18 Ιανουαρίου 2019

Ο έρωτας του Δον Κιχώτη


Ο έρωτας του Δον Κιχώτη για τη Δουλτσινέα σε παλιά εικονογράφηση διαφήμισης / Don Quixote and Dulcinea, liebig ad illustration




Ένα απόσπασμα από τον "Δον Κιχώτη" και ένα σχόλιο για τον έρωτα, τη φαντασία και την τρέλα




«Στο ερωτικό γράμμα, Σάντσο, θα βάλεις για υπογραφή: “Δικός σας ως το Θάνατο, ο Ιππότης της Ελεεινής Μορφής”• και δεν έχει σημασία που θα 'ναι γραμμένο με άλλο χέρι, γιατί, αν θυμάμαι καλά, η Δουλτσινέα δεν ξέρει ούτε να διαβάζει ούτε να γράφει, και δεν έχει δει στη ζωή της άλλη γραφή ή γράμμα από μένα, αφού οι έρωτές μας ήταν πάντα πλατωνικοί και δεν έφταναν μακρύτερα από ένα σεμνό βλέμμα. Μα κι αυτό ακόμα, σε τόσο αραιά διαστήματα, που θα τολμούσα να ορκιστώ με σιγουριά ότι στα δώδεκα χρόνια που την αγαπώ περισσότερο κι απ' το φως των ματιών μου, που θα τα φάει μια μέρα το χώμα, δεν την έχω δει πάνω από τέσσερις φορές• επίσης, ίσως κι εκείνη να μη με παρατήρησε ούτε μια απ' τις τέσσερις φορές που την κοίταξα — με τέτοια φροντίδα και περιορισμούς την έχει αναθρέψει ο πατέρας της ο Λορέντσο Κορτσουέλο και η μητέρα της η Αλδόνθα Νογάλες».

«Μπα!» έκανε ο Σάντσο. «Τι! Η κόρη του Λορέντσο Κορτσουέλο είναι η σενιόρα Δουλτσινέα απ' το Τοβόσο, που αλλιώς ονομάζεται Αλδόνθα Λορέντσο;»

«Αυτή είναι» είπε ο Δον Κιχώτης, «και αξίζει να είναι κυρία όλου του κόσμου».

«Τη γνωρίζω καλά» είπε ο Σάντσο, «και μπορώ να πω πως ρίχνει το ραβδί εξίσου καλά με το πιο ρωμαλέο παλικάρι του χωριού. Να πάρει η οργή, είναι κοπέλα με τσαγανό, καλοφτιαγμένη και στητή, και με τρίχες στην κοιλιά• αυτή μπορεί να ζυμώσει σαν ψωμί όποιον πλανόδιο ιππότη την πάρει για αφέντρα. Ω γιε της πουτάνας, τι λαρύγγι είν' αυτό και τι φωνή! Σας διαβεβαιώ ότι ανέβηκε μια μέρα στο καμπαναριό του χωριού για να φωνάξει κάτι παραγιούς που ήταν σ' ένα άσπαρτο χωράφι του πατέρα της, και μολονότι βρίσκονταν δυο χιλιόμετρα μακριά από κει, την άκουσαν τόσο καθαρά, όσο θα την άκουγαν και στην πόρτα του καμπαναριού. […]

«Σου το 'χω πει πολλές φορές, Σάντσο» είπε ο Δον Κιχώτης, «είσαι μεγάλος φαφλατάς, και μόλο που το μυαλό σου είναι χοντρό, μερικές φορές τα ψιλολογάς πολύ. Όμως για να δεις πόσο ανόητος είσαι εσύ και πόσο στοχαστικός εγώ, θέλω ν' ακούσεις μια μικρή ιστορία που θα σου πω.

» Μάθε λοιπόν πως μια όμορφη χήρα, νέα, ζωηρή, πλούσια, και προπαντός υπερβολικά θαρρετή, ερωτεύτηκε έναν δόκιμο καλόγερο, κοντό, χοντρό και τετράγωνο – το 'μαθε ο πρεσβύτερός του, και μια μέρα, είπε στην καλή χήρα, μαλώνοντάς την κάπως σαν αδελφός: “Παραξενεύομαι, κυρία, κι όχι αδικαιολόγητα, πως μια κυρία τέτοιας ποιότητας, τόσο όμορφη και τόσο πλούσια σαν εσάς, πήγε κι ερωτεύτηκε έναν άνθρωπο τόσο ποταπό, τόσο αγροίκο και ηλίθιο σαν αυτόν, σαν να μην υπήρχαν εδώ μέσα τόσοι σπουδαγμένοι, διπλωματούχοι και θεολόγοι, που θα μπορούσατε να τους ξεδιαλέξετε σαν τα αχλάδια και να πείτε: “θέλω αυτόν, όχι εκείνον”. Εκείνη όμως του απάντησε χωρίς ιδιαίτερη ευπρέπεια, αλλά με πολύ κέφι: “Κύριε, κάνετε μεγάλο λάθος, και σκέφτεστε παλιομοδίτικα αν νομίζετε ότι έκανα άσχημα που διάλεξα έναν τέτοιο, όσο ηλίθιος κι αν σας φαίνεται• γι' αυτό που τον θέλω, ξέρει τα ίδια με τον Αριστοτέλη, και περισσότερα”.

» Έτσι λοιπόν, Σάντσο, για την αγάπη με την οποία αγαπώ τη Δουλτσινέα απ' το Τοβόσο, αξίζει όσο και η μεγαλύτερη αρχόντισσα της γης. Μήπως νομίζεις ότι οι ποιητές που εγκωμιάζουν κυράδες με ονόματα υποθετικά, που τα επινοούν κατά τα γούστα τους, τις έχουν κιόλας και στο χέρι τους; Όχι. Νομίζεις ότι οι Αμαρυλλίδες, οι Φυλλίδες, οι Σιλβίες, οι Αρτέμιδες, οι Γαλάτειες και άλλες παρόμοιες, που απ' αυτές είναι γεμάτα τα βιβλία, οι ρομάντσες, τα μπαρμπέρικα και τα θέατρα, ήταν αληθινές γυναίκες με σάρκα και οστά, και άνηκαν σ' εκείνους που τις εξυμνούν και τις εξύμνησαν;

» Όχι βέβαια• οι περισσότεροι τις έπλασαν για να βρουν θέμα για τους στίχους τους, και για να τους εκτιμήσουν και να τους θεωρήσουν ερωτευμένους ή ικανούς να ερωτευτούν. Γι' αυτό κι εμένα μου αρκεί να σκέφτομαι και να πιστεύω ότι η καλή Αλδόνθα Λορέντσo είναι ωραία και σεμνή• κι όσο για τη γενιά της, ελάχιστα μας νοιάζει, γιατί δε θα πάει κανείς να της δώσει χρίσμα ή ιπποτικό περιδέραιο• για μένα είναι η καλύτερη αρχόντισσα του κόσμου, επειδή εγώ το θέλω.

» Πρέπει να ξέρεις, Σάντσο, αν δεν το ξέρεις, πως δυο πράγματα προκαλούν περισσότερο τον έρωτα: η μεγάλη ομορφιά και η καλή φήμη. Και τα δυο τα έχει στον ύψιστο βαθμό η Δουλτσινέα — στην ομορφιά δεν έχει ταίρι, και στην καλή φήμη λίγες την πλησιάζουν. Κοντολογίς, φαντάζομαι πως όλα είναι έτσι όπως τα λέω, τίποτε παραπάνω και τίποτε παρακάτω. Την παριστάνω στη φαντασία μου έτσι όπως τη θέλω, τόσο στην ομορφιά όσο και στην ποιότητα: η Ελένη η ίδια δεν την πλησιάζει, η Λουκρητία δεν τη φτάνει, ούτε καμιά άλλη απ' τις μεγάλες κυρίες του παρελθόντος, Ελληνίδα, βάρβαρη ή Λατίνα. Κι ας πει ο καθένας ό,τι θέλει. Αν με κακολογήσουν οι αδαείς, δε θα με τιμωρήσουν οι σωστοί άνθρωποι».

«Λέω πως έχετε δίκιο παντού και σ' όλα» απάντησε ο Σάντσο, «και πως είμαι γάιδαρος• μα γιατί βάζω το όνομα του γαϊδάρου στο στόμα μου, αφού στο σπίτι του κρεμασμένου δε μιλάνε για σκοινί; Δώστε μου λοιπόν τώρα το γράμμα, και αντίο, φεύγω».



Επίμετρο. Ο Δον Κιχώτης και ο έρωτας




Οι ποιητές συχνά έχουν παρομοιάσει τον έρωτα με την τρέλα• όταν η φαντασία (αυτό το τόσο ανθρώπινο χαρακτηριστικό) απαγκιστρώνεται γερά από τα σύννεφα και τις ομίχλες που την περιβάλλουν και, τινάσσοντας τα πόδια της στον αέρα, ελπίζει πως θα πετάξει μέσα τους, σμίγοντας με τις νεφέλες τ’ ουρανού. Επιλογές δίχως λογική, συσκότιση της σκέψης, παραπλάνηση των αισθήσεων, ανόητες κρίσεις, αφελείς προσδοκίες – ένα υποκειμενικό παραμύθιασμα που μοιάζει με τη διαδικασία του ονείρου, ως προς τους πλασματικούς κόσμους που κατασκευάζει προς τέρψιν της ψυχής.

Έλα όμως που στο παραμύθιασμα αυτό μπορεί κάποιος να πιει, γουλιά γουλιά, το νέκταρ της ζωής. Οι γύρω του ίσως απορήσουν: θα τον δουν να κρέμεται πάνω από μια πηγή με βαλτόνερα και να έχει πέσει με τα μούτρα μέσα της σαν αγριογούρουνο στις λάσπες – μα εκείνος πείθει τον εαυτό του πως βουτάει στη ζεστή αγκαλιά των θεών και γεύεται το εκλεκτότερο έδεσμα του κόσμου.

Τι τα θες! Δεν έχει λογική ο έρωτας. Πρόκειται για μια αέναη απόδραση από κάθε τι στέρεο, τετράγωνο και υπολογισμένο. Ίσως σε αυτό να οφείλεται η ακατανίκητή του δύναμη: στο θραύσμα κάθε τετραγωνισμού, στη φυγή προς το παράλογο που είναι η ελευθερία και η ζωή η ίδια πέρα από καλούπια.

Και αν κάποια στιγμή φας τα μούτρα σου, ή αν σου αποκαλυφθεί το μέγεθος της πλάνης σου – ε, τουλάχιστον θα λες πως έκανες μια ωραία πτήση.

Κανένα άλλο πρόσωπο στην ιστορία της λογοτεχνίας δεν φέρει τόσο αρμονικά αυτό το συνταίριασμα της φαντασμένης πλάνης και του ιδανικού, όσο ο φημισμένος ήρωας του Μιγκέλ ντε Θερβάντες – ο Δον Κιχώτης από τη Μάντσα [“El ingenioso hidalgo Don Quixote de la Mancha”]. Μα στο απόσπασμα που διαβάσατε ο Δον Κιχώτης, απευθυνόμενος στον Σάντσο και ζητώντας του να παραδώσει ένα ερωτικό γράμμα στην εκλεκτή της καρδιάς του, Δουλτσινέα, αποκαλύπτει το πνευματικό βάθος που δεσπόζει πίσω από την τρέλα του. Ο Δον Κιχώτης ΓΝΩΡΙΖΕΙ πως η Δουλτσινέα κάθε άλλο παρά αρχοντική και όμορφη είναι: δεν είναι παρά μια χοντροκομμένη χωριάτισσα, «κοπέλα με τσαγανό», όπως αναφωνεί ο Σάντσο, με βροντερή αγριοφωνάρα, «καλοφτιαγμένη και στητή, και με τρίχες στην κοιλιά». Πρόκειται για μια γυναίκα που απέχει από το ιπποτικό ιδανικό όσο η μέρα με τη νύχτα.

Ο Δον Κιχώτης όμως αδιαφορεί γι’ αυτό. Σημασία για εκείνον δεν έχει η Δουλτσινέα όπως είναι στην πραγματικότητα, αλλά η Δουλτσινέα όπως την αναπαριστά στη φαντασία του: «για μένα είναι η καλύτερη αρχόντισσα του κόσμου, επειδή εγώ το θέλω». Τι σημασία έχουν οι γνώμες του κόσμου! Την αγαπώ ΕΠΕΙΔΗ είναι παράλογο. Στα μάτια μου αυτή, η άξεστη χωριάτισσα, είναι η ομορφότερη πριγκίπισσα.

Κάπως έτσι αποκαλύπτεται πως ο Δον Κιχώτης επιλέγει να βλέπει τον κόσμο όπως τον βλέπει – παραμορφωμένο από τις επιθυμίες και τη φαντασία του. Επιλέγει να τον βλέπει έτσι γιατί απλά, δίχως αυτήν την παραμόρφωση, ο κόσμος θα φάνταζε πολύ στεγνός και πεζός στα μάτια του – μάτια που ξεχειλίζουν ποίηση.

Τι είναι ο κόσμος, εξάλλου, πέρα και έξω από τις επιθυμίες και τα όνειρά μας; Πόσοι, άραγε, σήμερα, επιλέγουν να ξεστρατίσουν από τις κυρίαρχες νόρμες και βλέπουν τον κόσμο με μάτια σαν αυτά; Πόσοι είναι ικανοί να χρωματίσουν την πραγματικότητα με τα χρώματα του ουράνιου τόξου – μετασχηματίζοντας έτσι την άποψη που έχουμε γι’ αυτήν;

Στους Δον Κιχώτες του κόσμου πολλοί θα βλέπουν πάντα ένα μάτσο φαντασμένους που παλεύουν με αόρατους γίγαντες και τρώνε τα μούτρα τους. Κατά βάθος ίσως να συμφωνούμε μαζί τους – εμείς, οι «λογικοί» και οι «προσγειωμένοι». Εμείς που προσπαθούμε να δούμε τα πράγματα «αντικειμενικά». Εμείς που πασχίζουμε να δώσουμε τετράγωνες εξηγήσεις σε όλα. Εμείς που απορούμε με την τρέλα των ανθρώπων. Μα οι Δον Κιχώτες του κόσμου αδιαφορούν για την γνώμη των πολλών. Θυμούνται πως η φαντασία είναι σημαντικότερη από τη λογική. Έχουν πιάσει τον χορό και χορεύουν.

Ποιος ξέρει… ίσως κάποια στιγμή να τοποθετήσουμε κι εμείς τη λογική μας στην άκρη και να τους ζητήσουμε να μας μάθουν κάποια βήματα.


Το απόσπασμα περιλαμβάνεται στον πρώτο τόμο του «Δον Κιχώτη», σε μετάφραση Δημήτρη Ρήσου. Πρώτη δημοσίευση το 1603. Για την ψηφιοποίηση του κειμένου και την παρουσίαση, το Φονικό Κουνέλι, Γενάρης του 19.


Don Quixote and Sancho Panza by Jules David, 1887 / Ο Δον Κιχώτης και ο Σάντσο Πάντσα σε εικονογράφηση του Jules David
Don Quixote and Sancho Panza by Jules David, 1887

4 σχόλια:

  1. Φονικό κουνέλι ενδιαφέρουσα η άποψη που προκύπτει μέσα από το παραπάνω κείμενο. Πράγματι, όταν ο άνθρωπος σκέφτεται έξω από τις νόρμες και δεν στηρίζεται μονάχα σε ότι είναι κοινωνικά αποδεκτό, μπορεί να πετύχει μεγάλα πράγματα. Πράγματα που ένας λογικός άνθρωπος δε μπορεί να τα κάνει, γιατί αυτοπεριορίζεται. Όμως, αυτό που με φοβίζει θα έλεγα, πως είναι ότι οι ισορροπίες είναι πολύ λεπτές και αύτο το έξω από την νόρμα, μπορεί να οδηγήσει σε έναν παραλογισμό που μπορεί να καταστρέψει το ίδιο το άτομο. Δυστυχώς, δεν μπορώ να ξέρω, ποιος σκέφτεται πιο σωστά σε αυτές τις περιπτώσεις, αν βέβαια υπάρχει σωστό και λάθος σε αυτά. Όμως νομίζω ότι ακόμα και το παράλογο έχει μια ελευθερία, που δεν έχει το λογικό. Ίσως να είμαι λίγο εκτός θέματος, αλλά αυτό μου βγήκε να γράψω, διαβάζοντας το κείμενο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Κατά τη γνώμη μου, Leon, δεν υπάρχει κάποιος ασφαλής "κανόνας" που θα μπορούσε να ισχύει για όλους το ίδιο. Νομίζω πάντως πως μεταξύ των δύο άκρων, της ολικής προσαρμογής δηλαδή (τι άκρο βέβαια, εδώ έχουμε να κάνουμε με την πλειοψηφία των ανθρώπων) και της ολικής απώλειας επαφής με την πραγματικότητα, υπάρχουν πάρα πολλά ενδιάμεσα. Το ζητούμενο, κατά τη γνώμη μου, είναι η ελευθερία από τη μία, η ατομική ευτυχία από την άλλη: ο υποταγμένος στις νόρμες και εκείνος που έχει χάσει κάθε την επαφή με την πραγματικότητα, αμφότεροι είναι ανελεύθεροι. Χρειάζεται ενδοσκόπηση, χρειάζεται δύναμη, χρειάζεται ενεργητικό νου και δημιουργική καρδιά για να κάνει κάποιος τη διαφορά, όχι μόνο για τον εαυτό του, μα για πολλούς. Και χρειάζεται ο ένας να βρίσκει στήριξη από άλλους, τους οποίους με τη σειρά του ενθαρρύνει και εμπνέει.

      Μεγάλο θέμα πάντως, που φυσικά δεν εξαντλείται σε μια μικρή παράγραφο...

      Διαγραφή
  2. Την καλησπέρα μου Κούνελε. Δοκίμιο σκέψης η παράθεση του αποσπάσματος.
    Καλό ξημέρωμα αγαπητέ φίλε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή