Ο Γιασουνάρι Καβαμπάτα [ 川端 康成, Yasunari Kawabata ] υπήρξε ο πρώτος Ιάπωνας που βραβεύτηκε με το Νόμπελ λογοτεχνίας. Οι ιστορίες του μοιάζουν βγαλμένες από έναν άλλο κόσμο – έναν κόσμο που δεν υπάρχει πια. Ο λόγος για την παλιά Ιαπωνία, την ποιητική Ιαπωνία, την Ιαπωνία πριν τον εκδυτικισμό. Η γραφή του συχνά μοιάζει παράξενη σε μας τους δυτικούς – που έχουμε τόσο εξοικειωθεί με τις λογοτεχνικές φόρμες της «πλοκής» και της «δράσης» και απορούμε αν διαβάζουμε σελίδες ολόκληρες με περιγραφές ενός ομιχλώδους τοπίου στα βουνά, ή με μια γκέισα που παίζει μουσική με το σαμισέν της.
Υπάρχουν λογοτέχνες που σε βυθίζουν στα άδυτα του κόσμου και της πραγματικότητας που ζεις· σου αποκαλύπτουν τις κρυφές πτυχές της και ξεδιπλώνουν τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής: είναι οι μεγάλοι λογοτέχνες της δυτικής παράδοσης. Μα υπάρχουν κι εκείνοι που σε μεταφέρουν σε άλλους κόσμους – όχι φανταστικούς, υπαρκτούς πέρα ως πέρα. Μα, για κάποιον λόγο, είχες ξεχάσει πως υπάρχουν αυτοί οι κόσμοι – ή πως έχουν υπάρξει μια φορά. Όπως έχεις ξεχάσει τη σημασία που μπορεί να έχει ο ήχος μιας πηγής σε κάποιο σκιερό δασάκι, ή η αχτίδα του φεγγαριού που μόλις ξεπροβάλλει απ’ τα σύννεφα και σκορπά ένα αχνό ασημένιο φως, τέτοιο που κάνει τα μάτια των ζώων να γυαλίζουν.
Ίσως ποτέ στην Δύση δεν εκτιμήσαμε αυτά τα πράγματα. Αυτά τα μικρά πράγματα, που τόσο μεγάλα αποκαλύπτονται στη διαχρονικότητά τους. Ίσως γι’ αυτό χρειάζεται να μελετήσουμε τους κλασικούς Ιάπωνες λογοτέχνες – ακόμα και αν καταλάβουμε τα μισά απ’ όσα γράφουν.
Σήμερα θα μοιραστώ μαζί σας ένα μικρό διήγημα του Καβαμπάτα, με τίτλο «Το Κορίτσι στον Δρόμο της Φωτιάς». Περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων «Ιστορίες της Παλάμης» [Palm-of-the-Hand Stories / 掌の小説 tenohira / tanagokoro no shōsetsu]. Το συγκεκριμένο διήγημα ανήκει στα παλαιότερα του συγγραφέα – γράφτηκε το 1924. Το θέμα του είναι ερωτικό. Μια ανάμνηση ονείρου, ρευστή, σχεδόν εξωπραγματική, από κείνες που προσπαθείς να συγκρατήσεις μόλις ξυπνάς ένα πρωί – κι ενώ το όνειρο αργοκυλά στις παλάμες σαν νερό και χάνεται, πέφτει στο έδαφος. Ή σαν την όμορφη ρευστή ομίχλη μιας αυγής που διαλύεται στο σκληρό φως του ήλιου.
Γιασουνάρι Καβαμπάτα – Το Κορίτσι στον Δρόμο της Φωτιάς [1924]
«Μακριά αχνοφέγγει το νερό της λίμνης. Έχει το χρώμα βαλτωμένης πηγής σε παλιό κήπο ένα φεγγαρόλουστο βράδυ.
Το δάσος στην αντίπερα όχθη της λίμνης καίγεται σιωπηλά. Η φωτιά, όσο κοιτάζω, απλώνει. Πυρκαγιά στο δάσος.
Οι αντλίες της πυροσβεστικής, που τρέχουν πλάι στην όχθη σαν παιδικά παιχνίδια, καθρεφτίζονται πεντακάθαρα στην επιφάνεια του νερού.
Ατέλειωτα πλήθη ανθρώπων ανηφορίζουν τον λόφο μαυρίζοντας την πλαγιά.
Αποκτάω συνείδηση του εαυτού μου. Βρίσκομαι μέσα σε μια φωτεινή και άνυδρη άπνοια.
Το κομμάτι της πόλης στα πόδια του λόφου είναι μια θάλασσα φωτιάς.
Μια κοπέλα ξεκόβει επιδέξια απ' το ανθρώπινο πλήθος και μόνη της κατεβαίνει τον λόφο. Απ' όλους μόνο αυτή κατεβαίνει τον λόφο.
Μ' έναν τρόπο μυστηριώδη όλος αυτός ο κόσμος είναι βυθισμένος στη σιωπή.
Βλέποντας το κορίτσι να πηγαίνει κατευθείαν στη θάλασσα της φωτιάς με κυριεύει ένα ανυπόφορο συναίσθημα.
Εκείνη τη στιγμή, χωρίς λέξεις, αρχίζω μια πραγματική, καθαρή συνομιλία με την καρδιά της.
«Γιατί μόνη εσύ κατεβαίνεις τον λόφο; Για να πεθάνεις μες στη φωτιά;»
«Δεν θέλω να πεθάνω. Το σπίτι σου όμως βρίσκεται προς τα δυτικά. Γι' αυτό κι εγώ βαδίζω προς την ανατολή».
Η μορφή της μες στο οπτικό μου πεδίο, ένα σημαδάκι σκούρο μπροστά στις φλόγες, τρύπησε με οδύνη τα μάτια μου και ξύπνησα.
Απ' τις γωνίες των ματιών μου έτρεχαν δάκρυα.
Ήξερα ήδη πως είχε πει ότι δεν ήθελε να περπατήσει προς την πλευρά που βρισκόταν το σπίτι μου. Δεν πειράζει ό,τι και να σκεφτόταν. Απ' τη μεριά μου εγώ, μαστιγώνοντας τη λογική μου, είχα καταφέρει, επιφανειακά τουλάχιστον, να αποδεχτώ την ιδέα πως τα αισθήματά της για μένα είχαν κρυώσει, μέσα μου όμως, άσχετα με το τί αισθανόταν ή πραγματική κοπέλα, έτρεφα αυτάρεσκα την ιδέα πως κάπου στην καρδία της υπήρχε μια σταγόνα αγάπης για μένα. Αν και χλεύαζα αμείλικτα αυτόν μου τον εαυτό, μέσα μου, μυστικά, προσπαθούσα να τον κάνω να συνεχίσει να ζει.
Ένα όνειρο όμως σαν αυτό που είδα δεν έδειχνε πως στα κατάβαθα της ψυχής μου ακόμα κι εγώ ίδιος, τελικά, πίστευα πως εκείνη δεν είχε πια για μένα ούτε ένα ψίχουλο καλής θέλησης;
Το όνειρο είναι ό,τι αισθάνομαι. Τα δικά της αισθήματα μες στο όνειρο είναι αυτά που εγώ δημιούργησα γι' αυτήν. Είναι αισθήματα δικά μου. Στα όνειρα δεν υπάρχει ψεύτικη επίδειξη αισθημάτων ή προσποίηση.
Μ’ αυτή τη σκέψη μελαγχόλησα.»
Το διήγημα περιλαμβάνεται στις «Ιστορίες της Παλάμης» του Γιασουνάρι Καβαμπάτα. Η μετάφραση είναι του Παναγιώτη Ευαγγελίδη.
Για την παρουσίαση, τη σύνθεση της εικόνας και την ψηφιοποίηση του κειμένου: Το φονικό κουνέλι, Οκτώβρης 18.
Κούνελε, πραγματικά ένας εντελώς διαφορετικός κόσμος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ Ιαπωνία, πριν ακολουθήσει, άμεσα ή έμμεσα, εκούσια ή βίαια, το δρόμο της Αμερικανοποίησης, ήταν ένας εντελώς άλλος κόσμος. Με θετικά αλλά και αρνητικά στοιχεία.
Όμως μέσα στα θετικά, που ήταν πάρα πολλά, υπήρχε αυτό που περιγράφεις και αυτό που παρουσιάζει ο Ιάπωνας συγγραφέας.
Αυτές οι μοναδικές περιγραφές, οι εμμονές στους χώρους και στα πλάνα, τα συναντάς παντού στην τέχνη.
Ακόμα μια φορά αγαπητέ φίλε έγραψες ! μπράβο.
Καλό Σ/Κ να έχεις.
Και φυσικά τα συναντούμε, με διαφορετική μεν μα χαρακτηριστική μορφή, και στον παλιό ιαπωνικό κινηματογράφο, όπως καλά γνωρίζεις, Γιάννη. Καλό ΣΚ και σε σένα!
ΔιαγραφήΧαίρεται. Σήμερα ανακάλυψα τον συγγραφέα και με ενθουσίασε πολύ. Ευχαριστούμε πολύ για την δημοσίευση αυτή. Μου αρέσει να γράφω ποίηση και θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας ένα ποίημα που μόλις εμπνεύστηκα διαβάζοντας για τον συγγραφέα:
ΑπάντησηΔιαγραφήΚάτω από την κερασιά του ονείρου
Βαθιά, πέρα μακριά από τον κόσμο των σκοτεινών ειδώλων
πέρα από την ματαιοδοξία και την σκιά των ανθρώπων
σε αυγή σελήνης αλλιώτικης περπάτησα
και το απατηλό μου όνειρο κάτω από μία κερασιά συνάντησα.
Αγάπη σαν της ανθισμένης άνοιξης τον χορό
στιχουργία καράβι να με πάρει στου παραμυθιού τον γιαλό.
Καθρέφτης που σπάει του κόσμου η νεκρή λογική
η ψυχή ευωδιάζει από του αληθινού έρωτα την πνοή.
Αοιδέ που το όνειρο μου απόψε ζωντανεύεις,
την άρπα σου παίξε και από κοντά μου μη φεύγεις.
Ας κρατήσει λίγο ακόμη αυτή η στιγμή
και αιώνια ας χαραχτεί βαθιά μες την ψυχή.
Χρήστος Βασιλόπουλος