1 Μαΐου 2012

Ο Γιάννης και οι Μύγες Τσε Τσε - Ένα Προεκλογικό Παραμύθι





Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μακρινή χώρα, ζούσε ο μικρός Γιάννης με την οικογένεια του, τη μαμά, τον μπαμπά, και την μικρότερη αδερφή του. Είχαν ένα μικρό, όμορφο σπιτικό και έναν πολύχρωμο, ανθόσπαρτο κήπο, που μοσχομύριζε από τις ευωδιές των λουλουδιών.

Όλοι οι γείτονες παίνευαν την οικογένεια του Γιάννη για τον κήπο τους. Κανένας άλλος δε μπορούσε να καλλιεργήσει τόσο όμορφα λουλούδια, μαργαρίτες και χρυσάνθεμα, γαρύφαλλα και τριανταφυλλιές. Οι γείτονες επισκέπτονταν ανά τακτά διαστήματα τον πατέρα του Γιάννη και τον παρακαλούσαν να τους δώσει ένα μπουκέτο λουλούδια, για να το τοποθετήσουν στο παράθυρο τους. Και εκείνος τους προσέφερε με ευχαρίστηση, χωρίς να ζητάει τίποτα για ανταμοιβή. Οι ίδιοι όμως του παραχωρούσαν άφθονο καλοψημένο ψωμί που είχαν ζυμώσει οι ίδιοι, καθώς και νόστιμο γιαούρτι - γιατί το ψωμί και το γιαούρτι την εποχή εκείνη υπήρξαν και η μοναδική διατροφή των κατοίκων του χωριού.

Μια μέρα ενώ ο Γιάννης έπαιζε στον κήπο κρυφάκουσε μια γειτόνισσα να μιλάει με τη φίλη της. "Μη το πεις πουθενά, αλλά έμαθα πως έχει εμφανιστεί στο δάσος μια νέα τροφή, νοστιμότερη από το ψωμί και πιο λαχταριστή από το γιαούρτι!", κακάρισε η γειτόνισσα.
"Τι μου λες?", έκανε η φίλη της. "Και πως τη λένε την τροφή αυτή?", τη ρώτησε, σκύβοντας μπροστά. Ο Γιάννης τέντωσε τα αυτιά του.
"Τη λένε Μέλι", είπε η γειτόνισσα. "Δε ξέρω όμως πως μπορούμε να τη βρούμε. Σκέψου όμως, αν είχαμε λίγο από αυτό το Μέλι, θα ήμασταν εμείς οι πιο ξεχωριστές οικογένειες του χωριού, και όλοι θα μας ζήλευαν!"

Ο Γιάννης δε χρειάστηκε να ακούσει περισσότερα. "Μέλι ε?", σκέφτηκε. "Θα μπορούσα να πάω ο ίδιος στο δάσος να ψάξω να το βρω! Και αν τα καταφέρω, εννοείται θα το μοιραστώ με όλες τις οικογένειες του χωριού". Κάπως έτσι έπεσε για ύπνο τη νύχτα εκείνη, κάνοντας γλυκά όνειρα για μακρινές χώρες που ξεχείλιζαν από μέλι...



Το επόμενο πρωινό ο Γιάννης ξεκίνησε για το δάσος. "Που πας?", τον ρώτησε με περιέργεια η Μαρία, η μικρότερη αδερφή του.
"Πάω να μαζέψω ξύλα", απάντησε εκείνος και έφυγε.

Για πολλές ώρες έψαχνε ο Γιάννης μες στο δάσος χωρίς να βρει τίποτα. "Και πως να είναι άραγε αυτό το μέλι?", αναρωτιόταν. "Να είναι άραγε μεγάλο, σαν αρκούδα? Μήπως είναι μικρό, σαν ψίχουλα ψωμιού?"

Ενώ τα σκεφτόταν όλα αυτά άκουσε μια φωνή ξωπίσω του. "Ψιτ, μικρέ! Ε, εσύ! Μήπως ψάχνεις για μέλι? Εδώ θα βρεις όσο χρειάζεσαι, μπζζζζ!".
Ο Γιάννης γύρισε μεμιάς και αντίκρισε ένα μεγάλο, κιτρινοπράσινο στρογγυλό πράγμα να κρέμεται από ένα δέντρο. Γύρω του πετούσαν δεκάδες μικροσκοπικά, φουσκωτά πλασματάκια με πράσινη μυτερή ουρά, που έκαναν όλα μαζί έναν θόρυβο σαν "μπζζζζζζζζζ!".

"Είμαστε οι Πράσινες Μέλισσες", έκανε εκείνη που του είχε μιλήσει αρχικά. Εμείς φτιάχνουμε το μέλι. Και μπορούμε να σου δώσουμε όσο λαχταράει η ψυχή σου, μέλι για να τρέφεστε μια ζωή εσύ και όλο το χωριό σου!". Ο Γιάννης ενθουσιάστηκε.
"Μπορώ... Μπορώ μήπως να δοκιμάσω λίγο από το μέλι σας?", ρώτησε με επιφύλαξη.
"Ασφαλώς και μπορείς!", έκαναν μαζί πολλές από τις μέλισσες ζουζουνίζοντας με ικανοποίηση. "Να, πάρε", και του έδωσαν μια χούφτα μέλι. "Μπορείς να πάρεις τόνους απ' το μέλι μας, όσο δε φαντάζεσαι!"

Ο Γιάννης δεν είχε ξαναδοκιμάσει τίποτα πιο νόστιμο στη ζωή του! Σκέψου χαρά που θα κάνουν πίσω στο χωριό μόλις τους το πάει! "Θέλετε κάτι για επιστροφή καλές μου Μέλισσες?", ρώτησε ο Γιάννης.
"Δε ζητάμε πολλά", του απάντησε μία απ'αυτές, με ένα μεγάλο πράσινο κεντρί. "Το μόνο που θα θέλαμε είναι να μας αφήσεις να μεταφέρουμε τη φωλιά μας κοντά στον κήπο σου, ώστε να μπορούμε να παίρνουμε από τα λουλούδια σας τα υλικά που χρειαζόμαστε για το μέλι μας. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούμε να παρασκευάζουμε ακόμα περισσότερο και ακόμα νοστιμότερο μέλι, μέλι για να τρώτε μια ζωή, εσείς και τα παιδιά σας και τα παιδιά των παιδιών σας!"

Του Γιάννη του άρεσε πολύ η προοπτική για ακόμα περισσότερο και καλύτερο μέλι και δέχτηκε αμέσως. "Μπορείτε να έρθετε", είπε και έκανε να πάρει τον δρόμο του γυρισμού.

Μόλις όμως τους γύρισε την πλάτη οι μέλισσες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και μεμιάς έπεσαν ξαφνικά όλες πάνω του. Με τα σουβλερά πράσινα κεντριά τους άρχισαν να τον τσιμπούν σε όλο του το σώμα, και ο καημένος ο Γιάννης, μη ξέροντας γιατί του το κάνουν αυτό, προσπάθησε να καλυφτεί. Οι μέλισσες αλύπητες τον τσιμπούσαν, τον τσιμπούσαν και εκείνος μάταια προσπαθούσε να τις αποφύγει.





Είχε πια βραδιάσει και ο Γιάννης γύρισε σπίτι του. Για κάποιον περίεργο λόγο δε θυμόταν παρά ελάχιστα από όσα είχαν συμβεί τις προηγούμενες ώρες - θυμόταν πως είχε ξεκινήσει για να βρει μέλι και πως είχε συναντήσει εκείνες τις πρασινωπές μέλισσες, είχε δοκιμάσει το υπέροχο τους μέλι και πως του είχαν ζητήσει να έρθουν στον κήπο τους. Είχε ξεχάσει όμως την επίθεση τους.

Κοίταξε τότε έξω από το παράθυρο και, να!, βρίσκονταν εκεί, έξω στον κήπο τους, οι πρασινωπές μέλισσες με τη φωλιά τους. Είχαν έρθει και τώρα δα γευμάτιζαν όλες πάνω στα λουλούδια τους, πετώντας χαρούμενες αριστερά και δεξιά, πάνω στις μαργαρίτες, στα χρυσάνθεμα και στις τριανταφυλλιές τους.

"Γιάννη, τι είναι αυτά τα σημάδια στο σώμα σου?", τον ρώτησε η μητέρα του με το που τον είδε. "Και πως βρέθηκαν όλα αυτά τα έντομα στον κήπο μας?". Ο Γιάννης δε θυμόταν πως προήλθαν τα σημάδια, ήξερε ωστόσο πως τα έντομα ήταν οι μέλισσες, οι παρασκευαστές του μελιού, και πως τις είχε καλέσει ο ίδιος στο σπίτι για να του φτιάχνουν μέλι. Αμέσως εξήγησε στους γονείς του και εκείνοι ενθουσιάστηκαν.
"Δηλαδή μπορούμε να έχουμε όσο μέλι τραβάει η ψυχή μας, αποθήκες ολόκληρες?", ρώτησε με λαχτάρα ο πατέρας του.
"Ναι!", απάντησε ο Γιάννης. "Οι Μέλισσες μου είπαν πως θα μπορούμε να έχουμε μέλι για όλο το χωριό, για τα παιδιά μας και τα παιδιά των παιδιών μας".
"Πού' ν 'το λοιπόν?", έκανε η μικρή του αδερφούλα, η Μαρία. "Πού είναι το μέλι? Θέλω να δοκιμάσω!"

Ο Γιάννης κοίταξε γύρω του με απορία. Αλήθεια, που βρισκόταν το μέλι? Άρχισαν να ψάχνουν όλοι τους δεξιά και αριστερά, μέλι όμως δεν έβρισκαν. Στο μεταξύ οι Μέλισσες είχαν πλημμυρίσει κυριολεκτικά τον κήπο τους και είχαν κυκλώσει σαν σμήνος τα λουλούδια τους. Ο Γιάννης αποφάσισε να τις ρωτήσει. "Καλησπέρα Μέλισσες μου. Αναρωτιέμαι, που βρίσκεται το μέλι που μας υποσχεθήκατε? Το έχετε μήπως τοποθετήσει σε καμιά αποθήκη?". Τότε ο Γιάννης ένιωσε τον πόνο από τα τσιμπήματα και άρχισε αμυδρά να θυμάται τι είχε γίνει.

"Μπζζζζζ. Αποθήκη?", ρώτησε η μέλισσα με το μεγάλο πράσινο κεντρί. "Ναι, ναι, ασφαλώς και βρίσκεται εκεί. Να, δείτε πίσω σας". Και λέγοντας το αυτό οι μέλισσες όρμηξαν καταπάνω στον Γιάννη και την οικογένεια του, τσιμπώντας τους ασταμάτητα με τα κεντριά τους. Εκείνοι προσπάθησαν να τις διώξουν, στο τέλος όμως, ανυπεράσπιστοι έπεσαν κάτω.




Όταν είχαν ξυπνήσει είχε ξημερώσει. Οι μέλισσες πετούσαν χαρούμενες γύρω γύρω πάνω στα λουλούδια και εκείνοι δεν μπορούσαν να θυμηθούν πως είχαν βρεθεί όλοι τους πεσμένοι στο χώμα. Γύρω τους είχαν μαζευτεί οι γείτονες τους, κοιτώντας τους με την ανησυχία ζωγραφισμένη στα πρόσωπα τους.
"Συνέρχονται!", έκανε ένας από τους γείτονες με ανακούφιση.
"Είστε καλά? Τι συνέβη? Τι είναι όλα αυτά τα ζωύφια στον κήπο σας?"

Ο Γιάννης σηκώθηκε πρώτος. Θυμόταν τις μέλισσες, θυμόταν οτι του είχαν πει πως μπορούν να του δώσουν μέλι, αλλά δε θυμόταν τίποτα περισσότερο. Εκείνη τη στιγμή η αδερφούλα του, η Μαρία πρόσεξε ένα μικρό μπουκαλάκι στο χώμα, κλεισμένο με ένα πράσινο καπάκι. Ήταν τόσο μικρό που χωρούσε εύκολα στην παλάμη ενός χεριού.
"Τι είναι αυτό?", ρώτησε απορημένη, και όλοι οι γείτονες έσκυψαν απάνω του.
Ο Γιάννης άνοιξε το μπουκαλάκι και μεμιάς ξεχύθηκε μια υπέροχη μυρωδιά από μέσα του, ό,τι γλυκύτερο είχαν οσμιστεί ποτέ.
"Είναι το Μέλι!", έκαναν οι γείτονες με δέος!
"Μπζζζζ, ακριβώς!", είπε τότε η χοντρή πράσινη Μέλισσα. "Είναι ό,τι σας υποσχεθήκαμε: Ένα μπουκαλάκι μέλι, για να το μοιραστείτε εσύ και όλοι σου οι γείτονες, ως ανταμοιβή που μας αφήσες να εγκατασταθούμε στον κήπο σου!"

Ο Γιάννης δε θυμόταν πως στην αρχή οι Μέλισσες δεν του είχαν πει για ένα μπουκαλάκι μόνο, αλλά για αποθήκες ολόκληρες, ικανές να θρέψουν γενιές και γενιές. Το ίδιο και η οικογένεια του. Κανένας δε θυμόταν τίποτα. Υπέθεσαν λοιπόν πως μάλλον έτσι ήταν τα πράγματα. Έτσι λοιπόν επέτρεψαν στις μέλισσες να παραμείνουν στον κήπο και να αρμέγουν τα λουλούδια τους. Κάθε βδομάδα οι μέλισσες άφηναν και από ένα μικροσκοπικό μπουκαλάκι με μέλι στην άκρη, το οποίο προσπαθούσαν με τη σειρά τους να μοιραστούν η οικογένεια του Γιάννη με όλους τους κατοίκους του χωριού. Ήταν δύσκολη η μοιρασιά, γιατί πως μοιράζει κανείς ένα τόσο δα μπουκαλάκι ανάμεσα σε 100-200 ανθρώπους? Έχυναν λοιπόν το μέλι από το μπουκαλάκι σε ένα δοχείο και κάθε γείτονας έπαιρνε σπίτι του από μια σταγόνα. Η διατροφή τους ήταν λοιπόν μια σταγόνα μέλι την εβδομάδα.




Στο μεταξύ ο κήπος του Γιάννη όλο και μαράζωνε. Οι μέλισσες ήταν τόσο πολλές που τα λουλούδια τους δεν άντεχαν πλέον, και άρχισαν σιγά σιγά να χάνουν το χρώμα και τη λάμψη τους. Προκειμένου όμως να έχουν το πολυπόθητο μέλι, ο Γιάννης και η οικογένεια του αναγκάζονταν να δουλεύουν περισσότερο από ποτέ, φυτεύοντας νέα λουλούδια, ποτίζοντας τα παλιά, προσπαθώντας όσο γίνεται να τα διατηρήσουν ζωντανά.

Μια μέρα, ενώ ο Γιάννης επέστρεφε κουρασμένος και καταϊδρωμένος από το ποτάμι στα περίχωρα του χωριού τους, άκουσε ένα περίεργο βουητό πίσω του. "Μπζζζζ, μικρέ! Δες πίσω σου!".

Ο Γιάννης γύρισε και παρατήρησε πως κοντά στο ποτάμι, καταμεσίς ορισμένων πυκνών θάμνων, δέσποζε μια φουσκωτή φωλιά από μέλισσες, παρόμοιες με εκείνες που είχε δει στο δάσος, μόνο που αυτές αντί για πράσινα κεντριά είχαν μπλε. Ήταν χοντρές και γεμάτες τρίχες.
"Είμαστε οι Μπλε Μέλισσες", έκανε βουίζοντας ο αρχηγός τους. "Οι Πράσινες Μέλισσες σε κοροιδεύουν, εσένα και όλο το χωριό σας. Εμείς μπορούμε να σου δώσουμε πολύ περισσότερο μέλι, τόσο που να γεμίζει γαβάθες ολόκληρες, και να χορτάσετε για μια ζωή!"

Ο Γιάννης προβληματίστηκε. Λες όντως οι άλλες Μέλισσες να τους κοροιδεύουν? Μήπως όμως είναι απλά μια παγίδα? "Τι θα επιθυμούσατε ως ανταμοιβή για το μέλι σας?", ρώτησε με επιφύλαξη την Μπλε Μέλισσα.
"Όχι σπουδαία πράγματα. Απλά να διώξετε τις άλλες μέλισσες από τον κήπο σας και να αφήσετε εμάς να πάρουμε τη θέση τους. Είμαστε πολύ καλύτερες στην παρασκευή μελιού, μπορούμε από τη γύρη ενός μόνο λουλουδιού να παράγουμε μέλι που θα σας έφτανε για μήνες!"
"Χμ. Εντάξει λοιπόν", έκανε ο Γιάννης. "Μπορείτε να έρθετε και να πάρετε τη θέση τους".

Και με το που το είπε αυτό, οι μπλε μέλισσες κοιτάχτηκαν όλες μεταξύ τους και χίμηξαν απάνω του. Έμπηξαν με ικανοποίηση τα σουβλερά κεντριά τους στο σώμα του, και ο καημένος ο Γιάννης μάταια προσπάθησε να φωνάξει και να ζητήσει βοήθεια. Ήταν μακριά από το χωριό και κανένας δε τον άκουγε.




Την επόμενη μέρα οι μπλε μέλισσες είχαν πάρει τη θέση των πράσινων στον κήπο της οικογένειας του Γιάννη. Οι γείτονες ρωτούσαν απορημένοι τι σημαίνει αυτή η αλλαγή και ο Γιάννης τους εξηγούσε πως οι Μπλε Μέλισσες είχαν υποσχεθεί πολύ περισσότερο μέλι σε σχέση με τις Πράσινες. Για να γίνει όμως αυτό έπρεπε η οικογένεια του Γιάννη να εργαστεί σκληρά και να καλλιεργούν νέα και καλύτερα λουλούδια. Δούλευαν λοιπόν ολημερίς και ολονυχτίς, περιμένοντας την ανταμοιβή τους. Στο μεταξύ οι Μπλε Μέλισσες είχαν πλημμυρίσει με τα βουητά τους τον κήπο.

Έναν μήνα μετά διαπίστωσαν πως οι μέλισσες είχαν αφήσει την ανταμοιβή τους: Ένα σπιρτόκουτο γεμάτο μέλι. Η οικογένεια του Γιάννη και οι γείτονες προσπάθησαν να μοιραστούν τα περιεχόμενα του σπιρτόκουτου μεταξύ τους, πεπεισμένοι πως το σπιρτόκουτο έχει μεγαλύτερη χωρητικότητα από το μπουκαλάκι που άφηναν οι προηγούμενες μέλισσες. Ο ίδιος ο Γιάννης είχε ξεχάσει πως αρχικά οι Μπλε Μέλισσες του είχαν υποσχεθεί μέλι που θα τους έφτανε για μήνες. Δε θυμόταν τίποτα, ούτε την επίθεση τους πάνω του. Υπέθεσε λοιπόν πως τα πράγματα ήταν όντως καλύτερα τώρα. Στο τέλος, κατέληξαν όλοι να πάρουν μαζί τους από μια σταγόνα μέλι ο καθένας. Το βράδυ εκείνο, αφού έφαγαν το ψωμί και το γιαούρτι τους, οσμίστηκαν όλοι για αρκετή ώρα τη σταγόνα από το μέλι τους, και στο τέλος την έκαναν μια χαψιά.

Τον επόμενο μήνα θα έτρωγαν άλλη μια σταγόνα.

Μια μερά ο Γιάννης ξύπνησε υπό τους ήχους αναταραχής. Βγήκε στην αυλή και πρόσεξε πως οι γονείς του τσακώνονταν με τους γείτονες. Και προς μεγάλη του έκπληξη, η γείτονες είχαν δημιουργήσει τον δικό τους κήπο, στον οποίο είχαν καλέσει τις Πράσινες Μέλισσες. Και αυτές πετούσαν ολόγυρα του, βουίζοντας.

"Οι Πράσινες Μέλισσες είναι πολύ καλύτερες από τις Μπλε!", φώναζαν οι γείτονες, και δεν ήταν λίγοι οι συγχωριανοί που ένωσαν τη φωνή τους.
"Σωστά! Οι Μπλε Μέλισσες μας εξαπατούν! Με τις Πράσινες Μέλισσες ζούσαμε πολύ καλύτερα, τις θέλουμε πίσω!"

Η οικογένεια του Γιάννη όμως ήταν ανένδοτη. "Είστε σοβαροί? Δε θυμάστε για ποιόν λόγο αλλάξαμε τις Πράσινες Μέλισσες με τις Μπλε εξαρχής? Δε θυμάστε πόσο απογοητευμένοι ήμαστε με τις Πράσινες? Και τώρα λέτε πως τις θέλουμε πίσω?"



Όσο περνούσαν οι μέρες η κατάσταση χειροτέρευε. Η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων του χωριού είχαν χωριστεί είτε σε υποστηρικτές των Πράσινων Μελισσών, είτε σε υποστηρικτές των Μπλε. Έφτιαχναν σημαίες, πανό με συνθήματα, τραγούδια, έκαναν αναλύσεις και γκάλοπ. Άφθονοι ειδικοί μαζεύονταν, είτε από τη μία, είτε από την άλλη πλευρά, προσπαθώντας να αποδείξουν με επιστημονικό τρόπο γιατί το μπουκαλάκι των πράσινων μελισσών περιλαμβάνει πολύ περισσότερο μέλι σε σχέση με το σπιρτόκουτο των μπλε μελισσών, ή το αντίστροφο.


Οι γονείς επηρέαζαν καθοριστικά τα παιδιά τους στις προτιμήσεις τους. "Οφείλεις να παραδεχτείς πως το μέλι από τις Μπλε Μέλισσες έχει πολύ καλύτερη γεύση σε σχέση με το Μέλι των Πράσινων", έλεγε ένας υποστηρικτής των Μπλε στα παιδιά του, και εκείνα συμφωνούσαν: "Ναι μπαμπά", έλεγαν πειθήνια. Σταδιακά σχηματίστηκαν "μπλε" και "πράσινες" οικογένειες στο χωριό.

Οι μέλισσες με τη σειρά τους, τόσο οι Πράσινες όσο και οι Μπλε, προσπαθούσαν να διατηρήσουν τα προνόμια τους και να διώξουν οι μεν τις δε. Γι' αυτό λοιπόν ψιθύριζαν διάφορα μεγαλόπνοα λόγια στον κόσμο, πως μόνο εκείνες μπορούν να του παρέχουν καλύτερης ποιότητας μέλι, πως η αρχική περίοδος ήταν απλά το στάδιο της προετοιμασίας και πως στο εξής θα μπορούσαν να του παράγουν πολύ περισσότερο μέλι, μέλι ικανό να χορτάσει γενιές και να γεμίσει αποθήκες.

Και όταν κάποιος χωρικός είχε πια πειστεί και είχε τάξει την υποστήριξη του σ'αυτές, εκείνες τον τσιμπούσαν με τα μυτερά τους κεντριά, τον τσιμπούσαν μέχρι να ξεχάσει εντελώς όλα όσα του υποσχέθηκαν. Θυμόταν μόνο πως είχε συμφωνήσει να τις υποστηρίξει, και για να το κάνει αυτό προφανώς είχε έναν λόγο. Και ο λόγος δεν ήταν άλλος από το να καταπολεμήσει τις αντίπαλες Μέλισσες, οι οποίες απειλούσαν την κοινωνική ευρυθμία του τόπου.

Και ο καιρός περνούσε. Το χωριό είχε γεμίσει από κήπους γεμάτους λουλούδια, στους οποίους οι χωρικοί εργάζονταν ασταμάτητα. Οι μέλισσες, τόσο οι Πράσινες όσο και οι Μπλε, τρέφονταν από το πρωί ως το βράδυ από τα λαχταριστά λουλούδια, και στο τέλος εκείνα μαραίνονταν και έπεφταν νεκρά στο χώμα - μέχρι οι χωρικοί να φυτέψουν νέα. Ορισμένοι χωρικοί, εκείνοι που ήταν οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές της μίας ή της άλλης Παράταξης, είχαν αποκτήσει ορισμένα σημαντικά προνόμια. Μπορούσαν να τρέφονται με δύο σταγόνες μέλι αντί για μία, και να εργάζονται λιγότερες ώρες από τους υπολοίπους.





Ορισμένες από τις Μέλισσες φοβήθηκαν μήπως έχαναν την υποστήριξη των ανθρώπων. Αποφάσισαν λοιπόν να αποκοπούν από τον κύριο κορμό τους και να σχηματίσουν ανεξάρτητες ομάδες, στις αποχρώσεις του Μπλε και του Πράσινου. Γαλάζιες μέλισσες, χακί μέλισσες, κιτρινοπράσινες μέλισσες, κλπ. Και ορισμένοι από τους ανθρώπους θεώρησαν πως οι μέλισσες αυτές ήταν όντως κάτι διαφορετικό.

Μέσα στον χαμό είχε κάνει την εμφάνιση του και ένα νέο είδος μελισσών, κοντότριχες και αγριότερες στην όψη, που κυκλοφορούσαν πάντα σε σμήνη, ποτέ μονάχες. Οι Μέλισσες αυτές είχαν αναπτύξει μια καινούργια θεωρία, η οποία είχε αρχίσει να βρίσκει ορισμένους υποστηρικτές. Έλεγαν λοιπόν πως για την κατάσταση δεν ευθύνεται η ποσότητα του μελιού που παράγουν οι μέλισσες, αλλά ο αριθμός των κατοίκων του χωριού. Συνοπτικά, οι κάτοικοι είναι πολύ περισσότεροι απ' όσο θα πρεπε, το μέλι δεν επαρκεί για όλους, γι'αυτό και μια μερίδα εξ' αυτών θα έπρεπε να φύγει. Η μερίδα ήταν κυρίως οι κάτοικοι που είχαν έρθει από αλλού και είχαν εγκατασταθεί στο χωριό. Οι Μέλισσες τους αποκαλούσαν "ξένους" και τους θεωρούσαν υπαίτιους για όλα τα κακά.
"Χωρίς τους ξένους θα είχαμε αρκετό μέλι για όλους, μπζζζ!", βούιζαν με τις αγριοφωνάρες τους, και υπήρξε κόσμος από τους κατοίκους του χωριού που τις πίστεψε. Άρχισαν λοιπόν να διώχνουν τους κατοίκους εκείνους που θεωρούσαν πως δεν έχουν θέση ανάμεσα τους, συχνά με τη χρήση βίας. Σημειώθηκαν επεισόδια και πολλά σπίτια κάηκαν.

Μια μέρα η μικρή αδερφούλα του Γιάννη, η Μαρία, γυρνούσε από μια βόλτα της στα περίχωρα του δάσους. Εκεί που περπατούσε άκουσε ξαφνικά ένα πνιχτό βουητό να έρχεται από το βάθος μιας σπηλιάς. Η σπηλιά ήταν κλεισμένη με έναν μεγάλο βράχο.
"Βοήθησε μας, μπζζζ!", έκανε μια ψιλή φωνούλα μέσα από τη σπηλιά. "Είμαστε παγιδευμένες εδώ μέσα, μας έχουν φυλακίσει, σε παρακαλώ, βοήθησε μας να βγούμε!".




"Τι.... Τι είστε εσείς?", ρώτησε φοβισμένη η Μαρία. "Αν είστε μέλισσες δε θέλω να σας ανοίξω... Σας φοβάμαι!".
"Είμαστε μέλισσες, ναι", έκανε η φωνούλα. "Μόνο που εμείς είμαστε οι πραγματικές μέλισσες! Τα έντομα που έχετε τόσο καιρό στο χωριό σας είναι μύγες, μύγες που μας έχουν κλέψει το μέλι και μας έκλεισαν σε αυτή τη σπηλιά για να μην παρέμβουμε στα αρπαχτικά τους σχέδια! Σε παρακαλώ, βοήθησε μας!"

Η Μαρία έκανε πίσω απορημένη. Μπορεί να ήταν μικρή, δεν ήθελε όμως να την περνάνε για χαζή. Και αν μου λένε ψέματα? αναρωτήθηκε. Και αν είναι μεγάλες και χοντρές και τριχωτές όπως οι άλλες? "Λυπάμαι, αλλά δε μπορώ να σας πιστέψω...", έκανε. "Κάποτε είχαμε ειρήνη και αρμονία στο χωριό μου. Δεν είχαμε πολλά αγαθά μεν, αλλά ζούσαμε ευτυχισμένοι. Μέχρι που φέραμε εκείνες τις Μέλισσες νομίζοντας πως θα γίνουν όλα καλύτερα. Από τότε όμως επικρατεί παντού η έριδα και όλοι φαίνεται να μισούν ο ένας τον άλλον. Και το χειρότερο όλων είναι...", έκανε η Μαρία, συγκρατώντας με κόπο τα δάκρυα της, "το χειρότερο είναι πως όλα ξεκίνησαν από τον αδερφό μου!"

"Ξέρουμε τι έκαναν στον αδερφό σου και σε όλο το χωριό!", απάντησε η φωνή από τη σπηλιά. "Οι μύγες αυτές ονομάζονται Μύγες Τσε Τσε. Φημίζονται για το τσίμπημα τους, πως φέρνει ύπνο σε όποιον πέφτει θύμα τους. Υποκρίνονται πως είναι μέλισσες μόνο για να απολαμβάνουν τα λουλούδια και τους κήπους σας. Δε φτιάχνουν οι ίδιες μέλι - το μέλι είναι δικό μας και μας το έκλεψαν, αφού μας έκλεισαν στη σπηλιά, μπζζζ! Οι Μύγες Τσε Τσε δε κάνουν τίποτα οι ίδιες, απλά καρπώνονται τους καρπούς των άλλων! Σε παρακαλούμε, βοήθησε μας, να βάλουμε ένα τέλος σε αυτή την ιστορία"...

Η Μαρία θυμήθηκε κάτι βιβλία που της είχαν διαβάσει, που μιλούσαν για εκείνες τις "Μύγες Τσε Τσε". Βρε, μπας και λένε την αλήθεια? Μεμιάς ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Να βρει τον αδερφό της, τον Γιάννη, και να τον φέρει εδώ!

Έτσι και έκανε. Βρήκε τον Γιάννη να σκάβει, ιδρωμένο και καταταλαιπωρημένο, προσπαθώντας να φυτέψει κάτι λουλούδια. Του εξήγησε τι άκουσε στη σπηλιά. Το μέχρι τότε ωχρό πρόσωπο του φώτισε, σαν από μια παλιά ανάμνηση. Και τότε θυμήθηκε! Θυμήθηκε την αρχική του συνάντηση με τις μέλισσες, θυμήθηκε τα τσιμπήματα!
"Μαρία, πρέπει να απελευθερώσουμε τις μέλισσες από τη σπηλιά!", είπε με ενθουσιασμό. "Γρήγορα, πριν είναι αργά!"




Έτσι κι έγινε. Ενώ είχε αρχίσει να σουρουπώνει, ο Γιάννης με τη Μαρία έτρεξαν προς τη σπηλιά. Ο ήλιος είχε πια πέσει όταν έφτασαν στον προορισμό τους. Το βουητό της μελισσούλας από μέσα είχε εξασθενίσει.
"Χαίρομαι που ήρθατε, μπζζζ", έκανε με τη λεπτή φωνούλα της.

Ο Γιάννης και η Μαρία έβαλαν τα δυνατά τους, και, κρααααααααακ!, κατάφεραν να μετακινήσουν τον βράχο! Και ενώ το φως του φεγγαριού είχε ξεπροβάλλει από τα σύννεφα, από το εσωτερικό της σπηλιάς ξεπήδησαν ορισμένα όμορφα πετούμενα, όμοια των οποίων δεν είχαν δει ποτέ ξανά ούτε ο Γιάννης, ούτε η Μαρία. Είχαν χρυσαφένιο χρώμα και κομψές μαύρες λωρίδες, δεν ήταν χοντρές όπως οι άλλες, αλλά λεπτοκαμωμένες, ενώ το βουητό τους ήταν μελωδικό και ρυθμικό, σαν ένα τραγούδι απ' τα παλιά.

"Είμαστε οι Μέλισσες", έκαναν, ενώ ο Γιάννης και η Μαρία τις παρατηρούσαν με ανοιχτό το στόμα και την έκπληξη ζωγραφισμένη στα προσωπάκια τους. "Δεν έχουμε χρώμα, δεν είμαστε πράσινες ή μπλε, απλά αυτό που βλέπετε και μας έκανε η φύση. Εμείς φτιάχνουμε το μέλι και φυσικά το μέλι μας είναι άφθονο".

Ο Γιάννης σκυθρώπιασε. "Τα ίδια μας είπαν και οι άλλες όμως... Πως μπορούν να θρέψουν γενιές ολόκληρες. Πως μπορούν να γεμίσουν αποθήκες. Θυμάμαι τώρα. Θυμάμαι πως τις πίστεψα, μέχρι που με τσίμπησαν όλες μαζί, μέχρι να ξεχάσω τις υποσχέσεις τους..."

Η μέλισσα όμως είπε: "Εμείς δε μπορούμε να υποσχεθούμε αποθήκες και μέλι για γενιές. Το μέλι μας μπορεί να θρέψει ορισμένα άτομα, για λίγο καιρό, σίγουρα όμως δεν αρκεί για όλους. Μόνο αν μας βοηθήσετε να αναπτυχθούμε μπορούμε να παράγουμε περισσότερο μέλι, και για να γίνει αυτό χρειάζεται να συνεργαστείτε μεταξύ σας. Όχι να εργάζεστε από το πρωί ως το βράδυ όμως - η φύση από μόνη της παρέχει τα αναγκαία εφόδια για την ανάπτυξη μας. Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι ελεύθερη βλάστηση και άφθονο φως του ήλιου. Εσείς με τη σειρά σας μπορείτε να οργανώσετε καλύτερα την παραγωγή μας, ώστε να μην επιβαρύνεται στο τέλος ούτε η φύση ούτε εσείς με εργασία που είναι περιττή. Το μέλι μας επαρκεί για όλους, αρκεί να το μοιράζετε σωστά".

Και έτσι η μέλισσα εξήγησε στα παιδιά την τεχνική της μελισσοκομικής.

Αφού αποχαιρέτισαν τις απελευθερωμένες μέλισσες, τα παιδιά πήραν ενθουσιασμένα τον δρόμο του γυρισμού. Σκέψου τι θα έχουν να λένε οι δικοί μας τώρα, με όλες τις αποκαλύψεις που θα τους φέρουμε! Σκέψου πόσο θα αλλάξουν τα πράγματα από δω και στο εξής! Όχι άλλη εξαντλητική εργασία! Όχι άλλοι διαχωρισμοί και έχθρες! Όχι άλλο μέλι με το σταγονόμετρο!




Με το που έφτασαν στο χωριό όμως είδαν τους κατοίκους του χωριού να έχουν παραταχτεί μπροστά τους, σαν μια ανθρώπινη αλυσίδα. Στα χέρια τους κρατούσαν κοφτερά μαχαίρια.
"Λυπούμαστε παιδιά, αλλά κανένας δε θα περάσει από δω", είπαν. Ξωπίσω τους ακουγόταν το επαναλαμβανόμενο βουητό των μυγών.
"Οι μέλισσες συνεδριάζουν", είπε ένας συγχωριανός τους. "Δε πρέπει να τις ενοχλήσουμε", έκανε, κραδαίνοντας το μαχαίρι του, που άστραψε στο σεληνόφως, σαν τα μάτια ενός αρπακτικού.

Ο Γιάννης και η Μαρία τρόμαξαν. Δεν περίμεναν τέτοια υποδοχή.
"Αφήστε μας να περάσουμε", είπε θαραλλέα ο Γιάννης. "Έχουμε καταπληκτικά νέα! Μπορούν τα πάντα να αλλάξουν, από δω και στο εξής!"

Οι συγχωριανοί κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Κάποιοι κρατούσαν σημαίες, ορισμένοι μπλε σημαίες, ορισμένοι πράσινες. Ανάμεσα τους υπήρξαν και εκείνοι που κρατούσαν σημαίες γαλάζιες ή σε αποχρώσεις του πράσινου. Υπήρξαν και ορισμένοι που ανήκαν σε εκείνους τους τρίτους, οι οποίοι κράδαιναν σημαίες με τρομακτικά σύμβολα, σύμβολα μαύρων εντόμων με πολλαπλά ποδάρια και τρίχες. Το μίσος ήταν ζωγραφισμένο στα πρόσωπα τους.

"Ακούστε μας...", έκαναν τα παιδιά, και η φωνή τους έγινε ένα με τον άνεμο, τον άνεμο που πετάει ανάμεσα στα δέντρα και ανάμεσα στους τόπους. Τον άνεμο που ενώνει τη φωνή του με τον ήχο των κυμάτων στις θάλασσες του κόσμου, που απλώνει το φτερά του σαν τα πουλιά στον ουρανό.

Και μέσα στον άνεμο αντηχούσε ένα ζωηρό, χαρούμενο βουητό από μέλισσες.





Επίμετρο


Τι απέγιναν τελικά ο Γιάννης και η Μαρία? Κατάλαβαν το λάθος τους οι συγχωριανοί, έδιωξαν τις αρπαχτικές μύγες, ή συνέχιζαν να τις υποστηρίζουν όπως και πριν?

Είναι φανερό πως οι μύγες συμβολίζουν τις πολιτικές μας παρατάξεις. Οι Μπλε Μύγες τη Νέα Δημοκρατία, οι Πράσινες Μύγες το ΠΑΣΟΚ. Οι μύγες σε αποχρώσεις του μπλε και του πράσινου τα κόμματα που ξεπήδησαν από τις τάξεις της μίας ή της άλλης παράταξης. Και εκείνες οι άσχημες, που "πάνε όλες μαζί" και έχουν "τρομακτικά σύμβολα" δεν είναι άλλες από τις μύγες της Ακροδεξιάς.

Οι συγχωριανοί δεν είναι άλλοι από τους Έλληνες πολίτες. Οι οποίοι χωρίζονται στις φατρίες τους, γκρινιάζουν συνέχεια για όλες τις στερήσεις τους, και ωστόσο σε κάθε εκλογές ψηφίζουν μονίμως τα ίδια. Σα να τους έχει τσιμπήσει μια Μύγα Τσε Τσε θα έλεγε κανείς, χαρίζοντας τους γλυκό ύπνο, τον ύπνο του δικαίου, κρατώντας τους μονίμως βαθιά νυχτωμένους. Θα μπορούσα αντί για μύγες να έβαζα κουνούπια, από κείνα που πίνουν το αίμα, ξέρετε. Ωστόσο νομίζω η κατάσταση του μέσου Έλληνα ψηφοφόρου ταιριάζει περισσότερο με την κατάσταση ενός υπνωτισμένου, παρά κάποιου που απλά του έχουν πιει το αίμα.

Την Κυριακή έχουμε εκλογές, καταμεσής της χειρότερης οικονομικής κρίσης που γνώρισε ο τόπος στη σύγχρονη ιστορία του, και για άλλη μια φορά θα υπάρξει ο κόσμος που θα επιλέξει τις "μπλε" ή "πράσινες" μέλισσες - και όλα αυτά για μια σταγόνα μέλι. Ανάμεσα τους και τα έντομα της ακροδεξιάς, των οποίων τo βουητό είναι το ασχημότερο.

Δεν έχω να προσθέσω κάτι άλλο. Καλά μυαλά μονάχα. Και είθε κάποτε το μικρό αυτό "χωριό" να ξυπνήσει από τον λήθαργο.

Αυτά είπε το κουνέλι. Και αφού άκουσε το τραγούδι των μελισσών για λίγη ώρα, χώθηκε ικανοποιημένο μέσα στη φωλιά του.






3 σχόλια:

  1. Άρα χρησιμοποιώντας το παραμυθάκι μας λες να ψηφίσουμε...αριστερά;
    Ρε συ κούνελε, και η αριστερά λέει παραμύθια...κι εκείνη θέλει να χαϊδέψει τ'αυτιά μας για να κερδίσει ψήφους. Προσωπικά έχω καταλήξει πως όλοι είναι για την πάρτη τους και για κάτι το εφήμερο. Ούτε οι μπλε μου γεμίζουν το μάτι, ούτε οι πράσινοι, ούτε οι μονίμως διαχωρισμένοι κόκκινοι. Άμα κάαααποτε καταφέρει να ενωθεί η αριστερά αυτής της χώρας τότε ίσως περάσει απ'το μυαλό μου η σκέψη να τους πάρω κάπως στα σοβαρά. Προς το παρόν σκέφτομαι πολύ φιλελεύθερα για να τους ακολουθήσω :P

    Καλά μυαλά όπως λες και καθένας ας ψηφίσει αφού πρώτα έχει διαβάσει για όλα τα κόμματα. Όχι ψήφος στα τυφλά!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Εργαλείο, διαφωνούμε σε αρκετά, ωστόσο δεν είναι χώρος εδώ να σου αναλύσω πως ερμηνεύω την πολιτική πραγματικότητα.

    Το παραμυθάκι μου το χρησιμοποίησα κυρίως για να τονίσω τι ΔΕΝ είναι σωστό κατ'εμέ να ψηφίσει ο κόσμος. Από κει και πέρα αυτό που εσύ θεωρείς "φιλελεύθερο", όπως εκφράζεται τουλάχιστον από ορισμένα κόμματα που θεωρούν πως το εκφράζουν, για μένα δεν είναι παρά μια άλλη ονομασία για μια απ'τα ίδια (από άποψη πολιτικού προγράμματος και ιδεολογίας), με τη διαφορά πως απλά μιλάμε για μικρότερα κόμματα σε σχέση με τα ως τώρα "κυρίαρχα".

    Άσε που αυτή η τάση να τα ισοπεδώνουν όλα ("όλοι είναι ίδιοι, δεξιοί και αριστεροί") στο όνομα μιας "φιλελεύθερης" υποτίθεται αντίληψης είναι βαθύτατα λανθασμένη κατά τη γνώμη μου και πέρα ως πέρα αν-ιστορική. Έχε υπόψη σου επίσης πως το όνομα "φιλελεύθερο" σε ένα κόμμα δεν το καθιστά αυτόματα οπαδό της "ελευθερίας". Ο φιλελευθερισμός στην πολιτική είναι κάτι άλλο.

    Από κει και πέρα ασφαλώς η διαφθορά και η θέληση να χαιδέψουν τα αυτιά μας συναντάται σε όλους τους πολιτικούς, ανεξαρτήτως χώρου, αριστερούς και δεξιούς. Και τους λεγόμενους "κεντρώους", που γλύφουν τα αυτιά των πάντων, προκειμένου να κερδίσουν ψήφους και από αριστερά και δεξιά.

    Αυτά τα ολίγα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Trust me ;) , επειδή έχω ψάξει τί σημαίνει κανονικά ο όρος "φιλελεύθερος" ξέρω ότι τα εδώ λεγόμενα φιλελεύθερα κόμματα έχουν πολύυυυ δρόμο ακόμα μπροστά τους. Γι'αυτό και δεν γίνεται να συμφωνήσω 100% με τις θέσεις τους. Προσωπικά ψηφίζω κάθε φορά με κριτήριο να συμφωνώ πάνω από 60% με τις θέσεις ενός κόμματος.

    Α και btw, το να κρίνει κάποιος τους πάντες ανεξαρτήτως χρώματος δεν σημαίνει ότι τα ισοπεδώνει όλα. Είναι κάτι που καλό θά'ταν να το κάνουμε όλοι μας και να μην δεχόμαστε χωρίς κριτική οτιδήποτε μας σερβίρουν (είτε οι παλιές καραβάνες πολιτικοί είτε τα νέα φρούτα).

    Για να μην πω κι εγώ περισσότερα θα τελειώσω με φράση δική σου: Ανοίξτε τ'αυτιά σας και τα μάτια σας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή