28 Σεπτεμβρίου 2017

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας #8: Οι στάχτες του πολέμου






Για άλλη μια φορά, το Λαγούμι της Λογοτεχνίας ανοίγει τις βαριές, δρύινες πύλες του. Και νά σου πάλι οι σωροί από βιβλία, που σαν τρενάκι κάποιου αρχαϊκού λούνα-παρκ υψώνονται σε οροσειρές, γυρίζουν σε σβούρες – και χάνονται στο σκοτάδι του χρόνου.

Και να ένα βαγονέτο που ήρθε να πάρει κι εσένα μαζί του για μια βόλτα. Ο σημερινός προορισμός μυρίζει έντονα στάχτη από μάχες – ενώ οι ρόδες του βαγονέτου στη γραμμή τσιρίζουν σαν πολεμικές σειρήνες…



Το τέλος του πολέμου







1945. Πλήθη εξορμούν χαρούμενα στους δρόμους, πανηγυρίζοντας το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο κόσμος μπορεί πια να ανασάνει ελεύθερος!

Κάποιοι όμως δεν είναι τόσο αισιόδοξοι. Στην εορταστική σκηνή που βλέπετε στην εικόνα, διακρίνουν γκρίζα σύννεφα να θολώνουν τον ορίζοντα. Σαν σκοτεινή ομίχλη, στο βάθος της οποίας εισέρχονται οι ανυποψίαστοι, γελαστοί πολίτες. Ο δρόμος φαίνεται να έχει σχεδόν χαθεί και στη θέση του υπάρχει ένας συννεφιασμένος ουρανός.

Ο πόλεμος τελείωσε, ναι. Λύθηκε όμως δια παντός εκείνο που τον είχε προκαλέσει; Ή απλά φόρεσε τα γιορτινά, αφήνοντας τη σκιά του να συρθεί μες στα σκοτάδια;


«Μη χαίρεστε που σκοτώσατε το κτήνος. Η σκύλα που το γέννησε ζει και είναι ακόμα σε οργασμό» - έλεγε ο Μπρεχτ.


Από το ημερολόγιο του Ζαν-Πωλ Σαρτρ. 23 Νοεμβρίου του 1939.






«Σήμερα το πρωί συζητάμε πολιτικά. Ο Χανγκ, ο Πίτερ, ο Πωλ, εγώ, για την αναδιοργάνωση της Ευρώπης μετά τον πόλεμο. Λέμε ένα σωρό ανοησίες. Ο Νοντέν, στην άλλη άκρη του δωματίου, προσπαθεί να γράψει μια επιστολή. Η φασαρία από τη συζήτηση τον διασπά και αρπάζεται: "Μου τα πρήξατε πια!"

Ο Χανγκ προσπαθεί να προσελκύσει το ενδιαφέρον στην κουβέντα μας, μάταια όμως. Έτσι του λέω και γω ξεκάρφωτα, ενώ κρατάει το κεφάλι του στα δυο του χέρια, προσπαθώντας να απομονωθεί: "Ξέρεις, Νοντέν, κοντά στο Βίσενμπουργκ, οι Γερμανοί κάψανε ζωντανό έναν Γάλλο αιχμάλωτο".

Σηκώνεται και έρχεται προς το μέρος μου, κοιτάζοντας με ερωτηματικά: "Ποιός στο είπε αυτό;". Απαντώ, εσκεμμένα αόριστα: "Ένας δικός μας..." Δίνω μερικές λεπτομέρειες: "Ήτανε δυο αιχμάλωτοι. Ο ένας δε μιλούσε, κι έτσι τον έκαψαν ζωντανό. Απείλησαν να λούσουν και τον άλλο με πετρέλαιο και να τον ανάψουν μ' ένα σπίρτο. Τότε τρόμαξε κι αυτός και τα ξέρασε όλα".

Ο Νοντέν βγαίνει έξω απ' τα ρούχα του και ξεχνάει εντελώς το γράμμα του. "Ω, οι μπάσταρδοι! Μόνο να 'ρθουν κατά δω! Ας τολμήσουν... θα δούμε αμέσως αν θα μπορέσουν να κάψουν εμένα".

Πηγαίνει και κάθεται σε μια γωνιά με διπλωμένα μπράτσα, κουνώντας πάνω-κάτω το κεφάλι του, τρομοκρατημένος, έξαλλος, σοβαρός και ευτυχής: Πήρε και σήμερα το πρωί τη μερίδα του της φρίκης.»



Γράφοντας ένα βιβλίο με θέμα του τον πόλεμο






Δύο παλιοί φίλοι συναντώνται ξανά μετά από χρόνια - και αναπολούν τις μέρες του πολέμου. Έχουν μεγαλώσει πια, ο ένας έχει γυναίκα και μωρά. Ο άλλος πάλι έχει σκοπό να γράψει ένα βιβλίο:


«Προσπαθήσαμε να θυμηθούμε τον πόλεμο. Ήπια μερικά ποτηράκια από το ποτό που έφερα. Χασκογελάσαμε, σαν να μας έρχονταν στο νου ιστορίες από τον πόλεμο, αλλά κανένας από τους δυο δεν μπορούσε να θυμηθεί κάτι καλό. Ο Ο'Χέαρ θυμήθηκε έναν τύπο που ήπιε τόσο πολλά κρασιά στη Δρέσδη, πριν από το βομβαρδισμό, ώστε αναγκαστήκαμε να τον μεταφέρουμε με καροτσάκι. Δεν ήταν αρκετό υλικό για να γράψει κάποιος ένα βιβλίο. Θυμήθηκα δυο Ρώσους στρατιώτες που είχαν λεηλατήσει ένα εργοστάσιο ρολογιών. Ήταν χαρούμενοι και μεθυσμένοι. Κάπνιζαν κάτι τεράστια τσιγάρα που είχαν στρίψει με εφημερίδες.

Αυτά ήταν όλα όσα θυμηθήκαμε, και η Μέρι εξακολουθούσε να κάνει θόρυβο. […] Ύστερα εκείνη γύρισε προς το μέρος μου, μου έδειξε πόσο θυμωμένη ήταν και πως εγώ ήμουν η αιτία του θυμού της. Μονολογούσε, οπότε αυτό που είπε ήταν ένα απόσπασμα μιας μεγαλύτερης συζήτησης. “Ήσαστε ΜΩΡΑ τότε” είπε.

“Τι;” αποκρίθηκα.

“Ήσαστε μωρά στον πόλεμο - σαν τα παιδάκια στο πάνω πάτωμα”.

Έγνεψα σαν να της έλεγα πως αυτό ήταν αλήθεια. Πράγματι ήμαστε ανόητοι παρθένοι στον πόλεμο, ακριβώς στο τέλος της παιδικής ηλικίας.

“Όμως δεν πρόκειται να τα γράψεις έτσι, σωστά;” Δεν ήταν ερώτηση. Ήταν κατηγορία.

“Δεν... δεν ξέρω”, είπα.

“Ε, λοιπόν, εγώ ξέρω”, είπε εκείνη. “Θα προσποιηθείς πως ήσαστε άντρες αντί για μωρά, και στις ταινίες θα σας ενσαρκώσουν ο Φρανκ Σινάτρα και ο Τζον Γουέιν, ή κάποιοι απ' αυτούς τους διάσημους, πολεμοχαρείς πορνόγερους. Και ο πόλεμος θα παρουσιαστεί σαν κάτι το υπέροχο, ώστε να γίνουν πολλοί περισσότεροι. Και θα πάνε να πολεμήσουν μωρά σαν αυτά που είναι επάνω”.

Τότε λοιπόν κατάλαβα. Ο πόλεμος ήταν που την είχε εξοργίσει τόσο πολύ. Δεν ήθελε τα μωρά της ή τα μωρά των άλλων να σκοτωθούν σε κάποιον πόλεμο. Και πίστευε πως τα βιβλία και οι ταινίες εν μέρει ενθαρρύνουν τους πολέμους.

Έτσι λοιπόν ύψωσα το δεξί μου χέρι και της ορκίστηκα: “Μέρι”, είπα, “δεν πιστεύω ότι το βιβλίο μου θα ολοκληρωθεί ποτέ. Πρέπει να έχω γράψει πέντε χιλιάδες σελίδες μέχρι τώρα και τις έχω πετάξει όλες. Αν όμως πρόκειται ποτέ να το τελειώσω, σου δίνω το λόγο της τιμής μου: δεν πρόκειται να υπάρχει σ' αυτό ρόλος για τον Φρανκ Σινατρα ή τον Τζον Γουέιν.

“Θα σου πω κι αυτό”, είπα. “Θα τ' ονομάσω "Η Σταυροφορία των Παιδιών"”.

Έπειτα από αυτό το περιστατικό έγινε φίλη μου.»


***


Και έτσι έγινε λοιπόν. Το βιβλίο τελικά ολοκληρώθηκε - και ο συγγραφέας του κάθε άλλο παρά εξιδανίκευσε τη φρίκη του πολέμου. Πλάι μάλιστα στον τίτλο "Η Σταυροφορία των Παιδιών" προστέθηκε ένας άλλος, με τον οποίο το βιβλίο έμελλε να γίνει περισσότερο γνωστό: "Σφαγείο Νο-5".

Δημοσιευμένο το 1969, παραμένει το γνωστότερο έργο του Κερτ Βόνεγκατ [Kurt Vonnegut] - και το απόσπασμα που είδατε προέρχεται από την εισαγωγή του βιβλίου, σε μετάφραση Φ. Χρυσόπουλου.



Το αληθινό πρόσωπο του πολέμου






Ρωσία, 1812. Την παραμονή της μεγάλης μάχης απέναντι στο Ναπολέοντα, στη διάρκεια μιας νύχτας που ίσως είναι η τελευταία, ένας νεαρός Ρώσος αξιωματικός κάνει τον απολογισμό του.


«“Παίζουμε τον πόλεμο”. Να τι είναι το κακό», είπε ο πρίγκιπας Αντριέι. «Κάνουμε τους μεγαλόψυχους, κ.τ.λ. Κι αυτή η μεγαλοψυχία και η ευαισθησία μοιάζει με τη μεγαλοψυχία και την ευαισθησία της κυρίας που την πιάνει λιποθυμία όταν δει να σφάζουν ένα μοσχάρι. Είναι τόσο αγαθή, που δεν μπορεί να βλέπει αίματα, όμως με μεγάλη όρεξη το τρώει το μοσχάρι αυτό με σάλτσα. Διαρκώς μας κοπανάνε για το Δίκαιο του πολέμου, για τον ιπποτισμό απέναντι στους απεσταλμένους του αντιπάλου, για τον οίκτο προς τους ατυχείς και τα παρόμοια. Όλα αυτά είναι ανοησίες. […]

Ο πόλεμος δεν είναι χαριεντισμός, μα η πιο βρωμερή υπόθεση της ζωής, κι αυτό πρέπει να το καταλαβαίνουμε και να μην παίζουμε τον πόλεμο. Πρέπει αυτή την τρομερή ανάγκη να την παίρνουμε αυστηρά και σοβαρά. Το παν έγκειται σ’ αυτό. Ν’ αφήσουμε κατά μέρος τις ψευτιές και ν’ αποβλέπουμε στον πόλεμο σαν σε πόλεμο. Γιατί κατάντησε ο πόλεμος να’ ναι η αγαπημένη διασκέδαση των αργόσχολων και επιπόλαιων… Η τάξη των στρατιωτικών είναι η πιο αξιοσέβαστη. Όμως τί είναι πόλεμος; Τι χρειάζεται για την επιτυχία της πολεμικής υπόθεσης; Ποια είναι τα ήθη της στρατιωτικής κοινωνίας; Σκοπός του πολέμου είναι ο σκοτωμός, μέσα του πολέμου είναι η κατασκοπεία, η προδοσία και η ενθάρρυνσή της, η καταστροφή των στρατευμάτων, η απάτη και η ψευτιά, που αποκαλούνται πολεμικά τεχνάσματα.

Ήθη της στρατιωτικής κοινωνίας είναι η έλλειψη της ελευθερίας, δηλαδή η πειθαρχία, η αργία, η αμορφωσιά, η απανθρωπιά, η διαφθορά, το μεθύσι. Και παρόλ’ αυτά η τάξη των στρατιωτικών είναι η ανώτατη τάξη που τη σέβονται όλοι. Όλοι οι ηγεμόνες, εκτός απ’ τον Κινέζο, φορούν στρατιωτική στολή και τιμούν με το μεγαλύτερο παράσημο εκείνον που σκοτώνει τους πιο πολλούς. Συναντιούνται, σαν αύριο, για να σκοτώσει ο ένας τον άλλον, να σκοτώσουν, ν’ ακρωτηριάσουν δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους, κι ύστερα να ψάλουν ευχαριστήριες δοξολογίες γιατί σκότωσαν πολλούς ανθρώπους και να διαλαλήσουν τη νίκη, νομίζοντας πως όσο πιο πολλούς ανθρώπους σκότωσαν, τόσο πιο μεγάλο είναι το κατόρθωμά τους. Και πως ο Θεός από κει πάνω τους βλέπει και τους ακούει!», ξεφώνισε με μια διαπεραστική φωνή γεμάτη αγανάχτηση.

«Αχ, ψυχή μου! Τον τελευταίο καιρό μου κάνει πολύν κόπο να ζω. Βλέπω πως άρχισα πάρα πολλά να καταλαβαίνω. Και δεν πρέπει ο άνθρωπος να τρώει απ’ το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού…»


Λέων Τολστόι, «Πόλεμος και Ειρήνη». Πρώτη δημοσίευση το 1869. Το απόσπασμα σε μετάφραση Κοραλίας Μακρή.



Η λεπτή γραμμή μεταξύ ελευθερίας και ισότητας






«Πολιτικές αντινομίες. Βρισκόμαστε σ’ έναν κόσμο όπου πρέπει να διαλέξει κανείς ανάμεσα στο να είναι θύμα ή θύτης - αυτό και τίποτε άλλο. Δεν είναι εύκολο να διαλέξεις. Πάντοτε πίστευα ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν θύτες αλλά μόνο θύματα. Σε τελευταία ανάλυση είναι αυτονόητο. Όμως, αυτή η αλήθεια δεν είναι διαδεδομένη.

Τρέφω έντονη αγάπη για την ελευθερία. Και, για κάθε διανοούμενο, η ελευθερία συγχέεται τελικά με την ελευθερία της έκφρασης. Παρ’ όλα αυτά, αντιλαμβάνομαι απολύτως πως, για μια πολύ μεγάλη μερίδα Ευρωπαίων, αυτή δεν είναι η πρώτιστη φροντίδα: μόνον η δικαιοσύνη μπορεί να τους παράσχει το υλικό μίνιμουμ που χρειάζονται, ενώ, δικαίως ή αδίκως, θα θυσίαζαν ευχαρίστως την ελευθερία για μια στοιχειώδη δικαιοσύνη.

Αυτά τα γνωρίζω εδώ και πολύ καιρό. Και θα έκρινα απαραίτητο να υπεραμυνθώ μιας συμφιλίωσης μεταξύ δικαιοσύνης και ελευθερίας, μιας και, κατά τη γνώμη μου, εκεί θα βρισκόταν η έσχατη ελπίδα της Δύσης. Αλλά αυτή η συμφιλίωση δεν είναι δυνατή παρά μόνο σ’ ένα συγκεκριμένο κλίμα, το οποίο σήμερα θεωρώ σχεδόν ουτοπικό. Πρέπει άραγε να θυσιάσει κάποιος μία από τις δύο αυτές αξίες;

Τι να σκεφτεί κανείς;»


Από το ημερολόγιο του Αλμπέρ Καμύ, Σεπτέμβριος του 1945.



Ένας εφιάλτης






«Είχε αρχίσει να μου φαίνεται, πως το σύμπαν με τον έναστρο θόλο του απ’ αυτούς τους απαθείς και ενοχλητικούς γλόμπους, πιθανό να μην ήταν αυτό που είχα οραματιστεί ως το πιο μεγαλειώδες. Μια μέρα λοιπόν, κουρασμένος από το να σέρνω τα πόδια μου στο τραχύ μονοπάτι του επίγειου ταξιδιού, και να πηγαίνω τρεκλίζοντας σαν μεθυσμένος, μέσα από τις σκοτεινές κατακόμβες της ζωής, σήκωσα αργά τα θλιμμένα μάτια μου, με τους ολόγυρα μπλάβους κύκλους, προς την κοιλότητα του στερεώματος και τόλμησα να διεισδύσω εγώ, τόσο νέος, στα μυστήρια του ουρανού!

Μη βρίσκοντας όμως κείνο που γύρευα, σήκωσα ακόμη πιο ψηλά το τρομαγμένο μάτι μου, κι όλο ακόμη πιο ψηλά, ώσπου διέκρινα ένα θρόνο, που ήταν φτιαγμένος από περιττώματα ανθρώπινα και χρυσάφι, κι όπου θρονιαζότανε με μια ηλίθια υπεροψία, το τυλιγμένο κορμί μ’ ένα σάβανο καμωμένο από άπλυτα σεντόνια νοσοκομείου, αυτού που έχει αυτοτιτλοφορηθεί Δημιουργός!

Στο χέρι του κρατούσε τον κορμό ενός πεθαμένου ανθρώπου που είχε σαπίσει, και τον πηγαινόφερνε από τα μάτια στη μύτη, κι από τη μύτη στο στόμα, όπου στο στόμα πια, καταλαβαίνει κάνεις τι τον έκανε. Τα πόδια του κολυμπούσαν σε μια πελώρια χαβούζα από αίμα που κόχλαζε, κι απ’ όπου ξαφνικά ξεπηδούσαν στην επιφάνεια, λες κι ήταν ταινίες μέσα απ’ το περιεχόμενο αγγείου της νύχτας, δυο ή τρία προνοητικά κεφάλια, για να ξαναβουλιάξουν πάραυτα, με την ταχύτητα βέλους. […]

Μέχρι που ο Δημιουργός, μη έχοντας τίποτα πια στο χέρι, άρπαζε απ' το λαιμό με τις δυο πρώτες νυχάρες του, λες κι ήταν τανάλια, έναν άλλον από τους λουόμενους, τον σήκωνε στον αέρα, έξω από κείνη την εξαίσια σάλτσα του ερυθρόχρωμου βάζου, για να επακολουθήσει μετά ό,τι και με τον προηγούμενο. Πρώτα καταβρόχθιζε το κεφάλι, κατόπιν πόδια και χέρια, και τελευταίο τον κορμό, μέχρι που δεν έμενε τίποτα πια. Αφού ακόμα και τα κόκαλα ροκάνιζε. Έτσι περνούσε τις ώρες της αιωνιότητάς του. Και πότε-πότε μονολογούσε: «Εγώ σας δημιούργησα, δικαίωμά μου λοιπόν να σας κάνω ό,τι θέλω. Κι αν σας κάνω να υποφέρετε, είναι γιατί μ' ευχαριστεί κι όχι γιατί εσείς μου φταίξατε σε τίποτα».

Και δώστου απ' την αρχή το αποτρόπαιο γεύμα του, σειώντας το κάτω σαγόνι και με δαύτο και τη γεμάτη μυαλά γενειάδα του.»


***


Απόσπασμα από τα περιβόητα "Άσματα του Μαλντορόρ", από τη πένα ενός από τους "καταραμένους" της λογοτεχνικής Γαλλίας: του Isidore-Lucien Ducasse, γνωστού ως Λωτρεαμόν. Βρισκόμαστε στο έτος 1868. Η μετάφραση της Ε.Νεζερίτη. Όσο αφορά τον πίνακα, είναι γνωστός σε όλους: Λεπτομέρεια από το "Κρόνος που Καταβροχθίζει ένα από τα τα Παιδιά του" του Φρανθίσκο Γκόγια. (1819-23).

Να προσέχεις, λοιπόν, στο δρόμο των ονείρων σου... Μπορεί δίχως να το καταλάβεις να βρεθείς στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού... Εκεί που δεν υπάρχουν καλοκάγαθοι θεοί - μόνο δαίμονες, αχόρταγοι και αδίστακτοι.



Επιστροφή



Και κάπως έτσι το βαγονέτο επιστρέφει στον προορισμό του. Η σημερινή περιπλάνηση στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας έλαβε τέλος!

Κι ενώ οι δρύινες πόρτες ανοίγουν, ξεχύνεται μπρος σου το απαλό φως του φεγγαριού… Έξω βασιλεύει μια βαθιά γαλήνη. Η φύση είναι όμορφη ξανά και ο κόσμος αναπαύεται στη σιγαλιά της νύχτας.

Φεύγεις τινάζοντας από πάνω σου τη στάχτη του ονείρου… Μα προσπαθείς να μην ξεχάσεις τον απόηχο εκείνης της μακρινής σειρήνας. Όχι, αυτή τη φορά δεν θες να τον ξεχάσεις.



Τα προηγούμενα μέρη από το «Λαγούμι της Λογοτεχνίας» (κάνετε κλικ πάνω στους συνδέσμους)











25 Σεπτεμβρίου 2017

Η Ζωή στο Τετράγωνο Κουτί





ΣΕ ΒΛΕΠΩ. Ζεις κι εσύ στο Τετράγωνο Κουτί σου. Ένα κουτί γεμάτο καθησυχαστικές ευθείες και ασφαλείς γωνίες.

Ούτε που ξέρω πόσα χρόνια ζεις εκεί. Μάλλον δεν γνωρίζεις και ο ίδιος. Ίσως γεννήθηκες εκεί μέσα. Και νά που το Τετράγωνο Κουτί έγινε ο ορίζοντας όλης της ζωής σου.

Είναι ωραία να ζεις στο Τετράγωνο Κουτί. Ξέρεις πως υπάρχει ένας συγκεκριμένος αριθμός από τοίχους, ένα προσδιορισμένο νούμερο από γωνίες. Οι πλευρές του διαδέχονται με κανονικότητα η μία την άλλη. Υπάρχει μια αρχή, μια μέση, ένα τέλος. Τα περιγράμματα είναι σαφή, τα όρια ξεκάθαρα. Από νωρίς μαθαίνεις ποια είναι αυτά τα όρια – και προσαρμόζεσαι σ’ αυτά. Σαν τους κύβους που εφάπτονται ο ένας πάνω στον άλλο – ένας κύβος κι εσύ, προσαρμόζεσαι πάνω στους ομοίους σου και δημιουργείτε τετράγωνα κάστρα που υψώνουν τις επάλξεις τους στον ουρανό.

Κάστρα από κύβους – τετράγωνες αντιλήψεις, τετράγωνες πρακτικές, τετράγωνες συνήθειες. Κάστρα που ορθώνουν τείχη – και άντε να βγεις από αυτά μετά.

Μα είναι ωραία μες στο κάστρο. Είναι ωραία γιατί νιώθεις ασφάλεια. Εδώ δεν θα εισβάλλουν οι βάρβαροι. Εδώ η ζωή ακολουθεί την ομαλή κανονικότητά της.

Εδώ το πάνω είναι πάντα πάνω, το κάτω πάντα κάτω. Το αριστερά και δεξιά είναι σαφώς διαχωρισμένα. Η αλήθεια και το ψέμα, η ομορφιά και η ασχήμια, το καλό και το κακό – το καθένα έχει τον δικό του ξεχωριστό τοίχο και δεν μπλέκει το ένα με το άλλο.

Κι αν υπάρχει κόσμος έξω από το κάστρο, δεν έχει σημασία – για σένα ο κόσμος είναι εκείνος που χωρά στο Τετράγωνο Κουτί σου. Και μόνο αυτός.

Είναι ωραία να ζεις στο Τετράγωνο Κουτί. Εδώ η μέρα έχει ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα – ένα πρόγραμμα που αγαπά την επανάληψη. Εδώ οι κανόνες είναι δοσμένοι απ’ έξω μια για πάντα. Τους βρήκες πριν ακόμα γεννηθείς. Εδώ οι στόχοι είναι σαφείς και ορίζονται από τις νόρμες της κοινωνικής λειτουργικότητας. Σχολείο, σπουδές, δουλειά, σπίτι, παντρειά. Να τσουλάει η μηχανή, να μπαίνει ο παράς στον κουμπαρά, να γεμίζει το κασέ. Να συμπληρώνεις με πληθωρικά νούμερα τα βιογραφικά σου. Να πλασάρεις τον εαυτό σου. Να περνάς τη μισή μέρα στη δουλειά. Να μαζεύεις χρήματα για να κάνεις διακοπές. Να παρακολουθείς τις ειδήσεις. Να αγοράζεις ρούχα, αμάξια και ηλεκτρονικές συσκευές. Ν’ αγαπάς για να ξεχάσεις. Να ξεχάσεις ν’ αγαπάς.

Να μην έχεις ελεύθερο χρόνο – μα δεν έχει σημασία, μαζεύεις χρήματα για να κάνεις διακοπές. Αγοράζεις ρούχα, αμάξια και ηλεκτρονικές συσκευές.

Αγαπάς για να ξεχάσεις. Ξεχνάς να αγαπάς.

Και η ζωή περνά, ίδια κι απαράλλαχτη, στο Τετράγωνο Κουτί σου.

Να εκφέρεις άποψη – δεν έχει σημασία αν η τελευταία είναι δική σου, ή αν απλά αναπαράγεις κάτι που άκουσες αλλού. Σημασία έχει να φαίνεται πως έχεις άποψη. Δες, λοιπόν, παρά να υιοθετήσεις την άποψη που διάβασες στον Τοίχο του Τετράγωνου Κουτιού σου. Δες πόσο οριοθετημένη είναι, πόσο σαφής, πόσο ξεκάθαρη. Δεν έχεις παρά να την παπαγαλίσεις – και πόσο όμορφα θα νιώθεις τότε! Σκέψου πόσο όμορφα αισθάνθηκες την πρώτη φορά που, νέος, παπαγάλισες μια φράση απ’ τον Τοίχο του Τετράγωνου Κουτιού σου! Θυμήσου – ένιωθες πως είσαι κι εσύ πια ένας απ’ τους ενήλικες!

Για να μην αναφέρω το πρώτο σου αμάξι – την πρώτη σου γκόμενα – την πρώτη σου δουλειά – την πρώτη ψήφο στις εκλογές!

Τι από αυτά ήταν αληθινά επιλογή δική σου; Τι σημασία έχει. Φτάνει που πιστεύεις ο ίδιος πως ήταν επιλογή δική σου.

Και η ζωή περνά, ίδια κι απαράλλαχτη, στο Τετράγωνο Κουτί σου.


***


Και άσε εκείνον τον ενοχλητικό που ψιθυρίζει: φίλε, στη φύση δεν υπάρχουν ευθείες, δεν υπάρχουν τετράγωνα. Γι’ αυτό καλύτερα να το συνειδητοποιήσεις μόνος σου μια ώρα αρχύτερα – μπας και βγεις από το κάστρο, μπας και δεις τον κόσμο όπως είναι – σε όλη τη μεγαλοπρεπή του απεραντοσύνη.

Γιατί αλλιώς, ίσως ξυπνήσεις κάποιο πρωινό και σκεφτείς πως η ζωή στο Τετράγωνο Κουτί… δεν είναι παρά μια μετριότητα.


Θα κάνεις, λοιπόν, κάτι; – ή θα πεις, πάει, πέρασε κι αυτή!



17 Σεπτεμβρίου 2017

Στο Δρόμο του Μεταξιού [μέρος Ι]: Τα φώτα της ανατολής





«Δεν είπα ούτε τα μισά απ’ όσα είδα, γιατί δεν θα γινόμουν πιστευτός» - Μάρκο Πόλο



Ένα ζεστό δειλινό. Το laptop ανοιχτό μπροστά μου, γύρω σκόρπια βιβλία, σημειώσεις, σκληροί δίσκοι. Οι γλυκές νότες ενός τζαζ πιάνου ξετυλίγουν το νήμα τους στο χώρο. Τουρίστες γυροφέρνουν έξω απ’ τα παράθυρα, εξερευνώντας το ιστορικό κέντρο της Αθήνας. Ταξιδιώτες που ήρθαν. Κι εγώ, καθισμένος αναπαυτικά στην καρέκλα μου, τους παρατηρώ. Ένας ταξιδιώτης που γύρισε.

Πείτε μου την ιστορία σας, σκέφτομαι… Από πού έρχεστε, ποιος είναι ο προορισμός σας, τι εντυπώσεις έχετε ως τώρα – και τι προσδοκίες. Οι δεύτερες πάντα επηρεάζουν τις πρώτες, εξάλλου. Και, αν θέλετε, θα σας πω τη δική μου.

Ποιο το νόημα κάθε ταξιδιού, αν δεν έχει αλλάξει κάτι μέσα σου επιστρέφοντας. Μα πόσοι άνθρωποι αναχωρούν κλειστοί σαν οχυρωμένα κάστρα… και το ίδιο κλειστοί επιστρέφουν – δίχως μια ρωγμή στο οικοδόμημά τους. Ίδιοι όπως πριν, σε όλα – αν εξαιρέσεις κάμποσες φωτογραφίες, μερικά αναμνηστικά και λιγότερα χρήματα στην τσέπη.

Το ταξίδι δεν μόνο είναι η απόσταση που διανύεις· δεν είναι μόνο οι φωτογραφίες που βγάζεις, τα φαγητά που τρως, οι επαφές που έχεις, οι επισκέψεις σε χώρους, αγορές, μνημεία. Δεν είναι οι γνώσεις που αποκτάς, ούτε εκείνες που αδιαφόρησες να μάθεις. Δεν είναι οι φιγουράτες πόζες σου στα κοινωνικά δίκτυα, ούτε τα χρήματα που ξόδεψες. Δεν είναι τα προϊόντα που αγόρασες. Δεν είναι οι μέρες των διακοπών απ’ τη ρουτίνα – ίσα για να γεμίσεις τις μπαταρίες και ν’ αρχίσεις ξανά την ίδια πορεία στον τροχό. Εσύ και τα χαμστεράκια που γυρίζουν γύρω γύρω.

Το ταξίδι είναι (ή θα έπρεπε να είναι) εκείνο το κλικ που γίνεται μέσα σου – η στρόφιγγα που γύρισε και κίνησε το ρυάκι. Η καρδιά που άνοιξε και ξεχείλισε. Η ροή του ποταμού που παίρνει το δρόμο της εμπρός – και στις όχθες του οποίου ξεβράζονται σε λάσπες τα παρελθόντα. Κι εσύ πλάθεις με αυτή τη λάσπη κάτι νέο.

Αν έγινε κάποιο κλικ, μικρό έστω… το ταξίδι ήταν πετυχημένο. Αν όχι… ήσουν ένα οχυρό και οχυρό παραμένεις. Δεν άλλαξε τίποτα. Ποιο το νόημα του ταξιδιού τότε;

Πήραμε το Δρόμο του Μεταξιού, ακολουθώντας μια αρχαία πορεία, τα ίχνη της οποίας χάνονται στα βάθη των ερήμων – από την άμμο που διαρκώς ανανεώνεται, σαν άλλη θάλασσα κι αυτή, ξηρή και απέραντη. Και είδαμε μια Κίνα άγνωστη σε πολύ κόσμο, που εκτείνεται πέρα από τους ταξιδιωτικούς οδηγούς και τις τουριστικές μπροσούρες. Κι εγώ προσπαθούσα, έχοντας σαν προσωπικό οδηγό τον Καζαντζάκη, να διαπεράσω κάπως την επιφάνεια των φαινομένων, να σπάσω τη κρούστα του τουρίστα… και να νιώσω κάτι απ’ την ουσία των πραγμάτων. Τα κατάφερα, άραγε;

Και σε αυτήν εδώ τη σειρά παρουσιάσεων… τώρα που επέστρεψα και βάζω τις εντυπώσεις μου σε μια σειρά… θα προσπαθήσω να μοιραστώ μαζί σας όλα όσα είδα, όλα όσα ένιωσα. Τις εντυπώσεις, τις εκπλήξεις – κι εκείνο τον καημό του ταξιδιώτη που επέστρεψε.

Κι ενώ οι τουρίστες έξω απ’ τα παράθυρα συνεχίζουν να γυροφέρνουν, έχοντας, ποιος ξέρει τι σκέψεις στο μυαλό τους, εγώ θα βάλω σε μια σειρά τις δικές μου. Κι εσύ, φίλε, που διαβάζεις… να ξέρεις, σε θεωρώ ταξιδιώτη σαν εμένα – ίσως αποζητάς κι εσύ κάτι από εκείνο που πάντα αναζητούμε και σχεδόν πάντα μας διαφεύγει. Ίσως γυρεύεις κι εσύ να σπάσεις την κρούστα των φαινομένων, να βρεις κάτι απ’ την ουσία. Γι’ αυτό βρίσκεσαι εδώ τώρα, γι’ αυτό και μοιράζομαι το ταξίδι μου μαζί σου.

Ξεκινώ απ’ την αρχή…






Μέρα 0-1. Αεροδρόμια, Κωνσταντινούπολη, Πεκίνο, Σιάν


Ταξιδιάρες ψυχές



Ξεκίνησα το ταξίδι με παρθένο νου. Ελάχιστες απ’ τις σημειώσεις για το Δρόμο του Μεταξιού είχα διαβάσει, πολύ λίγα ήξερα για τους προορισμούς. Ήθελα να τα ανακαλύψω στην πορεία. Ασυναίσθητα γύρευα εκείνο το στοιχείο της ευχάριστης έκπληξης, που νιώθω συχνά πως λείπει απ’ τη λοιπή καθημερινότητα. Ακόμα κι αν είναι ήσυχη, δεν παύει να είναι μια καθημερινότητα – τακτοποιημένη, προγραμματισμένη και προβλέψιμη.

Δεν ήθελα άλλη καθημερινότητα, δεν επιθυμούσα άλλη επανάληψη. Δουλειά, σπίτι, ωράριο, επαφές που συχνά περιορίζονται σε λέξεις πίσω από οθόνες... Δεν επεδίωξα καμία πρόσβαση στο Internet καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Απλά επιθυμούσα να ξεφύγω. Και η ύπαρξη ενός προσχεδιασμένου ταξιδιωτικού πλάνου επέτρεπε ν’ αφήσω τα πράγματα να γίνουν μια φορά, αντί να τα κυνηγώ σαν γάτος που κάνει κύκλους γύρω απ’ την ουρά του…

Μου είχε λείψει να ταξιδεύω στο εξωτερικό – πάνε 3 χρόνια από την τελευταία φορά. Και είμαι ευγνώμων στον πατέρα μου, που μου έδωσε την ευκαιρία να κάνω ένα τόσο μακρινό, και τόσο διαφορετικό, ταξίδι. Μα όσα είδα δεν είναι παρά το μισό μέρος του ταξιδιού. Το άλλο μισό διεξάγεται τώρα, αυτή τη στιγμή. Η στιγμή που καταγράφω τις εντυπώσεις, μαζεύω τις εικόνες, κοινοποιώ τις σκέψεις. Και προσπαθώ να νιώσω εκείνο το κλικ μέσα μου, φίλε αναγνώστη, που επιθυμώ να γίνει και δικό σου.





Νά και οι επιβάτες, που ανεβαίνουν σαν αερικά στο αεροπλάνο. Η φωτογραφία είναι κουνημένη, θα ‘λεγε κάποιος – μα, σκέψου, έτσι αποδίδεται καλύτερα η ρευστότητα του ταξιδιώτη λίγο πριν την πτήση. Εκείνο που βιάζεται να πετάξει πριν ακόμα το αεροπλάνο εγκαταλείψει το έδαφος. Έτσι έμοιαζαν όλα να ξεφεύγουν εκείνη τη στιγμή – ταξιδιώτες, αεροδρόμιο, γη. Τα σώματα ρευστά, ακολουθούν το δρόμο της ψυχής. Ο χορός μέσα σου αρχίζει για άλλη μια φορά. Καιρός να θυμηθείς τα βήματα…

Αφετηρία: Κωνσταντινούπολη. Προορισμός: Πεκίνο. Διάρκεια πτήσης, περίπου 10 ώρες. Άφιξη: το επόμενο απόγευμα, τοπική ώρα (έχουμε 5 ώρες διαφορά με την Κίνα).

Το αεροπλάνο της τουρκικής αεροπορικής εταιρίας ήταν άνετο – ας παραγνωρίσω το γεγονός πως μας άλλαξαν, τελευταία στιγμή, τις θέσεις που είχαμε κλείσει. Χαλάλι όμως – εκείνη η μαυρομάλλα τουρκάλα αεροσυνοδός ήταν ίδια, όποια θέση και αν καθόσουν. Τα καθίσματα είχαν οθόνες, στις οποίες μπορούσες να παρακολουθήσεις κάποια ταινία της επιλογής σου. Από την ίδια οθόνη μπορούσες να παρατηρήσεις τον χάρτη με την πορεία της πτήσης, ή να δεις ζωντανά έξω από μια κάμερα στο μπροστινό μέρος του αεροπλάνου – ιδιαίτερα εντυπωσιακό κατά την προσγείωση, όταν και έβλεπες το έδαφος να έρχεται βρυχώμενο καταπάνω σου.

Μα όσο και αν πέρασα ευχάριστα παρακολουθώντας ξανά μετά από χρόνια το “Forest Gump”, η πτήση θα ήταν λειψή δίχως την παρουσία του βιβλίου.






Ποτέ δεν επιλέγω τυχαία ποια βιβλία θα πάρω μαζί μου σε διακοπές ή κάποιο ταξίδι. Και φυσικά ποτέ δεν αναχωρώ δίχως κάποια βιβλία μαζί μου – ακόμα και αν ο χρόνος ανάγνωσης προβλέπεται λιγοστός. Έστω εκείνα τα 15-20 λεπτά, που μπορεί να κλέψω διαβάζοντας λίγες σελίδες σε κάποιο μακρινό σταθμό, σημαίνουν κάτι. Η φωνή του συγγραφέα που μιλάει μέσα σου και σου λέει «κόλλα το, δικέ μου». Η συντροφιά σου, πέρα απ’ τα δεσμά του τόπου, του χρόνου και της διάθεσης.

Οι απόπειρες να κοιμηθώ σε καθιστή θέση κατά τη διάρκεια της νύχτας ήταν αξιοπρεπείς – μα έμειναν στην απόπειρα. Οι κραδασμοί του αεροπλάνου ενώ διέσχιζε εναερίως την έρημο Τακλαμακάν με έκαναν να σκεφτώ «να οι πρώτες δυσκολίες του δρόμου του μεταξιού». Μια φορά κι έναν καιρό όμως, στη διάρκεια του χρονοβόρου ταξιδιού που χρειαζόταν για να διασχίσουν τις απέραντες ανατολικές εκτάσεις, οι ταξιδιώτες αντιμετώπιζαν αμμοθύελλες, κατολισθήσεις, αρρώστιες, έλλειψη νερού, ως και επιδρομές ληστών – κι εσύ θα γκρινιάξεις επειδή δεν κοιμήθηκες τη νύχτα; Όχι δα, κύριοι.

Ο ταξιδιώτης του παλιού καιρού είχε πάντα στην άκρη του μυαλού του τον σκοπό. Την όαση στο τέρμα της ερήμου. Οι αντιξοότητες του ταξιδιού έμοιαζαν λίγες μπροστά στη λάμψη του μεταξιού, του ελεφαντόδοντου και των μπαχαρικών… Οι δυσκολίες ήταν αδιάφορες συγκριτικά με το ασήμι, το χρυσάφι, το τσάι, το χαρτί, τα σπάνια ζώα – και, ναι, τις γυναίκες. Η προοπτική τους ήταν που του έδινε την ώθηση να συνεχίσει, παρά τις δυσκολίες. Ίσως ένας λόγος για τον οποίο δυσφορούμε για τις δυσκολίες της καθημερινότητας είναι η έλλειψη προοπτικής – ή απουσία σκοπού.

Καιρός να ρίξω μια ματιά ακόμα σ’ εκείνη την τουρκάλα αεροσυνοδό, λοιπόν.

Άφιξη στο Πεκίνο! Με συγκίνηση παρατήρησα τους επιβάτες (Κινέζοι, στην πλειοψηφία) που σηκώθηκαν μεμιάς από τις θέσεις τους. Με ανάλογη συγκίνηση εξακολούθησα να τους παρατηρώ, ενώ στέκονταν όρθιοι στο ίδιο σημείο, στον ίδιο πάντα διάδρομο του αεροπλάνου – και η ώρα περνούσε, το αεροπλάνο παρέμενε προσγειωμένο και σταθμευμένο, μα οι πόρτες δεν άνοιγαν. Δέκα λεπτά, είκοσι λεπτά, μισή ώρα… και οι επιβάτες εκεί, όρθιοι, περίμεναν υπομονετικά. Μπροστά, η οθόνη έδειχνε μια πύλη με ένα μεταφορικό όχημα σταθμευμένο μπροστά της. Το αεροπλάνο ακίνητο, οι πόρτες κλειστές. Και τα λεπτά βάραιναν σαν πατημασιές γιγάντων. Η συγκίνησή μου είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της. Μην έχοντας τι να κάνω, έβγαλα φωτογραφία τους επιβάτες.






Όλα τα καλά πράγματα τελειώνουν – έτσι και οι πόρτες, τελικά, άνοιξαν με κάποιο δισταγμό, και κατεβήκαμε (βιαστικά, ομολογώ) από το αεροπλάνο. Μα γιατί τόση βιασύνη, πάνω που αρχίσαμε να εξοικειωνόμαστε μαζί του. Ξεχύθηκα μεμιάς, έπεσα στα πόδια μου και φίλησα, αλαλάζοντας, το χώμα – και αν παρουσιάζω με κάποια δόση υπερβολής το τελευταίο, να ξέρετε, μετά από τόσες ώρες καθιστός σε μια θέση καταφεύγεις συχνά στη δύναμη της φαντασίας.


Πατούσα, πλέον, σε κινεζικό έδαφος!







Απ’ τα πελώρια τζάμια του αεροδρομίου ο ουρανός του Πεκίνου πρόβαλε μουντός – και κίτρινος. Μα δεν ήταν συννεφιά αυτή, ούτε κάποιο τοπικό χρώμα. Είχα ακούσει για την ατμοσφαιρική ρύπανση στις μεγάλες κινεζικές πόλεις – τώρα την αντίκριζα και ζωντανά.







H συνέχεια προέβλεπε έλεγχο διαβατηρίων και αποσκευών. Οι Κινέζοι δεν αστειεύονται στο θέμα των ελέγχων – κάτι που έμελλε να διαπιστώσω σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Έμελλε επίσης να διαπιστώσω πως η αναμονή στην ουρά έχει εξελιχθεί σε ανωτέρα τέχνη στην Κίνα – για την οποία οι Έλληνες έχουμε πολλά να διδαχτούμε. Το σταθμευμένο αεροπλάνο ήταν μόνο η αρχή. Δυσφορείς, φίλε μου, που χρειάζεται να περιμένεις 15-20 λεπτά σε μια ουρά κάποιας ελληνικής τράπεζας, ή στο ταχυδρομείο; Πήγαινε στην Κίνα να πάρεις μαθήματα αναμονής σε ουρά!

Η κοσμοσυρροή στο αεροδρόμιο ήταν πρωτοφανής. Μυρμηγκιές ανθρώπων, ξεχειλωμένες ουρές, μακρόστενες σαν σαρανταποδαρούσες – και το αεροδρόμιο αχανές, πολυδαίδαλο, πολύπλοκο, ικανό να ωθήσει το Θησέα να πετάξει με αγανάκτηση το μίτο του. Καλώς ήρθες στην πολυπληθέστερη χώρα του κόσμου! Ιδού κι ένας χάρτης που αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Ο πληθυσμός της Κίνας (με έντονο κόκκινο χρώμα) αντιστοιχεί στους χρωματικούς συνδυασμούς που βλέπετε. Είναι λοιπόν αντίστοιχος με όλο τον πληθυσμό της Βόρειας και Νότιας Αμερικής, της Αυστραλίας και της Δυτικής Ευρώπης – συνδυασμένες!




Photo source



Ο Tom Robbins ψιθύρισε με νόημα απ’ την τσάντα μου: «ε, φιλαράκι, είμαι κι εγώ εδώ, μην το ξεχνάς». Να ένας καλός τρόπος να αξιοποιήσεις τον ατελείωτο χρόνο της αναμονής στην ουρά, λοιπόν – που δεν είχα δοκιμάσει μέχρι τώρα. Συνέχισα, στο όρθιο, την ανάγνωση του βιβλίου, προσθέτοντας νόημα σε μια μέρα που έμοιαζε με διάλειμμα για διαφημίσεις καταμεσής μιας πολύ ενδιαφέρουσας ταινίας.

Οι «Καουμπόισσες» ήταν το μοναδικό, από τα μυθιστορήματα του Ρόμπινς, που δεν είχα διαβάσει ως σήμερα. Καιρός ήταν, μια που το βιβλίο ανήκει στα καλύτερά του. Όντας το δεύτερο χρονολογικά έργο του, θα έλεγα πως είναι το βιβλίο στο οποίο βρίσκει εξ’ ολοκλήρου τη φωνή του και σφραγίζει απόλυτα το τόσο χαρακτηριστικό στυλ του.

«Ο χώρος και ο χρόνος έπεσαν πάνω της σαν δύο τόμοι εγκυκλοπαίδειας που πέφτουν από το ράφι ενός ιεραποστόλου πάνω σ’ ένα πυγμαίο. Και ο χρόνος έφερε μαζί τη γραμματέα του – τη μνήμη – κι ο χώρος έφερε το μπασταρδάκι του – τη μοναξιά».

Να ‘σε καλά, φίλε Τομ, που εμπλούτισες την ταλαίπωρη πρώτη μέρα του ταξιδιού μου – μπράβο και σε μένα που σκέφτηκα να σε φέρω μαζί μου! Θα επανέλθω μ’ ένα πλούσιο αφιέρωμα στο μέλλον, γι’ αυτό να είσαι βέβαιος. Δεν παράγει κάθε μέρα η Αμερική συγγραφείς σαν εσένα.

Έχοντας πια απαλλαγεί απ’ τους ελέγχους και τις ουρές, περιμένοντας ωστόσο την επόμενη πτήση (γιατί το Πεκίνο δεν ήταν ο αρχικός προορισμός του ταξιδιού μας), άρχισα για πρώτη φορά να παρατηρώ τους Κινέζους στο αεροδρόμιο, αποζητώντας ενδιαφέροντα ερεθίσματα για σκέψη και προβληματισμό – να, σαν εκείνο της ακόλουθης φωτογραφίας.







Σύμφωνοι, η κοκκινοντυμένη Κινέζα της φωτογραφίας δεν ήταν παρά μέρος μιας φωταγωγημένης αφίσας – μα, θα συμφωνήσετε, επρόκειτο για μια ευχάριστη αλλαγή μετά την ταλαίπωρη νύχτα του αεροπλάνου, τους ατέλειωτους ελέγχους και την πολύωρη αναμονή στις ουρές!

Το κόκκινο, παρεμπιπτόντως, είναι το χρώμα των Κινέζων. Το χρώμα της χαράς και της τύχης για τους ίδιους, φέρνοντας στο νου εικόνες με πλουμιστά ερυθρόχρωμα κεντήματα, καταμεσής πληθωρικών αρχοντικών. Κόκκινο στη διεθνή γλώσσα, εξάλλου, σημαίνει πάθος, σημαίνει αίμα – και σημαίνει επανάσταση. Στη ζωγραφική, μεταξύ των τριών βασικών χρωμάτων (κόκκινο, κίτρινο, μπλε), το κόκκινο είναι το δυνατότερο – εκείνο που διαπερνά περισσότερο το μάτι, εκείνο που χρησιμοποιείς για να αποτυπώσεις τα πιο κομβικά στοιχεία της σύνθεσης.

Κάποια Κινεζάκια στέκονταν μαζεμένα γύρω απ’ την οθόνη ενός tablet. Ποιος ξέρει τι παρακολουθούσαν με τόση προσήλωση. Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος εξάλλου για να διαπιστώσω πως η συντριπτική πλειοψηφία των Κινέζων είναι καρφωμένοι, κυριολεκτικά, στις οθόνες των κινητών τους. Η ακόλουθη φωτογραφία είναι ενδεικτική. [κάνοντας κλικ πάνω στις φωτογραφίες τις βλέπετε μεγεθυμένες.]







Αν η Κίνα έφτασε να καθοδηγεί την σύγχρονη παγκόσμια αγορά και αν η κινητή τηλεφωνία συνιστά έναν από τους βασικούς οικονομικούς άξονες των επιχειρηματικών κολοσσών της εποχής μας, είναι άμεσο επακόλουθο πως ο Κινέζος διατηρεί μια στενή σχέση με το κινητό του – είναι, κυριολεκτικά, αχώριστοι. Είχα την αίσθηση πως στην Ελλάδα το έχουμε παρακάνει με τα κινητά τηλέφωνα, παρατηρώντας τον κόσμο στον ηλεκτρικό και στο μετρό – μα δεν συγκρίνεται με εκείνο που είδα στην Κίνα. Τις επόμενες μέρες θα το επιβεβαίωνα ακόμα περισσότερο.

Έφτασε η ώρα, σε μια μέρα που έμοιαζε με πορεία δίχως τέλος, να αναχωρήσουμε με την επόμενη πτήση για το Σιάν – τον επίσημο πρώτο σταθμό του ταξιδιού. Στο μεταξύ, μια ακόμα γιγαντοαφίσα μου τράβηξε την προσοχή. Παρατηρήστε την κόκκινη ενδυμασία της Κινέζας. Δείτε τις κοτσίδες της. Και επιθυμείστε, μαζί μου, αυτό το παγωτό πύραυλο.






Είχε βραδιάσει όταν φτάσαμε, με την τελευταία πτήση της ημέρας, στο Σιάν. Ταλαίπωροι, έχοντας διανύσει 24 ώρες στο δρόμο δίχως ύπνο, κατευθυνθήκαμε μ’ ένα μικρό πούλμαν (ήταν ευπρόσδεκτη η αλλαγή συγκοινωνίας, μετά από τόσα αεροπλάνα) προς το ξενοδοχείο. Ονομαζόταν το Ξενοδοχείο του Πύργου της Καμπάνας – και ακριβώς απέναντι από την είσοδό του δέσποζε το πρώτο αξιοθέατο του ταξιδιού, που έδωσε και το όνομά του στο ξενοδοχείο.


Μετά από μια τόσο κουραστική μέρα, μια μέρα με ουρές, ελέγχους, μετακινήσεις και αναμονές, ο Πύργος της Καμπάνας φάνταζε σαν οπτασία. Λες και με είχε πάρει, τελικά, ο ύπνος, έπειτα από τόσες άκαρπες προσπάθειες στην άβολη θέση του αεροπλάνου – και τώρα πια ονειρευόμουν…






Μέρες 2 και 3. Σιάν


Οι δυσκολίες του ομαδικού ταξιδιού



Καλώς όρισες, περίεργε ταξιδιώτη, στο ιστορικό και επιβλητικό Σιάν! Η παλαιότερη από τις Τέσσερις Μεγάλες Αρχαίες Πρωτεύουσες της Κίνας, πρωτεύουσα έντεκα Δυναστειών, λίκνο του κινεζικού πολιτισμού, το Σιάν [Xi’an, 西安] άλλοτε ονομαζόταν Τσανγκ Αν, που σημαίνει “Η Αιώνια Πόλη”. Η σημερινή του ονομασία μεταφράζεται ως «Δυτική Ειρήνη».

Πρόκειται, εξάλλου, για τον ανατολικότερο σταθμό του Δρόμου του Μεταξιού – το ταξίδι επισήμως τώρα ξεκινά!



Σκηνή από τη Σιάν, στις αρχές του 20ου αιώνα


Γνωριμία με τον πρώτο από τους ξεναγούς μας – μου διαφεύγει το όνομά του. Ήταν ένας χαμογελαστός Κινέζος με καλή γνώση αγγλικών (κάτι που σύντομα διαπίστωσα πως είναι η σπάνια εξαίρεση και όχι ο κανόνας στην Κίνα) και υψηλό μορφωτικό επίπεδο – μα πάνω που πήγαινες να τον συμπαθήσεις, έμοιαζε να υψώνει ένα μικρό (σινικό) τείχος ανάμεσά σας, διατηρώντας μια τυπική στάση, υπενθυμίζοντάς σου πως «εδώ ήρθα να κάνω τη δουλειά μου».

Όσο αφορά τους Έλληνες συνταξιδιώτες μου, οι πρώτες εντυπώσεις ήταν μάλλον αρνητικές. Μου μετέδωσαν ψυχράδα και αποστασιοποίηση, ενώ η συμπεριφορά κάποιων έδειχνε αλαζονική και υπεροπτική. Έμοιαζε με στάση ανθρώπων που μετρούν τα πάντα με το χρήμα – και την ικανότητά τους να το συγκεντρώνουν και να το ξοδεύουν. Το ταξίδι για κείνη τη μερίδα των ταξιδιωτών συνιστά, πρωτίστως, μια οικονομική επένδυση – ο τελικός ισολογισμός της οποίας οφείλει να δίνει προβάδισμα στα κέρδη, κόντρα στις ζημιές. Αλίμονο, λοιπόν, αν κάτι πάει στραβά. Η γκρίνια και οι απαιτήσεις ορισμένων με έκαναν να σκεφτώ πως πρόκειται για ανθρώπους που έχουν υπερβολικά μεταξωτούς κώλους για να επιδίδονται σε ταξίδια σαν αυτό – κι ας ονομάζεται το ταξίδι «ο Δρόμος του Μεταξιού»...

Όσο αφορά εκείνο το αρχέγονο, ταξιδιωτικό πνεύμα της περιπέτειας και της αναζήτησης; Αυτό έχει μετατραπεί σε αναμνηστικό καταναλωτικό προϊόν, που αγοράζεις σε προσφορά ευκαιρίας σε κάποιο επαρχιακό μαγαζί. Τελικά πόσοι ταξιδεύουν για επίδειξη σήμερα, και πόσοι για γνώση, πόσοι για αναζήτηση;… Αλίμονο. Υπάρχουν πλήθη ανθρώπων που θα ταξίδευαν για το βίωμα της γνώσης, για τη χαρά της εξερεύνησης – μα δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να το κάνουν. Κι εκείνοι που την έχουν… έχασαν από παλιά το πνεύμα της αναζήτησης, παρέα με τη φαντασία τους.

Οι πρώτες εντυπώσεις, ωστόσο, είναι πάντα γενικές και αόριστες, συχνά εμποτισμένες από τις προσωπικές σου προβολές και επιφυλάξεις. Η πορεία έμελλε να επιβεβαιώσει τις επιφυλάξεις μου για ορισμένα πρόσωπα του γκρουπ – και να τις διαψεύσει για κάποια άλλα. Ευτυχώς, ανάμεσά τους υπήρξαν κάποιοι όμορφοι άνθρωποι, που δεν είχαν ξεχάσει τι σημαίνει να είσαι μέλος μιας ομάδας – και δεν είχαν ξεχάσει επίσης τη φωνή του παιδιού μέσα τους.

Ταξιδεύοντας σε γκρουπ, συνοδευόμενο από ξεναγό, συνεπάγεται πάντα έναν ορισμένο περιορισμό ελευθερίας κινήσεων. Συχνά ένιωθα σαν γάτος που αναγκάζεται να ακολουθεί τον αφέντη του – ένας γάτος υποχρεωμένος να υποδύεται κάποιο σκύλο σε μια θεατρική παράσταση. Δεν ήταν μια και δυο φορές που αναγκάστηκα να εγκαταλείψω πρόωρα την ενατένιση του περιβάλλοντος και την χαρά της εξερεύνησης, προκειμένου να ακολουθήσω το γκρουπ στον επόμενο προορισμό του – και να μη χαθώ στην κινέζικη κοσμοθαλασσιά.

Από την άλλη δεν μπορώ να φανταστώ τη διεκπεραίωση του συγκεκριμένου ταξιδιού σε αυτή την αχανή χώρα και με την εναλλαγή όλων αυτών των σταθμών, δίχως οργανωμένο πλάνο και την παρουσία μιας ομάδας συνταξιδιωτών. Έπρεπε να προσαρμοστώ και ο ίδιος στους ρυθμούς της ομάδας, αλλιώς θα τους επιβάρυνα όλους. Το μεγαλύτερο πρόβλημα, κατά το πρώτο διήμερο, νομίζω το προκάλεσε ο ίδιος ο ξεναγός, ο οποίος σχεδόν τυπολατρικά αξίωνε να τον ακολουθούμε γρήγορα από το ένα μέρος στο άλλο, αφήνοντας μικρά περιθώρια ελευθερίας κινήσεων. Φεύγοντας από το Σιάν – και αλλάζοντας ξεναγό – το πρόβλημα υποχώρησε σε μεγάλο βαθμό.






Το χρώμα τ’ ουρανού και το χρώμα της γης



Στην καρδιά μιας σύγχρονης κινεζικής πολιτείας, λοιπόν. Το Σιάν έδειχνε φιλικό στην όψη, με άφθονο πράσινο, καλά οργανωμένους δρόμους και μια αρμονική συνύπαρξη του παλιού με το μοντέρνο. Θα έλεγες πως ήταν μια όμορφη πόλη – με δυο σημαντικές εξαιρέσεις.

Εδώ κι εκεί, καταμεσής του ευχάριστου στην όψη αστικού τοπίου, κολοσσιαίες νεόκτιστες πολυκατοικίες έμοιαζαν να έχουν πέσει κατακόρυφα από τον ουρανό – λες και κάποιο θεϊκό μωρό εκεί ψηλά μπήγει άχαρα τους κύβους του στο έδαφος και χτίζει κάστρα. Υψώνονταν επιβλητικά, θεόρατα σπιρτόκουτα με χιλιάδες μικρά παραθυράκια, έτοιμες να στεγάσουν τον ολοένα αυξανόμενο κινεζικό πληθυσμό που εισρέει συνεχώς από τα χωριά στις πόλεις.






Η εσωτερική μετανάστευση συνιστά μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου ανόρθωσης της οικονομίας των μεγάλων αστικών κέντρων, ώστε να γίνουν περισσότερο ανταγωνιστικά σε σχέση με τις απέραντες μητροπόλεις του εξωτερικού – πόλεις όπως η Σεούλ ή το Τόκυο. Σκέψου, λοιπόν, να ζεις σε μια πολυκατοικία με χιλιάδες ακόμα ένοικους. Και διαμαρτυρόμαστε εμείς που φτάσαμε να μη γνωρίζουμε το γείτονά μας σε μια πολυκατοικία με μια χούφτα διαμερίσματα.

Να κι ένα άγαλμα μιας γυναίκας που ρίχνει νερό από μια στάμνα. Σκύβει – μοιάζει να έχει λυγίσει από το βάρος των κτιρίων…







Η δεύτερη εξαίρεση υπήρξε ο καιρός. Πρώτος σταθμός στο Σιάν το Μουσείο Ιστορίας του Shaanxi – και μια απεγνωσμένη αναζήτηση σκιάς στο ημιφωτισμένο εσωτερικό του μουσείου. Το κλίμα έξω ήταν ανυπόφορο. Κολλώδης ζέστη μπολιασμένη με υγρασία, ένας καιρός ικανός να σε εξαντλήσει σε λίγα μόνο λεπτά και να ξεζουμίσει όλη την παραπανίσια ενέργεια που απέκτησες με τον ύπνο και το πλούσιο πρωινό γεύμα. Ο ουρανός είχε εκείνο το μουντό, ερυθροκίτρινο χρώμα που είχα αντικρίσει και στο Πεκίνο. Δεν ήταν τόσο συννεφιά, όσο άνεμοι που έρχονται κατά κύματα απ’ τις ερήμους, καψαλισμένοι με άφθονες δόσεις ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Στο σύνολο των σταθμών του Δρόμου του Μεταξιού, το Σιάν ήταν εκείνος με το πλέον ανυπόφορο κλίμα.







Πλήθος Κινέζων κυκλοφορούσαν με ομπρέλες, προκειμένου να προφυλαχτούν από τον ήλιο. Μα οι λόγοι δεν ήταν μόνο πρακτικοί – όσο αισθητικοί. Οι αστές Κινέζες δεν αγαπούν το μαύρισμα – το χλωμό δέρμα ταυτίζεται περισσότερο με τα αισθητικά τους πρότυπα που χάνονται στα βάθη των αιώνων. Είναι χαρακτηριστική η περιγραφή της αυτοκράτειρας Zhao Feiyan, σε ένα κείμενο που δημοσιεύτηκε το 1792, η οποία ξεχώριζε για τη «λεπτή μέση και το χιονόλευκο δέρμα της». Ανάλογες περιγραφές θα συναντήσουμε σε πλήθος κινεζικών κειμένων, μα και στις εικαστικές απεικονίσεις.

Στον ακόλουθο πίνακα παρατηρούμε τη Yang Guifei [杨贵], ερωμένη του αυτοκράτορα Xuanzong της δυναστείας των Τανγκ, γνωστή ως μία από τις Τέσσερις Ομορφότερες Γυναίκες της αρχαίας Κίνας. Δεν είναι τυχαία, εξάλλου, η ύπαρξη εκατοντάδων σύγχρονων προϊόντων ομορφιάς που έχουν ως σκοπό τη λεύκανση του προσώπου.






Στη Δύση τα πρότυπα ομορφιάς υπόκεινται διαρκώς σε μια διαδικασία μεταβολής – μα στην Κίνα οι παραδόσεις ριζώνουν πολύ βαθύτερα και μοιάζουν να έχουν διατηρηθεί αλώβητες απ’ τα αρχαία χρόνια και τις αρχέγονες ταξικές διακρίσεις – όταν λευκοβαμμένες αιθέριες υπάρξεις επιδίδονταν σε εξωτικούς χορούς στα παλατιανά θέατρα, ενώ μυρμηγκιές μαυρισμένων χωρικών μοχθούσαν πάνω στη γη, κάτω από τον γυμνό κινεζικό ήλιο.

Το λευκό, χλωμό δέρμα στις συλλογικές παραδόσεις λαών όπως ο κινεζικός παραπέμπει στην άνεση, στον πλούτο, στην ευμάρεια. Είναι το χρώμα της σχόλης. Το μαύρισμα από την άλλη παραπέμπει στο μόχθο – στην καθημερινή δουλειά υπό τον ήλιο, στη γυμνή πάλη με το χώμα και τη λάσπη, προκειμένου να καρπίσει ο σπόρος, να ανθοφορήσει το φυτό – και να μετατραπεί σε είδος πολυτελείας για τους εκπροσώπους της ανώτερης τάξης. Περισσότερο από κάθε άλλη απόχρωση, το σκούρο δέρμα θυμίζει τις ρίζες – και οι ρίζες βρίσκονται κάτω χαμηλά στα πόδια σου, όχι ψηλά στον ουρανό.

Στη γη που σε τρέφει – στη γη που σε τρομάζει.







Όταν οι Ινδοί κατακτητές Άριοι δημιούργησαν για πρώτη φορά το σύστημα των καστών, κατά τη δεύτερη χιλιετία π.χ., εξανάγκασαν σε υποδούλωση τους σκουρόχρωμους αυτόχθονες Ινδούς, οι οποίοι ανέλαβαν την καλλιέργεια της γης και απετέλεσαν, έκτοτε, την κατώτερη ιεραρχικά κάστα των Σούντρα. Το σκούρο χρώμα – το χρώμα του χώματος και της λάσπης – αντανακλούσε τη δέσμευση στη γη και την υποδούλωση. Μπορούμε να σκεφτούμε πλήθος ακόμα ιστορικών παραδειγμάτων, φτάνοντας ως τη δυτική υποδούλωση των αφρικανικών πληθυσμών και τον εξαναγκασμό της εργασίας τους στις φυτείες.

Σκέψου όμως, δίχως τη γη, το χώμα και τη λάσπη – που θα ήσουν τώρα. Όταν εκατομμύρια Κινέζων ανά τους αιώνες στρατεύονταν από κοινού στην καλλιέργεια της γης, κτίζονταν πέτρα προς πέτρα οι κινεζικές δυναστείες. Όταν ο Μάο Τσε Τουνγκ επιστράτευσε τα πλήθη στον κοινό αγώνα της γης και στο όνομα ιδεαλιστικών θεωριών, γνώριζε καλά πως κάθε αυτοκρατορία χτίζει τη βάση της στο χώμα και στο αίμα. Κάθε ανάκτορο έχει τα θεμέλια του στη γη – και σε όσους εργάζονται σ’ αυτήν.

Απ’ αυτή την άποψη, το σκούρο χρώμα θα μπορούσε να ταυτίζεται όχι με το μόχθο, μα με τη δύναμη. Το μόνο που μένει είναι οι κάτοχοι αυτής της δύναμης να κατανοήσουν την πηγή της… και να θυμηθούν πως ο ίδιος ο Ουρανός ερωτεύτηκε τη Γη κι έσμιξε μαζί της, υποκύπτοντας, εν τέλει, στην αρχέγονη μαγεία της.






Η Κίνα ανά τους αιώνες



Η μέρα που επισκεφτήκαμε το μουσείο Ιστορίας του Shaanxi συνέπεσε με την περίοδο των καλοκαιρινών διακοπών των μαθητών – κατά τη διάρκεια των οποίων οργανώνονται μαζικές επισκέψεις σε μουσεία και ιστορικούς χώρους. Εκατομμύρια μαθητών – δίχως ίχνος υπερβολής – ξεχύνονται σαν μικροσκοπικές πεταλούδες, τινάζοντας τα φτερά τους δω κι εκεί – κι εσύ για άλλη μια φορά απομένεις άλαλος με τον πληθυσμιακό όγκο αυτής της χώρας.

Μπαίνοντας στο μουσείο μου τράβηξε αμέσως την προσοχή το άγαλμα ενός επιβλητικού Σι [], που δεν είναι άλλο από το λιοντάρι-φρουρό που συναντούμε σε πλήθος κινεζικών και ασιατικών τοποθεσιών (από μνημεία μέχρι εστιατόρια), γνωστό στα αγγλικά και ως “Fu Lion” ή “Fu Dog”. Τα λιοντάρια-φρουροί αναπαρίστανται σε ζεύγη, ένα θηλυκό κι ένα αρσενικό, αντιπροσωπεύοντας τις δύο αρχέγονες δυνάμεις του σύμπαντος: το Γιν και το Γιανγκ. Κι ενώ το αρσενικό λιοντάρι κρατάει στο δεξί πόδι του μια μπάλα, συμβολίζοντας τον υλικό κόσμο, το θηλυκό κρατάει ένα μικροσκοπικό νιογέννητο λιονταράκι – συμβολίζοντας τον κόσμο της ψυχής.







Δύο λεπτά στάθηκα να παρατηρήσω το ζωόμορφο φρουρό… φαίνεται μου άσκησε κάποια μορφή μαγείας, καθώς γυρίζοντας το βλέμμα μου διαπίστωσα πως το γκρουπ μαζί με τον ξεναγό είχαν κάνει φτερά! Κόσμος έμπαινε κι έβγαινε απ’ το μουσείο κατά εκατοντάδες – μα οι Έλληνες συνταξιδιώτες μου είχαν εξαφανιστεί. Κοίταξα γύρω μπας και τους εντοπίσω – μάταια. Τους είχε καταπιεί η ανθρωπορουφήχτρα της κοσμοπλημμύρας. Ή ενδεχομένως να είχε καταπιεί εμένα ο λεοντόμορφος φρουρός…

Ήδη από την πρώτη μέρα της ξενάγησης λοιπόν, ένιωσα πως είναι να χάνεσαι στην Κίνα. Κι εδώ βρισκόμουν σε μουσείο – σκέψου να πάθω το ίδιο σε καμιά απ’ τις ερήμους που ακολουθούν! Με συγκαταβατική απογοήτευση αναγνώρισα τότε πως όφειλα να ακολουθώ το γκρουπ σαν ουρά και να μη τους χάνω από τα μάτια μου ούτε για δυο λεπτά. Δεν ήταν αυτό που προτιμούσα, μα στην παρούσα φάση δεν είχα άλλη επιλογή. Υπήρχε ξεναγός, υπήρχε πούλμαν έξω που μας περίμενε, υπήρχαν συγκεκριμένα μέρη που έπρεπε να επισκεφτούμε. Ευτυχώς, θα ακολουθούσαν μέρες που το πρόγραμμα ήταν περισσότερο ελαστικό και είχα όλο το χρόνο να περιπλανηθώ μόνος μου.

Κάποια στιγμή, και με τη βοήθεια μιας υπαλλήλου του μουσείου, τους εντόπισα – τώρα μπορούσα να καταδυθώ στα άδυτα της κινεζικής ιστορίας, μαζί με τα πλήθη των Κινέζων που είχαν κατακλύσει το μουσείο...

Οφείλω εδώ να πω δυο λόγια για τη διαδοχή των κινεζικών δυναστειών. Βρισκόμαστε, εξάλλου, σε μουσείο.





Ένα από τα βασικά γνωρίσματα της ιστορίας της Κίνας είναι η αίσθηση απομόνωσης που μεταδίδει. Παρά την ύπαρξη εμπορικών δρόμων προς τη Δύση, η γεωλογική διαμόρφωση του κινεζικού τοπίου, με τα πελώρια βουνά και τις αφιλόξενες ερήμους από τη μία, τις ζούγκλες και τις νοτιοανατολικές θάλασσες από την άλλη, συνέτεινε στη διαμόρφωση ενός κλειστού, εσωστρεφούς πολιτισμού. Η κλειστότητα δεν ήταν απόλυτη (εμπορεύματα και ιδέες πάντα έβρισκαν τον τρόπο, και σμίλευσαν με τη σειρά τους το κινεζικό οικοδόμημα – αρκεί να αναφέρω την περίπτωση του Βουδισμού και, αργότερα, του Ισλάμ), ωστόσο συγκριτικά με τους πολιτισμούς της Ινδίας και της Μεσοποταμίας, ο κινεζικός αναπτύχθηκε σε περισσότερο εσωστρεφή πλαίσια. Αυτός είναι ένας βασικός λόγος για τον οποίο η κινεζική ιστορία επικεντρώνεται κυρίως… στον εαυτό της, όχι στους άλλους μεγάλους πολιτισμούς της Δύσης και της Μέσης Ανατολής. Αυτό εξηγεί εξάλλου και την ιδιαιτερότητα του κινεζικού πολιτισμού – και ίσως ένα στοιχείο του χαρακτήρα του, που διατηρεί ακόμα και σήμερα.

Χαμένη στην αρχέγονη ομίχλη του παρελθόντος, κάπου ανάμεσα στο μύθο και την πραγματικότητα, ξεπροβάλλει σα θεόμορφο όραμα δράκοντα, η Δυναστεία των Ξία [Xia, ], η πρώτη από τις μεγάλες κινεζικές δυναστείες – την εποχή που στην Κρήτη μεσουρανούσε ο Μινωικός Πολιτισμός. Ακολουθεί η πρώτη από τις δυναστείες για τις οποίες έχουμε ιστορικά ευρήματα – η Δυναστεία των Σανγκ [Shang, ]. Αρχαιολογικά ευρήματα της περιόδου (μεταξύ 1200 και 1050 π.χ.) αποκαλύπτουν και τις πρώτες μορφές κινεζικής γραφής. Τη σκυτάλη πήραν οι μακρόβιες ανατολικές και δυτικές Δυναστείες των Τσόου [Zhou, 西周] – η χρονική περίοδος των οποίων αντιστοιχεί στους αιώνες της ανάπτυξης του κλασικού ελληνικού πολιτισμού και στα ελληνιστικά χρόνια. Την εποχή εκείνη έφτασε στο αποκορύφωμά της η κατεργασία του μπρούντζου, η οποία μας έδωσε έργα όπως ο μπρούτζινος τρίποδας της φωτογραφίας.







Η εποχή που έμεινε γνωστή ως Περίοδος των Εμπόλεμων Βασιλείων [Warring States Period, 戰國 / , 476 π.χ. – 221 π.χ.] πέραν της ταραγμένης στρατιωτικής ιστορίας της, χαρακτηρίζεται και από την καθιέρωση των σημαντικότερων κινεζικών φιλοσοφικών σχολών σκέψης. Ο Κομφούκιος [孔子], ο Μέγκιος [Mencius, 孟子], ο Μο Τσι [Mozi, 墨子], o Λάο Τσε [Laozi, 老子] και ο Ταοισμός, οι Λεγκαλιστές του Σανγκ Γιανγκ [Shang Yang, 商鞅]… αυτοί και πολλοί άλλοι έκαναν την εμφάνισή τους καταμεσής της ταραγμένης εκείνης περιόδου, σαν φωτισμένοι ηνίοχοι που επιχειρούν να δαμάσουν με το πνεύμα τους τον μανιασμένο ταύρο του πολέμου. Περισσότερο από την πολύπλοκη διαδοχή ανάμεσα σε ηγέτες και πολέμαρχους, η σκέψη αυτών των ανθρώπων συνιστά τη σημαντικότερη κληρονομιά της αρχαίας Κίνας.



Το σύμβολο του Δράκοντα



Ακολουθεί η μικρότερη σε διάρκεια, μα πελώρια σε σημασία Δυναστεία των Τσιν [Qín, ]. Ήταν η πρώτη από τις κινεζικές δυναστείες που ενοποίησε τα διασπασμένα, ως τότε, κινεζικά βασίλεια, υπό τον αυταρχικό ίσκιο ενός περίφημου αυτοκράτορα, του Τσιν Σι Χουανγκ [Qin Shi Huang, 秦始皇], «γιου του ουρανού» όπως αυτοαποκαλούνταν. Ήταν εκείνος που έθεσε τα θεμέλια του Σινικού Τείχους και – καθώς λέγεται – έστειλε στην πυρά πλήθος βιβλίων (δύο χιλιετίες πριν τους Ναζί) κομφουκιανικής σκέψης, καθώς και τους εκπροσώπους τους – υπό αμφισβήτηση το τελευταίο πάντως. Με την πυρά των βιβλίων, εξάλλου, απέδειξε για πρώτη φορά πως ο μεγαλύτερος εχθρός κάθε εξουσίας είναι η ελεύθερη σκέψη και η διάδοσή της.

Ο Τσιν Σι Χουανγκ, της Δυναστείας των Τσιν, ήταν επίσης εκείνος που βούτηξε την ενοποιημένη, πλέον, αυτοκρατορία του στην κολυμπήθρα – κι εκείνη ξεπρόβαλλε έπειτα με το όνομα της Δυναστείας του – Κίνα, China.






Να κι ένας μπρούντζινος κινεζικός δράκοντας, που χρονολογείται από εκείνη την περίοδο.

Ποιος είναι, λοιπόν, ο αληθινός, αρχέγονος βασιλιάς της Κίνας; Ο Τσιν Σι Χουάνγκ, ο σκληροτράχηλος πρώτος αυτοκράτορας; Ο φιδόμορφος δράκος που ίπταται τινάζοντας το φολιδωτό κορμί του; Ή μήπως το καθησυχαστικό πρόσωπο ενός Κομφούκιου, ή ενός Λάο Τσε;

Και αν το πρόσωπό όλων αυτών – τρομακτικό ή γαλήνιο – δεν είναι παρά μια μάσκα; Και αν πίσω από τη μάσκα αποκαλυφθεί να χάσκει, τρομακτικό, μυστήριο, υπέροχο, ξέχειλο ερωτήματα, δίχως απαντήσεις… το κενό; Μα αν δεν είναι το κενό, όπως νομίζουμε, παρά Άνεμος, Αέρας, το αρχέγονο Στοιχείο τ’ Ουρανού, πάνω στο οποίο πλέκουν τις μελωδίες τους οι δράκοντες;

«Ο Δράκος είναι ο άλλος φοβερός μπαμπούλας της Κίνας. Παντού εδώ, όπου κι αν γύρεις τη ματιά, βλέπεις σε σημαίες, σε πόρτες, σε κεντήματα, σε ζωγραφιές, στα μάρμαρα και στα ξύλα, το φοβερό τούτο φανταστικό τέρας: μισό κροκόδειλος, μισό φίδι με γαντζουνωτά πεντάνυχα πόδια. Ο Δράκος δεν έχει φτερά, μα μπορεί να πετάξει στα σύννεφα· γι’ αυτό και συμβολίζει καθετί υψηλό: το βουνό, το μεγάλο δέντρο, τον αυτοκράτορα. Ο Δράκος είναι το σύμβολο της δύναμης· όλα τα μεγάλα φυσικά φαινόμενα είναι δικά του έργα: πυρκαγιές, πλημμύρες, κεραυνοί, σεισμοί. Όταν θυμώσει ο Δράκος, σαλεύει την ουρά του κι η γης κουνιέται· ή χύνεται στο φεγγάρι και στον ήλιο, ανοίγει το στόμα του και τα καταπίνει. Και τότε, σαν αρχίσει να σκοτεινιάζει η γης, τρέμουν οι Κινέζοι· χτυπούν γκογκ και τούμπανα, ρίχνουν ρουκέτες για να τρομάξουν το Δράκο και να τον αναγκάσουν ν’ αναξεράσει τον ήλιο και το φεγγάρι.

Κάποτε, για να μαλακώσουν το Δράκο, καταφεύγουν όχι πια στη βία, παρά στην προσευχή και στα παρακάλια. Όταν ξεχειλίζει ο ποταμός ή όταν καίγουνται τα χωράφια από την ανυδριά, οι μάγοι τρέχουν και βρίσκουν μιαν οχιά, ή μια σαύρα, κηρύχνουν πως είναι ο Δράκος, την αποθέτουν σε βελούδινο μαξιλάρι, χτυπούν γύρα της γκογκ και τούμπανα και πέφτουν και την προσκυνούν. Ο Δράκος βρίσκεται παντού, στη γης, στον ουρανό, στο νερό· βρίσκεται ακόμα και μέσα στα σπίτια, όπου θρονιάζεται σα νοικοκύρης. Γι’ αυτό και κάνουν οι Κινέζοι αναγερτές τις στέγες, για να μπορεί ο Δράκος να τυλιχτεί γύρα από τη στέγη αναπαυτικά» 

[Νίκος Καζαντζάκης, “Ταξιδεύοντας: Ιαπωνία-Κίνα”]






Η δυναστεία των Χαν [Han, 漢朝], ακολουθώντας εκείνη των Τσιν και φτάνοντας ως το 220 μ.χ., θεωρείται η πρώτη από τις χρυσές δυναστείες της Κίνας. Είναι εκείνη, εξάλλου, που έδωσε το όνομά της στην κυρίαρχη σήμερα κινεζική εθνοτική ομάδα – η σύγχρονη Κίνα είναι πολυεθνικό κράτος, μα οι Χαν αντιπροσωπεύουν πάνω από το 90% του πληθυσμού της. Μαζί με τις μεσαιωνικές Δυναστείες των Τανγκ [Tang, , 618-907] και των Σονγκ [Song, 宋朝, 960-1279] συνιστούν το αποκορύφωμα του κινεζικού πολιτισμού. Στη διάρκεια εκείνων των αιώνων ο κινεζικός πολιτισμός έδωσε θαύματα – και έθρεψε τα όνειρα των Ευρωπαίων εξερευνητών και εμπόρων. Η πλειοψηφία των έργων και μνημείων που έμελλε να δούμε στη διάρκεια του ταξιδιού προέρχονται από εκείνη την χρυσή κινεζική περίοδο.

Άλλες ενδιαφέρουσες σκηνές απ’ το μουσείο: Ο πίνακας με αγαλματίδια γυναικών, παρουσιάζοντας την ποικιλία και τα στυλ των κινεζικών κομμώσεων.







Τα αγαλματίδια με προστατευτικές θεότητες, από την εποχή της Δυναστείας των Τανγκ.







Και το άγαλμα του Βούδα – ο πρώτος από τους πολλούς Βούδες που έμελλε να συναντήσουμε στη διάρκεια του ταξιδιού. «Καλώς τον», έμοιαζε να μου λέει. 

Καλώς σε βρήκα, φίλε…






Η πόλη των ανθρώπων



Ο τίτλος αυτής της ενότητας ίσως φαντάζει οξύμωρος. Ποια πόλη δεν είναι «των ανθρώπων», σε τελική ανάλυση. Άνθρωποι τις κατασκευάζουν, ανθρώπινες λειτουργίες εξυπηρετούν – σωστά;

Κι όμως, δεν εξυπηρετούν όλες οι πόλεις ανθρώπινες λειτουργίες. Κάθε πόλη που τοποθετεί το ωράριο και την απόδοση, το μεροκάματο και το κέρδος, την επιχείρηση και την επέκταση, τον ανταγωνισμό και την επιβίωση, τα καταναλωτικά προϊόντα και τα λογιστικά χαρτιά – πάνω από τα ζωντανά άτομα που την απαρτίζουν… αυτή η πόλη δεν είναι και τόσο «πόλη των ανθρώπων», αν το καλοσκεφτούμε. Πόλη των αριθμών, ίσως, πόλη των αγορών, πιθανό. Πόλη που οι κάτοικοί της, χαμένοι στην αποξένωση των μικροσκοπικών τους οθονών, αγωνίζονται να σκαρφαλώσουν ένα κλαδί ψηλότερα στο μεγάλο σιδερένιο δέντρο του ανταγωνισμού. Πόλη-ζούγκλα, με κατοίκους που μοιάζουν περισσότερο με πιθήκους, παρά με ανθρώπους.

Λοιπόν, κάποιες πόλεις είναι περισσότερο ανθρώπινες συγκριτικά με άλλες. Είναι εκείνες που περπατάς μεταξύ αγνώστων, μα δε νιώθεις άγνωστος. Εκείνες που οι κάτοικοί της δεν αντιμετωπίζουν τα χαμόγελα σαν χρήματα, διστάζοντας να τα ξοδέψουν μπας και ξεμείνουν με άδειο πορτοφόλι. Εκείνες που ο κόσμος επικοινωνεί – όχι απαραίτητα με λόγια – και η επικοινωνία του ραγίζει τον τοίχο της κοινότυπης επαφής και των προκατασκευασμένων λόγων. Η πόλη των ανθρώπων, όπως τη φαντάζομαι, είναι μια πόλη που αποπνέει γνησιότητα – όχι την αποφορά του δήθεν, τη μιζέρια του στερεότυπου, το άγχος της απόδοσης, τη δυσωδία της μοναξιάς του πλήθους.

Έχοντας αναχωρήσει από το μουσείο ιστορίας του Shaanxi, είχα για πρώτη φορά την ευκαιρία να κάνω μια βόλτα στη Σιάν. Ο ξεναγός μας ενημέρωσε πως, στη μιάμιση περίπου ώρα που είχαμε διαθέσιμη, μπορούσαμε να κατευθυνθούμε αν θέλουμε στα Starbucks ή τα KFC – τα οποία και βλέπουμε στη φωτογραφία να κατακλύζονται με Κινέζους. Ο ξεναγός θεώρησε, φαίνεται, πως όντας «δυτικοί» θα επιθυμούσαμε να τσιμπήσουμε κάτι από τη γνωστή δυτική αλυσίδα. Έπεσες διάνα, ξεναγέ. Κάναμε όλον αυτόν το δρόμο για να έρθουμε στην Κίνα, μπας και δούμε κάτι διαφορετικό, και θα καταλήξουμε να πίνουμε τον συσκευασμένο καφέ των Starbucks; Να λείπει το βύσσινο, φίλε μου.

Ήθελα να δω ανθρώπους – και να πάρω στις αποσκευές μου όχι χαρτόκουτα υπερεθνικών αλυσίδων, μα το τοπικό χρώμα της πόλης. Σκέφτηκα πως ήταν η κατάλληλη ώρα να κάνω μια βόλτα μόνος μου. Ακολούθησα λοιπόν έναν όμορφο, δεντροφυτεμένο πεζόδρομο, στο βάθος του οποίου ξεχώριζαν πανέμορφοι ναοί και παγόδες. Παρατηρούσα τους Κινέζους, ενώ έκαναν τη βόλτα τους, σε οικογένειες και παρέες και απολάμβαναν με τη σειρά τους τα αξιοθέατα, τα αγάλματα, τη σκιά κάποιου δέντρου, τη μεσημεριανή ηρεμία.






Με σταμάτησε τότε ένας νεαρός Κινέζος – ένας στρουμπουλός έφηβος. Μου έδειξε το κινητό του και μου είπε κάτι στη γλώσσα του. Δεν κατάλαβα – θέλει να τον βγάλω φωτογραφία; Οκ, έγνεψα – να σε βγάλω μια φωτογραφία. Και τότε, με έκπληξη τον είδα να στέκεται δίπλα μου, να χαμογελάει και να υψώνει το κινητό του προς το μέρος μας – ήθελε να βγούμε μαζί selfie! Κλικ! Να λοιπόν που δεν χαρίζει μόνο η Κίνα αναμνήσεις σε μένα – μα κι εγώ στους Κινέζους. Με χαιρέτησε κι έφυγε. Δεν μου είχε ξανασυμβεί – να μου ζητάει κόσμος να βγει φωτογραφία μαζί μου.

Κι αυτό ήταν μόνο η αρχή… ούτε που είχα φανταστεί πόση εντύπωση έκανα στους Κινέζους και πόσες φορές ακόμα θα επαναλαμβανόταν αυτό στη διάρκεια του ταξιδιού. Μα εκείνη τη στιγμή, για πρώτη φορά, ένιωσα όχι ξένος, μα φιλοξενούμενος. Και συνειδητοποίησα πόσο μεγάλη αρετή είναι η φιλοξενία – και πόσο πελώρια απώλεια η απουσία της. Και άρχισα να προβληματίζομαι σχετικά με τις πόλεις, τους κατοίκους, την επαφή. Κι εδώ ερχόμαστε πάλι στην αρχή της ενότητας… μα θα επανέλθουμε ξανά. Έχουμε πολλά να πούμε γι’ αυτό το θέμα.

Στο μεταξύ σας παραδίδω μια σειρά από φωτογραφίες. Μεταξύ άλλων, βλέπουμε μια Κινέζα να ποζάρει μπροστά στο άγαλμα της Κυρίας Gongsun, δασκάλα της χορευτικής ξιφασκίας της Δυναστείας των Τανγκ… Το εσωτερικό ενός σούπερ μάρκετ (δείτε τις όμορφες χάρτινες συσκευασίες)… Την είσοδο ενός βουδιστικού ναού και το άγαλμα του Βούδα στο εσωτερικό του… Το άγαλμα του μοναχού Xuanzang, τα ταξίδια του οποίου στη διάρκεια του 7ου αιώνα μ.χ. γεφύρωσαν το βουδισμό μεταξύ Ινδίας και Κίνας… Και την επιβλητική Παγόδα της Άγριας Χήνας [Big Wild Goose Pagoda, 大雁塔] που δεσπόζει από πίσω του, στο βάθος.







Και μια λεπτομέρεια: ένας χαρταετός, που μάλλον ξέφυγε από κάποιο παιδάκι, να πετάει παιχνιδιάρικα δίπλα στην παγόδα. Μια παγόδα που χτίστηκε το 652, στη διάρκεια της Δυναστείας των Τανγκ – μια εποχή που η δυτική Ευρώπη παρέπαιε μεταξύ βαρβαρικών φυλών, έναν αιώνα πριν τον Καρλομάγνο. Και στην όψη του χαρταετού η γνωστή σε όλους μας Χιονάτη, όπως τη μετέφερε στις οθόνες το 1937 ο Ουώλτ Ντίσνεϋ…







Φενγκ Σούι



Αργά το μεσημέρι της 2ης μέρας επισκεφτήκαμε το μεγάλο Μωσαϊκό της Σιάν. Ο λόγος για ένα σπάνιο αρχιτεκτονικό στολίδι, ένας μουσουλμανικός ναός προορισμένος για τη μειονότητα των μουσουλμάνων της πόλης, η αρχιτεκτονική του οποίου όμως δε φέρει τίποτα το ισλαμικό – είναι εναρμονισμένη πλήρως στο κινεζικό στυλ. Ουσιαστικά πρόκειται για μουσουλμανικό ναό σε καμουφλάζ.






Προσοχή, λέγοντας «μειονότητα των μουσουλμάνων» ας μην ξεχνάμε πως αναφερόμαστε στην Κίνα. Έτσι λοιπόν η μειονότητα των μουσουλμάνων στην πόλη της Σιάν απαριθμεί 20.000 κατοίκους. Στη συνέχεια του ταξιδιού, κατευθυνόμενοι προς τα δυτικά, έμελλε να επισκεφτούμε πολλές ακόμα περιοχές, στις οποίες οι μουσουλμάνοι έφταναν να συνιστούν όχι πια μειονότητα – μα την πλειοψηφία των κατοίκων. Μια πολύ ιδιαίτερη μάλιστα πλειοψηφία. Αυτά στις συνέχειες του αφιερώματος.

Προς το παρόν όμως βρισκόμαστε σε εδάφη που αποπνέουν άρωμα μακρινής Ανατολής. Και πουθενά αλλού δεν έγινε περισσότερο αισθητό αυτό το άρωμα (άρωμα λωτού σε επιπλέοντα νούφαρα), παρά στις εντυπωσιακές Πηγές Huaqing [Huaqing Hot Springs, 清池], χτισμένες το 723, έδρα των ανακτορικών λουτρών των βασιλέων της Δυναστείας Τανγκ. Εκεί που έκαναν τα μπάνια τους, με άλλα λόγια.

Και όπως φαίνεται από τις φωτογραφίες, μάλλον κακοπερνούσαν.






Στην κλασική κινεζική αρχιτεκτονική (από την οποία τόσα άντλησαν οι Ιάπωνες) τίποτα δεν είναι τυχαίο. Τα κτίρια, οι κίονες, τα δέντρα, οι λίμνες, τα νούφαρα, τα ψάρια, οι βράχοι, τα φυτά – όλα εναρμονίζονται μεταξύ τους, κάθε στοιχείο συμπληρώνει το άλλο, σαν ένα μεγάλο παζλ στο οποίο και το παραμικρό κομμάτι έχει σημασία. Το ανθρώπινο στοιχείο δεν προσπαθεί να υπερισχύσει της φύσης – εδώ δεν θα βρεις αλαζονικά κτίρια που υψώνονται θεόρατα στους ουρανούς, ούτε παλάτια που υμνούν τη δόξα κάποιου απόμακρου, ακατάδεκτου ουράνιου θεού – ή ενός επίγειου βασιλιά. Εδώ πρωταρχικός θεός είναι ο φυσικός κόσμος, πρωταρχικό σχήμα ο κύκλος – στον οποίο δεν υπάρχουν ανώτερα και κατώτερα, παρά μόνο η αλληλοδιαδοχή και η συνεχής μεταμόρφωση των πάντων.

Κάθε πέτρα, κάθε νούφαρο, κάθε φύλλωμα δέντρου μοιάζουν ν’ αποκτούν την ίδια σημασία με τους κίονες, τις στέγες, τους ναούς. Μοιάζουν να ρέουν, το ένα μες στο άλλο, το κατασκευασμένο με το φυσικό, σαν κάποιος ζωγραφικός πίνακας στον οποίο τα υλικά ήταν αμφότερα φυσικά και τεχνικά. Να είναι τυχαίο, άραγε, που το εθνικό χρώμα της Κίνας – το κόκκινο, το χρώμα των ναών – είναι το συμπληρωματικό χρώμα στο πράσινο της φύσης;

Παρατηρώντας το τοπίο δεν ξεχωρίζεις το ναό σε βάρος της λίμνης, τα δέντρα σε βάρος των γεφυριών, ή τα βουνά Τσιν [Qin Mountains, ] σε βάρος των γλυπτών. Δεν υποβιβάζει τίποτα την αξία του άλλου. Μπορεί να σε εντυπωσιάσει εξίσου ο πλουμιστός ναός και το σκαλισμένο πεύκο, να απορροφήσει εξίσου την προσοχή σου η λίμνη με τα νούφαρα και το άγαλμα της ημίγυμνης Yang Guifei [杨贵], ερωμένης του αυτοκράτορα, γνωστή ως μία από τις Τέσσερις Ομορφότερες Γυναίκες της αρχαίας Κίνας – ναι, η ίδια κυρία για την οποία μιλήσαμε πριν όταν αναφερόμασταν στα αισθητικά κινεζικά πρότυπα και το λευκό δέρμα.







Όλα – ναός, γυναίκες, δράκοι, λίμνη, νούφαρα, ψάρια, δέντρα, πουλιά, βουνά που χάνονται στον ορίζοντα – σμίγουν σε έναν αιώνιο χορό. Και για λίγο μόνο σκέφτεσαι πως θα ήθελες πολύ να μάθεις τα πρώτα, έστω, βήματα…

Θέλοντας ίσως να επιβεβαιώσει αυτές τις σκέψεις, έξω ακριβώς απ’ τους κήπους δέσποζε το άγαλμα μιας χορεύτριας (να είναι άραγε πάλι η Yang Guifei;), συνοδευόμενης από τις μουσικούς της – όλες γυναίκες. Στο πλευρό τους, ένας άρχοντας (o αυτοκράτορας;) τις παρατηρεί εκστασιασμένος. Μοιάζει να χορεύει τον αέναο χορό, αφημένος στο ρυθμό της μουσικής των γυναικών… Γιατί η μουσική, κάθε μουσική, είναι πάντα γυναικεία. Ακόμα και αν ο δημιουργός της είναι άντρας, η μουσική – η φύση της μουσικής – είναι γυναικεία.

Πόσο διαφορετικά είναι αυτά τα αγάλματα σε σχέση με τους οπλοφόρους στρατιωτικούς και τους πολεμοχαρείς μονάρχες, που έχουμε τόσο συνηθίσει. Ή σε σχέση με τα ξέχειλα ταπεινοφροσύνη, ασκητικά αγάλματα της χριστιανικής θρησκείας. Στον πυρήνα μιας θρησκείας η θυσία και ο πόνος· στον πυρήνα μιας άλλης ο χορός και η μεταμόρφωση. Πέρα απ’ τη ζωή, σου λένε οι μεν. ΖΩΗ, απαντούν οι δε.






Τα Φώτα της Πόλης



Τα «Φώτα της Πόλης» είναι η ποιητικότερη από τις ταινίες του Τσάρλι Τσάπλιν [για τον οποίο μπορείτε να διαβάσετε μεγάλο αφιέρωμά μου εδώ: Τσάρλι Τσάπλιν, Έργα και Ημέρες], μια ταινία που έμελλε να κάνει μια ευχάριστη έκπληξη προς το τέλος του ταξιδιού… Μα είμαστε ακόμα στην αρχή. Και τα «Φώτα» στα οποία αναφέρομαι δεν είναι παρά οι εντυπωσιακές φωταγωγημένες πινακίδες της μουσουλμανικής αγοράς της Σιάν, στη διάρκεια της νύχτας…

Αν το Μωσαϊκό της Σιάν, με τους υπέροχους κήπους, τους περίτεχνα σκαλισμένους βράχους και την αρμονική αρχιτεκτονική του ναού, απέπνεε γαλήνη και ησυχία, η μεγάλη Μουσουλμανική Αγορά της πόλης ήταν ακριβώς το αντίθετο: μια πλημμυρίδα από ανθρώπους, θεάματα, ήχους, μυρωδιές.

Πλήθη να στριμώχνονται στα στενά· πολύχρωμοι πάγκοι ξέχειλοι φαγητά και εμπορεύματα· πωλητές να διαλαλούν την πραμάτειά τους· καροτσέρηδες να φωνάζουν στον κόσμο να κάνει πέρα· νέοι να περιμένουν σε ουρές, μπρος από πάγκους γεμάτους κινεζικά εδέσματα· καρυκευμένες πίτες, σιδερένια καλαμάκια με αρνί, θαλασσινά και κρέατα άγνωστης προέλευσης, αχνιστά πιάτα με κινεζικές χυλοπίτες, ψιλοκομμένα φιλετάκια, βραστά λαχανικά, παράξενα χορταρικά· σάλτσες, σούπες, ζωμοί· και φρούτα, πολύχρωμα, φρούτα – καρπούζια, πεπόνια, ροδάκινα, βερίκοκα, ρόδια, μα και φρούτα άγνωστα σε μας.






Οι μυρωδιές έσμιγαν όλες αναμεταξύ τους, τα κρέατα, τα λαχανικά, τα βραστά, τα ψημένα. Βαριές μυρωδιές, μυρωδιές στις οποίες δεν έχουμε εξοικειωθεί, ικανές να σου φέρουν αναγούλα. Ανακατεύονταν με την υγρασία, τον ιδρώτα. Έμπλεκαν με τις φωνές του πλήθους, τους εμπόρους που πουλούσαν, τις μυρμηγκιές των πεινασμένων επισκεπτών.

Αν ο ανθρώπινος πολιτισμός μπορούσε να συνοψιστεί σε μερικές αρχέγονες εικόνες, κάποιες στοιχειώδεις αισθήσεις που θα περιέγραφαν σε έναν εξωτερικό επισκέπτη περί τίνος πρόκειται, θα ήταν σίγουρα οι σκηνές από την πολύβουη και πολύχρωμη Αγορά της Σιάν. Αυτό είναι ο άνθρωπος στη βάση του, σκέφτηκα: το ζώο του πλήθους, το ζώο που πεινά, το ζώο που τρώει, το ζώο που εμπορεύεται καταμεσής της αποφοράς και της μοσχοβολιάς του ψημένου, ενός ζώου που σφαγιάστηκε κι έγινε προϊόν προς κατανάλωση, καταμεσής των φρούτων και των λαχανικών που παράγει η καλλιεργημένη γη. Αυτό είναι ο άνθρωπος στην πρωταρχική του κατάσταση, στη βάση της πυραμίδας. Και μετά – αφού έχει κορέσει την πείνα του, αφού έχει καλύψει τις στοιχειώδεις, ζωώδεις του ανάγκες – έρχονται οι συναισθηματικές, πνευματικές και καλλιτεχνικές αναζητήσεις. Πρώτα ζώο – μετά τα υπόλοιπα.






Τρεις φορές επισκέφτηκα τη Μουσουλμανική Αγορά της Σιάν, στη διάρκεια δύο ημερών. Οι δύο από τις τρεις επισκέψεις ήταν βραδινές, όταν και ήμουν μόνος – δίχως παράξενους συνταξιδιώτες και ανυπόμονους ξεναγούς – και ανήκουν στις περισσότερο αξέχαστες στιγμές του ταξιδιού. Να, λοιπόν, η Κίνα που ήθελα να δω, σκεπτόμουν, να τα ερεθίσματα που αποζητούσα. Ελεύθερος, περιπλανιόμουν καταμεσής του πλήθους, απορροφώντας σα σφουγγάρι τις εικόνες, τα χρώματα, τους ήχους – αλίμονο, και τις μυρωδιές.

Έκανα επίσης και τις πρώτες μου αγορές – κάποια αναμνηστικά για φίλους, βεντάλιες, βραχιόλια, χτένες, κάποια διακοσμητικά για το σπίτι. Κανένας δε μιλούσε αγγλικά – η επικοινωνία γινόταν εξ’ ολοκλήρου με χειρονομίες – και το κομπιουτεράκι ή το κινητό στο οποίο οι Κινέζοι πωλητές σημείωναν την τιμή του προϊόντος.






Τα πλήθη συσσωρεύονταν στους δρόμους σα σαρδέλες σε κονσέρβα – μα δεν είδα σκουπίδια, δεν είδα βρωμιά εδώ κι εκεί. Μεγάλοι κάδοι σκουπιδιών έστεκαν σα φρουροί καταμεσής του δρόμου, οι οποίοι άλλαζαν βάρδιες ανά τακτά διαστήματα. Να που αν υπάρχει θέληση και σωστή οργάνωση, όλα είναι δυνατά – ακόμα και να είναι πεντακάθαροι οι δρόμοι ενός από τα πλέον πολυσύχναστα μέρη του κόσμου.

Και αν για λίγο έβρισκες το χώρο να σταθείς και να παρατηρήσεις γύρω σου, θα ένιωθες να σε απορροφά το πολύχρωμο μωσαϊκό από τις φωταγωγημένες πινακίδες, σαν μεθυσμένο ουράνιο τόξο που βυθίστηκε σε κάποια θαλασσινή ρουφήχτρα. Εκεί που το κινεζικό παρελθόν των ιδεογραμμάτων σμίγει με το τεχνολογικό παρόν σε μια πανδαισία ηλεκτρισμένου οργασμού. Ένιωσα λες και βρισκόμουν στον κόσμο του Blade Runner, ή σε κάποιο κυβερνοπανκ μυθιστόρημα του William Gibson – μόνο τα κτίρια φουτουριστικής τεχνολογίας έλειπαν, η γιαπωνέζικη εκείνη πινελιά που θα συμπλήρωνε την ψευδαίσθηση.

Η αγορά δεν παρουσίαζε ενδιαφέρον μόνο για τα χρώματα, τα πλήθη και τις γεύσεις της – μα και για τα ίδια τα μαγαζιά που την αποτελούσαν. Σε ένα από αυτά οι πελάτες απολάμβαναν κάποιο είδος χαλάρωσης βυθίζοντας τα πόδια τους σε ενυδρεία γεμάτα ψάρια. Σκέψου να φύγεις από κει και να σου ξεμείνει κανένα ψάρι στην κάλτσα – κι έλεγα, τι γλιστράει στο πόδι μου.

[Προσθήκη κάποιο καιρό μετά: επιστρέφοντας Αθήνα παρατήρησα ένα αντίστοιχο μαγαζί στο κέντρο. Φαίνεται η τεχνική χαλάρωσης με ψάρια είναι περισσότερο διαδεδομένη απ' ότι νόμιζα!]






Σε άλλα σημεία η πόλη ήταν απόλυτα εκδυτικισμένη – αν και σωστότερο πλέον θα ήταν να λέγαμε πως ο δυτικός κόσμος είναι κινεζοποιημένος, αν αναλογιστούμε πόσα από τα προϊόντα που αγοράζουμε κατασκευάζονται στην Κίνα. Έβλεπες άφθονα καταστήματα με ηλεκτρονικά είδη και ρούχα, υπερεθνικές αλυσίδες τύπου ZARA, Pizza Hut και KFC, και ένιωθες λες και βαδίζεις σε κάποια ευρωπαϊκή μεγαλούπολη – αυτά στην «κομμουνιστική» (ο αναγνώστης μπορεί να προσθέσει όσα εισαγωγικά επιθυμεί) Κίνα.






Είδα επίσης άφθονα ποδήλατα – υπήρχαν εποχές που κάθε Κινέζος είχε το ποδήλατό του. Τώρα οι νεότεροι έχουν φτάσει σε οικονομική κατάσταση που τους επιτρέπει επιπλέον την αγορά ενός αυτοκινήτου. Οι δρόμοι ήταν φαρδείς και περιποιημένοι… μα τα φανάρια ήταν λιγοστά, για κάποιο λόγο. Όπως όπως διέσχιζαν τους δρόμους οι Κινέζοι – σκέφτηκα πως δεν θα έβρισκαν καμιά δυσκολία να κυκλοφορήσουν στο κέντρο της Αθήνας, με τα φανάρια που αλλάζουν απ’ το πράσινο στο κόκκινο σε δευτερόλεπτα. Έχουν συνηθίσει χωρίς…

Κλείνοντας, θέλω να σταθώ σε ένα πράγμα: παρά την κοσμοσυρροή, ειδικά στην καρδιά της μουσουλμανικής αγοράς, δεν είδα σπρωξίματα, ανυπομονησία και βιασύνη. Έχουν μάθει να κυκλοφορούν σε πλήθη οι Κινέζοι και αυτό τους έκανε υπομονετικούς. Έτσι εξηγείται και η τιτάνια υπομονή τους στις ουρές στα αεροδρόμια. Εκεί που αρκετοί από μας θα ξεφυσούσαμε με αγανάκτηση, εκείνοι περίμεναν ήσυχοι να έρθει η σειρά τους.

Έτσι, αργά, μεθοδικά, με υπομονή, ξετυλίγει ο κινεζικός μεταξοσκώληκας το νήμα του στον κόσμο…






Tropical Tours



Δεν θα είχα πραγματοποιήσει αυτό το ταξίδι δίχως το Tropical Tours [Πλατεία Καπνικαρέας 3, Αθήνα] και τον αρχηγό του, Νίκο Μαρκουλάκη – τον οργανωτή και την ψυχή του ταξιδιού. Εδώ και δεκαετίες γυρίζει τον κόσμο και συγκεντρώνει πολύτιμες γνώσεις μετουσιωμένες σε ταξίδια που ξεφεύγουν από το μέσο όρο – για εκείνους τους ταξιδιώτες που επιθυμούν να ζήσουν κάτι διαφορετικό. Τον ευχαριστώ που με προσκάλεσε μαζί του σε ένα ταξίδι που – υπό άλλες συνθήκες – θα ήταν δύσκολο να πραγματοποιήσω.

Και αυτό υπήρξε μόνο η αρχή… Σας περιέγραψα ένα μέρος από τις πρώτες 3 μέρες – ενός ταξιδιού 17 ημερών. Το γραπτό αφιέρωμα θα ακολουθήσει στη διάρκεια όλων των επομένων μηνών. Θα ταξιδέψουμε προς τα δυτικά. Θα επισκεφτούμε πόλεις όπως το Λαντσόου, το Ντουνχουάνγκ, το Τουρφάν και το Κασγκάρ… Θα πλεύσουμε τον Κίτρινο Ποταμό… Θα διασχίσουμε τις αχανείς ερήμους Γκόμπι και Τακλαμακάν… Θα ερευνήσουμε μεσαιωνικά βουδιστικά σπήλαια… Θα ζήσουμε την άγνωστη (σε πολύ κόσμο) μουσουλμανική Κίνα της Δύσης. Και, τέλος, θα καταλήξουμε στο Κιργιστάν, τη χώρα των βουνών και των αλόγων…

Και κάπου εκεί, εγώ, ο αφηγητής σας, θα μιλήσω για πολλά ακόμα που μου έκαναν εντύπωση. Για το φαγητό, τις συνήθειες, την ιστορία, τη συμπεριφορά, τις κοινωνικές συνθήκες, την πολιτική. Για τα όμορφα και τα άσχημα που είδα. Και θα μοιραστώ μαζί σας σκέψεις και προβληματισμούς. Και – ποιος ξέρει – όλα αυτά ίσως προκαλέσουν ένα κάποιο κλικ μέσα μας… εκείνο το κλικ που μεταμορφώνει τους ανθρώπους.

Ή έστω, εκείνο το κλακ που σημαίνει πως περάσαμε καλά.

Ο δρόμος του μεταξιού βρίσκεται ακόμα στην αρχή… Με το καλό να τα ξαναπούμε στη συνέχεια της διαδρομής μας.



ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ