6 Ιανουαρίου 2019

Η Αμερική... όπως την είδε ο Δημήτρης Ψαθάς


Το ταξίδι του Δημήτρη Ψαθά στην Αμερική, όπως το κατέγραψε στο βιβλίο του Κάτω από τους Ουρανοξύστες. Παρουσίαση από το φονικό κουνέλι.




Ήταν αρχές της δεκαετίας του 50 όταν ο Δημήτρης Ψαθάς, γνωστός σε όλους μας για τα θεατρικά του σενάρια, ταξίδεψε στην Αμερική και κατέγραψε τις εμπειρίες του στο βιβλίο του «Κάτω από τους Ουρανοξύστες». Tο σκηνικό θυμίζει παλιά ελληνική ταινία: Ένας Έλληνας της πρώιμης μετεμφυλιακής εποχής από τη μικρή και ταλαίπωρη Ελλαδίτσα στην πατρίδα του Θείου Σαμ, εξαγωγέα χρημάτων και ονείρων.

Τέτοια ταξίδια σπάνιζαν για τον πολύ κόσμο την εποχή εκείνη. Οι ταξιδιώτες μετέφεραν τις εντυπώσεις τους πίσω στην πατρίδα μοιάζοντας με αγγελιοφόροι ενός άλλου κόσμου ή με ταξιδιώτες του μέλλοντος. Αμερική; Τι λες τώρα! Πες μας, τι μας έφερες; Δώρα; Κοστούμια; Οικιακά σκεύη; Καλλυντικά; Μη μας κρατάς σε αγωνία!

Σας έφερα εντυπώσεις – θα μπορούσε να απαντήσει ο Ψαθάς. Δε φαντάζεστε πόσο διαφορετική είναι η κοινωνία των Αμερικανών από τη δική μας! Καθίστε, θα σας τα πω ένα ένα, με τη σειρά.

Κι έτσι ο Ψαθάς κατέγραψε, με τον χαρακτηριστικό χιουμοριστικό του τρόπο, τις εμπειρίες του. Νέα Υόρκη, Σικάγο, πανύψηλα κτίρια, άνθρωποι που τρέχουν στους δρόμους, μπλεγμένοι αυτοκινητόδρομοι, πελώρια σουπερμάρκετ που μπορούσες να αγοράσεις ό,τι επιθυμείς, κακόφημες συνοικίες, εντυπωσιακά εργοστάσια, αχανή στάδια, και πολλά ακόμα…

Διαβάζοντας το βιβλίο του Ψαθά, σχεδόν 70 χρόνια μετά την εποχή που γράφτηκε, δεν μπορούμε παρά να χαμογελάσουμε με την εντύπωση που του προκαλούν τα «αμερικανικά μπακάλικα», δηλαδή τα Σούπερ Μάρκετ, ή το γεγονός πως αμφότεροι άντρας και γυναίκα μοιράζονταν το νοικοκυριό του σπιτιού… Μα συγκρίνοντας τότε την παντοδύναμη αμερικανική κοινωνία των καιρών με τη μικροσκοπική Ελλάδα, που πάλευε να σταθεί στα δυο της πόδια, δεν μπορούμε παρά να προβληματιστούμε… Και ο λόγος είναι απλός: η Αμερική της δεκαετίας του 50, που περιγράφει ο Ψαθάς, δεν είναι άλλη από την κοινωνία όπως τη ζούμε τις τελευταίες δεκαετίες. Η αμερικανική κοινωνία της δεκαετίας του 50 έγινε η παγκόσμια κοινωνία των σύγχρονων καιρών - δίχως την οικονομική κρίση.

Η Αμερική εξήγαγε το μοντέλο της σε διεθνή κλίμακα και ο πλανήτης πάσχισε – και πασχίζει ακόμα – να τη μιμηθεί. Αυτοκίνητα, αλυσίδες καταστημάτων, πελώριες επιχειρήσεις, φαστ φουντ, ανταγωνισμός και το πανταχού παρόν κυνήγι του χρήματος. Το πρότυπο των Ηνωμένων Πολιτειών έγινε ο καθρέφτης των σύγχρονων υπερδυνάμεων του κόσμου, που σαν άλλη Βασίλισσα κοιτάζουν το είδωλό τους και διερωτώνται: «καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, πες μου, είμαι εγώ η ομορφότερη που υπάρχει;»




Ουρανοξύστες στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 30 / New York skyscrapers in the 30s



Επέλεξα να σας παρουσιάσω τέσσερα αποσπάσματα από το βιβλίο του Ψαθά. Στο πρώτο, ο Ψαθάς περιγράφει με χιούμορ το χάος που συνάντησε στη Νέα Υόρκη – τόσο διαφορετικό από τις ελληνικές πόλεις των καιρών! Μοιάζει λες και τα πάντα, άνθρωποι, δρόμοι και κτίρια, μπήκαν σ’ ένα τρελό μίξερ. Μια πολιτεία όπου οι πάντες τρέχουν πάνω-κάτω, ασταμάτητα, θυμίζοντας μυρμήγκια που διακλαδώνονται σε μια αχανή μυρμηγκοφωλιά….

Το δεύτερο απόσπασμα λειτουργεί συμπληρωματικά με το πρώτο. Ο Ψαθάς μας περιγράφει τη συναναστροφή του με έναν υπάλληλο ξενοδοχείου. Τι είναι τελικά εκείνο που έχει τη μεγαλύτερη σημασία στην Αμερική; Ποια είναι η κυρίαρχη αξία των σύγχρονων καιρών; Ποιος είναι ο ένας και μοναδικός θεός της εποχής μας; Ε… δεν είναι δύσκολη η απάντηση.

Το τρίτο απόσπασμα συνιστά έναν απολογισμό του αμερικανικού ονείρου. Πρόκειται για ένα κείμενο στο οποίο ο Ψαθάς φανερώνει τη βαθιά διορατικότητά του και είναι επίκαιρο σήμερα όσο ποτέ. Ποιο είναι το μεγαλύτερο εξαγώγιμο προϊόν της Αμερικής, κύριοι; Καταναλωτικά είδη; Όχι. Χρήματα; Ούτε! Είναι τα όνειρα, αγαπητοί… και συγκεκριμένα εκείνο το Ένα, το όνειρο που καθοδηγεί όλα τα άλλα (σαν το Ένα Δαχτυλίδι στον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών»), εκείνο το όνειρο που λέει: «προσπάθησε, αγωνίσου και θα καταφέρεις κι ΕΣΥ να φτάσεις στην κορυφή!»… Αυτό είναι το Αμερικανικό Όνειρο, με σάρκα και οστά.

Ποια μπορεί να είναι η απάντηση σε αυτά; Αν κάποιος θεωρήσει πως η απάντηση βρίσκεται σε κάποιο πολιτισμικό πισωγύρισμα, σε μια επιστροφή σε μια άλλη κοινωνία αλλοτινών καιρών, το τέταρτο και τελευταίο απόσπασμα έρχεται να σκάψει ακόμα βαθύτερα το αυλάκι του προβληματισμού. Ο Ψαθάς επισκέπτεται ένα μουσείο, παρατηρεί τα έργα τέχνης, και αναθυμάται εκείνο που πολλοί Ευρωπαίοι (Έλληνες και μη) έχουν σκεφτεί εκ τότε: “καλή η Αμερική και τα λεφτά της, μα… Ευρώπη δεν είναι. Συγκρίνεται η κουλτούρα και η ιστορία της Ευρώπης με τη ρηχή αμερικανική κοινωνία;”.

Μα ο Ψαθάς δεν συμμερίζεται αυτήν τη (ναρκισσιστική, αν μη τι άλλο) σκέψη. Καλή η κουλτούρα σας, κύριοι Ευρωπαίοι… ευτυχία, όμως, σας έδωσε; Γιατί εγώ βλέπω μια Ευρώπη διαλυμένη από δυο Παγκόσμιους Πολέμους, παλεύοντας με τα φαντάσματά της, πασχίζοντας ν’ απαγκιστρωθεί από όνειρα κάποιου αλλοτινού πολιτισμικού μεγαλείου για να μην πνιγεί… Ο τρόπος με το οποίο κλείνει το κείμενό του ο Ψαθάς είναι πραγματικά αποκαλυπτικός.

Ας παραδώσουμε λοιπόν την σκυτάλη στον Δημήτρη Ψαθά και ας ακούσουμε τα λόγια του – λόγια που γράφτηκαν εν έτει 1950 και 1957. Και… ας διερωτηθούμε. Άραγε να ανεκπλήρωτα όνειρα του παρελθόντος να γίνονται οι δυνάστες του μέλλοντος; Και αν ναι, πώς μπορούμε να χαρίσουμε νέα όνειρα στον εαυτό μας;




Κάτω από τους Ουρανοξύστες του Δημήτρη Ψαθά


Το χάος της Νέας Υόρκης




«Τα ‘χω χαμένα; Μάλλον!... Είναι λίγες ώρες που έφτασα στη Νέα Υόρκη κι ακόμα βρίσκομαι στην κατάσταση του ανθρώπου που ζει ένα όνειρο απίθανο. Γύρισα μια βόλτα στους δρόμους της κι είμαι ζαλισμένος από την επίθεση των πρώτων εντυπώσεων. […]

Γέρνω το κεφάλι πίσω και κοιτάζω ψηλά. Πόσα πατώματα βλέπω; Τριάντα. Το γέρνω παραπίσω και κοιτάζω ψηλότερα. Τώρα βλέπω εξήντα. Με λίγη προσπάθεια ακόμα ξαναγέρνω πιο πίσω το κεφάλι, τεντώνω το κορμί και ζυγίζω τη μύτη μου να σταθεί κάθετα προς τον ουρανό. Γες, σερ. Τώρα βλέπω καλύτερα: κοντά ογδόντα.

Βρε τι γίνεται! Παράθυρα, παράθυρα, παράθυρα —μια έκρηξη ή μάλλον μια φωτοχυσία παραθύρων που τιναχτήκαν στα ύψη και χάνονται στα σύννεφα. Πατώματα, πατώματα, πατώματα. Εκεί ψηλά, λέει, στο εικοστό, στο πεντηκοστό, στο ογδοηκοστό κάθονται πλάσματα του Θεού κι εργάζονται, ανάμεσα ουρανού και γης, σαν τα πετεινά του ουρανού. […]

Ο λαιμός μου έχει πιαστεί, η μέση μου πονάει, ανασηκώνομαι, τρίβω το σβέρκο μου και κοιτάζω τριγύρω τρομαγμένος. Βρε τι γίνεται! Από δω χείμαρρος ανθρώπων. Από κει χείμαρρος αυτοκινήτων. Κάνω να περάσω, χιμούνε τ' αυτοκίνητα. Κάνω να σταθώ, με τραβάει το ποτάμι των ανθρώπων. Επάνω απ' το κεφάλι μου ορυμαγδός: περνάει ο εναέριος. Κάτω από τα πόδια μου πάταγος: περνάει ο υπόγειος. Η γη καπνίζει, βγάζει τούφες ατμού από τρυπίτσες σαν να βράζει φασουλάδα.

Προσέχω τους ανθρώπους: τρύπες τους καταπίνουν από δω, κι άλλες τρύπες τους ξερνάνε εκεί. Κι όλοι βιάζονται. Τρεχάλα αναδύονται από τη γη, τρεχάλα καταδύονται, για να μπουν στους χαλύβδινους ασπάλακες που οργώνουν ιλιγγιωδώς τα έγκατα της πόλης. […] Που τρέχουν; Και γιατί; Ποιος τους κυνηγάει; Που πάνε;

Πιάνω έναν: —Με συγχωρείτε, σερ. Είναι βιαστικός: —Μπίζι, μπίζι!

Και μου φεύγει. Πιάνω άλλον: —Μίστερ Τζον... Και μου γλιστράει: —Μπίζι, μπίζι! Αρπάζω τρίτον:

—Εξκιούζ μι... Και ξεφεύγει: —Μπίζι, μπίζι! […]

Και σιγά-σιγά με πιάνει και μένα κάτι σαν σπουδή, σαν αγωνία, μπαίνει στην ψυχή και στα πόδια μου το πνεύμα της τρεχάλας, ανοίγω τις ποδάρες, τρέχω, παρασύρομαι, σκοντάφτω, βιάζονται εκείνοι, βιάζομαι κι εγώ, τρέχουν εκείνοι, τρέχω ξοπίσω τους κι εγώ, κι ούτε καταλαβαίνω γιατί τρέχω, που πηγαίνω, τι μ' έπιασε να κυνηγιέμαι στους δρόμους του Μανχάταν σαν τρελός, αφού τρελός —υποτίθεται— δεν είμαι.

—Εεεεε, μίστερ Τζον!

Έχω αρπάξει τον μίστερ Τζον απ' το σακάκι, τρέχοντας του μιλάω και τρέχοντας μου απαντάει:

— Ουέλ, τι θέλεις;

— Γιατί τρέχεις;

— Τρέχεις κι εσύ. Γιατί;

— Εγώ τρέχω γιατί τρέχεις κι εσύ.

— Κι εγώ τρέχω γιατί τρέχουν οι άλλοι.

— Και γιατί τρέχουν οι άλλοι; Που τρέχομεν, που τρέχετε, που τρέχουσι; Σας κυνηγάει κανείς;

— Νο σερ.

— Ποιον κυνηγάτε;

— Το δολάριο!»




Κοσμοσυρροή στην Times Square της Νέας Υόρκης, 1945 / NY Times Square 1945




Τα δολάρια κερδίζουν τον σεβασμό



[Ο Ψαθάς βρίσκεται στο ξενοδοχείο του, στη Νέα Υόρκη, και περιμένει να μπει στο δωμάτιό του. Μπροστά του στέκεται ο νεαρός υπάλληλος του ξενοδοχείου που μεταφέρει τις βαλίτσες]



«Μπροστά ο στρατάρχης μου —μεγαλοπρεπής, ψυχρός και σοβαρός— κρατάει και μεταφέρει τις βαλίτσες μου, εκτελώντας τα καθήκοντα του χαμάλη με άνεση κι αξιοπρέπεια. Μου δείχνει ένα από τα δέκα ασανσέρ:

— Από δω, κύριε.

— Θενκ γιου. Είναι ψηλά;

— Νόου, σερ.

— Ποιο πάτωμα;

— Δεκαεφτά, σερ.

Πάλι καλά. Μπαίνουμε. Και στο 17, ολ ράιτ, βγαίνουμε. Στέκομαι και κοιτάζω, ταράζομαι ξανά και απορώ γιατί δεν έβαλαν αστυφύλακες της τροχαίας σε τούτους τους διαδρόμους που αρχίζουν από δω και χάνονται πέρα και στρίβουν παραπέρα και περιλαμβάνουν πόρτες, πόρτες σε πολλές παράλληλες και διασταυρούμενες σειρές. Γιατί δεν έβαλαν ονόματα στους δρόμους των πατωμάτων, να κοιτάζω, να ξέρω που θα μπω, πούθε θα βγω. Γιατί εδώ δεν πρόκειται για απλό ξενοδοχείο, αλλά για μια μικρή πόλη χτισμένη κατακόρυφα, με τα μαγαζιά της, τα γραφεία της, τους κήπους της, τα εστιατόριά της, το ταχυδρομείο, το τηλεγραφείο, την αστυνομία της, τις πισίνες για κολύμπι, σαλόνια όλων των ειδών, βιβλιοθήκες, πλυντήρια, μπαρ, λουστρατζίδικα και ό,τι άλλο θέλετε.

Περπατάμε, περπατάμε, στρίβουμε δεξιά, προχωρούμε αριστερά, περπατάμε, κι έξαφνα ο στρατάρχης μου σταματάει σε μια από τις πόρτες:

— Εδώ, κύριε.

— Ολ ράιτ.

— Ορίστε, περάστε.

Μου ανοίγει την πόρτα —μια απ' τις χίλιες πεντακόσιες πόρτες—, αφήνει τις βαλίτσες μου με την ψυχρή ευγένεια που του επιβάλλει το καθήκον του, με χαιρετάει, κοντοστέκεται, του δίνω ένα χαρτονόμισμα, το κοιτάζει και αστραπιαία τον βλέπω να μεταμορφώνεται:

—Ω, θενκ γιου. Θενκ γιου βέρι-βέρι ματς!

Ύψιστε! Πως άλλαξε έτσι; Τον κοιτάζω εμβρόντητος και με κοιτάζει κι εκείνος τώρα μ' ένα σεβασμό βαθύτατο και ξαφνικό, σαν ν’ ανακάλυψε μονομιάς ότι είμαι προσωπικότης κι όχι μονάχα έπρεπε να πει σωστά το όνομά μου, αλλά και να το συνοδέψει με τις δέουσες τιμές. Υποκλίνεται και ξαναλέει:

— Θενκ γιου.

Του λέω κι εγώ:

— Θενκ γιου.

Και ξαναλέει:

— Θενκ γιου, βέρι-βέρι ματς.

Κι επιτέλους φεύγει και κλείνει την πόρτα από πίσω του. Σπεύδω τότε, μισανοίγω την πόρτα να τον δω πούθε πηγαίνει, να ξέρω ποιον δρόμο θα πάρω για να ξαναβρώ το ασανσέρ. Αλλά καθώς τον κοιτάζω ν' απομακρύνεται, γυρναει, με βλέπει και σπεύδει πίσω ολοταχώς:

—Θέλετε τίποτε, σερ;

—Ω νόου, σερ.

—Με συγχωρείτε, σερ.

—Παρακαλώ, σερ.

Ξανακλείνω την πόρτα, ύστερα τη μισανοίγω πάλι, τον βλέπω ν' απομακρύνεται, αλλά΄ νάτον πάλι που γυρνάει, με μπανίζει και ξανατρέχει πίσω ολοταχώς:

—Θέλετε τίποτε, σερ;

—Ω νόου, σερ.

—Με συγχωρείτε, σερ.

Αυτό γίνεται τρεις-τέσσερις φορές και κάθε φορά τον ακούω να προφέρει τ' όνομά μου καθαρότερα με βαθύτατες υποκλίσεις και «θενκ γιου», έτσι που πείθομαι ότι απέκτησα ξαφνικά ένα πολύ οικείο και δημοφιλές όνομα και προπάντων πολύ ευκολοπρόφερτο.

— Ό,τι θέλετε, μίστερ Πσατάς, είμαι στη διάθεσή σας. Δεν έχετε παρά να διατάξετε. Αν δε σας αρέσει το δωμάτιό σας ή το πάτωμα, να πω να σας το αλλάξουν αμέσως!

Τι συνέβη; Προσπαθώ να λύσω το μυστήριο και το λύνω πολύ εύκολα όταν ανοίγω το πορτοφόλι μου και βλέπω. Αντί να του δώσω ένα δολάριο πουρμπουάρ, του 'δωσα κατά λάθος δεκάρικο, γιατί τα χαρτονομίσματα στην Αμερική δεν έχουν διαφορά ούτε στο χρώμα ούτε στο μέγεθος και μπορεί να την πάθει ο πρωτάρης όπως την έπαθα εγώ.

Χαλάλι, όμως. Γιατί από την πρώτη μέρα έγινα κάτι μέσα στο ξενοδοχείο μου, παίρνοντας συγχρόνως άλλο ένα μάθημα: Στη Νέα Υόρκη είσαι μηδέν μέχρις ότου μπορέσεις ν' αποδείξεις ότι είσαι κάτι. Και το αποδεικνύεις βγάζοντας από την τσέπη σου δολάρια. Όσο περισσότερα βγάζεις και σκορπάς, τόση υπόληψη, εκτίμηση και γόητρο αποκτάς.»



Δρόμος με αμάξια στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 50 / New York street and cars in the 50s




Κυνηγώντας το αμερικάνικο όνειρο



[Το σκηνικό του ακόλουθου αποσπάσματος είναι ένα τσίρκο. Ο Ψαθάς παρατηρεί τα περίτεχνα ακροβατικά ενός σχοινοβάτη και ακολουθούν οι σκέψεις που θα διαβάσετε…]


«Φαντάσου, λοιπόν, να 'ρθεις στην Αμερική να κάνεις καριέρα, να φανείς. Πως θα πετύχεις; Απλούστατα θα πρέπει να συναγωνιστείς όλους αυτούς τους άσους, δεκάδες, εκατοντάδες χιλιάδες, γιατί ό,τι ικανότερο υπάρχει στον κόσμο έχει συγκεντρωθεί εδώ και αγωνίζεται τον αγώνα τον καλόν της φήμης και του δολαρίου.

Ό,τι και να 'σαι, συγγραφέας, καλλιτέχνης, ζωγράφος, έμπορος, ηθοποιός, μπίζνεσμαν ή σοφός, η ίδια θα 'ναι η περίπτωσή σου, γιατί θα βρεθείς οπωσδήποτε ανάμεσα σε χιλιάδες άσους του επαγγέλματός σου που ανταγωνίζονται ελεύθερα στη χώρα τούτη, και αναπηδά μέσ' από τη μάζα μόνο εκείνος που μπορεί να ξεπεράσει τους άλλους.

Νάτον που φτάνει ένας ωραίος. Σου λέει στην Αμερική έχουν πέραση οι ωραίοι, ας πάω στο Χόλιγουντ. Τραβάει στο Χόλιγουντ και βρίσκει δέκα χιλιάδες ωραίους να σκουπίζουν ή να πλένουν πιάτα.

— Τι δουλειά ξέρεις;

— Είμαι ωραίος. Μοιάζω με τον Έρολ Φλιν. Και θέλω να παίξω σε ταινία.

— Οκέι. Πιάσε προς το παρόν τη σκούπα.

Και την πιάνει. Τι να κάνει;

Πάει κι ένας επιστήμονας, δόξα του τόπου του, και κάνει, φέρ' ειπείν, πειράματα για τον καρκίνο. Τον ρωτάνε ποιος είναι και τι θέλει, και τους το λέει:

— Πειράματα;

— Για τον καρκίνο. Γες!

— Οκέι. Άντε να μπεις μαθητευόμενος σε κανένα εργαστήριο από τις χιλιάδες, για να μάθεις.

Και πάει. Τι να κάνει; Άλλους βοηθάει το μυαλό και αναδύονται απ' το σωρό. Άλλους βοηθάει η τύχη και δοξάζονται. Άλλους όμως —τους περισσότερους— τους καταπίνει ο ωκεανός της αφάνειας, όπου κολυμπάνε χρόνια, λαχανιαστά, κι ύστερα πνίγονται. 



Loner smoking in New York, photo by Jay Maisel
photo by Jay Maisel, picture source



— Βλέπεις;

— Που;

— Εκεί, μωρέ! Εκεί!

Βλέπω κι εκεί. Είναι ένας κύριος που στέκεται επάνω σ' ένα δάχτυλο του χεριού του μ' ολόκληρο το κορμί ψηλά, τα πόδια στον αέρα, ακίνητος σαν ξύλο, ισορροπώντας μόνο στον δείχτη του χεριού του! Και που; Η άκρη του δαχτύλου σε μια σφαίρα, ακουμπισμένη σ' ένα τρίποδο, κι ούτε η σφαίρα να κυλάει ούτε το δάχτυλο του ισορροπιστή να ξεγλιστράει!

Τι είσαι; Ακροβάτης; Κι ήρθες στην Αμερική να καταπλήξεις; Λοιπόν, για να πετύχεις πρέπει να ξεπεράσεις όλους τους άλλους κι ύστερα τούτον εδώ: Ένας στύλος. Γύρω τριγύρω στο στύλο σύρματα χοντρά, τεντωμένα, δεμένα στη γη, που τον κρατούν. Να τον ο ακροβάτης. Φτάνει σ' ένα απ' τα σύρματα και, κρατώντας μόνο ομπρέλα για να ισορροπεί, αρχίζει ν' ανεβαίνει. Κομπιάζει, ταλαντεύεται, πάει να πέσει, έφτασε ψηλά σε ύψος οχτώ μέτρα, δίχως να κρατιέται πουθενά —α, έπεσε, α, θα πέσει! ανέβηκε.

— Ουφ! Δόξα σοι ο Θεός.

Στην κορφή του στύλου υπάρχει ένα σύρμα οριζόντιο, που πάει απέναντι σ' ένα είδος εξέδρας εναέριας. Κι εκεί που έφτασε ο ακροβάτης υπάρχει ένα ποδήλατο. Παίρνει ένα μακρύ κυρτό κοντάρι, ανεβαίνει στο ποδήλατο κι αρχίζει σιγά-σιγά να προχωρεί με το ποδήλατο του πάνω στο σύρμα. Κάτω χάος. Κι ούτε φιλέ ούτε τίποτα μαλακό. Κόβεται η ανάσα του κόσμου. Πόσες χιλιάδες θεατές; Ούτε ίχνος ψιθύρου. Κι ο ποδηλάτης προχωρεί.

— Θα πέσεις, μωρέ!

Στη μέση του σύρματος ταλαντεύεται. Αλλά ξαναισορροπεί. Και φτάνει στο τέρμα. Δόξα σοι ο Θεός! Τελείωσε; Αμ δε! Εκεί, τον περιμένουν δυο κοπελίτσες όμορφες, ως είκοσι χρονών, στην εναέρια εξέδρα. Ζυγώνουν στο ποδήλατο, κρεμιούνται ανάποδα, τα πόδια στο ποδήλατο και τα κεφάλια στο κενό! Και μ' αυτό το φορτίο, κρεμασμένο στο χάος, αρχίζει να προχωρεί με το ποδήλατό του απάνω στο σύρμα. Το βλέπεις. Χτυπάει η καρδιά σου. Λίγο, τόσο δα να λασκάρει, θα γκρεμιστούνε όλοι στο κενό.

Και προχωρεί. Και ταλαντεύεται. Και ισορροπεί. Και άντε λίγο ακόμα. Χιλιάδες μάτια αγωνιούν. Χιλιάδες καρδιές χτυπούν. Ανέβηκε η ψυχή στα δόντια μας και πάει να σπάσει η καρδιά μας. Και άντε λίγο ακόμα. Και δώσ' του λίγο ακόμα. Νάτος που φτάνει, μισό μέτρο ακόμα τον χωρίζει απ' το τέρμα. Τελειώνει; Αμ δε που θα τελειώσει! Τι κάνει τώρα, Ύψιστε! Εκεί που βρίσκεται στο χάος, αρχίζει να προχωρεί στο σύρμα, με όλο το φορτίο, ανάποδα! Σιγά- σιγά, πόντο-πόντο, κλονίζεται, βρίσκει την ισορροπία με το κυρτό κοντάρι και γυρίζοντας ξανάστροφα τα πεντάλ, σιγά- σιγά, προχωρεί με την πλάτη προς τα μπρος! Πέσε, λοιπόν, κύριε, να φας τα μούτρα σου!

Δεν έπεσε!

Ουέλ, αν είσαι ακροβάτης και θες να γίνεις άσος στην Αμερική, πρέπει να κάνεις κάτι δυσκολότερο απ' αυτόν! Κι αν είσαι επιστήμονας και θες να γίνεις δόξα της Αμερικής πρέπει να βρεις κάτι σπουδαιότερο απ' την ατομική βόμβα. Αλλιώς, αν έχεις τύχη μεν, γίνεσαι δόξα εφήμερη, απ' αυτές που ανάβουν και σβήνουν γρήγορα σαν τα τρελά φώτα του Μπρόντγουεϊ, ή αν δεν έχεις τύχη κυνηγιέσαι όλα σου τα χρόνια στον ίλιγγο της καθημερινής ζωής προσπαθώντας να πιάσεις την άπιαστη και φευγαλέα οπτασία του δολαρίου.»



Ο Ευρωπαίος και η τέχνη του




L.H.O.O.Q by Marcel Duchamp, 1919 - Mona Lisa with a moustache
L.H.O.O.Q by Marcel Duchamp, 1919



«Κάθε «πνευματικός» άνθρωπος που πάει στην Αμερική σηκώνεται στις μύτες των ποδιών του και παίρνει απέναντί της ύφος κριτικού. Και όλοι μαζί στο τέλος καταλήγουν σε συγκρίσεις με την Ευρώπη και οι περισσότεροι μένουν σύμφωνοι ότι, α! όλα κι όλα, η Αμερική είναι τόπος αντιπνευματικός και δεν μπορεί να συγκριθεί με την Ευρώπη. Η φιλοσοφία, η λογοτεχνία, το θέατρο, η ζωγραφική, η μουσική, η γλυπτική, καλλιεργήθηκαν, αναπτύχθηκαν και φώτισαν την ιστορία της με αστραπές μεγάλων ονομάτων: Μιχαήλ Άγγελος, Σαίξπηρ, Μπετόβεν, Γκαίτε...

Βαριά η πνευματική κληρονομιά της Ευρώπης, μεγάλη και συγκλονιστική η πορεία του πνεύματος ανάμεσα στους φωτισμένους της αιώνες. Πως να σηκώσει το κεφάλι του και ν' ατενίσει ο Νέος Κόσμος τον παλιό; Αστεία πράματα! Εδώ, η έξαρση του ανθρώπου στις υψηλές σφαίρες της πνευματικής δημιουργίας. Εκεί, το κυνήγι του δολαρίου, ο ακατάσχετος ρυθμός της βιομηχανικής παραγωγής, η τηλεόραση και τα ηλεκτρικά ψυγεία.

Αυτά σκέφτονται οι σοφοί. Κάθεται όμως κι ο άσοφος, βάζει τα πράματα κάτω, περνάει με γρήγορο μάτι την ιστορία της πνευματικής δόξας της Ευρώπης και λέει αμερικανιστί:

—Εντ σόου χουάτ;

Όπερ μεταφραζόμενο σημαίνει: Και τι μ' αυτό, κύριοι Ευρωπαίοι; Είμαστε απολύτως σύμφωνοι ότι η γηραιά Ευρώπη έδωσε γίγαντες και τιτάνες της τέχνης και του πνεύματος και γι' αυτό βγάζουμε το καπέλο μας και προσκυνάμε, σκύβοντας βαθύτατα στη γη και κολλώντας τη μύτη μας στο χώμα της, για την ασύγκριτη πνευματική της δόξα.

Όμως —εδώ που τα λέμε— τι ωφελήθηκε ο Ευρωπαίος απ' το ίδιο του το πνεύμα; Τι ωφελήθηκε απ' τ’ αριστουργήματα του Μιχαήλ Αγγέλου, απ' τους δραματικούς χειμάρρους του Σαίξπηρ, απ' τους θαυματουργούς χρωστήρες της Αναγέννησης, απ' τις θείες μουσικές εκρήξεις της Ενάτης; Όλα αυτά θα έπρεπε να μπορούσαν να κάνουν τον άνθρωπο πιο άνθρωπο. Θα έπρεπε να μπορούσαν να ημερέψουν τη φύση του ανθρώπου. Θα έπρεπε να μπορούσαν να τον ανυψώσουν κάπου ψηλά, ώστε να κοιτάζει άφοβα το πρόσωπό του και να μην ντρέπεται τον εαυτό του.

Μπόρεσαν; Ω, φίλτατοι, νομίζω ότι δεν μπόρεσαν! Αν έχει φιλότιμο ο Ευρωπαίος, θα έπρεπε να ντρέπεται τον εαυτό του. Γιατί ήταν ανήμερο θηρίο και τέτοιο έμεινε. Με τα μάτια του γεμάτα από το φως του Μιχαήλ Αγγέλου έσφαζε και σφάζει σαν τραγί τον αδελφό του. Με τ’ αυτιά του πλημμυρισμένα από τη μαγεία του Μπετόβεν, έτρωγε και τρώει σαν κανίβαλος το γείτονά του. Γεμάτη είναι η ιστορία του Ευρωπαίου απ' τις ντροπές των ατελείωτων πολέμων. Μέγας έγινε. Άνθρωπος δεν έγινε!

Κι ακόμα κάθεται ο άσοφος, μετράει τα πράγματα και γελάει με δάκρυα στα μάτια όταν σκέφτεται πόσο κωμικός και πόσο τραγικός και πόσο αξιοθρήνητα υποκριτής είναι ο Ευρωπαίος, όταν, μέσα στους κανιβαλισμούς των πολέμων του, τρέμει μην τυχόν και καταστρέψει τα μουσεία της τέχνης και του πνεύματός του, και θρηνεί απελπισμένα όταν κάποια βόμβα του χαλάσει έναν πίνακα!»



Τα αποσπάσματα από το βιβλίο του Δημήτρη Ψαθά, «Κάτω από τους Ουρανοξύστες». Το σκίτσο στην εισαγωγική εικόνα, που κοσμεί και το εξώφυλλο του βιβλίου, είναι του Φωκίωνα Δημητριάδη. Για την παρουσίαση, Το Φονικό Κουνέλι, Γενάρης 19. Παρακαλώ να μην αναδημοσιευτεί το κείμενο σε άλλες ιστοσελίδες.



Πορτραίτο του Δημήτρη Ψαθά

2 σχόλια:

  1. Ακόμα μία εξαίρετη δουλειά σου. Ο Δημήτρης Ψαθάς, μεγάλη προσωπικότητα της εποχής. Χρονογράφος, Ευθυμογράφος. Μορφή που συναντούσες στις εφημερίδες της εποχής. Άντε τώρα να βρεις κάτι τέτοιο. Πόσοι μεγαλούργησαν έτσι τότε.

    Το συγκεκριμένο του έργο δεν το ήξερα Κούνελε. Αλλά εδώ με την αναφορά και τα αποσπάσματά σου μπαίνουμε αμέσως στο νόημά του. Εκπληκτικό πραγματικά και αληθοφανέστατο από τη δική μας οπτική.

    Ένα ακόμα μπράβο για μια μεγάλη σου ακόμα παρουσίαση αγαπητέ φίλε.
    Την καλησπέρα μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή