Και – ποιός ξέρει – ίσως ζήσουμε μια καινούργια ιστορία, έτοιμη να ξετυλίξει τις σελίδες της για μας. Η μουσική των Cure θα δώσει πάλι το παρόν, να είστε βέβαιοι γι’ αυτό.
Μια ματιά στην ιστορία και τη δισκογραφία των Cure, λοιπόν! Ένα συγκρότημα που πάντρεψε ουκ ολίγα μουσικά στυλ στα 30 και βάλε χρόνια της μουσικής παρουσίας του και ένας frontman που μοιράστηκε μαζί μας λέξεις και ήχους που έχουν, θαρρείς, γεννηθεί σε κάποιον φανταστικό παιχνιδότοπο: ένα ρόλερ κόστερ που σε εκτινάσσει στα ύψη και σε ρίχνει κάτω απότομα, διασχίζοντας χώρες πολύχρωμες και γκρίζες, χαρούμενες και σκοτεινές – Κι αυτό, ενώ παράλληλα έχεις βυθίσει το ενθουσιασμένο σου μούτρο σε ένα μπολ με παγωτό, ξέχειλο ως πάνω με σιρόπι. Ναι, αυτή είναι η μουσική των Cure και αυτός είναι ο ιδιαίτερος κόσμος του Robert Smith!
Ο πάνω τίτλος θα μπορούσε να έχει δοθεί σε κάποια φτηνή σειρά παιδικής λογοτεχνίας, ή ενδεχομένως να είναι το όνομα μιας παιδικής τηλεοπτικής σειράς – σίγουρα παραπέμπει σε κάτι παιδικό πάντως, όπως παιδικό σχεδόν φαντάζει το εξώφυλλο του πρώτου δίσκου των Cure: Ένα ψυγείο, ένα φωτιστικό και μια σκούπα, σ’ ένα ροζ φόντο. Μεγαλοπρεπής μινιμαλιστική αισθητική, pop-art μεταφερμένη στην κουζίνα ενός σπιτιού, ή απλά έλλειψη έμπνευσης; Και όσο τα τραγούδια διαδέχονται το ένα το άλλο, η φωνή του Robert Smith μοιάζει σχεδόν με φωνή παιδιού – η χροιά του έμελλε να αλλάξει πολύ τα επόμενα χρόνια.
Κι όμως, αυτός ακριβώς ο πρώτος δίσκος των Cure με τίτλο “Three Imaginary Boys” σηματοδοτεί ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα ντεμπούτα άλμπουμ της εποχής του και έναν δίσκο που καταδεικνύει όσο κανένας άλλος τις μουσικές ρίζες του συγκροτήματος. Μία μπάντα που είχε ήδη προκαλέσει αίσθηση με το αμφιλεγόμενο πρώτο single τους, ένα τραγούδι που αναφέρεται σε κάποιον Άραβα που σκοτώνεται σε μια παραλία...
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά που έγιναν. Ήταν 1976 και στο Crawley της Αγγλίας κάποιοι νεανίες επίδοξοι μουσικοί, οι οποίοι είχαν μόλις τελειώσει το σχολείο, πρόσεξαν μια αγγελία της ανεξάρτητης “Hansa Records”: «Θέλετε να ηχογραφήσετε τα τραγούδια σας με την εταιρεία μας;». Αμέ, πως δε θέλουμε, σκέφτηκαν τα παλικάρια. Έπιασαν λοιπόν τα μουσικά τους όργανα, προσπάθησαν να γράψουν ορισμένα τραγούδια της προκοπής και τα συνόδεψαν με στίχους. Mεταξύ των παιδιών (τα οποία δε χρειάζεται να αναφέρουμε όλα, καθώς οι μισοί θα εγκατέλειπαν το συγκρότημα σύντομα) ανήκαν ο ντράμερ Laurence Tolhurst και ο κιθαρίστας Robert Smith.
Οι Cure, βλέπετε, δεν είχαν ακόμα κάποιο “image” να πουλήσουν. Οι μέρες του make up δεν είχαν έρθει ακόμα και για ένα συγκρότημα που, λίγο πολύ, ανήκε στις παραφυάδες της πανκ μουσικής, η εικόνα έπαιζε σημαντικό ρόλο. Δεν ήταν παρά ορισμένα νεαρά παιδιά, με μινιμαλιστική σκηνική παρουσία, που ωστόσο ήξεραν να γράφουν ενδιαφέροντα τραγούδια. O Chris Parry θεώρησε πρέπον να διαμορφώσει ένα αντισυμβατικό εικαστικό στυλ, αντίστοιχο με το anti-image του συγκροτήματος, απογυμνωμένο από οποιαδήποτε υπόνοια συναισθήματος.
Στον Robert Smith δεν άρεσε.
Αντίστοιχα οι Cure δεν είχαν πολύ μεγάλο λόγο πάνω στο περιεχόμενο του δίσκου, ή στην επιλογή των τραγουδιών. Θεώρησαν πως το αποτέλεσμα ήταν περισσότερο «ποπ» σε σχέση με τις αρχικές, σκοτεινότερες και σαρκαστικές διαθέσεις τους. Η σατιρική διάθεση γίνεται έντονη στο τραγούδι “So What”, στο οποίο οι στίχοι δε συνιστούν παρά απαγγελία μιας διαφημιστικής προσφοράς με ένα φωνητικό στυλ που παραπέμπει στο «φτύσιμο» των στίχων από τις κλασικές βρετανικές πανκ μπάντες. Οι σκοτεινές διαθέσεις του συγκροτήματος εξάλλου φαίνονται ιδιαίτερα στο αργό και ατμοσφαιρικό “Subway Song”, με αυτή την χαρακτηριστική, ανατριχιαστική τσιρίδα στο φινάλε, καθώς και στο ομότιτλο “Three Imaginary Boys”, το μουσικό στυλ του οποίου παραπέμπει στην πορεία που θα ακολουθούσαν οι Cure τα επόμενα χρόνια.
Το εναρκτήριο “10.15 Saturday Night”
(click) ανήκει σαφέστατα στα κορυφαία τραγούδια των πρώιμων Cure, ένας ύμνος στην αποξένωση και τη μοναξιά και ένα τραγούδι ολικής post punk αρτιότητας. Αυτή η βρύση που κυλάει, κυλάει, κυλάει στον νιπτήρα, ενώ τα φώτα είναι κλειστά και η νύχτα σέρνει βασανιστικά τα βήματά της θα στοιχειώνει κάθε έναν από μας, που ένιωσε κάποτε να ταυτίζεται με το περιεχόμενο των στίχων του. Το “Accuracy” είναι ένα από τα αγαπημένα τραγούδια του Σμιθ, ενώ το “Grinding Halt” ανήκει στα δυναμικότερα κομμάτια του δίσκου.
Σε όλα αυτά η φωνή του Smith ηχεί εντελώς διαφορετική από τον Robert Smith των ύστερων χρόνων. Όχι μόνο η χροιά του φαντάζει περισσότερο «εφηβική», μα και το συναίσθημα με το οποίο τον έχουμε ταυτίσει δείχνει να απουσιάζει. Πραγματικά, ο δίσκος διαπνέεται πλήρως από εκείνο το «δε με νοιάζει τίποτα, δε δίνω δεκάρα για κανέναν» attitude - τόσο χαρακτηριστικό της πανκ φιλοσοφίας.
Το “Fire In Cairo”
(click) συνιστά μία από τις περισσότερο ποπ, μα και όμορφες στιγμές του δίσκου. Διαχρονικά αγαπημένο μέσα στην απλότητά του, θυμίζοντας σχεδόν παιδικό τραγουδάκι στο ρεφραίν, το συγκρότημα συνεχίζει να το τιμάει στα λάιβ του τόσα χρόνια μετά. Aπό την άλλη, κομμάτια όπως το “Meat Hook” και η διασκευή στο “Foxy Lady” του Jimi Hendrix… θα ήταν καλύτερα αν τα ξεχνούσαμε. Δεν είναι τυχαίο που δεν συμπεριλαμβάνονται στην αμερικανική έκδοση του δίσκου, η οποία κυκλοφόρησε με τον τίτλο “Boys Don’t Cry”, με διαφορετικό εξώφυλλο (στο πνεύμα του “Fire In Cairo”) και άλλο περιεχόμενο και σειρά τραγουδιών. Εδώ το συγκρότημα είχε λόγο, βλέπετε, και είναι φανερό. Στην αμερικανική αυτή εκδοχή του ντεμπούτου συμπεριλαμβάνονται και τα “Boys Don’t Cry”, “Killing an Arab” και “Jumping Someone Else’s Train”, τρία από τα γνωστότερα τραγούδια τους, τα οποία ντροπιαστικά δεν περιλαμβάνονταν στην επίσημη, βρετανική εκδοχή του άλμπουμ! Πραγματικά αναρωτιέμαι που είχαν το μυαλό τους οι παραγωγοί.



Για το “Killing an Arab” μιλήσαμε. Το “Jumping Someone Else’s Train” (
click), με αυτόν τον τόσο χαρακτηριστικό ρυθμό του που θυμίζει τρένα που συναγωνίζονται το ένα το άλλο για το ποιό θα φτάσει γρηγορότερα στον τερματισμό, έχει ως σημείο αναφοράς του τον ανταγωνισμό που είχε καλλιεργηθεί ανάμεσα σε διάφορες βρετανικές μπάντες του κινήματος τoυ Μod Revival, της εποχής. Κοινώς, ποιός θα «πατήσει πάνω σε ποιόν».
Όσο αφορά το “Boys Don’t Cry”
(click), νομίζω τα πολλά λόγια είναι περιττά. Ένα από τα διαχρονικότερα τραγούδια των Cure και ένας ύμνος της ποπ κουλτούρας, από εκείνα που έχουν ακούσει σχεδόν οι πάντες ακόμα και αν δεν έχουν σχέση με τη μουσική τους, το οποίο παντρεύει στιχουργικά (μα και στη μελωδία των φωνητικών) τη μελαγχολία της εγκατάλειψης με εκείνο το γλυκό, σχεδόν αισιόδοξο αίσθημα που έμελλε να δούμε ξανά και ξανά στους Cure των ύστερων χρόνων. «Ναι, φίλε μου, τα πράγματα δεν πήγαν όπως επιθυμείς, μα χαμογέλα, η ζωή συνεχίζεται». Αυτό είναι το μήνυμα και πως να μη ταυτιστείς μαζί του. Δε θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως πολλοί από εμάς αγαπήσαμε αρχικά τους Cure με κομμάτια όπως αυτό. Φυσικά το τραγούδι κυκλοφόρησε ως single, εντός αποθεωτικών κριτικών («Ο Τζον Λέννον όπως θα τραγουδούσε στα 12 ή 13 του» ήταν μία από αυτές, με κάποια δόση υπερβολής ίσως), ωστόσο δε σημείωσε επιτυχία τον καιρό εκείνο. Οι μέρες μαζικής απήχησης των Cure δεν είχαν ακόμα έρθει.
Φτάνοντας στο τέλος της πρώιμης εκείνης φάσης του συγκροτήματος, αξίζει να αναφέρουμε το project του Robert Smith με τον ποζεράδικο τίτλο “Cult Hero” και την ακόμα περισσότερο ποζεράδικη μουσική του, όπως τουλάχιστον φάνηκε στα τραγούδια “I’m a Cult Hero”
(click) και “I Dig You”, αμφότερα ύμνοι μιας περισσότερο χύμα ροκ αισθητικής που δε θα βλέπαμε ξανά από τους Cure. Mεταξύ άλλων, το project συμπεριλαμβάνει τον Simon Gallup στο μπάσο, με τον οποίο τότε ο Smith ξεκίνησε μια μακρόχρονη, άκρως εποικοδομητική συνεργασία: ο Gallup θα γινόταν το δεύτερο, μετά τον Σμιθ, μακροβιότερο μέλος των Cure.
Κι ενώ οδεύουμε σταδιακά στη δεκαετία του 80, σύννεφα ομίχλης φαίνεται να καλύπτουν το μουσικό ουρανό και τις διαθέσεις του συγκροτήματος. Η σκοτεινότερη περίοδος των Cure βρισκόταν προ των πυλών.
Μέρος ΙΙ – 100 Χρόνια
Ξεκινώντας αυτό το αφιέρωμα, έχω να ομολογήσω πως περίμενα αυτή τη στιγμή περισσότερο απ’ όλες. Το δεύτερο αυτό μέρος καταπιάνεται με την περίοδο κατά την οποία οι Cure παρέδωσαν ορισμένα από τα σκοτεινότερα δείγματα μουσικής που είχε επιχειρήσει να δώσει μέχρι τότε οποιοδήποτε συγκρότημα. Βρισκόμαστε προ των πυλών μιας χώρας στερημένης από χρώμα, εκεί που δε φωτίζουν οι αχτίδες του ηλίου, και ο χάρτης πάνω στον οποίο θα βαδίσουμε είναι βαμμένος σε ποικίλες αποχρώσεις του γκρίζου, φτάνοντας (στο τέλος της διαδρομής) στο απόλυτο μαύρο.
Είναι πραγματικά παράξενο αυτό που συμβαίνει με διάφορα κοινωνικά και ιστορικά φαινόμενα. Μεμονωμένοι άνθρωποι επιχειρούν ορισμένες πράξεις, υποκινούμενοι από τα δικά τους, προσωπικά κίνητρα... Κάπως συμβαίνει όμως και οι πράξεις αυτές, μακροπρόθεσμα, φαίνεται να εντάσσονται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, σαν μέρη ενός κινήματος. Η ιστορία παρουσιάζει τις πράξεις αυτές σαν τμήματα ενός συνεκτικού Όλου, σαν αναπόσπαστα στοιχεία ενός γενικότερου φαινομένου, ενώ τα μεμονωμένα άτομα πιθανό να μην είχαν καμία τέτοια πρόθεση αρχικά.
Κάπως έτσι συνέβη με εκείνο το μουσικό και πολιτισμικό φαινόμενο που ονομάστηκε
“gothic” και είχε καθιερωθεί πλέον, σαν όρος και κουλτούρα, στα μισά της δεκαετίας του 80. Ωστόσο τα συγκροτήματα εκείνα που συνέβαλαν στην αρχική του εξάπλωση, οι δημιουργοί του είδους, δεν είχαν καμία απολύτως επίγνωση πως η μουσική που παίζουν συνιστά μέρος ενός ευρύτερου φαινομένου. Απλά έγραφαν μουσική για τους εαυτούς τους, με τον τρόπο που αισθάνονταν, πιθανώς επηρεασμένοι οι μεν από τους δε, μα σίγουρα χωρίς να έχουν σκοπό να ενταχτούν σε μια νέα μουσική κατηγορία. Κάπως έτσι λοιπόν, στα τέλη της δεκαετίας του 70, αρκετές από τις μπάντες του post punk άρχισαν να γίνονται όλο και περισσότερο εσωστρεφείς, χαμηλώνοντας τους τόνους, δίνοντας έμφαση στα συναισθήματα που τους ταλάνιζαν, συνδυάζοντάς το με σκοτεινότερες και συχνά ατμοσφαιρικές μουσικές εξερευνήσεις. Δεν είχαν συνεννοηθεί μεταξύ τους, ούτε ασφαλώς είπαν: «παιδιά, πάμε να δημιουργήσουμε το gothic».
Έτσι έγινε όμως, και λίγα χρόνια μετά ο όρος είχε καθιερωθεί, από ΜΜΕ και οπαδούς, και συγκροτήματα που έπαιζαν στο περίφημο
Batcave του Λονδίνου είχαν βαπτιστεί ως σημαιοφόροι του νέου κινήματος της νύχτας, κραδαίνοντας τα μαύρα λάβαρά τους. Προπάτορες του κινήματος, δημιουργοί της gothic μουσικής, οι Joy Division, οι Bauhaus, η Siouxsie και οι Cure. Kανένα από αυτά τα συγκροτήματα δεν δήλωνε “gothic”, δεν είχε επίγνωση πως η μουσική του θα γίνει μέρος ενός ευρύτερου φαινομένου και οι ίδιοι θα βαπτιστούν πατέρες του. Και όταν πια το φαινόμενο είχε καθιερωθεί, τα ίδια τα συγκροτήματα είχαν πάει αλλού...

Επιστρέφουμε λοιπόν στους Cure και στον ανήσυχο, βασανισμένο νου του Robert Smith. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 70 είχε έρθει σε επαφή με την Siouxsie και το συγκρότημά της, τους Banshees, καθώς και με τον μπασίστα του συγκροτήματος, τον Steven Severin. H μεταξύ τους γνωριμία θα απέβαινε εποικοδομητική και για τις δύο πλευρές. Ο Σμιθ σταδιακά ενσωματώθηκε στους Banshees, παίζοντας κιθάρα, και για ορισμένα χρόνια θα συνιστούσε κανονικό μέλος του συγκροτήματος. Παράλληλα οι δικοί του Cure τους συνόδευαν στις συναυλίες, παίζοντας support. Κάπως έτσι λοιπόν ο Σμιθ βρέθηκε να έχει αποκτήσει διπλό ρόλο, κιθαρίστας στο ένα συγκρότημα, frontman στο άλλο.
Αυτό σε μια περίοδο που η Siouxsie και η μπάντα της σκοτείνιαζαν όλο και περισσότερο τον ήχο τους – μια εποχή που οι Joy Division είχαν προκαλέσει αίσθηση στους post punk κύκλους, με τον ψυχρό, μινιμαλιστικό τους ήχο και τους βαθιά πεσιμιστικούς τους στίχους, ενώ ο Peter Murphy ξεπρόβαλε, σαν άλλος βρυκόλακας, από το μαύρο φέρετρο της μουσικής βιομηχανίας...
Τον καιρό που βρισκόταν σε tour με τους Banshees o Smith έγραφε τους στίχους του επόμενου δίσκου των Cure. Το όνομα του ήταν “Seventeen Seconds”. Καμία εταιρεία δεν επενέβη αυτή τη φορά, δεν έγινε η παραμικρή υπόδειξη ως προς το περιεχόμενο. Για πρώτη φορά ο έλεγχος ανήκε αποκλειστικά στον Σμιθ – κάτι που εκμεταλλεύτηκε και με το παραπάνω. Σταδιακά οι Cure γίνονταν όλο και περισσότερο δική του μπάντα, αποτύπωση σε νότες και σε στίχους του δικού του, προσωπικού κόσμου. «Υποτίθεται είχαμε δημοκρατία, μα συχνά εγώ έπαιρνα όλες τις αποφάσεις», είχε πει αργότερα.
Αυτό δεν άρεσε σε όλους, όπως δεν άρεσε και η μουσική κατεύθυνση που φαινόταν να παίρνει το συγκρότημα. Ο πληκτράς Matthew Hartley, μέλος του συγκροτήματος κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης του δεύτερού τους δίσκου, παραιτήθηκε λέγοντας: «συνειδητοποίησα πως το γκρουπ οδεύει προς μία αυτοκτονική, καταθλιπτική μουσική, κάτι που δε με ενδιέφερε καθόλου». Αυτό, σε συνδυασμό με ένα οργισμένο επεισόδιο σε κάποιο ξενοδοχείο, που συμπεριελάμβανε σπάσιμο άφθονων επίπλων. Ωστόσο άλλοι δεν είχαν την ίδια άποψη. Κατά τη διάρκεια του “Seventeen Seconds” έγινε επίσημα μέλος του συγκροτήματος ο μπασίστας Simon Gallup, το δεύτερο σημαντικότερο μέλος της ιστορίας των Cure.


Ο νέος δίσκος υποδέχεται τη δεκαετία που ξημερώνει με νεφελώδεις διαθέσεις, ομιχλώδεις σαν το εξώφυλλό του. Το “Seventeen Seconds” φαντάζει σαν την κάθοδο σ’ έναν κόσμο μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, ένα ρευστό τοπίο με χρώματα που σβήνουν υπό τον ήχο της βροχής, μια διαδρομή σ’ ένα ομιχλώδες δάσος χωρίς αρχή και τέλος. Πρόκειται για ένα υποδειγματικό έργο μινιμαλιστικής αισθητικής και ένα από τα ατμοσφαιρικότερα άλμπουμ της εποχής του, ιδανικό για μοναχική ακρόαση τις συννεφιασμένες μέρες του χρόνου. Tα τραγούδια δένουν απόλυτα το ένα με το άλλο, ενώ ορισμένα μουσικά περάσματα ανάμεσά τους είναι ιδανικά για να σε βάλουν στο κατάλληλο κλίμα.
Ο Smith είχε αναφέρει στις επιρροές του τον Nick Drake και τον David Bowie του “Low”. Πρόκειται για δίσκο που πρέπει κάποιος να βιώσει από την αρχή μέχρι το τέλος, ωστόσο αν έπρεπε να ξεχωρίσω ορισμένες στιγμές, εκείνες θα ήταν το ανεβαστικό “Play For Today” (
click, ο τέλειος συνδετικός κρίκος μεταξύ των Cure του πρώτου και του δεύτερου δίσκου), τα μυστηριώδη “Secrets” και “At Your House”, το εκπληκτικό “M” (
click, ένα από τα ωραιότερα τραγούδια που έγραψαν ποτέ) και, φυσικά, το “Forest” (
click), το άσμα-σήμα κατατεθέν των Cure εκείνης της περίοδου, ένα ονειρικό τραγούδι και αρχέτυπο της ανώνυμης ακόμα gothic μουσικής σκηνής.
Και εσύ, στο μεταξύ, πιάνεις τον εαυτό σου να χάνεται μέσα στον λαβύρινθο των δέντρων του, ανάμεσα σε μονοπάτια που μπλέκονται σαν ιστοί αράχνης, διεισδύοντας ολοένα και βαθύτερα στην ομίχλη και το όνειρο, «again, and again, and again, and again, and again...».
Και αν το “Seventeen Seconds” αφήνει να φανούν ορισμένες αχτίδες φωτός και κάποιες υποψίες χρώματος πίσω από το πέπλο της ομίχλης, ο επόμενος δίσκος των Cure θα τις έσβηνε μεμιάς και θα άφηνε στη θέση τους το γκρίζο, ένα αβάσταχτο γκρίζο που απλώνεται προς ατελείωτες κατευθύνσεις, γύρω σου και μέσα σου, χωρίς την παραμικρή ελπίδα να φανεί ξανά το φως. Ο Robert Smith εισερχόταν ολοένα και περισσότερο σ’ έναν κόσμο υπαρξιστικής αγωνίας και μηδενισμού και το συγκρότημα ήταν ο καμβάς πάνω στον οποίο ζωγράφιζε τις ζοφερές του πινελιές.

Βρισκόμαστε στο έτος 1981 και κυκλοφορεί ο τρίτος δίσκος των Cure. To όνομά του: “Faith”. Mη σας ξεγελάει το όνομα όμως, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα άλμπουμ δηλωτικό μιας πίστης, μα ακριβώς το αντίθετο. «Είχα αρχίσει να σκέφτομαι πολύ το θέμα του θανάτου», είχε πει ο Σμιθ. «Σκεπτόμουν πόσο εύκολο είναι να τον θεωρούμε κάτι απόμακρο και αφηρημένο, μέχρι εκείνος να κάνει την εμφάνιση του στην πόρτα μας». Ο Σμιθ είχε ξεκινήσει να επισκέπτεται εκκλησίες, ενώ τον ίδιο καιρό η μητέρα του ντράμερ Lol Tolhurst ήταν βαριά άρρωστη, στα πρόθυρα του θανάτου. Ο Σμιθ παρακολουθούσε τον κόσμο στις εκκλησίες που προσευχόταν με κατάνυξη και αφηνόταν σε μια ανώτερη δύναμη, ζηλεύοντάς τους. «Συνειδητοποίησα ξαφνικά πως δεν είχα καθόλου πίστη και ένιωσα να τρομάζω με αυτό», είπε.
Υπό το συγκεκριμένο κλίμα ηχογραφήθηκε λοιπόν το “Faith”. «Τα περισσότερα τραγούδια προσφέρονται για να κρεμαστείς ακούγοντάς τα», είχε πει για το περιεχόμενο του άλμπουμ ο παραγωγός Mike Hedges. Οι κριτικοί τότε αντιμετώπισαν τον δίσκο με αντιφατικά συναισθήματα, ορισμένοι μάλιστα καταδίκασαν τους βαθιά ζοφερούς του τόνους, θεωρώντας τους επιτηδευμένους, «ένα ύφος που έπρεπε να έχει πεθάνει με τους Joy Division», όπως είπε κάποιος. Με το πέρασμα των χρόνων όμως οι κριτικοί είδαν τον δίσκο με διαφορετικό μάτι, επαινώντας την ομορφιά που αναδεικνύεται καταμεσής των καταθλιπτικών του τόνων, θεωρώντας τον ως ένα από τα πλέον υποβαθμισμένα άλμπουμ του συγκροτήματος.
Ωστόσο ο Σμιθ και οι εναπομείναντες δύο Cure (o Lol Tolhurst και ο Simon Gallup) βυθίζονταν όλο και βαθύτερα στη σκοτεινή άβυσσο των υπαρξιακών τους ανησυχιών. Δεν υπήρχε τίποτα το επιτηδευμένο σε όσα έκαναν, κάθε άλλο, θα μπορούσαμε να πούμε πως το “Faith” συνιστά μια απογυμνωμένη εξωτερίκευση βαθιά αληθινών, μέσα στην απόγνωσή τους, αισθημάτων.
Οι Cure είχαν εισέλθει πλέον για τα καλά σ’ ένα πηγάδι από το οποίο φαινόταν να μην υπάρχει διέξοδος – μονάχα κάθοδος ολοένα και βαθύτερα. Και μαζί με αυτούς οι οπαδοί τους, που εξαπλώνονταν στο βρετανικό underground. Το συγκρότημα που είχε μας έλεγε πως τα «Αγόρια δεν Κλαίνε» δεν υπήρχε πια. Μέσα σε λίγα μόνο χρόνια οι Cure είχαν μετεξελιχθεί σε ένα βαθιά σκοτεινό και ατμοσφαιρικό σχήμα, μία μουσική έκφραση των βαθύτερων υπαρξιακών ανησυχιών του Ρόμπερτ Σμιθ, απομακρυσμένο πλήρως από τους κανόνες της μουσικής βιομηχανίας.



Να το πούμε αλλιώς, το “Faith” είναι ένας δύσκολος δίσκος. Δε προσφέρεται για άκουσμα όλες τις ώρες, βρίσκεται μίλια μακριά από τους Cure των ραδιοφωνικών χιτ. Εκεί που το “Seventeen Seconds” έδινε έμφαση στο μυστήριο, σ’ εκείνο το πέπλο που καλύπτει την πραγματικοτητα, εγείροντας ακόμα ερωτήματα, στο “Faith” το πέπλο αυτό φαίνεται να έχει πια χαθεί, τα ερωτήματα έχουν απαντηθεί και στη θέση τους ξεπροβάλλει μια αίσθηση αναδυόμενης απελπισίας.
Το μοναδικό πιασάρικο τραγούδι του άλμπουμ είναι το “Primary” (
click), ένα τραγούδι που θα χαρακτήριζα πρώτο ξάδερφο του “Play For Today”, και μαζί με το “Doubt” (
click), οι στιγμές εκείνες του δίσκου που οι Cure ανεβάζουν τους ρυθμούς και παντρεύουν τέλεια το προγενέστερο post punk με το νέο, μαύρο εκείνο στυλ που θα ονομαζόταν “gothic”. Πέραν αυτών το υπόλοιπο άλμπουμ είναι αργό και βαθιά ατμοσφαιρικό, μελαγχολικά ποιητικό και υπνωτιστικό συνάμα (Other Voices, The Funeral Party). «Τα τραγούδια είχαν μια πτωτική επιρροή πάνω μας, λες και παρασυρόμασταν σ’ έναν στρόβιλο προς τα κάτω», είχε πει ο Σμιθ. «Όσο πιο πολύ τα παίζαμε στα λάιβ, τόσο περισσότερο απελπισμένοι και απομονωμένοι νιώθαμε. Ορισμένες φορές άφηνα τη σκηνή κλαίγοντας».
Η συνέχεια ήταν ακόμα χειρότερη. Οι Cure είχαν σταδιακά σχηματίσει το όνομα ενός από τα ζοφερότερα λάιβ συγκροτήματα και ο κόσμος που μαζευόταν στις συναυλίες τους είχε διαμορφώσει μια αντιφατική στάση απέναντί τους – συχνά ξέσπαγαν καυγάδες με το κοινό, ενισχύοντας όλο και περισσότερο την αντισυμβατική εικόνα του σχήματος.
Μέσα σ’ όλα είχαν ξεκινήσει και οι καταχρήσεις. Το LSD φαινόταν να παρέχει στον Σμιθ τη διέξοδο σ’ έναν εναλλακτικό, πολύχρωμο κόσμο, ως αντιστάθμισμα στο γκρίζο που έβλεπε παντού γύρω του. Η επαφή με την πραγματικότητα γινόταν προβληματική – σε κάποια φάση το συγκρότημα είχε φτάσει στην Αυστραλία για συναυλίες, μα ο Σμιθ δεν είχε ιδέα πως βρέθηκαν εκεί. Και το γκρίζο σταδιακά έχανε ακόμα και εκείνες τις λιγοστές υποψίες φωτός του. Σύντομα τα πάντα θα βάφονταν μαύρα, μαύρα όσο η βαθύτερη, άναστρη νύχτα.
Λίγο πριν την κάθοδο στην άβυσσο οι Cure θα μας παρέδιδαν ένα από τα πλέον ονειρικά και στοιχειωτικά ταυτόχρονα τραγούδια τους. Ο λόγος για το μαγευτικό “Charlotte Sometimes”, (
click), βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο, το οποίο κυκλοφόρησε ξεχωριστά ως single. Το συγκεκριμένο κομμάτι συνιστά την τέλεια γέφυρα ανάμεσα στο “Faith” και τον δίσκο που θα ακολουθούσε.
Και το όνομα του δίσκου:
“Pornography”. Βρισκόμαστε στο έτος 1982.


Με το πέρασμα των χρόνων, το “Pornography” καθιερώθηκε ως ένα από τα άλμπουμ-ορόσημα της δεκαετίας του 80 και ένας από τους επιδραστικότερους δίσκους όλων των εποχών. Να το πούμε αλλιώς: To “Pornography” δεν ήταν ο δημοφιλέστερος δίσκος των Cure, ούτε εκείνος που θα τους εκτόξευε στο mainstream και θα τους μετέτρεπε σε superstars. Ήταν όμως το άλμπουμ που άσκησε την μεγαλύτερη επιρροή, από όλα όσα κυκλοφόρησαν ποτέ. Δε θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως το μουσικό κίνημα που ονομάστηκε “gothic” λίγο-πολύ χρωστάει την ύπαρξή του σε αυτόν και μια χούφτα ακόμα δίσκους, χωρίς τους οποίους πιθανό να μην είχε υπάρξει ποτέ, ή να μην είχε τη μορφή που ξέρουμε.
Και αυτά ενώ ο Robert Smith είχε βυθιστεί πλέον στο απόλυτο σκοτάδι. Στις σκοτεινές, ατμοσφαιρικές διαθέσεις των προηγούμενων δίσκων προστέθηκε θυμός και ωμή, μισάνθρωπη οργή. Ο ήχος έγινε περισσότερο επιθετικός και πρωτόγονος ταυτόχρονα. Τα τύμπανα ηχούν μονότονα, χτυπούν σα σφυριά πάνω στο κεφάλι σου, οι κιθάρες, δυνατότερες από ποτέ, ξεσπούν σε θρήνους, κάθε νότα τους καρφώνεται στο νου σου. Τα μελαγχολικά φωνητικά του Σμιθ έχουν παραχωρήσει τη θέση τους σε μια πρωτοφανή επιθετικότητα. Ελάχιστοι δίσκοι στην ιστορία της μουσικής ξεχειλίζουν με τόση μηδενιστική οργή και απελπισία. Τα πάντα φαίνεται να έχουν παραδοθεί στις δυνάμεις της νύχτας. Η ελπίδα έχει πεθάνει προ πολλού και ο θάνατος κυριαρχεί.
“It doesn’t matter if we all die”, κάπως έτσι φωνάζει σπαρακτικά ο Σμιθ στο εναρκτήριο “100 Years”, έναν ύμνο βαμμένο στα μαύρα. Ο θάνατος βρίσκεται παντού ολόγυρά μας, σε κάθε μέρος, κάθε στιγμή, κυριεύει τους πάντες και από τη δρεπάνη του δεν υπάρχει διαφυγή.
Η αποτυχία, η απογοήτευση εξωθημένη στα άκρα, το αίσθημα πως οι προσπάθειες είναι καταδικασμένες να αποτύχουν, ένα πάγωμα καθετί όμορφου και ζωντανού μέσα σου, μια διάθεση μίσους απέναντι στον κόσμο που σε εξώθησε μέχρι αυτό το σημείο...
Kι όμως, η σπαρακτική αυτή κραυγή σου ηχεί σχεδόν λυτρωτικά. Ακούγοντας το “Pornography”, αν βρίσκεσαι στις μαύρες σου, πιθανό να αισθανθείς καλύτερα – λες και έχεις βρει κάποιον καλό φίλο, ο οποίος μοιράζεται μαζί σου σε νότες και ήχους τα βαριά συναισθήματα που σε κατακλύζουν. Ο δίσκος δρα σχεδόν καθαρτικά, μέσα στην απόλυτη μαυρίλα του.
«Είχα δύο επιλογές τον καιρό εκείνον», είπε αργότερα ο Σμιθ. «Ή να αυτοκτονήσω, ή να προσπαθήσω να διοχετεύσω όλα αυτά τα συναισθήματα μου στον δίσκο, βγάζοντάς τα από μέσα μου».
Εκεί που η τέχνη σε λυτρώνει, παρέχοντας ένα παράθυρο στο αδιέξοδο που βρίσκεσαι.
Κάθε στιγμή του “Pornography” είναι μοναδική, ωστόσο επιτρέψτε μου να ξεχωρίσω ως κορυφαίες στιγμές το “100 Years” (
click), το σπαρακτικό “Cold” (
click), το καθηλωτικό “Siamese Twins” (
click) και, τέλος, το συγκλονιστικό “The Figurehead” (
click), ένα από τα πλέον σπαραξικάρδια και όμορφα μέσα στην απελπισία τους τραγούδια στην ιστορία της σκοτεινής μουσικής.
Όσο αφορά το ομότιτλο “Pornography” (
click) που κλείνει τον δίσκο, πρόκειται για μια κάθοδο σ’ έναν κόσμο μίσους και παράνοιας, ο οποίος όμως κλείνει με μια κραυγή που θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε λυτρωτική, μια έσχατη αχτίδα φωτός μες στο σκοτάδι:
“I must fight this sickness… Find a CURE!”
Και αυτά σε ένα άλμπουμ που ο Σμιθ θεωρούσε πως θα είναι το τελικό τους, καθώς οι σχέσεις ανάμεσα στα μέλη του συγκροτήματος είχαν επιδεινωθεί και δε φαινόταν να υπάρχει οποιαδήποτε προοπτική για τη συνέχεια.
«Ήθελα να φτιάξω τον απόλυτο FUCK OFF δίσκο και μετά να αποσυρθώ», είπε ο Σμιθ.
Προς στιγμήν, φάνηκε πως θα γινόταν έτσι ακριβώς. Το ταξίδι των Cure θα τελείωνε εδώ, έχοντας διανύσει την άβυσσο και καταλήγοντας στο μελανότερο σημείο της... Ωστόσο, όπως είπε ο ίδιος o Smith: “I must find a cure…”
Αυτό ακριβώς θα έβρισκε τα επόμενα χρόνια: Τους Cure.
To συγκρότημα θα γεννιόταν εκ νέου από τις στάχτες του, αποδεικνύοντας πως ο θάνατος δε μπορεί παρά να είναι παροδικός: ένα ακόμα αναγκαίο στάδιο της ζωής.
Συνεχίζεται...
© Κείμενο: το φονικό κουνέλι, 2014-19. Παρακαλώ να μην αντιγραφτεί/αναδημοσιευτεί σε άλλες ιστοσελίδες.