Ένα αφιέρωμα στην ταινία "Με Κομμένη την Ανάσα" του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ
[Τόπος: μικροσκοπικό δωμάτιο στο διαμέρισμα της Πατρίσια. Ο Μισέλ και η Πατρίσια στο κρεβάτι]
ΜΙΣΕΛ: “Θα άφηνες κάποιον άλλο άντρα να σε χαϊδέψει;” [τη χαϊδεύει απαλά]
ΠΑΤΡΙΣΙΑ: “Ξέρεις... είπες πριν ότι φοβάμαι. Αλήθεια είναι - φοβάμαι. Επειδή θέλω να με αγαπάς. Μα, την ίδια στιγμή, θέλω να πάψεις να με αγαπάς. Είμαι πολύ ανεξάρτητη, ξέρεις.”
[ο Μισέλ απλώνει το χέρι του γύρω της και την αγκαλιάζει]
ΜΙΣΕΛ: “Σε αγαπάω, αλλά όχι με τον τρόπο που νομίζεις.”
ΠΑΤΡΙΣΙΑ: “Πώς, τότε;”
ΜΙΣΕΛ: “Όχι με τον τρόπο που νομίζεις.”
ΠΑΤΡΙΣΙΑ: “Μα δεν ξέρεις τι νομίζω. Δεν γνωρίζεις.”
ΜΙΣΕΛ: “Ασφαλώς και γνωρίζω.”
ΠΑΤΡΙΣΙΑ: “Όχι, δεν γνωρίζεις. Θέλω να ξέρω τι κρύβεται πίσω από το πρόσωπό σου. Το κοιτάζω εδώ και 10 λεπτά, και ακόμα δεν ξέρω τίποτα, δεν καταλαβαίνω τίποτα. Δεν είμαι θλιμμένη, αλλά φοβάμαι.”
[ο Μισέλ παίρνει μία ρουφηξιά από το τσιγάρο του και της χαϊδεύει τα μαλλιά]
ΜΙΣΕΛ: “Γλυκιά, ευγενική Πατρίσια.” [η Πατρίσια κάνει πέρα απότομα]
ΠΑΤΡΙΣΙΑ: “Όχι.”
ΜΙΣΕΛ: “Τότε μοχθηρή, ανόητη, άκαρδη, δειλή, τρισάθλια, ελεεινή...” [η Πατρίσια χαμογελάει και ανάβει τσιγάρο]
ΠΑΤΡΙΣΙΑ: “Ναι, ναι.”
ΜΙΣΕΛ: “Δεν ξέρεις καν ούτε πώς να βάζεις το κραγιόν σου. Τώρα είσαι αποκρουστική.”
ΠΑΤΡΙΣΙΑ: “Πες ό,τι θες, δεν με νοιάζει. Θα τα βάλω όλα στο βιβλίο μου.”
ΜΙΣΕΛ: “Ποιο βιβλίο?”
ΠΑΤΡΙΣΙΑ: “Γράφω ένα μυθιστόρημα.”
ΜΙΣΕΛ: “Εσύ;”
ΠΑΤΡΙΣΙΑ: “Γιατί όχι; Τι κάνεις εκεί;” [ο Μισέλ πάει να της βγάλει την μπλούζα]
ΜΙΣΕΛ: “Σου βγάζω την μπλούζα.”
ΠΑΤΡΙΣΙΑ: “Όχι τώρα, Μισέλ.” [τον αποτρέπει]
ΜΙΣΕΛ: “Πω πω, τι μπελάς που είσαι. Τι είναι όλα αυτά;”
[η Πατρίσια πιάνει ένα βιβλίο στα χέρια της]
ΠΑΤΡΙΣΙΑ: “Γνωρίζεις τον William Faulkner;”
ΜΙΣΕΛ: “Όχι, ποιος είναι; Κάποιος που κοιμήθηκες μαζί του;” [τη χαϊδεύει]
ΠΑΤΡΙΣΙΑ: “Όχι, γλυκέ μου...”
ΜΙΣΕΛ: “Τότε μπορεί να πάει στο διάολο! Βγάλε τη μπλούζα σου.”
ΠΑΤΡΙΣΙΑ: “Είναι ένας από τους αγαπημένους μου συγγραφείς. Έχεις διαβάσει το "The Wild Palms";”
ΜΙΣΕΛ: “Είπα όχι. Βγάλε τη μπλούζα σου.” [η Πατρίσια συνεχίζει να τον αποφεύγει]
ΠΑΤΡΙΣΙΑ: “Άκου η τελευταία πρόταση είναι πολύ όμορφη: “between grief and nothing, i will take grief”... Μεταξύ της θλίψης και του τίποτα, διαλέγω τη θλίψη.” [γυρίζει προς το μέρος του Μισέλ και τον κοιτάζει] “Εσύ ποιο θα διάλεγες;”
ΜΙΣΕΛ: “Άσε με να δω τα δάχτυλά του ποδιού σου.” [η Πατρίσια γελάει] “Τα δάχτυλα είναι σημαντικά σε μία γυναίκα, μη γελάς.”
ΠΑΤΡΙΣΙΑ: “Ποιο θα διάλεγες;”
ΜΙΣΕΛ: “Η θλίψη είναι ανόητη. Διαλέγω το τίποτα. Δεν είναι καλύτερο... αλλά η θλίψη είναι ένας συμβιβασμός. Και εγώ τα θέλω ή όλα... ή τίποτα.”
***
Ελάχιστες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου μπορούν να καυχώνται για το ακόλουθο: ανακάλυψαν την απόκρυφη πηγή της νιότης και ήπιαν απ’ το διάφανο νερό της. Ήπιαν τόσο, που μοιάζουν το ίδιο νέες ακόμα και δεκαετίες μετά το γύρισμά τους. Και θα συνεχίσουν να δείχνουν εξίσου νέες – όσα χρόνια και αν περάσουν.
Ποιο είναι το μαγικό συστατικό τους; Μήπως η ηλικία των πρωταγωνιστών; Ή το γεγονός πως οι δημιουργοί του περιβόητου “Nouvelle Vague” – του κινηματογραφικού Νέου Κύματος – υπήρξαν εξίσου νέοι τον καιρό που γύριζαν τα συγκεκριμένα έργα; Όχι, αγαπητοί – αν και σίγουρα έπαιξαν κι αυτά τον ρόλο τους. Μα κι άλλες ταινίες είχαν (και έχουν) νεαρούς πρωταγωνιστές – δίχως όμως το ίδιο αποτέλεσμα.
Όχι, δεν είναι οι ηλικίες. Εκείνο που αποτυπώνει στα πρωτοπόρα έργα του Νέου Κύματος το αειθαλές τους ύφος είναι το στυλ: είτε μιλάμε για τους διαλόγους, είτε για τις σκηνοθετικές τεχνικές, είτε για τις εκφράσεις των πρωταγωνιστών, είτε για εκείνη τη διάθεση να πετάξουν κάθε κινηματογραφική σύμβαση στα σκουπίδια – τα πάντα σε αυτές τις ταινίες ξεχειλίζουν από μια αδιάκοπα cool και ταυτόχρονα, βαθιά ανατρεπτική διάθεση. Επρόκειτο για ένα φύσημα φρέσκου ανέμου στον κινηματογράφο, προορισμένο να απομακρύνει τους σωρούς της σκόνης – και όλα τα συσσωρευμένα εμπορικά κλισέ της.
Και το «Με Κομμένη την Ανάσα» [“A Bout de Souffle”], σε σκηνοθεσία Ζαν-Λυκ Γκοντάρ και σενάριο Φρανσουά Τρυφώ… είναι ίσως η πιο cool και στυλάτη ταινία όλων. Παρατηρείς εκείνη την έκφραση του Ζαν Πολ Μπελμοντό, ενώ προσπαθεί να μιμηθεί το ίνδαλμά του, Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, και σκέφτεσαι… cool. Βλέπεις τη μυστήρια, ακροβατούσα μεταξύ εύθραυστου και υποχθόνιου, στάση της Τζιν Σίμπεργκ, και σκέφτεσαι… cool. Αφήνεις να σε απορροφήσουν οι διάλογοι των χαρακτήρων, ρεαλιστικοί σαν καθρέφτες και παιχνιδιάρικοι σαν τρενάκι σε λούνα παρκ και σκέφτεσαι… cool. Παρασύρεσαι από τις τζαζ μελωδίες που περιβάλλουν τα ηχοτρόπια του φιλμ και σκέφτεσαι… cool. Διαπιστώνεις πως ο σκηνοθέτης δεν σκηνοθετεί απλά ένα έργο… μα παίζει με την κάμερα και τις τεχνικές του μοντάζ, παίζει σαν ένα μικρό παιδί που ανακαλύπτει εκ νέου τους κανόνες του κινηματογράφου – ε, και αναφωνείς: αυτό είναι ωραίο.
Αυτό είναι στην πραγματικότητα το “A Bout de Souffle”… ένα πείραμα. Αυτό υπήρξε το «Νέο Κύμα» στα πρώτα χρόνια του. Μια νέα μέθοδος, διατεθειμένη να κρατήσει από την ιστορία του κινηματογράφου μόνο εκείνα που αγάπησε βαθιά και την ενέπνευσαν (όπως κάποια έργα του αμερικανικού φιλμ νουάρ, για παράδειγμα, και τις ταινίες του Άλφρεντ Χίτσκοκ) – και να απομακρύνει όλα τα υπόλοιπα. Οι πρωτοπόροι του Νουβέλ Βαγκ – ο Γκοντάρ, ο Τρυφώ, ο Αλέν Ρενέ – ενδιαφέρονταν για τους «κανόνες» μόνο όσο εξυπηρετούσαν τον σκοπό τους. Όσα δεν εξυπηρετούσαν αυτόν τον σκοπό ήταν πια αχρείαστα. Και ο σκοπός αυτών των σκηνοθετών ήταν να επαναφέρουν το προσωπικό στίγμα στον κινηματογράφο, το υποκειμενικό βίωμα, τη ματιά του δημιουργού.
Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, το «Με Κομμένη την Ανάσα» σε σημεία μοιάζει σχεδόν με ντοκιμαντέρ. Νιώθεις πως έχει ανοίξει ένα παράθυρο στην προσωπική ζωή των πρωταγωνιστών του… και τους βλέπεις μπροστά στα μάτια σου, να συνδιαλέγονται μεταξύ τους, αληθινούς, με σάρκα και οστά. Τους ακολουθείς ενώ βαδίζουν στο υπέροχο ασπρόμαυρο Παρίσι των αρχών της δεκαετίας του 60 και μοιάζεις ο ίδιος με εκείνη την κάμερα που τρέχει ξωπίσω τους, σαν σκυλάκι, χύμα και εκτεθειμένη και δίχως καμία απόπειρα προσομοίωσης του περιβάλλοντος σε κάτι που θα παρέπεμπε σε κινηματογραφικό στούντιο. Και άσε τους περαστικούς να σε κοιτάζουν με απορία – τα απορημένα βλέμματα και οι αμήχανες ματιές τους θα μείνουν κι αυτά στην ιστορία του έργου, αναπόσπαστο μέρος του υποκειμενικού ρεαλισμού του.
Όσο αφορά τους διαλόγους των χαρακτήρων… νομίζω πως το απόσπασμα που επέλεξα να μοιραστώ μαζί σας, πάνω, είναι απολύτως χαρακτηριστικό. Και, ναι – μοιάζει με μυθιστόρημα. Μα αν το “A Bout de Souffle” ήταν μυθιστόρημα, σίγουρα θα έστεκε πλάι σε έργα όπως του Τζόυς, του Μπέκετ ή του Κέρουακ. Ή ενδεχομένως εκείνο το υπέροχο «Κουτσό» του Χούλιο Κορτάσαρ. Θα ήταν, με άλλα λόγια, ένα από εκείνα τα έργα που άλλαξαν το στυλ και το ύφος της γραπτής αφήγησης κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα.
Πέραν των κινηματογραφικών τεχνικών του – τα περίφημα “jump-cuts” του Γκοντάρ και εκείνη η νατουραλιστική διάθεση – και πέραν του αναμφίβολου στυλ του, το “Breathless” (ας αναφέρω και τον αγγλικό του τίτλο) ξεχωρίζει για την πιστή αποτύπωση των χαρακτήρων μιας νέας εποχής – και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ταιριάζει απόλυτα στο λυκαυγές της δεκαετίας του 60. Θα μπορούσαμε να πούμε, μάλιστα, πως ελάχιστα φιλμ αποπνέουν τόση «δεκαετία του 60» μέσα τους, όσο το συγκεκριμένο. Και όχι, αυτό δεν έρχεται σε αντίφαση με εκείνο περί «αειθαλούς νεότητας» που έγραψα πριν, αγαπητοί μου. Διότι αν έφερε κάτι καινούργιο η δεκαετία του 60 στον ανθρώπινο πολιτισμό, ήταν ακριβώς εκείνος ο εναγκαλισμός της νεότητας, σε κάθε της διάσταση – φτάνοντας ως τα άκρα του πειραματισμού και την επιθυμία να ανατραπεί κάθε κατεστημένο καθεστώς.
Και αυτό το πνεύμα είναι πάντα διαχρονικό, όσες δεκαετίες και αν περάσουν. Και αν η εποχή μας σε πολλά πράγματα δείχνει «γεροντότερη» συγκριτικά με τη δεκαετία του 60 – αυτό συμβαίνει μάλλον γιατί δεν μελετήσαμε καλά τα μαθήματα που μας άφησε. Και διότι ξεχάσαμε πως το παζλ βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας, όχι απλά για να το στήσουμε σύμφωνα με τους κανόνες – μα για να το ανακατέψουμε, να το αναπλάσουμε και να το χτίσουμε πάλι απ’ την αρχή. Ε, και σε αυτά, όλο και κάτι θα μπορούσε να μας διδάξει η δεκαετία του 60 – και πειράματα όπως η Νουβέλ Βαγκ.
Κάποιοι υπερβολικά «πολιτικοποιημένοι» κριτικοί των καιρών είχαν επικρίνει τον Γκοντάρ πως οι χαρακτήρες του έργου του χαρακτηρίζονται από «μηδενιστικό» τρόπο σκέψης. Εκείνο το «δεν ξέρω» της γλυκιάς, μα επικίνδυνης Πατρίσια (μια φιγούρα που σίγουρα αποτίνει φόρο τιμής στην πεμπτουσία του φιλμ νουάρ και των femme fatale του), αυτή η αδιάκοπη αίσθηση μετέωρου που αποπνέει το ζευγάρι καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, η άνετη μα ταυτόχρονα αδιάφορη μορφή του Μισέλ… όλα μοιάζουν να επιδοκιμάζουν μια αισθητική που αδιαφορεί για κάθε μορφή ιδεαλισμού και κάθε θετικό στόχο. Μα οι συγκεκριμένοι κριτικοί προσπέρασαν το γεγονός πως οι ίδιοι χαρακτήρες ακροβατούν στα άκρα της κοινωνικής αποδοχής – και αδιαφορούν για τα κινηματογραφικά και αφηγηματικά ταμπού των καιρών τους. Αμφισβητούν κάθε εξουσία, συζητούν ανοιχτά για το σεξ, κινούνται πέρα από την επικρατούσα ηθική – και προβληματίζονται.
Σύμφωνοι – δεν έχουν απαντήσεις. Μα κάποιες φορές οι πολλές απαντήσεις (και οι αυθεντίες που τις επικαλούνται) σε κάνουν να νιώθεις μπουχτισμένος. Κάποιες φορές θες απλά να γκρεμίσεις εκείνο που σε καταπιέζει, είτε με τη μορφή μιας θετικής κατεύθυνσης, είτε με τη μορφή μιας εξουσίας – να το γκρεμίσεις και να το οικοδομήσεις ξανά, τούβλο προς τούβλο, απ’ την αρχή.
Σαν παιδί.
Να γιατί βρίσκω πολλά κοινά συνδετικά στοιχεία του Nouvelle Vague όχι μόνο με τα καλλιτεχνικά κινήματα του μοντερνισμού του 20ου αιώνα, μα και με τη μουσική της εποχής – ιδιαίτερα τη τζαζ της δεκαετίας του 50 και του 60 – καθώς και με την επερχόμενη ροκ και πανκ μουσική που έμελλε να χαρακτηρίσει τις επόμενες δεκαετίες. Αν και μάλλον η τζαζ (και ιδιαίτερα η cool jazz και το bebop) συνιστά το τέλειο ηχητικό υπόβαθρο για τα πειράματα του Νέου Κύματος… Παιχνιδιάρικη και ανατρεπτική μεν, δίχως όμως τον βαθύ εγωκεντρισμό και το «φτύνω-στα-μούτρα-σου» στυλ που έμελλε να χαρακτηρίσει την επερχόμενη ροκ αισθητική.
Αυτό είναι λοιπόν το “A Bout de Souffle”! Η ταινία που καθιέρωσε το κινηματογραφικό Νέο Κύμα – ένα κύμα που θα μπορούσε, και σήμερα ακόμα, να ξεπλύνει μεγάλο μέρος της σύγχρονης εμπορικής καλλιτεχνικής ξηρασίας. Ό,τι και να λέμε: όταν ένα έργο αφιερώνει πάνω από το 1/3 της διάρκειάς του στον καθημερινό διάλογο δύο πρωταγωνιστών, που απλά αράζουν σε ένα μικροσκοπικό δωμάτιο – και κατορθώνει να σε απορροφήσει λες και βλέπεις το πιο συναρπαστικό υπερθέαμα… ε, τότε ξέρεις πως τα κομμάτια του παζλ έχουν ανασυσταθεί ξανά απ’ την αρχή.
Και γίνεσαι ξανά παιδί και παίζεις. Και ανασαίνεις βαθιά.
Ναι – ανασαίνεις.
© Παρουσίαση από το φονικό κουνέλι, μια γλυκιά Κυριακή του Μαΐου του 19.
© Παρουσίαση από το φονικό κουνέλι, μια γλυκιά Κυριακή του Μαΐου του 19.
Διάβασα με το σχετικό σεβασμό το αφιέρωμά σου σε ένα έργο σταθμό αλλά και για ένα κινηματογραφικό κίνημα επίσης καθοριστικό στην αισθητική και την ιστορία του κινηματογράφου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜέσα απ τη γραφή σου, είδα ξανά την ταινία, ένιωσα το στυλ της, τους διαλόγους, το ύφος, τους χαρακτήρες.
Έχεις αυτό το χάρισμα Κούνελε σαν κάνεις τέτοια αφιερώματα, να τα σέβεσαι και να τα παρουσιάζεις.
Σε ευχαριστούμε πολύ αγαπητέ φίλε.
Προσπαθώ να σέβομαι εκείνα που ομορφαίνουν τη ζωή μας, Γιάννη. Τι θα ήμασταν δίχως την τέχνη. Σε ευχαριστώ για τα, πάντα θετικά σου, λόγια!
Διαγραφή