Ο Robert Johnson και οι απαρχές των Blues… Ένα αφιέρωμα στη διασταύρωση της αλήθειας και του μύθου
Ένα κρύο βράδυ του Οκτώβρη, στα σκονισμένα χρόνια της δεκαετίας του 30, μια νύχτα που το ολόγιομο φεγγάρι έβαφε τον ουρανό στην απόχρωση του αίματος, ο Ρόμπερτ Τζόνσον έκανε συμφωνία με τον διάβολο.
Τον καιρό εκείνο ο Τζόνσον [Robert Johnson] ήταν ένας μοναχικός νεαρός μουσικός των Blues, γυροφέρνοντας σαν την άδικη κατάρα με τη κιθάρα του στα χαραγμένα απ’ το πιοτό και την εκμετάλλευση τοπία του αμερικανικού Νότου. Αναζητούσε κάποια αναγνώριση – μια διέξοδο από εκείνο το τούνελ που είχε καταπιεί εκατοντάδες χιλιάδες ψυχές πριν απ’ αυτόν: ψυχές φτωχών και περιθωριακών, σέρνοντας πίσω τους το βάρος μιας μακραίωνης ιστορίας σκλαβιάς και ρατσισμού. Τι και αν η σκλαβιά είχε επισήμως καταργηθεί εδώ και δυο γενιές; Μπορούσες ακόμα ν’ ακούσεις τον ήχο απ’ τις αλυσίδες της στα μαζεμένα βήματα των νεαρών νέγρων της εποχής – όπως και στα περιφρονητικά και φοβισμένα βλέμματα που εξαπέλυε πάνω τους η καλοστεκούμενη λευκή αστική κοινωνία των καιρών – όση, τέλος πάντων, είχε βγει ανέπαφη απ’ την οικονομική κρίση και τολμούσε να κοιτάξει καταπρόσωπο τους νέγρους.
Γεννήθηκε στο Μισισίπι και μεγάλωσε στο Μέμφις. Η μητέρα του είχε άλλα δέκα παιδιά πριν από αυτόν. Ο πατέρας του καταγόταν από σκλάβους. Ακόμα κι εκείνον τον καιρό η οικογένειά του εργαζόταν στις φυτείες – το ίδιο περιβάλλον που είχαν γνωρίσει οι παππούδες και οι πρόγονοί του. Βαμβάκια, φτωχόσπιτα και το στίγμα του αράπη. Μα είχαν και την παρηγοριά τους: το αλκοόλ, τη θρησκεία… και τα μπλουζ. Ένα είδος μουσικής που γεννήθηκε στο περιθώριο, σαν τους δημιουργούς του, και ανησύχησε ουκ ολίγους καλοβαλμένους αστούς της εποχής για τον «ηθικό εκφυλισμό» που το χαρακτήριζε. Να ήταν άραγε τα Μπλουζ η μουσική του διαβόλου;
Όσοι γνώρισαν τον νεαρό Τζόνσον λένε πως δεν ήταν καλός μουσικός τα πρώτα εκείνα χρόνια. Είχε μάθει κάποιες τεχνικές της κιθάρας από έναν αδερφό του, μα αδυνατούσε να φτάσει στο παίξιμο τους μεγάλους bluesmen των καιρών, όπως ο Charley Patton και ο Skip James – τους πρώτους μέντορες των “Blues του Δέλτα”, όπως χαρακτηρίστηκαν. Ένας άλλος δάσκαλος των Blues, ο Son House [Σον Χάουζ], τον είχε ακούσει να παίζει σ’ ένα τοπικό στέκι και είχε δηλώσει πως η μουσική του ήταν σκέτη φασαρία. «Δεν είχες ξανακούσει τέτοιο θόρυβο! Πάρε την κιθάρα απ’ τον μικρό, έλεγαν κάποιοι. Θα τους τρελάνει όλους με δαύτη! Δεν πιάνεις τη φυσαρμόνικα καλύτερα;»
Και το βλέμμα του νεαρού Τζόνσον άστραφτε σαν το μάτι του πάνθηρα στο σκοτάδι – ή σαν την αστραπή που φωτίζει τον νυχτερινό ουρανό.
Μία από τις φωτογραφίες του Ρόμπερτ Τζόνσον |
Στα 17 του παντρεύτηκε τη φιλενάδα από τα παιδικά του χρόνια, 16χρονη Virginia Travis, μα ίσα που πρόλαβε να ζήσει έναν χρόνο φευγάτης ευτυχίας. Η Virginia πέθανε στη διάρκεια της γέννας – και μαζί με αυτή, πέθανε και το παιδί της. Δύο χρόνια μετά θα παντρευόταν την Coletta Craft - μα θα πέθαινε κι εκείνη.
Ο Τζόνσον ήταν απαρηγόρητος. Δεν του έμενε άλλη επιλογή – έπρεπε να φύγει. Να πάρει τον δρόμο και όπου βγει, παρέα με την κιθάρα του. Ποιος τον αναγνώριζε; Κανένας. Ποιος είχε διάθεση ν’ ασχοληθεί σοβαρά μαζί του; Κανένας. Ποιος έπαιρνε στα σοβαρά τη μουσική του; Κανένας. Μα σάμπως είχε να χάσει κάτι; Τα είχε ήδη χάσει όλα. Τα βήματά του δεν ήταν παρά αποτυπώματα στη σκόνη. Κι αυτός μια κινούμενη σκιά σ’ έναν κόσμο που αδιαφορούσε για υπάρξεις σαν αυτόν.
Και πήρε τους δρόμους, χαράζοντας την πορεία του στα κατάστιχα του αμερικανικού Νότου. Στη διάρκεια της εξορίας του γνώρισε έναν κιθαρίστα, τον Ike Zimmerman, ο οποίος ανέλαβε να τον διδάξει ένα δυο πράγματα. Λέγεται πως κατέφευγαν τις νύχτες στα νεκροταφεία, γράφοντας τραγούδια στις ταφόπλακες, ρουφώντας το φεγγάρι, θέλοντας ίσως να ξυπνήσουν τους νεκρούς… Μα υπήρχε ένας πρακτικός λόγος γι’ αυτό: δεν επιθυμούσαν να ενοχλήσουν τους κατοίκους της πολιτείας, παίζοντας μουσική τα βράδια – μόνη διέξοδός τους το κοιμητήριο. Εκεί ήξεραν πως κανείς δεν θα τους έδιωχνε. Θα έπαιζαν με την ησυχία τους. Σκυλιά που γαβγίζουν στο αιμόφυρτο φεγγάρι. Σκυλιά που αλυχτούν στον κόσμο που τα σπρώχνει μακριά του. Σκυλιά με δόντια που γυαλίζουν.
Ποιος ξέρει… ίσως και να κατόρθωναν όντως ν’ αναστήσουν κάποιον νεκρό από τον τάφο του.
Τα χρόνια της δόξας
Και – ως δια μαγείας – έγινε το θαύμα. Έναν χρόνο μετά ο Τζόνσον επέστρεψε στα παλιά του λημέρια. Μα τώρα πια δεν ήταν ο άχαρος αυτός μουσικός που έκανε τους πάντες να κλείνουν τ’ αυτιά τους. Είχε μεταμορφωθεί σ’ έναν δεξιοτέχνη, όμοιος με τον οποίο δεν είχε ακουστεί ως τότε. Ο κόσμος έτριβε τα μάτια του – μα, αυτός συναγωνίζεται στο παίξιμο τους μεγάλους bluesmen! Και τι συναίσθημα αποπνέει, τι τεχνική, τι ήρεμη δύναμη!
Ο Τζόνσον συνέχισε τις περιπλανήσεις του, εγκαταλείποντας τα γνώριμα τοπία του Νότου. Έμοιαζε να καθοδηγείται από κάποια εσωτερική φωτιά, που τον έσπρωχνε ολοένα μπρος – ποτέ πίσω. Σικάγο, Νέα Υόρκη, Ντιτρόιτ. Τα Μπλουζ είχαν μεταμορφωθεί στα χέρια του από παράφωνο μωρό σ’ ένα παιχνιδιάρικο παιδί – και αυτός έπαιζε μαζί τους, γελούσε μαζί τους, έκλαιγε μαζί τους. Εν έτει 1932 έπαιξε ξανά μπροστά στους αλλότινούς του μέντορες: τον Son House και τον Willie Brown. Μα οι περασμένες εντυπώσεις ανήκαν στο παρελθόν. Οι παλιοί δάσκαλοι δεν πίστευαν στ’ αυτιά τους. Μα – αυτός είναι ένας εξαιρετικός μουσικός! Πρόκειται άραγε για τον ίδιο νεαρό που είχαμε γνωρίσει πριν μερικά χρόνια;
Και οι γυναίκες – α, οι γυναίκες τον λάτρευαν. Στις πόλεις και στα μπαρ οι ερωμένες διαδέχονταν η μία την άλλη. Και ο Τζόνσον απολάμβανε την αυξανόμενη φήμη του, τη ρουφούσε αχόρταγα σα νέκταρ.
Το ξακουστό πορτραίτο του Ρόμπερτ Τζόνσον |
Ήταν μια εποχή που ο κόσμος αποζητούσε τη μουσική των μαύρων. Η Τζαζ είχε εδώ και μια δεκαετία σχεδόν εκτοξευτεί στις προτιμήσεις του κοινού, συμπεριλαμβανομένου του λευκού κοινού των πόλεων – σειρά τώρα είχαν τα Μπλουζ. Την εμπορική αρχή είχαν κάνει οι μεγάλες Ντίβες των Μπλουζ, γυναίκες σαν την Ma Rainey και την Bessie Smith. Τώρα έμελλε ν’ ακολουθήσουν οι μοναχικοί bluesmen του Δέλτα, η μουσική των οποίων εκπροσωπούσε τα πρωταρχικά, αρχέγονα μπλουζ του Νότου.
Έτσι κι έγινε λοιπόν. Μια σημαντική δισκογραφική εταιρία, η ARC Records, πρότεινε στον Τζόνσον να ηχογραφήσει τα τραγούδια του. Το αποτέλεσμα ήταν οι θρυλικές εκείνες εκτελέσεις των 29 τραγουδιών, με τα οποία γνώρισε ο κόσμος τη μουσική του και οι οποίες με το πέρασμα των χρόνων (και των δεκαετιών) έγιναν γνωστές ως τα τραγούδια του “King of the Delta Blues Singers”. Ήταν τα τραγούδια με τα οποία έμελλε να τον γνωρίσουν, καιρό μετά το θάνατό του, ο Muddy Waters και ο Howlin’ Wolf• ο Jimmy Page και ο Eric Clapton• o Keith Richards και ο Bob Dylan.
Ήταν τα τραγούδια στη βάση των οποίων οικοδομήθηκε η μισή μουσική του 20ου αιώνα. Ο πηλός (ακατέργαστος, ίσως, και ωμός, μα στιβαρός και ουσιώδης) πάνω στον οποίο σμιλεύτηκε το μνημείο της Blues και της Ροκ μουσικής.
Είναι δυνατόν αυτός ο καταπληκτικός μουσικός να είναι ο ίδιος εκείνος παλικαράκος με τον οποίο γελούσαμε λίγα χρόνια πριν; - αναρωτιόταν το κοινό που τον ήξερε από παλιότερα. Αποκλείεται! Δες τις επιτυχίες του, δες τη δύναμη που αποπνέει. Κάποιο πνεύμα έχει μπει μέσα του και καθοδηγεί το παίξιμό του! Ναι – αυτή η εξήγηση έμοιαζε περισσότερο πιθανή.
Κάποιοι θα έλεγαν – ο διάβολος.
Παζάρι με τον διάβολο. Ο νέος Φάουστ
Ο μύθος λέει πως ήταν ένα μοιραίο, παγερό βράδυ, στη διάρκεια της περιόδου της εξορίας. Ο Τζόνσον έπαιζε μόνος σε μια σκοτεινή διασταύρωση, στο ανίερο σμίξιμο των δρόμων Highway 61 και 49… Σύμφωνα με μια παράδοση που είχε ρίζες στο μακρινό παρελθόν, η διασταύρωση δύο δρόμων θεωρείται μέρος ερεβώδες, δαιμονικό, χαίνουσα πηγή μαύρης μαγείας. Ο άνεμος φυσούσε, αντηχώντας σαν αναστεναγμός μανιασμένου εραστή. Ο ουρανός έσμιγε με τη σελήνη και γεννούσανε σκιές. Ένα σκυλί ούρλιαζε σα λυσσασμένο, χοροπηδώντας λες και προσπαθούσε να πιάσει το σκιερό του είδωλο – μα εκείνο του διέφευγε διαρκώς.
Τότε ήταν – λένε – που ο Τζόνσον ήρθε σε επαφή με έναν μεγαλόσωμο, επιβλητικό, μαυριδερό κύριο. Ο κύριος του χαμογέλασε και τα λευκά δόντια του αντανακλούσαν τη λάμψη απ’ το φεγγάρι. «Σε περίμενα», του είπε – ή μήπως ήταν ο ήχος της κιθάρας του που έμοιαζε να σμίγει με τον άνεμο και να συνθέτουν λέξεις; «Άργησες, ξέρεις», αντήχησε η φωνή (ή οι συγχορδίες που παρέσερνε ο άνεμος). «Μα ίσως και όχι. Σε αυτή τη διασταύρωση ποτέ κανένας δεν αργεί… κάποιος έρχεται πάντα όταν είναι η ώρα του να έρθει.»
Ο Τζόνσον κατάλαβε ποιος ήταν. Και κατάλαβε ποιος ήταν ο σκοπός του. Η καρδιά του χτύπησε με φόβο και λαχτάρα. Η κιθάρα του άρχισε να παίζει δυνατότερα. «Έχω χάσει όλα όσα είχα. Τη ζωή μου, τη γυναίκα μου, το παιδί μου. Μόνο η κιθάρα αυτή μου μένει. Το μόνο όνειρό μου, ν’ αναγνωριστώ. Να πνίξω τον πόνο μου στη παρηγοριά της δόξας, στη ζεστασιά του ακριβού ποτού, να με θαυμάζουν οι μουσικοί και να με ποθούνε οι γυναίκες. Μπορείς να μου δώσεις αυτό που σου ζητώ;»
Ο διάβολος τον κοίταξε και τα μάτια του πετούσαν σπίθες. Ο άνεμος φυσούσε με μανία. «Μπορώ να σου χαρίσω τόση δόξα, όση δε φαντάζεσαι. Θα έχεις ουίσκι άφθονο και γυναίκες φίνες. Δεκαετίες και δεκαετίες μετά θα μνημονεύεται το όνομά σου και θα σε μελετούν οι καλλιτέχνες. Η μουσική του εικοστού αιώνα θα εμποτιστεί στους ρυθμούς που θα της δώσεις… Μα, να ξέρεις, υπάρχει πάντα και το τίμημα... Νομίζω πως αυτό είναι αυτονόητο, θα συμφωνήσεις μαζί μου».
Ο Τζόνσον φάνηκε διστακτικός. Το σταυροδρόμι κάτω στα πόδια του φάνταζε λες και ανήκε σ’ έναν άλλο κόσμο – σα να ήταν το μοναδικό σταυροδρόμι που είχε ποτέ υπάρξει, ίδιο και απαράλλαχτο σε όλες τις εποχές και τους τόπους. Ο αέρας είχε πάψει ν’ αντηχεί, το σκυλί ίσα που ακουγόταν κάπου μακριά. Η κιθάρα χαμήλωσε. Ο Τζόνσον σκέφτηκε το παρελθόν του… τι είχε χάσει, τι είχε να κερδίσει. Σκέφτηκε τα μέλη της φυλής του. Τους εκατοντάδες χιλιάδες εκείνων που γεννιόνταν και πέθαιναν στην αφάνεια, ελπίζοντας, ίσως, σε κάποιο μεταθανάτιο παράδεισο, πέρα απ’ τα μαρτύρια αυτού του κόσμου.
Τα σκέφτηκε όλα αυτά και αποφάσισε.
«Θέλω να γίνω ο βασιλιάς των Blues», είπε στον διάβολο. Και ο διάβολος χαμογέλασε.
«Φέρε την κιθάρα σου, παλικάρι μου», του είπε. Ο Τζόνσον την παραχώρησε. Ο διάβολος την πήρε στα πελώρια χέρια του, την κούρδισε και εκείνη φάνηκε ν’ αναστενάζει ηδονικά. Φλόγες φάνηκαν να ξεπετάγονται από μέσα της. Μα όταν ο Τζόνσον την έπιασε στα χέρια του, η κάψα όλη μπήκε στο κορμί του. Και αισθάνθηκε τότε τη γλυκιά ηδονή της έμπνευσης να τον κατακλύζει.
Και έπαιξε. Και η κιθάρα δυνάμωσε, ο ήχος της εκτόξευσε σπίθες στο σκοτάδι. Ήταν λες και δεν έπαιζε πλέον αυτός, λες και δεν ήταν τα δικά του δάχτυλα στην ταστιέρα. Και ο άνεμος ούρλιαξε με φρενιασμένη χαρά.
…
Λίγα χρόνια μετά, κάποιο βράδυ στο άδυτο ενός μπαρ, κι ενώ ο Τζόνσον είχε αποκτήσει την αναγνώριση που τόσο επιθυμούσε, έπεσε νεκρός. Πηγή του θανάτου ένα ποτήρι ουίσκι ποτισμένο με δηλητήριο. Κάποιες άλλες πηγές αναφέρουν πως μαχαιρώθηκε. Αμφότερες οι πηγές αναφέρουν ως αιτία θανάτου τον ερωτικό ανταγωνισμό μεταξύ του Τζόνσον και του συζύγου κάποιας από τις ερωμένες του.
Ο διάβολος είχε τηρήσει την υπόσχεσή του.
Papa Legba painting |
Επίλογος. Τα μπλουζ και ο διάβολος – μια κριτική θεώρηση
Η ακόλουθη ανάλυση δεν έχει σκοπό να «εκλογικεύσει» τον μύθο του Ρόμπερτ Τζόνσον – υπάρχει ένας λόγος που σχηματίζονται οι μύθοι και ο λόγος αυτός υπερβαίνει την κοινή λογική – μα να φωτίσει μια συγκεκριμένη πτυχή του φαινομένου «κουλτούρα και διάβολος» - ξεκινώντας από το κυνήγι μαγισσών και φτάνοντας ως τη δαιμονοποίηση της ροκ και μέταλ μουσικής, μεταξύ άλλων. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο που αμφότερες οι μεγάλες μουσικές δημιουργίες των μαύρων – η Τζαζ και τα Μπλουζ – στα πρώτα χρόνια της ανέλιξής τους στιγματίστηκαν ως «ανήθικες» ή έφτασαν να δαιμονοποιηθούν από μια μερίδα κόσμου.
Είναι συχνό φαινόμενο (κατά τη διάρκεια του χριστιανικού δυτικού πολιτισμού) η τάση των μαζών να συγχωνεύουν με τον Διάβολο ή το Κακό οτιδήποτε αδυνατούν να κατανοήσουν ή οτιδήποτε αποκλίνει από τις επικρατούσες κοινωνικές νόρμες. Το ίδιο πράγμα που οι «εκλεπτυσμένοι» αστοί καταδικάζουν ως «ανήθικο» ή «ανατρεπτικό», τα χαμηλότερης παιδείας κοινωνικά στρώματα τείνουν να το ερμηνεύουν με θρησκευτικούς όρους: «κακό», ή «σατανικό». Σκεφτείτε τι μπορεί να σήμαινε για το βαθιά θρησκευόμενο και προληπτικό πνεύμα του αμερικανικού Νότου ένας ανερχόμενος μαύρος αστέρας της μουσικής στη διάρκεια της δεκαετίας του 30. Ένας αστέρας που είχε ξεπηδήσει κυριολεκτικά από το πουθενά. Προκαλούσε δέος – και φόβο.
Τι και αν η σκλαβιά είχε καταργηθεί επισήμως. Οι νέγροι έσερναν παντού γύρω τους το στίγμα του «αράπη». Ο πολιτισμός τους φάνταζε «πρωτόγονος» και «βάρβαρος» στα μάτια των συντηρητικών λευκών. Και αν ο λευκός κόσμος αναγνώριζε τις ικανότητές τους ως καλλιτεχνών, αυτό γινόταν μόνο στα πλαίσια της ψυχαγωγίας τους: οι μαύροι ως «διασκεδαστές», ως «θεατρίνοι» - μια παράδοση που φέρει πίσω της δεκαετίες και δεκαετίες, φτάνοντας ως τα πρώτα χρόνια του αμερικανικού κράτους και στην θεατρική παράδοση του Vaudeville – τότε που λευκοί ηθοποιοί έβαφαν τα πρόσωπά τους μαύρα, φορούσαν παρδαλά ρούχα, μιλούσαν με γελοία προφορά και πετούσαν τούρτες ο ένας πάνω στον άλλο.
Και να που, καταμεσής αυτών, εμφανίστηκαν τα Blues. Μια μουσική στην οποία – για πρώτη φορά – ο νέγρος δεν τραγουδούσε για να διασκεδάσει το λευκό κοινό… μα για να ευφράνει την ψυχή του. Για να εξωτερικεύσει τον πόνο του. Για να εκφράσει τη λαχτάρα του. Για πρώτη φορά μετουσίωνε σε τέχνη τα αληθινά του αισθήματα – δεν ήταν πια ηθοποιός, δεν ήταν πια ψυχαγωγός, δεν ήταν πια διασκεδαστής, μα ένας αληθινός άνθρωπος, με σάρκα και οστά. Και επιθυμίες – όχι απαραίτητα «ηθικές» με βάση τα κυρίαρχα λευκά πρότυπα, μα σίγουρα ανθρώπινες.
Αν όμως αυτοί οι «αράπηδες» διεκδικούν αξιώσεις ανθρώπου, πως μπορούμε πια να τους φερόμαστε σαν ζώα; Αν τραγουδάμε τα τραγούδια τους και ταυτιζόμαστε με τους στίχους τους, πως είναι δυνατόν να αποδεχόμαστε τη χαμηλή κοινωνική τους θέση; Όχι, κάτι τέτοιο είναι ανήκουστο! Γιατί από τη στιγμή που θα αποδεχτείς τον άλλο σαν συνάνθρωπό σου, ίσο και όμοιο με σένα, ικανό να παράγει τέχνη ισάξια με τη δική σου, ολόκληρο το κοινωνικό οικοδόμημα πάνω στο οποίο έχεις χτίσει την εξουσία σου κινδυνεύει να γκρεμιστεί από το βάθρο του.
Τι μένει, λοιπόν; Να χαρακτηρίσεις τη μουσική του ως «ανήθικη». Ως «στερημένη πνεύματος». Ως «εκφυλισμένη». Να υποτιμήσεις το έργο του, να το περιθωριοποιήσεις, να αρνηθείς την υπόστασή του.
Και αν είσαι θρησκευόμενος μπορείς εύκολα να κάνεις κάτι ακόμα: να χαρακτηρίσεις τη μουσική του ως «μουσική του διαβόλου». Αυτό ήταν: με τόσους θρήσκους και προληπτικούς εκεί έξω, ξεμπέρδεψες. Και το κοινωνικό status quo παραμένει ως έχει.
Που να ήξεραν – που να ήξεραν πως τα θεμέλια είχαν πια σκαφτεί! Με το πέρασμα των δεκαετιών τα «σατανικά» Μπλουζ θα παραχωρούσαν τη θέση τους στη «σατανική» Ροκ. Μα ήταν πια αργά για τους πουριτανούς του κόσμου – η μουσική είχε πια τον πρώτο λόγο…
Και ο διάβολος; Και ο μύθος που περιγράψαμε; Άραγε υπήρξε ποτέ εκείνη η μοιραία νύχτα, στη διασταύρωση των Highway 61 και 49;
Στη μυθολογία του Βουντού γίνεται λόγος για μια θεότητα με το όνομα “Papa Legba”. Λέγεται πως συχνάζει σε σταυροδρόμια, όταν έρχονται στιγμές μεγάλων αποφάσεων για τη ζωή ενός ανθρώπου, και παρέχει συμβουλές. Δεν ταυτίζεται με το «κακό», όσο με την ανατροπή – και ενίοτε, το ξεγέλασμα. Θα βρείτε πολλές αναφορές σε αυτόν στη μυθοπλασία γύρω από τη ζωή του Ρόμπερτ Τζόνσον. Να θυμίσουμε, εξάλλου, πως οι μάζες των αφρικανών σκλάβων που μετέβησαν στην Αμερική έφεραν μαζί τους τις πνευματικές παραδόσεις της πατρίδας τους – σμίγοντάς τες με την χριστιανική πίστη που συνάντησαν στις αποικίες και δημιουργώντας πλήθος από ενδιαφέροντα θρησκευτικά αμαλγάματα.
Κάθε κριτική ανάλυση ενός μύθου σκοντάφτει σε ένα χώρο που αδυνατεί, κατά τη γνώμη μου, να φωτίσει. Είναι σαν εκείνο που έλεγε ο Φρόυντ για τα όνειρα: προσπαθείς να τα ερμηνεύσεις και ως ένα βαθμό το κατορθώνεις – μα υπάρχει πάντα ένα επίπεδο πέραν του οποίου δεν μπορείς να πας: το «σκοτεινό» σημείο του ονείρου, όπως και το «σκοτεινό» σημείο του μύθου. Γιατί κάθε μύθος φέρει πίσω του το συλλογικό ασυνείδητο του λαού που τον γέννησε – ένα αχανές πλέγμα σημασιών και φαντασιακού.
Εξάλλου ο ίδιος μύθος που για μια μερίδα κόσμου δρα αποτρεπτικά και εκφοβιστικά, για μια άλλη συνιστά αιτία ενδυνάμωσης. Ένας άνθρωπος που έφτασε σε σημείο να κάνει συμφωνίες με θεούς, δαίμονες και πνεύματα – τι καλύτερος τρόπος για εκτοξεύσεις μια τέχνη ή ένα κίνημα! Κάπως έτσι αρχίζουν οι θρησκείες.
Και η μουσική… είναι μια θρησκεία – και ίσως κάτι παραπάνω.
Έχω την αίσθηση πως αν ρωτούσαμε τον Ρόμπερτ Τζόνσον αν έκανε συμφωνία με τον διάβολο – θα μας κοιτούσε με νόημα και θα χαμογελούσε. Και στη συνέχεια θα έπιανε την κιθάρα του και θα έπαιζε ένα τραγούδι. Αυτό όλο – και ας δώσει ο καθένας τις δικές του ερμηνείες.
Κάπου εδώ φτάνουμε στο τέλος. Αν απολαύσατε το παρόν μουσικό ταξίδι, μπορείτε να συνεχίσετε την ιστορική και αφηγηματική μας διαδρομή με την παρουσίασή μου πάνω στην ιστορία της Τζαζ:
Η Ιστορία της Τζαζ, μέρος 1 – ο Αρχέγονος Ρυθμός
Μέχρι να τα ξαναπούμε, σας αφήνω με κάποιους στίχους του Ρόμπερτ Τζόνσον – του αδιαμφισβήτητου Βασιλιά των Blues του Δέλτα.
I got to keep movin', I got to keep movin'
Blues fallin' down like hail, blues fallin' down like hail
Hmmm-mmm, blues fallin' down like hail, blues fallin' down like hail
And the days keeps on worryin' me
There's a hellhound on my trail, hellhound on my trail
Hellhound on my trail…
Every old place I go, every old place I go
I can tell the wind is risin', the leaves tremblin' on the tree
Tremblin' on the tree
I can tell the wind is risin', leaves tremblin' on the tree
Hmm-hmm hmm-mmm
All I need's my little sweet woman
And to keep my company, hey, hey, hey
My company
© Παρουσίαση και σχεδιασμός αρχικής εικόνας από το Φονικό Κουνέλι, Νοέμβριος του 18. Παρακαλώ να μην γίνει αντιγραφή και αναδημοσίευση του κειμένου σε άλλες ιστοσελίδες
Καλησπέρα Κούνελε. Πάντα τα θέματά σου έχουν κάτι ξεχωριστό να δώσουν και ουσιαστικό. Πόσα πράγματα έμαθα εδώ τώρα ! και με τρόπο όμορφα δοσμένο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕιλικρινά ένα εντυπωσιακός κόσμος αυτός του BLUES.
Ευχαριστούμε ειλικρινά αγαπητέ φίλε.
Δεν έχω παρά να ευχηθώ να έχεις μια χαρούμενη βδομάδα, φίλε Γιάννη!
ΔιαγραφήΑγαπητό μου Φονικό Κουνέλι, καταπιάστηκες με την ιστορία των μπλουζ με μοναδικό τρόπο! Εξαιρετική εξιστόρηση της απαρχής του είδους και συγκινητική η παρουσίαση του Ρόμπερτ Τζόνσον. θαυμάζω τον τρόπο που σκέφτεσαι, γράφεις, απεικονίζεις. Αλήθεια. Η μουσική είναι ζωή και η ζωή είναι ένα μπλουζ. Ευχαριστώ που είσαι τόσο γενναιόδωρος και το μοιράζεσαι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι εγώ ευχαριστώ πολύ φίλε/η μου, για τα καλά σου λόγια! Την επόμενη φορά, αν επιθυμείς, πρόσθεσε κι ένα όνομα ή ψευδώνυμο στο σχόλιο, για να γνωρίζω ποιος μου άφησε αυτό το όμορφο σχόλιο. Καλή βδομάδα να έχεις!
Διαγραφή