Κάποτε στο μέλλον. Απόσπασμα από το "Φαρενάιτ 451" του Ρέι Μπράντμπερι
«Έπεσε στο κρεβάτι και η γυναίκα του αναφώνησε, ξαφνιασμένη. Εκείνος ήταν ξαπλωμένος κάπου πολύ μακριά της στο δωμάτιο, σε ένα χειμερινό νησί που χωριζόταν από μια άδεια θάλασσα. Εκείνη του μιλούσε πολλή ώρα – όπως τουλάχιστον του φάνηκε – και του μιλούσε γι’ αυτό και το άλλο, αλλά όλα ήταν απλώς λέξεις, σαν τις λέξεις που είχε ακούσει κάποτε από ένα νήπιο σε κάποιο φιλικό σπίτι, ένα δίχρονο παιδί να σχηματίζει προτάσεις, να μιλάει τη δική του γλώσσα, να φτιάχνει ωραίους ήχους στον αέρα. […]
Δεν υπήρχε ένα παλιό ανέκδοτο για μία γυναίκα που μιλούσε με τις ώρες στο τηλέφωνο, ώσπου κάποια στιγμή ο απελπισμένος σύζυγός της πήγε σε ένα κοντινό μαγαζί και της τηλεφώνησε για να τη ρωτήσει τί φαγητό είχαν; […]
Και ξαφνικά του φάνηκε τόσο ξένη, που δυσκολευόταν να πιστέψει ότι την ήξερε καν. Βρισκόταν σε ένα ξένο σπίτι, όπως στο άλλο ανέκδοτο που είχε ακούσει να λένε, για έναν ευυπόληπτο κύριο, ο οποίος γύρισε σπίτι μεθυσμένος πολύ αργά τη νύχτα, έβαλε το κλειδί σε λάθος πόρτα, μπήκε σε λάθος δωμάτιο, κοιμήθηκε στο ίδιο κρεβάτι με μια άγνωστη, σηκώθηκε το πρωί, πήγε στη δουλειά του και κάνεις από τους δυο τους δεν κατάλαβε τελικά τίποτα.
«Μίλι...;» ψιθύρισε.
«Τι; »
«Συγγνώμη που σε ανησυχώ. Θα ήθελα απλώς να σε ρωτήσω... »
«Ναι;»
«Πότε συναντηθήκαμε; Και που;»
«Πότε συναντηθήκαμε για ποιο πράγμα;» τον ρώτησε.
«Εννοώ... για πρώτη φορά ».
Ο Μόνταγκ την αισθανόταν τώρα συνοφρυωμένη, μέσα στο σκοτάδι. Ανέλαβε να διασαφηνίσει. «Η πρώτη φορά που γνωριστήκαμε, που ήταν και πότε; »
«Έ, να, ήταν...»
Σταμάτησε.
«Δεν ξέρω » του είπε.
Ο Μόνταγκ πάγωσε.
«Δεν μπορείς να θυμηθείς;»
«Έχει περάσει τόσος καιρός ».
«Μόλις δέκα χρόνια, όλα κι όλα, μόλις δέκα!»
«Μην εκνευρίζεσαι. Προσπαθώ να σκεφτώ». Η Μίλντρεντ γέλασε με ένα περίεργο πνιχτό γέλιο που γινόταν ολοένα πιο οξύ. «Τι αστείο! Είναι αστείο να μην μπορείς να θυμηθείς που ή πότε γνώρισες τον άντρα ή τη γυναίκα σου».
Ο Μόνταγκ, ξαπλωμένος, έτριβε αργά τα μάτια του, το μέτωπό του, τον αυχένα του. Έπιασε και με τα δύο χέρια το κεφάλι του, πάνω από τα μάτια, ασκώντας μία συνεχή πίεση σαν να προσπαθούσε να επαναφέρει διά της βίας τη μνήμη στη θέση της. Ξαφνικά, το πιο σημαντικό πράγμα γι' αυτόν στον κόσμο ήταν να θυμηθεί που είχε γνωρίσει τη Μίλντρεντ.
«Δεν έχει σημασία». Η Μίλντρεντ είχε ήδη σηκωθεί κι ήταν στο μπάνιο, ενώ ο Μόνταγκ άκουγε το νερό να τρέχει κι εκείνη να καταπίνει.
«Έτσι νομίζω κι εγώ» της είπε.»
***
Απόσπασμα από το βιβλίο του Ρέι Μπράντμπερι, «Φαρενάιτ 451» [Ray Bradbury, “Fahrenheit 451”].
Το «Φαρενάιτ 451» εκδόθηκε πρώτη φορά το 1953 και ανήκει στα κλασικά έργα της Επιστημονικής Φαντασίας. Όπως συμβαίνει συχνά με τους τίτλους της Επιστημονικής Φαντασίας, περιγράφεται μια δυστοπική κοινωνία του μέλλοντος, ένα από τα χαρακτηριστικά της οποίας είναι η αυξανόμενη αποξένωση και απομόνωση των ανθρώπων. Άνθρωποι που φτάνουν να αγνοούν την επικοινωνία και να μην γνωρίζονται ούτε στο ελάχιστο μεταξύ τους, ακόμα και αν είναι παντρεμένοι χρόνια – όπως το ζεύγος του βιβλίου. Πώς υποκαθιστούν αυτή την έλλειψη ουσιαστικής επαφής; Πως αλλιώς. Παραδίδοντας τον εαυτό τους σε μικρές, εξατομικευμένες απολαύσεις, όπως η τηλεόραση, τα ναρκωτικά χάπια και τα διεγερτικά. Όσο λιγότερο σκέφτεται κανείς, τόσο το καλύτερο. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, πως κεντρικό θέμα του βιβλίου είναι η εχθρότητα αυτής της οργανωμένης κοινωνίας απέναντι στα βιβλία – τα οποία αναζητούν και καίνε σε μαζικές πυρκαγιές.
Και αν όμως δεν γνωρίζαμε πως το απόσπασμα που διαβάσαμε αναφέρεται σε μια κοινωνία του μέλλοντος; Σάμπως απέχει πολύ το παντρεμένο ζευγάρι που είδαμε από πλήθος ανθρώπων της εποχής μας;
Η μετάφραση του «Φαρενάιτ 451» είναι του Βασίλη Δουβιτσα [εκδ. Άγρα].
Για την ψηφιοποίηση του κειμένου και την επεξεργασία της εικόνας: Το φονικό κουνέλι, Οκτώβρης 18.
~
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου