Η κινέζα Άλικη
Είναι μία από τις αγαπημένες μου φωτογραφίες. Το κοριτσάκι με τα σχιστά μάτια κρυφοκοιτάζει με περιέργεια μέσα από τη μισάνοιχτη πόρτα του βαγονιού. Το τρένο διασχίζει τις απέραντες εκτάσεις της μεσοδυτικής Κίνας, μέσα από την έρημο Τακλαμακάν, σχίζοντας σαν γαιοσκώληκας την άμμο, διεισδύοντας ολοένα και βαθύτερα σε μέρη παραδομένα στο σκιόφως – μέρη που ακροβατούν ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, μέρη που γεννοβολούν μύθους αρχαίους σαν τον άνθρωπο, πλάθοντας μορφές από χώμα και νερό.
Μα το κοριτσάκι κοιτάζει δίχως δισταγμό. Σαν μια κινέζα Αλίκη γέρνει το κεφάλι προς τα μπρος, διερωτώμενη τι μπορεί να κρύβει η μισάνοιχτη αυτή πόρτα. Θέλει να τα μάθει όλα. Και αν η πόρτα αποκάλυπτε μπρος στα έκθαμβα μάτια μας, εμάς των επισκεπτών, εμάς των τουριστών που το παίζουμε Μάρκο Πόλο, έναν πελώριο δράκοντα, με την ουρά του τυλιγμένη σα φίδι και τα λέπια του να γυαλίζουν στο σκοτάδι, να είστε βέβαιοι πως το κοριτσάκι δεν θα το έβαζε στα πόδια – σε αντίθεση με μας που θα είχαμε σκορπίσει τρέχοντας. Όχι εκείνη όμως. Θα παρέμενε εκεί, κοιτάζοντας με δέος τη μεγαλόπρεπη μορφή του δράκοντα, απλώνοντας το χέρι για να χαϊδέψει την περίλαμπρη μυστακοφόρα κεφαλή του. Και ο δράκοντας θα γουργούριζε σα σπιτικός γάτος.
Βγάζω φωτογραφία το κοριτσάκι – και κοιτάζω μέσα από την πόρτα. Ένα συνηθισμένο κουπέ βαγονιού. Τέσσερα καθίσματα, μια μαμά μ’ ένα μωρό. Κι ένα αγοράκι που ανταποδίδει το βλέμμα μου. Και αυτό ήταν. Κανένας δράκοντας. Το τρένο διασχίζει την έρημο, γυμνή σαν αποστειρωμένη αστική φαντασία. Κάποια βράχια ξεπηδούν εδώ κι εκεί, μοιάζοντας με ξεπλυμένες αναμνήσεις, σκόρπιες καταμεσής μιας απόλυτα συνηθισμένης πραγματικότητας. Η έρημος και τα βράχια: η μνήμη και οι στιγμές που κρατάμε, βυθισμένες κατά το ήμισυ στην άμμο της λήθης. Κι ένα βαγόνι σαν τα βαγόνια του κόσμου – που τυχαίνει απλά να βρίσκεται σ’ ένα πολύ μακρινό μέρος.
Μα όχι. Η μικρή κινέζα Αλίκη δεν βλέπει με τα ίδια μάτια. Η έρημος δεν είναι έρημος για κείνη: η άμμος μοιάζει με χρυσόσκονη και τα βράχια με πετράδια. Το βλέμμα της μαρτυρά πως πιστεύει αληθινά στους δράκοντες. Ποιος ξέρει. Ίσως να ήταν εκεί τελικά ο δράκοντας – μα να γίνεται φανερός μόνο σε λίγους κι εκλεκτούς. Όχι σε μένα βέβαια, που γράφω αυτά τα λόγια, και μάλλον όχι σε σένα, φίλε αναγνώστη, που διαβάζεις. Μα σε εκείνη – ναι.
Και αυτή η μισάνοιχτη πόρτα… δεν ανοίγει σε κάποιο τυπικό κουπέ κάποιου βαγονιού – μα σε μια σπηλιά όμοια με του Αλή Μπαμπά, στραφταλίζοντας με λίθους και αντιλαλώντας δέος κι αναστεναγμούς. Σε μια μαγική σπηλιά, πέρα μακριά, στη μακρινή, άγνωστη Κίνα.
Και εδώ κάπου αφήνουμε την Αλίκη της ιστορίας μας με το σπινθηροβόλο βλέμμα της. Πετάει παρέα με τον δράκοντα – και ίσα που παίρνουμε μια ιδέα της μορφής τους, στο σχήμα των σύννεφων.
Το στολίδι της ερήμου
Λίγες μέρες πριν. Στην έρημο Γκόμπι δεσπόζει ένας ναός. Γύρω του μια όαση με πράσινο και μια λίμνη, τα νερά της οποίας αντανακλούν εκτυφλωτικά το φως του ήλιου. Και πέραν αυτών – το αχανές γκρίζο της ερήμου, οι κυκλώπειοι αμμόλοφοι Μινγκσά που υψώνονται σα φρούρια, θέλοντας να προστατεύσουν ίσως το περίλαμπρο στολίδι τους.
Ανήκουν στους μεγαλύτερους αμμόλοφους του κόσμου και ο Μάρκο Πόλο τους μνημόνευε στα χρονικά του. Τα πλήθη σκαρφάλωναν, βυθίζοντας τα πόδια τους ως τα γόνατα σχεδόν, παρουσιάζοντας το πιο ιδιαίτερο αναρριχητικό θέαμα που έχω δει ποτέ στη ζωή μου. Και αν έφταναν κοπιάζοντας σε κάποια κορυφή, κατρακυλούσαν στην κάθοδο ξεφωνίζοντας με κέφι, κάνοντας τσουλήθρα στην άμμο που ήταν απαλή σα μετάξι.
Πέρα, στον ορίζοντα, κοπάδια με εκατοντάδες καμήλες μετέφεραν μπρος-πίσω τους τουρίστες. Κινέζοι στη συντριπτική πλειοψηφία τους, το θέαμα εμάς των δυτικών παρέμενε σπάνιο και ασυνήθιστο σε αυτά τα μέρη. Μα εγώ παρατηρούσα τις καμήλες και οραματιζόμουν καραβάνια του παλιού καιρού. Δοκίμασα να σκαρφαλώσω στους αμμόλοφους και σκέφτηκα πως είχαμε πέσει σε κάποια ενέδρα ληστών, όπου γύρευα να δραπετεύσω – εις μάτην όμως, τα πόδια μου παγιδεύονταν στην άμμο, δεν υπάρχει διαφυγή, ανόητε τουρίστα, στην παγίδα της ερήμου.
Εκτός αν καταφύγεις στον ναό, εκεί στην όαση. Ίσως προσευχηθείς στο άγαλμα του Βούδα και βρεις τη σωτηρία.
Δες πως ο Μποντισάτβα ατενίζει χαμογελώντας το σκληρό τοπίο. Αναπαύεται στην όαση, κάτω από το δέντρο του, υπό τους γλυκούς παφλασμούς της λίμνης. Δεν ανησυχεί. Χορεύει στη δίνη της ερήμου, υψώνει το πόδι του σαν ακροβάτης στον πιο ψηλό αμμόλοφο. «Τι βαρυγκωμάς κι αναστενάζεις, ταλαίπωρε τουρίστα;», μοιάζει να λέει με το βλέμμα του. «Ονειρεύεσαι καραβάνια και ληστές, μα ο μόνος ληστής που υπάρχει για σένα είναι ο χρόνος: ο χρόνος που σε πιέζει ασφυκτικά, το deadline της αναχώρησης, το πρόγραμμα του γκρουπ, οι διακοπές του τελειώνουν, οι δουλειές που αρχίζουν, το εικοσιτετράωρο που σε πνίγει, η κοινωνία που έχει τακτοποιήσει τα πάντα εντός ενός καλοκουρδισμένου ρολογιού. Να ποιος είναι ο ληστής που σε τρομάζει! Για σένα αυτή η απέραντη έρημος δεν είναι παρά η άμμος μιας κλεψύδρας – αναποδογυρισμένης, που όλο πέφτει, όλο λιγοστεύει, όλο περιχαρακώνει σε καλούπια τη φαντασία σου, όμοια με ταξιδιωτικές μπροσούρες. Και πασχίζεις να κάνεις όσο περισσότερα μπορείς και να χτίσεις καραβάνια με τη σκέψη σου και ληστές με τη φαντασία σου – μα ο χρόνος σε πιέζει και το πρόγραμμα κυλά και πρέπει ν’ αναχωρήσεις για τον επόμενο προορισμό σου! Θα ήθελες να είσαι ταξιδιώτης, θα ήθελες να είσαι τυχοδιώκτης – μα είσαι ένας τουρίστας!
»Μην στεναχωριέσαι όμως – δες εκείνους εδώ, τα μιλιούνια των Κινέζων, που τσαλαβουτούν με χαρά στην άμμο: τουρίστες είναι όλοι, σαν εσένα! Τουρίστες στη χώρα τους! Δεν υπάρχουν διαφορές ανάμεσά σας! Μην αποζητάς λοιπόν περιπέτειες, δεν υπάρχουν πια – η αχανής έρημος είναι ένα πελώριο fun park! Ραμμένο και κομμένο στις ανάγκες της ψυχαγωγίας. Και δεν χρειάζεσαι εμπορεύματα και καραβάνια και καμήλες για να τη διασχίσεις, ούτε εκείνο το μακρινό όνειρο που έκαιγε στην καρδιά του Μάρκο Πόλο – το μόνο που χρειάζεσαι είναι χρήμα και κάποιες μέρες άδεια απ’ τη δουλειά σου!»
Και έτσι αποχωρώ. Στην επιστροφή βρίσκω τον πατέρα μου – που περίμενε στη στάση. Είχε πιάσει γνωριμίες με μια νεαρή κινέζα σε αναπηρικό καροτσάκι. Ονομαζόταν Σίσυ. Οι δικοί της είχαν πάει στους αμμόλοφους και η ίδια τους περίμενε εδώ, στη στάση, αδυνατώντας να πάει παραπέρα. Δεν θα ζήσει ποτέ την εμπειρία να βυθίζει τα πόδια της στην άμμο. Δεν θα δει από κοντά τους αμμόλοφους. Μιλούσε σε σπαστά αγγλικά. Ο πατέρας μου της έδειξε στον χάρτη που βρισκόταν η Ελλάδα – κι εκείνη του μιλούσε, καταχαρούμενη που είχε τη δυνατότητα να γνωριστεί με κάποιους ανθρώπους από μια τόσο μακρινή χώρα. Χαμογελούσε και η μορφή της έλαμπε.
Ναι – δεν θα βυθίσει τα πόδια της στην άμμο, δεν θα δει από κοντά τους αμμόλοφους. Μα η Σίσυ είχε μια διαφορετική εμπειρία συγκριτικά με τα πλήθη των τουριστών. Όση ώρα τα πλήθη σκαρφάλωναν και τραβούσαν selfies στην έρημο, εκείνη αντάλλαζε κουβέντες με τον πατέρα μου – ο πρώτος Έλληνας που γνώρισε στη ζωή της. Οι τουρίστες είχαν ανακαλύψει ένα καινούργιο τοπίο – εκείνη είχε ανακαλύψει έναν άνθρωπο. Όταν πλησίασα τη χαιρέτησα με μια κίνηση του χεριού και μου ανταπέδωσε, χαρούμενη, τον χαιρετισμό. Έμοιαζε με το ναό που ξεφύτρωνε καταμεσής της απεραντοσύνης και με την όαση που άνθιζε στην έρημο.
Τη χαιρετήσαμε και αποχωρήσαμε, αφήνοντας πίσω την έρημο και το στολίδι της. Και το άγαλμα του Μποντισάτβα συνεχίζει ακόμα να χαμογελά.
Πολλαπλά πρόσωπα
Δύο κόσμοι δεσπόζουν στην κινεζική νύχτα. Εκείνος του εκμοντερνισμού – και εκείνος της παράδοσης. Όσο ο δρόμος μας έφερνε προς τα δυτικά, τόσο ενισχυόταν το δεύτερο στοιχείο σε βάρος του πρώτου. Μέχρι πότε, αναρωτιέμαι.
Περπατάς το βράδυ στην μικρή πολιτεία Ντουνχουάνγκ και τα δυο στοιχεία ακόμα ισορροπούν – από τη μία τα μοντέρνα καταστήματα, όμοια με εκείνα που θα συναντήσεις σε οποιαδήποτε δυτική πόλη, και από την άλλη οι παραδοσιακοί πάγκοι με τα εμπορεύματα σε ανοιχτή θέα και τα πλήθη να γυροφέρνουν. Εδώ κι εκεί δέσποζαν φαγάδικα, όπου ο κόσμος καθόταν κι έτρωγε ως αργά. Έμοιαζε λίγο με το δικό μας Μοναστηράκι – μα ήταν φωτεινότερο, με τις χαρακτηριστικές εκείνες επιγραφές που κάνουν τη νύχτα μέρα και θυμίζουν κάποιο φουτουριστικό νέο-νουάρ. Η αγορά ήταν λιγότερο ασφυκτική συγκριτικά με εκείνη της Σιάν (βλέπε το πρώτο μέρος του αφιερώματος) και περπατιόταν ευχάριστα.
Μια όμορφη νεαρή κοπέλα έπαιζε κρουστά. Τη χάζεψα, την τράβηξα κι ένα βίντεο. Σκέφτηκα το άγαλμα με τη χορευτική γυναικεία μορφή που δέσποζε στην είσοδο της αγοράς. Τα δυτικά θρησκευτικά αγάλματα κραδαίνουν απειλητικά σταυρούς και ξίφη. Μα στα χέρια αυτού του αγάλματος δεσπόζει ένα έγχορδο μουσικό όργανο.
Οι δρόμοι πεντακάθαροι, παρά τα πλήθη που μυρμήγκιαζαν. Αναλογικά με τον πληθυσμό της, η Κίνα μου φάνηκε πεντακάθαρη.
Στη διάρκεια της ημέρας είχα μιλήσει με την Τζάο, την ξεναγό μας, για το κινεζικό καθεστώς. Της ανέφερα το «Φονικό Κουνέλι» και αποπειραθήκαμε να μπούμε από το κινητό της στο blog – μάταια. Οτιδήποτε σχετίζεται με το Google είναι απαγορευμένο στην Κίνα – συμπεριλαμβανομένων blog και gmail. Αντίστοιχα δεν υπάρχει Facebook. Μα οι Κινέζοι έχουν δημιουργήσει κάτι αντίστοιχο με το Facebook, μόνο για τους ίδιους. Μικρόκοσμος. Μια κοινωνία που εξακολουθεί να κλείνει τον κόσμο έξω από την ίδια – τον ίδιο κόσμο στον οποίο εισχωρεί ολοένα και περισσότερο, γεμίζοντάς τον με τα αγαθά που παράγει, αντλώντας πλούτη και δύναμη, ενισχύοντας ολοένα και περισσότερο την παρουσία της στο παγκόσμιο στερέωμα, χτίζοντας την υπερδύναμή της σε μια εποχή που άλλες υπερδυνάμεις βλέπουν το άστρο τους να πέφτει.
Μια φίλη συνταξιδιώτισσα με ενημέρωσε πως έχουν αλλάξει πολλά στην Κίνα στη διάρκεια των τελευταίων 20 χρόνων – είχε επισκεφτεί ξανά τη χώρα στα τέλη της δεκαετίας του 90 και οι συγκρίσεις ήταν αναπόφευκτες. Τότε αδυνατούσες να αφήσεις το γκρουπ και να περιπλανηθείς ελεύθερα στους δρόμους κάποιας πόλης – διότι ο τουρίστας όφειλε να δει συγκεκριμένα μόνο μέρη και όχι άλλα. Η αστυνόμευση ήταν αυστηρότατη και οι εξαιρέσεις λιγοστές. Να λοιπόν που το κινεζικό καθεστώς έχει σημειώσει κάποια ανοίγματα στη διάρκεια των χρόνων. Χαλάλι το απαγορευμένο Facebook.
Ναι – έχουν αλλάξει πολλά στη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας. Ένα και μοναδικό άγαλμα του Μάο παρατήρησα να δεσπόζει σε δημόσιο χώρο κεντρικής πλατείας καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού: ο λόγος για το επιβλητικό άγαλμα του Μάο στο Κασγκάρ. Πέραν αυτού όμως – κανένα άλλο. Απεναντίας, η μορφή του Μάο ξεχωρίζει σε πλήθος αναμνηστικών κειμηλίων που μπορεί να αγοράσει κανείς φτηνά από τους εμπορικούς πάγκους της χώρας. Και φυσικά στο εθνικό χαρτονόμισμα.
Μα ως εκεί. Η μορφή του συμβολίζει όλα όσα συμβολίζει κάθε ηγέτης κάθε χώρας: την ενοποίηση, την οικοδόμηση, το χτίσιμο μιας δύναμης. Και αν βουλιάξουν κάμποσες χιλιάδες τούβλα μες στη λάσπη δεν έχει σημασία, όσο κατορθώσει να ανυψώνεται ο ναός πάνω στα ταλαίπωρα θεμέλια. Πασπαλίστε το οικοδόμημα με κάποια χρυσόσκονη «κομμουνιστικής» ιδεολογίας, ίσα για την επικάλυψη, διαποτισμένη πέρα ως πέρα από το εμπορικό πνεύμα της δίχως όρων ανάπτυξης και της ολοένα αυξανόμενης τουριστικής αξιοποίησης, και έχετε το σύγχρονο καθεστώς της Κίνας. Ο καπιταλισμός στην κινεζική εκδοχή του.
Τα αυτοκίνητα στους δρόμους, πριν 20 χρόνια, παρέμεναν λιγότερα συγκριτικά με τα εκατομμύρια των ποδηλάτων. Σήμερα όμως το ποδήλατο παραχωρεί ολοένα και περισσότερο τη θέση του στ’ αμάξι – μιμούμενοι, έτσι, τις χώρες της Δύσης. Ο μέσος αστός νεαρός Κινέζος ζει καλύτερα συγκριτικά με τους γονείς του: έχουν όλοι τους αμάξι και μπορούν να ταξιδεύουν περισσότερο από ποτέ, με τον κινεζικό τουρισμό να σημειώνει ραγδαία άνοδο χρόνο με τον χρόνο και να κυριεύει, σταδιακά, τον κόσμο.
Παρατηρώντας τους χιλιάδες των Κινέζων κατά τη διάρκεια της νύχτας να γυροφέρνουν στα φωταγωγημένα καταστήματα, να τραβούν φωτογραφίες, να χαζεύουν στα πάρκα, να αράζουν στα φαγάδικα, να ξεφαντώνουν με τις συντροφιές, να παίζουν μουσική, να διασκεδάζουν – συνειδητοποίησα πως αυτός ο λαός σε ένα μεγάλο ποσοστό περνάει καλά. Αδυνατώ να μιλήσω για τον χωριάτη ή για τον κάτοικο του μακρινού Νότου – πρόκειται για μια απέραντη χώρα – μα ο μέσος αστός μου μετέδωσε μια εικόνα ανεμελιάς. Η Κίνα διανύει την περίοδο των παχιών αγελάδων της. Και πάλι – χαλάλι το απαγορευμένο Facebook.
Αξίζει να αναφέρω ένα περιστατικό. Η φίλη συνταξιδιώτισσα αρρώστησε, κάποια στιγμή, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού – και χρειάστηκε να επισκεφτεί άμεσα το νοσοκομείο της πόλης. Η εξυπηρέτηση ήταν ταχύτατη. Δίχως το παραμικρό έξοδο έκανε τις αναγκαίες εξετάσεις σε συντομότατο χρονικό διάστημα και ο γιατρός της υπέδειξε την κατάλληλη θεραπεία. Όλα έγιναν σε διάστημα δύο ωρών. Δίχως έξοδα, ας επαναλάβω.
Το επόμενο πρωινό, μετά τη νυχτερινή βόλτα μου στην Ντουνχουάνγκ, κατευθυνθήκαμε στα βουδιστικά σπήλαια Μογκάο, λαξευμένα στο βουνό μεταξύ του 4ου και του 14ου αιώνα, απεικονίζοντας σε τοιχογραφίες αναπαραστάσεις από τη ζωή του Βούδα και σκηνές απ’ την πλούσια κινεζική μυθολογία. Κάποιες τοιχογραφίες έμοιαζαν αρχαίες σαν την ίδια την πηγή απ’ την οποία αναβλύζουν οι πιο αρχέγονοι μύθοι. Εξωτικά στοιχειά και δαίμονες που έμοιαζαν με άγιους (ή το αντίστροφο, δεν έχει διαφορά) χόρευαν στο ημίφως των σπηλαίων και σχεδόν άκουγες την αρχέγονη μουσική τους από το φύσημα των βράχων. Έλα να σου τραγουδήσουμε τους αρχέγονους μύθους μας, έμοιαζαν να λένε. Έλα μαζί μας πίσω στα άδυτα του χρόνου.
Έξω όμως απ’ τα σπήλαια δυο Κινέζες έμοιαζαν βαριεστημένες. Κάθονταν στον πάγκο, απορροφημένες στα κινητά τους.
Προπαγανδιστικά τηλεοπτικά προγράμματα και επιγραφές. Απαγορευμένες σελίδες στο διαδίκτυο. Αστυνόμευση. Αυτοκρατορία. Μα επίσης: ευχάριστη νυχτερινή ζωή. Ραγδαία αναπτυσσόμενος τουρισμός. Λεφτά στην τσέπη. Καθαριότητα και ευγενική συμπεριφορά. Άμεση εξυπηρέτηση στα νοσοκομεία. Αίσθηση κοινότητας, ακόμα και στο αστικό κέντρο. Παράδοση και εκμοντερνισμός. Μύθος και κινητό τηλέφωνο.
Τα πολλαπλά πρόσωπα της Κίνας.
Όλο και πιο δυτικά: η πολύχρωμη, άγνωστη Κίνα
Ο Δρόμος του Μεταξιού μας έφερνε όλο και δυτικότερα – σε ολοένα πιο άγνωστα εδάφη, σε περιοχές που αγνοεί ο κόσμος της Δύσης, σε μέρη που ελάχιστα μοιάζουν με τις συνήθεις αναπαραστάσεις του ευρύτερου κοινού σχετικά με την Κίνα. Μα εδώ φανερώνεται πως πρόκειται για μια πελώρια χώρα, ένα κυριολεκτικό συνονθύλευμα πολιτισμών – κάποιοι εκ των οποίων θα προτιμούσαν να διαφοροποιηθούν από το κεντρικό σώμα και να ακολουθήσουν ξεχωριστή πορεία, έχοντας πολύ διαφορετικές παραδόσεις και ομιλώντας σε διαλέκτους που λίγο μοιάζουν με εκείνες των ανατολικών γειτόνων τους.
Ο λόγος για τους Ουιγούρους, κατοίκους της αυτόνομης, ως ένα βαθμό, επαρχίας της Σιντσιάνγκ, που δεσπόζει στο βορειοδυτικό άκρο της Κίνας. Και ο λόγος για το Τουρπάν, το Ουρούμτσι και το Κασγκάρ, τις χαρακτηριστικές πολιτείες της δυτικής Κίνας.
Παρατηρώντας τους Ουιγούρους, την εμφάνιση και τις συνήθειές τους, εντοπίζεις ελάχιστα κοινά στοιχεία με τους Κινέζους Χαν – τους Κινέζους της Ανατολής. Μοιάζουν περισσότερο με Μογγόλους ή με Τούρκους, μουσουλμάνοι σε σημαντικό βαθμό όσο αφορά το θρήσκευμα – μα τα σχιστά τους μάτια, οι διατροφικές συνήθειες και ο πολύχρωμος ρουχισμός τους υπενθυμίζουν πως βρισκόμαστε ακόμα σε κινεζικά εδάφη.
Περισσότερο χαρακτηριστικές όλων είναι οι ενδυμασίες των γυναικών: έμοιαζε λες και έχεις βουτήξει στο κινεζικό τσάι μια γερή δόση ψυχεδελικών. Όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου, ενδεχομένως και ακόμα περισσότερα, συνοδευόμενα από μουσουλμανικές μαντίλες στο κεφάλι – και μια γερή δόση αυτονομίας. Έβλεπες περισσότερες γυναίκες να ιππεύουν μηχανάκια στους δρόμους, παρά άντρες. Συχνά με ολόκληρη την οικογένεια, μαμά, γιαγιά και παιδιά μαζί.
Οι ανοιχτοί πάγκοι με τα εμπορεύματα που δέσποζαν εδώ κι εκεί, ρούχα και παπλώματα και τσάντες και χαλιά και διακοσμητικά, μετέδιδαν την αίσθηση πως το διπλό εκείνο αντιμαχόμενο πρόσωπο, εκείνο του μοντερνισμού και της παράδοσης, που τόσο δέσποζε στη διάρκεια του ταξιδιού ως τώρα, εγκαταλείπει σταδιακά τα διχαστικά χαρακτηριστικά του και γίνεται ολοένα και περισσότερο ομοιόμορφο: ο δυτικός μοντερνισμός δύει και ανυψώνεται ο πορφυρός ήλιος της μουσουλμανικής παράδοσης, καυτός και βραδυκίνητος σαν τον ήλιο που φλογίζει τα καραβάνια της ερήμου.
Να το πω αλλιώς: εδώ οι άνθρωποι έμοιαζαν περισσότερο με τους ανθρώπους κάποιας άλλης εποχής και μιας κουλτούρας πολύ διαφορετικής απ’ τη δική μας – μα οι ρίζες αυτής της κουλτούρας, βυθισμένες στο χώμα της Μέσης Ανατολής, λουσμένες στον καυτερό ήλιο, ανθίζοντας σε παράξενα φυτά με φιδίσια σχήματα και ευωδιαστά άνθη – αυτές οι ρίζες έχουν διαποτίσει με την εξωτική τους βλάστηση τον ανθρώπινο πολιτισμό.
Αυτοί δεν ήταν οι Μουσουλμάνοι που γνωρίζουμε από τις χώρες της φονταμενταλιστικής Μέσης Ανατολής – δεν είναι οι μουσουλμάνοι του Αφγανιστάν και του Ιράν, της Αραβίας ή και της Τουρκίας ακόμα. Εδώ οι γυναίκες δεν φορούν μπούργκες, δεν ντύνονται στα μαύρα. Παντού γύρω βλέπεις χρώμα – χρώμα που μεθάει τις αισθήσεις και υπνωτίζει τη λογική. Αυτό δεν είναι το Ισλάμ των δυτικών μέσων ενημέρωσης και της καταπίεσης, που στέκεται ως αντίβαρο στην, πολιτισμένη τάχα, Δύση.
Όχι – αυτή είναι μια διαφορετική μουσουλμανική κοινωνία, άγνωστη σε πολύ κόσμο, χαμένη στα βάθη της Ανατολής, σαν ρουμπίνι που συμπαρέσυρε ο άνεμος μαζί με τη σκόνη της λήθης, ένα λυχνάρι με τζίνια που περιμένουν υπομονετικά στο εσωτερικό του για τον ερχομό όχι κάποιου επίδοξου Σωτήρα ή κάποιου πολιτικού Ηγέτη – μα ενός Πρίγκιπα, όμοιος με τον Αλαντίν του μύθου.
Ναι, αυτή, κατά τη γνώμη μου, είναι η αρχέγονη Μέση Ανατολή, που διατηρεί κάτι από την εποχή πριν την εμφάνιση του ίδιου του Ισλάμ: η Μέση Ανατολή που κατέφυγε προς τα ανατολικά και καταχωνιάστηκε στις κινεζικές ερήμους, όμοια με πολιτεία που παρέσυρε ο άνεμος. Μπορώ να φανταστώ σε αυτή την καταχωνιασμένη Μέση Ανατολή να γεννιούνται οι Χίλιες και Μια Νύχτες.
Το περιεχόμενο και το περιτύλιγμα
Σου έχουν κάνει ποτέ κάποιο δώρο που είχε τόσο ωραίο περιτύλιγμα, που δίσταζες ως και να το ξετυλίξεις μη τυχόν το χαλάσεις; Συμβαίνει κάποιες φορές. Και όταν ξετυλίγεις το περιτύλιγμα το διπλώνεις προσεκτικά και το φυλάς. Εξάλλου ποιος εγγυάται πως το περιεχόμενο θα είναι ανώτερο του περιτυλίγματος. Ζούμε εξάλλου σε μια εποχή βιτρίνας – μια εποχή που το φαίνεσθαι κυριαρχεί και το περιεχόμενο… αλήθεια, ποιος δίνει δεκάρα για το περιεχόμενο.
Η Παλαιά Πόλη του Κασγκάρ ήταν δομημένη σε δύο επίπεδα: στο περιτύλιγμα• και το περιεχόμενο. Το πρώτο ήταν εντυπωσιακό και ικανό να τραβήξει τα βλέμματα. Πανέμορφα σπίτια με πλουμιστές προσόψεις, γυναίκες που χόρευαν στη μέση του δρόμου, άμαξες με άλογα, πλήθος πραματευτάδων που πουλούσαν την πραμάτειά τους – κρέατα και πίτες και μπαχαρικά και σκεύη και μουσικά όργανα και υφάσματα και αναμνηστικά. Στο βάθος ακούγονταν παραδοσιακές μουσικές της Μέσης Ανατολής. Ένα ιδανικό μέρος για τουρισμό.
Μα – ποιο είναι το περιεχόμενο άραγε;
Ενώ βάδιζα στην πλατειά κεντρική λεωφόρο της Παλαιάς Πόλης, με πλησίασε ένας κινέζος τουρίστας και πιάσαμε την κουβέντα. Σε αντίθεση με τη συντριπτική πλειοψηφία των Κινέζων, φαινόταν μορφωμένος, ταξιδεμένος και γνώριζε καλά αγγλικά. «Η Κίνα είναι πελώρια, είναι αχανής», μου κάνει. «Ο κόσμος νομίζει πως την ξέρει, μα ξέρει ελάχιστα στην πραγματικότητα. Σίγουρα δεν είναι αυτό που φαίνεται πάντως – ή δεν είναι μόνο αυτό που φαίνεται.»
Όπως περιπλανήθηκα στην Παλαιά Πόλη, αντίστοιχα γύρισα στους δρόμους και τις λεωφόρους της νεότερης πόλης – εδώ οι διαφορές με τα σύγχρονα αστικά κέντρα ήταν αισθητά λιγότερες. Φτωχότερα κτίρια ίσως, στοιβαγμένες με κόσμο πολυκατοικίες και εκείνος ο διάχυτος αέρας του Ισλάμ εδώ κι εκεί, όπως φανερώνεται στα τζαμιά, τα παζάρια, τα τρόφιμα και τις τοπικές ενδυμασίες. Σαν μια κινεζική Κωνσταντινούπολη – δίχως τον δυτικό αέρα και τα λιμάνια της. Και μια διάχυτη εκρηκτική διάθεση στην ατμόσφαιρα – αρκετοί Ουιγούροι δεν τα πάνε καλά με τους Κινέζους, βλέπετε, και έχουν υπάρξει άφθονες βομβιστικές ενέργειες στα πλαίσια των αυτονομιστικών τους τάσεων. Δεν ξεχνώ τους αυστηρούς αστυνομικούς ελέγχους σε όλα τα δημόσια τουριστικά καταστήματα: είτε μιλάμε για το ξενοδοχείο, είτε για το εστιατόριο που καταφύγαμε για φαγητό, είτε ακόμα και για το σουπερμάρκετ – το οποίο, παρεμπιπτόντως, υπήρξε το μεγαλύτερο σε έκταση σουπερμάρκετ που έχω δει στη ζωή μου, δομημένο πέρα ως πέρα κατά τα δυτικά πρότυπα – και ακόμα πιο εντυπωσιακό.
Ναι, η Κίνα είναι μια χώρα με τόσα και τόσα πρόσωπα.
Κάποια στιγμή ένιωσα ν’ αφυπνίζεται μέσα μου η δίψα της βιβλιοφαγίας. Σύμφωνοι, είχα φέρει τα δικά μου βιβλία κατά τη διάρκεια του ταξιδιού (αλίμονο αν δεν το έκανα!) Μα επιθυμούσα τόσο να πάρω μια γεύση κάποιου τοπικού βιβλιοπωλείου! Μα στην διάρκεια των περιπλανήσεών μου στις μοντέρνες πόλεις της βορειοδυτικής Κίνας (στο Τουρπάν, το Ουρούμτσι και το Κασγκάρ) ίσα που αντίκρισα ένα και μοναδικό βιβλιοπωλείο, καταμεσής των εκατοντάδων καταστημάτων με τεχνολογία, κινητά, και ρούχα. Μπήκα μέσα, έκανα μια γύρα, έπιασα κάποια βιβλία – όλα με αραβική γραφή. Ούτε καν κινέζικη. Δεν κατάλαβα τίποτα, δεν αναγνώρισα καμία γνώριμη λογοτεχνική μορφή. Έφυγα απογοητευμένος, νιώθοντας για μια φορά πως βρίσκομαι μακριά – πολύ μακριά – από το σπίτι μου.
Δεν είδα Κινέζους να διαβάζουν – βιβλία ή εφημερίδες. Έμοιαζαν όλοι σκυμμένοι στα κινητά τους – ειδικά οι νεότεροι σε ηλικία. «Ασχολείται καθόλου η νεολαία με την πολιτική;», ρώτησα κάποια στιγμή την Τζάο. Λίγο ως καθόλου, είπε, επιβεβαιώνοντας τη σκέψη μου. Σύμφωνοι, το ίδιο το καθεστώς δεν επιδοκιμάζει τέτοιου είδους ελευθερίες – μα νομίζω πως δεν χρειάζεται το καθεστώς να προσπαθήσει και ιδιαίτερα: οι Κινέζοι στην πλειοψηφία τους δεν μοιάζουν να ενδιαφέρονται για τέτοια πράγματα. Ένα καινούργιο αμάξι, ένα καλύτερο κινητό, η δυνατότητα να βρουν μια δουλειά με περισσότερα λεφτά και να κάνουν ταξίδια και εξορμήσεις – αυτά φαίνεται να τους απασχολούν, προς μεγάλη ικανοποίηση των πολιτικών της χώρας.
Εκτός αν κάνω λάθος. Εκτός αν οι εντυπώσεις απατούν… Θυμίζω τα λόγια του Κινέζου που με πλησίασε: «η Κίνα είναι αχανής… νομίζεις πως την ξέρεις, μα γνωρίζεις ένα μικρό μέρος της και μόνο».
Κάποια στιγμή καταφύγαμε για φαί σ’ ένα όμορφο εστιατόριο και παρατήρησα με ευχάριστη έκπληξη πως έπαιζε στην τηλεόραση μια ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν. Δεν ήταν άλλη από τα «Φώτα της Πόλης»! [για τα οποία έχω γράψει αναλυτικά εδώ]. Ίσως λοιπόν να υπάρχει ένα περιθώριο, ένα άνοιγμα στο Τείχος, τέτοιο που όχι μόνο ν’ απωθεί τους βαρβάρους… μα και να καλωσορίζει τους καλλιτέχνες του εξωτερικού.
Επιστρέφω στην αρχή της ενότητας: το περιτύλιγμα και το περιεχόμενο. Είδα το περιτύλιγμα – τη φανταχτερή Παλαιά Πόλη του Κασγκάρ – είδα και το περιεχόμενο – τη νεότερη πόλη που τόσο έμοιαζε σε όλα τα αδιάφορα χαρακτηριστικά της αστικής δύσης. Τελικά είναι στις διαφορές μας που ξεχωρίζουμε και είμαστε μοναδικοί. Στις ομοιότητές μας είμαστε απελπιστικά ίδιοι ο ένας με τον άλλον.
Και αν η διαφορετικότητα καταλήξει ένα φανταχτερό περιτύλιγμα και τίποτα περισσότερο, κατάλληλο να προσελκύει τους τουρίστες με τα επιδεικτικά φολκλόρ και τα αναμνηστικά σουβενίρ της; Αν στο βάθος γίνουν όλα ίδια; Δεν είδα Pizza Hut ή KFC στη βορειοδυτική Κίνα – ήταν εκεί όμως στη Σιάν, βρίσκονται εκεί στο Πεκίνο και τη Σαγκάη – ίσως είναι θέμα χρόνου να κατακλύσουν και την κοινωνία των Ουιγούρων.
Δέχεσαι λοιπόν το δώρο. Κρατάς το φανταχτερό περιτύλιγμα («τι όμορφη κορδέλα!») και σκέφτεσαι πως το περιεχόμενο δεν είναι και πολύ του γούστου σου. Μα έλα που μπορεί να συμβεί κάτι παράξενο: να διαπιστώσεις πως υπάρχει μια κρυφή πτυχή σε αυτό το δώρο – μια πλευρά που αγνοούσες και συνειδητοποιείς με τον καιρό. «Η Κίνα δεν είναι μόνο αυτό που φαίνεται προς τα έξω».
Εκεί, στο Κασγκάρ, δέσποζε το μαυσωλείο του Αμπάκ Χότζα. Ένα πανέμορφο μουσουλμανικό τέμενος, το μεγαλύτερο της επαρχίας Σιντζιάνγκ, πλημμυρισμένο από λουλούδια. Μέσα έλεγαν διάφορες ιστορίες για την καταγωγή του τζαμιού και τους αρχοντικούς τάφους, που ομολογώ εκείνη την ώρα με άφηναν αδιάφορο. Βγήκα έξω, λοιπόν, παρατηρώντας τα υπέροχα αραβουργήματα στους τοίχους, όταν με πλησίασε μια νεαρή κοπέλα και με ρώτησε, σε σπαστά αγγλικά, «από πού είμαι». Της απάντησα. Ναι, την ήξερε την Ελλάδα. Είχε τα χαρακτηριστικά μιας ντόπιας Ουιγούρης. Είχε επισκεφτεί το Τζαμί με τους γονείς της. Ζήτησα αν μπορώ να τους τραβήξω μια φωτογραφία. Έτσι κι έγινε. Τους ευχαρίστησα και τους ευχήθηκα καλή συνέχεια. Κοιτάζω τη φωτογραφία και σκέφτομαι πως αποπνέουν μια ήρεμη απλότητα, μια ευγενή δύναμη.
Πίσω απ’ την πλατειά λεωφόρο της Παλαιάς Πόλης του Κασγκάρ, κατάλληλα διαμορφωμένη για τουριστική κατανάλωση, ξεκινούσαν άφθονα μικρά στενά. Οδηγούσαν στα ενδότερα, στην πίσω όψη της. Ε, λοιπόν, εκεί μας έβγαλε ο δρόμος.
Και ξαφνικά έμοιαζε να έχει υποχωρήσει το πέπλο του περιτυλίγματος. Εδώ δεν υπήρχαν εντυπωσιακές βιτρίνες και πλουμιστά μπαλκόνια. Εδώ ο κόσμος ήταν αισθητά λιγότερος – όχι τουρίστες, μόνο κάτοικοι. Εδώ δεν υπήρχε καμία σύγχρονη πολιτεία, καμιά πολυκατοικία, κανένα κατάστημα. Τα σπίτια ήταν μικρά, μονοκόμματα, δίχως περιττές διακοσμήσεις και έμοιαζαν καμωμένα από πηλό, λες και έχουν ξεπροβάλλει από το χώμα και τη λάσπη. Άφθονα στενά δρομάκια, οικογένειες Ουιγούρων που επιδίδονταν στις καθημερινές τους ασχολίες πέρα και μακριά από τα βλέμματα του πλήθους.
Οι νοικοκυρές με τα χαρακτηριστικά τους πολύχρωμα ενδύματα και τα τουρμπάνια στο κεφάλι, και πλήθη παιδιών να τρέχουν εδώ κι εκεί, μέσα στα στενά, κάνοντας ποδήλατο ή παίζοντας μπάλα και χαρτιά. Και μας παρατηρούσαν, απορημένα, χαμογελαστά, ασυνήθιστα να βλέπουν δυτικούς τουρίστες στα μέρη τους. Πάντα πρόθυμα να σκάσουν ένα πλατύ χαμόγελο μπρος στον φωτογραφικό φακό, υπό το επιδοκιμαστικό βλέμμα των μανάδων τους.
Δεν διέκρινα κανένα βλέμμα αποδοκιμασίας, πουθενά. Απλοί άνθρωποι.
Με άλλα λόγια πήρα μια γεύση μιας άλλης ζωής, πέρα και έξω από την αστική πραγματικότητα, παραπέμποντας στους κατοίκους κάποιου χωριού – ή στη ζωή της κοινωνίας των Ουιγούρων πριν πολλά χρόνια. Μα αυτή η Παλαιά Πόλη του Κασγκάρ συνιστά μια μικροσκοπική νησίδα καταμεσής της νεότερης πόλης – κάτι αντίστοιχο ίσως με τη δική μας Πλάκα.
Έμοιαζαν τόσο απλά και ταπεινά τα σπιτάκια σε αυτή την Παλαιά Πόλη. Σκεφτείτε λοιπόν την έκπληξη που δοκίμασα όταν η ξεναγός μας προσκάλεσε σε ένα από αυτά τα σπιτάκια, για δείπνο – και μπαίνοντας μέσα αντίκρισα ένα κανονικό αρχοντικό!
Τι να εκθειάσω πρώτα – τα υπέροχα πιατικά και τις πορσελάνες, τους ανάγλυφους κίονες, τα πλουμιστά βάζα… ή μήπως το γαργαλιστικό φαγητό με τα ολόδροσα φρούτα, τους νοστιμότατους ξηρούς καρπούς, και τα γαργαλιστικά σουβλάκια. Α, εδώ στη μουσουλμανική Κίνα τα φαγητά τους είναι εγγύτερα στο γούστο μας, συγκριτικά με εκείνα της Ανατολής – βλέπε και το προηγούμενο μέρος του αφιερώματος για σύγκριση.
Μα οι οικοδεσπότες και οι μαγείρισσες και οι ιδιοκτήτες του σπιτιού – ούτε στιγμή δεν έκαναν την εμφάνισή τους στο δείπνο μας. Είναι μέρος της παράδοσης.
Μόνο όταν πια αποχωρούσαμε μπορέσαμε να τους δούμε, μάλλον τυχαία – και τους τράβηξα μια φωτογραφία, ώστε να τους θυμάμαι. Ναι, αυτή είναι η οικογένεια του σπιτιού, που μας φιλοξένησαν και μας μαγείρεψαν και μας περιποιήθηκαν δίχως στιγμή να εμφανιστούν μπροστά μας.
Ποιο είναι, λοιπόν, το πρόσωπο της Κίνας; Να λοιπόν που υπάρχει κάτι πέρα από το περιτύλιγμα και κάτι πέρα από το περιεχόμενο το ίδιο. Και αυτό συνοψίζεται σε μια λέξη και μοναδική: οι άνθρωποί της.
Στο παζάρι των χρωμάτων
Αυτός είναι ο ομφαλός της γης. Εδώ καταλήγουν όλοι οι προορισμοί. Μια μέρα, πριν χιλιάδες χρόνια, κάποιος παράτολμος αιχμαλώτισε την αντανάκλαση τ’ ουράνιου τόξου – και τη μετέφερε προσεκτικά και την άπλωσε μπρος στα μάτια του έκθαμβου κοινού… και έτσι γεννήθηκε το πρώτο και αρχέγονο παζάρι: εκεί που ξετυλίγονται τα χρώματα τ’ ουράνιου τόξου, σαν πολύχρωμο χαλί που ξεδιπλώνεται σπιθαμή προς σπιθαμή, κάθε κλωστή λουσμένη στο ράθυμο φως του απομεσήμερου. Μια πανσπερμία χρωμάτων, σμίγοντας με τις μυρωδιές, τα βλέμματα, τους ήχους, την αέναη κίνηση του κόσμου, τις διαπραγματεύσεις, τα τρόφιμα, τα μπαχαρικά, τα μαντίλια των γυναικών, τα μουστάκια των αντρών, τα παιδιά που πάντα χαμογελούν και πάντα τρέχουν, τα στενά δρομάκια που αναπαράγουν την είσοδο στον αιώνιο λαβύρινθο, τα σκιερά παντζούρια, τα μυστήρια βλέμματα, τις τέντες που αποκαλύπτουν λιγότερα απ’ όσα υπόσχονται και περισσότερα απ’ όσα υπολογίζεις, τη μητέρα με το μωρό στην πλάτη, τον πατέρα με το εξονυχιστικό βλέμμα και τον έμπορο – τον ίδιο έμπορο που υπήρξε πάντα, από τις απαρχές τις ίδιες, τον αρχέγονο έμπορο, τον πρώτο διαπραγματευτή που εμφανίστηκε ποτέ, ερχόμενος απ’ τα βάθη της ερήμου, τινάσσοντας από πάνω του τη σκόνη, με μάτια που λάμπουν κι έναν γάιδαρο φορτωμένο υφαντά και πολύτιμους λίθους, εξορυγμένους απ’ τη σπηλιά του Αλή Μπαμπά – απάτη, ασφαλώς, μα το ξέρεις και δεν σε ενοχλεί, γιατί βρίσκεσαι εδώ γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό, για την απάτη, γιατί θες ν’ απατηθείς, γυρεύεις τ’ όνειρο και την πλάνη και τη μέθη και το παραμύθιασμα που μόνο η αντανάκλαση του αιχμάλωτου ουράνιου τόξου μπορεί να σου προσφέρει.
Αυτό είναι το παζάρι της ανατολής! Και αυτό υπήρξε το παζάρι του Κασγκάρ! Αντίστοιχο με όλα τα μεγάλα μεσανατολικά παζάρια, σαν εκείνο της Κωνσταντινούπολης, εξωθημένο όπως στο άλλο γεωγραφικό άκρο, στις παρυφές του μεσανατολικού πολιτισμού, στα βάθη της Κίνας.
Πάγκοι που ξεχειλίζουν χρώματα, πλήθη από πραματευτάδες και εκείνες οι γυναίκες με τις πλουμιστές φορεσιές, οι παράξενες αυτές γυναίκες που σε κάνουν να αισθάνεσαι πως έχεις ταξιδέψει πίσω στον χρόνο, πως είσαι μια κουκίδα μελάνης στη σελίδα κάποιου μυθικού χειρόγραφου, γραμμένου στο ημίφως πριν δυο χιλιάδες χρόνια.
Σαν μελανοκουκίδα, σαν σκιά αρμένιζα κι εγώ στην ανθρωποθάλασσα του παζαριού, η μηχανή στο χέρι, προσπαθώντας ν’ αποστηθίσω τις κεντρικές εισόδους – γιατί εύκολα χάνεσαι εδώ. Αυτά τα παζάρια της Ανατολής στέκουν στον αντίποδα του δυτικού εμπορικού κέντρου – με τις λουσάτες βιτρίνες και τον κλιματισμό και τις κυλιόμενες σκάλες και τις πρωτοκλασάτες μάρκες και τα πλαστικά φαγητά και τους γρήγορους καφέδες και τα κορίτσια που κάνουν πασαρέλα. Και αν τα τρόφιμα εδώ μοιάζουν βρώμικα, αυτό συμβαίνει γιατί συνήθισες στα τρόφιμα των δυτικών Mall, τα ξεπλυμένα με απορρυπαντικό.
Αυτό είναι το παζάρι της ανατολής, το αρχέγονο παζάρι, όμοιο με κάθε παζάρι που υπήρξε από τις απαρχές του χρόνου. Ένα ζωντανό μουσείο. Είθε τα τρόφιμά του να παραμείνουν βρώμικα και οι οσμές του να παραμείνουν ανθρώπινες – και άσε τις προκατασκευασμένες γεύσεις και τον κλιματισμό για τα εμπορικά κουκλόσπιτα της δύσης.
Άνθρωποι και ζώα
Από το παζάρι των ανθρώπων – στο παζάρι των ζώων. Το Κασγκάρ φημίζεται και γι’ αυτό το τελευταίο. Εδώ το εμπόρευμα είναι ζώα – εκατοντάδες βόδια και κριάρια και κατσίκια και γαϊδούρια και πρόβατα και γιακ. Δεμένα με σκοινιά και περιφερόμενα σαν αιχμάλωτοι πολέμου, μπρος στα μάτια των υποψηφίων αγοραστών, που τα ψαχουλεύουν στη γούνα και στα καπούλια και στα δόντια και διαπραγματεύονται με δυνατές φωνές την τιμή τους. Και αν τα ζώα τους κάνουν, και αν καταλήξουν σε μια ικανοποιητική διαπραγμάτευση, τα σηκώνουν και τ’ απιθώνουν σαν σακιά στα βαρυφορτωμένα καρότσια τους.
Εδώ δεν χωρούν ποιητικές εικόνες. Η φαντασία πνίγεται από τα βελάσματα και τα μουγκανητά των αιχμαλώτων. Και ενώ οι μυρωδιές της γούνας και του ιδρώτα και της σκόνης σμίγουν με την οσμή του ψητού κρέατος: μπρος στα μαντριά των ζωντανών, μπρος στα μάτια των αιχμαλωτισμένων, μπρος στους τουρίστες που περιδιάβαιναν τον ανοιχτό χώρο, διάφοροι μάγειροι έστηναν τέντες με καζάνια και φωτιές και μαγείρευαν κουφάρια που κρέμονταν γδαρμένα σε γάντζους και παλούκια. Παραμέσα, στη σκιά της τέντας, ομάδες ντόπιων έτρωγαν βραστές σούπες, όπου τ’ απομεινάρια του ζώου ανακατεύονταν με μακριές κουτάλες.
Στη διάρκεια του ταξιδιού μου είδα ναούς και έργα τέχνης και θαυμαστές σπηλιές σκαλισμένες στον βράχο. Πήρα μια γεύση από το πνεύμα της ανατολής και το αρχέγονο πνεύμα του ανθρώπου. Μα εδώ, τώρα, σε αυτό το παζάρι των ζώων, δεν είδα κανένα πνεύμα – μόνο κρέας. Αυτό είναι η βάση – η λάσπη από την οποία ξεπηδάει το φυτό του πνεύματος. Το μεγάλο Στομάχι. Αυτό είναι ο άνθρωπος. Από τη μία οι διαπραγματευτές που με βίαιες φωνές και συναλλαγές χρημάτων αντάλλασσαν την πραμάτειά τους – και από την άλλη το βουβό βλέμμα των ζώων. Από τη μία τα σφιχτοδεμένα σε σκοινιά κοπάδια – και από την άλλη τα αχνιστά καζάνια με τις μακριές κουτάλες και οι γέροι που βουτούσαν τη γενειάδα τους στη σούπα.
Κάποια ζώα, εδώ κι εκεί, γύρευαν να δραπετεύσουν. Κάποιο κατσικάκι το έσκασε από το μαντρί και έτρεξε για δυο λεπτά – μέχρι να το προλάβει πάλι ο έμπορας και να το απιθώσει στο σακί του. Δυο λεπτά ελευθερίας. Και τα καζάνια να γυρνούν και να ζέχνουν.
Τι είναι λοιπόν το πνεύμα του ανθρώπου; Ο ατμός που ξεπηδά απ’ τα καζάνια! Το κρέας που έχει τραφεί με κρέας και χωνεύει γράφοντας ποίηση.
Το παζάρι των ζώων του Κασγκάρ έμοιαζε, περισσότερο από κάθε άλλο, με μια ματιά στα βάθη του χρόνου. Έτσι ήταν από αμνημονεύτων χρόνων, έτσι γινόταν στα χρόνια των αρχαίων πολιτισμών. Οι πραματευτάδες και οι έμποροι και τα ζώα που μουγκανίζουν και οι γέροι που ρουφούν τις σούπες τους – ίδια εικόνα μετά από χιλιάδες χρόνια, επανάληψη της αρχέγονης σκηνής.
Τι διαφορετικό έχουμε να επιδείξουμε οι ίδιοι, τι έφερε η εξέλιξη της τεχνολογίας και η αυξημένη ευαισθητοποίηση της εποχής μας; Τα ζώα δεν στοιβάζονται πια σε ανοιχτά μαντριά, αλλά σε κλειστά εργοστάσια. Εξοντώνονται με επιστημονικές διαδικασίες. Δεν μαγειρεύουν τα κουφάρια τους μπροστά στα μάτια μας. Και όταν τρώμε, δεν βυθίζουμε τη γενειάδα μας στη σούπα.
Αυτό όλο.
Μπρος στο ενοχλητικό – μα ειλικρινές στη γύμνια του – θέαμα, παρατήρησα ένα αγοράκι που έστεκε παράμερα και ζωγράφιζε σ’ ένα μπλοκ ζωγραφικής. Μας έδειξε τη ζωγραφιά του και το τράβηξα μια φωτογραφία. Με ανακούφισε, δεν το κρύβω. Έμοιαζε λες και ξεπρόβαλε ένα ζωοδότης δημιουργός: όχι απ’ τους ουρανούς – μα απ’ τη γη και το χώμα και τη λάσπη και το κρέας που αχνίζει και γίνεται καπνός.
Διάφορες μικρές στιγμές
Και εδώ ο Δρόμος του Μεταξιού αφήνει πίσω του την άγνωστη Κίνα – και ο δρόμος μας φέρνει πέρα από τα σύνορα της αχανούς χώρας, στο Κιργιστάν. Μα γι’ αυτό το τελευταίο επιφυλάσσομαι να επανέλθω με κάποια μελλοντική ανάρτηση, αν ο χρόνος μου το επιτρέπει. Προς το παρόν θα σε αποχαιρετήσω, φίλε αναγνώστη και συνοδοιπόρε στο ταξίδι μου, με κάποιες μικρές στιγμές του ταξιδιού.
Για παράδειγμα τους μουσικούς με τα παραδοσιακά κινεζικά μουσικά όργανα.
Τα ερείπια μιας παλιάς πολιτείας στα περίχωρα του Τουρπάν.
Τα περίφημα Φλογισμένα Βουνά.
Τον κόσμο που σωρεύεται έξω απ’ τα βουδιστικά σπήλαια Μογκάο.
Την υπέροχη και μοσχομυριστή Κοιλάδα των Σταφυλιών στο Τουρπάν.
Τα εξίσου μοσχομυριστά και δροσερά πεπόνια και καρπούζια για τα οποία φημίζεται η βορειοδυτική Κίνα – και εδώ ανήκουν τα περιβόητα «Χέμι» [ή «Χάμι»], τα νοστιμότερα πεπόνια που έχω φάει ποτέ στη ζωή μου.
Ένας κόκορας που περιφέρεται αγέρωχα στον ίσκιο της Κοιλάδας των Σταφυλιών.
Κι ένας άλλος κόκορας, σε μορφή αγάλματος δίπλα στον χοίρο και τον σκύλο, μέρος του κινεζικού ζωδιακού κύκλου.
Να και μια μαμά με κοριτσάκι της, μαγείρισσα.
Και οι ντόπιες γυναίκες του Τουρπάν, καβάλα σ’ ένα κάρο.
Τουρπάν: η νοσοκόμα που έπαιρνε την πίεση στους περαστικούς καταμεσής του κέντρου της πόλης!
Και ένας τύπος που τον είχε πάρει ο ύπνος σ’ ένα υπαίθριο σουπερμάρκετ! Να τον δικαιολογήσω επειδή ήταν νωρίς το πρωί; Όπου βολεύεται ο καθένας, σε τελική ανάλυση...
Μα το αποκορύφωμα όλων των παράδοξων: ένας αστυνομικός που σέρβιρε παγωτό! Να κάτι αληθινά χρήσιμο απέναντι στην κοινωνία, από το οποίο θα μπορούσαν να παραδειγματιστούν οι δικοί μας… - και μιλάω πέρα για πέρα σοβαρά.
Οι κινεζικές διατροφικές συνήθειες…
Και τα χαρακτηριστικά μπαχαρικά στο Κασγκάρ.
Μεταξύ των οποίων και κάποιοι σάκοι με… ε, ναι, λοιπόν! Με αποξηραμένα φίδια και βατράχια! Ιδανικό βούτημα για το απογευματινό σας τσαγάκι.
Οι πινακίδες με τα τραγελαφικά αγγλικά στα δωμάτια των ξενοδοχείων.
Οι πινακίδες που δέσποζαν στους κεντρικούς δρόμους των πόλεων, με τους «καθημερινούς ήρωες του λαού», σύμφωνα με την κρίση του Κόμματος… Ναι, κάποια πράγματα δεν έχουν αλλάξει, καταπώς φαίνεται.
Και οι επιγραφές σε διπλή γλώσσα, κινεζική και αραβική, όπου το Κόμμα επιχειρούσε να εμπνεύσει αισθήματα ενότητας στους Ουιγούρους της Κίνας…
Και το άγαλμα του Μάο στο Κασγκάρ, ιδωμένο υπό το θολό πρίσμα ενός τζαμιού. Ίσα που αχνοφαίνεται ενώ ξεπροβάλλει ο ήλιος, στον οποίο φαίνεται να υψώνει το χέρι και να αποστέλλει κάποιον ύστατο χαιρετισμό…
Τα αυστηρά ασφαλιστικά μέτρα στο Κασγκάρ.
Ένας φτωχός που σωριάζεται στη βάση ενός χαρακτηριστικού αγάλματος στην παλιά πόλη του Κασγκάρ.
Η καμήλα με την χαρακτηριστική διπλή καμπούρα.
Μια απροσδόκητη ζωγραφιά σε τοίχο.
Και ένα κουνέλι, σε κάποιον άλλο τοίχο!
Οι διαφορετικές ηλικίες… Οι ηλικιωμένοι Ουιγούροι, με τα τουρκικά χαρακτηριστικά τους.
Οι Ουιγούρες γυναίκες στην πόλη.
Η νεαρή κοπέλα που μιλάει στο κινητό.
Ο νεαρός σερβιτόρος που χαμογελάει στον φακό.
Και τα μικρά παιδιά. Πάντα χαμογελαστά και πρόθυμα να φωτογραφηθούν.
Να και ο «Ζορμπάς» που με συντρόφεψε στη διάρκεια του ταξιδιού μου στο τρένο. Ασφαλώς και δεν είναι τυχαίο που επέλεξα το συγκεκριμένο βιβλίο για το συγκεκριμένο ταξίδι.
Να και ο υπογράφων, παρέα με μια κοπέλα και την οικογένειά της, εκεί, στο Τουρπάν.
Και ο ιθύνων νους του ταξιδιού. Ο πατέρας μου, παρέα με την ξεναγό μας, την Τζάο, και έναν ηλικιωμένο ντόπιο. Για άλλη μια φορά τον ευχαριστώ για την πολύτιμη εμπειρία που μου πρόσφερε – και την οποία αποπειράθηκα να μετουσιώσω σε λέξεις και εικόνες και να τη μοιραστώ μαζί σας.
Τέλος: τα μετάξια στην αγορά του Κασγκάρ! Ναι, τα μετάξια που χάρισαν το όνομά τους στην ιστορική αυτή διαδρομή, που χάνεται στα βάθη του χρόνου! Τα μετάξια που μοιάζουν με την αντανάκλαση κάποιου κρυμμένου φεγγαριού σε λίμνες με σμαράγδια και ρουμπίνια…
Κι εδώ η διαδρομή στην άγνωστη Κίνα τελειώνει
– όχι όμως και ο Δρόμος του Μεταξιού!...
Τα προηγούμενα μέρη του αφιερώματος:
Στον Δρόμο του Μεταξιού, μέρος 1: Τα φώτα της ανατολής
Στον Δρόμο του Μεταξιού, μέρος 2: Το χρώμα της ερήμου
© Το τρίτο μέρος του αφιερώματος για το ταξίδι στον Δρόμο του Μεταξιού γράφτηκε από το Φονικό Κουνέλι κατά τη διάρκεια του Αυγούστου του 19.