Αποσπάσματα από τον «Τροπικό του Αιγόκερω» του Χένρι Μίλερ
Η αποξένωση της Αμερικής
«Περιπλανήθηκα στους δρόμους πολλών χωρών του κόσμου, πουθενά όμως δεν ένιωθα τόσο ξεπεσμένος και ταπεινωμένος, όσο στην Αμερική. Όλοι μαζί αυτοί οι δρόμοι της Αμερικής μου φέρνουν στο νου μου την εικόνα μιας τεράστιας καταβόθρας, μιας καταβόθρας του πνεύματος, που απορροφά και διοχετεύει τα πάντα στο βασίλειο του αιώνιου σκατού. Και πάνω απ’ αυτή την καταβόθρα, το πνεύμα της δουλειάς, πλέκει κι απλώνει ένα μαγικό υφάδι: Παλάτια κι εργοστάσια φυτρώνουν το ένα δίπλα στ’ άλλο, εργοστάσια πολεμοφοδίων και χαλυβουργεία και σανατόρια και φυλακές και φρενοκομεία. Ολόκληρη η ήπειρος είναι ένας εφιάλτης που παράγει όσο γίνεται μεγαλύτερη αθλιότητα για όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους.
Κι εγώ ήμουν ένας, ένα μοναχικό ον μέσα στο μεγαλύτερο γλεντοκόπι του πλούτου και της ευτυχίας, — (μιας ευτυχίας και ενός πλούτου στατιστικά εξακριβωμένων) — χωρίς όμως να συναντήσω ποτέ μου έναν άνθρωπο που να ’ναι πραγματικά πλούσιος και πραγματικά ευτυχισμένος. Αλλά τουλάχιστον, εγώ ήξερα πως ήμουν δυστυχισμένος, φτωχός, παράταιρος και παράτονος. Αυτή ήταν τουλάχιστον η μοναδική μου παρηγοριά, η μοναδική μου χαρά.
Δεν μπορώ να σκεφτώ ούτε έναν αμερικάνικο δρόμο, ούτε έναν κάτοικο αυτών των δρόμων, ικανό να οδηγήσει κάποιον στην ανακάλυψη του εαυτού του».
Η κενότητα της Νέας Υόρκης
«Οποιοσδήποτε έχει αγαπήσει πάρα πολύ, κι αυτό είναι τερατώδες, και πεθαίνει απ’ τη δυστυχία αυτού του έρωτα, όταν ξαναγεννιέται, δεν ξέρει τίποτα ούτε από αγάπη, ούτε από μίσος. Το μόνο που ξέρει είναι να τ’ απολαμβάνει. Κι αυτή χαρά της ζωής, επειδή έχει επιτευχθεί μ’ αφύσικο τρόπο, είναι ένα δηλητήριο που καταλήγει να φαρμακώσει ολόκληρο τον κόσμο. Ό,τι δημιουργείται πέρα απ’ τα κανονικά όρια της ανθρώπινης οδύνης, ενεργεί σαν μπούμεραγκ και φέρνει μαζί του την καταστροφή.
Τη νύχτα οι δρόμοι της Νέας Υόρκης αντικαθρεφτίζουν τη σταύρωση και το θάνατο του Χριστού: το χιόνι έχει σκεπάσει τη γη και η σιωπή είναι απόλυτη, ξεπετιέται απ’ τα φριχτά κτίρια της Νέας Υόρκης μια μουσική που φανερώνει τόση σκυθρωπή απόγνωση και χρεοκοπία, ώστε ανατριχιάζεις ολόκληρος. Καμιά πέτρα δεν έχει χτιστεί πάνω στην άλλη με αγάπη ή με σεβασμό. Κανένας απ’ αυτούς τους δρόμους δε χαράχτηκε για το χορό ή για τη χαρά. Το καθετί έχει προστεθεί δίπλα στο άλλο, σ’ ένα τρελό ανακάτεμα, με μοναδικό σκοπό το γέμισμα της κοιλιάς. Κι οι δρόμοι μυρίζουν αδειανές κοιλιές, κοιλιές γεμάτες και κοιλιές μισογεμάτες. Οι δρόμοι πλημμυρίζουν απ’ τη μυρωδιά μιας πείνας που δεν έχει καμία σχέση με την αγάπη. Μυρίζουν την αχόρταγη κοιλιά. Έχουν τη μυρωδιά των δημιουργημάτων της αδειανής κοιλιάς, που ‘ναι τιποτένια και κενά.»
Photo source |
Ο τωρινός κόσμος όπως θα φαίνεται σ’ ένα παιδί στο μέλλον
«Μια νύχτα κοίταζα απ' την κορφή του Εμπάιρ Σταίητ Μπίλντιγκ την πόλη που ήξερα από κάτω: αυτά ήταν, στην πραγματική τους προοπτική, τα ανθρώπινα μερμήγκια, που μαζί τους είχα συρθεί, οι ανθρώπινες ψείρες, που μαζί τους είχα παλέψει. Προχωρούσαν με την ταχύτητα των σαλιγκαριών, εκπληρώνοντας ο καθένας τους τη μικροσκοπική του μοίρα. Μέσα στην άκαρπη απόγνωσή τους, είχαν γεννήσει αυτό το γιγάντιο οικοδόμημα, που ‘ταν η περηφάνια και το καμάρι τους. Κι απ’ την κορφή αυτού του κολοσσιαίου οικοδομήματος είχαν κρεμάσει μια σειρά από κλουβιά, όπου τα φυλακισμένα καναρίνια τιτίβιζαν το χωρίς νόημα κελάηδημά τους. Και στην πιο ψηλή κορφή των φιλοδοξιών τους είχαν κρεμάσει αυτά τα μικρά όντα, μικροσκοπικά σαν στιγμές, που τιτίβιζαν, τιτίβιζαν ως την τελευταία τους πνοή, το τραγούδι του έρωτά τους γι’ αυτήν την αγαπημένη μικροζωούλα.
Μέσα στα εκατό επόμενα χρόνια, είπα μέσα μου, θα κλείσουν ίσως μέσα σε κλουβιά και ανθρώπινα όντα, εύθυμα, τρελά όντα, που θα τραγουδούν το μελλοντικό κόσμο. Ίσως να κατασκευάσουν μια ράτσα κελαηδιστών, που θα τιτιβίζουν, ενώ οι άλλοι θα δουλεύουν. Ίσως σε κάθε κλουβί να βρίσκεται κι από ένας ποιητής ή μουσικός, για να μπορεί η αποκάτω ζωή να κυλάει ανεμπόδιστη, χωνευμένη μέσα στην πέτρα, χωνευμένη μέσα στο δάσος, στριγγλιάρικη σαν ένα χάος από σχισμές και τριγμούς, από μηδαμινότητα και κενό.
Κι ίσως σε χίλια χρόνια, μπορεί να ‘χουν όλοι τους, εργάτες και ποιητές παραφρονήσει, κι όλα να ‘χουν ξαναγίνει ερείπια, όπως έχει συμβεί στο παρελθόν τόσες και τόσες φορές. Και σε άλλα χίλια χρόνια, ή και σε πέντε, σε δέκα χιλιάδες χρόνια, στο μέρος ακριβώς όπου στέκομαι και κοιτάζω τη σκηνή, ένα μικρό αγόρι μπορεί ν' ανοίξει ένα βιβλίο γραμμένο σε μια γλώσσα που ακόμα δεν έχει ακουστεί και που θα διαβάσει γι’ αυτή τη ζωή που περνάει τώρα, μια ζωή που ο άνθρωπος που έγραψε αυτό το βιβλίο ποτέ του δε θα την έχει γνωρίσει απ' την προσωπική του πείρα, μια ζωή που ο ρυθμός και η μορφή της θα περιγράφονται μόνο υποθετικά, με μίαν αρχή και μ’ ένα τέλος. Και το παιδί, ξανακλείνοντας το βιβλίο, θα σκέφτεται μέσα του: «Τι θαυμάσια ράτσα να 'ταν αυτοί οι Αμερικάνοι, τι θαυμάσια ζωή ζούσαν σ' αυτή την ήπειρο, που τώρα είναι ακατοίκητη!»
Αλλά καμιά μελλοντική φυλή, εκτός ίσως απ' τη φυλή των τυφλών ποιητών, δε θα ‘ναι ικανή ποτέ της να φανταστεί τη χύτρα που ‘βραζε το χάος, μέσα στο οποίο χωνεύτηκε η μελλοντική αυτή ιστορία.»
Η τρέλα της πόλης
«Και πάλι η νύχτα, η ανυπολόγιστα μηχανοποιημένη, γυμνή, εχθρική, παγερή, χωρίς καταφύγιο και εγκαρδιότητα νύχτα της Νέας Υόρκης. Τεράστια παγωμένη μοναξιά του αμέτρητου πλήθους, κρύα, σπαταλημένη σε ηλεκτρικές φωταψίες, φωτιά καταθλιπτική χωρίς νόημα, τελειότητα των γυναικών, που οδηγημένες απ' αυτήν, έχουν ξεπεράσει το σεξ, φτάνοντας στην ίδια του την άρνηση, σ' αυτή την άρνηση που ‘ναι όμοια με τον ηλεκτρισμό, όμοια με την ουδετερότητα του αρσενικού, όμοια με τους άσκοπα περιστρεφόμενους πλανήτες, τα προγράμματα ειρήνης και τις ερωτικές ραδιοφωνικές εκπομπές.
Το να 'χεις λεφτά στην τσέπη σου, ενώ βρίσκεσαι στο κέντρο της λευκής ουδέτερης ενέργειας, το να περπατάς στείρος, χωρίς σκοπό, στους λαμπρά φωταγωγημένους δρόμους, το να σκέφτεσαι φωναχτά, ολότελα μόνος σου, στα πρόθυρα της τρέλας, το να 'σαι ένα κομμάτι μιας πόλης, μιας απέραντης πόλης, το ν’ ανήκεις ολοκληρωτικά στη μεγαλύτερη πόλη του κόσμου, κι όμως να νιώθεις ολότελα χωρισμένος απ' αυτήν, είναι σαν να 'χεις μεταμορφωθεί εσύ ο ίδιος σε μια πόλη, σ' έναν κόσμο νεκρών λιθαριών, σπαταλημένων φώτων, ακατανόητης κίνησης, ανυπολόγιστων και άπιαστων πραγμάτων και μυστικής τελειότητας κάποιας απόλυτης άρνησης.
Το να περπατάς μέσα στο νυχτερινό πλήθος έχοντας λεφτά στην τσέπη σου, προστατευμένος απ' αυτά, νανουρισμένος απ' αυτά, βαριεστημένος απ' αυτά, μ' έναν ολόκληρο κόσμο γύρω σου που δεν αντιπροσωπεύει τίποτ' άλλο από λεφτά, που δε ζει παρά για τα λεφτά, που γι' αυτόν δεν ‘χει τίποτα έξω απ' τα λεφτά, τα λεφτά, τα λεφτά, αυτά τα ολοένα πολλά λεφτά, ή λίγα λεφτά και πάντα, ανεξάρτητα αν έχεις ή δεν έχεις, να λογαριάζεις μόνο τα λεφτά και τον τρόπο που θα φέρουν κι άλλα λεφτά. Τι είναι όμως εκείνο που κάνει το χρήμα να φτιάχνει χρήμα;
Στο νυχτερινό κέντρο πάλι ο ίδιος ρυθμός των χρημάτων, το ερωτικό ρίγος που σκορπίζεται απ' το ραδιόφωνο, η απρόσωπη, πεζή επαφή του πλήθους, η απελπισία που σ' αγγίζει ως το κόκαλο, η πλήξη, η απογοήτευση ενώ βρίσκεσαι καταμεσής της πιο τέλειας μηχανοποιημένης τελειότητας, ο χορός χωρίς ευχαρίστηση, η απόλυτη μοναξιά, σχεδόν απάνθρωπος μόνο και μόνο γιατί ‘σαι άνθρωπος. Αν υπήρχε ζωή στο φεγγάρι δεν θα μπορούσε να μοιάζει παρά μ’ αυτήν εδώ γύρω, την σχεδόν τέλεια, τη στερημένη εντελώς από χαρά. Αν η προσπάθεια να ξεφύγεις απ’ τον ήλιο σημαίνει να φτάσεις στην παγωμένη ηλιθιότητα, τότε έχουμε πετύχει τον σκοπό μας και η ζωή δεν είναι πια παρά η κρύα φεγγαρίσια αντανάκλαση του ήλιου. Κι αυτό είναι ο χορός της παγωμένης ζωής, που σαλεύει μες στο κοίλωμα του ατόμου, κι όσο περισσότερο χορεύεις, τόσο περισσότερο παγώνεις.
Έτσι παραδομένοι σ’ έναν παγωμένο ξέφρενο ρυθμό χορεύουμε σε μακρά και βραχέα κύματα, μες στην κούπα του τίποτα, αποτιμώντας κάθε γουλιά ηδονής σε δολάρια και σεντς. Περιπλανιόμαστε απ ’το ’να τέλειο θηλυκό στο άλλο, ψάχνοντας ν' ανακαλύψουμε το πρώτο του σημείο, αυτά όμως τα θηλυκά είναι όλα πρώτα κι αδιαπέραστα, οχυρωμένα πίσω απ’ την αναμάρτητη ψυχρή τους σκληρότητα. Αυτό είναι η παγερή λευκή παρθενία της λογικής του έρωτα, το όριο της άμπωτης, το σύνορο της απόλυτης κενότητας.
Και σε τούτο το σύνορο της παρθενικής λογικής της τελειότητας χορεύω το χορό της δοσμένης στη λευκή απελπισία ψυχής μου, εγώ, ο στερνός λευκός άνθρωπος, που αφανίζω τη στερνή μου συγκίνηση, εγώ ο γορίλας της απελπισίας που χτυπώ το στήθος μου με τις άσπιλες γαντοφορεμένες μου γροθιές. Ναι, είμαι ο γορίλας που νιώθει να μεγαλώνουν φτερά στη ράχη του, ένας γορίλας χαμένος στη μέση ενός μεταξωτού κενού. Μαζί τους μεγαλώνει κι η νύχτα σαν ηλεκτρικό φυτό, σπέρνοντας κάτασπρα ζεστά μπουμπούκια μέσα στο μαύρο βελούδινο διάστημα. Κι είμαι εγώ αυτό το παγωμένο διάστημα, που μέσα του σκάζουν πυρετικά τα λευκά ζεστά μπουμπούκια, κι είμαι εγώ ο αστερίας που κολυμπά στην παγωμένη δροσιά του φεγγαριού. Αποτελώ το σπέρμα ενός νέου παραλογισμού, ένα εκτόπισμα που μεταχειρίζεται μια κατανοητή γλώσσα, ένας στεναγμός μπηγμένος σαν θραύσμα στην εγρήγορση της ψυχής. Χορεύω τον υγιή και χαριτωμένο χορό του αγγελικού γορίλα. Ολόγυρά μου βρίσκονται τ’ αδέρφια μου, παράλογοι, δαιμονικοί γορίλες. Χορεύουμε μες στην άδεια κούπα του τίποτα, όλοι μαζί, κι όμως ξέχωροι ο ένας απ' τον άλλον, όπως τ' αστέρια.
Τώρα πια όλα είναι ξεκάθαρα για μένα. Η σωτηρία δε βρίσκεται στη λογική. Η ίδια η πόλη είναι η υψηλότερη μορφή της τρέλας και κάθε κομμάτι της, ζωντανό ή άψυχο, η έκφραση αυτής της τρέλας.»
Σκηνή από την ταινία Γυμνή Πόλη, του Ζυλ Ντασέν |
Επίμετρο – Η Αμερική του Χένρι Μίλερ
Ήταν 1939 όταν ο Χένρι Μίλερ [Henry Miller] εξέδωσε τον δεύτερο από τους περίφημους «Τροπικούς» του – ο λόγος για τον «Τροπικό του Αιγόκερω [“Tropic of Capricorn”], από τον οποίο προέρχονται και τα αποσπάσματα που διαβάσατε. Με αυτό το βιβλίο ο – αυτοεξόριστος την εποχή εκείνη στην Ευρώπη – Μίλερ, λύνει τους λογαριασμούς του με την πατρίδα του, την Αμερική. Και όχι μόνο με την Αμερική• με τον «Τροπικό του Αιγόκερω» ο Μίλερ λύνει τους λογαριασμούς του με ολάκερο τον σύγχρονο καπιταλιστικό πολιτισμό της εποχής του και την κοιτίδα του, την υπέρλαμπρη (στα μάτια των ξένων) Νέα Υόρκη. Όσο ο υπόλοιπος κόσμος πάσχιζε να βιομηχανοποιηθεί και να ενταχθεί στο σύγχρονο δυτικό μοντέλο ανάπτυξης, ο Μίλερ έστρεφε με αηδία του βλέμμα του από μια κοινωνία που έμοιαζε στα μάτια του ολοένα και ρηχότερη, ολοένα και πιο ξένη.
Αν η Αμερική ήταν το σύμβολο του μοντερνισμού και η Νέα Υόρκη το έμβλημα του διεθνούς κοινωνικού πλούτου, μια πόλη στους υπέρλαμπρους προβολείς της οποίας ο κόσμος άπλωνε με λαχτάρα το βλέμμα του προκειμένου ν’ αντλήσει όνειρα και ελπίδες, ο Μίλερ δεν έβλεπε πλούτο – παρά φτώχεια, φτώχεια και απομόνωση. Η φτώχεια του αχανούς έρημου πλήθους σε αναζήτηση του δολαρίου.
Και αυτός, ο «στερνός λευκός άνθρωπος», έμοιαζε να κάνει βουτιές σε μια θάλασσα κενότητας, πάντα ρηχή, πάντα παγωμένη. Ένας ξένος στην πατρίδα του – και στον κόσμο που πάσχιζε και πασχίζει να τη μιμηθεί.
Έτσι και έφυγε λοιπόν. Μετέβη στο Παρίσι και άνοιξε ένα νέο, περιπετειώδες κεφάλαιο της ζωής του. Και η Αμερική συνέχισε τον δρόμο της χωρίς αυτόν – και ο κόσμος βρέθηκε μπλεγμένος γι’ άλλη μια φορά στις δαγκάνες ενός παγκοσμίου πολέμου και αναστέναξε – αχ, να μπορούσα να γίνω σαν την Αμερική!
Οι δεκαετίες που θα ακολουθούσαν θα επιβεβαίωναν αυτή την επιθυμία του.
Τα αποσπάσματα από τον «Τροπικό του Αιγόκερω» είναι σε μετάφραση του Βαγγέλη Κατσάνη. Μπορείτε να διαβάσετε πλούσιο αφιέρωμά μου στον «Τροπικό του Αιγόκερω» στον ακόλουθο σύνδεσμο:
Επιστροφή στον Τροπικό του Αιγόκερω
Για την ψηφιοποίηση, τον σχεδιασμό της εικόνας και το επίμετρο: Το φονικό κουνέλι, Οκτώβρης 18
Μόνος στο πλήθος. Από την ταινία "The Crowd" του King Vidor |
Τρομερή παρουσίαση. Εξαίρετο θέμα που ακτινογραφεί και ξεγυμνώνει το Αμερικάνικο όνειρο. Και φυσικά αγαπητέ "Κούνελε" η πένα σου και η δομή της δουλειάς σου εξαιρετική.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό βράδυ αγαπητέ.
Να 'σαι καλά, φίλε Γιάννη. Καλό βράδυ και σε σένα!
Διαγραφή