9 Ιουνίου 2019

Ν. Καζαντζάκη: Η ξέφρενη νύχτα του Αλέξη Ζορμπά στον Καύκασο


Ένα απόσπασμα από τον Βίο και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, του Νίκου Καζαντζάκη - παρουσίαση από το Φονικό Κουνέλι / Alexis Zorbas and his erotic adventures... by Nikos Kazantzakis




Ο “Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά”, δημοσιευμένος πρώτη φορά το 1946, ανήκει στα σημαντικότερα έργα όχι μόνο της νεοελληνικής, μα της παγκόσμιας λογοτεχνικής σκηνής. Μέσα από τη μορφή του Αλέξη Ζορμπά ο Νίκος Καζαντζάκης εκθέτει ένα πρότυπο ανθρώπου που ο ίδιος θαυμάζει απεριόριστα – μα ταυτόχρονα τον παρατηρεί από απόσταση, αδυνατώντας να του μοιάσει...

Πηγαίος, αυθόρμητος, ηδονιστής, αισθηματίας, τρέφοντας περιφρόνηση για κάθε αυθεντία, αδιαφορώντας για κάθε επιβαλλόμενο ιδανικό, ικανός να πειθαρχεί στον δικό του ηθικό κώδικα – ένας άνθρωπος που δεν φοβάται τη ζωή, μα ρίχνεται με πάθος στην άγρια θάλασσά της, άλλοτε δαμάζοντας τα κύματα, άλλοτε αφήνοντάς τα να τον παρασύρουν. Αυτός είναι ο Αλέξης Ζορμπάς – ίσως η πιο μυθιστορηματική από όλες τις ενσαρκώσεις του νιτσεϊκού «υπεράνθρωπου».

Στο απόσπασμα που θα μοιραστώ σήμερα μαζί σας ο λόγος ανήκει στον ίδιο τον Αλέξη Ζορμπά. Πρόκειται για μια αφήγηση που ξεχειλίζει γυναίκες και ηδονή. Και χιούμορ – ναι, χιούμορ. Όταν θέλει ο Καζαντζάκης να υιοθετήσει χιουμοριστικό ύφος, έστω δια του «αντιπροσώπου» του, Αλέξη Ζορμπά – τα καταφέρνει μοναδικά.

Ο λόγος, λοιπόν, στον Νίκο Καζαντζάκη – ή πιο σωστά, στον Αλέξη Ζορμπά. Απολαύστε.



Η ξέφρενη νύχτα του Αλέξη Ζορμπά στον Καύκασο. Μια αφήγηση




«— Αυτή λοιπόν, που λες, τη Νούσα, τη γνώρισα σ’ ένα χωριό του Κουμπάν. Καλοκαίρι εκεί πέρα. Καρπούζια και πεπόνια βουνά, έσκυβα, έπαιρνα ένα, κανένας δε μού ‘λεγε «βρε τι κάνεις αυτού;» Το ‘κοβα στη μέση κι έχωνα τη μούρη μου μέσα.

Όλα μπόλικα εκεί πέρα στον Καύκασο, αφεντικό, όλα χύμα, διαλέγετε και παίρνετε! Κι όχι μονάχα, να πεις, τα πεπόνια και τα καρπούζια, παρά και τα ψάρια και τα βούτυρα κι οι γυναίκες. Περνάς, βλέπεις ένα καρπούζι, το παίρνεις• βλέπεις μια γυναίκα, την παίρνεις. Όχι σαν εδώ, στην Ψωροκώσταινα, που άμα πάρεις κανενός ένα καρπουζόφυλλο σε πάει στα δικαστήρια, κι άμα αγγίξεις μια γυναίκα, φορά τη μαχαίρα ο αδερφός να σε κάμει κιμά. Μιζέρια, τσιγκουνιά, δικό σου και δικό μου, ου να χαθήτε, ψωριάρηδες! Να πάτε, μωρέ, στη Ρουσία, να δείτε αρχοντιά!

Πέρασα λοιπόν από το Κουμπάν, είδα μια γυναίκα σ’ ένα μποστάνι, μου άρεσε. Πρέπει να ξέρεις, αφεντικό, πως η Σλάβα δεν είναι σαν και τούτες τις φτενές συφεροντολόγες Ρωμιές, που σου πουλούν τον έρωτα με το δράμι και κάνουν ό,τι μπορούν για να σου τον πασάρουν ξίκικο, να σε γελάσουν στο ζύγι• η Σλάβα, αφεντικό, σου ταον ζυγιάζει μπόλικα, βαρύ βαρύ• και στον ύπνο και στον έρωτα και στο φαΐ είναι πολύ συγγενής με τα ζώα, πολύ συγγενής με τη γης, δίνει, δίνει μπόλικα, δεν τσιγκουνεύεται, σαν και τούτες τις Ρωμιές, τις ψιλικατζίνες!

«Πως σε λένε;» τη ρώτησα. Βλέπεις, με τις γυναίκες είχα μάθει τώρα και λίγα ρούσικα...

«Νούσα• και σένα;»

— Αλέξη. Πολύ μου αρέσεις, Νούσα.

Με κοίταξε καλά καλά, όπως κοιτάζουμε ένα άλογο που θέλουμε ν’ αγοράσουμε.

«Και συ δε φαίνεσαι αχαμνός», μου κάνει. «Έχεις γερά δόντια, μεγάλα μουστάκια, φαρδιές πλάτες, χοντρά μπράτσα. Μου αρέσεις.»

Πολλά άλλα πράματα δεν είπαμε, μήτε κι ήταν ανάγκη. Μάνι μάνι τα συφωνήσαμε – θα πήγαινα σπίτι της το ίδιο βράδυ με τα καλά μου ρούχα. Έχεις και γούνα;» με ρωτά η Νούσα. «—Έχω, μα με τέτοια ζέστη... — Δεν πειράζει• φέρ’ την για μεγαλείο.»

Ντύθηκα λοιπόν το βράδυ σα γαμπρός, φορτώθηκα στο μπράτσο μου τη γούνα, πήρα κι ένα μπαστούνι που είχα με ασημένια λαβή, πήγα. Μεγάλο σπίτι χωριάτικο, με αυλές, αγελάδες, πατητήρια, φωτιές αναμμένες στην αυλή, καζάνια απάνω στις φωτιές. «Τι βράζετε εδώ;» ρώτησα. «— Πετιμέζι από καρπούζια. — Κι εδώ; — Πετιμέζι από πεπόνια.» Μωρέ, τι ‘ναι εδώ; είπα με το νου μου. Ακούς εκεί πετιμέζι από πεπόνια και καρπούζια! Γη της επαγγελίας, όξω φτώχεια! Έχε την ευκή μου, Ζορμπά, καλά έπεσες εδώ μέσα• σαν πόντικας σ’ ένα τουλούμι τυρί.

Ανέβηκα τις σκάλες. Κάτι ξύλινες θεόρατες σκάλες που τρίζανε. Στο κεφαλόσκαλο ο πατέρας κι η μάνα της Νούσας ντυμένοι μ’ ένα είδος σαλβάρια πράσινα, και κόκκινο ζουνάρι με χοντρές φούντες. Αρχοντάνθρωποι. Άνοιξαν τα μπράτσα, ματς μουτς, αγκαλιάσματα. Γέμισα σάλια. Μου μιλούσαν γρήγορα γρήγορα, δεν καταλάβαινα σκραπ, μα τι πειράζει; Από τη φάτσα τους το ‘βλεπα, το κακό μου δεν ήθελαν.

Μπαίνω μέσα, και τι να δω; Τραπέζια στρωμένα, φορτωμένα σαν τρικάταρτα καράβια. Όλοι οι συγγενείς, γυναίκες κι άντρες, όρθιοι, και μπροστά στέκουνταν η Νούσα, βαμμένη, στολισμένη, ξεστήθωτη, σα γοργόνα του καραβιού. Άστραφτε από ομορφιά και νιάτα· φορούσε ένα κόκκινο μαντίλι στο κεφάλι, κι απάνω στην καρδιά της είχε κεντημένο ένα σφυρί κι ένα δρεπάνι. «Μωρέ αθεόφοβε Ζορμπά», είπα με το νου μου, «ετούτο το κρέας είναι δικό σου; Ετούτο το κορμί θ’ αγκαλιάσεις απόψε; Ο θεός να συχωρέσει τον κύρη και τη μάνα που σε γέννησαν!»

Πέσαμε με τα μούτρα, γυναίκες κι άντρες, στο φαγοπότι. Τρώγαμε σα χοίροι, πίναμε σα βουβάλια. «Κι ο παπάς;» ρώτησα τον πατέρα της Νούσας, που κάθουνταν δίπλα μου κι έβγαζε αχνούς το κορμί του από το πολύ φαΐ• «που ‘ναι ο παπάς να μας βλοήσει; — Δεν έχει παπά», μου αποκρίθηκε και με πιτσίλισε πάλι με τα σάλια του, «δεν έχει παπά. Η θρησκεία, όπιο του λαού.»

Είπε και σηκώθηκε κορδωμένος, ξέσφιξε το κόκκινο ζωνάρι του, άπλωσε το χέρι να κάμει σιωπή. Κρατούσε ξέχειλο το ποτήρι του και με κοίταζε στα μάτια.

Άρχισε να λέει, να λέει, μού ‘βγαζε λόγο. Τι έλεγε; Ο Θεός κι η ψυχή του. Βαρέθηκα να στέκουμαι, είχα αρχίσει και να ζαλίζουμαι• κάθισα πάλι. Κάθισα και κόλλησα το γόνατο μου στο γόνατο της Νούσας, δεξά μου.

Μιλούσε, μιλούσε ο γέρος, ίδρωσε, όλοι ρίχτηκαν και τον αγκάλιασαν για να σωπάσει. Σώπασε. Η Νούσα μου έγνεψε: «Μίλα, ντε, και συ!»

Σηκώθηκα λοιπόν κι εγώ, έβγαλα λόγο, μισό ρούσικα, μισό ρωμαίικα. Τι είπα; Ανάθεμά με αν ήξερα. Θυμούμαι μονάχα πως στο τέλος το ‘χα ρίξει στο κλέφτικο. Είχα αρχίσει χωρίς αιτία κι αφορμή να γκαρίζω:


Βγήκαν κλέφτες στα βουνά

για να κλέψουν άλογα!

Κι άλογα δε βρήκανε

και τη Νούσα πήρανε!


Βλέπεις, αφεντικό, το άλλαζα και λίγο, για την περίσταση:


Και πάνε, πάνε, παν

(άιντε, μανούλα μου, παν!)

Αχ Νουσάκι μ’

αχ Νουσάκι μ’

βάι!



Κι ως μούγκρισα: «βάι!» χύθηκα και φίλησα τη Νούσα.

Αυτό ήταν! Σα να ‘δωκα, λες, το σενιάλο που περίμεναν, άλλο που δεν ήθελαν, πετάχτηκαν μερικοί μαγκλαράδες κοκκινογένηδες κι έσβησαν τα φώτα.

Οι γυναίκες οι παμπόνηρες σκλήριξαν, τάχατε πως τρόμαξαν Μα γρήγορα, χιχιχι! μέσα στο σκοτάδι, άρχισαν τα γαργαλίσματα και τα γέλια.

Το τι έγινε, αφεντικό, ένας Θεός το ξέρει. Μα θαρρώ πως μήτε αυτός το ‘ξερε, γιατί αν το ‘ ξερε, θα ‘ριχνε το αστροπελέκι του να μας κάψει. Άντρες και γυναίκες, μαλλιά κουβάρια, κυλίστηκαν κάτω• έψαχνα να βρω τη Νούσα, μα που να τη βρω! Βρήκα μιαν άλλη, έβγαλα τα μάτια μου μαζί της.

Τα ξημερώματα σηκώθηκα να πάρω τη γυναίκα μου να φύγουμε. Σκοτάδι ακόμα, δεν καλόβλεπα. Πιάνω ένα πόδι, το τραβώ, δεν ήταν της Νούσας• πιάνω άλλο, μήτε αυτό! Πιάνω άλλο, μήτε αυτό! Πιάνω άλλο, άλλο, και τέλος πάντων είδα κι έπαθα, βρίσκω το πόδι της Νούσας, το τραβώ, την ξεπλέκω από δυο τρεις νταγλαράδες, που την είχαν πιτακωμένη την κακομοίρα, και την ξυπνώ. «Νούσα», της λέω, «πάμε! – Μην ξεχάσεις τη γούνα σου!» μου αποκρίθηκε• «πάμε.»

Φύγαμε.»



Για την παρουσίαση και τον σχεδιασμό της εικόνας: Το Φονικό Κουνέλι, Ιούνιος του 19.




Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του Βίου και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά / Nikos Kazantzakis, Zorba the Greek, first edition cover

6 σχόλια:

  1. Εξαίρετος όπως πάντα Κούνελε. Νομίζω δεν χρειάζεται πλέον περαιτέρω σχόλια σε όσα δημιουργείς εδώ. Την καλησπέρα μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Εξαιρετική και η σύνθεση της εικόνας! Πολύ ωραίο απόσπασμα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Έφτιαξα μια εικόνα με παιχνιδιάρικη αίσθηση... για ένα εξίσου παιχνιδιάρικο απόσπασμα, μιας λογοτεχνικής μορφής που ήξερε πως να "παίζει με τη ζωή".

      Διαγραφή
  3. Παράλειψη να μην υπάρχει και λίγο από Ζορμπά στο Λαγούμι. Καλά έκανες, Κούνελε. Τι να πρωτοδιαλέξεις απ' αυτό το βιβλίο; Μεγάλη λατρεία η καζαντζακική γραφή, κι ολάκερο το βιβλίο ένα παραθύρι απ' το οποίο μπαίνει φρέσκο, δροσερό αεράκι.

    Τα φιλιά μου! :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Έτσι είναι, Λυσίππη. Άργησε μα ήρθε. Και ευελπιστώ να υπάρξει και συνέχεια, μια που το βιβλίο συνιστά ανεξάντλητη πηγή.

      Διαγραφή