαζί του αμέσως;

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν είναι απίθανο, ε;

(Εκείνος φέρνει το παράσημο και το φοράει με τρεμάμενα χέρια.)

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Πάντως στο σχολείο δεν υπάρχει τίποτα εναντίον σου;

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Και που θες να ξέρω; Είμαι πρόθυμος να διδάξω ό,τι θέλουν, αλλά τι θέλουν να διδάξω; Μακάρι να ‘ξερα! Που να ξέρω πως θέλουν να ήταν ο Μπίσμαρκ; Αφού αργούν τόσο να βγάλουν τα σχολικά βιβλία! Δεν μπορείς να κάνεις αύξηση άλλα δέκα μάρκα στην υπηρέτρια; Κι αυτή κρυφακούει συνέχεια.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ (γνέφει καταφατικά): Και τη φωτογραφία του Χίτλερ, να την κρεμάσουμε πάνω απ' το γραφείο σου; Φαίνεται καλύτερα.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ναι, να το κάνεις αυτό.

(Η γυναίκα πάει να της αλλάξει θέση.)

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Όμως, αν το παιδί τους πει ότι της αλλάξαμε θέση επίτηδες, θα συμπεράνουν ένοχη συνείδηση.

(Η γυναίκα ξανακρεμάει τη φωτογραφία στην παλιά της θέση.)

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Η πόρτα δεν ήταν αυτή;

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν άκουσα τίποτα.

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Κι όμως!

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Καρλ!

(Τον αγκαλιάζει.)

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μη χάνεις την ψυχραιμία σου. Ετοίμασέ μου μερικά εσώρουχα.

(Άλλη πόρτα ακούγεται. Ο άντρας κι η γυναίκα στέκουν ο ένας δίπλα στον άλλο, κοκαλωμένοι, στη γωνιά του δωματίου. Η πόρτα ανοίγει και μπαίνει το αγόρι με μια χαρτοσακούλα στο χέρι. —Παύση.)

ΤΟ ΑΓΟΡΙ: Μα τι έχετε;

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Που ήσουνα;

(Το αγόρι δείχνει τη σακούλα με τις σοκολάτες.)

Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Μόνο σοκολάτες αγόρασες;

ΤΟ ΑΓΟΡΙ: Τι άλλο; Φυσικά.

(Διασχίζει το δωμάτιο μασουλώντας. Οι γονείς του τον κοιτάζουν ερευνητικά.)

Ο ΑΝΤΡΑΣ: Νομίζεις πως λέει αλήθεια;


(Η γυναίκα σηκώνει τους ώμους.)